Σελίδες

Η ώρα ενάρξεως της Παννυχίδας της Ανάστασης - Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

anastasi-2023 Η Ανάσταση του Κυρίου στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Αχιλλίου Λαρίσης – Ι.Μ. Λαρίσης & Τυρνάβου

Γιά τήν ὥρα ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος τῆς Ἀναστάσεως

Δρ. θεολογίας Αθανάσιος Μουστάκης

Γιά δεύτερη χρονιά ἐφέτος ὁλόκληρος ὁ Κόσμος μας, τό δῶρο πού μᾶς προσέφερε ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζεῖ δύσκολες στιγμές ἐξαιτίας τῆς φοβερῆς ἀσθένειας πού σαρώνει τήν ὑφήλιο προκαλώντας ἑκατομμύρια νεκρούς καί δεκάδες ἑκατομμύρια ἀσθενεῖς.

Αὐτά τά δεδομένα, τά ὁποῖα συνεχῶς ἀλλάζουν μέ ταχύτατο ρυθμό, προκάλεσαν ἀσύλληπτη ἀναστάτωση στόν κόσμο μας. Ἀναστάτωση πού μπορεῖ νά συγκριθεῖ μόνο μέ τίς φοβερότερες πανδημίες τοῦ παρελθόντος. Φυσικά, ἀπό αὐτήν τήν ἀναστάτωση δέν ἦταν δυνατόν νά ἐξαιρεθεῖ –καί δέν συνέβη κάτι τέτοιο– ἡ λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Τό Πάσχα τοῦ 2020 οἱ Ἱεροί Ναοί ἦταν κλειστοί· ἐφέτος τό Πάσχα τοῦ 2021 ἀνοικτοί. Ἀντιμετωπίζουμε ὅμως, ἄλλα –ὡς μή ἔδει– προβλήματα. Ἀποφασίστηκε ἡ ἐπίσπευση ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος, ἀλλοῦ κατά δύο, ἀλλοῦ κατά τρεῖς ὧρες καί αὐτό ἔγινε τό θέμα τῶν ἡμερῶν, ἐνῶ δέν θά ἔπρεπε. Πέρα ἀπό κάθε συζήτηση, κι ἄν θέλουμε νά ἀκολουθοῦμε τή λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας τό κυρίαρχο λατρευτικό θέμα κάθε ἡμέρας ξεχωριστά, εἴτε πρόκειται γιά τή Μεγάλη Ἑβδομάδα εἴτε γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη ἑορτή τοῦ ἔτους, μᾶς τό δίνει τό Μηνολόγιο καί τό σχετικό Ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου ἤ τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἄς μήν τά παραβλέπουμε καί ἄς μήν ἀναλωνόμαστε σέ ἐπουσιώδη πρακτικά ζητήματα.

Πολλοί, κληρικοί, Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς, λαϊκοί –μεταξύ αὐτῶν καί ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων– ἐκφράστηκαν ἀρνητικά γιά τή μετάθεση αυτή, ὡς ἐάν ἀπό τήν ὥρα ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος κρίνεται ἡ πίστη μας ἤ ἀλλοιώνεται ἡ τάξη τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρός τό λειτουργικό μέρος τῆς συζητήσεως δέν μπορῶ, λόγῳ περιορισμένης γνώσεως τοῦ θέματος, νά πῶ πολλά, ἄν καί πολλές τοποθετήσεις λειτουργιολόγων καταδεικνύουν τό ἀνυπόστατο τοῦ φόβου κάποιων γιά «ἀλλοίωση» τῆς λειτουργικῆς μας παραδόσεως καί τῆς σχετικῆς τάξεως, ἀλλά θά ἤθελα νά ἐκθέσω κάποιες σκέψεις μέ ἀφετηρία τίς Εὐαγγελικές διηγήσεις γιά τό Πάθος καί τήν ὥρα ἐνάρξεως τῆς Παννυχίδος.

Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τά Εὐαγγέλια ὁ Χριστός παρέδωσε τό πνεῦμα ἐπάνω στόν σταυρό στίς τρεῖς τό ἀπόγευμα (ἐνάτη ὥρα κατά τό σύστημα χρονολογήσεως πού ἀκολουθοῦσαν ἐκείνη τήν ἐποχή). Αὐτές τίς ἡμέρες διάβασα κάτι πού ὁμολογουμένως δέν εἶχα ξανακούσει: γράφτηκε καί ὑποστηρίχθηκε μέ σθένος ὅτι ὁ Χριστός παρέμεινε στόν Ἅδη τριάντα τρεῖς ὧρες, ὅσα καί τά χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς του, καί κατά συνέπεια θά πρέπει νά ἀναστηθεῖ τά μεσάνυκτα τοῦ Σαββάτου στίς 12.00. Ἐάν τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως κηρυχθεῖ λίγο νωρίτερα ἤ (ὑποθέτω) λίγο ἀργότερα θά ὑπάρχει πρόβλημα.

Πολλά εἶναι τά προβλήματα πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ θέση. Οὔτε στά Εὐαγγέλια οὔτε στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται ὅτι τά χρόνια τοῦ ἐπιγείου βίου τοῦ Κυρίου ἦταν τριάντα τρία. Πρόκειται γιά παράδοση, νομίζω ἀρκετά κατοπινή, ἡ ὁποία δέν προσφέρει τό παραμικρό στήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ὁδηγηθεῖ στή σωτηρία· τό ἀντίθετο μάλιστα! Φρονῶ, ὅτι ἴσως καί νά ἀποπροσανατολίζει ἀφοῦ τό οὐσιῶδες δέν εἶναι πόσα χρόνια ἔζησε στή γῆ μας ὁ Χριστός, ἀλλά ἡ σωτηρία πού μᾶς προσέφερε μέ τή θυσία Του ἐπάνω στόν Σταυρό. Ἡ μοναδική σχετική ἀναφορά προέρχεται ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ καί ἀναφέρει ὅτι ὅταν ξεκίνησε τό δημόσιο ἔργο τοῦ Κυρίου ἦταν περίπου τριάντα ἐτῶν (Λουκᾶ 3:23). Σέ αὐτή τήν ἀναφορά προστίθενται τά περίπου τρία ἔτη τῆς δημόσιας δράσεώς Του καί ὁδηγούμαστε στήν ἡλικία τῶν τριάντα τριῶν ἐτῶν. Φυσικά, αὐτό πού μᾶς λέει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶναι ὅτι ὁ Χριστός ἦταν γύρω στά τριάντα, δηλαδή θά μποροῦσε νά εἶναι μεταξύ 28 καί 32 ἐτῶν.

