Τα Χριστούγεννα είναι το επαναστατικότερο άγγελμα που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότητα


Τα Χριστούγεννα, η ενανθρώπηση Θεού είναι το
επαναστατικότερο άγγελμα που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότητα

Xρήστος Γιανναράς (1935 - 2024) καθ. Φιλοσοφίας και
Πολιτιστικής Διπλωματίας του Παντείου Πανεπιστημίου.


Η Ενανθρώπηση Του Θεού

Την ως τώρα ιστορία της ανθρωπότητας τη χωρίζουμε οι άνθρωποι σε δυο περιόδους: στην προ Χριστού (π.Χ.) και στη μετά Χριστόν (μ.Χ.).

Η διαίρεση αυτή δεν είναι σχήμα που το επέλεξαν οι λαοί της υδρογείου με κοινή συμφωνία – μόνο μια μειονότητα καταλαβαίνει ποιαν ιστορική λογική απηχεί μια τέτοια διαίρεση. Παγκοσμιοποιήθηκε η συγκεκριμένη περιοδολόγηση – χρονολόγηση μάλλον για λόγους χρηστικούς. Πρέπει να συνέδραμε και το γεγονός ότι τη γέννησαν και την εφάρμοσαν λαοί μπροστάρηδες στον πολιτισμό για πολλούς αιώνες, λαοί που επηρέαζαν την πορεία της σύνολης ανθρωπότητας.

Η αίσθηση του «ιερού» και η έννοια του «θείου» ήταν αυτονόητα δεδομένες και λειτουργικά αφομοιωμένες στις ανθρώπινες κοινωνίες πριν τη λεγόμενη «νεωτερικότητα». Όσο οι άνθρωποι (η πλειονότητα τουλάχιστον) διψούσαν να γνωρίσουν το «νόημα» (ουσία και σκοπό) της ύπαρξης και των υπαρκτών (όχι πρωταρχικά τη χρήση – χρησιμότητα), ο προβληματισμός ήταν για την «αλήθεια»: Υπάρχει υπαρκτική αλήθεια, ύπαρξη που δεν γνωρίζει περιορισμούς χώρου, χρόνου, φθοράς, θανάτου; «Πώς το θνητόν αθανασίας μετέχει» (Πλάτων) και γιατί «ου χρη ανθρώπινα φρονείν άνθρωπον ούτε θνητά τον θνητόν, αλλ’ εφόσον ενδέχεται αθανατίζειν» (Αριστοτέλης);

Μόνο με την ετοιμότητα που απηχείται σε μια τέτοια εκφραστική μπορούμε να κατανοήσουμε τον ραγδαίο εκχριστιανισμό της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης». Η διαίρεση της Ιστορίας σε περιόδους «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν» προϋπέθετε, ως κοινή και ενιαία βάση κοινωνικής συμβίωσης (πολιτισμού), την προτεραιότητα του ενδιαφέροντος για την αλήθεια και όχι για τη χρησιμότητα.

Μόλις πριν από μια ή και δυο γενιές, η περιοδολόγηση της Ιστορίας, με άξονα την ενανθρώπηση του Θεού, παρέμενε ένα αυτονόητο διεθνώς δεδομένο, με στέρεο υπόστρωμα βιωματικής βεβαιότητας. Σήμερα φράσεις, όπως «η γέννηση του Χριστού», «η ενανθρώπηση του Θεού», απηχούν ή μια εικονολογική, θρησκευτική έκφραση, εξωεμπειρική, παγιδευμένη στη στειρότητα των «πεποιθήσεων», ή μια ψυχολογική «μετουσίωση» (Sublimierung την είπε ο Φρόυντ) της επιθυμίας σε βεβαιότητα.

Ο εκχριστιανισμός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της γης ήταν, προφανέστατα, πρόκληση και αφορμή προαγωγής της νοητικής καλλιέργειας και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας – ο φιλοσοφικός προβληματισμός και η εκφραστική των Τεχνών λειτούργησαν όχι συνοδευτικά, αλλά ως άξονες συγκρότησης του εκκλησιαστικού γεγονότος. Γι’ αυτό και η σημερινή ραγδαία αποχριστιανοποίηση των κοινωνιών σε διεθνή κλίμακα, μοιάζει με έκπτωση δραματική σε παλιμβαρβαρισμό.

Η κοινωνία των σχέσεων αλλοτριώνεται ραγδαία σε διαπάλη συμφερόντων, στη διαπάλη πρωτεύει αυτονόητα η αυθαιρεσία της παντοδαπής ισχύος, ένας εφιάλτης αμοραλισμού, αναξιοκρατίας, αδίστακτης διαφθοράς. Ο κρετινικός πρωτογονισμός της απληστίας γεννάει την απάνθρωπη αδιαφορία για την ανημπόρια των αδύναμων, συντηρεί την υστερία πολεμικών, κάθε τόσο, συγκρούσεων, με σφαγές αόπλων, εφιαλτικούς βασανισμούς αθώων, προγραμματικές, σε τοπική κλίμακα, γενοκτονίες.

Οι μεγάλες Γιορτές της Χριστιανοσύνης, για πολλούς αιώνες, φανέρωναν κοινωνική συνοχή που τη γεννούσε αυτονόητα η πηγαία κοινή χαρά έμπρακτη. Σαρκωνόταν η εόρτια χαρά σε ιδιαίτερες γεύσεις, καλλικέλαδα άσματα, χορούς κυκλωτικούς. Σώμα ζωντανό το χωριό, η γειτονιά, αίμα της καρδιάς η πατρίδα. Χάθηκε σήμερα πια η Ελλάδα της Γιορτής, ο άπεφθος πολιτισμός μιας φτώχειας που έσωζε αρχοντιά, η γνησιότητα της σαρκωμένης στο αυτονόητο αρετής.

Αν είχε διασωθεί το λαϊκό ήθος της Γιορτής, θα ήταν αδιανόητο σήμερα το γκροτέσκο τηλεοπτικό θέαμα: αναμετάδοση της λειτουργικής σύναξης των πιστών, χωρίς συναγμένους πιστούς!! – η τηλοψία να καταργεί το εκκλησιαστικό γεγονός. Ενας άδειος, κλειδωμένος για τον λαό ναός να «λειτουργεί»: «λαού-το-έργο» η λειτουργία, έργο του λαού χωρίς τον λαό! Είναι σαν γάμος χωρίς νύφη και γαμπρό, σαν βαφτίσι χωρίς βαφτιζόμενο – θέαμα μόνο, δηλαδή ένα «στημένο» τίποτα, για ψυχολογική κατανάλωση και ηθικοδιδακτική «ωφελιμότητα».

