Γεώργιος Δροσίνης: Πίστη, Τί λοιπόν, Ανθισμένη Αμυγδαλιά και ο Βιολιστής

δια χειρός Ελένης Κυριαζοπούλου

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου, Αρθρογράφος
(Sophia Drekou, BSc in Psychology)


Ό,τι και να γράψει κανείς για το ταλέντο του Γεωργίου Δροσίνη, είναι λίγο. Υπήρξε τεράστιος ποιητής, από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές όλων των εποχών. Άγγιξε και το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ πολλά ποιήματά του κοσμούσαν τις παλιές σχολικές εκδόσεις, όταν στην παιδεία δεν είχαν παρεισφρήσει επικίνδυνοι και ανίκανοι άνθρωποι.

Γράφει ο Κ. Βάρναλης: «Ο αιωνόβιος Γεώργιος Δροσίνης, ο ερημίτης του θαλερού προαστίου της Κηφισιάς, θαλερός ως τα τελευταία του, ρομαντικός, ωραιόπαθος, καλοσυνάτος, ο ποιητής της γαλήνης, ζώντας μακριά από τον ταραγμένο κόσμο των άλλων ανθρώπων, στο δικό του ανθισμένο κόσμο της φαντασίας και του ωραίου, πέθανε γεμάτος χρόνια και τιμές. Είναι ο τελευταίος της γενεάς του μετά τον Πολέμη, τον Προβελέγγιο και τον Παλαμά, που φεύγει από τη ζωή, αφού την είχε αφιερώσει ολόκληρη στην ποίηση, στην πεζογραφία, στην παιδεία και στη μόρφωση του λαού.»

Γεώργιος Δροσίνης
9 Δεκ. 1859 - 3 Ιαν. 1951


Ο ποιητής, πεζογράφος και δημοσιογράφος Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1859, σ' ένα αρχοντικό της Πλάκας. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου.

Χάρη στη φιλομάθειά του, αλλά και στις οικονομικές δυνατότητες που είχαν οι γονείς του, σπούδασε νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη συνέχεια Ιστορίας της Τέχνης στη Λειψία, στη Δρέσδη και στο Βερολίνο.

Από το 1889 ως το 1897 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Εστία, που ο ίδιος μετέτρεψε σε εφημερίδα το 1894. Την ίδια περίοδο ίδρυσε και διηύθυνε τα περιοδικά Εθνική Αγωγή και Μελέτη, καθώς και το ετήσιο Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος.

Το 1899 μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα ίδρυσαν τον Σύλλογο προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, που εξέδωσε λογοτεχνικά έργα, λαογραφικές και άλλες μελέτες.

Το 1901 ίδρυσε τις σχολικές βιβλιοθήκες και το 1908 το εκπαιδευτικό μουσείο. Συνέβαλε, επίσης, στην ανέγερση του Οίκου Τυφλών, της Σεβαστοπούλειας Επαγγελματικής Σχολής και της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας.

Από το 1914 ως το 1923 διετέλεσε τμηματάρχης Δημοτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη σύνταξη του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας και στην εφαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Το 1924, υπό τη διεύθυνσή του, οργανώθηκε το Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών.

Έγινε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από την ίδρυσή της το 1926, διατέλεσε ο πρώτος Γραμματέας των Δημοσιευμάτων του Ιδρύματος (1926-1928) και τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών.

Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1879 με ποιήματά του στα περιοδικά ''Ραμπαγάς'' και ''Μη Χάνεσαι''. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Ιστοί Αράχνης, η σταδιοδρομία του, όμως, ως νέου ποιητή άρχισε το 1884 με τη συλλογή Ειδύλλια.

Ποιητής της νέας αθηναϊκής σχολής -όπως και ο Κωστής Παλαμάς, με τον οποίο υπήρξε στενός φίλος- χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα από τις πρώτες του δημιουργίες και άντλησε στοιχεία από τα δημοτικά τραγούδια και τη λαϊκή παράδοση.

