Ερωτικό τραγούδι: Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ καὶ κάτω στὸ πηγάδι.
Από τον έρωτα και τον μύθο στη βυζαντινή μουσική παράδοση – Ανάλυση, ιστορικό πλαίσιο και πολιτισμική σημασία του ερωτικού άσματος «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ» και η συμβολή του Χριστόδουλου Χάλαρη στην ανασύσταση της ελληνικής μουσικής μνήμης.
🔴 Βυζαντινή κοσμική ποίηση – Ένα παράθυρο στον έρωτα
Η βυζαντινή ποίηση δεν ήταν μόνο υμνογραφία και θεολογία∙ υπήρξε και κοσμική, ερωτική, τρυφερή. Το τραγούδι «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ» αποτελεί σπάνιο δείγμα αυτής της πλευράς του Βυζαντίου. Διασώθηκε σε χειρόγραφο (κώδικας 1203) της μονής Ιβήρων Άγιον Όρος, από τον 17ο αιώνα, και δείχνει ότι ακόμη και μέσα στον αυστηρό κόσμο της βυζαντινής παράδοσης, ο άνθρωπος συνέχιζε να τραγουδά τον έρωτα και τη ζωή.
🔴 Το ποίημα «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ»
«Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ καί κάτω 'ς κρύο πηγάδι,
κόρη ἔσκυψε νά πιῇ νερόν, νά πιῇ και νά γεμώσῃ.
Φωνήν ἀκού, λαλιάν ἀκού, φωνήν καί δράκου στόμα:
Στάμα ξανθή, στάμα σγουρή, στάμα, μηδέν γεμίσεις,
γιατί ἐδῶ στόν τόπο μας καί τό νερό πουλιέται.
Μηδέ γιά χίλια τό πουλοῦν μηδέ γιά δυό χιλιάδες,
μόνο γιά κόρης φίλημα καί δῶς μας κι ἔπαρέ το».
Το μοτίβο του «δράκου που ζητά φίλημα» θυμίζει αρχαϊκά λαϊκά τραγούδια και μυθικές αφηγήσεις. Η κόρη, σύμβολο καθαρότητας και ζωής, συναντά τη δύναμη του πάθους και του κινδύνου. Το νερό, στοιχείο ζωογόνο και ιερό, γίνεται εδώ ανταλλάξιμο μόνο με την πράξη του έρωτα. Το ποίημα λειτουργεί αλληγορικά για τη μύηση στην ωριμότητα, τη μεταμόρφωση και τη συνάντηση του ανθρώπου με το άγνωστο.
Το ποίημα θεωρείται ένα από τα ελάχιστα τεκμήρια κοσμικού, δηλαδή μη θρησκευτικού, βυζαντινού τραγουδιού. Ανήκει στην παράδοση της προφορικής μουσικής και της δημοτικής ποίησης που επιβίωσε στα μοναστήρια και στα λαϊκά στρώματα. Ο Χριστόδουλος Χάλαρης έχει κάνει μια γνωστή απόδοση του τραγουδιού και αποτελεί εξαίσιο δείγμα τής βυζαντινής τραγουδοποιΐας.
🔴 Χριστόδουλος Χάλαρης - Ο αναστηλωτής της ελληνικής μουσικής μνήμηςΟ Χριστόδουλος Χάλαρης (1946 - 30 Ιαν 2019) αποτελεί κορυφαία μουσική φυσιογνωμία του τόπου μας με πολυδιάστατο κατατεθειμένο έργο στην ελληνική και διεθνή δισκογραφία βασισμένο είτε σε πρωτότυπες δικές του συνθέσεις (κυρίως στη δεκαετία του '70), είτε σε πολύχρονες έρευνες και μελέτες στην ελληνική μουσική ανά τους αιώνες επικεντρώνοντας κυρίως στη βυζαντινή και μεσαιωνική περίοδο.
Συνδύασε βαθιά ιστορική γνώση, φιλοσοφία και καλλιτεχνικό όραμα. Μέσα από το έργο του προσπάθησε να αποδείξει τη συνεχή πορεία της ελληνικής μουσικής από την αρχαιότητα ως σήμερα.
Στη δεκαετία του 1970 ίδρυσε την Ορχήστρα Παλαιών Παραδοσιακών και Πρωτότυπων Οργάνων, ανακατασκευάζοντας με τα ίδια του τα χέρια πολλά αρχαία όργανα. Με αυτήν παρουσίασε στο εσωτερικό και το εξωτερικό έργα βυζαντινής, μεσαιωνικής και δημοτικής μουσικής, την «Κοσμική βυζαντινή μουσική».