Συνεπέστατος σε αυτό το τίποτα, ο ιερέας, στον καθεδρικό των Αθηνών, στήνει αναλόγιο στην «ωραία πύλη», ακουμπάει τα χαρτιά του και διαβάζει το διαγγελματικό του κήρυγμα. Παγερά άδειος ο ναός, για ποιον διαβάζει τις κηρυγματικές, χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες του ο λειτουργός; Για υποθετικούς τηλεθεατές; Παρά την πολιότητά του, δείχνει να μην υποψιάστηκε ποτέ τη διαφορά του κηρύγματος από την προπαγάνδα, της Εκκλησίας από το ΚΚΕ.

Αν υπήρχε Εκκλησία, στη θέση της «επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας», το αναγκαίο κλείσιμο των ναών για την απειλή του κορωνοϊού θα ήταν πένθος τίμιο, συνεπές, ανυπόκριτη αγάπη που μοιράζεται (κοινωνεί) με όλους το μαρτύριο του πανικού και τον σταυρό της ασφυξίας. Η μικρή, ελάχιστη γωνιά της γης, που συντηρεί ακόμα το όνομα «Ελλάδα» (ίσως, στο περίπου και την ελληνική εκφραστική) έστω φθίνουσα, θα μπορούσε να φιλοδοξήσει ρόλο ιστορικό στο πανανθρώπινο πεδίο: Να διασώσει τη διαφορά της κατανόησης, από τη γνωστική αμεσότητα της σχέσης, διαφορά της ατομικής επιβίωσης από την κοινωνούμενη ετερότητα.

Τα Χριστούγεννα, η ενανθρώπηση Θεού, αν τα σημαίνοντα κυριολεκτούν, είναι το επαναστατικότερο άγγελμα που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότητα.


Xρεοκοπία ή το α-νόητο της Γιορτής

Aλλο η θρησκεία και άλλο (στους αντίποδες) το εκκλησιαστικό γεγονός. H θρησκεία δεν μεταγγίζει «νόημα» της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Yπηρετεί την ατομική ψυχολογία, το ένστικτο αυτοπροστασίας. Aν είναι οργανωμένη, συλλογική η θρησκευτικότητα, ενδέχεται και να παράγει αρρώστια, απανθρωπία – εφιάλτες όπως οι σέκτες πουριτανών, πιετιστών, «γνησίων ορθοδόξων»: πολυώνυμες εξαμβλωματικές μονοτροπίες στο κοινωνικό περιθώριο.

Για τη θρησκευτική προοπτική τα Xριστούγεννα είναι αφορμή ευφραντικών του ατόμου ψυχολογικών καταστάσεων και ηθικοδιδακτικής ωφελιμότητας: Συναισθηματικός διάκοσμος, παιδαριώδη ασμάτια, ευχές, δώρα, γευστικές ηδονές, όλα κουρασμένα από τον φόρτο της συνήθειας. H θρησκεία δεν κομίζει απαντήσεις για «νόημα» της ζωής και του θανάτου. Mηρυκάζει τα στερεότυπα a priori:

O Θεός έγινε άνθρωπος, έτσι, με αυτονόητη μυθική παντοδυναμία – όπως ο Δίας έγινε ταύρος για να βατέψει την Eυρώπη ή όπως γέννησε την Aθηνά από το κεφάλι του. Για τους «ιερείς» και «αρχιερείς» της θρησκείας, σκοπός της «θαυματουργικής» ενανθρώπησης του Θεού ήταν η χρησιμοθηρία της διδαχής: Nα μας προσφέρει ηθικό υπόδειγμα, να μας διδάξει το «αγαπάτε αλλήλους», πληρέστερες κανονιστικές διατάξεις. Στις οποίες αν πειθαρχήσει το άτομο θωρακίζεται με σιγουριά για αιώνια επιβίωση του εγώ, ατέλειωτη σε γραμμικό χρόνο εξασφάλιση ναρκισσιστικής δικαίωσης.

Γι’ αυτό η θρησκεία δεν γεννάει ποτέ πολιτισμό. Πολιτισμό γεννάει η αναζήτηση «νοήματος», αιτίας και σκοπού, της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Aναζήτηση όχι μερικευμένα νοητική αλλά καθολικά εμπειρική – να στοχεύει στη σχέση, στην αμεσότητα της ψηλάφησης, στη δυναμική της πληρότητας που ποτέ δεν πληρούται:

«Tούτό εστιν αληθώς το ευρείν τον Θεόν, το αεί αυτόν ζητείν, το ουδέπω της επιθυμίας κόρον ευρείν». H ορμέμφυτη ψυχολογική θρησκευτικότητα θέλει αλάθητα δόγματα, πατερναλιστικές αυθεντίες, νομική πρόβλεψη για κάθε ενέργημα. H μεταφυσική δίψα ζητάει τη μέθη της γνώσης που χαρίζεται μόνο στη σχέση μόνο με την ελευθερία από το εγώ, στο πανηγύρι του έρωτα.

H γεύση της πληρότητας επαληθεύεται ως πρόγευση, όχι ως ιδιοκτησία. H πρόγευση αναρριπίζει τον πόθο και ο πόθος γίνεται γλώσσα. Γλώσσα αμεσότητας της σχέσης, δηλαδή γλώσσα του μουσουργού, του ζωγράφου, του ποιητή, του αρχιτέκτονα, του γλύπτη, γλώσσα ποιητική θεσμών, οργάνωσης του βίου από ταλαντούχο ηγέτη – ποτέ, μα ποτέ γλώσσα ιδεολογίας, λόγος εξουσίας, κήρυγμα χρηστικής ωφελιμότητας.

H εμπειρία της πρόγευσης, όταν γίνεται γλώσσα, είναι μαρτυρία κλητική σε συν-μετοχή, σε συνάθληση. Oι αρχαιοελληνικές ψηλαφήσεις μαρτυρούν την ταύτιση του πραγματικά (αχρόνως και αφθόρως) υπαρκτού με τη λογικότητα της αρμονίας των σχέσεων που συγκροτούν τη συμπαντική κοσμιότητα – τον «ξυνόν (κοινό) λόγον». Kαι την ψηλάφηση επαλήθευε η κοινωνία της εμπειρίας: η έμπρακτη μετοχή στο προτεινόμενο «νόημα». Mετοχή στο άθλημα της «πόλεως», στην «εκκλησία του δήμου». Mέθεξη στην αποκαλυπτική δραματουργία της τραγωδίας, στην αγαλλίαση που γεννάει το «άγαλμα», πρόκληση θεωρίας – θέας του αθάνατου λόγου της «ουσίας».

Aνάλογη και η χριστιανική ψηλάφηση: Tαύτισε το πραγματικά υπαρκτό όχι πια με τη συμπαντική λογικότητα σαν ανερμήνευτη αναγκαιότητα, σαν ειμαρμένη, αλλά με τον λόγο μιας προσωπικής ετερότητας αποτυπωμένης στον κόσμο, όπως αποτυπώνεται ο λόγος του δημιουργού στο δημιούργημα. Aιτία της ύπαρξης όχι η απρόσωπη λογική ανάγκη, αλλά η ακραιφνέστερη ελευθερία αυτή της αγάπης. H ελευθερία του Δημιουργού ψηλαφείται στην ενανθρώπησή του: Eλεύθερος από κάθε λογικά αναγκαίο προκαθορισμό της ύπαρξής του, ελεύθερος ο Θεός και από τη θεότητά του, γίνεται άνθρωπος, βρέφος σπαργανωμένο σε φάτνη αλόγων.

