Οι τελευταίες μέρες του Κώστα Καρυωτάκη. Τι τον οδήγησε σε αυτή την απόφαση και πώς πέρασε τις τελευταίες του ώρες; (Αφιέρωμα και Videos)

Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 - 21 Ιουλίου 1928)

Έρευνα Σοφία Ντρέκου Αρθρογράφος
(Sophia Drekou, BSc in Psychology)


Ο Έλληνας ποιητής και πεζογράφος Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 - 21 Ιουλίου 1928) θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δεκάδες ειδικά συνέδρια.


Στις 20 Ιουλίου αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του. Αποπειράται να αυτοκτονήσει, πέφτοντας γυμνός στη θάλασσα. Δεν τα καταφέρνει όμως, γιατί ήταν καλός κολυμβητής. Το απόγευμα της επομένης απτόητος, φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του. Ήταν 21η Ιουλίου του 1928.

Οι τελευταίες μέρες του Κώστα Καρυωτάκη

Τι τον οδήγησε σε αυτή την απόφαση
και πώς πέρασε τις τελευταίες του ώρες.

Αν η ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη ήταν ένα σπίτι, τα παράθυρα θα ήταν ερμητικά κλειστά. Το φως μάταια θα έψαχνε μια χαραμάδα για να εισβάλει και η σκόνη θα είχε σκεπάσει σαν πέπλο τα έπιπλα. Στους τοίχους κρεμασμένα ασπρόμαυρα πορτραίτα ανθρώπων με θλιμμένα μάτια, ανθρώπων που έχουν «φύγει» και μια αίσθηση πως τούτο το σπίτι ήταν μοιραίο να αμπαρωθεί και να μαραζώσει γιατί ακόμα και όταν τα παράθυρα ήταν ανοιχτά τα μάτια παρέμεναν θλιμμένα.

Το έργο του Καρυωτάκη δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες και αν τα ποιήματα είναι το καθρέφτισμα της ψυχής των ποιητών τότε το τέλος του ήταν προδιαγεγραμμένο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω, 
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου. 
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου» 
θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω.

γράφει στη «Δικαίωσις» και νιώθεις ότι δεν χρειάζεται να μάθεις πολλά για τον χαρακτήρα του, νιώθεις ότι αυτός ήταν ο δρόμος του. «Πώς μπορείς άλλωστε να ξεχωρίσεις έναν ποιητή από τα ποιήματα του;» θα ρωτούσε, με τόνο επιπληκτικό, κάποιος.
 
Ίσως όμως ο Κώστας Καρυωτάκης δεν ήταν ο καταθλιπτικός, ο απαισιόδοξος, ο εραστής του θανάτου. Ίσως όταν το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1928 έβαλε τέλος στη ζωή του δεν ικανοποίησε κάποια παρανοϊκή έλξη για το θάνατο αλλά έκανε μια κίνηση μελετημένη για να αποφύγει ένα φρικτό τέλος.

«Οι δουλεύτρες της αμαρτίας»

Όπως πολλοί νέοι της εποχής του ο Καρυωτάκης επισκεπτόταν οίκους ανοχής. Τις «δουλεύτρες της αμαρτίας» όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει. Εκεί προσβλήθηκε από σύφιλη. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο ποιητής έμαθε ότι έχει προσβληθεί κάποια στιγμή μέσα στο 1922. «Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το καλοκαίρι του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει πως έχει σύφιλη. Είναι η εποχή της ερωτικής σχέσης του με την Πολυδούρη, μιας σχέσης που ο Καρυωτάκης διακόπτει απότομα, αναστατωμένος από την ανακάλυψη της μοιραίας αρρώστιας που τρέχει ανίατη στις φλέβες του. Τον Φεβρουάριο του 1923 δημοσιεύει στον Νουμά το τετράστιχο:

«Στον τεφρό πέρα ορίζοντα η αγάπη μου αχνοσβήνει.
Οι φίλοι αποτραβήχτηκαν, για πάντα, οι τελευταίοι.
Σ' όλα έκλεισα την πόρτα μου, κ' έρημος έχω μείνει
τώρα που ακούω το θάνατο στις φλέβες μου να ρέει». 

Λίγο αργότερα θα δημοσιεύσει το ποίημα «Τραγούδι παραφροσύνης», που θα συμπεριλάβει ως «Ωχρά σπειροχαίτη» στο «Ελεγεία και Σάτιρες». Το τρομερό μυστικό εξομολογείται στη Μαρία Πολυδούρη, η οποία και του απαντά στις 12.10.1922 με ένα γράμμα αποκαλυπτικό, τόσο για τα συναισθήματά της απέναντί του όσο και για τη δική του αντίδικη μοίρα: «Ω! αν ήξερες πόσο κακό μου κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό και εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου…πόσο κακό μου κάνει…πόσο κακό!» αναφέρει η Χριστίνα Ντουνιά, μελετητήρια του έργου του.

Συνδικαλιστής και μάλιστα ενοχλητικός

Ο Καρυωτάκης εργαζόταν στα κεντρικά του Υπουργείου Πρόνοιας στην Αθήνα. Είχε εμπλακεί στο συνδικαλιστικό κίνημα και μάλιστα εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας των Δημοσίων Υπαλλήλων της Αθήνας. Δημοσίευε, είτε με την υπογραφή του, είτε με ψευδώνυμο πληροφορίες για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και την αναξιοκρατία στο Δημόσιο με αποτέλεσμα να συγκρουστεί ακόμα και με τον ίδιο τον υπουργό. Κάπως έτσι ήρθε και η δυσμενής και αυθαίρετη μετάθεσή του στην Πρέβεζα. Μάλιστα ήταν αρκετοί εκείνη που ζητούσαν την οριστική του απομάκρυνση από το Υπουργείο. Για να δικαιολογηθεί η μετάθεση οι ανώτεροι του Καρυωτάκη του πρόσαψαν μια χαλκευμένη κατηγορία.

Η κατηγορία τον πίεζε ασφυκτικά τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Σε αυτήν αναφέρονται τα δύο λογοκριμένα αποσπάσματα της αποχαιρετιστήριας επιστολής του: 

«Α. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδουν τη μισώ με ολόκληρο τον χαρακτήρα μου. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Β. Ήμουν άρρωστος».