Το τραγούδι «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ» εντάσσεται στο έργο του Μονογραφίες, Μουσικές του Έρωτα, όπου το αποδίδει ο ψάλτης και τραγουδιστής Νίκος Κωνσταντινόπουλος. Προσωπικότητα της Ελληνικής Μουσικής και εν γένει του σύγχρονου Ελληνισμού, με τεράστια εθνική προσφορά. Έχει ηχογραφήσει δίσκους: βυζαντινής, μεταβυζαντινής, αρχαίας ελληνικής και ιδιωματικής δημοτικής μουσικής καθώς και μονογραφίες παραδοσιακής μουσικής.
🔴 Η ψυχή του τραγουδιού – Η ένωση του έρωτα και του ελληνικού λόγου
Αν αυτό το τραγούδι δεν σφυροκοπάει το
ριζικό εντός σας, τότε είμαι από άλλο κόσμο.
Γιατί σε κάθε στίχο, πίσω από τη λιτότητα των λέξεων, ανασαίνει ολόκληρη η ποιητική ψυχή του ελληνισμού: ο έρωτας, το νερό, η μοίρα, το μυστήριο. Η φράση συνοψίζει τη δύναμη του λαϊκού και βυζαντινού τραγουδιού: ότι δηλαδή η μουσική αυτή δεν είναι απλώς ήχος, αλλά μνήμη, ταυτότητα, και κάλεσμα στο βάθος του εαυτού.
🔴 «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ» – Ανάλυση και συμβολισμοί
Το ερωτικό τραγούδι «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ», που διασώζεται στον κώδικα 1203 της Μονής Ιβήρων (17ος αιώνας), αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό τεκμήριο της κοσμικής βυζαντινής ποίησης και της λαϊκής μουσικής παράδοσης. Η θεματολογία του περιστρέφεται γύρω από το μοτίβο της κόρης και του δράκου, ένα αρχέγονο σύμβολο που συναντάται ήδη στη λαϊκή προφορική παράδοση της αρχαιότητας και ανανεώνεται στη μεσαιωνική ποίηση.
Στο ποίημα, μια νέα γυναίκα σκύβει να πιει νερό σε μια πηγή· εκεί ακούει τη φωνή ενός δράκου που της απευθύνεται με ερωτική απαίτηση: το νερό – στοιχείο ζωής και καθαρμού – μπορεί να αποκτηθεί μόνο ως αντάλλαγμα ενός φιλήματος. Ο διάλογος αυτός μεταξύ του ανθρώπινου και του υπερφυσικού ενσαρκώνει την αιώνια σύγκρουση μεταξύ του έρωτα και του φόβου, της επιθυμίας και της απαγόρευσης.
Η αλληγορική ανάγνωση του ποιήματος αποκαλύπτει τον έρωτα ως δύναμη που διασχίζει τα όρια του φυσικού κόσμου και οδηγεί στη μύηση, στη μετάβαση από την αθωότητα στην εμπειρία. Η κόρη συμβολίζει την ψυχή που πλησιάζει το «νερό της γνώσης» και αναγκάζεται να αντιμετωπίσει το πάθος, τη δοκιμασία και τη μεταμόρφωση. Ο δράκος, μακράν του να είναι απλώς τέρας, λειτουργεί ως φύλακας της πηγής, δηλαδή του μυστηρίου της ζωής.
Η γλώσσα του τραγουδιού είναι δημοτική, λιτή και ρυθμική, με έντονη μουσικότητα και εικόνες φυσικού κάλλους. Το ύφος του προαναγγέλλει στοιχεία της μεταγενέστερης δημοτικής ποίησης, όπου η φύση λειτουργεί ως σκηνικό συναισθηματικών και μεταφυσικών εντάσεων.
Η επανεκτέλεση του έργου από τον Χριστόδουλο Χάλαρη, με ερμηνευτή τον Νίκο Κωνσταντινόπουλο, δεν αποτελεί απλώς μουσική αναβίωση, αλλά πράξη πολιτισμικής ανασύστασης: επιχειρεί να γεφυρώσει τον χρόνο και να αποδώσει τη συνέχεια της ελληνικής μουσικής έκφρασης, από τη βυζαντινή έως τη σύγχρονη εποχή.
Βυζαντινή κοσμική ποίηση
Η λιγότερο γνωστή όψη της βυζαντινής μουσικής
Όταν μιλάμε για βυζαντινή μουσική, ο νους πηγαίνει σχεδόν πάντα στους ύμνους, στις εκκλησιαστικές τελετές και στη βαθιά μυσταγωγία των ναών. Κι όμως, πίσω από αυτή τη λαμπρή πνευματική παράδοση υπήρχε και ένας άλλος, πιο γήινος κόσμος: η κοσμική βυζαντινή μουσική, η μουσική της καθημερινότητας, των εορτών, του έρωτα, του γλεντιού και του ανθρώπινου συναισθήματος.
Η βυζαντινή μουσική ταυτίζεται κατά κύριο λόγο με τη λειτουργική και υμνογραφική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, εκτός του εκκλησιαστικού πλαισίου, υπήρξε και μια κοσμική μουσική παραγωγή, που κάλυπτε τις ανάγκες της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής: εορτές, γάμους, συμπόσια, ακόμη και ερωτικά τραγούδια. Αυτή η μουσική, αν και αναπόσπαστο τμήμα του βυζαντινού πολιτισμού, παρέμεινε λιγότερο γνωστή, κυρίως λόγω της έλλειψης συστηματικής καταγραφής.
Αυτή η πλευρά του Βυζαντίου έμεινε σχεδόν άγνωστη, επειδή δεν συνδεόταν με το λατρευτικό τελετουργικό της Εκκλησίας και δεν υπήρχε λόγος να καταγραφεί σε εκκλησιαστικούς κώδικες.
Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε προέρχονται κυρίως από χρονικά, αγιογραφικά κείμενα και τοιχογραφίες, όπου διακρίνονται σκηνές μουσικής και όργανα, σημάδια μιας πολιτισμικής ζωής που δεν έπαψε ποτέ να πάλλεται.
Επειδή δεν συνδεόταν με τη λατρεία, δεν διασώθηκε σε εκκλησιαστικούς κώδικες και ό,τι γνωρίζουμε προέρχεται από αποσπασματικά χειρόγραφα, λογοτεχνικές αναφορές και εικονιστικές παραστάσεις σε τοιχογραφίες ή μικρογραφίες, όπου απεικονίζονται μουσικά όργανα και σκηνές ψυχαγωγίας. Έτσι, όσα έργα διασώθηκαν έφτασαν σε εμάς αποσπασματικά, ή μεταφέρθηκαν προφορικά μέσα στους αιώνες, ως ψίθυροι της μνήμης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Χριστόδουλος Χάλαρης (1946–2019) υπήρξε πρωτοπόρος ερευνητής και δημιουργός που ανέδειξε τη βυζαντινή και μεσαιωνική ελληνική μουσική μέσα από μεθοδική μελέτη και ανασύνθεση. Μελετώντας παλαιά μουσικά χειρόγραφα και ανακατασκευάζοντας παραδοσιακά όργανα, επιχείρησε να αποδώσει τη χαμένη κοσμική βυζαντινή μουσική, προσδίδοντάς της επιστημονικό κύρος και καλλιτεχνική υπόσταση.
Η εκκλησιαστική Βυζαντινή μουσική και Υμνογραφία διαμορφώθηκε σε ενιαίο σύστημα κατά τον 7ο αιώνα, με βασικούς εκπροσώπους τον Ρωμανό τον Μελωδό, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Κοσμά (του αδελφού του), οι οποίοι συνέδεσαν την ελληνική θεωρητική παράδοση με τις ανατολικές μουσικές επιδράσεις. Και οι τρείς ήταν Σύριοι, από τη Δαμασκό.
Έγραψαν ύμνους και ταυτόχρονα τους μελοποιούσαν σύμφωνα, με μελωδίες που ακολουθούσαν την Πυθαγόρεια κλίμακα. Όλα αυτά τον 7ο αιώνα και μετά και κατόπιν της «πίεσης» που δέχτηκαν οι υμνογράφοι αυτοί από αντίστοιχους μιας Αρειανικής αίρεσης που «σαγήνευε» πιστούς με τη μουσική της.
Έτσι μέχρι και τον 6ο αιώνα στο Βυζάντιο ακούγονταν κυρίως εβραϊκή μουσική ή μουσική από την ευρύτερη περιοχή, εκτός από αρχαία ελληνική.
Πριν από αυτή την περίοδο, στο Βυζάντιο συνυπήρχαν εβραϊκά μέλη, μελωδίες της Ανατολής και στοιχεία αρχαίας ελληνικής μουσικής. Από τον 7ο αιώνα και εξής, η βυζαντινή μουσική επιβλήθηκε σαν επίσημη μουσική (απαγορευομένης όποιας άλλης) η Βυζαντινή εκκλησιαστικής τέχνης, ενώ η κοσμική της εκδοχή επιβίωσε στο περιθώριο, διατηρώντας όμως τη μαρτυρία μιας πολυεπίπεδης και ζωντανής μουσικής κουλτούρας.
This wonderful love song was discovered in manuscript No 1203 of the library of the Iviron monastery on Mounth Athos. It is an excellent example of byzantine song writing. Christodoulos Halaris has done a wonderful job of secular music.
In a green meadow
"In a green meadow, in a cold well
a girl bent to drink water and fill her face.
She hears a voice from the mouth of a dragon:
Stop blond, stop, young girl,
do not fill for here water is for sale.
It is nor sold for a thousand, or for two thousand
but for a girl's kiss; give us and take it".
Η βυζαντινή κοσμική μουσική, όπως αποκαλύπτεται μέσα από το «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ», δεν αποτελεί μόνο ιστορικό τεκμήριο, αλλά μαρτυρία πολιτισμικής συνέχειας και συναισθηματικής ευφυΐας. Μέσα από τις απλές λέξεις και τις διατονικές μελωδίες της επιβιώνει το αρχέγονο μέτρο του ελληνικού αισθήματος∙ εκεί όπου η λογική και το πάθος δεν αντιμάχονται, αλλά συνυπάρχουν δημιουργικά.
Το έργο του Χριστόδουλου Χάλαρη ανέδειξε ότι η μουσική δεν είναι αναπαράσταση, αλλά μνήμη που αναπνέει — ένας τρόπος με τον οποίο ο ελληνικός πολιτισμός συνεχίζει να αφηγείται τον εαυτό του. Στην προέκτασή του, το «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ» δεν είναι πια μόνο βυζαντινό άσμα, αλλά διάλογος ανάμεσα στον ήχο και στην ψυχή, ανάμεσα στο παρελθόν και στη ζώσα συγκίνηση του σήμερα.
Μετακατακλείδα
Η βυζαντινή κοσμική μουσική, όπως αποκαλύπτεται μέσα από το «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ», δεν αποτελεί μόνο ιστορικό τεκμήριο, αλλά μαρτυρία πολιτισμικής συνέχειας και συναισθηματικής ευφυΐας. Μέσα από τις απλές λέξεις και τις διατονικές μελωδίες της επιβιώνει το αρχέγονο μέτρο του ελληνικού αισθήματος∙ εκεί όπου η λογική και το πάθος δεν αντιμάχονται, αλλά συνυπάρχουν δημιουργικά.
Το έργο του Χριστόδουλου Χάλαρη ανέδειξε ότι η μουσική δεν είναι αναπαράσταση, αλλά μνήμη που αναπνέει — ένας τρόπος με τον οποίο ο ελληνικός πολιτισμός συνεχίζει να αφηγείται τον εαυτό του. Στην προέκτασή του, το «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ» δεν είναι πια μόνο βυζαντινό άσμα, αλλά διάλογος ανάμεσα στον ήχο και στην ψυχή, ανάμεσα στο παρελθόν και στη ζώσα συγκίνηση του σήμερα. ✨
Πηγή: sophia-ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση
Σχετικά θέματα:
Gerasimos Papadopoulos · 10 Απριλίου 2022 ·Ένα πανέμορφο δημοτικό άσμα του 17ου αιώνα (που καταγράφεται σ' ένα μουσικό χειρόγραφο της εποχής), διασκευασμένο από μένα κι ερμηνευμένο μαζί με την Alexandra Papastergiopoulou και τον Stefanos Agiopoulos!
Ένα οικο-φρέντλυ τραγούδι και - όπως φαίνεται - κατά των ιδιωτικοποιήσεων (από τότε είχαν τέτοια προβλήματα μάλλον), μιας κι ένας δράκος αποτρέπει την ξανθιά και σγουρομάλα κόρη να γεμώσει την κανάτα της απ' το κρύο πηγάδι, καθότι "εδώ στον τόπον μας και το νερό πουλιέται..."
Για τους βυζαντινοκαμένους, ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως το κομμάτι καταγράφεται ως ήχος τέταρτος (άγια), με τη δομή του να θυμίζει τα αργά Κεκραγάρια του Ιακώβου που έχουν βάση το Δι, αλλά καταλήγουν εντελώς και τελικώς στο Κε. Εδώ η παρτιτούρα σε παλιά γραφή και οι μεταγραφές της.
Υ.Γ. Η ηχογράφηση και η βιντεοσκόπηση αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου εγχειρήματος σε παραγωγή του Ωδείο, Σχολή Αγιογραφίας, Κατάρτιση, Σεμινάρια "φορμιγξ".
Εις πρασινάδα λιβαδιού (a 17th-century Greek folk song)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.