Ἡ παράδοση ὅτι ἔμεινε τριάντα τρεῖς ὧρες στόν κάτω κόσμο προφανῶς σχετίζεται μέ τήν παράδοση γιά τήν ἡλικία του καί πηγάζει ἀπό αὐτήν. Πάντως, ὅπως ἤδη σημείωσα δέν τήν ἔχω ἀκούσει ἄλλη φορά οὔτε, βεβαίως, ὑπάρχει σχετική ἀναφορά στά Εὐαγγέλια ἤ στήν ὑμνογραφία.

Τά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρονται στήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως ἡ ὁποία παραμένει κεκρυμμένη καί, προφανῶς χωρίς οὐσία γιά τήν ὑπόθεση τῆς σωτηρίας μας, ἀλλά ἑστιάζουν στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καθ᾿ ἑαυτό. Ἀκόμη καί οἱ ἀναφορές στήν ἄφιξη τῶν Μυροφόρων καί τῶν Μαθητῶν στό κενό μνημεῖο μᾶς δίνουν διαφορετικές μεταξύ τους χρονικές σημάνσεις ἐπικεντρώνοντας τήν προσοχή καί πάλι στό γεγονός ὅτι πῆγαν στόν Τάφο καί ὄχι στήν ὥρα πού πῆγαν. Τό μόνο σίγουρο εἶναι ὅτι ἔφτασαν σέ χρονικό διάστημα πού κυμαίνεται, σύμφωνα μέ τίς διηγήσεις, ἀπό τό βαθύ σκοτάδι (πρίν τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου) μέχρι μετά τήν ἀνατολή.

Τά Εὐαγγέλια ἀναφέρονται στήν ὥρα πού ἄφησε τήν τελευταία του πνοή ὁ Χριστός ὡς ἑξῆς:

Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων […]» (27:46)

Ὁ Εὐαγγελιστής Μᾶρκος: «καὶ τῇ ἐνάτῃ ὥρᾳ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ […]» (15:34)

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς: «Καὶ ἦν ἤδη ὡσεὶ ὥρα ἕκτη καὶ σκότος ἐγένετο ἐφ᾽ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (23:44)

Σκοπός τῶν Εὐαγγελιστῶν δέν ἦταν ὁ ἀκριβής χρονικός προσδιορισμός τῆς στιγμῆς πού πέθανε ὁ Χριστός, ἀλλά ἡ ἔνταξη τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος μέσα στό χρονικό πλαίσιο τῆς ἡμέρας τῆς σταυρώσεως. Δίχως ἀμφιβολία, ὡς ὥρα θανάτου τοῦ Ἰησοῦ δεχόμαστε τήν ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἀκρίβεια τοῦ ρολογιοῦ στήν ὁποία εἴμαστε συνηθισμένοι σήμερα· αὐτό πού ἐνδιαφέρει τούς Εὐαγγελιστές εἶναι νά πιστοποιήσουν μέ ἀκρίβεια τό γεγονός.

Τό τότε σύστημα μετρήσεως τοῦ χρόνου, πού χρησιμοποιήθηκε καί κατά τή βυζαντινή ἐποχή, εἶχε σταθερά διαστήματα καί ὄχι σταθερές χρονικές στιγμές. Δηλαδή ἡ πρώτη ὥρα ξεκινοῦσε με τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου καί προφανῶς ἄλλαζε ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή καί τόν τόπο πού γινόταν ἡ μέτρηση τοῦ χρόνου. Οἱ διαφορές αὐτές γιά τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα μποροῦν νά διαφέρουν σχεδόν κατά μία ὥρα. Παραδείγματος χάριν, τό 2010 πού τό Πάσχα ἔπεσε στίς 4 Ἀπριλίου ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου στήν Ἀθήνα ἔγινε στίς 7:06 καί ἡ δύση στίς 19:50. Ἐκείνη ἡ ἡμέρα εἶχε διάρκεια 12 ὧρες καί 43 λεπτά. Συνεπῶς κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα ὧρες τῆς ἡμέρας θά εἶχε διάρκεια περίπου 64 λεπτά, ἐνῶ οἱ ὧρες τῆς νυκτός θά ἦταν περίπου 56 λεπτά καθεμία.

Τό 2021 πού τό Πάσχα εἶναι στίς 2 Μαΐου ἡ ἀνατολή τοῦ ἡλίου στήν Ἀθήνα γίνεται στίς 6:28 καί ἡ δύση στίς 20:16. Ἡ ἡμέρα ἔχει διάρκεια 13 ὧρες καί 47 λεπτά. Κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα ὧρες τῆς ἡμέρας θά ἔχει διάρκεια περίπου 69 λεπτά καί ἡ ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας (ὑπῆρχαν 12 ὧρες τῆς ἡμέρας καί 12 ὧρες τῆς νύκτας) θά ξεκινοῦσε (γιά τήν Ἀθήνα) γύρω στίς 15:40 καί θά ἔληγε γύρω στίς 16:40. Σέ ἀνάλογο παράδειγμα γιά τό Ἰσραήλ, στίς 2 Μαΐου 2021 ἔχουμε ἀνατολή στίς 5:54, δύση στίς 19:22, διάρκεια ἡμέρας 13:28 καί κάθε μία ἀπό τίς δώδεκα ὧρες τῆς ἡμέρας θά εἶχε διάρκεια περίπου 67 λεπτά. Συνεπῶς, ἡ ἐνάτη ὥρα ξεκινᾶ στίς 14:50 καί λήγει στίς 15:50 (14:48-15:48 γιά τοῦ Πάσχα τοῦ 2010).