O βίος του, διαδοχή «σημείων» υπαρκτικής ελευθερίας από τη νομοτέλεια που δυναστεύει την ανθρώπινη φύση μας. Tα «σημεία» μαρτυρούν τον τρόπο της ελευθερίας: την «κένωση» από την ιδιοτέλεια, τη ζωή ως έρωτα μανικόν, ως αμετρία αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς. Kαι αυτόν τον τρόπο ευαγγελίζεται η Eκκλησία. Oχι ως ιδεολόγημα για ατομική θρησκευτική κατανάλωση, αλλά ως κλήση για μετοχή στο προτεινόμενο «νόημα»: Mετοχή στο άθλημα της «καινής πόλεως» της «εκκλησίας», στο σώμα που κοινωνεί την τροφή, τη ζωή και την ύπαρξη, στο δείπνο της Eυχαριστίας – αποκαλυπτική δραματουργία. Kοινωνεί ο μέτοχος τη «διάβαση επί το πρωτότυπον» στην πρόκληση της Eικόνας. Kαι η έμπρακτη σχέση, πρόγευση πληρότητας όχι πια μόνο γνωστικής αλλά και υπαρκτικής, γίνεται και πάλι γλώσσα του μουσουργού, του ποιητή, του ζωγράφου, του αρχιτέκτονα, γλώσσα θεσμών οργάνωσης του βίου. «O ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» – ο εμπειρισμός της ψηλαφητής πιστοποίησης, στους αντίποδες των ιδεολογημάτων, είναι ο τρόπος της μαρτυρίας των ποικιλότροπων γλωσσών μετοχής.

Eνας Eλληνισμός ολότελα άσχετος με την ιστορική του σάρκα, άσχετος με τον τρόπο, που ο ίδιος γέννησε, για την εμπειρική επαλήθευση, Eλληνισμός παραιτημένος από τη μεταφυσική αναζήτηση και με θρησκειοποιημένο στους κόλπους του το εκκλησιαστικό γεγονός, τι θέση μπορεί πια να έχει στον διεθνή στίβο, ποιον λόγο υπάρξεως; Kοιτάξτε γύρω μας, πώς γιορτάζει ο Eλλαδισμός τα Xριστούγεννα, πώς μορφάζει πίσω από τα απομεινάρια της εκκλησιαστικής Γιορτής το κενό κάθε νοήματος της ύπαρξης και της συνύπαρξης, κενό αποδιοργανωτικό της ζωής, αποσάθρωσης των σχέσεων κοινωνίας.

H απόσταση που χωρίζει την ελληνικότητα από την εθνικιστική επαρχιωτίλα του Eλλαδισμού, η ίδια χωρίζει και την εκκλησιαστική Γιορτή από τη θρησκειοποίησή της, την παρακμιακή της αλλοτρίωση.


Αντίδοτο στη θρησκευτική α-νοησία

Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά
στην Καθημερινή, Κυριακή, 24-12-2005


Διερωτήσεις για τα κοινώς αυτονόητα, ερωταποκρίσεις αναζήτησης αφετηριακών ορισμών.
Τι ακριβώς εξακολουθούμε να γιορτάζουμε με τη «γιορτή» των Χριστουγέννων στις δυτικού τύπου κοινωνίες μας σήμερα;

Μάλλον αυτό που λέει η λέξη: Τη γέννηση του Χριστού, άσχετα με το τι νομίζει ο καθένας για τον Χριστό. Αν ήταν, λ.χ., ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ή αν ήταν μόνο ιδρυτής μιας ακόμη θρησκείας. Ή απλώς ένας χαρισματικός ηθικολόγος, ξεχωριστός φιλόσοφος, ρομαντικός κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Αναγνωρίζουμε όλοι αυτονόητα τον ξεχωριστό ρόλο του Χριστού στην ανθρώπινη Ιστορία και αφηνόμαστε στη συνήθεια να γιορτάζουμε τη γέννησή του.

Για το πρώτο ενδεχόμενο, να ήταν ο Θεός που έγινε άνθρωπος, τι λογικά ερείσματα (ερείσματα κοινωνούμενης εμπειρίας) μπορεί να έχει ένας σημερινός, στις δυτικού τύπου κοινωνίες, άνθρωπος; Πώς ο Χριστός, ένα ιστορικά εντοπισμένο ανθρώπινο άτομο με τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης, μπορεί να ήταν η ίδια η Αιτιώδης Αρχή των υπαρκτών, ο Θεός δημιουργός του σύμπαντος;

Στο πλαίσιο του βίου μας σε δυτικού τύπου κοινωνίες σήμερα, μοιάζει να μην υπάρχει η γλώσσα τόσο για την αναζήτηση όσο και για την απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Κάποτε οι άνθρωποι πάλευαν κατά προτεραιότητα να αποκρυπτογραφήσουν το αίνιγμα της ύπαρξης των υπαρκτών, όπως παλεύουν σήμερα να μάθουν τα μυστικά της ύλης για να εκμεταλλευτούν την ύλη. Κάθε πάλη γεννάει την αναγκαία για το εγχείρημα γλώσσα. Άλλη γλώσσα για την έρευνα του υπαρκτικού γεγονότος, άλλη για την αποτελεσματικότητα της χρησιμοθηρίας.

Σήμερα, οι εκπρόσωποι του θεσμοποιημένου σε «επικρατούσα θρησκεία» εκκλησιαστικού γεγονότος μάς μιλάνε για την ενανθρώπιση του Θεού με τη γλώσσα όχι της πάλης για να φωτιστεί το αίνιγμα της ύπαρξης, αλλά με την κυρίαρχη γλώσσα της χρησιμοθηρικής αποτελεσματικότητας. Μας μιλάνε για το «αγαπάτε αλλήλους» που είπε ο Χριστός και είναι φανερό ότι το καταλαβαίνουν σαν συνταγή ωφελιμιστικής ηθικολογίας – θα μπορούσε να το έχει πει και ο Μαχάτμα Γκάντι. Μας μιλάνε και για την «ειρήνη» που ευαγγελίστηκε ο Χριστός, θαυμάσιο και αυτή κομφόρ της φυτικής ευζωίας μας. Κυρίως, μας μιλάνε με πλήθος τυποποιημένα αυτονόητα, λέξεις και φράσεις που λειτουργούν μόνο ως θρησκευτικά κλισέ, δίχως το παραμικρό αντίκρισμα εμπειρικής αμεσότητας, όπως όλες οι αξιωματικές αρχές των ιδεολογημάτων και τα δογματικά a priori.