Η «χυδαία πράξη», που αποδίδεται στον Καρυωτάκη και το επάγγελμα που την προϋποθέτει θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με τη δική μου έρευνα των στοιχείων, η μαστροπεία. Οι μαρτυρίες για τις σχέσεις του Καρυωτάκη με τις «δουλεύτρες της αμαρτίας», για να χρησιμοποιήσω ένα νεανικό του ποίημα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσφορο πεδίο εκμετάλλευσης από τους συκοφάντες του είναι και αρκετές και ενδιαφέρουσες. Συνεπώς καταλήγουμε στο σενάριο της μαστροπείας; Από τα συμφραζόμενα της επιστολής προκύπτει το συμπέρασμα ότι η κατηγορία πρέπει να αφορούσε σε μια υποτιθέμενη «ατιμωτική» δραστηριότητα του Καρυωτάκη, σε ένα «επάγγελμα» για το οποίο όμως δεν ήταν, όπως λέγει ο ίδιος, ο «κατάλληλος άνθρωπος». Από την άλλη πλευρά γνωρίζουμε ότι ο Καρυωτάκης, όπως και άλλοι θερμόαιμοι νέοι της εποχής του, σύχναζε σε «καφέ σαντάν» και σε «οίκους ανοχής» αναφέρει η Ντουνιά.

Η Πρέβεζα

Ο Κώστας Καρυωτάκης φτάνει στην Πρέβεζα με καράβι στις 18 Ιουνίου 1928. Η θέση εργασίας του ήταν στη Νομαρχία Πρεβέζης, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων, όταν ήταν νομάρχης ο Γεώργιος Π. Γεωργιάδης. Ως δικηγόρος ο Καρυωτάκης είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Νοίκιασε ένα σπίτι στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Σπιτονοικοκυρά του ήταν η Πόπη Λυγκούρη. Το 1981 μίλησε σε ρεπορτάζ του Φρέντυ Γερμανού για το τέλος του Καρυωτάκη (Βλ. παρακάτω στο βίντεο). «Ήταν ένας άνθρωπος ήσυχος, καλός και ευγενικός. Δεν μιλούσε πολύ. Ένα χαίρεται, ένα αντίο. Τις Κυριακές συνήθως έμενε κλεισμένος στο δωμάτιο. Δεν έμεινε και πολύ καιρό εδώ. Δεν είχε παρέες, τίποτα. Να σας πω ότι θαύμαζα τα ρούχα του. Πάντα πολύ καλοντυμένος» τόνισε.

Μέσα στις πρώτες μέρες τις εργασίας ο Καρυωτάκης φέρεται να εντόπισε οικονομικές ατασθαλίες του Νομάρχη και ήρθα σε ρήξη μαζί του.

Η αποτυχημένη προσπάθεια

Ο Καρυωτάκης είναι πλέον καταρρακωμένος. Γνωρίζει πως η σύφιλη (εκείνη την εποχή) σημαίνει σταδιακός εκφυλισμός, ψυχιατρείο και βασανιστικός θάνατος. Αρκετοί ποιητές πριν από αυτόν είχαν πεθάνει με αυτό τον τρόπο. Η κατηγορίες που του πρόσαψαν και η μετάθεση στην Πρέβεζα επιβαρύνει την κατάσταση.

Αποφασίζει λοιπόν να βάλει τέλος στη ζωή του. Η πρώτη του προσπάθεια έγινε στις 20 Ιουλίου 1928 σε μια θαλάσσια περιοχή έξω από την πόλη, στο Μονολίθι. Βγάζει τα ρούχα και προχωρά μέσα στη θάλασσα. Για περίπου δέκα ώρες δίνει μάχη με τον εαυτό του ο οποίος δεν του επιτρέπει να αφήσει τα εγκόσμια. «Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου» γράφει στο υστερόγραφο της τελευταίας του επιστολής, αναφερόμενος σε εκείνη την προσπάθεια.

Τα κύματα θα τον βγάλουν στη θέση Μύτικας κι εκεί θα αρχίσει να ζητά βοήθεια, έχοντας πλέον παραιτηθεί από την προσπάθεια να βάλει τέλος στη ζωή του. Τις φωνές του ακούει ο βοσκός Ταξιάρχης Νίτσας. «Φώναζε συνέχεια βοήθεια. Του απάντησα και μου είπε ότι θέλει να βγει έξω. Δεν τον έβλεπα καθόλου. Του φώναζα μόνο και ακολούθησε την φωνή μου μέχρι που βγήκε στην άκρη. Ήταν εντελώς γυμνός. Μου είπε ότι θέλει να τον πάω στα ρούχα του. Μου έδειξε το μέρος που έπεσε και πήγαμε. Κρύωνε πολύ. Ψάξαμε για τα ρούχα και δεν τα βρήκαμε πουθενά. Του είπα να πάω να του φέρω δικά μου και αρνήθηκε. Μου λέει: Να κάτσουμε εδώ να ξημερώσει και θα βρούμε τα δικά μου ρούχα. Ρώτησα 2-3 φορές το όνομα του και δεν μου το έλεγε» αναφέρει ο Νίτσας στον Φρέντυ Γερμανό.

Μια βυσσινάδα πριν το τέλος

Το πρωί της 21ης Ιουλίου ο Καρυωτάκης επιστρέφει στο δωμάτιο του. Έχει βρει τα ρούχα του καθώς όσοι τον είδαν είπαν ότι ήταν καλοντυμένος ως συνήθως. Θα μείνει στο δωμάτιο για μερικές ώρες πριν τελικά βγει.

«Έφυγε όπως όλες τις ημέρες. Ήσυχος όπως πάντα. Με τα ωραία του τα ρούχα και έφυγε για πάντα. Άφησε πίσω μόνο δύο βαλίτσες, μια μεγάλη δερμάτινη και μια μικρούλα. Βιβλία δεν είχε, μόνο χαρτιά. Πολλά χαρτιά, λευκά χωρίς γραμμές. Έγραφε πολλές ώρες, ακόμα και τις νύχτες με την λάμπα. Δεν ξέραμε ότι ήταν ποιητής. Μου έχει δώσει μάλιστα ο υπάλληλος της Νομαρχίας κάποια από τα χαρτιά που είχε αφήσει εκεί αλλά δεν ήξερα τι ήταν και τα έσκισα. Δεν τα φύλαξα» λέει η Πόπη Λυγκούρα.

