Η θεολογία της χαράς στην Καινή και Παλαιά Διαθήκη


Επιμέλεια, συλλογή
Σοφία Ντρέκου

Το ίδιο το μήνυμα του Ευαγγελίου αποτελεί ελπίδα και χαρά για το παρόν και τα έσχατα του επιγείου βίου. Η Ανάσταση και η Ανάληψη του Κυρίου, η καταπάτηση δηλ. του θανάτου, σημαίνει επικράτηση της ζωηφόρου χαράς και της ελπίδας για το ανθρώπινο γένος ότι στα έσχατα μάς προσμένει ο Κύριος και ο Σωτήρας μας. 

Μία αισιόδοξη μελέτη που στην εποχή της απογοήτευσης, της θλίψης και της κατήφειας που μαστίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο, έρχεται να μας υπενθυμίσει το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελίου.

του Γεώργιου Πατρώνου, Ομότιμου Καθηγητή
Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
https://www.sophia-ntrekou.gr/georgios-patronos

Η χαρά στην Παλαιά Διαθήκη

Η βασική αυτή έννοια, ότι ο Θεός είναι τελικά ο μεγάλος «δοτήρ» και χορηγός της χαράς στον άνθρωπο, βρίσκεται ιδιαίτερα αναπτυγμένη στην Παλαιά Διαθήκη. Και μάλιστα σχετίζεται άμεσα εκεί και με τη λατρεία του ονόματος του Θεού (Δευτ. 16, 14· Ψαλμ. 100, 2). Η σύνδεση αυτή της χαράς με την παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου, κάνει τη χαρά να μη θεωρείται σαν ένα απλό εσωτερικό αίσθημα αλλά σαν ένα καθολικό γεγονός που δείχνει τη στάση του ανθρώπου μέσα στην προσωπική του ιστορία.


Οι σωτηριολογικές ενέργειες του Θεού είναι η κύρια πηγή χαράς για τον πιστό άνθρωπο. Η πεποίθηση ότι ο Θεός «κατασκηνώνει» μεταξύ των πιστών Του και γίνεται «ασπίδα» των δικαίων, φέρνει ασφαλώς μαζί με την ελπίδα ευφροσύνη και χαρά (Ψαλμ. 5, 11—12). 


Ο ψαλμωδός θα εκφράσει έντονα αυτή τη σωτηριολογική αίσθηση και εμπειρία· «… διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσια σου· ευφρανθήσομαι και αγαλλιάσομαι εν σοι» (Ψαλμ. 9, 2-3) και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μου έστιν, ίνα μη σαλευθώ. Διά τούτο ηυφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι, ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδην» (Ψαλμ. 15,8—10).
  • Έτσι βλέπουμε, ότι στην Παλαιά Διαθήκη η εμπειρία η σωτηριολογική και η έκφραση της χαράς είναι στενά συνδεδεμένα. Δείχνουν τη διάθεση του πιστού και δίκαιου ανθρώπου που έχει στηρίξει την ελπίδα του στο Θεό, ευφραίνεται και χαίρεται για τις σωτήριες επεμβάσεις Του.
Αυτή όμως η αίσθηση της σωτηριολογικής παρουσίας του Θεού κατανοείται από τους ιερούς συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης περισσότερο σε μια ιστορική και κοινωνική έννοια παρά πνευματική και εσωτερική, όπως την κατανοούμε σήμερα εμείς. Και στο σημείο αυτό η Π. Διαθήκη είναι συνεπής στην ιστορική και κοινωνική της προοπτική.

Οι συγκεκριμένες ιστορικές επεμβάσεις του Θεού στη ζωή και στην ιστορία του Ισραήλ είναι πράγματι οι κύριες αφορμές της χαράς. Στην ιστορική μνήμη του λαού του Θεού κυριαρχούν οι θαυμαστές επεμβάσεις του Γιαχβέ, καθ' όλο το μήκος της ιστορικής του πορείας από τη στιγμή της μεγάλης εξόδου του από την Αίγυπτο και εξής. 


Όλα αυτά δε τα γεγονότα έχουν γίνει πλέον στη ζωή του Ισραήλ ιερές τελετουργίες, εορτές και πανηγύρεις και εκφράζουν τη βαθειά ευγνωμοσύνη του λαού για τις σωτήριες επεμβάσεις του Θεού. 


Η εορτή του Πάσχα, της Σκηνοπηγίας, των Νουμηνιών και του Εξιλασμού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποκορύφωση αυτής της χαράς που ζει ο λαός και την εκφράζει στην ιστορία του με λατρευτικές και τελετουργικές πράξεις. Η χαρά που εκφράζεται μέσα στη λατρεία δείχνει ασφαλώς πολύ έντονα την ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία της που έχει μέσα στην Π. Διαθήκη.

Αυτή όμως η θρησκευτική έννοια της χαράς έχει στην Π. Διαθήκη και μια έντονη κοινωνική σημασία. Η θρησκευτικότητα εδώ έχει διαποτίσει και πλουτίσει την καθημερινή κοινωνική εμπειρία και είναι μια ένδειξη πως ιστορία και σωτηρία συνυπάρχουν στη ζωή ενός λαού που είναι «λαός του Θεού». Και η μία δεν νοείται χωρίς την άλλη.

Αυτό σημαίνει πως ιστορία τελικά είναι μια ιερή ιστορία για ένα λαό που στηρίζει όχι μόνο τις μεγάλες του ιστορικές εμπειρίες στο Θεό με ελπίδα αλλά και τις καθημερινές του πράξεις και ενέργειες. Μέσα σ’ αυτό το θρησκευτικό —κοινωνικό πλαίσιο, οι κοινωνικές διατάξεις και ο νόμος του Θεού ορίζουν τη ζωή των ανθρώπων και η εφαρμογή τους γίνεται αντικείμενο πολλής χαράς και ευφροσύνης (Ψαλμ. 119, 14-16).

Η κοινωνική ζωή και η κοινωνική συμπεριφορά αναφέρονται στο Θεό και γίνονται αφορμές για καθημερινή χαρά. Είναι χαρακτηριστικό πως το ουσιαστικό της χαράς χρησιμοποιείται ευρύτατα από τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, όταν αυτά αναφέρονται, ιδιαίτερα μάλιστα, στις κοινωνικές σχέσεις.

Οι γιορτές με όλες τους τις εκδηλώσεις φέρνουν στον άνθρωπο χαρά (Ψαλμ.33,1-3• 95, 1-298, 4). Όμοια η μουσική (Ιώβ 21,12· Ησ. 23,8), τα τραγούδια (Γεν. 31,27) και ο χορός (Θρήν. 5,15), είναι εκφράσεις αυτής της χαράς. 

► Οι θρησκευτικές γιορτές ως παράγοντας ποιότητας ζωής

Αλλά και τα δείπνα και το καλό φαγητό και το κρασί «ευφραίνουν» την καρδία του ανθρώπου (Ψαλμ. 104,15· Εκκλ. 8,15). Μα πιο πολύ απ’ όλα φέρνει χαρά η παρουσία της αγαπημένης (Εκκλ. 9,9· Ησ. 62,5), η γέννηση και ανατροφή των παιδιών (Ιερ. 20,15· Παροιμ. 10,1· 23,24), καθώς και η χαρά από τους καρπούς της γης και το θερισμό είναι πράγματι πλούσια (Ησ. 9,3· Ψαλμ. 126,5).

Όλα αυτά φανερώνουν, πως η χαρά των ανθρώπων, από τις πιο υψηλές πνευματικές εμπειρίες μέχρι τις κοινές καθημερινές εκδηλώσεις, είναι δώρο του Θεού και ως δώρο πρέπει να την δέχονται οι πιστοί.

Η ικανότητα δε να χαίρεται κανείς και με τα πιο απλά και γήινα ακόμη πράγματα, θεωρείται πραγματικό «χάρισμα», δοσμένο από τον αγαθό Θεό προς τον άνθρωπο· «έγνων ότι ουκ έστιν αγαθόν εν αυτοίς, ει μη του ευφρανθήναι και του ποιείν αγαθόν εν ζωή αυτού. Και γε πας άνθρωπος, ος φάγεται και πίεται και ίδη αγαθόν εν παντί μόχθω αυτού, δόμα Θεού έστιν» (Εκκλ. 3,13).

Η αληθινή χαρά πάντοτε προέρχεται από το Θεό και ο Θεός τελικά είναι στην ουσία το αντικείμενο της χαράς μας (Ψαλμ. 84,2·89,16).

Εκτός όμως από την κοινωνική και «εξωτερική» αυτή χαρά υπάρχει και η «εσωτερική» χαρά. Σ’ αυτήν την περίπτωση η Παλαιά Διαθήκη μιλάει με μια καθαρή εσχατολογική έννοια και την συσχετίζει με τη βασιλεία του Θεού.

Οι Ψαλμοί και ο προφήτης Ησαΐας ιδιαίτερα ενδιαφέρονται και γι’ αυτή τη μορφή χαράς. Η αναφορά είναι στη σωτηρία του Ισραήλ που με κέντρο τη Σιών θα γίνει αφορμή να δοξασθεί τα όνομα του Κυρίου και από τα έθνη (Ψαλμ. 14,7· Ησ. 12,6). Εδώ κυριαρχεί ο χρονικός προσδιορισμός «τότε» και μας δείχνει με σαφήνεια την εσχατολογική διάσταση της χαράς αυτής· «τότε επλήσθη χαράς το στόμα ημών και η γλώσσα ημών αγαλλιάσεως. Τότε ερούσιν εν τοις έθνεσιν εμεγάλυνε Κύριος του ποιήσαι μετ’ αυτών. Εμεγάλυνε Κύριος του ποιήσαι μεθ’ ημών, εγενήθημεν ευφραινόμενοι» (Ψαλμ, 125,2-3).

Ακόμη, η χαρά παρουσιάζεται και ως «αμοιβή» στο μέλλον για τους κόπους και τους μόχθους εκείνων που εργάζονται σκληρά στο παρόν «oι σπείροντες εν δάκρυσιν εν αγαλλιάσει θεριούσι» (Ψαλμ. 125,5). Τότε «ερούσι τη ημέρα εκείνη· ιδού ο Θεός ημών εφ’ ω ηλπίζομεν και ηγαλλιώμεθα και σώσει ημάς» (Ησ. 25,9).