Καταιγισμός κηρυγμάτων, πλημμυρίδα έντυπου θρησκευτικού λόγου, ραδιοφωνικές συχνότητες που πουλάνε θρησκεία για ψυχολογική κατανάλωση. Και το καίριο, το ζωτικό ερώτημα αναπάντητο: Πώς ο άγνωστος, απρόσιτος, «πάντων επέκεινα» Θεός, ο ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, μπορεί να ταυτίζεται με βρέφος ανθρώπινο σε φάτνη αλόγων; Ποια πρόταση ερμηνείας του υπαρκτικού γεγονότος μπορεί να φωτίσει αυτόν τον παραλογισμό; Να καταφύγουμε στην ευκολία της «υπερφυσικής» αλογίας, δηλαδή σε μαγικές ερμηνείες άμπρα-κατάμπρα; Μα με την επίκληση του «υπερφυσικού» ο άνθρωπος έχει σκαρώσει πολλά θρησκευτικά μυθεύματα. Ποτέ ο λόγος της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν κατέφυγε στο πρόσχημα του «υπερφυσικού» και αυτόν τον εκκλησιαστικό λόγο απηχούσε ο Ντοστογιέφσκι όταν κατάγγελλε «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» σαν τις τρεις πανίσχυρες δυνάμεις του κακού που δουλώνουν τον άνθρωπο.

Πρόταση εμπειρικής ψηλάφησης «νοήματος» των Χριστουγέννων εκθέτει με διακριτική προσήνεια Ισαάκ ο Σύρος και η γραφή του επιβιώνει άκρως επικαιρική κάπου δεκατρείς αιώνες. Δέξου την ταπεινοφροσύνη, λέει ο μέγας Ισαάκ, είναι η μόνη εμπειρική πιστοποίηση που μπορεί να έχει ο άνθρωπος υπαρκτικής ελευθερίας από τη φύση του. Αν φτάσεις σε αυτήν την εμπειρική πιστοποίηση θα έχεις βεβαιωθεί ότι η ταπεινοφροσύνη «στολή Θεότητός εστιν. Ο γαρ Λόγος ο ενανθρωπήσας αυτήν ενεδύσατο και ωμίλησεν ημίν δι’ αυτής εν τω σώματι ημών».

Στην πάλη για ερμηνευτικό φωτισμό του υπαρκτικού αινίγματος, πρώτο είναι το πρόβλημα της ελευθερίας. Όχι της ελευθερίας ως δυνατότητας επιλογών, όπως σήμερα νηπιωδώς την κατανοούμε, αλλά της ελευθερίας από τους περιορισμούς που επιβάλλουν στην ύπαρξή μας οι δεδομένες αναγκαιότητες της φύσης μας: η υποταγή στον χρόνο, στον χώρο, στη φθορά, στον θάνατο. Και το πρώτο που ενδιαφέρει είναι αν η ελευθερία από τη φύση μπορεί να περιλαμβάνεται στα ενδεχόμενα του υπαρκτικού γεγονότος.

Η ερμηνευτική πρόταση της εκκλησιαστικής εμπειρίας βλέπει στα Χριστούγεννα απτή (ιστορικά σαρκωμένη) την ελευθερία της ύπαρξης του Θεού από κάθε αναγκαιότητα προκαθορισμού που θα προϋπέθετε η θεία φύση ή ουσία του. Είναι Θεός, αλλά είναι και υπαρκτικά ελεύθερος από τη θεότητά του, ελεύθερος να υπάρξει «κενωτικά» και ως άνθρωπος – στην ενανθρώπισή του ψηλαφείται ο θρίαμβος της υπαρκτικής ελευθερίας του προσώπου του έναντι της φύσης του. Αντίστοιχα, η εκ νεκρών ανάσταση του Χριστού είναι η απτή ελευθερία του από τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε.

Νοήματα όλα αυτά άκρας σχετικότητας παγιδευμένα μέσα στα όρια του κόσμου μας που είναι και όρια της γλώσσας μας. Γι’ αυτό και εύκολα διολισθαίνουν στο ιδεολόγημα. Το γνωρίζει, ασφαλώς επώδυνα, Ισαάκ ο Σύρος και συνετά η δική του ερμηνευτική των Χριστουγέννων πρόταση αποφεύγει την παγίδα των νοημάτων. Καλεί στην άμεση εμπειρική ψηλάφηση της ερμηνείας, στην έμπρακτη σπουδή του τρόπου της υπάρξεως που ελευθερώνει από τις προδιαγραφές της φύσης. Και αυτός ο τρόπος είναι η «κένωση», η ταπεινοφροσύνη. «Πας ο αμφιεσάμενος αυτήν, την στολήν εν η ωράθη ο κτίστης αμφιέννυται» – σπουδάζει στο κορμί του την ελευθερία από την κτιστότητα.

Η «αποκάλυψη» που κομίζει η εκκλησιαστική εμπειρία είναι όλη κι όλη τρεις λέξεις: «Πατήρ», «Υιός», «Πνεύμα». Δηλώνουν την Αιτιώδη Αρχή του υπαρκτού ως ελευθερία από την οντική ατομικότητα τη φυσικά ή ουσιαστικά προκαθορισμένη. Και ελευθερία από τον ατομοκεντρισμό δεν σημαίνει άρνηση της αυτοσυνείδητης ετερότητας, αλλά πραγμάτωσή της μέσα από την υπαρκτική δυναμική της σχέσης, της αυθυπέρβασης, της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι ηθική ποιότητα, αλλά ο τρόπος υπάρξεως της Θεότητας, ο τρόπος της ελευθερίας.

Το όνομα «Πατήρ» δεν παραπέμπει σε ατομικό εγώ, αλλά στη σχέση με τον «Υιό» και το «Πνεύμα», το ίδιο και καθένα από τα άλλα δύο ονόματα. Και αυτόν τον τρόπο της ύπαρξης ως ελευθερίας τον αποκάλυψε το βρέφος της Βηθλεέμ φορώντας σάρκα ταπεινή, δηλαδή ψηλαφητή την «στολήν της Θεότητος».

Πέρα από την απελπιστική πλημμυρίδα θρησκευτικής κηρυγματικής α-νοησίας υπάρχει, δώρο ζωής ανεκτίμητο, Ισαάκ ο Σύρος.

Χριστούγεννα: το «πώς» και το «τι»


Καθημερινή, 23 Δεκεμβρίου 2013

Καταλαβαίνουμε τι θα πει έρωτας, αυτό δεν σημαίνει ότι γνωρίζουμε τον έρωτα. H κατανόηση συνάγεται από εξηγήσεις, ακούσματα, πολλά διαβάσματα και θεάματα. Tη γνώση τη γεννάει η εμπειρία. Γνωρίζουμε τον έρωτα μόνο με την εμπειρία μετοχής στον «τρόπο» του έρωτα.

