η Παναγία του Φωτός (Icon of The Virgin of Light)
Φωτιζόμενη από όλο το θείο φως,
η Παναγία φέρνει τον Χριστό, το φως του κόσμου.
The Visitation Monastery. Virgin Mary and
infant Jesus. Painting Unbekannt, Marclaz, France.
Χαίρε, σοφών υπερβαίνουσα γνώσιν·
Ο άνθρωπος φύσει ορέγεται του ειδέναι.
Μετάφραση: Όλοι οι άνθρωποι έχουν
από τη φύση τους έφεση για γνώση.
Αριστοτέλης (αρχαίος Έλλην φιλόσοφος και επιστήμονας)
Αρχαία Στάγειρα, 384 π.Χ. - Αρχαία Χαλκίδα, 322 π.Χ.
ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ
Οι Χαιρετισμοί στην Υπεραγία Θεοτόκο αποτελούν μία ξεχωριστή ακολουθία στη ζωή της Εκκλησίας. Κάθε Παρασκευή στους ορθόδοξους ναούς οι χριστιανοί, συχνά κρατώντας ένα βιβλιαράκι στο χέρι, παρακολουθούν με κατάνυξη τα «Χαίρε» του υμνογράφου και συμμετέχουν με τη δική τους προσευχή στην Μητέρα του Θεού. Αγωνίες, προσδοκίες, αιτήματα από την μία, η ομορφιά της εκκλησιαστικής ποίησης και μουσικής που γεννά ξεχωριστά συναισθήματα από την άλλη. Μία παράδοση που υπενθυμίζει στον Ελληνισμό την ιστορία της πολιορκίας του από ισχυρούς εχθρούς, αλλά και τη ελευθερία χάρη στην Υπέρμαχο Στρατηγό.
Τι έχουν να πούν στους νέους ανθρώπους οι Χαιρετισμοί;
Γραμμένοι σε μια γλώσσα που, παρά την ομορφιά της, δε γίνεται εύκολα κατανοητή, ψαλλόμενοι σε ένα μέλος που είναι μακριά από τα δικά τους ακούσματα οι νεώτεροι καλούνται να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια, όχι μόνο για να εντάξουν την ακολουθία στο φορτωμένο πρόγραμμά τους, αλλά και να αφεθούν στο να συμμετάσχουν στην πνευματική πανδαισία.
Είναι αρκετή μία μετάφραση του Ακαθίστου Ύμνου ή μία μικρή ανάλυσή του σε μία εποχή κατά την οποία το απρόσληπτο αυξάνεται και επομένως η θεραπεία δυσκολεύει; Αρκεί η παρότρυνση ή η τέλεση δεύτερων χαιρετισμών για νέους και για εργαζομένους, όπως πολύ καλώς σε πολλές Μητροπόλεις και ενορίες γίνεται;
Η εποχή μας έχει περιθωριοποιήσει την έννοια του συλλογικού βιώματος, το ανήκειν το οποίο στηρίζεται σε εμπειρίες και όχι μόνο σε παραδόσεις. Ο ατομοκεντρισμός έχει κάνει τον άνθρωπο να αυτονομείται από το αίσθημα που γεννά η μετοχή στο κοινωνικό σώμα. Και έτσι, ακόμη και οι εκκλησιαστικές ακολουθίες συνοδεύονται από το ερώτημα της ατομικής κατανόησης και δεν επιτρέπουν σε όσους συμμετέχουν να αισθανθούν την αξία της συνάντησης, της λειτουργικής προσευχής, της ενότητας γύρω από ένα Πρόσωπο.
Στους Χαιρετισμούς είναι η Παναγία που μας συγκεντρώνει. Είναι η Μητέρα του Χριστού που μας δείχνει ότι δεν είμαστε μόνο άτομα, αλλά μέλη μίας κοινότητας η οποία έχει πρεσβευτή στον ουρανό και πρότυπο επί της γης. Και ο καθένας μας καλείται να προσανατολιστεί προς μία ύπαρξη η οποία δεν πρεσβεύει μόνο για να σωθούμε ατομικά αλλά ανοίγει τον δρόμο και τον τρόπο της Εκκλησίας, δηλαδή του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος που μας δίνουν το ανήκειν, τον άλλο, τη συνέχεια και τη χαρά να μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας όχι μόνο σε σχέση με το εγώ, αλλά και σε σχέση με το Εμείς. Αυτό εκφράζεται και ποιητικά. Και μουσικά. Δια των αισθήσεων, γεννώντας ένα βίωμα πληρότητας και χάριτος.
Πώς να διδαχθεί αυτό στους νεώτερους;
Η οικογένεια είναι η βάση. Αλλά και το σχολείο, στο οποίο αξίζει να γίνεται μία αναφορά σε ένα από τα ωραιότερα ποιητικά κείμενα της παγκόσμιας παράδοσης, κυρίως όμως στην ανάγκη του ανθρώπου να βρει οικειότητα, τόσο προς τον ουρανό όσο και προς τη γη, τον συνάνθρωπο. Δεν είναι χάσιμο χρόνου η συνάντηση. Πρωτίστως όμως η ενορία μπορεί να δώσει την ευκαιρία στους νέους, μέσω της κατήχησης, αλλά και με άλλους ευφυείς τρόπους να νιώσουν ότι η πίστη γεννά συγκίνηση, αφύπνιση και δίνει ζωή. Διαφορετικότητα που είναι πηγή χαράς. Το χρειάζονται και οι νέοι και όλοι μας.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν,
Χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε.
ΧΑΙΡΕ ΣΟΦΩΝ ΥΠΕΡΒΑΙΝΟΥΣΑ ΓΝΩΣΙΝ,
ΧΑΙΡΕ ΠΙΣΤΩΝ ΚΑΤΑΥΓΑΖΟΥΣΑ ΦΡΕΝΑΣ
Α’ Χαιρετισμοί της Παναγίας
«Ο άνθρωπος φύσει ορέγεται του ειδέναι»[1]. Ο λόγος του φιλοσόφου (Αριστοτέλη) είναι σημάδι της δωρεάς που λάβαμε οι άνθρωποι από τον Θεό, να αναζητούμε την γνώση για τον κόσμο στον οποίο ζούμε, αλλά και για το σύμπαν, όπως επίσης και για τον συνάνθρωπο και για τον εαυτό μας.
Η γνώση, επειδή είναι κατεξοχήν ίδιον του νου μας, δηλαδή του εντός μας ανθρώπου, δεν εμποδίζεται από εξωτερικούς περιορισμούς. Ό,τι κι αν κάνουν βασιλείς και ηγεμόνες, άρχοντες λαών, κοινοτήτων και ομάδων, η γνώση μένει σ’ αυτόν που την αναζητεί, καθώς είναι συνδεδεμένη με την ελευθερία.
Υπάρχει όμως και γνώση που δεν είναι έργο του νου, ούτε εξηγείται με κριτήρια ορθολογιστικά. Την γνώση αυτή δεν την έχουν κατ’ ανάγκην οι σοφοί και οι επιστήμονες, διότι δεν κατακτιέται με παρατήρηση, πείραμα και συλλογισμούς. Είναι η γνώση της εμπειρίας, του βιώματος. Αυτή μπορεί και να καθιστά τον άνθρωπο που την έχει σοφό, κατά κάποιον τρόπο, ωστόσο έρχεται ως δώρο, ως χάρισμα.
Την έχουμε μέσα από τις σχέσεις που αναπτύσσουμε στην ζωή μας και έχει να κάνει με το πώς αισθανόμαστε, ποια γνώμη σχηματίζουμε, τι είναι για μας ο κόσμος και ο άνθρωπος, τελικά ο εαυτός μας. Διότι μέσα απ’ αυτήν διαπιστώνουμε την διαφορετικότητά μας, όπως επίσης και αποκτούμε αυτοσυνειδησία, διότι η γνώση αυτή μας σημαδεύει. Η εμπειρία συχνά δεν εξηγείται, αλλά φαίνεται: στο πρόσωπο, στις πράξεις, στους λόγους, σε ό,τι αποφεύγουμε. Και ο καθένας μέτοχός της προσανατολίζει την ζωή του κάθε στιγμή διαφορετικά, ιδίως αν η εμπειρία είναι συγκλονιστική.
Η μοναδικότερη όμως εμπειρία που προσδίδει στον άνθρωπο μιαν άλλη γνώση, μιαν άλλη σοφία, είναι αυτή της συνάντησης με τον Θεό. Ζώντας σε μια πραγματικότητα στην οποία οι αισθήσεις μας και ο νους μας ζητάνε σημάδια και αφορμές, η αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο και στον καθέναν μας είναι γνώση που υπερβαίνει ακόμη και τις άλλες εμπειρίες μας. Και δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος σοφός του κόσμου τούτου. Ίσα-ίσα, η κοσμική γνώση γίνεται εύκολα εμπόδιο, διότι κάνει τον άνθρωπο να υπερηφανεύεται και τον βυθίζει σε μια αυτάρκεια κλειστότητας.
Ο Θεός αποκαλύπτεται νηπίοις, δηλαδή στους ταπεινούς τω πνεύματι. Αποκαλύπτεται σε όσους έχουν καρδιά καθαρή από την προσκόλληση στις βιοτικές μέριμνες ή στο παιχνίδι εξουσίας που χαρακτηρίζει την ζωή μας. Αποκαλύπτεται κυρίως σε όσους έχουν αποφασίσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, η αγάπη να είναι ο πυρήνας της προσωπικότητάς τους και να την ζούνε στους μικρόκυκλους της καθημερινότητάς τους, αλλά και ως την πηγή της έμπνευσης για την σύνολη θέαση της ζωής.
Αυτό βλέπουμε στο πρόσωπο της Παναγίας.
Η Υπεραγία Θεοτόκος, ένα ταπεινό κορίτσι, το οποίο είχε την στοιχειώδη μόρφωση ενός ανθρώπου που άκουγε τα ιερά γράμματα και διακονούσε τα άγια των Αγίων σε μια θρησκεία που ήταν ασήμαντη μειοψηφία στην ειδωλολατρική παγκοσμιότητα, αξιώθηκε, όντας καθαρή τη καρδία και ταπεινή τω πνεύματι, όντας ύπαρξη αγαπητική, να λάβει την μεγαλύτερη δωρεά: την εμπειρία της ενσάρκωσης του ίδιου του Θεού όχι στο μυαλό ή στο πνεύμα, αλλά στην σύνολη ύπαρξή της, στο σώμα και την ψυχή της ταυτόχρονα, σε μια εποχή στην οποία οι γυναίκες ήταν μόνο για να προσφέρουν το σώμα τους στην διαιώνιση του ανθρώπινου γένους, στην ικανοποίηση των αναγκών των ανδρών, στην φθαρτότητα, συνήθως χωρίς να νοιάζεται κάποιος για το πώς αισθάνονταν και ποια ήταν η προσωπικότητά τους.
Αυτή η γνώση κάνει την Παναγία να φωτίζει με άπλετο φως τις διάνοιες των πιστών στον Θεό. Διότι η γνώση δεν κρύβεται, αλλά μοιράζεται. Και το μοίρασμα είναι σε όλους τους ανθρώπους. Η Παναγία δεν είχε την αίσθηση ότι ο Χριστός της ανήκει, αλλά γνώριζε εξ αρχής, φυλάττουσα τα ρήματα. ότι το παιδί της ανήκε σε όλους τους ανθρώπους. Αυτή η γνώση, αν την αποδεχτούμε, ότι ο Χριστός ήρθε για να ανήκει σε όλους μας, ήρθε προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, για να την κάνει να ζήσει με κριτήρια την αγάπη και την ανάσταση, κάνει τον νου μας να καταλαβαίνει, να ερμηνεύει, να επιλέγει, να ζει σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια. Και όπου συναντά αντίθετες καταστάσεις, να παλεύει για να συγχωρεί.
Καυχόμαστε για τις κοσμικές γνώσεις και σοφίες. Τις επιζητούμε, με έμφαση στην δύναμη και την προσληπτική ικανότητα του νου μας. Ας δοκιμάσουμε τον προσανατολισμό στην εμπειρία της Παναγίας. Να κοινωνούμε τον Χριστό στην ζωή της Εκκλησίας, στα λόγια του Ευαγγελίου, στην συνάντηση με τους ανθρώπους, πορευόμενοι εν αγάπη και με την ελπίδα της ανάστασης. Και Εκείνος, όπως στην Παναγία, θα φανερώνεται σε μας, δίδοντας φως αληθινό στον νου και την καρδιά μας. Κουραστήκαμε από τις φωνές υπερηφάνειας και διακήρυξης αληθειών που δεν είναι αρκετές. Η εμπειρία της όντως Αλήθειας ας είναι το αποκούμπι και η γνώση που θα μας ελευθερώσει.
Υποσημείωση Σοφία Ντρέκου
1. Αυτή είναι η πρώτη πρόταση που γράφει ο Αριστοτέλης (322 π.Χ.) στο βιβλίο Α των Μετά τα Φυσικά για να ισχυριστεί αμέσως ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν φυσική κλίση προς τη γνώση. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας από μας -ανεξαρτήτως των διαφορών που μας διακρίνουν- διαθέτει μια έμφυτη δύναμη που τον ωθεί να ρωτήσει και να μάθει για όσα συμβαίνουν γύρω του.
Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει. σημεῖον δ' ἡ τῶν αἰσθήσεων ἀγάπησις· καὶ γὰρ χωρὶς τῆς χρείας ἀγαπῶνται δι' αὑτάς, καὶ μάλιστα τῶν ἄλλων ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων.
Μετάφραση: Όλοι οι άνθρωποι έχουν από τη φύση τους έφεση για γνώση. Aυτό φαίνεται από την ιδιαίτερη εκτίμηση που έχουμε για τις αισθήσεις μας. Γιατί, ανεξάρτητα από τη χρησιμότητά τους, μας είναι προσφιλείς οι ίδιες οι αισθήσεις, και περισσότερο απ’ όλες η αίσθηση της όρασης.
Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά Α'
Με την ονομασία Μεταφυσικά, ή Των μετά τα φυσικά φέρεται ένα από τα σημαντικότερα έργα του Σταγειρίτη αρχαίου Έλληνα φιλόσοφου Αριστοτέλη, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα της αρχαιότητας γενικότερα. Το δεκατετράτομο αυτό σύγγραμμα του Αριστοτέλη αποτελεί την πρώτη επιστημονική έρευνα επί των πρώτων αρχών και αιτιών (αιτιοκρατία) από των οποίων τα διάφορα όντα αντλούν την ουσιαστική τους ύπαρξη. Είναι το πρώτο σύγγραμμα μεταφυσικής στην ιστορία.
Aristotle teaching Alexander the Great, 1866,
by Charles Laplante (1837–1903), a french engraver and illustrator.
Μτφ. Ο Αριστοτέλης διδάσκει τον νεαρό Αλέξανδρο (φωτό από εδώ)
ΣΤΑΧΥΝ Η ΒΛΑΣΤΗΣΑΣΑ ΤΟΝ ΘΕΙΟΝ
Α’ Χαιρετισμοί
Οι Χαιρετισμοί στην Παναγία αποτελούν ένα από τα πιο όμορφα σημεία συνάντησης του ανθρώπου με την Εκκλησία κατά την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Κάθε Παρασκευή, μικροί και μεγάλοι, νιώθουμε παιδιά που επιστρέφουμε στο σπίτι μας, για να μπούμε κάτω από τα στοργικά χέρια της μεγάλης Μάνας μας του ουρανού και της γης, να τραγουδήσουμε σ’ αυτήν το «χαίρε Νύμφη ανύμφευτε» και να λάβουμε την παρηγοριά για τις δυσκολίες της ζωής μας, την τρυφερότητα της αγάπης, αλλά και τη δύναμη ότι δεν θα νικήσει το όποιο κακό στη ζωή μας, όσο κι αν η πορεία μας σημαδεύεται από λάθη.
Στον κανόνα των Χαιρετισμών ο σπουδαίος ποιητής και άγιος της Εκκλησίας μας Ιωσήφ ο υμνογράφος αποκαλεί την Παναγία «χώρα ανήροτον», «αγρό που δεν οργώθηκε ποτέ», παραβάλλοντας την γυναικεία φύση της Θεοτόκου με χωράφι το οποίο παρέμεινε πάντοτε παρθενικό, χωρίς να το αγγίξει ανδρικό χέρι, χωρίς σπορά δηλαδή, κι όμως «βλάστησε στάχυ το θείον», έβγαλε καρπό, παιδί δηλαδή, τον Χριστό, που μοιάζει με ένα και μοναδικό στάχυ, ανθρώπινο και θεϊκό μαζί. Η δύναμη της ποίησης είναι μοναδική. Η μεταφορά ασύλληπτης έμπνευσης. Το στάχυ μάς δίδει το ψωμί, τον άρτο ο οποίος στηρίζει τις καρδιές μας. Η Παναγία υπερβαίνει τους νόμους της φύσης που απαιτούν την ανθρώπινη παρέμβαση διά του έρωτος, για να γεννηθεί άνθρωπος. Και όπως στην Παλαιά Διαθήκη, στη δημιουργία του κόσμου, ο Θεός πρόσταξε τη γη να βλαστήσει «βοτάνην χόρτου» και αυτή εβλάστησε, έτσι και τώρα, στην Καινή Διαθήκη, εν Αγίω Πνεύματι, η ανθρώπινη γη και φύση της Παναγίας, βλαστάνει όχι τώρα «βοτάνην χόρτου», αλλά τον «Θεανθρώπινο στάχυ», τον μέγιστο καρπό που θα μπορούσε να εμφανιστεί ποτέ στην ιστορία του κόσμου. Μυστήριο, το οποίο «ου φέρει έρευνα».
Την ίδια στιγμή, ο υμνογράφος επιμένει. Θα χαρακτηρίσει την Παναγία «έμψυχη τράπεζα», τραπέζι όχι υλικό, αλλά ζωντανό, στο οποίο χωρά ο Άρτος της ζωής, ο Χριστός. Όπως στην παλαιά Διαθήκη, στη σκηνή του μαρτυρίου, υπήρχε η χρυσή τράπεζα στην οποία ο Μωυσής έβαζε άρτους για τη λατρεία του Θεού, έτσι και στην Καινή Διαθήκη, η Παναγία γίνεται η έμψυχη τράπεζα, για να εισέλθει σ’ αυτήν Αυτός που κατέβηκε από τον ουρανό, για να θρέψει όχι με την τροφή που δίδει προσωρινά ενέργεια, για την επιβίωση του ανθρώπου, αλλά με την τροφή εκείνη που είναι ο Ίδιος ο Θεάνθρωπος σωτήρας και λυτρωτής μας. Μ’ αυτήν ο άνθρωπος ζει εις τον αιώνα, λαμβάνει άφεση αμαρτιών, μεταμορφώνεται σε αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, βρίσκει αυτό που του λείπει, δηλαδή τον τρόπο της θεώσεως. Αυτή η τροφή δεν δαπανάται, δεν εξαντλείται, υπερβαίνοντας κι εδώ τους νόμους της φύσης, αλλά ενισχύει και σώζει. Και είναι η Παναγία η έμψυχη τράπεζα, και εμείς οι οποίοι σε κάθε θεία λειτουργία, όταν κοινωνούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού, γινόμαστε το ίδιο, έμψυχες τράπεζες, όχι όμως εξαιτίας της αρετής και της πίστης μας, όπως η Παναγία, αλλά διότι ο Χριστός μας αγαπά και γίνεται ένα μαζί μας, κι ας μην το αξίζουμε.
Και υπάρχει και μια τρίτη εικόνα. Η Παναγία είναι η «ακένωτος πηγή», η πηγή που δεν σταματά ποτέ να αναβλύζει «ζων ύδωρ», το οποίο ξεδιψά τους ανθρώπους, διότι είναι ο Χριστός. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται ο άνθρωπος να έχει εκείνη την ωραία δίψα για την αλήθεια, για το νόημα της ζωής, να μην περιορίζει την αναζήτηση της ευτυχίας στον παρόντα χρόνο και κόσμο, αλλά να την επεκτείνει στην αγάπη που νικά τον θάνατο. Αυτό έκανε η Παναγία μας. Ξεδίψασε με την παρουσία του Υιού και Θεού εντός της και την χάρη του Αγίου Πνεύματος, τη δίψα για μια ζωή που θα ξεπερνά την επιβίωση.
Η Εκκλησία, αναπέμποντας τα «Χαίρε» στην Παναγία μας, μάς υπενθυμίζει ότι ζωή δεν σταματά στην επιβίωση. Δεν σταματά ούτε στην ευχαρίστηση διά των αισθήσεων, ούτε στις σχέσεις οι οποίες μας κάνουν να αισθανόμαστε την προτεραιότητα του εγώ μας. Η ζωή γίνεται όντως Ζωή μέσα από τη σχέση μας με τον Χριστό. Αν λαμβάνουμε τροφή αλήθειας, νοήματος και αιωνιότητας από τον στάχυ της ζωής, τότε δεν θα νικηθούμε από τις δοκιμασίες, τη φθορά και την ματαιότητα της ζωής αυτού του κόσμου, αλλά θα προχωρήσουμε προς Εκείνον, Τον Οποίο θα συναντούμε στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, θα Τον κοινωνούμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, θα Τον κάνουμε γνωστό με τη ζωή και την αγάπη που δείχνουμε.
Στον δρόμο αυτό η αγκαλιά της Παναγίας και η παρηγοριά μας θα μας βοηθούν να αντέχουμε και να μην αποκάμουμε.
Παναγία των Χαιρετισμών (του Ακάθιστου Ύμνου)
Β’ Χαιρετισμοί
Όταν ο λαός του Ισραήλ έφυγε από την Αίγυπτο και επειγόταν να περάσει την Ερυθρά θάλασσα, για να φτάσει στην έρημο του Σινά, η εντολή που είχε από τον Θεό ήταν να περπατά μέρα-νύχτα. Έτσι, την ημέρα είχε ως σηματωρό, για να γνωρίζει τον δρόμο, ένα σύννεφο, μια νεφέλη, που τους σκέπαζε και τους προστάτευε από την ένταση του ηλίου, σκιάζοντάς τους, ενώ η νύχτα τους φωτιζόταν με έναν στύλο πυρός (Έξοδος, 13, 21), ώστε να γνωρίζουν πού πηγαίνουν. Και τα δύο υπερφυή σημεία αποκάλυπταν την παρουσία του Θεού, όπως επίσης και το θέλημά Του οι Ισραηλίτες να βιαστούν, να μη δώσουν χρόνο στον Φαραώ να τους φτάσει, να προλάβουν να φτάσουν στην θάλασσα που θα σηματοδοτούσε το Πάσχα, το πέρασμά τους από την γη της σκλαβιάς στην γη της ελευθερίας και από κει στην γη της επαγγελίας. Και τα δύο σημάδια της Παλαιάς Διαθήκης προτυπώνουν το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Καινή Διαθήκη.
Η Παναγία γίνεται πύρινος στύλος που φωτίζει όλους όσοι βρίσκονται στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας, της αγνωσίας του Θεού, του πνευματικού θανάτου. Είναι πύρινος στύλος η Παναγία διότι αποκαλύπτει το μυστήριο της θείας οικονομίας, το ότι ο Θεός είναι ένας «εν τρισί προσώποις»: ο Πατήρ ηυδόκησε, ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Ο κόσμος της ειδωλολατρίας, των θεών που ήταν φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση των ανθρώπων, παύει να είναι ο κυρίαρχος. Ο απαθής Θεός μαρτυρεί την αγάπη Του, που δημιούργησε και ανακαινίζει τον κόσμο, που δημιούργησε και αναγεννά τον άνθρωπο, όταν αποδέχεται αυτή την αγάπη. Ο δρόμος περνά μέσα από την Υπεραγία Θεοτόκο. Διότι πρώτη αυτή φωτίζεται, καθώς κυοφορεί στα σπλάχνα της τον Χριστό και τον φέρνει στον κόσμο, για να φωτιστεί η σύμπασα ανθρωπότης. Η Παναγία είναι η εκπρόσωπος όλων των ανθρώπων στην οδό της σωτηρίας. Και την ίδια στιγμή, μεταδίδει τον Χριστό ως φως σε όλους τους ανθρώπους.
Γίνεται έτσι πλατυτέρα της νεφέλης της Παλαιάς Διαθήκης. Σκεπάζει και σκιάζει τους ταλαιπωρημένους από τον φόβο του νοητού Φαραώ, δηλαδή από τις επιθέσεις του κακού κάθε μορφής στον κόσμο τούτο, αυτού που προέρχεται από την φθορά της φύσης, αυτού που προέρχεται από τα δικά μας λάθη, αυτού που γίνεται πραγματικότητα εξαιτίας των επιθέσεων του διαβόλου τόσο σε μας, όσο και στους άλλους, από τον θάνατο που γεννιέται όταν η ύπαρξή μας δεν έχει μέσα της το κουράγιο της πίστης στον Θεό. Και γίνεται σκέπη η Παναγία, διότι, όπως η μητέρα αγκαλιάζει τα παιδιά της και κάνει τις περιστάσεις και τα λάθη λιγότερο επώδυνα, καθώς στα χέρια της αποτυπώνεται η εμπιστοσύνη ότι δεν είναι μόνα τους και ότι η αγάπη απαλύνει, έτσι και η Κυρία των Ουρανών μάς αγκαλιάζει με τις πρεσβείες της και μας δείχνει ότι μέσα από την πίστη στον Υιό και Θεό της κι εμείς δεν είμαστε μόνοι μας, αλλά η αγάπη θα νικήσει, καθότι Εκείνος δεν μας αφήνει.
Είναι προσωπική η σχέση και η απόφαση να έχουμε την Παναγία οδηγό και σκέπη μας. Κι αυτό σε μια εποχή στην οποία άλλα είναι τα στηρίγματά μας και άλλες οι προτεραιότητές μας. Τα επιτεύγματα του νου μάς κάνουν να θεωρούμαστε δυνατοί. Μας έχει λείψει η εμπιστοσύνη στον Χριστό, καθώς νομίζουμε ότι μπορούμε και μόνοι μας. Προτεραιότητά μας, σχεδόν αποκλειστική, οι κοσμικές αξίες: πρόοδος, εργασία, ηδονή, άτομο, μετοχή στον καταναλωτικό πολιτισμό. Στην σχέση μας με τον άλλο δεσπόζει η χρήση του. Επικαλούμαστε βέβαια ένα ανθρωπιστικό πνεύμα, στηριγμένο στον δικαιωματισμό. Υπερτονίζουμε την διαφορετικότητα, όχι ως στοιχείο αξιακό, υπεράσπισης ήθους, ελευθερίας που ξεκινά από το βάθος της ύπαρξης, αλλά ως στοιχείο αυτοδιάθεσης που αρκείται στο σώμα ή στις ιδέες, χωρίς να αναφέρεται στον σύνολο άνθρωπο, σ’ εκείνον που η ζωή του έχει νόημα και αιωνιότητας. Τα πάντα παρόν. Ποια Παναγία λοιπόν να έχουμε ανάγκη;
Ό,τι κι αν επιλέξουμε όμως, δεν θα μπορέσουμε, τελικά, να αφήσουμε έξω την δίψα του ανθρώπου για αλήθεια που ξεπερνά τον χρόνο, για ζωή που εμπεριέχει την αγάπη ως αμοιβαιότητα. Οι Ισραηλίτες έφυγαν από την Αίγυπτο όχι γιατί δεν μπορούσαν να αυτοδιατεθούν σωματικά ή να βρούνε συμπαράσταση μεταξύ τους, αλλά διότι δεν είχαν την δυνατότητα να πορεύονται ως άνθρωποι ελεύθεροι, να έχουν τον τόπο τους και να ακολουθούν τις εντολές του Θεού. Και το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετώπισαν στην σαραντάχρονη πορεία τους στην έρημο ήταν ο λογισμός ότι πρώτα έρχεται η επιβίωση, η κάλυψη των αναγκών, η χρήση του άλλου, και όχι η ελευθερία που για χάρη της αξίζει να νικά κάποιος και τον φόβο του θανάτου, να συγκακουχείται με τον πλησίον του. Ο λογισμός είχε να κάνει με το έλλειμμα εμπιστοσύνης στον Θεό μπροστά στις περιστάσεις. Έβλεπαν την νεφέλη και τον πύρινο στύλο, μέσα τους όμως αναρωτιόντουσαν, αμφισβητούσαν, φοβόντουσαν.
"Γρήγορα", τους έλεγε ο Θεός διά του Μωυσή. "Γρήγορα", μας λέει και σήμερα ο Θεός, να περάσουμε από τον θάνατο που μας περιτριγυρίζει, στην ζωή της αγάπης, της ανάστασης, της κοινωνίας μαζί Του και με τον πλησίον. Και είναι η Παναγία σημάδι και σκέπη. Ας την ακολουθήσουμε στην Εκκλησία.
Β΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ «Ἁγνείας θησαύρισμα…»
(Υπεραγία Θεοτόκε, που είσαι ο θησαυρός της αγνότητας)
Το δοξολογικό στοιχείο προς την Υπεραγία Θεοτόκο προβάλλει κατεξοχήν η ακολουθία των Χαιρετισμών της Παναγίας μας. Και δικαίως: είναι Εκείνη διά της οποίας κατήλθε ο Θεός ως άνθρωπος στον κόσμο και μπροστά σ’ Αυτήν κλίνουν γόνυ όχι μόνον οι πιστοί που διαπνέονται από Πνεύμα Θεού – μόνον ένας εν Πνεύματι άνθρωπος μπορεί να «δει» την πληρότητα χάριτος που έχει η Θεοτόκος- αλλά και αυτοί ακόμη οι άγιοι άγγελοι. Άλλωστε η Μητέρα του Κυρίου αναδείχτηκε σε ύψος υπέρ τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ.
Προϋπόθεση βεβαίως για τη μοναδική αυτή επιλογή του Θεού μας ήταν η καθαρότητα και η αγνότητα της ψυχής της μικρής κόρης της Ναζαρέτ Μαριάμ – η καθαρότητα αυτή είλκυσε τον απόλυτα αγνό και καθαρό Θεό μας να «επαναπαυτεί» στην ύπαρξή της. Γι’ αυτό και όλα τα τροπάρια και του κανόνα και του κοντακίου του Ακαθίστου Ύμνου προβάλλουν με άφθαστο λυρισμό την παναγιότητα της Θεοτόκου, με εικόνες δανεισμένες οι περισσότερες από την Αγία Γραφή, κατεξοχήν δε την Παλαιά Διαθήκη, η οποία συνιστά την προφητεία για τον ερχομό του Κυρίου Ιησού, που στο πρόσωπό Του φανερώνεται η Καινή Διαθήκη.
Δοξολογείται και υμνολογείται λοιπόν η Υπεραγία Θετόκος, διότι η θέση της ως του πρώτου και εξαίρετου μέλους τους σώματος του Υιού και Θεού της της Εκκλησίας είναι δεδομένη. Χωρίς αυτήν η πίστη μας θα χώλαινε: «ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς» ψέλνει ο λαός του Θεού, που θα πει ότι εσφαλμένη Μαριολογία σημαίνει εσφαλμένη Χριστολογία, εσφαλμένη επομένως Τριαδολογία, εσφαλμένη Εκκλησιολογία - μπροστά στην Παναγία μετράμε κυριολεκτικά την ορθότητα ή όχι του χριστιανισμού μας. Οπότε καταλαβαίνει ο πιστός ότι η αναφορά σ’ Εκείνην σχετίζεται με το δόγμα της πίστεώς μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία ήδη διά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Έφεσος 431) αντιμετωπίζοντας τη Νεστοριανική αίρεση που αμφισβητούσε τη θεότητα του Κυρίου πρόβαλε ως επακολούθημα της ορθής πίστεως για τον Χριστό και τη θέση της Παναγίας. Είναι η Θεοτόκος!
Θα βλασφημούσαμε όμως και θα διαγράφαμε τον όποιο χριστιανισμό μας, εάν η πίστη μας όχι μόνο στον Θεό μας, αλλά και στην Παναγία όπως και στους λοιπούς αγίους έμενε σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο, σαν να επρόκειτο δηλαδή για ένα μουσειακό έκθεμα που το περιεργαζόμαστε από πολλές πλευρές και το θαυμάζουμε. Θέλουμε να πούμε ότι η όποια προβολή του μεγαλείου της Παναγίας μας εν προκειμένω γίνεται πάντοτε με την προοπτική να ακολουθήσουμε τη ζωή της, να μιμηθούμε τον τρόπο που στάθηκε έναντι του Θεού και των συνανθρώπων της. Χωρίς την προέκταση αυτή θα ξεπέφταμε σ’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε με απόλυτο τρόπο: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός». Χριστιανική πίστη με άλλα λόγια σημαίνει ακολουθία του Χριστού και των αγίων Του που υπήρξαν «μιμήματα» της ζωής Του. Ο Χριστός ήλθε για να γίνουμε κι εμείς ίδιοι μ’ Αυτόν, με τη χάρη και τη βοήθεια βεβαίως Εκείνου ως μέλη του σώματός Του.
Κι έρχεται διαρκώς έτσι η Εκκλησία μας και μας υπενθυμίζει ότι σε κάθε σωτήρια δράση και λόγο του Κυρίου, σε κάθε συνεπώς δράση και λόγο των Αγίων Του, πρέπει να υπάρχει από πλευράς μας το «συν», το μαζί μ’ Αυτούς! Σταυρώθηκε ο Κύριος, για παράδειγμα; Τον πιστεύουμε και είμαστε μαθητές Του αν κι εμείς συ(ν)-σταυρωνόμαστε μ’ Εκείνον, όπως το ομολογεί και ο μέγας απόστολός Του: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, (κι έτσι) ζω ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός». Και να, που και πάλι οι ύμνοι της Εκκλησίας μάς τονίζουν την αλήθεια αυτή. Μιλώντας για την Παναγία και την Αγνότητα και την Καθαρότητα της ψυχής της εξαγγέλλουν και διαλαλούν: Αγνή η Θεοτόκος; Με αγνό και καθαρό νου μπορούμε μόνο να την τιμήσουμε, κινούμενοι δηλαδή στο ίδιο πνεύμα με το δικό της. Τη Μητέρα του Θεού μπορούμε να την υμνολογήσουμε μόνο με την ευσέβειά μας που εκφράζεται με τις ένθεες πράξεις και συμπεριφορές μας. «Ἁγνήν ἁγνεύοντι τιμήσωμεν νοΐ. Την Μητέρα του Θεού ὑμνήσωμεν εὐσεβῶς καλλυνόμενοι ταῖς ἐνθέοις πράξεσι» (ωδή Τριωδίου). (Την αγνή Παρθένο ας την τιμήσουμε με νου που αγωνίζεται για αγνότητα. Τη Μητέρα του Θεού ας την υμνολογήσουμε ευσεβώς καθώς εξωραϊζόμαστε από τις ένθεες πράξεις μας).
Και για να μην πελαγοδρομούμε στο τι σημαίνει αγνότητα και καθαρότητα ζωής ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο μέγας ασκητικός διδάσκαλος, ο άγιος της Σαρακοστής, έρχεται και μας ανοίγει τα μάτια: «Κάνουμε αρχή στον αγώνα της αγνότητας – σημειώνει – όταν δεν συγκατατιθέμεθα στους σαρκικούς λογισμούς. Έχουμε προχωρήσει και φτάνουμε σε μέση κατάσταση όταν υπάρχουν φυσικές κινήσεις στη σάρκα μας αλλά χωρίς εικόνες σαρκικές και πονηρές. Και πότε θεωρείται ότι αγγίζουμε το τέλος; Όταν ζούμε ως νεκροί και απαθείς κατά το σώμα, γιατί έχουν νεκρωθεί μέσα μας οι σαρκικοί λογισμοί». Για να ορίσει: «Αγνός είναι εκείνος που με τον θεϊκό έρωτα απέκρουσε τον άλλο έρωτα, τον σαρκικό, και έσβησε έτσι το υλικό με το άυλο πυρ» - μία χαρισματική κατάσταση που προσομοιάζει με τους ασώματους αγγέλους.
Ο αγώνας λοιπόν ημών των αρχαρίων στα πνευματικά εκεί πρέπει να επικεντρωθεί, αν θέλουμε να λέμε ότι όντως υμνολογούμε και τιμούμε την Υπεραγία Θεοτόκο, ότι όντως είμαστε πιστά μέλη του Κυρίου Ιησού και της Εκκλησίας: στο να μην αποδεχόμαστε την προσβολή των σαρκικών λογισμών, στρεφόμενοι αμέσως όταν πάει να συμβεί αυτό στον Εσταυρωμένο Κύριό μας και εκεί «κολλώντας» τον νου μας. Αν δεν το κάνουμε, αν η καρδιά και η ψυχή μας γίνεται «αεροδρόμιο» τέτοιων πονηρών και βρόμικων λογισμών, για να θυμηθούμε τον άγιο Παΐσιο, τότε πρέπει να βάλουμε ερωτηματικό στη χριστιανοσύνη μας και στην αγάπη μας, μιας και είμαστε στους Χαιρετισμούς της Παναγίας, για Εκείνην. Ίσως πρέπει να θυμόμαστε πολύ συχνά αυτό που συνέβη στον μεγάλο νεώτερο όσιο της Εκκλησίας μας Σιλουανό τον Αθωνίτη, όταν ήταν στην πολύ νεαρή ηλικία της ζωής του, όπως το διασώζει ο εξίσου μέγας όσιος Σωφρόνιος, ο μαθητής και υποτακτικός του: Νεαρός ο άγιος ήταν κάπως απρόσεκτος στη ζωή του και στα σαρκικά λεγόμενα πάθη. Και του εμφανίστηκε η Παναγία μας για να του πει με πόνο και τρυφερή αυστηρότητα: «Δεν μου αρέσει όπως ζεις, αμαρτάνοντας μπροστά στα μάτια μου».
Όσο κρατάμε καθαρή και αγνή την καρδιά μας από κάθε τι βρόμικο και πονηρό, όσο επομένως πορευόμαστε με βάση τις άγιες εντολές του Κυρίου που οριοθετούν το ένθεο των πράξεών μας, τόσο πράγματι μπορούμε με ταπεινή παρρησία να απευθυνόμαστε και να προσεγγίζουμε την Υπεραγία Θετόκο, συνεπώς και τον Υιό και Θεό της και Θεό ημών. Και το αποτέλεσμα; Να σαρκώνεται Εκείνος και μέσα στη δική μας ύπαρξη. Να γινόμαστε κι εμείς άλλες Παναγίες.
ΧΑΙΡΕ ΑΠΟΓΕΝΝΩΣΑ ΛΥΤΡΩΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙΣ
Γ' Χαιρετισμοί
Ο άνθρωπος συχνά αισθάνεται αιχμάλωτος στην καθημερινότητα της ζωής. Συμπνίγεται στις βιοτικές μέριμνες, στην πίεση των σχέσεων με τους άλλους, στην ανάγκη του να βρει αγάπη, αλλά και να πάρει. Νιώθει τις ευθύνες να τον κάνουν να μην μπορεί να χαρεί. Άλλωστε, ζούμε σε έναν πολιτισμό που μας κάνει να θέλουμε περισσότερα, να μένουμε ανικανοποίητοι με ό,τι έχουμε και, ταυτόχρονα, να αναζητούμε υποκατάστατα σε ό,τι δεν φτάνουμε. Κλεινόμαστε στην εικονική πραγματικότητα, με την ψευδαίσθηση ότι η όποια δημοσιότητα και αποδοχή που απολαμβάνουμε, έστω κι αν δεν είναι η απολύτως επιθυμητή σε αριθμούς, μας κάνει να φεύγουμε από την μοναξιά μας. Ότι υπάρχουμε.
Υπάρχει όμως συνολικά και μια άλλη αιχμαλωσία. Αυτή των παθών μας, της ανάγκης να ικανοποιήσουμε κάθε επιθυμία μας, η οποία δείχνει ότι ο εαυτός μας είναι εξαρτημένος. Ότι δεν είμαστε ελεύθεροι. Και μέσα από αυτό το κυνήγι των επιθυμιών μας λείπει ο Θεός, η σχέση μαζί Του, η αγάπη που νικά τον θάνατο. Διότι όσο κι αν ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας, κατά βάθος γνωρίζουμε ότι ο θάνατος καραδοκεί. Η μόνη βεβαιότητα αυτής της ζωής. Και μπορεί ο ρυθμός της ζωής να μην μας επιτρέπει να σκεφτούμε το αναπόδραστο, μπορεί τα μέσα που έχουμε να μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι μπορεί να παρατείνουμε την ζωή, ότι κάνουμε βήματα για να μη νικηθούμε, όμως «οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε» (Καβάφης).
Σ' αυτό το κλίμα η Εκκλησία μας επιμένει να μας υπενθυμίζει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου ως εκείνης που γέννησε τον Λυτρωτή για μας τους αιχμαλώτους. Διότι το σαρκικό φρόνημα, τα πάθη μας και οι επιθυμίες μας που δεν μας αφήνουν να αγαπούμε και να ελπίζουμε στον Θεό συμπλέκονται με την αιχμαλωσία μας στον διάβολο, ο οποίος ζητά την παραπλάνηση, το άγχος, την απόγνωση, ώστε να ικανοποιηθεί με την απομάκρυνσή μας από τον Θεό. Κι όμως, η Υπεραγία Θεοτόκος μάς έδειξε έναν δρόμο ελευθερίας, που περνά από το μυστήριο της εναπόθεσης των καρδιών μας στην αγάπη του Θεού. Η ίδια, με γαλήνη καρδιάς, Τον εμπιστεύθηκε στο αδιανόητο, στο ακατανόητο θαύμα. Στο πρόσωπό της τα όρια της φύσης μας ξεπεράστηκαν με ένα τάνυσμα το οποίο υπενθύμισε τον αρχικό σκοπό της δημιουργίας του ανθρώπου: να κοινωνεί με τον Θεό όντας ένα μαζί του. Η απώλεια αυτής της κοινωνίας ως ανέφικτης για τον άνθρωπο που ζητά την ελευθερία του από την δέσμευση της αγάπης του Θεού, μολονότι η αγάπη ενυπάρχει στο πρόσωπό μας, στην εικόνα του Θεού εντός μας και γι' αυτό στρεφόμαστε προς τον συνάνθρωπο ή προς υποκατάστατα, όπως τα υλικά αγαθά, η δόξα, η εικόνα του εαυτού μας, έγινε αιχμαλωσία στον θάνατο. Η απάντηση είναι ο τρόπος της Παναγίας.
Σε μια ζωή περιπλάνησης μακριά από την αγάπη του Θεού, με κέντρο τον εαυτό μας και τις όποιες δυνατότητές μας, με τον θυμό για όσα δεν μπορούμε να καταφέρουμε, με την οργή για τους άλλους που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα όσα ζητάμε, με ένα παιχνίδι υποκατάστατων που μονοπωλεί την ζωή μας, η Παναγία γέννησε και γεννά για όποιον πιστεύει τον οδηγό και τον λυτρωτή. Η ίδια Τον ακολούθησε. Σε μας εναπόκειται, στην ζωή της Εκκλησίας, να ακολουθήσουμε το παράδειγμά της. Ρίχνοντας τις απαιτήσεις του παρόντος, όχι για να υποτιμήσουμε την ποιότητα των δυνάμεών μας, αλλά για να ισορροπήσουμε με την ελευθερία της αγάπης και της ανάστασης, την παρακαλούμε να μην μας ξεχνά στις προσευχές της προς τον Υιό και Θεό της, ώστε κι εμείς να Του δώσουμε την φύση και το πρόσωπό μας, τον όλο άνθρωπο, να κατοικήσει εντός μας. Για να λυτρωθούμε από τα βάρη της αιχμαλωσίας, καθώς Εκείνος μας συγχωρεί και μας παρηγορεί.
ΧΑΙΡΕ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ ΑΣΟΦΟΥΣ ΔΕΙΚΝΥΟΥΣΑ,
ΧΑΙΡΕ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΥΣ ΑΛΟΓΟΥΣ ΕΛΕΓΧΟΥΣΑ
Γ’ Χαιρετισμοί
Η εποχή μας βαδίζει σε μία συστηματική αποχριστιανοποίηση και αποεκκλησιοποίηση της ζωής. Δεν είναι μόνο η πανδημία. Είναι και ο όλος προσανατολισμός του πολιτισμού μας, στον οποίο η πίστη θεωρείται ατομικό γεγονός, ότι οι ανάγκες που καλύπτει στους ανθρώπους δεν την καθιστούν μοναδικό γεγονός, καθώς υπάρχουν οι επιστήμες της ψυχικής υγείας, αλλά και η φιλοσοφία, που βοηθούν στην νοηματοδότηση της ζωής και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του ανθρώπου, ενώ για πολλούς ο θάνατος θεωρείται το τέλος της ύπαρξης, με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι δεν μας χρειάζεται ούτε ο Θεός ούτε η θρησκεία. Άλλοι πάλι επισημαίνουν ότι οι θρησκείες ήταν και είναι πρόξενοι κακού στον κόσμο, καθώς προκάλεσαν και προκαλούν πολέμους και, επομένως, η παγκόσμια κοινωνία μπορεί να πορευτεί και χωρίς αυτές. Η φιλοσοφική αντίληψη «φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν» θριαμβεύει, ενώ τα δικαιώματα του ανθρώπου, στην ελεύθερη έκφραση, στις ελεύθερες σχέσεις, στην διαμόρφωση προσωπικότητας που η παλιά ηθική δεν θα την καταπιέζει, είναι κλειδί για το σήμερα, ιδίως για τους νεώτερους. Αρκεί να σεβόμαστε τους νόμους και τα δικαιώματα του άλλου και μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε και ό,τι μας ευχαριστεί. Η θρησκεία ας περιορίζεται στην έκφραση αλληλεγγύης για τους αδύναμους. Μία ματιά να ρίξει κάποιος στα μηνύματα των πολιτικών, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και παγκοσμίως, και θα διαπιστώσει του λόγου το αληθές.
Στους Χαιρετισμούς της Παναγίας ακούμε τον υμνογράφο να απευθύνεται στην Κυρία Θεοτόκο και να την χαιρετίζει ως εξής: «χαίρε εσύ που αποδεικνύεις τους φιλοσόφους ότι είναι άσοφοι, χαίρε εσύ που αποδεικνύεις ότι όσοι αγαπούνε είτε την τέχνη του λόγου και φιλολογούν, είτε τα επιτεύγματα της τεχνικής, και τα θεωρούν αρκετά για την ζωή ότι δεν έχουν επίγνωση τι σημαίνει λόγος και γίνονται άλογοι». Ο υμνογράφος είχε κατά νουν τους φιλοσόφους της αρχαιότητας οι οποίοι δεν μπορούσαν να αποδεχθούν έναν Θεό αγαπητικό, που κινείται προς τον άνθρωπο όχι για να εκπληρώσει αιτήματα ή να διαμορφώσει ηθική, κανόνες και τάξη, αλλά για να γίνει ένα με τον άνθρωπο, να προσλάβει την φύση μας, να ανοίξει την οδό προς την αιώνια κοινωνία, να αναστηθεί και να αναστήσει τους πάντες και να οδηγήσει την πορεία όλων μας ώστε κάθε τι να γίνει αγάπη. Την ίδια στιγμή, δείχνει σε όσους μένουν στα λόγια ή στα επιτεύγματα ότι η αυτάρκειά τους δεν μπορεί να νικήσει τον θάνατο και ότι η Παναγία μας έδειξε πως ο άνθρωπος αξιοποιεί τον λόγο του, τον νου του, τα χαρίσματά του όταν τα επιστρέφει στον Θεό και τον πλησίον, αναγνωρίζοντας πως η αγάπη νικά τον θάνατο και ότι τα επιτεύγματα βοηθούν την ζωή, αλλά δεν είναι πανάκεια. Και μοιάζει άλογος ο άνθρωπος που νομίζει ότι με την δύναμη του λόγου και της σκέψης, αλλά και με τα όποια δημιουργήματά του θα καλύψει την ανάγκη του για γνήσιο νόημα ζωής, για σχέση με τον πλησίον που δεν θα στηρίζεται στην κάλυψη του εγώ, αλλά στο εμείς, για ελευθερία που θα συνοδεύεται από ευθύνη, για ταπείνωση και συγχώρεση που θα δείχνουν τα αληθινά μας μέτρα. Και όλα αυτά δεν έρχονται χωρίς την σχέση με τον Θεό και το θέλημά Του, αυτό δηλαδή που έζησε η Παναγία.
Η ανθρώπινη φιλοσοφία μας βοηθά να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και να τον κατανοήσουμε. Μας βοηθά ακόμη να εξηγήσουμε την πορεία μας, τα πάθη μας, την σκέψη μας, την ψυχή μας. Μας βοηθά να δούμε τις εμπειρίες μας και να προβληματιστούμε σ’ αυτές;. Μας κάνει να βλέπουμε τι είναι καλό και τι όχι γι’ αυτήν την πραγματικότητα. Δεν δίνει όμως ελπίδα αιωνιότητας, όχι γιατί οι ιδέες δεν είναι καλές, αλλά επειδή την αιωνιότητα την προσφέρει αυτός που υπάρχει σ’ αυτήν, αυτός που έγινε άνθρωπος, αυτός που μας δείχνει ότι ο θάνατος δεν είναι ο κυρίαρχος. Και παραμένει άσοφος ουσιαστικά αυτός που δεν μπορεί να δει την ανάσταση και την αγάπη ως τα κλειδιά της αληθινής γνώσης. Που δεν θέλει να συναντήσει τον Χριστό και να ανοιχτεί στον πλησίον με κριτήριο το του ετέρου και όχι το ίδιον όφελος. Αυτός που δεν βλέπει ότι η αγιότητα δεν είναι απλώς ελπίδα, αλλά εμπειρία στην Εκκλησία. Αυτός που δεν ζει την Παναγία ως οδηγήτρια του ανθρωπίνου γένους από γης προς ουρανόν.
Η αποεκκλησιοποίηση του κόσμου μας ελευθερώνει από μία δεσμευτική ταύτιση με την πλειονοψηφία. Μας καθιστά μικρά ζύμη και μας καλεί να σηκώσουμε τον σταυρό μας. Μας δείχνει ότι είναι καιρός να φύγουμε από τις προκαταλήψεις για την Εκκλησία και την πίστη, από την θρησκειοποίηση της ζωής, να δούμε την προσωπική μας ευθύνη να βιώσουμε το μυστήριο και να παλέψουμε να το μοιραστούμε. Να μη λησμονούμε ότι η Παναγία ήταν μία ασήμαντη κοπέλα, η οποία έζησε εντός της ακριβώς αυτό το μυστήριο της αλλαγής των πάντων, της καταλλαγής των πάντων προς τον Θεό, αυτή που έκανε τον Λόγο σάρκα εκ Πνεύματος Αγίου. Δεν ζητά πολλά ο Θεός. Ταπεινή καρδιά, προσευχή, εμπιστοσύνη στο θέλημά Του κι αγάπη. Και μας προσφέρει το αιώνιο νόημα. Τον Υιό της και Θεό της. Τον Υιό Του και Θεός μας.
Η εποχή μας βαδίζει σε μία συστηματική αποχριστιανοποίηση και αποεκκλησιοποίηση της ζωής. Δεν είναι μόνο η πανδημία. Είναι και ο όλος προσανατολισμός του πολιτισμού μας, στον οποίο η πίστη θεωρείται ατομικό γεγονός, ότι οι ανάγκες που καλύπτει στους ανθρώπους δεν την καθιστούν μοναδικό γεγονός, καθώς υπάρχουν οι επιστήμες της ψυχικής υγείας, αλλά και η φιλοσοφία, που βοηθούν στην νοηματοδότηση της ζωής και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του ανθρώπου, ενώ για πολλούς ο θάνατος θεωρείται το τέλος της ύπαρξης, με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι δεν μας χρειάζεται ούτε ο Θεός ούτε η θρησκεία. Άλλοι πάλι επισημαίνουν ότι οι θρησκείες ήταν και είναι πρόξενοι κακού στον κόσμο, καθώς προκάλεσαν και προκαλούν πολέμους και, επομένως, η παγκόσμια κοινωνία μπορεί να πορευτεί και χωρίς αυτές. Η φιλοσοφική αντίληψη «φάγωμεν, πίωμεν, αύριο γαρ αποθνήσκομεν» θριαμβεύει, ενώ τα δικαιώματα του ανθρώπου, στην ελεύθερη έκφραση, στις ελεύθερες σχέσεις, στην διαμόρφωση προσωπικότητας που η παλιά ηθική δεν θα την καταπιέζει, είναι κλειδί για το σήμερα, ιδίως για τους νεώτερους. Αρκεί να σεβόμαστε τους νόμους και τα δικαιώματα του άλλου και μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε και ό,τι μας ευχαριστεί. Η θρησκεία ας περιορίζεται στην έκφραση αλληλεγγύης για τους αδύναμους. Μία ματιά να ρίξει κάποιος στα μηνύματα των πολιτικών, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και παγκοσμίως, και θα διαπιστώσει του λόγου το αληθές.
Στους Χαιρετισμούς της Παναγίας ακούμε τον υμνογράφο να απευθύνεται στην Κυρία Θεοτόκο και να την χαιρετίζει ως εξής: «χαίρε εσύ που αποδεικνύεις τους φιλοσόφους ότι είναι άσοφοι, χαίρε εσύ που αποδεικνύεις ότι όσοι αγαπούνε είτε την τέχνη του λόγου και φιλολογούν, είτε τα επιτεύγματα της τεχνικής, και τα θεωρούν αρκετά για την ζωή ότι δεν έχουν επίγνωση τι σημαίνει λόγος και γίνονται άλογοι». Ο υμνογράφος είχε κατά νουν τους φιλοσόφους της αρχαιότητας οι οποίοι δεν μπορούσαν να αποδεχθούν έναν Θεό αγαπητικό, που κινείται προς τον άνθρωπο όχι για να εκπληρώσει αιτήματα ή να διαμορφώσει ηθική, κανόνες και τάξη, αλλά για να γίνει ένα με τον άνθρωπο, να προσλάβει την φύση μας, να ανοίξει την οδό προς την αιώνια κοινωνία, να αναστηθεί και να αναστήσει τους πάντες και να οδηγήσει την πορεία όλων μας ώστε κάθε τι να γίνει αγάπη. Την ίδια στιγμή, δείχνει σε όσους μένουν στα λόγια ή στα επιτεύγματα ότι η αυτάρκειά τους δεν μπορεί να νικήσει τον θάνατο και ότι η Παναγία μας έδειξε πως ο άνθρωπος αξιοποιεί τον λόγο του, τον νου του, τα χαρίσματά του όταν τα επιστρέφει στον Θεό και τον πλησίον, αναγνωρίζοντας πως η αγάπη νικά τον θάνατο και ότι τα επιτεύγματα βοηθούν την ζωή, αλλά δεν είναι πανάκεια. Και μοιάζει άλογος ο άνθρωπος που νομίζει ότι με την δύναμη του λόγου και της σκέψης, αλλά και με τα όποια δημιουργήματά του θα καλύψει την ανάγκη του για γνήσιο νόημα ζωής, για σχέση με τον πλησίον που δεν θα στηρίζεται στην κάλυψη του εγώ, αλλά στο εμείς, για ελευθερία που θα συνοδεύεται από ευθύνη, για ταπείνωση και συγχώρεση που θα δείχνουν τα αληθινά μας μέτρα. Και όλα αυτά δεν έρχονται χωρίς την σχέση με τον Θεό και το θέλημά Του, αυτό δηλαδή που έζησε η Παναγία.
Η ανθρώπινη φιλοσοφία μας βοηθά να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και να τον κατανοήσουμε. Μας βοηθά ακόμη να εξηγήσουμε την πορεία μας, τα πάθη μας, την σκέψη μας, την ψυχή μας. Μας βοηθά να δούμε τις εμπειρίες μας και να προβληματιστούμε σ’ αυτές;. Μας κάνει να βλέπουμε τι είναι καλό και τι όχι γι’ αυτήν την πραγματικότητα. Δεν δίνει όμως ελπίδα αιωνιότητας, όχι γιατί οι ιδέες δεν είναι καλές, αλλά επειδή την αιωνιότητα την προσφέρει αυτός που υπάρχει σ’ αυτήν, αυτός που έγινε άνθρωπος, αυτός που μας δείχνει ότι ο θάνατος δεν είναι ο κυρίαρχος. Και παραμένει άσοφος ουσιαστικά αυτός που δεν μπορεί να δει την ανάσταση και την αγάπη ως τα κλειδιά της αληθινής γνώσης. Που δεν θέλει να συναντήσει τον Χριστό και να ανοιχτεί στον πλησίον με κριτήριο το του ετέρου και όχι το ίδιον όφελος. Αυτός που δεν βλέπει ότι η αγιότητα δεν είναι απλώς ελπίδα, αλλά εμπειρία στην Εκκλησία. Αυτός που δεν ζει την Παναγία ως οδηγήτρια του ανθρωπίνου γένους από γης προς ουρανόν.
Η αποεκκλησιοποίηση του κόσμου μας ελευθερώνει από μία δεσμευτική ταύτιση με την πλειονοψηφία. Μας καθιστά μικρά ζύμη και μας καλεί να σηκώσουμε τον σταυρό μας. Μας δείχνει ότι είναι καιρός να φύγουμε από τις προκαταλήψεις για την Εκκλησία και την πίστη, από την θρησκειοποίηση της ζωής, να δούμε την προσωπική μας ευθύνη να βιώσουμε το μυστήριο και να παλέψουμε να το μοιραστούμε. Να μη λησμονούμε ότι η Παναγία ήταν μία ασήμαντη κοπέλα, η οποία έζησε εντός της ακριβώς αυτό το μυστήριο της αλλαγής των πάντων, της καταλλαγής των πάντων προς τον Θεό, αυτή που έκανε τον Λόγο σάρκα εκ Πνεύματος Αγίου. Δεν ζητά πολλά ο Θεός. Ταπεινή καρδιά, προσευχή, εμπιστοσύνη στο θέλημά Του κι αγάπη. Και μας προσφέρει το αιώνιο νόημα. Τον Υιό της και Θεό της. Τον Υιό Του και Θεός μας.
ΧΑΙΡΕ ΟΣΜΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΥΩΔΙΑΣ,
ΧΑΙΡΕ ΖΩΗ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΕΥΩΧΙΑΣ
Εικόνα ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ ΥΜΝΟΥ, με κεντρική εικόνα
της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΡΟΔΟΝ ΤΟ ΑΜΑΡΑΝΤΟ και περιμετρικά της
εικονάκια με θέματα του ΧΡΙΣΤΟΥ και της ΠΑΝΑΓΙΑΣ όπως
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ, ΓΕΝΝΗΣΗ, ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ
ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ, ΥΠΑΠΑΝΤΗ, κτλ., με τους 24 οίκους της
Δ’ Χαιρετισμοί
Οι άνθρωποι αγαπούμε τα λουλούδια, όχι μόνο γιατί στολίζουν το σπίτι μας, το γραφείο μας, την ζωή μας, αλλά και γιατί αναδύουν μία ευωδία η οποία μας ευφραίνει. Τα έχουμε συνδέσει με τα μεγάλα γεγονότα της ζωής. Στον γάμο η γυναίκα παίρνει ως δώρο την νυφιάτικη ανθοδέσμη. Μετά την γέννα ο πατέρας δίδει στην γυναίκα του, ως σημάδι ευχαριστίας και εκτίμησης και αγάπης, αλλά και χαράς για το ότι έφερε στον κόσμο του παιδί τους, λουλούδια.
Σε κάθε εκδήλωση τα λουλούδια είναι σημάδι κατατεθέν, σημάδι ευγένειας, αρχοντιάς, ομορφιάς. Το άρωμά τους μένει χαρακτηριστικό, ιδίως όταν είναι από αγροκήπιο και ελκύει τον άνθρωπο. Αντίστοιχα γίνεται και με την οσμή από τα αρώματα που φορούμε οι άνθρωποι για να μπορούμε να προσεγγίσουμε τους συνανθρώπους μας. Τα αρώματα σβήνουν την όποια κακοσμία και αισθανόμαστε χαρά και άνεση. Ας μη λησμονούμε και το λιβάνι της προσευχής. Και από αυτό αναδύεται μία ευχάριστη οσμή, διά της οποίας η προσευχή μας ανεβαίνει στον Θεό και χαρακτηρίζει την διάθεση της καρδιάς μας.
Στους Χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου ο υμνογράφος την χαρακτηρίζει «οσμή της Χριστού ευωδίας». Η Παναγία είναι αυτή που ευωδιάζει Χριστό. Δεν είναι μόνο ότι Τον κυοφόρησε. Είναι ότι Τον έζησε ως Θεάνθρωπο. Τον γαλούχησε, Τον αγκάλιασε, Τον αισθάνθηκε σπλάχνο της. Την ίδια στιγμή, ο Χριστός αναδίδει την ευωδία της ουράνιας πραγματικότητας. Είναι «η οδός, η αλήθεια, η ζωή», είναι «η ανάστασις και η ζωή», είναι «το φως των ανθρώπων», είναι η αγάπη. Δεν είναι μόνο ωραίες λέξεις αυτές. Είναι ιδιότητες που αποτυπώνουν τη ταυτότητά Του. «Είναι» ο Χριστός, «δεν έχει» απλώς. Και αυτό το είναι παρομοιάζεται με την ομορφιά και την ευωδία των λουλουδιών, των αρωμάτων, του λιβανιού, που εγκαθίσταται στην ύπαρξη της Παναγίας, στην ψυχή και το σώμα, και την κάνει να ευωδιάζει και εκείνη και όποιο προσπίπτει σ’ αυτήν, μοιράζεται αυτήν την ευλογημένη αρωματική οσμή, ως αλλοίωση και της δικής του ύπαρξης.
Οι άνθρωποι ζούμε και στην εποχή μας, αλλά και σε κάθε πραγματικότητα την κακοσμία της αμαρτίας. Την κακοσμία της υπεροψίας από τις γνώσεις μας, διά των οποίων δήθεν κατέχουμε την αλήθεια. Την κακοσμία της κακίας και του ψεύδους, με τα οποία πλημμυρίζουμε τις σχέσεις μας με τον πλησίον. Την κακοσμία μιας ζωής γεμάτης θανατίλα, διότι ό,τι χωρίζεται από τον Θεό είναι νεκρό. Ό,τι χωρίζεται από την αγάπη αφήνει προς τα έξω την αποφορά ενός εγωκεντρισμού που αυτοθεοποιείται, αλλά δεν σώζει. Ας θυμηθούμε τον λόγο της Μάρθας στο μνήμα, όταν ο Χριστός ζητά να βγάλουν την πέτρα για να αναστήσει τον Λάζαρο: «Κύριε, ήδη όζει». Ήδη όζουμε οι άνθρωποι χωρίς την παρουσία του Χριστού. Μόνο Εκείνος μπορεί να μας δώσει την ανάσταση και την ζωή, διότι είναι η ανάσταση και η ζωή. Και η Παναγία πρώτη το έζησε και το ζει και μας καλεί να την μιμηθούμε, παλεύοντας να ζήσουμε κι εμείς την ευωδία της πίστης.
Η Παναγία έγινε τελικά η ζωή της μυστικής ευωχίας. Γίνεται ένα τραπέζι πλούσιο, στο οποίο οι τροφές δεν είναι απλές στερεωτικές για την επιβίωσή μας. Είναι μυστικές, δηλαδή αγκαλιάζουν την καρδιά μας, την γεμίζουν ελπίδα ζωής, την κάνουν να αγαπά, να συγχωρεί, να μη φοβάται τον θάνατο, να μην νικιέται από οποιαδήποτε δοκιμασία. Και μας δίνει χαρά, καθώς έχει γίνει η μητέρα της Χαράς των πάντων, του Χριστού. Όπως η ίδια κοινώνησε τον Θεό στην ύπαρξή της, κυοφορώντας Τον έτσι κι εμείς, καλούμαστε να την μιμηθούμε, κοινωνώντας Τον στην ζωή της Εκκλησίας, στο μυστήριο της ζωής που είναι η Θεία Ευχαριστία. Στο μυστήριο της αγάπης. Στο μυστήριο της ταπείνωσης. Στο μυστήριο της συγχώρεσης. Στην προσευχή και την άσκηση. Στην συνύπαρξη με τον πλησίον, διά της οποίας σωζόμαστε και αγιαζόμαστε. Αυτήν την μυστική ευωχία που μπορεί να μην κάνει θόρυβο εντός του κοσμικού πνεύματος, που γέμει υλικής τροφής και υλιστικού πνεύματος, αλλά γεννιέται και αναγεννιέται στην καρδιά όποιου πιστεύει. Όποιου επικαλείται την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Υιό και Θεό της.
Οι χριστιανοί, συμμετέχοντας στα «Χαίρε» προς την Υπεραγία Θεοτόκο, κι ας είμαστε λίγοι, ξαναβρίσκουμε τον δρόμο της αρχοντιάς των λουλουδιών, της ευγένειας και της ομορφιάς. Στολίζουμε τον κόσμο, στον οποίο ζούμε. Και δείχνουμε, ταπεινά και υπομονετικά, ότι η αληθινή ομορφιά βρίσκεται στην ευωδία του Χριστού. Αυτή που νικά κάθε θάνατο και αρωματίζει την σύνολη ύπαρξή μας με αγάπη, ανάσταση, αιωνιότητα.
Βιβλιογραφία
Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Δρ. Θεολογίας ΑΠΘ στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και τις εκδόσεις «Ἀκολουθεῖν» Φεβ. 2019, με τίτλο «Τῶν θλιβομένων ἡ Χαρά» και υπότιτλο «Ἡ Δέσποινα τῆς Δοξολογίας και τῆς Παράκλησης». Το βιβλίο, διακοσίων σελίδων, μπορεί να το προμηθευτεί κανείς από όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία. Παραθέτω τον Πρόλογο και τα Περιεχόμενα του βιβλίου εδώ
πηγή: Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr
★ Ακάθιστος Ύμνος ή οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου στο
Πρωτότυπο με Μετάφραση και το Ιστορικό (Αφιέρωμα)
www.sophia-ntrekou.gr/xairetismoi-yperagias-Theotokoy
www.sophia-ntrekou.gr/xairetismoi-yperagias-Theotokoy
★ Ακολουθία των Χαιρετισμών εις την Υπεραγία
Θεοτόκο του Ακαθίστου Ύμνου ήτοι Χαιρετισμοί
www.sophia-ntrekou.gr/theotokos-greetings-translation
Περισσότερα Θέματα: Θεομητορικά, Σαρακοστή
Α' Χαιρετισμοί σήμερα, με το καλό να φτάσουμε στην Ανάσταση.Για χρόνια κάθε χρόνο βλέπω την εικόνα του Ευαγγελισμού στην ανάρτησή σας και πολύ μου "είχε/έχει" αρέσει. Φόντο στο pc, προώθηση σε άλλους ώσπου παρατήρησα πως από την εικόνα έλειπαν τα αστέρια της Παναγιάς μας και την κατέβασα. Τα αστέρια της Παναγίας μας είναι τρία(3) στο μαφόριό της, στο μέτωπο και στους δύο ώμους, που φανερώνουν την αειπαρθενία της. Πριν τον τόκο, κατά τον τόκο και μετά τον τόκο. Νομίζω πως χωρίς τ' αστέρια θίγεται η αειπαρθενία Της. Συγχωρέστε με.
ΑπάντησηΔιαγραφή