Στο μέλλον εναπόκειται η ριζική αλλαγή των πάντων που θα φέρει και τη μεγάλη εσχατολογική χαρά· «έσται γαρ ο ουρανός καινός και η γη καινή και ου μη μνησθώσι των προτέρων, ούδ’ ου μη επέλθη αυτών επί την καρδίαν, αλλ’ ευφροσύνην και αγαλλίαμα ευρήσουσιν εν αυτή· ότι ιδού εγώ ποιώ αγαλλίαμα Ιερουσαλήμ και τον λαόν μου ευφροσύνην. Αγαλλιάσομαι επί Ιερουσαλήμ και ευφρανθήσομαι επί τω λαώ μου και ουκέτι μη ακουσθή εν αυτή φωνή κλαυθμού ουδέ φωνή κραυγής» (Ησ. 65,17-19).

Στο μέλλον τοποθετείται η εσχάτη ώρα του θερισμού. Φως και χαρά θα είναι η τελική πλούσια καρποφορία· «ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει, ίδετε φως μέγα· οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου, φως λάμψει εφ’ υμάς. Το πλείστον του λαού, ο κατήγαγες εν ευφροσύνη σου και ευφρανθήσονται ενώπιόν σου ως οι ευφραινόμενοι εν αμήτω και ον τρόπον οι διαιρούμενοι σκύλα» (Ησ. 9,2-3).

Γι’ αυτό και θεωρούνται μεγάλης σπουδαιότητας τα προφητικά εκείνα χωρία που καταλήγουν στην πρόσκληση της χαράς. Ο προφήτης Ιωήλ, αναφερόμενος στα εσχατολογικά γεγονότα, καλεί τη γη των πατέρων σε έξαρση χαράς· «Θάρσει, γη, χαίρε και ευφραίνου, ότι εμεγάλυνε Κύριος του ποιήσαι» (Ιωήλ 2,21).

Όμοια και ο προφήτης Σοφονίας καταλήγει την προφητεία του σε πρόσκληση δοξολογίας και χαράς· «Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ ευφραίνου και κατατέρπου εξ όλης της καρδίας σου..., περιείλε Κύριος τα αδικήματά σου, λελύτρωταί σε εκ χειρός εχθρών σου· βασιλεύς Ισραήλ Κύριος εν μέσω σου, ουκ όψη κακά ουκέτι. Εν τω καιρώ εκείνω ερεί Κύριος τη Ιερουσαλήμ· θάρσει, Σιών, μη παρείσθωσαν αι χείρες σου· Κύριος ο Θεός σου εν σοι, δυνατός σώσει σε, επάξει επί σε ευφροσύνην και καινιεί σε εν τη αγαπήσει αυτού και ευφρανθήσεται επί σε εν τέρψει ως εν ημέρα εορτής» (Σοφ. 3,14-17).

Αύτη η εσχατολογική χαρά θα είναι το προνόμιο μόνο των πιστών του Θεού και των δικαίων. Και αν σήμερα υπάρχουν φυλές και λαοί που χαίρουν μέσα στην αδικία και στην ανομία, ο Θεός «τότε» θα άρει αυτήν τη χαρά τους (Ωσηέ 2,11· πρβλ. Ιε, 24,25· Ιερ.16,9). Η χαρά του Ισραήλ θα γίνει και χαρά των «εθνών» μόνο εσχατολογικά με τη δίκαιη Κρίση του Θεού. Τότε «εξομολογησάσθωσάν σοι λαοί πάντες. Ευφρανθήτωσαν και αγαλλιάσθωσαν έθνη, ότι κρινείς λαούς εν ευθύτητι και έθνη εν τη γη οδηγήσεις» (Ψαλμ.67,4-5).

Από όλα αυτά διαπιστώνεται, πως η χαρά δεν παραλείπεται να μνημονεύεται ευκαιριακά μέσα στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Βέβαια δεν παρατηρείται μια ιδιαίτερη έξαρση στο θέμα αυτό, όπως παρατηρείται στην Καινή Διαθήκη, αλλά πάντως βρίσκουμε ενδιαφέρουσες θέσεις.

Το κείμενο εκείνο που δείχνει μια χαρακτηριστική προτίμηση στο θέμα της χαράς είναι το βιβλίο των Ψαλμών, όπου παρουσιάζεται συχνά ο Θεός ως το αντικείμενο της χαράς και η παρουσία Του ως η πλέον ουσιαστική προϋπόθεση για την ανάπτυξη και εδραίωσή της μέσα στη ζωή ενός πιστού ανθρώπου.

Εδώ στους Ψαλμούς η θρησκευτική χαρά βρίσκει την πιο υψηλή και καθαρή έκφρασή της από όλα τα κείμενα της Π. Διαθήκης, και ασφαλώς από όλα τα κείμενα, φιλολογικά ή θρησκευτικά, του κόσμου που περιβάλλει την Κ. Διαθήκη.


Τα προφητικά κείμενα, επίσης, μνημονεύουν με διάφορες παραλλαγές το θέμα της χαράς. Πολλές φορές βλέπουμε τους Προφήτες να αναφέρονται απευθείας στη χαρά των πιστών, άλλες όμως δι’ ενός πλάγιου τρόπου σε συνδυασμό με τις θείες απειλές για σκληρή τιμωρία των απίστων και αδίκων. 

Πράγματι, οι Προφήτες βλέπουν στον ορίζοντα του μέλλοντος μια αποφασιστική στιγμή που θα κρίνει και θα διαχωρίσει την ιστορία στα δύο. Στην παλιά και στη νέα εποχή. Η χαρά και η ευτυχία τοποθετούνται στη νέα εσχατολογική εποχή του μέλλοντος, αφού θα είναι ολωσδιόλου νέα και καλύτερη, χωρίς τις δοκιμασίες και τις πικρίες του παρελθόντος.

Αυτή η αντίληψη τονίσθηκε ήδη απ’ τον η' αιώνα π.Χ., κυρίως από τον προφήτη Ησαΐα, ο οποίος τη νέα εποχή την χαρακτηρίζει και σαν τον αιώνα του «φωτός», σε αντίθεση με τον παλαιό αιώνα του «σκότους» και της «σκιάς θανάτου» (Ησ. 9,2). Την αυτή γραμμή ακολουθούν κατά τον ζ' αιώνα και οι προφήτες Σοφονίας (3,14) και Αββακούμ (3,18). Ο τελευταίος μάλιστα τη νέα εποχή την συσχετίζει και με τη μεγάλη νίκη του Ισραήλ εναντίον των εχθρών του. Ασφαλώς ιδιαίτερη προτίμηση σ’ αυτό το σημείο δείχνουν και τα ονομαζόμενα κεφάλαια του Δεύτερο-Ιερεμία και Δεύτερο-Ησαΐα.

Αλλά και στους επόμενους αιώνες συνεχίζεται η ίδια προφητική παράδοση. Ο προφήτης Ιωήλ, κατά τον ε’ αιώνα, τονίζει, ότι κάποια ημέρα στο μέλλον η χαρά θα πλημμυρίσει το έθνος (Ιωήλ 2,21-23) και μαζί του ο προφήτης Ζαχαρίας καλεί τη Σιών σε αλαλαγμούς χαράς, γιατί έρχεται ο βασιλεύς της νέας εποχής, ο πράος και δίκαιος, ο σωτήρας του λαού (Ζαχ. 9,9). 


Στον δ’ αιώνα, και ιδιαίτερα στο κείμενο του Βαρούχ (4,22-36), έχουμε θαυμάσιες εικόνες, παρμένες από την καθημερινή ζωή, για να τονισθεί με γλαφυρό τρόπο η αγαλλίαση και η χαρά μέσα σε μια νέα εσχατολογική πραγματικότητα. Οι διατυπώσεις του Βαρούχ εδώ μας θυμίζουν σε πολλά σημεία εξαίσια χωρία του τρίτου μέρους του βιβλίου του Ησαΐα.


Ο τονισμός εκ μέρους των περισσοτέρων Προφητών της εσχατολογικής ιδιαίτερα χαράς, έχει σαν σκοπό να μας συνδέσει με την κατάσταση εκείνη αρμονίας και γαλήνης που επικρατούσε στη δημιουργία προ της πτώσεως. Τότε υπήρχε μια θαυμαστή συμβίωση ανθρώπων και κτηνών, κατοικίδιων ζώων και θηρίων.

Δεν υπήρχε η γνωστή «έχθρα» μεταξύ τους. Όμοια θα συμβεί και στο μέλλον. Το προφητικό κήρυγμα αρέσκεται ιδιαίτερα στο να βλέπει τη χαρά της Εδέμ ν’ αποκαθίσταται και πάλι στη δημιουργία. Αυτή είναι η πιο υψηλή μορφή χαράς στη γη των ανθρώπων και στην πλάση όλη.

Φωτογραφία του Ζαχαρία Στέλλα Mykonos Photo by Zacharias Stellas
Mykonos Photo by Zacharias Stellas

Η χαρά ως «ειρήνη» και «μακαριότης»

Στην παράγραφο αυτή θα δούμε δύο μόνο όρους, την ειρήνη και τη μακαριότητα, που σχετίζονται στη βιβλική θεολογία άμεσα με τη χαρά και που τονίζουν ιδιαίτερα την εσχατολογική της διάσταση, όπως θα δούμε και πιο κάτω, στο τρίτο ιδιαίτερα κεφάλαια της παρούσας εργασίας.

Η «ειρήνη», που συχνά απαντά στην Καινή Διαθήκη, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην ατμόσφαιρα και στην θρησκευτική πραγματικότητα της Παλαιάς Διαθήκης, παρά στις έννοιες, πολιτικής και ιστορικοκοινωνικής αποχρώσεως του Ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η γνωστή Pax Romana δεν έχει καμμιά σχέση μ’ αυτήν εδώ την ειρήνη, «την πάντα νουν υπερέχουσαν» (Φιλιπ. 4,7).

Η ειρήνη στο βιβλικά χώρο προέρχεται από τη βίωση της σωτηρίας και από τη νέα πραγματικότητα που εγκαινίασε στον κόσμο η έλευση του Μεσσία και Υιού του Θεού. Η είσοδος του Θεού στην ιστορία δημιουργεί τις ουσιαστικότερες προϋποθέσεις για μια μόνιμη ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων και για αληθινή χαρά. Το χριστιανικό βίωμα έχει ανάγκη για μια τέτοια ειρήνη, ώστε ανεπηρέαστα να επιδίδεται στα έργα της αγάπης και στις αρετές της χάριτος.

Γι’ αυτήν την ειρήνη είπαμε ήδη. Την είδαμε σαν σωτηριολογικό και εσχατολογικό γεγονός. Ο Ιησούς Χριστός μετά την πραγματοποίηση κάποιου θαύματος και τη θεραπεία ασθενών, αναφέρεται σχεδόν πάντοτε σ’ αύτη τη σχέση, τη σωτηριολογική και εσχατολογική, της ειρήνης. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς στερεότυπα σχεδόν επαναλαμβάνει τη γνωστή και συγκλονιστική εκείνη έκφραση του Κυρίου «η πίστις σου σέσωκέν σε· πορεύου εις ειρήνην» (Λουκ. 7,50- 8,48. Πρβλ. 17,19• 18,42). Πρόκειται για την ειρήνη που εγκαινιάσθηκε με την ανατολή της νέας εποχής και που ήδη τους πρώτους της καρπούς τους γεύεται η Ανθρωπότητα. Τα θαύματα του Κυρίου ήσαν τα πρώτα σημεία μιας καθολικότερης ειρήνης που έρχεται ν’ αγκαλιάσει τη ζωή του ανθρώπου. Καταντικρύ της σωτηρίας βρίσκεται πάντοτε η ειρήνη: «η πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εις ειρήνην»!.

Αυτήν την ειρήνη υπονοούν και όλοι οι άλλοι ιεροί συγγραφείς, όταν αναφέρονται στη σχέση του Θεού με τους ανθρώπους και όταν τονίζουν την ανάγκη συμφιλιώσεώς τους. Ο Απόστ. Παύλος, μάλιστα, όταν ομιλεί για την ειρήνη εννοεί το όλο σωτηριολογικό έργο του Θεού στον κόσμο. Ο Θεός έρχεται και δίνει τον εαυτό Του για να βιωθεί. Η λυτρωτική θυσία του Ιησού Χριστού είναι θυσία για την ειρήνη του ανθρώπου και του κόσμου. Αυτή η θυσία θα είναι και η μόνιμη πηγή ειρήνης για όλη την ανθρωπότητα,

όλων των αιώνων. Το «Ευαγγέλιο» της χριστιανικής πίστεως είναι κήρυγμα ειρήνης. Έτσι η ειρήνη για τον Απόστ. Παύλο συχνά συνδέεται με τη ζωή, την αγάπη, τη χαρά και τη δόξα των ανθρώπων. Αυτή ικανώνει τον άνθρωπο να βγει από τον εαυτό του και να εργασθεί τα έργα της αγάπης και της διακονίας για την οικοδόμηση μιας αληθινής κοινότητας ανθρώπων, μιας αληθινής ζωής ειρήνης μέσα στην κοινωνία της ανθρωπότητος.

Η ειρήνη αυτή είναι μια πραγματικότητα χάριτος. Σ’ αυτήν ο άνθρωπος βρίσκει τη χαρά του και την πληρότητά του. Έτσι σαν κατάσταση χάριτος θα την κατανοήσει και η πατερική παράδοση, στην προσπάθειά της να διαφυλάξει το βιβλικό πνεύμα περί ειρήνης και να καλέσει τον άνθρωπο σε μια χαροποιό βίωση της πνευματικής ζωής· «Τα της χάριτος χαράν έχει, ειρήνην, αγάπην έχει, αλήθειαν έχει. Αυτή η αλήθεια αναγκάζει τον άνθρωπον αλήθειαν επιζητείν. Τα δε της αμαρτίας ήδη εστί τεταραγμένα, ουκ έχει αγάπην και χαράν προς τον Θεόν».

Αναλυτικότερα, όμως, η ειρήνη παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή σαν μια κατάσταση που έρχεται να αγκαλιάσει την όλη ζωή του ανθρώπου. Έρχεται να δηλώσει «την ευμάρεια της καθημερινής υπάρξεως, την κατάσταση του ανθρώπου που ζει σε αρμονία με τη φύση, με τον εαυτό του, με το Θεό». Έτσι η υγεία, ο πλούτος και η καλή ζωή από τη μια πλευρά, η συμφιλίωση με τους οικείους και τους γείτονες, οι συνθήκες καλής γειτονίας με τους άλλους λαούς, οι ευλογίες και η δόξα του έθνους από την άλλη, καλύπτουν κατά την Παλαιά Διαθήκη ένα μεγάλο μέρος της ειρήνης που αποζητά ο άνθρωπος στον κόσμο αυτό. Αλλά όλα αυτά τα αγαθά, όσο σπουδαία και αν είναι, θα μπορούσαν να θεωρηθούν μηδαμινά μπροστά στους πνευματικούς καρπούς της ειρήνης που είναι η σωτηρία και η εσχατολογική δόξα του ανθρώπου.

Η ειρήνη ως αρμονία με τη φύση και την ιστορία βρίσκει την πληρότητά της στη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον εαυτό του και ιδιαίτερα με το Θεό. Η κοινωνία του ανθρώπου με το Θεό και η ζωή σε μία κοινότητα αγίων είναι η ύψιστη έκφραση της ειρήνης του Θεού επί της γης. Η ειρήνη έχει μια ουράνια προέλευση κι’ ένα γήινο σκοπό. Μια αποστολή προς την ανθρωπότητα. Έρχεται σαν δωρεά για να πληρώσει τον άνθρωπο με χαρά και ευτυχία.

Το δώρο της ειρήνης απαιτεί την απομάκρυνση του ανθρώπου από όλα εκείνα που φθείρουν και καταστρέφουν την αγάπη, την αδελφικότητα και την υιότητα. Ο Θεός αναγνωρίζει τους ανθρώπους σαν παιδιά Του. Και οι άνθρωποι οφείλουν να αναγνωρίζουν τους άλλους σαν αδέλφια τους. Μια ειρήνη που να εκφράζεται στην αγάπη και στη χαρά της αδελφοποιήσεως όλων.

Η «ειρήνη» είναι ένας άλλος όρος για να εκφρασθεί η χαρά στη γλώσσα ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης κατά ένα τρόπο πιο ουσιαστικό και πιο βαθύ. Η προέλευση της ειρήνης από το Θεό δείχνει τη σχέση της με την απολύτρωση αλλά και τη σταθερό¬τητα του βιώματος της χαράς. Για τον Απόστ. Παύλο, ο Χριστός, ο οποίος είναι «η ειρήνη ημών», ειρηνοποίησε και συνδιάλλαξε τους πάντες στο δικό Του σώμα (Εφεσ. 2,14) και δημιούργησε έτσι μια χαροποιό κοινωνία και κοινότητα ανθρώπων.

Η χριστολογική αυτή ερμηνεία της χαράς σχετίζεται και με τον «ευαγγελισμό» της ειρήνης σ’ όλο τον κόσμο, στους «μακράν» και στους «εγγύς», για την πραγματοποίηση μιας νέας κοινωνίας ανθρώπων (Εφεσ. 2,15—17). Αυτή η ειρήνη, μαζί με την αγάπη και τη χαρά, είναι καρπός του Πνεύματος (Γαλ. 5,22· Ρωμ. 14,17) και αγκαλιάζει τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα σε γη και ουρανό (Β’ Θεσ. 3,16).

Ο αιώνας της χριστιανικής ειρήνης είναι η νέα εσχατολογική εποχή επί της γης. Κατ’ αυτήν ο άνθρωπος ζει σε κατάσταση μακαριότητας. Οι μακαρισμοί του Κυρίου είναι σαφείς σ’ αυτή τη σύζευξη μακαριότητας και ειρήνης. Δεν είναι μακάριοι μόνο αυτοί που ζουν την ειρήνη αλλά και οι «ειρηνοποιοί» (Ματθ. 5,9).

Η χριστιανική πίστη έρχεται σαν μια λειτουργία της ειρήνης στον κόσμο. Η επιδίωξη της ειρήνης είναι από τους βασικότερους σκοπούς του «ευαγγελισμού» του κόσμου. Και αυτό είναι ένα από τα στοιχεία εκείνα που καταξιώνουν και ιστορικά το Ευαγγέλιο και κάνουν τη χριστιανική πίστη μια μακάρια ελπίδα. Γιατί «μόνο η παγκόσμια αναγνώριση της κυριότητας του Χριστού από ολόκληρο το σύμπαν στην έσχατη έλευσή Του θα αποκαταστήσει την οριστική και παγκόσμια ειρήνη.

Μόνο η Εκκλησία, η οποία είναι υπεράνω φυλετικών διακρίσεων, τάξεων, φυλών (Γαλ. 3,28· Κολ. 3,11), αποτελεί επί γης τον τόπο, το σημείο και την πηγή της ειρήνης μεταξύ των λαών, γιατί αυτή είναι το Σώμα του Χριστού και το ταμείο του Πνεύματος. Μόνο, τέλος, η δικαιοσύνη ενώπιον του Θεού και μεταξύ των ανθρώπων είναι το θεμέλιο της ειρήνης, γιατί αυτή καταργεί την αμαρτία, η οποία είναι πηγή κάθε διαιρέσεως».

Στη γλώσσα της Καινής Διαθήκης για τη χαρά σημαντική θέση κατέχει η έννοια της μακαριότητας. Η εσχατολογική εκείνη μακαριότητα που προϋποθέτει πάντοτε την ειρήνη και τη χαρά. Από τα πρόσωπα εκείνα που χαρακτηρίζονται μακάρια μέσα στη χριστιανική Εκκλησία μια σπάνια ιδιαιτερότητα κατέχει η Παναγία. Αυτή πρώτα ονομάσθηκε «μακαρία» (Λουκ. 11,27) και αυτήν «μακαριούσιν πάσαι αι γενεαί» (Λουκ. 1,48). Σε Αυτήν απηύθυνε ο άγγελος εκείνο το πρωτάκουστο «χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (Λουκ. 1,28) και δι’ Αυτής ήρθε στον κόσμο ο Σωτήρας και αναγγέλθηκε στους ανθρώπους ο ευαγγελισμός της «μεγάλης χαράς» (Λουκ. 2,10—11). Η ειρήνη ήρθε «επί γης» και φάνηκε στους ανθρώπους η «ευδοκία» του Θεού (Λουκ. 2,14).

Στο πρόσωπο της Παναγίας έχουμε τη φανέρωση του μυστηρίου της σωτηρίας. Η ειρήνη, η χαρά και η μακαριότητα είναι όψεις αυτού του μυστηρίου. Στα Ευαγγέλια, όμως, καθώς και στην παράδοση της Εκκλησίας, η Παναγία δεν είναι μόνο μια ατομική προσωπικότητα, είναι και η εσχατολογική προσωποποίηση του νέου Ιαραήλ. Είναι η νέα Εύα, η εκπρόσωπος του λαού του Θεού, ο τύπος των πιστών, η εικόνα της Εκκλησίας. Η Παναγία, ως η «μακαρία» των γενεών, εικονίζει μια αντιπροσωπευτική λειτουργία που εκφράζει την πίστη και τη συνείδηση της κοινότητας των πιστών, διά μέσου των αιώνων.

Ασφαλώς σκοπός μας δεν είναι να αναλύσουμε εδώ την έννοια «μακάριος» στην Καινή Διαθήκη. Αλλά να προσεγγίσουμε τη σχέση του όρου αυτού προς τη χαρά. Έκπληξη προξενεί η συσχέτιση πολλές φορές από τους ιερούς συγγραφείς του «μακαρίου» ανθρώπου με την «πτωχεία» (Ματθ. 5,3), με τη φιλανθρωπία (Πράξ. 20,35), με τους διωγμούς (Α’ Πέτρ. 3,14′ 4,14) και τους πειρασμούς (Ιακ. 1,12). Πάντοτε όμως με μια έννοια εσχατολογική, αφού η μακαριότητα είναι υπόθεση της βασιλείας του Θεού.

Η θλίψη και ο πόνος του παρόντος είναι προσωρινές καταστάσεις. Η χαρά και η μακαριότητα είναι υπόθεση του μέλλοντος και της αιωνιότητας. Η «ευτυχία» σ’ αυτή την έννοια θα εκδηλωθεί «εν τη αναστάσει» και «εν τη βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 14,14-15).Τελικά, άνθρωπος «μακάριος» είναι εκείνος «όστις φάγεται άρτον εν τη βασιλεία του Θεού». Στο παρόν παίζεται το δράμα της ανθρώπινης ταλαιπωρίας, στο μέλλον η αιώνια και τέλεια μακαριότητα.

Η σύντομη ανάλυση όλων αυτών των συγγενών προς τη χαρά όρων, θα έλεγε κανείς στην προσπάθεια προσεγγίσεως της γλώσσας της Καινής Διαθήκης, ότι ουσιαστικά μας συνέδεσε με τις ιουδαϊκές πηγές των κειμένων της Κ. Διαθήκης. Μα οι ιεροί συγγραφείς ιδιαίτερα των Ευαγγελίων πηγαίνουν πέρα από τις έννοιες των πηγών και του περιβάλλοντος κόσμου και προσεγγίζουν τη σχέση Παλαιάς και Καινής Διαθήκης στην έννοια της υποσχέσεως και πραγματοποιήσεως.

Η χαρά παρουσιάσθηκε σαν υπόθεση του μέλλοντος· ήταν η μεγάλη εσχατολογική υπόσχεση της Παλαιάς Διαθήκης και του Ιουδαϊσμού. Η χριστιανική πίστη και θρησκεία ήρθε ως η πραγματοποίηση αυτής της υποσχέσεως. Το μήνυμά της προς τον κόσμο φάνηκε καθαρά στην αποκαλυπτική διαβεβαίωση «ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ ος έστιν Χριστός Κύριος» (Λουκ. 2,11).

Το περιεχόμενο του λεξιλογίου αυτού είναι ασφαλώς προσαρμοσμένο σε μια θεολογία περί χαράς της Καινής Διαθήκης, με όλες τις ιστορικές και εσχατολογικές της προεκτάσεις. Θα ήταν όμως λάθος αν το λεξιλόγιο αυτό ερμηνευθεί μόνο σε μια έννοια ατομική με ηθικιστικές συνέπειες. Από ό,τι είδαμε το κύριο βάρος πέφτει συνήθως στην κοινωνική διάσταση και μεγάλη αγωνία του Χριστιανισμού είναι η μεταμόρφωση του κόσμου, ιδιαίτερα στις κοινωνικές του δομές και στη στάση του ανθρώπου έναντι της ιστορίας.

Ο εσχατολογικός προσανατολισμός της θεολογίας αυτής δεν έχει σαν σκοπό τον ιστορικό αποπροσανατολισμό των ανθρώπων αλλά την σωστή ερμηνεία της ιστορίας και των ιστορικών γεγονότων όλων των εποχών, επικειμένου του «τέλους». Το γεγονός της χαράς είναι μια εμπειρία της χριστιανικής κοινότητας μέσα στο ιστορικό παρόν της που συνεχώς τροφοδοτείται και ανανεώνεται από την προσδοκία της ολοκληρώσεως και πληρώσεώς της στο τέλος των αιώνων.

Η θεολογία της χαράς στην Καινή Διαθήκη


Τη μικρή αυτή μελέτη την ξεκίνησα δειλά και διατακτικά, χωρίς να ξέρω που, θα με οδηγούσε τελικά η έρευνα. Βέβαια είχα υπόψη μου από πριν τις γενικές κατευθύνσεις της περί χαράς διδασκαλίας της Καινής Διαθήκης, μα δεν υποψιαζόμουν καθόλου την ομορφιά της διδασκαλίας αυτής στα επιμέρους και στις λεπτομέρειές της.

Ευχαριστώ το Θεό που διηύθυνε τη θεολογική μου δουλειά και προς την κατεύθυνση αυτή. Γιατί μας βοηθάει να πάρουμε μια γεύση της φιλάνθρωπης αντιμετωπίσεως των υπαρξιακών μας θεμάτων από τη βασική πηγή της πίστεώς μας την Αγία Γραφή και να αντιληφθούμε πως μέσα στο Χριστιανισμό όλα καταξιώνονται και καθαγιάζονται, από τα πλέον πνευματικά και «ψυχικά» ως τα πιο υλικά και «σωματικά», αρκεί όλη η ζωή του ανθρώπου και η ιστορία του ν’ απομακρύνονται από την αμαρτία και να αναφέρονται στο Θεό σύμφωνα με την Ορθόδοξη λειτουργική και ευχαριστιακή παράδοσή μας. [Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου]

Η χριστολογική έννοια της χαράς

Βασική προϋπόθεση για τη βίωση από τον άνθρωπο στον παρόντα αιώνα της αληθινής μορφής της χαράς, με μια έννοια πληρότητας και τελειότητας, κατά τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, είναι η έλευση και η παρουσία στον κόσμο του σωτήρα και λυτρωτή Ιησού Χριστού. Και όταν μιλάμε με τη γλώσσα του Ευαγγελίου για την έλευση του Χριστού στον κόσμο, εννοούμε τον όλο κύκλο των μεγάλων και σωτηριολογικών γεγονότων της ζωής Του, από τη σάρκωση ως το θάνατο και την ανάστασή Του.

Η γέννηση του Θεού Λόγου επλήρωσε τον κόσμο με «χαράν μεγάλην» (Λουκ. 2,10) και «ηγαλλίασε» το ανθρώπινο πνεύμα «επί τω Θεώ τω σωτήρι» (Λουκ. 1,47). Είναι μια χαρά σωτηριολογικής μορφής, στην ύψιστη πληρότητα και τελειότητα, που απευθύνεται «παντί τω λαώ» και αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, «ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ ος έστιν Χριστός Κύριος» (Λουκ. 2,10—11).

Χριστολογική έννοια

Στη συνέχεια, η βάπτιση του Ιησού Χριστού από το βαπτιστή Ιωάννη, τον Πρόδρομο του Μεσσία, φανέρωσε την «ευδοκία» του Θεού για την ανθρωπότητα (Ματθ.3,17). Η μεταμόρφωσή Του «έμπροσθεν» των μαθητών δεν είναι ένα γεγονός «δόξης» του Χριστού μόνο αλλά όλης της ανθρωπότητας (Μάρκ. 9.31 9,15). Τα πάθη και ο θάνατος του Χριστού αντιπροσωπεύουν τους διωγμούς και το μαρτύριο της Εκκλησίας που παρά την τραγικότητά τους θα γίνουν πηγή της μεγάλης εσχατολογικής χαράς.

Οι Πράξεις των Αποστόλων μάς βεβαιώνουν πως πρώτοι οι Απόστολοι «επορεύοντο χαίροντες από προσώπου του συνεδρίου ότι κατηξιώθησαν υπέρ του ονόματος ατιμασθήναι» (Πράξ. 5,41). Ο Απόστ. Παύλος εκφράζει την κοινή συνείδηση όλων για την «καύχησή» τους «επί τη θυσία και λειτουργία της πίστεως» και καλεί όλους να «χαίρουν» και να «συγχαίρουν» σε κάθε περίπτωση θυσίας και διωγμού των πιστών (Φιλιπ. 2, 17—18). Η θυσία και τα «παθήματα» της Εκκλησίας έρχονται ως «αναπλήρωση» των παθών και της θυσίας του Χριστού· «νυν χαίρω εν τοις παθήμασιν υπέρ υμών, και αναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ος έστιν η Εκκλησία» (Κολοσ. 1,24).

Εκείνο που είχε προείπει ο Χριστός στους Μακαρισμούς Του, ότι «μακάριοί έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσιν και είπωσιν παν πονηρόν καθ’ υμών φευδόμενοι ένεκεν εμού· χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5,11—12), ήδη άρχισε να βρίσκει την εκπλήρωσή του στη ζωή των πιστών. Αυτή η «μετοχή» με τη θυσία στα παθήματα του Χριστού δεν θα είναι ένα είδος εξουθενώσεως της Εκκλησίας αλλά «αποκάλυψη» της δόξας του Χριστού στη ζωή των πιστών και γεγονός «χαράς» και «αγαλλιάσεως»• «Καθό κοινωνείτε τοις του Χριστού παθήμασιν χαίρετε, ίνα και εν τη αποκαλύψει της δόξης αυτού χαρήτε αγαλλιώμενοι. Ει ονειδίζεσθε εν ονόματι Χριστού, μακάριοι, ότι το της δόξης και το του Θεού πνεύμα εφ’ υμάς αναπαύεται» (Α’ Πέτρ. 4,13—14).