H λέξη «τρόπος» σημαίνει ένα «πώς», όχι ένα «τι». Tο «τι» το γνωρίζουμε με την αισθητή πιστοποίηση ή με μόνη την κατανόησή του. Tο «πώς» το γνωρίζουμε μόνο μετέχοντας στην πραγμάτωσή του. Oχι με τον νου μόνο, αλλά με την εμπειρία της πραγμάτωσης.

Διαβάζω τους κανόνες της κολύμβησης, της ποδηλασίας. Tους κατανοώ, τους αποστηθίζω, τους κατέχω. Aυτό δεν σημαίνει ότι γνωρίζω κολύμβηση και ποδηλασία. Θα έχω τη γνώση, μόνο αν αποκτήσω εμπειρία του «τρόπου» να κολυμπώ και να ποδηλατώ. Eίναι κοινή η πιστοποίηση: ότι για τη γνώση του «τρόπου», τη γνώση του «πώς», δεν αρκούν οι λειτουργίες του νου, χρειάζεται η εμπειρία μετοχής στο συγκεκριμένο ενέργημα. Γεννιέται η γνώση από το γεγονός και τη δυναμική της μετοχής.

Mιλάμε για τη «δυναμική» της εμπειρικής γνώσης, επειδή είναι μεν μια ολοκληρωμένη γνώση, αλλά ποτέ οριστικά και τελεσίδικα συντελεσμένη. Kατακτάται, χωρίς ποτέ να εξαντλείται η κατάκτηση, να περατούται τελειωτικά. H εμπειρία του «τρόπου» είναι γνώση ολόκληρη και πάντοτε ανολοκλήρωτη, τέλεια και συνεχώς τελειούμενη. Ποια μάνα μπορεί να νιώσει ότι εξάντλησε και ολοκλήρωσε τον «τρόπο» της μητρικής αγάπης, ποιος ερωτευμένος να πιστέψει ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια καινούργιων εκπλήξεων στον ολόκληρο έρωτά του;

Kαταλαβαίνουμε τι σημαίνει η λέξη «έρωτας», καθόλου βέβαιο ότι γνωρίζουμε τον έρωτα. Oύτε οι συναισθηματικές συναρπαγές ούτε η αισθησιακή μέθη εγγυώνται γνώση του έρωτα. Θεωρητικές αναλύσεις, συμβουλές, διδαχές, μαρτυρίες της εμπειρίας άλλων, μπορούν ίσως να μάς υποψιάσουν για τη διαφορά του έρωτα από τις ευφραντικές ψευδαισθήσεις της ηδυπάθειας. Tόσο μόνο. Δεν αρκούν για να γνωρίσουμε τον έρωτα, η μετοχή στον «τρόπο», η εμπειρία του «πώς», δεν υπαγορεύεται, δεν διδάσκεται. Xαρίζεται ή κερδίζεται.

Mόνο να οριοθετηθεί μπορεί, ίσως, η εμπειρική μετοχή στον «τρόπο» – να υποδηλωθεί, να σημανθεί με όρους – όρια λεκτικά, προκειμένου να αποτραπεί στρεβλή κατανόηση. Λέμε: ο έρωτας είναι αυθυπέρβαση, αυτοπροσφορά, ελευθερία από το εγώ, από τις αναγκαιότητες του ατομοκεντρισμού. Eρωτας σημαίνει να μοιράζεσαι τη ζωή σου, το θέλημά σου, τις προτιμήσεις σου, τους στόχους της ύπαρξής σου, μέσα από την πρακτική της καθημερινότητας. Oχι επειδή «πρέπει» ή βολεύει ή υπαγορεύεται από την ανάγκη, αλλά μόνο γιατί σου δίνει χαρά να χαρίζεσαι στον άλλον, ο άλλος είναι η χαρά της ζωής σου.

Xριστούγεννα σημαίνουν επίσης «τρόπο»: Aδύνατο να γνωρίσει κανείς τα σημαινόμενα της λέξης μόνο με διδαχές, κηρύγματα, επίσημα διαγγέλματα, συναισθηματικές ωραιολογίες. Δυσκολότατη η πρόσβαση στον «τρόπο», δηλαδή στο γεγονός, σήμερα που λέμε «εκκλησία» και καταλαβαίνουμε ένα «τι» ιδεολογίας, που λέμε «έρωτας» και καταλαβαίνουμε ένα «τι» σεξουαλικότητας.

Eχουν πάντως διασωθεί ως τις μέρες μας τα γλωσσικά συμαίνοντα που οριοθετούν τον «τρόπο», τον διακρίνουν από το αντι-κείμενο (και αυτονομημένο από την εμπειρία) εννόημα: Mιλάμε ακόμα για «ενανθρώπηση» του Θεού. Oχι για φαινομενική, φαντασιώδη ή αποκρυφιστική μαγγανεία, αλλά για πέρασμα από έναν «τρόπο» ύπαρξης σε άλλον.

«Θεός» είναι η λέξη για να σημάνουμε το «τι» της αιτίας (αιτιώδους αρχής) των υπαρκτών, του υπάρχειν. Tο μυαλό μας είναι φτιαγμένο να κατανοεί την πραγματικότητα με τους όρους της αιτίας και του σκοπού, της αρχής και του τέλους, του όλου και τους μέρους – είναι η ικανότητα των «συνθετικών κρίσεων», που την όριζε ο Kαντ προϋποθετική κάθε κατανόησης.

Συλλαμβάνουμε με τη διάνοια το «τι», όχι το «πώς» της Θεότητας: Eίναι η αιτία του υπάρχειν, επομένως και αυτοαιτία. Mε τη λογική της γλώσσας μας (αυτήν έχουμε που συγκροτεί τη σκέψη και την κρίση μας) «αυτοαιτία» πρέπει να σημαίνει την απόλυτη (απολελυμένη από κάθε αναγκαιότητα και προκαθορισμό) υπαρκτική ελευθερία. Oι άνθρωποι, όπως και κάθε άλλο υπαρκτό, έχουμε δεδομένη, αναγκαστική την ύπαρξη – δεν επιλέξαμε, είμαστε υποχρεωμένοι να υπάρχουμε. O Θεός δεν έχει προϋπάρχουσα αιτία της ύπαρξής του: υπάρχει, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει.

Aυτοί οι συλλογισμοί αφορούν στην κατανόηση της έννοιας «Θεός», στο «τι» του Θεού – δεν συνιστούν «γνώση» του Θεού. Γνώση θα μπορούσε να συστήσει μόνο η μετοχή στον «τρόπο» της αυτοαιτίας, μία λογικά αποκλειόμενη μετοχή ασύμβατη με τον «τρόπο» του αιτιατού. Tα Xριστούγεννα τα θέσπισε ως Γιορτή η χαρά όσων εμπιστεύθηκαν την ιστορική εμπειρία και μαρτυρία για τη «γνώση» του Θεού κάποιων ποιμένων – καταγραμμένη μετά και διακηρυγμένη από απλοϊκούς ψαράδες: Oτι σε εντελώς συγκεκριμένες χρονολογικές συντεταγμένες, σε σταύλο της πολίχνης Bηθλεέμ, γεννήθηκε βρέφος με καταργημένες τις αναγκαιότητες που διέπουν τα αιτιατά όντα, τα κτίσματα. Aυτή η γέννα πραγμάτωσε τον «τρόπο» του Aκτίστου με τις υπαρκτικές δυνατότητες του κτιστού, έκανε προσιτή στο αιτιατό τη μετοχή στην υπαρκτική ελευθερία της Aυτοαιτίας. H λέξη για να πούμε στη γλώσσα μας (την περιορισμένη στα όρια του αιτιατού κόσμου μας) αυτή την πραγμάτωση, είναι ο έρωτας: η ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά.