Ἀπό τά παραπάνω καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἄνθρώπου τῆς ἀρχαιότητας μέ τόν χρόνο εἶχε ἄλλη μορφή: προσδιόριζαν μέ χρονικά διαστήματα καί ὄχι μέ χρονικές στιγμές. Ἡ ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας ξεκινοῦσε τή στιγμή πού ἔληγε ἡ ὀγδόη καί τελείωνε τή στιγμή πού ξεκινοῦσε ἡ δεκάτη. Τήν ἄνοιξη εἶχε διάρκεια μεγαλύτερη τῶν 60 λεπτῶν καί στήν ἐποχή μας θά διαρκοῦσε ἀπό τίς 14:50 μέχρι τίς 15:40 περίπου.

Ἄν σέ αὐτό συνυπολογίσουμε τό ὅτι οἱ Εὐαγγελιστές δέν εἶχαν τή δυνατότητα τῆς ἀκριβοῦς μετρήσεως τοῦ χρόνου ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δέν μποροῦμε νά ὁρίσουμε ὡς ὥρα θανάτου τοῦ Κυρίου τίς 15:00, ἀλλά μόνο νά ποῦμε ὅτι ἔγινε ἀρκετά μετά τό μεσημέρι καί ἀρκετά πρίν τή δύση τοῦ ἡλίου. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι πέθανε στίς τρεῖς (15:00) μετά τό μεσημέρι μόνο ἐνδεικτικά, γιά νά ἔχουμε μία σταθερή βάση γιά νά ἀναφερόμαστε στό γεγονός.

Καί βέβαια κάθε προσπάθεια νά συνδεθεῖ ἡ ὥρα αὐτή μέ τήν ὥρα τῆς Ἀναστάσεως (πολύ περισσότερο μέ τίς 33 ὧρες πρίν ἀπό τή δωδεκάτη νυκτερινή τοῦ Σαββάτου) μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἐπικίνδυνες στρεβλώσεις τῆς πραγματικότητας. Ἡ μοναδική ἀναφορά εἶναι ὅτι ἀνέστη τριήμερος, δηλαδή ὅτι ἡ Ἀνάσταση ἔγινε κάποια στιγμή μέσα στήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τή σταύρωση (πρώτη τό ὑπόλοιπο τμῆμα τῆς Παρασκευῆς, δεύτερη ὁλόκληρο τό Σάββατο καί τρίτη ἕνα μέρος τῆς Κυριακῆς). Πουθενά δέν γίνεται ἀναφορά σέ ὧρες.

Ὅσοι συνδυάζουν ὥρα θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί ὥρα τελετῆς Ἀναστάσεως διαπράττουν ἕνα ἀκόμη σοβαρό (παιδαριῶδες θά ἔλεγα) γιά τά θεολογικά δεδομένα σφάλμα: συνδυάζουν χρονικά δεδομένα τῶν Εὐαγγελίων, πού βασίζονται σέ συγκεκριμένο σύστημα μετρήσεως τοῦ χρόνου, μέ τόν λειτουργικό χρόνο ὁ ὁποῖος ἔχει τή δική του ἀντίληψη γιά τήν ἔννοια τοῦ χρόνου, καθώς μᾶς εἰσάγει σέ μία καινή στάση ἀπέναντι στόν χρόνο. Γι᾿ αὐτό, θά πρέπει νά δοῦμε ἄν θά ἀκολουθήσουμε

τά δεδομένα τῶν Εὐαγγελίων: θάνατος περίπου τρεῖς μέ τέσσερεις τό μεσημέρι τῆς Παρασκευῆς καί Ἀνάσταση κάποια χρονικά ἀπροσδιόριστη στιγμή τῆς Κυριακῆς (προφανῶς τή νύκτα)



τά δεδομένα τῆς τάξεως τῶν Ἀκολουθιῶν, οἱ ὁποῖες ἔχουν τόν δικό τους τρόπο ροῆς καί παρακολουθήσεως τοῦ χρόνου: ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά στό Ἕβδομο Εὐαγγέλιο (στό χωρίο Ματθαίου 27:50) τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἡ Ἀκολουθία διαβάζεται τό ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἀλλά ἡ κανονική της θέση θά ἦταν νωρίς τό πρωί τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἡ Ἀνάσταση κηρύσσεται σέ κανονικές συνθῆκες στίς 12.00 τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅταν λειτουργικά εἶναι ἤδη Κυριακή τοῦ Πάσχα (ἔχει ξεκινήσει μέ τόν Ἑσπερινό, ὅπως κάθε ἡμέρα). Καί σέ αυτή τήν περίπτωση οἱ ὧρες δέν εἶναι τριάντα τρεῖς… Ἄν μάλιστα ὑπολογίσουμε ἀπό τό ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Πέμπτης τότε οἱ ὧρες εἶναι περίπου πενήντα δύο.

Ὅσο γιά τό ἄν τελοῦνται δύο λειτουργίες σέ μία ἡμέρα νομίζω ὅτι καί πάλι πρέπει νά δοῦμε πῶς κατανοοῦμε τόν χρόνο: κοσμικά ἤ λειτουργικά; Λειτουργικά, πάντοτε τελοῦνται δύο θεῖες Λειτουργίες τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα: τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μέ τόν Ἑσπερινό, τό πρωί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καί τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως μετά τήν Παννυχίδα.

Τελικά τί ἀκολουθοῦμε· τόν λειτουργικό ἤ τόν κοσμικό χρόνο;

Γιατί ὅλη αὐτή ἡ αναστάτωση γιά ἕνα ζήτημα πού δέν ἔχει καμία οὐσία, οὔτε εἶναι θέμα πίστεως, ἀλλά μόνο τάξεως, ὅπως πολλοί ἐπεσήμαναν;

Γιατί ἐφευρίσκουμε ἀφορμές γιά νά σκανδαλίζουμε ἑαυτούς καί ἀλλήλους;

Γιατί μᾶς ἀρέσει νά κινούμαστε ὅπως οἱ Φαρισαῖοι τῶν Εὐαγγελίων πού ἔβλεπαν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά σκορπίζεται στόν κόσμο μπροστά τους καί αὐτοί γκρίνιαζαν γιά τήν τήρηση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου καί κατηγοροῦσαν τόν Χριστό ὅτι τήν καταλύει;

Εἶναι δυνατόν νά λέμε ὅτι ἐφέτος θά γιορτάσουμε τό Πάσχα Σάββατο; Ἀπό τά πρῶτα πράγματα πού μαθαίνει κανείς γιά τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ ἔννοιες τοῦ λειτουργικοῦ χώρου καί χρόνου. Ὅσοι διαμαρτύρονται δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ λειτουργικός χρόνος κυριαρχεῖ ἐπάνω στόν χρόνο τῶν ρολογιῶν μας;

Δέν παραξενεύτηκαν πού καί τήν Μεγάλη Πέμπτη καί τήν Μεγάλη Παρασκευή λέμε «Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου…»; Ἤ μήπως ἦρθε ἡ στιγμή πού θά δοῦμε διαμάχες σχετικά μέ τό πότε ὁρίζεται χρονικά τό «Σήμερον κρεμᾶται».

Στή συζήτηση γιά τήν τήρηση τῆς ἀργίας του Σαββάτου ὁ Χριστός ἀντέταξε τήν ἑξῆς ἐρώτηση: ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιά τό Σάββατο ἤ τό Σάββατο γιά τόν ἄνθρωπο; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής: τό Σάββατο θεσπίστηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά ἐξυπηρετεῖ τίς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου καί μποροῦμε νά τό χειριζόμαστε μέ αὐτό τό σκεπτικό. Ὅπως φαίνεται, ὅμως, αὐτό δέν εἶναι προφανές γιά ὅλους... Μᾶλλον ἦλθε καί πάλι ἡ στιγμή πού κάποιοι, γιά μία ἀκόμη φορά, ἐπιχειροῦν νά διορθώσουν τόν Χριστό στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί νά ὑποστηρίξουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε γιά νά τηρεῖ τό Σάββατο καί ὄχι τό ἀντίθετο...

Καλή Ἀνάσταση!

Η Ακολουθία της Παννυχίδος


Η Παννυχίδα είναι παλαιά Ακολουθία του ενοριακού-ασματικού τυπικού ψαλλόμενη στην Κωνσταντινούπολη έως το 1204 και στη Θεσσαλονίκη έως την εποχή του αγίου Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης († 1429), κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής στη θέση του σημερινού Μοναχικού Αποδείπνου.

Είναι δομημένη σε τρία ψαλμικά αντίφωνα με εφύμνιο μετά από κάθε στίχο. Επίσης, περιλαμβάνει ευαγγελική περικοπή με κυρίαρχο θέμα την προσευχή. 

Οι ευχές της Παννυχίδος είναι κατανυκτικότατες και κατά 
τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης «θαυμάσιαι...εξαιρέτως». 

Στο τέλος ψάλλεται ο αρχαίος δεκαπεντασύλλαβος ύμνος «Η ασώματος φύσις», κατ’ επίδραση από το Μοναχικό Απόδειπνο. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κατά τα Απόδειπνα των ημερών της Α' Εβδομάδος των Νηστειών αναγιγνωσκόμενες σήμερα ευαγγελικές περικοπές είναι κατάλοιπο της παλαιάς Ασματικής Παννυχίδος.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Από χειρόγραφο της Βίβλου του 12ου αιώνα (Κώδικας Vindobonensis 2554), το οποίο φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, στη Βιέννη.
Από χειρόγραφο της Βίβλου του 12ου αιώνα (Κώδικας Vindobonensis 2554),
το οποίο φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, στη Βιέννη.

Πέτρος Βασιλειάδης
polymerwsvolos.org

Οι χριστιανοί τη φετινή χρονιά, περισσότερο από κάθε άλλη, χρειάζεται να προβληματιστούν για το βαθύτερο νόημα της Αναστάσεως του Χριστού και τις συνέπειές της για το ανθρώπινο γένος, αλλά και τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Έχοντας την εμπειρία των πέραν των τρίων εκατομμυρίων θυμάτων της πανδημίας του κορονοϊού παγκοσμίως, μόνο μέσα από την κατανόηση της βαθύτερης σημασίας της Αναστάσεως μπορούμε να επανακτήσουμε την ελπίδα που πηγάζει από την Ανάσταση του Χριστού και την νίκη του επί του «θανάτου».

Τι άραγε είναι αυτό που χαρακτηρίζει την εορτή της Αναστάσεως του Χριστού στην Ορθόδοξη παράδοση ως «Λαμπρή»; Ασφαλώς, η πεποίθηση των απανταχού της γης Ορθοδόξων, αλλά και όλων των χριστιανών, ότι καταργήθηκε ο φόβος του θανάτου. Η πεποίθηση αυτή διασώθηκε αναλλοίωτη στην μακραίωνη παράδοση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου το Πάσχα, το γεγονός δηλαδή της Αναστάσεως, εκτός του ότι δυναμικά αναπαρίσταται κάθε Κυριακή, ιδιαίτερα κατά την ακολουθία του Όρθρου, εορτάζεται κατ’ έτος με μεγαλύτερη λαμπρότητα από ό,τι παραδοσιακά στον Δυτικό κόσμο, στον οποίο κυρίαρχη εορτή είναι αυτής της Γεννήσεως του Σωτήρος. Η Ανάσταση παραμένει το κυρίαρχο στοιχείο που σηματοδοτεί την Ορθόδοξη χριστιανική αυτοσυνειδησία, όπως αντίθετα, μέχρι και πολύ πρόσφατα, το γεγονός του Σταυρού ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στον Δυτικό κόσμο.

Το γεγονός της Αναστάσεως, με άλλα λόγια, δεν είναι απλώς ένα γεγονός τεράστιας ιστορικής σημασίας, αλλά βρίσκεται πάνω από την ιστορία, στην οποία δίνει νέο νόημα, προσανατολίζοντάς την προς ένα καινούργιο κόσμο ενότητας και κοινωνίας, μια καινούργια ζωή τελείως διαφορετική από την συμβατική, των διαιρέσεων, της φθοράς, του πόνου και του θανάτου.

Οι συνέπειες της θεολογίας της Αναστάσεως για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα

Την παγκοσμιότητα του γεγονότος της Αναστάσεως και της απελευθέρωσης των ανθρώπων εξυπηρετεί ο αγώνας του Οικουμενικού Πατριαρχείου ένα και πλέον αιώνα τώρα για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Σε μια διαδικτυακή, διομολογιακή και διεπιστημονική, εκδήλωση, την οποίαν οργάνωσε το CEMES την Κυριακή 4 Απριλίου, συγκυριακά ημέρα εορτασμού του Πάσχα από του χριστιανούς της Δύσεως, θεολόγοι και φυσικοί επιστήμονες προβληματίστηκαν, εάν τελικά είναι σύμφωνος με την Ορθόδοξη παράδοση, και συγκεκριμένα με τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας, ο φετινός Ορθόδοξος απανταχού της γης εορτασμός του Πάσχα, ένα δηλαδή μήνα μετά από το Πάσχα των χριστιανών της Δύσεως. Και το κυριότερο, αν είναι κανονικά νόμιμος ο διαφορετικός εορτασμός από του χριστιανούς του Πάσχα.

Το γεγονός της Αναστάσεως δεν είναι απλώς ένα γεγονός τεράστιας ιστορικής σημασίας, αλλά βρίσκεται πάνω από την ιστορία, στην οποία δίνει νέο νόημα, προσανατολίζοντάς την προς ένα καινούργιο κόσμο ενότητας και κοινωνίας, μια καινούργια ζωή τελείως διαφορετική από την συμβατική, των διαιρέσεων, της φθοράς, του πόνου και του θανάτου.

Στην συνάντηση μετείχαν βιβλικοί θεολόγοι, καθηγητές της κοινωνιολογίας της θρησκείας, θεολόγοι και φυσικοί καθηγητές, ομότιμοι καθηγητές ξένων πανεπιστήμιων, θρησκειολόγοι, ένας Αρχιεπίσκοπος των Καθολικών και ομότιμος καθηγητής, και πανεπιστημιακοί καθηγητές του Φυσικού Τμήματος του ΑΠΘ. Παράλληλα, και με αφορμή την κοινή επιθυμία των Προκαθημένων της Καθολικής Εκκλησίας, Πάπα Φραγκίσκου, και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, να εορταστεί από κοινού το Πάσχα στη Νίκαια της Βιθυνίας το 2025, την 1700ή δηλαδή επέτειο της Α' Οικουμενικής Συνόδου, που εκείνη την χρονιά συμπίπτει ο εορτασμός του Πάσχα κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο, διερωτήθηκαν για τους λόγους και τα αίτια που δεν ευοδώθηκαν μέχρι σήμερα οι προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έναν αιώνα δηλαδή από την ιστορική πατριαρχική και συνοδική εγκύκλιο του 1920 «προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» για κοινό εορτασμό του Πάσχα.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί η περίπτωση του Μιλούτιν Μιλάνκοβιτς, διαπρεπούς Ορθόδοξου Σέρβου θετικού επιστήμονα, στην Πανορθόδοξη Σύνοδο που ακολούθησε το 1923, ο οποίος εισηγήθηκε ένα ακριβέστερο του Γρηγοριανού αναθεωρημένο Ιουλιανό Ημερολόγιο, το οποίο υιοθέτησαν όσες Εκκλησίας αποφάσισαν αλλαγή του ημερολογίου. Κι αυτό, για να μετριαστούν οι εσωτερικές αντιδράσεις των ακραίων συντηρητικών κύκλων, που προτιμούσαν να ακολουθούν ένα ημερολόγιο που φέρει το όνομα ειδωλολάτρη αυτοκράτορα (Ιουλιανό), και όχι ενός χριστιανού πάπα (Γρηγορίου)! Βέβαια, η πρόταση αυτή, ιδανική μέχρι σήμερα για τις ακίνητες εορτές του χριστιανισμού (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια κλπ), τελικά δημιούργησε τα προβλήματα που φέτος είναι περισσότερο από οφθαλμοφανή, ενώ, επί πλέον, δεν υιοθετήθηκε ούτε και από τη δική του Σερβική Εκκλησία.

Οι πρόσφατες αντιδράσεις που προκάλεσε δημοσίευμα του Αρχιεπισκόπου Τελμησσού του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ιώβ (Getcha), και μόνιμου αντιπροσώπου του στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, για το όραμα ενός κοινού εορτασμού στη Νίκαια για τα 1700 χρόνια από την σύγκληση της Α' Οικουμενικής Συνόδου της ενιαίας Εκκλησίας του Χριστού, αναπόφευκτα οδήγησε και στο ερώτημα: Οι χριστιανοί της Δύσεως ή οι Ορθόδοξοι της Ανατολής είναι πιο κοντά στην απόφαση και το πνεύμα της Α' Οικουμενικής Συνόδου, όπως κατά καιρούς προβληματίστηκαν πολλοί Ορθόδοξοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι, προσπαθώντας παράλληλα να εξηγήσουν γιατί οι Ορθόδοξοι εορτάζουν το Πάσχα σε διαφορετική ημερομηνία από τους άλλους χριστιανούς.

Το συμπέρασμα των τοποθετήσεων των ομιλητών της πιο πάνω επιστημονικής εκδήλωσης ήταν ότι η παρανόηση ορισμένων Ορθόδοξων, πως η αιτία διαφορετικού εορτασμού του Πάσχα οφείλεται στο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ακολουθεί τους κανόνες για τον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα που αποφάσισε η Α' Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας το 325 μ.Χ., περιμένοντας δηλαδή να εορτάσουν το Πάσχα οι Εβραίοι πριν εορτασθεί το Ορθόδοξο Πάσχα, δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη. Κυρίως, διότι δεν ευσταθεί η αιτιολογία πως το χριστιανικό Πάσχα δεν πρέπει με κανένα τρόπο να συνδέεται με το Ιουδαϊκό Πάσχα (Πεσάχ)! Κάτι, όμως, που προήλθε από παρερμηνεία μεταγενέστερων ιερών κανόνων (του α' της Αντιοχείας και του ζ' των Αγίων Αποστόλων), οι οποίοι στην ουσία απαγορεύουν συνεορτασμό την ίδια μέρα με τους Ιουδαίους, και όχι σύνδεση με το εβραϊκό Πάσχα. Την σύνδεση αυτή τόσο οι Ευαγγελικές μαρτυρίες (των Συνοπτικών και του κατά Ιωάννην), όσο και η ίδια η Α' Οικουμενική Σύνοδος, την θεωρούν αυτονόητη.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έθεσε το 1920 επί τάπητος το αίτημα όλες οι Εκκλησίες να χρησιμοποιούν ένα κοινό ημερολόγιο, ώστε οι χριστιανοί σε Ανατολή και Δύση να εορτάζουν τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές από κοινού. Ωστόσο, οι διχαστικές αντιδράσεις κατά της υιοθέτησης ενός νέου ημερολογίου και νέου υπολογισμού του Πάσχα κατέληξαν σε συμβιβασμό, που επέτρεψε στις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες να επιλέξουν είτε το Παλαιό Ημερολόγιο (Ιουλιανό) είτε το Νέο (Γρηγοριανό) για τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού έτους, αλλά διατήρησε το Παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο και τους επιστημονικούς υπολογισμούς που βασίζονται σε αυτό για τον προσδιορισμό των ημερομηνιών του Πάσχα.

Η Σύνοδος της Νίκαιας λύνοντας τα πρακτικά προβλήματα των διαφορετικών εορτασμών μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων στις αρχές του Δ΄ μ.Χ. αι. (Συρίας, Κιλικίας, Μεσοποταμίας), θέσπισε ότι το Πάσχα απλώς δεν θα συνεορτάζεται με το εβραϊκό Πάσχα, την ίδια δηλαδή ημέρα με την εαρινή πανσέληνο, την 14η/15η δηλαδή του εβραϊκού Νισάν. Αντίθετα, αποφασίζοντας για τον εορτασμό του Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, το συνέδεε για πάντα με το Εβραϊκό Πάσχα, χωρίς βέβαια και να το ταυτίζει. Και το κυριότερο, αποφάσισε να εορτάζεται ανεξάρτητα από τα διάφορα ημερολόγια (σεληνιακά ως επί το πλείστον την εποχή εκείνη), αλλά με βάση αποκλειστικά τα αστρονομικά επιστημονικά δεδομένα(εαρινής ισημερίας και πανσελήνου). Γι’ αυτό και η Εκκλησία ανέθεσε στο Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας, κορυφαίο κέντρο αστρονομίας στον αρχαίο κόσμο, να προσδιορίζει τον ακριβή χρόνο εορτασμού του Πάσχα, πράγμα που το 455 μ.Χ. αποδέχτηκε και ο δυναμικός Πάπας Ρώμης Λέων ο Μέγας, εκ των εισηγητών του παπικού πρωτείου, παρότι υπό πάντων αναγνωριζόταν ως πρώτος τη τάξει.

Η εαρινή ισημερία που χρησιμοποιείται σήμερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία για τον υπολογισμό του Πάσχα δεν είναι η πραγματική αστρονομική ισημερία, ούτε η πανσέληνος που πρέπει να ακολουθήσει το Πάσχα (σύμφωνα με την απόφαση της Νίκαιας) είναι η πραγματική, αστρονομική πανσέληνος. Με απλά λόγια, το καλύτερο διαθέσιμο ημερολόγιο και η καλύτερη διαθέσιμη επιστήμη δεν χρησιμοποιούνται πλέον για τον υπολογισμό του Πάσχα. Κι αυτό οδηγεί τους Ορθόδοξους σε πασχάλιους υπολογισμούς, που συχνά δεν είναι συγχρονισμένοι με τα πραγματικά αστρονομικά δεδομένα (εαρινής ισημερίας και πανσελήνου), με αποτέλεσμα συχνά, όπως φέτος, το Πάσχα να εορτάζεται πολύ αργότερα την άνοιξη! Όπως υποστήριξαν οι φυσικοί επιστήμονες, φέτος καταστρατηγείται όχι μόνον το πνεύμα της συνόδου (κοινός εορτασμός), αλλά και οι ρυθμιστικές της αποφάσεις (εαρινή ισημερία, πρώτη και όχι …πέμπτη Κυριακή, και πρώτη και όχι δεύτερη πανσέληνος).

Φέτος η διαφορά είναι ένας ολόκληρος μήνας. Το Δυτικό Πάσχα υπολογίστηκε να εορτάζεται την 4η Απριλίου, ενώ το Ορθόδοξο Πάσχα ένα μήνα μετά (με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο στις 2 Μαΐου). Κι αυτό, όπως επιβεβαίωσαν οι φυσικοί επιστήμονες, παρά το γεγονός ότι σήμερα οι επιστημονικές μέθοδοι έχουν προχωρήσει σημαντικά, ώστε να γνωρίζουμε αξιόπιστα τις ημερομηνίες της εαρινής ισημερίας και της πανσελήνου για κάθε δεδομένο έτος. Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία επιμένει να χρησιμοποιεί έναν σύνθετο μαθηματικό τύπο για τον υπολογισμό του Πάσχα χρησιμοποιώντας το πιο ανακριβές ημερολόγιο (επί του παρόντος 13 ημέρες πίσω από το Γρηγοριανό, και στην ουσία, με βάση τα ακριβή αστρονομικά δεδομένα, 14 μέρες) και έναν αναξιόπιστο μαθηματικό αλγόριθμο για τον υπολογισμό προσέγγισης της πανσελήνου, βάσει ενός απηρχαιωμένου σεληνιακού κύκλου 19 ετών (τον Μετώνειο κύκλο).

Κοινός Εορτασμός του Πάσχα: Όραμα και Πραγματικότητα

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έθεσε το 1920 επί τάπητος το αίτημα όλες οι Εκκλησίες να χρησιμοποιούν ένα κοινό ημερολόγιο, ώστε οι χριστιανοί σε Ανατολή και Δύση να εορτάζουν τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές από κοινού. Ωστόσο, οι διχαστικές αντιδράσεις κατά της υιοθέτησης ενός νέου ημερολογίου και νέου υπολογισμού του Πάσχα κατέληξαν σε συμβιβασμό, που επέτρεψε στις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες να επιλέξουν είτε το Παλαιό Ημερολόγιο (Ιουλιανό) είτε το Νέο (Γρηγοριανό) για τη ρύθμιση του εκκλησιαστικού έτους, αλλά διατήρησε το Παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο και τους επιστημονικούς υπολογισμούς που βασίζονται σε αυτό για τον προσδιορισμό των ημερομηνιών του Πάσχα, που όπως αναφέραμε δημιούργησε αν μη τι άλλο θέματα πλήρους αναξιοπιστίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.

Με επικείμενη, λοιπόν, σε 4 χρόνια, το 2025, την 1700ή επέτειο της συνόδου της Νίκαιας, η οποία προσδιόρισε τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, είναι καιρός οι Ορθόδοξοι χριστιανοί να ακολουθήσουν την παρακαταθήκη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να αρχίσουν και πάλι να συζητούν αυτό το σημαντικό θέμα του υπολογισμού ενός κοινού εορτασμού του Πάσχα από όλους του χριστιανούς, πέρα από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις και παρερμηνείες των ιστορικών και κανονικών δεδομένων. Ενός υπολογισμού που σύμφωνα με το πνεύμα της Α' Οικουμενικής Συνόδου απαιτεί την χρήση ενός ακριβέστερου ημερολογίου, πέραν του Ιουλιανού (παλαιό) και Γρηγοριανού (εν χρήσει σήμερα από τις περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες για τις ακίνητες εορτές), καθώς και ακριβέστερων επιστημονικών (αστρολογικών) υπολογισμών.

Του ζητήματος επιλήφθηκαν σχετικά πρόσφατα από κοινού το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και το Συμβούλιο των Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής, το 1997, που με τη σύμφωνη γνώμη και στήριξη της Αγίας Έδρας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οργάνωσαν Οικουμενική Συνδιάσκεψη στο Χαλέπι της Συρίας με αποκλειστικό θέμα τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Είχαν βέβαια προηγηθεί, εκτός της Πανορθόδοξης Συνόδου του 1923, και η οικουμενική συνδιάσκεψη του Chambésy, το 1970, που έθετε ως βασική προτεραιότητα τη θρησκευτική έννοια της εορτής του Πάσχα και την χριστιανική ενότητα, αλλά και η προπαρασκευαστική της Πανορθοδόξου Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, το 1977, με τη συμμετοχή και κορυφαίων Ορθοδόξων θετικών επιστημόνων.

Η πρόταση της συνδιάσκεψης του Χαλεπίου ήταν η διατήρηση της οικουμενικής απόφασης της Νίκαιας, ότι δηλαδή το Πάσχα θα έπρεπε να εορτάζεται την Κυριακή μετά την πρώτη εαρινή πανσέληνο. Παράλληλα, για τον υπολογισμό των αστρονομικών δεδομένων (εαρινή ισημερία και πανσέληνος) θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα πιο ακριβή επιστημονικά δεδομένα. Τέλος, για πρώτη φορά προτείνεται για τον προσδιορισμό της εαρινής πανσελήνου να ληφθεί ως βάση ο μεσημβρινός της Ιερουσαλήμ, του τόπου δηλαδή του σταυρικού θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού.

Πιο ουσιαστική εντούτοις ήταν η θεολογική τεκμηρίωση της συμβιβαστικής (χωρίς την χρήση ούτε του ιουλιανού ούτε του γρηγοριανού ημερολογίου, αλλά ενός τρίτου επιστημονικού, ακριβέστερου και από το γρηγοριανό) και οικουμενικής αυτής πρότασης, που επεξεργάστηκαν από κοινού και οι τρείς μεγάλες οικογένειες της χριστιανικής πίστεως. Πρώτον, η Εκκλησία δεν θα πρέπει να λησμονεί την προέλευσή της, συμπεριλαμβανομένου και του στενού δεσμού μεταξύ του βιβλικού (εβραϊκού) Πάσχα και του πάθους και της αναστάσεως του Χριστού. Ενός συνδέσμου δηλαδή που αντανακλά τη συνολική πορεία της ιστορίας της σωτηρίας, δηλαδή της θείας οικονομίας. Κατά την εκτίμηση της συνδιάσκεψης, μια καθορισμένη ημερομηνία (ακίνητη δηλαδή εορτή, όπως κατά καιρούς προτάθηκε) θα αποδυνάμωνε αυτόν τον σύνδεσμο, εξαλείφοντας οποιαδήποτε αναφορά στα βιβλικά πρότυπα για τον υπολογισμό του Πάσχα.

Και δεύτερον, δεν θα πρέπει να αγνοείται η κοσμική διάσταση του χριστιανικού Πάσχα. Μέσω της αναστάσεως του Χριστού, ο ήλιος, η σελήνη και όλα τα κοσμικά στοιχεία αποκαθίστανται στην αρχική τους ακεραιότητα προκειμένου να δηλώνουν τη δόξα του Θεού (πρβλ. Ψαλμ. 18:1· Ψαλμ. 148:3), ενώ παράλληλα αποκαλύπτεται και η στενή σχέση ανάμεσα στη δημιουργία και την αναδημιουργία, την ενανθρώπιση δηλαδή και την απολύτρωση, ως αδιαχώριστων πτυχών της αποκάλυψης του Θεού.

Δυστυχώς οι σκέψεις αυτές και οι συστάσεις προς τις εκκλησίες και χριστιανικές κοινότητες να επεξεργαστούν περαιτέρω τα πορίσματα της συνδιάσκεψης του Χαλεπίου δεν εισακούστηκαν μέχρι σήμερα. Και για μας τους Ορθοδόξους, με επιμονή των αυτοκεφάλων εκκλησιών που ακολουθούν και στις ακίνητες εορτές το ιουλιανό ημερολόγιο (κυρίως μέχρι και πρόσφατα της Ρωσικής), αποσύρθηκε από την ημερήσια διάταξη της Πανορθοδόξου Συνόδου το θέμα του ημερολογίου.

Με επικείμενη, λοιπόν, σε 4 χρόνια, το 2025, την 1700ή επέτειο της συνόδου της Νίκαιας, η οποία προσδιόρισε τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, είναι καιρός οι Ορθόδοξοι χριστιανοί να ακολουθήσουν την παρακαταθήκη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να αρχίσουν και πάλι να συζητούν αυτό το σημαντικό θέμα του υπολογισμού ενός κοινού εορτασμού του Πάσχα από όλους του χριστιανούς, πέρα από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις και παρερμηνείες των ιστορικών και κανονικών δεδομένων. Ενός υπολογισμού που σύμφωνα με το πνεύμα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου απαιτεί την χρήση ενός ακριβέστερου ημερολογίου, πέραν του Ιουλιανού (παλαιό) και Γρηγοριανού (εν χρήσει σήμερα από τις περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες για τις ακίνητες εορτές), καθώς και ακριβέστερων επιστημονικών (αστρολογικών) υπολογισμών.

Η Ανάσταση του Χριστού ως «εορτή εορτών» και «πανήγυρις πανηγύρεων» συνιστά την πλέον αποφασιστική απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον φόβο του θανάτου και την κυριαρχία του διαβόλου. Είναι η αρχή της νέας δημιουργίας και η διασφάλιση της παγκοσμιότητας της σωτηρίας των ανθρώπων με την βεβαιότητα της πνευματικής αναστάσεως των νεκρών. Ορθά λοιπόν η Εκκλησία, για να διαφυλάξει την παγκοσμιότητα της σωτήριας και απελευθέρωσης των ανθρώπων από τον φόβο του θανάτου, επέβαλε κοινό εορτασμό του Πάσχα, κι έτσι καθιέρωσε το «Ορθόδοξο» (ομολογιακά και ουσιαστικά) Πάσχα να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την – αστρολογικά/επιστημονικά αποδεδειγμένα – πρώτη πανσέληνο, μετά την εαρινή ισημερία.

Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, άλλωστε, έχει θεσμοθετήσει σε ύψιστο δογματικό επίπεδο, ότι «διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ἱκανότης πρός ἐπιστημονικήν ἔρευναν τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ θεόσδοτον δῶρον εἰς τόν ἄνθρωπον» (Η Αποστολή, παρ.11). Στο δε Μήνυμά της (παρ. 7) urbi et orbi διαβεβαίωσε ότι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποφεύγει τήν κηδεμονία τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναζητήσεως καί δέν λαμβάνει θέση πάνω σέ κάθε ἐπιστημονικό ἐρώτημα. Εὐχαριστεῖ τόν Θεό πού δωρίζει στούς ἐπιστήμονες τό χάρισμα νά ἀποκαλύπτουν ἄγνωστες πτυχές τῆς θείας Δημιουργίας. Ἡ σύγχρονη ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καί τῆς τεχνολογίας ἐπιφέρει ριζικές ἀλλαγές στή ζωή μας. Προσφέρει σημαντικές εὐεργεσίες ὅπως εἶναι ἡ διευκόλυνση τοῦ καθημερινοῦ βίου».

Η Ανάσταση του Χριστού ως «εορτή εορτών» και «πανήγυρις πανηγύρεων» συνιστά την πλέον αποφασιστική απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον φόβο του θανάτου και την κυριαρχία του διαβόλου. Είναι η αρχή της νέας δημιουργίας και η διασφάλιση της παγκοσμιότητας της σωτηρίας των ανθρώπων με την βεβαιότητα της πνευματικής αναστάσεως των νεκρών. Ορθά λοιπόν η Εκκλησία, για να διαφυλάξει την παγκοσμιότητα της σωτήριας και απελευθέρωσης των ανθρώπων από τον φόβο του θανάτου, επέβαλε κοινό εορτασμό του Πάσχα, κι έτσι καθιέρωσε το «Ορθόδοξο» (ομολογιακά και ουσιαστικά) Πάσχα να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την – αστρολογικά/επιστημονικά αποδεδειγμένα – πρώτη πανσέληνο, μετά την εαρινή ισημερία.

*Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, Επίτιμος Πρόεδρος του Κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου» (CEMES) και της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας Θεολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (WOCATI).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.