Όμοια, τέλος, η ανάσταση και η ανάληψη του Χριστού θα φέρουν «χαράν μεγάλην» στους μαθητές Του και στην πρώτη χριστιανική κοινότητα (Ματθ. 28,8· Λουκ. 24,52) και η χαρά αυτή θα εκφράζει την αιώνια και μόνιμη «χαρά» της Εκκλησίας στον παρόντα αιώνα. Η έλευση, λοιπόν, του Χριστού από την πρώτη στιγμή της θείας βρεφικότητας ως την τελευταία της αναστάσεως και αναλήψεώς Του από τη γη, περιλαμβάνει την πασχάλια πληρότητα της χαράς και αγαλλιάσεως που θα ζει η Εκκλησία, ο νέος και εσχατολογικός Ισραήλ, γύρω από την ευχαριστιακή Τράπεζα, την τράπεζα του δείπνου της βασιλείας του Θεού (Πράξ, 2,46-47).

Τα ιερά μας κείμενα της Καινής Διαθήκης κηρύσσουν το «ευαγγέλιο», το χαρμόσυνο μήνυμα της ελεύσεως του Ιησού Χριστού της Ναζαρέτ, του Μεσσία του κόσμου, στην ανθρωπότητα. Η αποφασιστική στιγμή της ιστορίας έχει φθάσει στο γεγονός και στο πρόσωπο του Χριστού. Αυτός είναι ο φορέας της «μεγάλης χαράς», που δόθηκε σαν υπόσχεση στους ανθρώπους. Αυτός κηρύσσει σήμερα μετάνοια και άφεση αμαρτιών, που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο κοινωνίας μετά του Θεού. Επανασυνδέει τον άνθρωπο με το Θεό και υπόσχεται την εσχατολογική ανάσταση και δόξα σε όλους. Ο Χριστός είναι η εκπλήρωση κάθε προφητείας (Ματθ. 11,5· Λουκ. 7,22) και από τώρα βρίσκονται στη διάθεση κάθε ανθρώπου τα εσχατολογικά αγαθά της βασιλείας του Θεού, όπως είναι η ειρήνη, η δικαιοσύνη και η χαρά. Oι άνθρωποι που «βλέπουν» και ζουν τα αγαθά αυτά είναι πράγματι «μακάριοι» από τώρα (Ματθ. 13,16-17· Λουκ. 10,23-24).

Για τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, όπως βλέπουμε, πηγή της «μεγάλης χαράς» του ανθρώπου στον κόσμο είναι η έλευση, η ζωή και το έργο του Ιησού Χριστού. Αλλά και το Ευαγγέλιο του Ιωάννη βλέπει τη χαρά με χριστολογικούς όρους που ερμηνεύουν και χαρακτηρίζουν τη ζωή της χριστιανικές κοινότητας. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης παρουσιάζει τους μαθητές του Χριστού και την κοινότητα των πιστών σε πλήρη μετοχή και «κατοχή» της ήδη «πραγματοποιηθείσης» εσχατολογικής χαράς μετά την εμπειρία του Πάσχα. Το 15ο κεφάλαιο του Δ΄ Ευαγγε¬λίου προβάλλει με έμφαση τη χριστολογική και σωτηριολογική αυτή άποψη της χαράς. Η «χαρά» των μαθητών θα «πληρωθεί» με τη χαρά του Χριστού (Ιωάν. 15,11) κι έτσι θα είναι τέλεια και ολοκληρωμένη στον παρόντα αιώνα παρά τις δυσμενείς συνθήκες της ιστορίας.

Συνοπτικοί, λοιπόν, και Ιωάννης τονίζουν τη χαρά σαν ένα ιδιαίτερο καρπό της κοινωνίας των πιστών με το Χριστό. Αλλά και ο Απόστ. Παύλος βλέπει τη χαρά σαν ένα από τα ουσιαστικότερα γνωρίσματα της χριστιανικής ζωής και την τοποθετεί στην κοινή εμπειρία των μελών της κοινότητας από την κοινωνία της που έχει με τον Κύριό της. Η χαρά στις Επιστολές του Παύλου παίρνει μια επιτακτική μορφή ζωής. Δεν εντάσσεται στις παραινέσεις αλλά στις επιταγές. Εάν κάποιος είναι πραγματικά εκκεντρισμένος και ενσωματωμένος στην πηγή της ζωής, που είναι ο Ιησούς Χριστός, αυτός δεν μπορεί παρά να είναι μια χαρούμενη παρουσία μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό ο Απόστολος, πάνω στο θέμα αυτό της χαράς, είναι συχνά επιτακτικός· «Το λοιπόν, αδελφοί μου, χαίρετε εν Κυρίω» (Φιλιπ. 3,1), «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε· πάλιν ερώ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4,4). Η διαπροσωπική αυτή σχέση με το Χριστό φανερώνει το καθήκον και το χρέος της χαράς για κάθε πιστό (Φιλιπ. 1,25· 2,28).


Ο θεολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και εκκλησιαστικός
συγγραφέας Γεώργιος Πατρώνος (1935–2021) Βιογραφία

Από όλες όμως τις Επιστολές του Απόστ. Παύλου, εκείνη που έχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα μας είναι η προς Φιλιππισίους Επιστολή, που έχει ονομασθεί μάλιστα και ως η «Επιστολή της χαράς», όπως ήδη έχει διατυπωθεί πιο πάνω. Αν και είναι τόσο μικρή και σύντομη Επιστολή, μέσα στα τέσσερα ολιγόστιχα κεφάλαιά της, οι λέξεις «χαρά» και «χαίρετε» απαντούν περί τις δεκαπέντε φορές. Η Επιστολή αυτή είναι συγχρόνως γνωστή και σαν ένα κείμενο χριστολογικού περισσότερο χαρακτήρα. Έτσι εδώ διαγράφεται πιο έντονα και ο χριστολογικός χαρακτήρας της έννοιας της χαράς.

Στην Επιστολή αυτή, όταν ο Παύλος μιλάει για τη χαρά, δίνει ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από τις γνωστές έννοιες, μιας χαράς δηλ. που προέρχεται από την υγεία, από τις εγκόσμιες επιτυχίες, ή τις κοινωνικές ανέσεις και τις κοσμικές απολαύσεις. Όταν ο Απόστ. Παύλος έγραφε αυτή την Επιστολή της χαράς, είναι γνωστό πως τίποτε δεν κατείχε από όλα αυτά. Υγεία δεν είχε καλή. Καμμιά κοινωνική επιτυχία και καμμιά άνεση δεν διέθετε στη ζωή του. Ήταν συνεχώς υπό απειλή και φριχτές διώξεις. Μάλιστα δε η Επιστολή αυτή γράφεται σε κάποια φυλακή της Ρώμης και ενώ είναι μελλοθάνατος μιλάει συνεχώς για τη χαρά και καλεί τους αναγνώστες του να την ζήσουν με ένταση.

Ο Απόστ. Παύλος δεν εύχεται ποτέ στους παραλήπτες της Επιστολής του απλώς το «χαίρετε». Αλλά πάντοτε το «χαίρετε εν Κυρίω». Αυτό σημαίνει πως η χαρά εδώ είναι εντελώς διαφορετική απ’ αυτήν που πολλοί γνωρίζουν. Είναι μια χαρά «εν Κυρίω». Έχουμε, επομένως, εδώ μια θαυμάσια χριστολογική ερμηνεία της χαράς. Ο Χριστός, η έλευσή Του, η διδασκαλία, το έργο και όλη Του η ζωή, είναι η μόνη αληθινή πηγή της χαράς. Το «εν Χριστώ» και «εν Κυρίω» κρύβει το μυστικό της χαράς του Παύλου. Μια ζωή «εν Κυρίω» είναι η μόνη εγγύηση για μια αληθινή μορφή χαράς μέσα στον παρόντα αιώνα.

Ο Ιησούς Χριστός είναι ο «Σωτήρ του κόσμου». Η έλευσή Του προκαλεί τον αγγελικό ευαγγελισμό του κόσμου για την υπέρτατη και «μεγάλη χαρά» που επισκέφθηκε τη γη μας. Αυτός εγκαινίασε τη ζωή του φωτός και κατέλυσε τη βασιλεία του σκότους. Διά του Χριστού ανοίχθηκε μια νέα πορεία ζωής, η πορεία του «ακολουθείν τον Ιησούν», που είναι πορεία χαράς μέσα στην παγερότητα του κόσμου τούτου. Το έργο Του, με κέντρο τα θαύματα, μας έδωσε τα «σημεία» αυτής της πορείας και μας παρουσίασε μια θεολογία που σε τελική ανάλυση είναι μια θεολογία της χαράς.

Η Καινή Διαθήκη επιμένει, όπως βλέπουμε, στην ιστορική διάσταση της χαράς και στην πραγμάτωσή της μέσα στον παρόντα αιώνα. Ο άνθρωπος πιστός, ο οποίος ζει εν Χριστώ, πρέπει να ζει συγχρόνως στον ενδιάμεσο αυτό χρόνο μεταξύ της πρώτης και της δευτέρας ελεύσεως με μια χαροποιό διάθεση την παρούσα πραγματικότητα της ζωής. Η χαρά, επομένως, εντάσσεται στον τελικό σκοπό της ζωής και δείχνει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα μιας σωστής χριστιανικής ζωής τώρα και πάντοτε. Αυτή η χριστιανική χαρά είναι το «σημείο», ότι πράγματι ο Κύριος έχει έλθει και ότι η σωτηρία και η λύτρωση είναι βιωματική πραγματικότητα μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας.

Η χριστιανική ζωή χαρακτηρίζεται από τη χαρά παρά τις δυσκολίες και το άγχος για τα πράγματα του κόσμου τούτου (Πράξ. 2,46· 8,8· 13,52· 15,3). Αυτή η χαρά αναζωογονεί και αυτούς που κηρύσσουν και αυτούς που δέχονται το Ευαγγέλιο. Η χαρά είναι η φυσική κατάσταση μιας ζωής που βιώνει μέσα της τη σωτηρία. Δείχνει με την ύπαρξή της την εκπλήρωση των ουσιαστικότερων προσωπικών και κοινωνικών προσδοκιών. Φανερώνει τη ζωή και τον κόσμο στη νέα τους αναγεννημένη μορφή.

Αυτήν τη βιβλική χριστολογική έννοια της χαράς ακολούθησε πιστά και η πατερική παράδοση στην προσπάθειά της να δώσει ένα πρότυπο ζωής. Δεν θεώρησε μόνο την «ένσαρκο» έλευση του Χριστού ως πηγή χαράς για τον άνθρωπο, αλλά και η μετέπειτα παρουσία Του στην Εκκλησία, πιστεύεται, πως διατηρεί αυτήν τη χαρά στον παρόντα κόσμο. Ο Χριστός, σήμερα, που είναι «του Θεού Πατρός η δύναμις», συγχρόνως «εστίν ημών η χαρά», τονίζει ο Μέγας Αθανάσιος. Και καθώς ο Αδάμ και η Εύα μας κληρονόμησαν την «πίκρα» και την «λύπη», ο Χριστός και η Παναγία μάς απάλλαξαν από την «κατάρα» και την «καταδίκη» αυτή και μας έφεραν τη «χαρά».

Ο Χριστός και η Εκκλησία είναι η πηγή της χαράς αλλά και η εύφορος «άμπελος», όπου εκεί φυτεύονται και βλασταίνουν με ρίζες βαθειές η αγάπη και η «γλυκεία χαρά», που δίνουν ζωή στον άνθρωπο και ποτίζουν την καρδιά του, μας λέει μ’ έναν τρόπο πολύ ποιητικό ο Μακάριος ο Αιγύπτιος. Ο Χριστός και η παρουσία Του μέσα στην Εκκλησία είναι «πένθος» θανατερό για τους δαίμονες, για τους πιστούς όμως είναι «χαρά και αγαλλίασις».

Τίποτε άλλο δεν υπάρχει που να φέρνει χαρά στον κόσμο, εκτός από την έλευση και την παρουσία του Χριστού, συμπληρώνει ο Δίδυμος ο Αλεξανδρείας, για να αναφέρουμε μόνο δύο-τρεις ενδεικτικές περιπτώσεις της πατερικής σκέψεως που μεταφέρουν στην εποχή τους το πνεύμα της Αγίας Γραφής. Η χαρά, επομένως, των πιστών σε οποιαδήποτε εποχή είναι έκφραση της χαράς του Χριστού που έφερε και διατηρεί στον κόσμο με την έλευση και τη ζωντανή παρουσία Του ο ίδιος ο Θεός (Ιωάν. 15,11· 17,13).


Σχέση παρούσας και μέλλουσας μορφής της χαράς

Τα ιερά Ευαγγέλια με το συσχετισμό που κάνουν της ελεύσεως του Ιησού Χριστού, ως του Μεσσία των εσχάτων χρόνων, και με την εκπλήρωση των προσδοκιών της Παλαιάς Διαθήκης, ανοίγουν πρώτα αυτά το δρόμο για την κατανόηση της εσχατολογικής χαράς. Η Π. Διαθήκη έβλεπε τη χαρά σαν γεγονός των εσχάτων. Η Καινή δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη χαρά και αγαλλίαση που συνοδεύουν την έλευση του Χριστού. Η χαρά δηλ. βρίσκεται σε σχέση προσδοκίας και εκπληρώσεως.

Ο προφήτης Ησαΐας βλέπει στο μέλλον ο Θεός να παραθέτει για τα έθνη και τους λαούς της γης «συμπόσιο» και τράπεζα χαράς και ευφροσύνης (Ησ. 25,6). Οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Λουκάς μας αναφέρουν την παραβολή του Κυρίου περί της βασιλείας του Θεού ως γαμήλιου δείπνου, που ήδη έχει παρατεθεί για χάρη του «υιού» του βασιλέως και αναμένονται να προσέλθουν οι «κεκλημένοι» (Ματθ. 22,2 εξ. Λουκ. 14,16 εξ.). Η «παραβολή» εδώ αποκαλύπτει την αλήθεια της προφητικής «εικόνας», ότι τελικά «μακάριος» άνθρωπος των εσχάτων χρόνων θα είναι εκείνος «όστις φάγεται άρτον εν τη βασιλεία του Θεού» ( Λουκ. 14,15).

Η σωτηρία που εγκαινιάσθηκε στον κόσμο με την έλευση του Χριστού, είναι μια εόρτια τελετή χαράς. Ο παλαιός καιρός έχει παρέλθει. Τώρα βρισκόμαστε στο «νέο» καιρό, στον καιρό της χαράς, αφού ο «νυμφίος» ήρθε και ουσιαστικά έχει παρατεθεί μπροστά μας το γαμήλιο «δείπνον» (βλ. Μάρκ. 2,18-20). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς επανειλημμένα αναφέρεται στη χαρά αυτή που σχετίζεται με την έλευση του Χριστού και με τα γεγονότα που προμηνύουν αυτή την έλευση. Η αναγγελία της γεννήσεως του Προδρόμου φέρνει χαρά και αγαλλίαση και «πολλοί επί τη γεννήσει αυτού χαρήσονται» (Λουκ. 1,14). Ο άγγελος απευθύνεται στην Παρθένο Μαρία με το «χαίρε, κεχαριτωμένη», προκειμένου να της γνωστοποιήσει ότι βρήκε «χάριν παρά Θεώ» και ότι θα φέρει στον κόσμο τον «Υιόν του Υψίστου» (Λουκ. 1,28-32). Και οι ποιμένες ευαγγελίζονται «χαράν μεγάλην», διότι «ετέχθη σήμερον σωτήρ ος έστι Χριστός εν πόλει Δαυίδ» (Λουκ, 2,10-11).

Το ίδιο συμβαίνει και με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Κι’ εδω η χαρά έχει μια ιδιαίτερη θέση. Ο ερχομός του, «νυμφίου» φέρνει χαρά (Ιωάν, 3,29). Μα η αποκορύφωση της χαράς αυτής, που οι προφήτες και οι πατριάρχες του Ισραήλ θα εύχονταν να την γνωρίσουν (Ιωάν, 8,56), αποκαλύπτεται σ’ ένα νέο «δείπνο», στο «μυστικό Δείπνο» της βασιλείας του Θεού (Ιωάν. 15,11· 16,24· 17,13). Η άποψη, ότι η χαρά αυτή η εσχατολογική της προφητικής προσδοκίας έχει ήδη εισέλθει στην οδό της εκπληρώσεως, έχει ασφαλώς μια ιδιαίτερη ιωάννεια απόχρωση. Αυτή όμως η μορφή «πληρώσεως» δεν σημαίνει πως η χαρά έχει φθάσει στο ύψιστο σημείο της, αλλ’ ότι το «αντικείμενο» της χαράς έχει φανεί στο ιστορικό προσκήνιο και το «δείπνον» έχει παρατεθεί μπροστά μας.

Βασική αντίληψη και των τεσσάρων Ευαγγελίων είναι, ότι η εκπλήρωση της εσχατολογικής αυτής χαράς αναφέρεται πάντοτε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ιδιαίτερα ο θάνατος και η ανάστασή Του μας αποκαλύπτουν αυτή τη μορφή χαράς, αφού μας εισάγουν στην αναμενόμενη εσχατολογική σωτηρία. Στο σημείο αυτό, ο Απόστ. Παύλος είναι περισσότερο αποκαλυπτικός. Στο περίφημο σχετικό κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους Επιστολής, ο θάνατος και η ανάσταση του Χριστού είναι αποφασιστικής σημασίας γεγονότα (Α’ Κορ, κεφ. 15). Ο Χριστός με την έλευσή Του, το θάνατο και την ανάστασή Του, γίνεται η «απαρχή» της εκπληρώσεως όλων των εσχατολογικών προσδοκιών (Α’ Κορ. 15,23). Η κατάργηση του θανάτου σημαίνει το τέλος της εποχής της θλίψεως και της οδύνης και την αρχή της νέας εποχής των μεγάλων αλλαγών, της πληρώσεως και αυτής ακόμη της χαράς (Α’ Κορ. 15,26 καί 42-54).

Παραταύτα όμως η χριστιανική χαρά είναι μια χαρά που πάντοτε προσδοκά την τελείωση και πλήρωσή της. Κι’ αυτή αναμένεται να πραγματοποιηθεί με την ολοκλήρωση της λυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους και της κτίσεως όλης κατά το μέλλον, όταν πάλι ο Χριστός θα επιστρέψει «εν δόξη» (Φιλιπ. 4,4-5). Η παρούσα φάση της χαράς διαγράφεται από το στοιχείο της ελπίδας (Ρωμ. 12,12) και αυτό που την κάνει πραγματική στο παρόν είναι η κοινωνία της αγάπης μέσα στην κοινότητα των πιστών, όπου κανείς «συναποθνήσκει» αλλά και «συζεί» μαζί με τους άλλους αδελφούς (Β’ Κορ. 7,3-4).

Έτσι βλέπουμε, ότι η σωτηρία και η χαρά μέσα στο Χριστιανισμό δεν είναι μια απλή ατομική υπόθεση και μάλιστα περιορισμένη χρονικά αλλά είναι κατάσταση διαχρονική και διαπροσωπική της κοινότητας της Εκκλησίας. Καθόλο το μήκος της θείας Αποκαλύψεως βλέπουμε, ότι η μετοχή στη ζωή της κοινότητας του λαού του Θεού οδηγεί τελικά τον άνθρωπο να φθάσει στην ολοκλήρωση της σωτηρίας και στην πληρότητα της εσχατολογικής χαράς, για την οποία μίλησαν οι Προφήτες. Αυτή η σχέση της κοινωνικής – ιστορικής και εσχατολογικής μετοχής των πιστών στη ζωή της κοινότητας, κάνει τη χαρά να αναφέρεται στη βασιλεία του Θεού·«ου γαρ έστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι αγίω» (Ρωμ. 14,17).

Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η βασιλεία του Θεού είναι μια καθαρά πνευματική πραγματικότητα, χωρίς ιστορικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Εδώ ιδιαίτερα τονίζεται η έννοια ότι το έσχατο έρχεται να ερμηνεύσει το παρόν. Η βασιλεία του Θεού εισβάλλει δυναμικά και ανακαινίζει την ιστορική πραγματικότητα. Μεταμορφώνει τη ζωή του ανθρώπου «ου γαρ εν λόγω η βασιλεία του Θεού, αλλ’ εν δυνάμει» (Α’ Κορ. 4,20). Μέσα σ’ αυτή την αλλαγή βιώνεται η χαρά σαν πληρότητα ζωής.

Αυτή η μεγάλη αλλαγή μέσα στη νέα πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού αρχίζει με το αποφασιστικό γεγονός της αναστάσεως του Χριστού. Η επιμονή των Ευαγγελιστών στην περιγραφή των αλλεπάλληλων εμφανίσεων του Αναστάντος δείχνει ακριβώς αυτήν την αποκλειστικότητα της Αναστάσεως για την έναρξη των εσχάτων στην ιστορία. Μ’ αυτό το γεγονός συνδέεται αδιάρρηκτα και η εσχατολογική διάσταση της χαράς. Οι μαθητές και η πρώτη κοινότητα των φίλων του Ιησού μπροστά στο γεγονός της Αναστάσεως εκδηλώνουν τη χαρά τους και τονίζουν με την μετέπειτα στάση τους και την αποφασιστικότητά τους, ότι ήδη η ανθρωπότητα έχει εισέλθει στη νέα φάση της ιστορίας και αυτοί είναι οι πρώτοι μάρτυρες αυτής της πραγματικότητας.

Η ανάσταση του Ιησού Χριστού είναι η πρώτη από όλες τις αναστάσεις που θα επακολουθήσουν μέσα σ’ αυτή τη νέα φάση της δημιουργίας. Για τους συνοπτικούς Ευαγγελιστές και ιδιαί¬τερα για τον Λουκά, ο οποίος περισσότερο από κάθε άλλον επιμένει στις εμφανίσεις του Αναστάντος, η Ανάσταση είναι κάτι παραπάνω από μια απλή απόδειξη της δυνάμεως του Ιησού Χριστού πάνω στις δυνάμεις του κόσμου τούτου. Δεν είναι απλώς ένα ιστορικό γεγονός, όπως όλα τα συμβαίνοντα μέσα στο χρόνο ιστορικά γεγονότα, που μπορεί κι’ αυτό ν’ αποδειχθεί με επιχειρήματα. Είναι ένα εσχατολογικό γεγονός που σημαδεύει μέσα στην ιστορία την αρχή ενός νέου κόσμου. Γιατί η πλήρης πραγματοποίηση αυτής της νέας εποχής των μεγάλων και ριζικών αλλαγών, καθώς και της πληρότητας της χαράς που ξεπηδάει απ’ αυτήν την μεταμόρφωση και ανακαίνιση, ανήκει κατά το μεγαλύτερο μέρος στο μέλλον. Η εμπειρία των μαθητών και της πρώτης χριστιανικής κοινότητας θα εκφρά¬ζει πλέον την πίστη όλης της Εκκλησίας στο γεγονός αυτό (Πράξ. 1,3). Η ομολογία εκείνων, ότι «ο Θεός ανέστησεν» τον Ιησού Χριστό (Πράξ. 2,24) θα γίνει και ομολογία όλων μας διά μέσου των αιώνων.

Αυτήν την έμμονή στο ήδη πραγματοποιηθέν στοιχείο των εσχάτων, παρουσιάζει ιδιαίτερα το Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Είναι γνωστή σε όλους τους βιβλικούς, από σχετικές μελέτες, η αποκαλούμενη στην Επιστήμη «πραγματοποιηθείσα εσχατολογία» του Δ’ Ευαγγελίου. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη μας αυτή είναι η συσχέτιση της χαράς με αυτήν την πλευρά των εσχάτων στο παρόν. Τα πάθη, η ανάσταση και η δόξα του Ιησού Χριστού γίνονται η αρχή και η πηγή της χριστιανικής χαράς. Όμως υπάρχει και η άλλη πλευρά, η σχέση της χαράς με το εσχατολογικό θέρος του μέλλοντος. Η χαρά είναι συνάρτηση της «σποράς» και του «θερισμού». Δεν είναι μόνο «ο σπείρων» που χαίρεται, είναι και «ο θερίζων», και μάλιστα ιδιαίτερα αυτός που πληρούται χαράς. Και αυτό συμβαίνει, γιατί βλέπει τον καρπό που σπάρθηκε και «συνάγει» τώρα αυτός να μην είναι ένας καρπός μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον αφού είναι «εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4,36).

Μια παρόμοια εικόνα έχουμε στον Ιωάννη, που δείχνει τη σχέση και τη σύνδεση παρόντος και μέλλοντος, και είναι εκείνη του γάμου. Ο αρραβώνας σημαίνει την απαρχή της χαράς. Η χαρά όμως «πεπλήρωται» κυρίως με την έλευση του «νυμφίου» και την πραγματοποίηση του γάμου (Ιωάν, 3,29). Ο αρραβώνας είναι μια αρχή και είσοδος, αλλά δεν σταματάει εκεί. Πρέπει να προχωρήσει στην ολοκλήρωση και «τέλεση» της γαμήλιας τελετής της χαράς. Γι’ αυτό πολύ συχνά συναντάμε στον Ευαγγελιστή και Απόστολο Ιωάννη τη χαρά να διατυπώνεται με εκφράσεις, όπως «χαρά πεπληρωμένη» (Ιωάν. 16,24• 17,13), «ίνα η χαρά πληρωθή» (Ιωάν. 15,11), «η χαρά η πεπληρωμένη» (Α’ Ιωάν. 1,4), που δείχνουν τη μελλοντική αυτή διάσταση για ολοκλήρωση και πλήρωση. Αυτή η ολοκληρωμένη και «τελεία χαρά» εντάσσεται στην μεταναστάσιμη εσχατολογική εμπειρία των πιστών.

Έτσι και στο Δ' Ευαγγέλιο που παρατηρείται μια ιδιαίτερη προτίμηση στο ήδη πραγματοποιηθέν στοιχείο, έχουμε μια έμφαση αρκετά αξιοπρόσεκτη και στο μελλοντικό. Η χαρά είναι υπόθεση και του μέλλοντος. Ιδιαίτερα η πλήρωση και ολοκλήρωσή της. Η χριστιανική ύπαρξη είναι στραμμένη σταθερά προς το μέλλον και αναμένει τη μορφή πληρότητας μέσα στο γεγονός της παλιγγενεσίας και της ένδοξης του Χριστού παρουσίας. Η άποψη ότι η χαρά έχει ήδη εκπληρωθεί έχει μια ισχυρή βάση στην ιωάννεια θεολογία και στην «πραγματοποιηθείσα εσχατολογία» του. Εκπλήρωση όμως εδώ δεν σημαίνει, ούτε για τον Ιωάννη ούτε και για την καθημερινή πρακτική μας εμπειρία, ότι η χαρά έχει φθάσει στο απώγειό της και ότι δεν έχουμε άλλο να αναμείνουμε. Σημαίνει κυρίως, και εδώ βρίσκεται η προσφορά κάθε μορφής «πραγματοποιηθείσης εσχατολογίας», ότι το αντικείμενο της σωτηρίας και το αντικείμενο της χαράς μας έχει ήδη εμφανισθεί μέσα στο παρόν. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, εκπλήρωση εσχατολογική και χαρά συγγενεύουν στο πρόσωπο και στο έργο του Ιησού Χριστού.

Ιδιαίτερα τα πάθη και ο θάνατος του Χριστού ανοίγουν τον παράδοξο δρόμο για τη χαρά και την πληρότητά της. Σαν προέκταση αυτού του γεγονότος, έχουμε μέσα στην πραγματικότητα της ζωής, την οδύνη και την ταλαιπωρία του παρόντος να συμπιέζουν και την ύπαρξη του ανθρώπου για μια άμεση εσχατολογική αναφορά. Είδαμε τη σημασία των Μακαρισμών για τη μελλοντική και εσχατολογική «παρηγορία» εκείνων που πενθούν και υποφέρουν στο παρόν. Όμοια και η θεολογία της χαράς, μέσα από τις θλίψεις και τα παθήματα του παρόντος, διακρίνει τον εσχατολογικό και μελλοντικό χαρακτήρα της πληρώσεως και ολοκληρώσεώς της.

Από τα ιερά μας κείμενα γίνεται πολύ σαφές, πόσο, πράγματι, ο Κύριος ήθελε οι μαθητές Του να γνωρίζουν ότι τα παρόντα πάθη τους και οι διωγμοί για χάρη της πίστεως δεν είναι τελικά κάτι το τραγικό και κακό, όπως φαίνονται εκ πρώτης όψεως, αλλά μπορούν να θεωρηθούν «αγαθά», αφού αυτά είναι εκείνα που κυρίως ετοιμάζουν τον άνθρωπο να μπει στο δύσκολο δρόμο και στη «στενή και τεθλιμμένη οδό» της βασιλείας του Θεού. Η «αμοιβή» αυτών που πάσχουν εδώ θα είναι η «μεγάλη χαρά» στους ουρανούς. Αυτή θα έχει άμεση σχέση με το θρίαμβο του Θεού, επομένως, πάνω στο κακό και με την κατάλυση του θανάτου. Η ανάσταση, πάνω από όλα, είναι εκείνη που οδηγεί τη χαρά στην αποκορύφωσή της και στην τελείωσή της.