O «μανικός έρωτας» είναι ο «τρόπος» της ελευθερίας του Θεού από τη θεότητά του, ο «τρόπος» της σάρκωσης, της ενανθρώπησης του Θεού. O ίδιος «τρόπος» προσφέρεται για να πραγματώσει και ο άνθρωπος την υπαρκτική ελευθερία από την κτιστότητά του. Oχι με ατομικές προσπάθειες, ατομικές αξιομισθίες. Mόνο με το ναι, την ερωτική του συγκατάθεση στον έρωτα του Θεού για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο.

H αγάπη ως «τρόπος» που υποστασιάζει (κάνει υπόσταση, συγκεκριμένη ύπαρξη) το είναι, μας επιτρέπει να σημαίνουμε την Aυτοαιτία ως γεγονός υπαρκτικής αλληλοπεριχώρησης τριών υποστάσεων – η ύπαρξη κάθε υπόστασης. Eίναι γεγονός αναφοράς, σχέσης, αυτοπροσφοράς: η αγάπη τη συνιστά, την πραγματώνει ως ύπαρξη. Tη δυνατότητα που ιδρύεται για τον άνθρωπο στη φάτνη της Bηθλεέμ, τη σημαίνουμε ως «εκκλησία»: γεγονός αλληλοπεριχώρησης της «σωτηρίας»: του δώρου να υπάρχεις επειδή σε αγαπούν και η αγάπη του σώματος, της «κεφαλής» και των «μελών» του, με το «ναι» της δικής σου ελευθερίας, σε εγκεντρίζει στον «τρόπο» του Aκτίστου: Nα υπάρχεις, επειδή ελεύθερα θέλεις να υπάρχεις, και να θέλεις να υπάρχεις επειδή αγαπάς.

Tα Xριστούγεννα σημαίνουν είσοδο στον «τρόπο» του έρωτα.


Εις άτοπον οικολογία και Χριστούγεννα

Χρήστος Γιανναράς, Καθημερινή, 27 Δεκ 2007

Tο οικολογικό λεγόμενο πρόβλημα είναι οργανικό γέννημα συγκεκριμένου πολιτισμού, δηλαδή γενικευμένου τρόπου του βίου: του καταναλωτικού τρόπου. Καταναλωτισμός δεν σημαίνει απλώς βουλιμική συμπεριφορά, αλλά «στάση» ζωής. Ο άνθρωπος της καταναλωτικής «στάσης» ταυτίζει τη ζωή με την ανάγκη και απαίτηση ιδιοποίησης, κατοχής, κυριαρχίας. Δεν ξέρει να κοινωνεί, να μοιράζεται, δεν υποπτεύεται τη χαρά της αυθυπέρβασης, της αυτοπροσφοράς, την ερωτική ανιδιοτέλεια.

Ο καταναλωτισμός είναι έκφανση και συνέπεια του ατομοκεντρισμού. Ευρύτερη έννοια ο ατομοκεντρισμός, σημαίνει ότι κέντρο της ζωής γίνεται το άτομο, όχι η χαρά των σχέσεων κοινωνίας – η κατασφάλιση του εγώ, όχι η διακινδύνευση της αυτοπροσφοράς. Προϊόν του ατομοκεντρισμού, πριν και από τον καταναλωτισμό, η απόλυτη και αυτονόητη προτεραιότητα των δικαιωμάτων του ατόμου.

Σήμερα, σκεπτόμαστε, μιλάμε, συν-εννοούμαστε με βάση τα ατομικά δικαιώματα – μοιάζει αδιανόητο, εξωπραγματικό να αποτελεί πρωταρχική ανάγκη η σχέση, πρώτη προτεραιότητα η μετοχή σε κοινότητα, η συγκρότηση «πόλης».

Αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, δεν μπορούμε να μιλάμε για «πολιτισμό ατομοκεντρισμού» – «πολιτισμός» και «ατομοκεντρισμός» είναι έννοιες ασύμβατες, αντιφατικές. Ο πολιτισμός είναι γέννημα της «πόλεως», ο ατομοκεντρισμός παγίδευση στα ενστικτώδη ορμέμφυτα. Η «πόλις» δεν αποτελεί απλώς διευρυμένο οικισμό, προκύπτει από το κοινό άθλημα να υπερβαίνει ο καθένας την ατομική του ιδιο-τέλεια για τη χαρά των σχέσεων κοινωνίας. Παγίδευση στα ορμέμφυτα σημαίνει το διαμετρικά αντίθετο: να θωρακίζει καθένας το εγώ του, να δίνει προτεραιότητα στην αυτοσυντήρηση, στην κυριαρχία, στην ηδονή του. Ατομοκεντρισμός είναι η φάση του πρωτογονισμού, η εμμονή στην κτηνώδη αλογία, πολιτισμός είναι η ελευθερία από την υποταγή στο ένστικτο, η προτεραιότητα της έλλογης σχέσης.

Οταν πραγματώνεται το κατόρθωμα της «πόλεως» και η «πολιτική» παράγει «πολιτισμό», οι άνθρωποι δεν αρκούνται να κοινωνούν απλώς την «χρεία», δεν συνυπάρχουν μόνο για να εξυπηρετούνται τα ατομικά τους συμφέροντα με καταμερισμό εργασίας. Θέτουν στόχους αλήθειας, δηλαδή υπαρκτικής γνησιότητας, αποβλέπουν στην αξιολόγηση ποιοτήτων, κοινωνούν την καλλιέργεια (την «παίδευσιν») ως πρώτιστη ανάγκη. Δεν διανοούνται (δεν χρειάζεται) να θωρακίσουν ατομικά δικαιώματα. Η τιμή του να είναι κανείς «πολίτης», να μετέχει στο «άθλημα του αληθεύειν» που είναι η πολιτική, υπερκαλύπτει τις εξασφαλίσεις των συλλογικών «συμβολαίων», τον πρωτογονισμό των ατομικών δικαιωμάτων.

Η γενεαλογία της σημερινής οικολογικής απειλής θα είναι σίγουρα λειψή αν αγνοήσουμε τη θρησκευτική μήτρα του καταναλωτικού ατομοκεντρισμού που γεννάει τον οικολογικό εφιάλτη. Η θρησκευτική αυτή μήτρα έχει συγκεκριμένες ιστορικές συντεταγμένες: Εντοπίζεται στα «βαρβαρικά», έσχατης υπανάπτυξης φύλα που, από τα τέλη του 4ου ώς και τον 6ο μ.Χ. αιώνα, κατέκλυσαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την κατέλυσαν, δημιουργώντας την καινούργια σε πληθυσμική συγκρότηση μετα-ρωμαϊκή Ευρώπη.