Η ώρα είναι μία το μεσημέρι και ο Καρυωτάκης κατευθύνεται στο οπλοπωλείο του Αναγνωστόπουλου. Ο γιος του ιδιοκτήτη είναι στο μαγαζί και θυμάται: «Μπήκε ένας κύριος και εζήτησε ένα περίστροφο. Του δείξαμε τους τύπους και επέλεξε το Browning. Ένα περίστροφο πλακέ. Στη συνέχεια μας ζήτησε να του δείξουμε τον τρόπο λειτουργίας και το κάναμε. Το πήρε και έφυγε. Μετά από ένα χρονικό διάστημα δύο ωρών επέστρεψε εκνευρισμένος λέγοντας ότι το όπλο δεν λειτουργεί. Ο πατέρας μου, ο οποίος τον γνώριζε, του λέει κύριε Καρυωτάκη ξεχάσατε να βγάλετε την ασφάλεια. Όταν πλέον έφυγε ο πατέρας μου, λόγω πείρας, με έστειλε να τον ακολουθήσω και να τον φωνάξω. Του φάνηκε πολύ περίεργο που ήθελε να χρησιμοποιήσει άμεσα το περίστροφο. Όπως εγώ χτύπησα στο πόδι με ένα γυαλί από κάποια σπασμένη βιτρίνα κι έτσι δεν μπόρεσα να τον ακολουθήσω και να του μιλήσω».

Στη συνέχεια ο Καρυωτάκης πηγαίνει στην περιοχή Βρυσούλα και σε ένα μικρό παραλιακό καφενείο που υπήρχε εκεί (το όνομα του ήταν «Ο Ουράνιος Κήπος»). Τον υποδέχεται ο Ηρακλής Ντούσιας, μικρός αδελφός του ιδιοκτήτη.

«Δεν είχε κόσμο το καφενείο. Μπήκε μέσα και η πρώτη εντύπωση που μου έκανε ήταν ότι ήταν καλοντυμένος. Μου παράγγειλε μια βυσσινάδα και μου ζήτησε και τσιγάρα. Είχε μόνο χύμα τσιγάρα και του έδωσα περίπου δέκα. Στο τέλος μου ζήτησε και μια κόλλα χαρτί, του έδωσα μια από τετράδιο. Έπινε τη βυσσινάδα του, κάπνιζε και έγραφε. Μετά από δέκα λεπτά περίπου σηκώθηκε να με πληρώσει και να φύγει. Μου έδωσε ένα χαρτονόμισμα των 75 δραχμών. Με κατάπληξε το γεγονός ότι δεν ήθελε ρέστα. Η αξία του ποτού και των τσιγάρων δεν ήταν πάνω από 5-6 δραχμές» αναφέρει.

Στη συνέχεια ο ποιητής θα κατευθυνθεί σε μια συστάδα ευκαλύπτων. Ήταν η θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, σε απόσταση περίπου 400 μέτρων από το καφενείο. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε πυροβολώντας την καρδιά του. Ήταν 16:30 το απόγευμα και ήταν μόλις 32 ετών. Το πτώμα του θα βρεθεί λίγο μετά και η χωροφυλακή θα τραβήξει μια φωτογραφία. Ο Καρυωτάκης με το ψαθάκι του για μαξιλάρι κείτεται νεκρός στο χώμα.

Η επιστολή

Στην τσέπη του κουστουμιού του βρέθηκε επιστολή που ανέφερε τα εξής:
 
«Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι' αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.

Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ' αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.

Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.

Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας»

Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».

Κ.Γ.Κ.
Φωτογραφία της Χωροφυλακής Πρεβέζης αγνώστου φωτογράφου με 
τον Κώστα Καρυωτάκη νεκρό, στo Βαθύ Πρέβεζας στις 21 Ιουλίου 1928.

Εραστής του θανάτου ή πραγματιστής;

Μετά την αυτοκτονία του, κυρίως λόγω των όσων έγραψε ο βιογράφος του Χ. Σακκελαρίδης ο Καρυωτάκης απέκτησε την εικόνα το διαταραγμένου καταθλιπτικού ο οποίος ουσιαστικά ακολούθησε μια λογική, για την κατάσταση του, πορεία. Η Χριστίνα Ντουνιά αλλά και άλλοι μελετητές του έργου και τη ζωής του ποιητή τονίζει ότι πρέπει να εξετάζουμε με καχυποψία την εκδοχή που έχει δώσει η οικογένεια του. Η ερωτική ζωή του Καρυωτάκη και η ασθένεια του ήταν κάτι που ήθελαν να αποσιωπήσουν.

«Ο Καρυωτάκης κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του στην Πρέβεζα θα πρέπει να ενημερώθηκε αρμοδίως για τη σοβαρή κατηγορία εις βάρος του. Οι ψυχικές του αντιστάσεις ήταν ήδη εξασθενημένες από τις συναισθηματικές και τις επαγγελματικές απογοητεύσεις. Αν προσθέσουμε και τη μόνιμη απειλή της αρρώστιας του, αυτή η τελευταία καταδίωξη τον έφερε περισσότερο παρά ποτέ «στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου». Το δεύτερο λογοκριμένο απόσπασμα της επιστολής «ήμουν άρρωστος», κλείνει ουσιαστικά το πρώτο και σημαντικότερο μέρος της απολογίας του. Η φράση αυτή, νομίζω ότι είναι αρκετά πλέον προφανές ότι παραπέμπει στο αφροδίσιο νόσημα και την επίδραση που είχε στη ζωή του. Η αρρώστια που στιγματίζει τον ερωτισμό του Καρυωτάκη δεν απειλεί μόνο την υγεία του αλλά και την υπόληψή του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο φροντίζουν με τόση προσοχή οι οικείοι του να αποσιωπήσουν κάθε στοιχείο που θα οδηγούσε σε αυτήν την αποκάλυψη.

Είναι βέβαιο ότι την αρρώστια του την κρατά μυστική από την οικογένειά του, μια οικογένεια συντηρητικών παραδόσεων, αλλά και από τον βιογράφο και φίλο των νεανικών του χρόνων Χ. Σακελλαριάδη. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τόσο οι δικοί του όσο και ο βιογράφος του αρνούνται να δημοσιοποιήσουν οτιδήποτε σχετικό και λογοκρίνουν, χωρίς να το δηλώνουν, την αποχαιρετιστήρια επιστολή. Ακόμα και στην έκδοση των Απάντων του 1966 μεριμνούν ώστε να απαλειφθούν από το γράμμα της Πολυδούρη όλες οι σχετικές αναφορές. Το μπαούλο με το προσωπικό αρχείο του Καρυωτάκη που εξαφανίστηκε, ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος που βρέθηκε λειψός, οι επιλεκτικές πληροφορίες που μας μεταφέρονται από τον βιογράφο του, όλα δείχνουν ότι επιχειρείται συστηματικά μια συγκάλυψη στοιχείων. Αυτά τα ελλείποντα στοιχεία δεν εξάπτουν μόνο τη φαντασία των φανατικών αναγνωστών του Καρυωτάκη, αλλά συνιστούν ενδιαφέρουσα πρόκληση για μια σύγχρονη βιογραφία του ποιητή» αναφέρει η Ντουνιά.