Μέσα στο χώρο της πίστεως η λύπη και η χαρά δεν βρίσκονται σε αντίθεση. Υπάρχει μια περίεργη αλλά πραγματική λειτουργική σχέση μεταξύ τους. Ρυθμιστικός παράγοντας είναι η παρουσία του Χριστού· «και υμείς ουν νυν μεν λύπην έχετε· πάλιν δε όψομαι υμάς, και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. 16,22). Η φύση της χαράς εκφράζεται μέσα στον κόσμο μας και διά του κόσμου, διά μέσου των πραγμάτων και γεγονότων του κόσμου τούτου. Ο κόσμος σχεδόν πάντοτε γίνεται πρόξενος λύπης. Οι Χριστιανοί είναι βέβαιο, ότι θα «κλαύσουν» και θα «θρηνήσουν» μέσα σ’ αυτόν. Όμως η χαρά δεν θα χαθεί. Ο Χριστός το διατύπωσε αυτό με σαφήνεια και μας βεβαίωσε πως στο τέλος του δρόμου, του οποιουδήποτε σκληρού και θλιβερού δρόμου για τους πιστούς, βρίσκεται η χαρά. Η ελπίδα της χαράς δεν χάνεται. Αντίθετα, όσο μεγαλώνει η σκληρή πραγματικότητα τόσο αυξάνει η προσδοκία της χαράς· «Αμήν, αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς…., υμείς λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» (Ιωάν. 16,20).

Η παρούσα μορφή της χαράς και η μέλλουσα εντάσσεται ουσιαστικά στη σχέση παρούσας και μέλλουσας εσχατολογίας. Στη λειτουργική σχέση που διέπει την Εκκλησία και τη βασιλεία του Θεού. Η χαρά στην παρούσα της μορφή, αν και είναι δωρεά του Θεού προς τους πιστούς Του, δεν είναι ποτέ μια τελική και ολοκληρωμένη κατάσταση. Είναι πάντοτε ανοιχτή προς το μέλλον και ατενίζει προς κάτι που πρόκειται να την ολοκληρώσει και να την πληρώσει. Η χαρά, όντας έτσι και στην παρούσα της μορφή εσχατολογική, δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται μια στατική κατάσταση. Είναι δυναμική και δημιουργική από την ίδια της την φύση και από τη γέννησή της. Εκφράζεται μέσα στη ζωή σαν δημιουργική πίστη (Φιλιπ. 1,25) και σαν δυναμική αγάπη (Φιλήμ. 7).

Αυτό κάνει τη χαρά να είναι κοινωνική-ιστορική αλλά και εσχατολογική συνάμα. Βασική προϋπόθεση για μια χαρά τέτοιας καθολικής μορφής, που να καλύπτει το παρόν και το μέλλον, είναι η κοινωνία των ανθρώπων με το Χριστό σε κοινότητα πίστεως. Μια κοινότητα ιστορική αλλά και εσχατολογική ταυτόχρονα. Η ευχαριστιακή και λειτουργική εμπειρία της κοινότητας αυτής κάνει τα πράγματα του κόσμου αυτού ν’ αποκτούν μια νέα θέα, εσχατολογικής φύσεως, όπου η χαρά επανακτά την κεντρικότητα και σπουδαιότητα για τη ζωή. Η χαρά γίνεται ένα από τα ουσιαστικά στοιχεία στη συνένωση των μελών της κοινότητας και στην εσχατολογική αναφορά της Εκκλησίας, αφού μοναδική μέριμνα όλων είναι η κοινή ζωή και η απομάκρυνση κάθε «σχίσματος» και διαιρέσεως του ενός «σώματος». Μέσα στην ενότητα αύτη «υπέρ αλλήλων μεριμνώσιν τα μέλη και είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη· είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» ( Α΄ Κορ. 12,25-26).

Η ενότητα αυτή στο παρόν είναι ένα προμήνυμα της τελικής εσχατολογικής ενότητας, κατά την οποία οι πάντες «γενήσονται μία ποίμνη» με «ένα ποιμένα» (Ιωάν. 10,16) και όλη η ανθρωπότητα θα φθάσει στην επιθυμητή θεία ενότητα (Ιωάν. 17,11). Μια ενότητα που θα σημαίνει για την ανθρωπότητα την τελείωση όλων (Ιωάν. 17,23). Και καθώς τονίζουν τα ιερά μας κείμενα η ενότητα αυτή είναι υπόθεση των εσχάτων χρόνων, της αναστάσεως όλων και της «αποκαταστάσεως πάντων» κατά τη δεύτερη και ένδοξη πλέον παρουσία του Ιησού Χριστού (Πράξ. 3,21).

Η χαρά σ’ αυτή την εσχατολογική ενότητα μοιάζει να είναι μια γαμήλια τελετή. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη χρησιμοποιεί την εικόνα της γαμήλιας τελετής των γάμων του Αρνίου. Η «δόξα» της «νύμφης» ανθρωπότητας, που βρίσκεται στο έσχατο μέλλον, θα σημαίνει με την τελετή της «στέψεως» και την τελείωση και πλήρωση της χαράς, της ευφροσύνης και αγαλλιάσεως που ήδη άρχισαν να πληρούν την ύπαρξη με τον «αρραβώνα» της στην παρούσα ιστορική φάση της ζωής (Αποκ. 19,7).

Αυτό το ενιαίο βιβλικό πνεύμα στη σχέση παρούσας και μέλλουσας χαράς, ακολουθεί πιστά και η πατερική παράδοση όταν με έμφαση τονίζει, πως η «τέλεια» χαρά και αγαλλίαση είναι υπόθεση της εσχατολογικής προσδοκίας και συνδέεται στενά με τη δεύτερη έλευση του Σωτήρα Χριστού. Τότε, όταν με την ένδοξη έλευση του Χριστού αναστηθούμε κι εμείς για μια νέα ζωή, η ουσιαστική και τέλεια χαρά θα είναι ένδειξη της ποιότητας της ζωής εκείνης. Ο νέος άνθρωπος, της νέας ζωής, θα διακρίνεται από τις εσχατολογικές θείες ιδιότητες του που θα αποχτήσει, και που μία μεταξύ αυτών θα είναι η χαρά. Ο Κύριος ενέδυσεν αυτούς (τους πιστούς) ενδύματα βασιλείας φωτός αρρήτου, ενδύματα πίστεως, ελπίδος, αγάπης, χαράς, ειρήνης, αγαθοσύνης, χρηστότητας, και πάντα ομοίως τα εξής, ενδύματα φωτός, ζωής, θεϊκά, ζώντα, αναπαύσεως ανεκλαλήτου, «ίνα ώσπερ ο Θεός αγάπη εστί, και χαρά, και ειρήνη, και χρηστότης, και αγαθωσύνη, ούτω και ο νέος άνθρωπος γενηται κατά χάριν»!

Το πλήρωμα της χαράς βρίσκεται στο «τέλος» της εσχατολογικής ελπίδας. Η «ανάπαυσις» και η «χαρά της καρδίας» είναι καταστάσεις μιας ζωής στην αληθινή πατρίδα, στην ουράνια Ιερουσαλήμ. Εκεί δεν θα υπάρξουν αυτά που τραυματίζουν τη χαρά εδώ και αποστερούν την ψυχή από κάθε «ανάπαυση» και «ειρήνη»· «ει δε φθάσει η ψυχή προς εκείνην την πόλιν των αγίων απελθείν, τότε δύναται μόνον άνευ θλίψεως και πειρατηρίων είναι. Εκεί γαρ ουκέτι εστί μέριμνα ή θλίψις ή πόνος ή γήρας ή σατανάς ή πόλεμος, αλλ’ ανάπαυσις, χαρά, ειρήνη και σωτηρία».

Έχουμε, δηλαδή, στο πρόσωπο των πιστών μια νέα «ποιότητα» ανθρώπων, στην ενότητά τους μια νέα ανθρωπότητα και εσχατολογική κοινωνία, και στο βίωμά τους εδώ στο παρόν νέες καταστάσεις και εμπειρίες «άλλου αιώνος». Το παρόν και το μέλλον εδώ ενώνονται. Η ιστορία μεταμορφώνεται σε εσχατολογία και η εσχατολογία αρχίζει να γίνεται ιστορική πραγματικότητα. 

Το γένος των ανθρώπων γίνεται «γέννημα καινόν» και «εν Χριστώ και Αγίω Πνεύματι» η παρούσα χαρά βρίσκει τη μέλλουσα πλήρωσή της· «Οι ουν Χριστιανοί άλλου αιώνος εισίν, υιοί Αδάμ του επουρανίου, γέννημα καινόν, τέκνα Πνεύματος άγιου, αδελφοί Χριστού φωτεινοί, όμοιοι τω πατρί αυτών Αδάμ τω πνευματικώ και φωτεινώ, εκείνης της πόλεως, εκείνου του γένους, εκείνης της δυνάμεως. Ουκ εισί του κόσμου τούτου, αλλά άλλου κόσμου εισίν. Έχοντες ουν ούτοι μεθ’ εαυτών τον Κύριον εν τη αναλύσει, εν μεγάλη χαρά έρχονται προς τους άνω, και δέχονται αυτούς οι του Κυρίου εκεί ευτρεπίσαντες αυτοίς οίκους και παραδείσους και ενδύματα ολόλαμπρα και πολυτελή».

H χαρά πλουτίζει το παρόν και το μέλλον της χριστιανικής ζωής. Γίνεται γνώρισμα ουσιαστικό της οργανικής σχέσεως μεταξύ της πίστεως και της ελπίδος, και η ύπαρξή της στην καθημερινή μας ζωή φανερώνει, πως ήδη έχουμε εισέλθει στις διαδικασίες της εσχατολογικής «ανακαινώσεως» του κόσμου και της δημιουργίας.

• Η χαρά στην Καινή Διαθήκη. Γεώργιος Πατρώνος, Ομότιμος καθηγητής στο τμήμα Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. εκδ. Τήνος, Αθήνα 1983, σ. 30-35.
• Η χαρά ως «ειρήνη» και «μακαριότης» Αυτόθι, σ.52-58. pemptousia.gr
• Η θεολογία της χαράς στην Καινή Διαθήκη - Η χριστολογική έννοια της χαράς. Αυτόθι, σ.59-65, 89-98

Ανανεώθηκε 25 Οκτ 2021

by Sophia-Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση

1 σχόλιο:

Nik Vythoulkas είπε...

Ενα υπέροχο κείμενο δια γραφίδος Γεωργίου Πατρώνου , και μία εκπληκτική επιμέλεια κειμένου και εικόνων , συγχαρητήρια Σοφία !!