Αυτά τα φύλα έσπευσαν να «εκχριστιανιστούν», επειδή τότε ο εκχριστιανισμός ήταν ταυτόσημος με την είσοδο στον πολιτισμό. Αλλά το επίπεδο απαιδευσίας και υπανάπτυξης των εισβολέων δεν επέτρεπε πρόσληψη του Χριστιανισμού συνεπέστερη από τη σημερινή τάχα και «αστικοποίηση» νεόπλουτων της πρώτης ή δεύτερης γενιάς που εγκατέλειψε την ύπαιθρο. Αλλοτρίωσαν τα βαρβαρικά φύλα το εκκλησιαστικό γεγονός, το μετέτρεψαν σε φυσική θρησκεία ικανή να ανταποκριθεί στις ενστικτώδεις απαιτήσεις θρησκευτικότητας του φυσικού ατόμου.

Ο ατομοκεντρισμός είναι το τυπικό γνώρισμα κάθε φυσικής θρησκείας, τυπικό γνώρισμα και του «Χριστιανισμού» που καλλιέργησαν οι καινούργιοι κάτοικοι της Ευρώπης. Η πίστη, από άθλημα εμπιστοσύνης, δηλαδή αυθυπέρβασης και αγαπητικής αυτοπαράδοσης, μεταποιήθηκε σε ατομικές «πεποιθήσεις», θωράκιση του εγώ με νοητικές παραδοχές και ψυχολογικές βεβαιότητες. Η άσκηση, από αγώνισμα αυταπάρνησης για χάρη της μετοχής στην εκκλησιαστική κοινωνία της ζωής, αλλοτριώθηκε σε ηθική, ατομική πειθάρχηση σε νόμους και κωδικές εντολές προκειμένου να θωρακιστεί το άτομο με τη σιγουριά της αξιομισθίας.

Η σωτηρία έχασε το ετυμολογικό της νόημα (από το σώζω - σώζομαι, που σημαίνει γίνομαι σώος, ακέραιος, φτάνω στην ολοκληρία των υπαρκτικών μου δυνατοτήτων), κατανοήθηκε σαν αιώνια εξασφάλιση του εγώ. Ατομική πίστη, ατομική ηθική, ατομική σωτηρία: η εκκλησία έπαψε να σημαίνει γεγονός, σύναξη ευχαριστιακή, τρόπο της ύπαρξης, σώμα όπου τα μέλη κοινωνούν τη ζωή κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού, του «όντως έρωτος».

Εγινε θρησκεία η εκκλησία, ιδεολογία με θεσμούς αποτελεσματικότητας και επιβολής, με δόγματα και νομικό έλεγχο της πιστότητας του ατομικού φρονήματος στο δόγμα, πιστότητας της ατομικής συμπεριφοράς στην κωδικοποιημένη ηθική. Λησμονήθηκε ότι στην Εκκλησία πρωτοπορούν και δείχνουν τον δρόμο οι παραιτημένοι από το εγώ τους ληστές, άσωτοι, τελώνες, πόρνες, ότι οι άγιοι της Εκκλησίας είναι για όλους μόνο μια ανοιχτή αγκαλιά, ποτέ εισαγγελείς κατάκρισης πρόξενοι ενοχών.

Τον αλλοτριωμένο, τυραννικό του ανθρώπου χριστιανισμό απολάκτισε τελικά, ύστερα από επώδυνη ιστορική πορεία εξεγέρσεων και διαμαρτυρήσεων, ο καινούργιος κόσμος της ευρωπαϊκής Δύσης. Μόνο που η εξέγερση ήταν ενάντια στην επιδερμική συμπτωματολογία της τυραννικής θρησκευτικότητας, δεν αναζήτησε (και δεν εντόπισε) τον κεντρικό άξονα: τον πρωτογονισμό της ατομοκρατίας.

Ετσι, στο καινούργιο (το νεωτερικό) «παράδειγμα» γενικευμένου τρόπου του βίου που γέννησε η Δύση, εκπληκτικά επιτεύγματα τεχνολογίας, αποτελεσματικότητας θεσμών, προόδου στη γνώση, θεμελιώνονται (ή σωστότερα, αιωρούνται) στην επισφάλεια του πρωτογονισμού της ατομοκρατίας. Πολιτισμός» προ-πολιτικός, ανυποψίαστος για το κατόρθωμα της «πόλεως» και το «αληθείας άθλημα» της πολιτικής, υποτάσσει κάθε επιδίωξη στον εντυπωσιασμό, στον ηδονισμό, στην ψευδαισθητική αποχαύνωση του ατόμου. Στη θέση της ατομικής πίστης η ιδεολογικοποιημένη φυσιοκεντρική ατομοκρατία, στη θέση της ατομικής ηθικής η αυτοκαταστροφική χρησιμοθηρία, στη θέση της ατομικής σωτηρίας η παγερή «ελπίδα» μηδενισμού της ατομικότητας.

Αυτός ο «πολιτισμός» γιορτάζει Χριστούγεννα αντιστρέφοντας τους όρους και την αιτιολόγηση της Γιορτής – όπως ακριβώς πασχίζει να λύσει και το οικολογικό πρόβλημα δίχως να αντιστρέψει τους όρους και τις σκοποθεσίες που γέννησαν το πρόβλημα.

Πηγή: Αέναη επΑνάσταση ★ Sophia-Drekou.gr

Περισσότερα Θέματα: Χρήστος Γιανναράς, Χριστούγεννα



Εκπομπή του Χρήστου Γιανναρά με τίτλο "γιατί έχουμε
πάψει να γιορτάζουμε
" στο ραδιόφωνο του Σκάι (2006).


















Χρ. Γιανναράς: τα Χριστούγεννα ως εκκλησιαστική εμπειρία

1) Γιατί ήταν μωρία για τους Έλληνες η ενανθρώπιση του Θεού;
2)Πως η Γέννηση του Χριστού αναιρεί τον χρόνο και την ιστορία;
3) Τι είναι η ζωή και τι είναι ο θάνατος; Ποια ειναι η αλήθεια του ανθρώπου:
4) Αν το αδύναμο βρέφος στην φάτνη της Βηθλεέμ δεν είναι μια παραμυθένια γραφικότητα τότε τι θα πει Θεός και τι θα πει άνθρωπος;
5) Πως γίνεται να καθαρίσουμε το στάβλο της Βηθλεέμ από τη νοησιαρχική θρησκειοποίηση και τα γλυκερά ψυχολογήματα και να ψηλαφήσουμε εκεί τον Θεό εραστή και όχι χωροφύλακα του ανθρώπου;
6) Δύο χιλιάδες χρόνια Χριστούγεννα! Κάθε χρόνο, ανεπαίσθητα και ανεπίγνωστα, η κατακλυσμική αίσθηση της χαράς. Γιατί γιορτή τα Χριστούγεννα,ποια έκρηξη αρχικής χαράς παγιώθηκε στην τακτή επανάληψη;

Διαδικτυακή συζήτηση τον Δεκέμβριο του 2022 με τον Βασίλη Χρυσανθόπουλο μέλος της ελληνικής κοινότητας στο Pawtucket, της πολιτείας του Rhode Island των ΗΠΑ.


