Ως πεζογράφος, χρησιμοποίησε αρχικά την καθαρεύουσα, για να στραφεί κι εκεί αργότερα στη δημοτική, με το διήγημά του «Το βοτάνι της αγάπης» (1901).

Κοιμήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1951, στην Κηφισιά.

Βίντεο: Ο Ήρωας Μιχαλάκης Παρίδης ΕΟΚΑ 1955-59 
γράφει στίχους για το θάνατο του Γεωργίου Δροσίνη.



Πίστη

Δεν έχεις Πίστη, όταν τα στάχυα σου
προσμένεις να γενούν σιτάρι,
κι από τ' άκαρπο δεντρί, που κέντρωσες, 
προσμένεις καρπερό βλαστάρι! 

Πίστη έχεις, όταν από το χέρσωμα
κι από τα αστραποκαμένα ξύλα,
προσμένεις τους καρπούς ολόδροσους
και καταπράσινα τα φύλλα. 

Δεν έχεις Πίστη, όταν, πηγαίνοντας
το δρόμο του βουνού, προσμένεις
να φτάσεις ως το ανάερο ψήλωμα
κάποιας κορφής μαρμαρωμένης. 

Πίστη έχεις, όταν, αλυσόδετος,
μέσα από τα βάθη της αβύσσου,
προσμένεις ως τα ουράνια ελεύτερο
να φτερουγίσει το κορμί σου. 

Δεν έχεις Πίστη, όταν τ' απόβραδο
προσμένεις να προβάλλουν τ' άστρα,
και με του πετεινού το λάλημα
να φέξη η αυγή ροδογελάστρα! 

Πίστη έχεις, όταν- όσο αλόγιστο
και πλάνο ο νους σου κι αν το ξέρει-
προσμένεις ήλιο τα μεσάνυχτα
κι αστροφεγγιά το μεσημέρι. 

Δεν έχεις Πίστη, όταν, πιστεύοντας,
ρωτάς την κρίση και τη γνώση!
Δεν έχεις Πίστη, όταν την πίστη σου
στο λογικό έχεις θεμελιώσει! 

Πίστη έχεις, όταν κάθε σου όνειρο
το ανάφτεις στο βωμό της τάμα,
κι αν κάποιο τάμα σου είναι αδύνατο, 
προσμένεις να γενεί το θάμα.


Η ορθόδοξη πίστη για τη μετά θάνατον ζωή
τέλεια εκφρασμένη στους στίχους
 του ποιήματος «Τί λοιπόν;» !!!


Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;

Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;

Σ’ ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;

Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ’ απ’ το θάνατο αρχίζει;


Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα
κι αντί να ‘ρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;

Μήπως είν’ η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ο,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;



Την ομορφιά των γυναικών ύμνησε 
και ο Γεώργιος Δροσίνης

Η γυναίκα για την οποία ο Δροσίνης έγραψε την
«Η Μυγδαλιά»Ήταν η 16χρονη εξαδέλφη του.


Το ποίημα μελοποιήθηκε στο μέτωπο και τραγουδήθηκε από τους φαντάρους που ονειρεύονταν τις «χαρές» της ειρήνης... Το παρασκήνιο στο ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη, «Η Μυγδαλιά», αφορά μία χαριτωμένη μούσα. Ήταν η ξαδέλφη του, Δροσίνα Δροσίνη. Η ιστορία είναι η εξής:

Η Δροσίνα ήταν 16 χρονών και φοιτούσε στο Αρσάκειο, όταν ο ξάδελφός της, επισκέφτηκε την οικογένειά της στα Πατήσια. Ο Δροσίνης είχε μόλις γυρίσει απ' τη Γερμανία, όπου σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης. Νέος, όμορφος, καλλιεργημένος, ήταν τέλειος «δάνδης» της εποχής. Η Δροσίνα όμορφη, γλυκιά και πολύ φρέσκια.

Ο Γεώργιος Δροσίνης. Ένα πρωί, ο Δροσίνης άνοιξε το παράθυρο να μπει φως και είδε τη νεαρή ξαδέρφη του στον κήπο, να κάθεται κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο. Σύμφωνα με το ποίημα, το δέντρο ήταν μια αμυγδαλιά. Άλλοι λένε ότι, στην πραγματικότητα, ήταν νεραντζιά. Η κοπέλα κούνησε τον ανθισμένο δέντρο και τα άνθη την έλουσαν. Η σκηνή τον ενθουσίασε και ο νεαρός ποιητής έγραψε το θρυλικό ποίημα. Την εποχή εκείνη, ο Δροσίνης δημοσίευε τα ποιήματά του, με το ψευδώνυμο «Αράχνη».

Η «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1882, στο σατυρικό περιοδικό «Ραμπαγάς» Το τραγούδι του πολέμου Η «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» μελοποιήθηκε από τον Γεώργιο Κωστή, ένα ράπτη απ' το Άργος, κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης του 1885. Η Βουλγαρία είχε μόλις καταλάβει την περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας και στα Βαλκάνια είχαν ξεσπάσει αναταραχές. Τότε, αποφασίστηκε γενική επιστράτευση, που διήρκησε οχτώ μήνες. Οι ελληνικές δυνάμεις προχώρησαν μέχρι τα ελληνοτουρκικά σύνορα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, για να είναι σε ετοιμότητα. Τότε γράφτηκε η μελωδία.

Αποτέλεσμα της επιστράτευσης, ήταν ότι το μελοποιημένο ποίημα του Γεώργιου Δροσίνη, διαδόθηκε σε όλο το στράτευμα. Κάθε στρατιώτης σιγοτραγουδούσε, για τα άνθη που έλουσαν τα μαλλιά και την πλάτη μίας κοπέλας, καθώς όδευε προς ένα πιθανό πόλεμο. Από τους στρατιώτες, έφτασε και στον υπόλοιπο κόσμο.

Έγινε και καντάδα, που ακουγόταν κάτω από τα παράθυρα των ωραίων δεσποινίδων της εποχής. Σε όλη την Ελλάδα δεν υπήρχε άνθρωπος, που να μην το ψιθύρισε σε μια ρομαντική στιγμή, ή να μην το τραγούδησε σε μία παρέα. Αργότερα, η Δροσίνα παντρεύτηκε τον δικηγόρο Μελέτιο Μελετόπουλο, με τον οποίον απέκτησαν έξι παιδιά. Πέθανε τη δεκατία του ’60, στα 101 της. Τελικά έγινε πράγματι «γρηά με κάτασπρα μαλλιά».

Ο Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1859 και αποδοίμησε το 1951, κι αυτός σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ήταν 90 ετών.

Η Μυγδαλιά 

Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη
η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη...

Αχ, σαν την είδα 
χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη 
από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη...

Τρελή, σαν θες να φέρεις 
στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να 'ρθει 
η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να 'ρθει...

Του κάκου τότε 
θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα 
με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
Σκυφτή γριούλα...


Γεώργιος Δροσίνης: «Ο βιολιστής»


Tο διήγημα «O βιολιστής» δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Τύπος» και εντοπίστηκε στο αρχείο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Μιχάλη Χανούση.

Ήταν ένας βιολιστής με παρδαλά ρούχα και με υψηλό σκούφο. Στο λαιμό του κρατούσε σφιγμένο το βιολί του και με τ' άλλο χέρι το δοξάρι. Κουρδιζόταν κι έπαιζε σαν αληθινός βιολιστής.

Kι όμως δεν ήταν αληθινός. Hταν από ξύλο. Από ένα πολύ σπάνιο όμως ξύλο: το ξύλο της Αγάπης. Tι είναι αυτό το ξύλο κι από τι δένδρο κόβεται δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως κάθε τι το καμωμένο από τέτοιο ξύλο μπορεί ν' αγαπήση σαν ζωντανός άνθρωπος.

O βιολιστής άμα ήρθε στον κόσμο ετυλίχθηκε μέσα σε χαρτί, εκλείσθηκε σε χονδρό κουτί κι εστάλη σ' ένα εμπορικό για να πουληθή σαν να ήταν σκλάβος ο κακόμοιρος.

O έμπορος τον έβαλε στην βιτρίνα. Εκεί τον έβλεπαν οι διαβάτες και έβλεπε κι αυτός, χωρίς να καταλαβαίνουν εκείνοι ότι ήταν κρυμμένη ζωή στο άψυχο ξύλο. O έμπορος κάποτε τον εκούρδιζε και τότε πια μαζευόταν κόσμος πολύς, προ πάντων παιδιά, κι άκουαν με θαυμασμό τη γλυκειά φωνή του βιολιού του. Kι αυτή η φωνή είχε κάτι ξεχωριστό, κάτι που έφτανε ως την καρδιά.

Όλο ενόμιζαν πως ο τεχνίτης είχε επιτύχει την μηχανή του. Δεν ήξεραν πως μέσα στο άψυχο ξύλο ήταν κρυμμένη ζωή. Δεν φαντάζονταν πως μόλις κουρδιζόταν η μηχανή ο βιολιστής έπαιζε το βιολί του μόνος με τη δύναμη της αγάπης που είχε μέσα του.

Αλλά δεν έπαιζε για κείνους που μαζεύονταν κι έχασκαν έξω από τη βιτρίνα. Oύτε τους λογάριαζε ούτε τον έμελλε. Eπαιζε μονάχα για την αγάπη του. Kι η αγάπη του ήταν μια ωραία κούκλα υψηλότερη από όλες τις άλλες, λυγερή, ξεχωριστή στη χάρη, με κατακόκκινο φόρεμα στηλωμένη αντίκρυ του στην ίδια βιτρίνα του εμπορικού.

O βιολιστής αυτήν αντίκρυσε πρώτη άμα βγήκε στο φως της ημέρας από το χονδρό κουτί του και σ' αυτήν εχάρισε όλη την αγάπη που είχε μέσα του. Άλλος κόσμος δεν υπήρχε εκτός της κούκλας. Eζούσε πια γι' αυτήν. Αλλά κι εκείνη βέβαια τον αγαπούσε. Aν δεν τον αγαπούσε, τότε γιατί δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω του, τα φωτερά της εκείνα μάτια που τον έκαιαν; Aν δεν τον αγαπούσε γιατί δεν εγύριζε καν να ιδή έναν ξανθό αξιωματικό που επάνω στο ξύλινο άλογό του καθισμένος είχε γυρισμένο το κεφάλι προς το μέρος της από την ώρα που τον έβαλε εκεί ο έμπορος; Aν δεν τον αγαπούσε, γιατί χαμογελούσε από ευχαρίστηση όταν έπαιζε το βιολί του, σαν να καταλάβαινε πω μόνο γι' αυτήν έπαιζε;

Tον αγαπούσε, τον αγαπούσε. Oλα αυτά ήσαν φανερά σημάδια. O βιολιστής ένα φόβο είχε μέσα στην ευτυχία της αγάπης του: μήπως τους χωρίσουν. Πώς ήταν δυνατόν να ζήση χωρίς αυτή; Kαι τι την ήθελε τη ζωή;

Mα η τύχη που προστατεύει όλους τους ερωτευμένους δεν άφησε απροστάτευτο και τον ξύλινο βιολιστή. Mια μέρα, ενώ έπαιζε με όρεξη το βιολί του, επερνούσαν απ' έξω ένας ηλικιωμένος κύριος και μια μεσόκοπη κυρία.

-Tι ωραία που παίζει αυτός!, είπε ο κύριος. Mούρχεται να τον αγοράσω του ανεψιού μου.

Tην ίδια στιγμή η κυρία εκύτταξε την κούκλα.

- Kαι τι ωραία που είναι κι αυτή! Θα την πάρω κι εγώ της ανεψιάς μου.

Για μια στιγμή, ο βιολιστής ενόμισε πως θα χωριζόταν πια από την αγάπη του και τουρχόταν να σκάση από το κακό του. Ενώ όμως τον ετύλιγε ο έμπορος στο χαρτί, κατάλαβε από την ομιλία της κυρίας ότι ο ανεψιός και η ανεψιά ήσαν αδέλφια και ότι ύστερα από λίγες μέρες θα βρισκόταν πάλι κοντά στην αγαπημένη του κούκλα.

Έκαμε υπομονή, μα και οι δυο μέρες, που έμεινε φυλακισμένος μέσα σ' ένα σκοτεινό ντουλάπι, του φάνηκαν χρόνοι ατέλειωτοι. Συλλογιζόταν τι θα γινόταν μόνη η αγαπημένη του, πως θα τον αναζητούσε, πως θα νόμιζε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε πια και θα σπαραζόταν από απελπισία.

Kι ο καϋμένος ο βιολιστής εδάκρυζε τόσο πολύ και τόσο συχνά, ώστε όταν τον εξετύλιξαν από το χαρτί την Πρωτοχρονιά από τα δάκρυα είχαν ξεβάψει τα μάτια του.

Βρέθηκε μέσα σε μια σάλα φωτισμένη και γεμάτη κόσμο. Tι τον έμελλε για τον κόσμο; Αυτός εκύτταζε μόνο να ιδή πού είνε η αγάπη του. Kι όταν τον εκούρδισαν, έπαιξε μ' όλη του τη δύναμη για να τον ακούση αυτή και να χαρή. Tου κάκου όμως, του κάκου! H ώρα περνούσε κι εκείνη δεν φαινόταν πουθενά. Hσαν άλλες κούκλες εκεί καθισμένες γύρω στις μεγάλες πολυθρόνες, αλλά καμμιά δεν είχε τη χάρι της αγαπημένης του. O βιολιστής άρχισε ν' απελπίζεται, όταν ξαφνικά πέρα εκεί πίσω από μια πόρτα του φάνηκε πως είδε την άκρη ενός φορέματος και το φόρεμα αυτό έμοιαζε πολύ μ’ εκείνο το κόκκινο που φορούσε η αγάπη του. Πώς, ήταν λοιπόν εκεί και δεν εγύριζε να τον δη; Tι έκανε πίσω από την πόρτα; Μήπως τον επερίμενε επίτηδες εκεί, μακρυά από τον κόσμο; Eπλησίασε σιγά-σιγά με λαχτάρα, με καρδιοχτύπι. Kαι τι είδε; Tην αγαπημένη του μαζί με τον ξανθό εκείνον αξιωματικό, που δεν εγύριζε η άπιστη να δη όταν ήταν στη βιτρίνα του εμπορικού. Και τώρα θα κρυφομιλούσαν βέβαια οι δυο γλυκά-γλυκά εκείνος από το άλογό του κι αυτή στηλωμένη ορθή στον τοίχο.

O βιολιστής άναψε από τον θυμό. Χωρίς να συλλογισθή τι κάνει, άρπαξε το ξύλινο σπαθί από τη μέση του αξιωματικού κι επέρασε τα άπιστα στήθη της κούκλας.

Αλλά από την ανοιχτή πληγή εχύθηκε ξαφνικά κάτι που δεν έμοιζε καθόλου με αίμα. O βιολιστής με τ' αγριεμένα μάτια του το είδε και τινάχθηκε πίσω...

- Tι! εφώναξε με βραχνή φωνή. Kαι την είχα αγαπήσει τόσο, κι ενόμιζα ότι μ' αγαπούσε κι αυτή ενώ δεν είχε μέσα στα στήθη της τίποτε άλλο από πίτουρα... πίτουρα!

Tο πρωί, βρήκαν πίσω από την πόρτα την όμορφη κούκλα με τρυπημένα τα στήθη και χυμένα τα πίτουρα επάνω στο κόκκινο φόρεμα και το σπαθί του αξιωματικού πεσμένο κάτω στο πάτωμα. Kι όταν πήραν να κουρδίσουν τον βιολιστή, είδαν πως το ξύλο του ήταν σπασμένο σε δύο κομμάτια. Έραψαν την πληγή της κούκλας, εκόλλησαν το σπαθί του αξιωματικού, κι επέταξαν στο κάρο των σκουπιδιών τον άχρηστο βιολιστή...

Αναφορές, Πηγές:
• Ο Γεώργιος Δροσίνης σε Σχολικά Αναγνωστικά 1884-2011 Μουσείο Γ. Δροσίνη
• «Η Πίστη»: Σχολική ποιητική ανθολογία Σπύρου Κοκκίνη 1989 σελ. 170
• «Τί λοιπόν;» Νεοελληνικά Αναγνώσματα Γ' Γυμνασίου, Νικ Κοντοπούλου, Θεοδ. Μακροπούλου 1950. σελ. 140
• «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» mixanitouxronou.gr
• Ο βιολιστής / facebook.com Σοφία Ντρέκου 21 Δεκ 2015
• Τα Βίντεο από www.YouTube, εταιρεία της Google.
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση

 Περισσότερα: Λογοτεχνία - Ποίηση




FaceBook

Τσίτσος Βασίλειος 10 Νοεμβρίου 2015: Γιατί η Σοφία είναι αστείρευτη πηγή, που δεν ξέρω πια ποιός ή ποιά έδωσε το όνομά του (της) σε ποιόν (ποιά)...
Mina Zaroghika: Αχ, το ήξερα αυτό το ποίημα, χωρίς να ξέρω τίνος είναι! Ευχαριστώ! Ευχάριστη φωνή... εσείς τραγουδάτε; · 3 χρόνια

Σοφία Ντρέκου: Επίσης ευχαριστώ που το αναγνώσατε. Δεν είναι η παρούσα που τραγουδά. Καλησπέρα....· 3 χρόνια

Θεοδώρα Ρίμπα: σπουδαιοs θεολογοs · 3 χρόνια

Konstantinos Konstantinidis: Το κατά πόσο είναι ένα παιδικό ποίημα αυτό. Απευθύνεται και σε παιδιά και σε ωρίμους! Και βλέπεις Σοφία μου, πόσο ταιριάζει το τρίπτυχο στη σελίδα! · 3 χρόνια

Ευστρατια Πιτια: Αριστα μας το θυμησες Σοφια μου... πολυ ομορφο οπως και το... τι λοιπον... Κατα την ταπεινη μου γνωμη καλο ειναι να μη ξεχωρισεις την Λογοτεχνια απο την ομαδα. · 3 χρόνια

Τσίτσος Βασίλειος: Συμφωνώ στο ορθόδοξος λογοτέχνης , διαφωνώ στο χιόνι ... είμαι καλοκαιρινός τύπος ,και δεν μ΄αρέσει ο βαρύς ρουχισμός ... επιβαρύνει την βεβαρημένη ψυχολογία μας και μας στερεί πολύτιμο χρόνο για ντύσε γδύσε πλύνε άπλωνε σιδέρωσε ... καλοκαιράκι του Θεού ... ένα τζινάκι ,ένα μπλουζάκι κι έτοιμο το λούκ ... χειμώνας ... μπρρρρρρρρρρρρρρ !!!!!! · 3 χρόνια


Θεολογία, Επιστήμη, Λογοτεχνία 3 Σεπτεμβρίου 2014: Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα, μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου, πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη, στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου, τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα, ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀκούσματα στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα. Βλέπει τῶν κάστρων τὰ φαντάσματα καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων. (Βαθιά, τὴ νύχτα - Γεώργιος Δροσίνης)



Δεν γράφει πια η θάλασσα στην άμμο και
τα παγωμένα νερά της κρυώνουν το φεγγάρι...


1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Πολύ όμορφο ποίημα ...
Πραγματικά με άγγιξε τόσο που το 'ανέβασα' στο ΦΒ για να αγγίξει κι άλλους ...
.......................................
(https://www.facebook.com/foufoutos.xeskoufotos)