Όλα λοιπόν συνηγορούν ότι η αυτοκτονία δεν ήταν έκφραση δειλίας, απαισιοδοξίας ή βαθιάς κατάθλιψης. Ήταν η επιδίωξη ενός αξιοπρεπούς τέλους από ένα υπερήφανο άνθρωπο που με αυτό τον τρόπο γλίτωσε από τον εκφυλισμό. Ο Καρυωτάκης δεν γοητευόταν από τον θάνατο, ούτε τον επιζητούσε όπως υποστηρίζει η βιογραφία του και... φανερώνει το έργο του. Ήθελε απλά να ξεφύγει από ένα τέλος που ένιωθε ότι δεν του ταίριαζε.

Ο... φαρσέρ

Ίσως καλύτερα από όλους το προφίλ του ποιητή σκιαγράφησε ο στενός του φίλος Νίκος Νικολαΐδης. Με το ψευδώνυμο Νίκος Λαΐδης δημοσίευσε στις 10 Δεκεμβρίου 1931, στην εφημερίδα «Βραδυνή», ένα κείμενο με τίτλο «Ο Καρυωτάκης φαρσέρ». Εκεί μεταξύ άλλων ανέφερε:

«Είναι αλήθεια ότι ο αγαπητός μας Κώστας είχε -και συχνές μάλιστα- τις ώρες του κεφιού και του γέλιου, τις ώρες που απέκλειε έξω από την περιοχή της ζωής του τους στίχους και τη «φιλολογία» και που όχι με πικρό σαρκασμό αλλά με χαρούμενη ειρωνεία και με γούστο εσατύριζε πρόσωπα και ιδέες. Με τους φίλους που εκτιμούσε και αγαπούσε κι έκανε παρέα, δεν ήταν καθόλου ο ποιητής των «Υποθηκών» («Ρίξε το όπλο σου και σωριάσου πρηνής όταν ακούσεις ανθρώπους»). Αφελής και ανεπιτήδευτος -κι ανεπιτήδειος- με την καρδιά στο χέρι, χωρίς κακία και χωρίς υπόνοια, με παιδικήν αγνότητα και καλωσύνη, ήταν απόλυτα ευχάριστος και αρεστός και περιζήτητος, ανεξάρτητα από κάθε υπολογισμό της ποιητικής του αξίας. Πολλοί από τους φίλους του δεν είχαν ιδέα ότι ήταν ποιητής κι ούτε βέβαια τον αγαπούσαν λιγότερο γι’ αυτό (...). Ο Καρυωτάκης δεν εγεννήθηκε και δεν έζησε με τη διάθεση που είχε μια στιγμή πριν από την τελειωτική βολή που έρριξε κατά του κροτάφου του και της ποιήσεώς του, αλλά υπήρξε ένας ζωντανός άνθρωπος που ήξερε την αξία της χαράς της ζωής και που την είχε άλλοτε τραγουδήσει με το νερό που αναβρύζει, το νερό της Ιπποκρήνης. Ο ηθοποιός Αλέξης Μινωτής τον θυμάται μαθητή στα Χανιά, ένα ωραίο παιδί, ζωηρότατο, πρώτο στον καυγά και στον πετροπόλεμο. 

Είναι μια αλήθεια τραγική ότι ο κρότος της σφαίρας που έθεσε τέρμα στην πονεμένη ζωή του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, του καλύτερου ποιητή ανάμεσα στους νέους, εξύπνησε στους Έλληνες διανοούμενους το όψιμο ενδιαφέρον για τον ποιητήν αυτόν που ατύχησε στη ζωή του, όσο ευτύχησε στην τέχνη του και στη «μετά θάνατον» ζωή της ποιήσεώς του. Ο σεμνός αυτός νέος με την αθόρυβην, μπορεί να πει κανένας, εμφάνιση και την αθόρυβη περπατησιά, που επήγαινε τοίχο – τοίχο στο δρόμο του και στη ζωή του, λες και φυλαγόταν να μην αγγίξει κανένα και να μην τον αγγίξει κανένας, σα να ήθελε να φυλάξει αυτή τη ζωή, για να την διαθέσει ο ίδιος, μοναχός του, όταν θα το έκρινε και θα το αποφάσιζε, στο θάνατο, εφρόντισε να φύγει από τον κόσμο, ακριβώς τη στιγμή που φοβήθηκε ότι δεν θα μπορούσε, μοιραία πια, να περάσει απαρατήρητος, τη στιγμή που η έξοδός του από την αίθουσα της ζωής δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να προκαλέσει την προσοχή. 

 

Ο Καρυωτάκης έκανε την ηρωική του έξοδο προτού να κινδυνεύσει να μπει στον πειρασμό να χαρεί τη ζωή της φήμης του, που γεννιόταν. Εκοίταζε να φύγει μιαν ώρα αρχύτερα, μόνο και μόνο για το «ασκανδάλιστον». Γιατί φοβήθηκε ότι θα βρισκόταν μια στιγμή στη θέση του ανθρώπου, που ενώ νομίζει ότι είναι μόνος του, σε μιαν ερημιά, το πολύ – πολύ μαζί με το Θεό και αφήνεται στον πόνο του, στη χαρά ή στο σαρκασμό του, άξαφνα, γυρίζοντας το κεφάλι, βλέπει ότι χίλιοι περίεργοι, που είχαν στο μεταξύ μαζευτεί εν αγνοία του, έχουν κάνει κύκλο γύρω του και τον παρακολουθούν με γούστο ή με μια προσβλητική, με μιαν αδιάκριτη συμπάθεια. Και κοίταξε να φύγει μακριά από την ενοχλητικήν αυτή περιέργεια. Α, πώς φθονούσε τη στιγμή εκείνη την τύχη των «άδοξων ποιητών των αιώνων», που τους είχε αφιερώσει την ωραία μπαλάντα του, τη δημοσιευμένη στον βραβευμένο από το Φιλαδέλφειο τόμο των «Νηπενθών». Μα ήταν πια αργά. Οι «μελλούμενοι καιροί» δε θα πούνε ποιος «άγνωστος ποιητής» έγραψε τη μπαλάντα στους άδοξους. Ο Καρυωτάκης θα είναι όχι απλώς γνωστός, θα είναι δοξασμένος».

Σχέση με τη Μαρία Πολυδούρη


Η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη το 1922 στη Νομαρχία Αττικής όπου αμφότεροι εργάζονταν προσωρινά, και τον ερωτεύτηκε, αλλά ο δεσμός τους διήρκεσε για πολύ λίγο. Ο Καρυωτάκης έμαθε ότι νοσεί από σύφιλη, αρρώστια τότε ανίατη η οποία αποτελούσε κοινωνικό στίγμα, και ζήτησε από τη Πολυδούρη να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε γάμο, αλλά ο Καρυωτάκης το απέρριψε. Η Πολυδούρη απολύθηκε το 1924, ήρθε σε ρήξη με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Γεωργίου. Το 1926 στο Παρίσι η Πολυδούρη προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία όπου το 1928 την επισκέφτηκε ο Καρυωτάκης.


Αυτοκτονίες από Φιλολογία

Ξεφυλλίζοντας το ηλεκτρονικό αρχείο λογοτεχνικών περιοδικών του ΕΚΕΒΙ, μπορεί κανείς να βρει σπουδαία πράγματα -- και όχι μόνο ιστορικού ενδιαφέροντος.

Έτσι, στο τεύχος 19-43 της Νέας Εστίας (1 Οκτωβρίου 1928) δημοσιεύεται επιστολή του Ν. Γιαννιού (η οποία φέρει τον τίτλο «Αυτοκτονίες από Φιλολογία»), η οποία αναφέρεται στην αυτοκτονία του Καρυωτάκη (ως παράδειγμα προς αποφυγή) και επικρίνει έντονα το περιοδικό και τις απόψεις που εξέθεσαν σε άρθρα τους, με αφορμή τον Κ., οι Πέτρος Χάρης, Τέλλος Άγρας και Κλ. Παράσχος (σε προηγούμενα τεύχη). Την επιστολή του Γιαννιού, μπορείτε να δείτε εδώ.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

Αλλά τότε έχουμε μπροστά μας ένα παθολογικό φαινόμενο, μια αρρώστια της νεολαίας μας. Δεν πρόκειται ούτε για μεγάλη ποίηση ούτε για ολοκληρωτικό νιώσιμο της ζωής. Πρόκειται μάλλον για την άγουρη νιότη, που, προτού ζήσει πραγματικά, αρχίζει και ναρκώνεται κι αποχαυνώνεται με φιλολογικά χασίς και μορφίνες, κι ενώ νομίζει πως ζει ζωή ξέχωρη και διανοούμενη, δεν κάνει, παρά να κινείται μέσα στο στενό και δηλητηριασμένο ορίζοντα ενός φιλολογικού ατελιέ, μέχρις ότου εκφυλισθεί.

Απόψεις για τα αίτια της αυτοκτονίας

Ένας λόγος που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία είναι και η σύφιλη από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με φίλους και συγγενείς του ποιητή, αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα ο αδελφός του, Θάνος Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια. 

Ο Γιώργος Μακρίδης, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι «ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη». Θέλοντας μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι «δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του». Σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της κλινικής κατάθλιψης, ο ποιητής είναι βέβαιο ότι έπασχε από τη νόσο. Το έργο του, πολύ πριν μάθει ότι πάσχει από σύφιλη το καλοκαίρι του 1922, η ζωή και ο θάνατος του συνιστούν ακράδαντες αποδείξεις για αυτό. Το πως η πρώτη νόσος ουσιαστικά τον οδήγησε στη δεύτερη, περιγράφεται στο τελευταίο του σημείωμα.

Ο ρόλος που ενδεχομένως έπαιξε η γυναίκα και ο έρωτας στην αυτοκτονία του Καρυωτάκη δεν αναφέρεται ούτε ως υπαινιγμός στο τελευταίο του σημείωμα, αλλά δεν πρέπει να αγνοηθεί. Η ωραία και χειραφετημένη ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη τον είχε ερωτευθεί και αυτός φάνηκε να ανταποκρίνεται. Κατά την Πολυδούρη μάλιστα ήταν εκείνος που πρώτος εξομολογήθηκε τον έρωτά του. Του πρότεινε να παντρευτούν, μα εκείνος δεν θέλησε. Εκείνη το απέδωσε στο χρόνιο αφροδίσιο νόσημα από το οποίο έπασχε. Μαρτυρία του φίλου του Χαρίλαου Σακελλαριάδη, αλλά και το ημερολόγιο της Πολυδούρη, δείχνουν πως δεν είχαν οι δυο τους ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις, αν και είχε ερωτικές επαφές με κοινές γυναίκες. 

Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της Ψυχιατρικής Πέτρος Χαρτοκόλλης, «ήταν περισσότερο η αδυναμία ν' αγαπήσει η αιτία που τον ώθησε στην αυτοκτονία, παρά η στέρηση της γυναικείας αγάπης» Και συνεχίζει: «Το πρόβλημα του Καρυωτάκη ήταν ότι δεν μπορούσε να αγαπήσει τις γυναίκες που μπορούσαν να τον αγαπήσουν. Έχοντας μια πολύ κακήν ιδέα για τον εαυτό του την προέβαλλε στους άλλους - πολύ εύκολο για την φθονερή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε - πλάθοντας για τον εαυτό του μια ψεύτικη εικόνα ανωτερότητας που κατέρρεε όταν μια γυναίκα τον απέρριπτε, ενώ τον έκανε να χάνει την εκτίμησή του για μια γυναίκα που, σαν την Πολυδούρη, μπορούσε να τον αγαπήσει».

Στον Κ.Κ.

Ξεφυλλίζοντας, το βιβλίο του Πέτρου Χαρτοκόλλη, Ιδανικοί Αυτόχειρες: Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν (Εκδ. Εστία), έπεσα πάνω σε «ποιητικούς διαλόγους» που αγνοούσα. Παρουσιάζουν ενδιαφέρον, ειδικά οι νεότεροι. Όπως, π.χ., το ποίημα του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου:

Ελάχιστα ωραιότερος από την ποίησή σου
Λίγο πιο ζωντανός από το πτώμα σου
Πάψε να υπνοβατείς στους στίχους μου
Ηλίθιε αυτόχειρα των παιδικών μου χρόνων.

Καρυωτάκης (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)

ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Έφυγες. Μένει η πόρτα ανοιχτή
Κατάντικρυ στα ερέβη της αβύσσου.
Πίκρα και κούραση όλη σου η ζωή.
Η ποίηση; Ασχολία περιττή.
Κάθε προσπάθεια, τρέκλισμα μεθύσου

Όλα Χαμένα. Αργός απαυδημός
μαστιγώνει το νου, βαθιά πληγώνει
την άθλια σάρκα. Δίβουλος εχθρός -
γελοία φρεναπάτη ο στοχασμός
ξεσκίζει και χτιπάει και φαρμακώνει.

Κ' ύστερα; Τίποτε. Άσκοπη φυγή.
άδεια από νόημα κι άγονη εφροσύνη.
Δίψα θανάτου μάς καταπονεί.
Η γη, πεζή φροντίδα. Κ' οι ουρανοί -
- χλεύη, που την οργή μας παροξύνει.

Δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τχ. 16-40, 15 Αυγούστου 1928.


Απηνής Καταδίωξις υπό του περίφημου Κίρκου

Η είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, όπως την παρουσίασε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, στο φύλλο της 26ης Ιουλίου 1928. Κοινός τόπος σε όλες η πολιτική δίωξη του ποιητή από τον υπουργό. Και βέβαια πάντα μέσα στο δωμάτιό του και με πυροβολισμό στο κεφάλι.


Ένα θύμα του Κύρκου

Στις 27.07.1928 καταγράφει την είδηση της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη η εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ. Σε ένα μονόστηλο, δεν παραλείπει να σημειώσει [στον υπέρτιτλο] ότι ο ποιητής υπήρξε θύμα του Κίρκου [sic]. Ο «τέλειος άνθρωπος» Καρυωτάκης έπεσε αναμφίβολα θύμα του «φαύλου» υπουργού και των διώξεών του.


Ατυχές θύμα του υπουργού

Η είδηση για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, όπως παρουσιάζεται στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (26 Ιουλίου 1928).

Το ενδιαφέρον είναι ότι τα περισσότερα ρεπορτάζ της εποχής περιέχουν τις ίδιες ανακρίβειες σχετικά με την αυτοκτονία του Καρυωτάκη [πυροβολισμός στο κεφάλι, στο δωμάτιό του στην Πρέβεζα]. Αναρωτιέμαι αν πρόκειται για «καθοδηγούμενες» πληροφορίες [από την οικογένεια του ποιητή;] ή αν γενικώς ήταν πιο «καθώς πρέπει» να έχει αυτοκτονήσει εντός του δωματίου του και με πυροβολισμό στον κρόταφο [πιο... κόσμια επιλογή απ' την καρδιά, άραγε;]. Προφανώς, είναι αμελητέα λεπτομέρεια όσον αφορά τον ποιητή, ενδιαφέρουσα όμως όσον αφορά την εποχή. Δεν θυμάμαι αν έχει απαντηθεί το ζήτημα στη βιβλιογραφία, ωστόσο έχει ένα ενδιαφέρον. Και οι δύο εφημερίδες, πάντως, συμφωνούν ότι επρόκειτο για νευρασθενικό τύπο, τα... νεύρα του οποίου είχαν διαταραχτεί ακόμα περισσότερο από τις «διώξεις» του υπουργού. Ο υπουργός, η Πρέβεζα, η σύφιλη, η επαρχία, η υπαλληλική εργασία είναι οι βασικοί υποψήφιοι [82 χρόνια σχεδόν] για το ρόλο του βασικού υπαίτιου της ύστατης πράξης του ποιητή.


Θύμα του Οικοπεδοφάγου Υπουργού

Σκαλίζω τις τελευταίες μέρες τις εφημερίδες του μεσοπολέμου -ειδικά το δεκαήμερο της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη. [ηλεκτρονικά φυσικά, απ' το site της Βιβλιοθήκης της Βουλής- μια προσφορά του blog του Ν. Σαραντάκου] Παρακάτω, ο τρόπος με τον οποίο αναφέρεται στην είδηση της αυτοκτονίας του ποιητή η [αντιβενιζελική] εφημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΗ [στο φύλλο της 26ης Ιουλίου -ε, τα νέα διαδίδονταν πολύ πιο αργά εκείνες τις μέρες].

«Μια απηνής καταδίωξη που οδηγεί εις τον θάνατον»!!


Ελεγείο στον Καρυωτάκη

Και συλλογιέμαι, Καρυωτάκη, τώρα
που η νύχτα πια του ερέβους σε κρατεί
για πάντα στης ανυπαρξίας τη χώρα,
συλλογιέμαι τη μοίρα του ποιητή.

Μια νύχτα, είχες βρεθεί χωρίς κανένα
σύντροφο στ’ ακρογιάλι ναυαγός
και πέρα κάπου εγύρναες ολοένα
τα βλέμματά σου, αιώνιος νοσταλγός.

Ήσουν, αλήθεια, τόσο απαυδημένος
απ’ τον αγώνα τον καθημερνό:
ένας μεγάλος εγκαταλειμμένος
από την γη και τον ουρανό

Και μες στην ώς θανάτου απόγνωσή σου
ξάφνου σε μια πικρότατη στιγμή
ερίχτηκες στα βάθη της αβύσσου
όπου τελειώνουν όλ’ οι σπαραγμοί

Τι να σου πω και πώς να σε θρηνήσω,
στοχαστικό μου αδέρφι θλιβερό;
Έφυγες πριν ακόμα σε γνωρίσω
και μόλις τώρα σ’ ένιωσα, νεκρό.

Μα κι αν εχάθης, ακριβέ, μού μένει
σ’ αυτόν τον ασυμβίβαστο καιρό,
μου μένει σαν υπόμνηση η ειμαρμένη,
και ο στίχος σου που ως πένθος τον φορώ.

Γιώργος Κοτζιούλας, 1932

Μαθητής κι αυτός...

Μνημόσυνο όμως όχι (ακόμα;). Αν και τον μνημόνευσε
προσφάτως μια φωνή απ' το παρελθόν. Και μου τον θύμισε.

Χορός Συρτός

















Κάλλιο χορευταράς να 'μουνα πέρι
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια
θα 'σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι,
μ' όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.

Κι ένα ψηλό τραγούδι για σιρόκους
θ' άρχιζα, γι' αφροπούλια και για ένα
γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους,
που θα 'ρχονταν να μ' έπαιρνε και μένα.

Με χωρίς Καρυωτάκη, Πολυδούρη,
μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι,
κι οι πένες μου πενιές σ' ένα σαντούρι,
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!

Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε!
να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια,
κι εκεί -λες κομφετί μες στο λεβάντε-
όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!

Και, σα χτισμένη εκεί από κιμωλία,
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα,
μ' όλα μου ανοιγμένα τα βιβλία,
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα...

Γιάννης Σκαρίμπας (1893-1984)

Τελευταίο ταξίδι - Κώστας Καρυωτάκης


Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να ‘μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!

Βιβλιογραφία

• Χρονογραφία Κ.Γ. Καρυωτάκη, επιμ. Γ.Π.Σαββίδης, Ν.Μ. Χατζηδάκη, Μαριλίζα Μήτσου, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1989, σελ.83.
• Οι τελευταίες μέρες του Κώστα Καρυωτάκη, janus.gr
• ...κ' η ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε, karyotakis.blogspot.com
• Κοντόκωστας Κ. & Κουσούλης Α., 2008. Η σύφιλη στην ιστορία και στις τέχνες. Αθήνα: Ιατρικές εκδόσεις Γιάννη Β. Παρισιάνου.
• Πέτρος Χαρτοκόλλης, Ιδανικοί αυτόχειρες. Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2003, σελ.11-34. «Είναι γνωστό το σύμπλεγμα της πόρνης- μαντόνας, όταν ένας άντρας μπορεί να έχει σχέσεις με μια κοινή γυναίκα αλλά είναι ανίκανος με τη γυναίκα που αγαπά»
• Τελευταίο ταξίδι - Κ. Γ. Καρυωτάκης, Τα Ποιήματα (1913-1928), επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Νεφέλη, Αθήνα 1992



Βιντεο / αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη by Sophia


ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Φρέντυ Γερμανός: Ντοκιμαντέρ ΕΡΤ στην Πρέβεζα
με τίτλο «Το τέλος του Κώστα Καρυωτάκη», 1981

Την ευκαιρία να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και να γνωρίσουν οι νεότεροι το ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού για τον Κώστα Καρυωτάκη που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο πανελλήνιο με την προβολή του, ένα αφιέρωμα – έρευνα από την ΠΡΕΒΕΖΑ με θέμα τον Λυρικό – Τραγικό Ποιητή και Πεζογράφο ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ.

Ο ΦΡΕΝΤΥ ΓΕΡΜΑΝΟΣ πραγματοποιεί μια ιστορική αναδρομή στις τελευταίες ώρες του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ πριν την αυτοκτονία του, προβάλλοντας ιστορικές συνεντεύξεις ατόμων. Επίσης, μαθαίνουμε για τη σχέση του με τη Ποιήτρια ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, που γνώρισε τον Καρυωτάκη το 1920 σε Δημόσια Υπηρεσία της ΑΘΗΝΑΣ, όπου αυτή και αυτός εργαζόταν προσωρινά.

Απόσπασμα από συνέντευξη του ΘΑΝΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ στον ΜΑΡΙΟ ΒΑΛΙΝΔΡΑ, που παρουσιάζει πιστοποιητικό υγείας του αδελφού του σχετικά με το καρδιακό νόσημα το οποίο έπασχε και όχι αφροδίσιο όπως είχε ισχυριστεί στην ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, προκειμένου να αποφύγει το γάμο.

Ο κτηνοτρόφος από το ΜΥΤΙΚΑ ΠΡΕΒΕΖΑΣ ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΝΙΤΣΑΣ, περιγράφει πως βοήθησε τον Ποιητή στην παραλία ΜΟΝΟΛΙΘΙ, όπου προσπάθησε να πνιγεί, ενώ ακούγεται απόσπασμα από το τελευταίο του σημείωμα Ποιητή όπου σαρκάζει την εφιαλτική περιπέτεια της απόπειρας του.

Η σπιτονοικοκυρά του ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΛΥΓΚΟΥΡΗ περιγράφει συνήθειες και συμπεριφορά του, για το μικρό διάστημα που τον έζησε από κοντά. Επίσης, ο γιος του Οπλοπώλη ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ και ο Καφεπώλης ΗΡΑΚΛΗΣ ΝΤΟΥΣΙΑΣ περιγράφουν λεπτό προς λεπτό τις κινήσεις του Ποιητή μέχρι τη στιγμή της αυτοκτονίας του στις 21 Ιουλίου του 1928.

Η εκπομπή ολοκληρώνεται με την προβολή της γνωστής φωτογραφίας που δείχνει νεκρό τον ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ με το κεφάλι του στηριζόμενο πάνω στο ψάθινο καπέλο.

Το αφιέρωμα πλαισιώνεται από πλούσιο κινηματογραφικό αρχειακό υλικό που καλύπτει ιστορικά γεγονότα από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 έως τον σεισμό στην ΚΟΡΙΝΘΟ το 1928, πλάνα από το σπίτι του ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ στην ΠΡΕΒΕΖΑ και διάφορες εικόνες από την ΑΘΗΝΑ του μεσοπολέμου.

Η εκπομπή εμπλουτίζεται με αποσπασματικές αφηγήσεις και καταγραφές απ’ το Ημερολόγιο της Ποιήτριας της Νεορομαντικής σχολής ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, και αποσπάσματα από ένα γράμμα του Ποιητή προς τον αδελφό του, από γράμμα σ’ ένα φίλο του, από το Ποίημα «ΥΠΟΘΗΚΑΙ», από το τελευταίο ποίημα του «ΠΡΕΒΕΖΑ», καθώς και το τελευταίο γράμμα στην γυναίκα που αγάπησε ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, ΠΡΕΒΕΖΑ 28 Ιουνίου του 1928, που αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και την μικρότητα της τοπικής κοινωνίας.











Εποχές και Συγγραφείς: Κώστας Καρυωτάκης ΕΡΤ 2001

Σειρά ντοκιμαντέρ του ΤΑΣΟΥ ΨΑΡΡΑ με θέμα τη ζωή και το έργο του ποιητή ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ. Γεννιέται στην ΤΡΙΠΟΛΗ αλλά εξαιτίας των μεταθέσεων του πατέρα του έζησε σε πολλές επαρχιακές πόλεις. Το 1919 συνεργάζεται με τον ΑΓΗ ΛΕΒΕΝΤΗ και εκδίδουν το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό «Η ΓΑΜΠΑ» το οποίο κρίνεται άσεμνο και διακόπτεται η κυκλοφορία του. Βραβεύεται στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό. Εκδίδει τρεις μόνο ποιητικές συλλογές «ΕΛΕΓΕΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ», «ΝΗΠΕΝΘΗ» και «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ». Συνδέεται με την ομότεχνή του ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ αλλά αρνείται να την παντρευτεί.

Το έργο του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ είναι επηρεασμένο από τα γεγονότα και τις αλλαγές που συντελούνταν σε προσωπικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έντονη διάθεση για αμφισβήτηση, κοινωνική κριτική και σάτιρα που συχνά εξελίσσεται σε σαρκασμό είναι διάχυτα στο έργο του. Παραμερίζει το κίνημα του δημοτικισμού και επιλέγει να γράψει στην «ομιλούμενη». Η αμφισβήτηση της ποιητικής του ιδιότητας από τον ΒΑΣΙΛΗ ΡΩΤΑ και άλλους διανοούμενους της δεκαετίας του ’20 συνεχίστηκε και κορυφώθηκε με τον Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑ.

Μισό αιώνα μετά την αυτοκτονία του αναγνωρίζεται η διαχρονικότητα της ποίησης του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ και ο ίδιος συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Συγγραφείς και μελετητές μιλούν για τη ζωή και το έργο του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, διαβάζονται αποσπάσματα από τις ποιητικές του συλλογές και προβάλλεται πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό.




Ο Δ. Χορν διαβάζει Καρυωτάκη το 1962
Ανέκδοτη ηχογράφηση, «Ύπνος»
Από τη συλλογή «Νηπενθή» (1921)











Καρυωτάκης (2009)

Δραματική βιογραφική σειρά εποχής 20 επεισοδίων της ΕΡΤ σε σκηνοθεσία του Τάσου Ψαρρά η οποία προέκυψε μετά από εννέα χρόνια αρχειακή έρευνα.

Ο Καρυωτάκης είναι δραματική σειρά της ΕΡΤ που αναφέρεται στη ζωή του, από τα εφηβικά του χρόνια και φωτίζει άγνωστες πτυχές της καλλιτεχνικής και επαγγελματικής ζωής του Κώστα Καρυωτάκη (Δημοσθένης Παπαδόπουλος) και στον έρωτά του με την, επίσης ποιήτρια, Μαρία Πολυδούρη (Μαρία Κίτσου). Μέσα από τις ζωές των δύο πρωταγωνιστών, προβάλλεται η πολιτικά και κοινωνικά ταραγμένη περίοδος των δεκαετιών του 1910 και του 1920.

Η σειρά πρωτοπροβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2009 από την ΕΤ1 και ολοκληρώθηκε σε 20 επεισόδια τον Ιούνιο του 2009. Δημιουργός και σκηνοθέτης της σειράς είναι ο Τάσος Ψαρράς, ο οποίος πραγματοποίησε εκτενή έρευνα γύρω από την ζωή του Καρυωτάκη πριν προχωρήσει στην υλοποίηση της σειράς.

Έχοντας γυριστεί σε Καλαμάτα, Σύρο, Γαλαξίδι, Πρέβεζα, Αθήνα, Παρίσι, Βουκουρέστι, Βουλγαρία.

Εκτυλίσσεται μεταξύ των ετών 1916-1928 και αντανακλά σημαντικές κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της εποχής, αναμοχλεύοντας ιστορικά γεγονότα όπως, ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, ο Εθνικός Διχασμός και η Μικρασιατική καταστροφή.

Βραβεύσεις: Στα τηλεοπτικά βραβεία «Πρόσωπα 2009» η σειρά απέσπασε τέσσερα βραβεία, ενώ ήταν υποψήφια και σε πολλές ακόμα κατηγορίες. Αναλυτικά τα βραβεία που απέσπασε:

Καλύτερης Ελληνικής Δραματικής Σειράς
Α’ Ανδρικού Δραματικού Ρόλου
Καλύτερης Φωτογραφίας Ελληνικής Παραγωγής
Καλύτερης Σκηνογραφίας Ελληνικής Παραγωγής













Βίντεο με ηθοποιούς και ποιητές
που διαβάζουν Κ. Καρυωτάκη











Ο Ρένος Αποστολίδης διαβάζει
και αναλύει Κώστα Καρυωτάκη.











Βασίλης Παπακωνσταντίνου - Πρέβεζα
Vasilis Papakonstantinou - Preveza











ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (2006)

Η σειρά ντοκιμαντέρ παρουσιάζει την ποιήτρια ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ. Από πολύ νωρίς η ποιήτρια, μόλις δεκατριών χρόνων, εμπνευσμένη από αληθινό περιστατικό, γράφει το πρώτο της ποίημα «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ» το 1915. Στα γυμνασιακά της χρόνια γράφει ποιήματα στα σχολικά της τετράδια και τα ονομάζει «ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ», τα οποία δε διασώθηκαν. Η συνάντησή της με τον ποιητή ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ θα αλλάξει τη ζωή της. Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς τους θα γίνει έμπνευσή της για τη δημιουργία έξοχων ποιημάτων, όπως το «ΓΙΑΤΙ ΠΟΛΥ Σ’ΑΓΑΠΗΣΑ…».

Η απογοήτευση της από το χωρισμό τους και η ασθένεια της θα την οδηγήσει σε ένα μοναχικό δωμάτιο στο νοσοκομείο «ΣΩΤΗΡΙΑ», όπου απομονωμένη θα συνεχίσει να γράφει. Εκεί θα έρθει σε επαφή με σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος όπως οι ποιητές ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ και ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ. Εκεί θα την επισκεφτεί για τελευταία φορά το 1928 ο αγαπημένος της ποιητής, ο οποίος μετά από ένα μήνα αυτοκτονεί.

Η ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, χειραφετημένη γυναίκα, ερωτική και ρομαντική ποιήτρια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σημαντικότερη Ελληνίδα ποιήτρια του 20ου αιώνα. Πλούσιο κινηματογραφικό και φωτογραφικό υλικό φωτίζει την προσωπικότητα της ποιήτριας και την εποχή στην οποία έζησε και έγραψε τα ποιήματά της.

1 σχόλιο:

ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ είπε...

Σοφία, πάλι έγραψες! Όλα εξαιρετικά για τον σπουδαίο Κ. Καρυωτάκη!
Έχω στο σπίτι μιαν καταπληκτική έκδοση της συλλογής «Ελεγεία και Σάτιρες»,
από τις εκδόσεις ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ, του αείμνηστου Χρήστου Δάρρα,
με πρόλογο και εισαγωγικά του Π. Μπουκάλα!
Μπράβο και πάλι μπράβο!
Θεωρώ ότι κάποια στιγμή πρέπει να γίνει και ένα εκτεταμένο αφιέρωμα
και στον ευπατρίδη του εκδοτικού χώρου, Χρήστο Δάρρα. Το βλέπουμε
εν καιρώ!