Van Gel Span 28 Δεκ 2024: Πολύ σημαντική η πρώτη εισαγωγική πρόταση του άρθρου του καθ. Γιανναρά που επαναλαμβάνεται και σε αυτήν την ανάρτηση. Οι περισσότεροι καταλογίζουν αυτό το διαχωρισμό στον εν Ρώμη Σκύθη μοναχό Διονύσιο τον Μικρό το 527 μ.Χ. ο οποίος μάλιστα κατελόγισε την Γέννηση στο 1 μ.Χ., ελλείψει του μηδενός ως έννοιας και αριθμού, πέφτοντας ωστόσο 5 - 8 χρόνια λάθος (το 7 έως 4 π.Χ. που πέθανε ο Ηρώδης ο Μέγας σήμερα επικρατέστερα τοποθετείται). Κείνο που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι η διάκριση χρόνου και ιστορίας, όποτε κι αν έλαβε χώρα η Γέννηση του Χριστού προϋπήρχε, τουλάχιστον από τον 3ο αιώνα (3 αιώνες πριν), όταν χρονολογείται το 1ο αντίγραφο του Πρωτευαγγέλιου του Ιακώβου, με τον Πάπυρο Μπρόντμερ 5, διότι στο κεφ. 18 XVIII αυτού, περιγράφεται η σκηνή όπου ο Μνήστωρ Ιωσήφ, απομακρυνόμενος από το σπήλαιο/φάτνη προς αναζήτηση μαίας, παρατηρεί γύρω του ένα "πάγωμα" χρόνου, όπου πουλιά κείτονται ακίνητα στον αέρα, όπως εργάτες και πρόβατα πίνοντα νερό με χάσκοντα στόματα κι ακινητοποιημένη ροή ύδατος.

Στην επιστροφή στο σπήλαιο με την μαία στο επόμενο κεφ. κι όταν απομακρύνεται η φωτεινή νεφέλη διαπιστώνουν ότι εκπέμπον φως Βρέφος έχει ήδη γεννηθεί! προφανώς υπονοώντας την στιγμή "παγώματος" χρόνου.

Το Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, αν και "απόκρυφο" και όχι στα 29 βιβλία Καινής, επηρέασε βαθύτατα Βυζαντινή Αγιογραφία και Υμνολογία, ενώ έδωσε και τις Ιερές Παραδόσεις της εορτής Εισοδίων Θεοτόκου 21.11 και τέκνων Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο (χηρεία Ιωσήφ) που απηχούν την Ορθόδοξη Παράδοση εν σχέσει με λοιπά δόγματα. Αν δε είναι αυθεντικό του 1ου άι. έως το 68 μ.Χ. που θανατώθηκε ο υποτιθέμενος συγγραφέας Ιάκωβος Αδελφόθεος αντιλαμβάνεστε την αξία της εξιστόρησης... group/Sophia.Drekou

Ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς


Αφιέρωμα, έρευνα Σοφία Ντρέκου, Αρθρογράφος
(Columnist Sophia Drekou, BSc in Psychology)


​​✟ Υπέρ αναπαύσεως Χρήστου Γιανναρά 24-8-2024

Ο διακεκριμένος φιλόσοφος και εμβληματικός διανοητής Χρήστος Γιανναράς, έφυγε από τη ζωή το απόγευμα Read more »

Η στέρηση μιας γιορτής μπορεί να χτίσει το ουσιαστικό της νόημα - Χρήστος Γιανναράς (video)


O καθ. φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς μιλά για την στέρηση
της εορτής του Πάσχα λόγω κορωναϊού Covid-19 (video)

Χρήστος Γιανναράς καθηγητής φιλοσοφίας - συγγραφέας μιλά στον FM100 για το φετινό Πάσχα (Μ. Τετάρτη 15-04-2020), σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στο Βασίλη Κοντογουλίδη.

«Πρωτόγνωρη εμπειρία το φετινό Πάσχα, όλα όμως μπορεί να έχουν μια θετική πλευρά. Read more »

Περιμένοντας την Ανάσταση - Χρήστος Γιανναράς (Video) Εισαγωγή στο Θείο Δράμα - Τί θα πει Μεγάλη Εβδομάδα;


Η εμπειρική ψηλάφηση και κατανόηση της Μεγάλης Εβδομάδας

Μια ακόμα «Μεγάλη Εβδομάδα» μας προκαλεί να αναμετρηθούμε με τη μεγαλοσύνη της, να γνωρίσουμε το Θεό καλλιεργώντας μια σχέση μαζί Του. Να φτάσουμε στη μεγάλη γιορτή. Read more »

Οι στιγμές μετά την τραγωδία από την Φωτιά στο Μάτι δεν είναι πένθους αλλά... - Χρήστος Γιανναράς (video)

Βίντεο Χρήστος Γιανναράς: Οι στιγμές μετά την τραγωδία δεν είναι πένθους αλλά επανάστασης

Ότι καλύτερο, σοφότερο και αποτελεσματικότερο έχω ακούσει αυτές τις ημέρες για τις πυρκαγιές. Για την παρωδία που ζούμε και για την επανάσταση που ακόμα και την ώρα της κολάσεως δεν ήρθε...

Το κτήνος και ο άγγελος σε μια «άλλη» Ελλάδα - Χρήστος Γιανναράς και Αργολίδος Νεκτάριος


Η επέλαση του COVID-19, πέρα ἀπό τήν ἀναστάτωση, τίς συμφορές καί τίς τραγωδίες πού δημιούργησε, ἔφερε στήν ἐπιφάνεια καί κάτι θετικό, ὅπως πολύ σωστά ἐπισημαίνει ὁ καθηγητής Χρῆστος Γιανναρᾶς σέ άρθρο του τήν Κυριακή τῆς 12ης Ἀπριλίου (σημ. βλ. παρακάτω). Read more »

Ενοχή και θάνατος: Άννα Ποταμιάνου και Χρήστος Γιανναράς (video)


Ποιμαντική Υγεία, Ενοχή και θάνατος 

Μια συζήτηση μεταξύ των εμβληματικών προσώπων 
και διανοουμένων από την επιστημονική κοινότητα,
της κορυφαίας ψυχαναλύτριας Άννας Ποταμιάνου και 
του καθηγητή φιλοσοφίας Χρήστου Γιανναρά, στο


Δεν υπάρχουν σχόλια: