Ο Κόντογλου και η Ευρώπη με Ξενομανίας το ανάγνωσμα και πολυμέριμνη ζωή, χωρίς καμμία εσωτερική ευτυχία

εικόνα από την ταινία Πέρα Από τη Λίμνη (2006) σε Σκηνοθεσία Στράτος Στασινός
εικόνα από την ταινία Πέρα Από τη Λίμνη
(2006) σε Σκηνοθεσία Στράτος Στασινός

Επιμέλεια της Σοφίας Ντρέκου

Αυτές τις εικόνες που εμείς δεν είδαμε ή δεν προλάβαμε εικόνες που χάθηκαν στης δύσης το βασίλεμα του ήλιου, που εμείς οι Έλληνες, το κάναμε ανατολή. Ο εθνικός μας δυισμός που ξεκινά από τους Ιερούς Ησυχαστές και τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά το 14ο αι. και φτάνει στο δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν...» και τη σημερινή Δυτική σκλαβιά της χώρας!

«Έλληνες αεί εν θαύματι τιθέασι τ' αλλότρια ή τα οικεία», 
δηλαδή: «Οι Έλληνες πάντα νομίζουνε πως είναι πιο θαυμαστά 
τα ξένα πρά­γματα, παρά τα δικά τους». Παυσανίας ο Περιηγητής

Ο Κόντογλου και η Ευρώπη: Ξενομανίας 
το ανάγνωσμα. Γίναμε δυτικολάτρες. 

Ξενομανία δεν θα πει τίποτα. Μια φορά κι έναν καιρό είχαμε ξενομανία, δηλαδή κάποια λαφριά ψυχική αρρώστεια, ένα συνάχι. Τώρα πάθαμε μια πολύ βαρειά αρρώστεια, θες πανούκλα, θες γρίππη κακοηθέστατη, μα όχι ασιατική, αλλά ευρωπαϊκή.

Πώς να την πούμε; Ξενολατρία; Ξενοπροσκύνημα; Εγώ τουλάχιστο, μ' όλο που λένε πως είμαι καλός λογομάστορας, δε μπορώ να βρω κάποια ονομασία, που να μπορεί να δώσει μια μικρή ιδέα γι’ αυτή τη θανατηφόρα αρρώστεια που μας δέρνει, και που όλο και χειροτε­ρεύει.

Και δεν είναι σωστή η ονομασία ξενολατρία. Σωστή θα ήτανε αν τη λέγαμε Δυτικολατρία. Γιατί, μονάχα τα ευρωπαϊκά πράγματα ή, καλύτερα, τα Δυτικά, είναι για μας ουρανοκατέβατα, όλα όσα έρχουνται από κείνες τις χώρες που βρίσκουνται κατά το βασίλεμα του ήλιου, ενώ δεν έχουμε την παραμικρή εκτίμηση σε ό,τι έρχεται από την Ανατολή. Είμαστε γυρισμένοι κατά το βασίλεμα του ηλίου, σα να περιμένουμε να βγει από κει ο ήλιος.

Δείτε: Το βασίλεμα του ήλιου του Φώτη Κόντογλου

Και βέβαια, από κει βγαίνει, γιατί από κει έρχουνται όσα βγάζουνε λεφτά, οι μηχανές, οι διάφορες καλλιτεχνίες, τα σκάνδαλα, τα εγκλήματα. Οι δυτικοί άνθρωποι είναι οι πιο πρακτικοί απ' όλη την ανθρωπότητα, και για τούτο τα καταφέρανε να βγαίνει παράς απ' όλα τα πράγματα, κι από τα πιο άκερδα. 

Έτσι, κερδίζουνε πολ­λά χρήματα κάποια επαγγέλματα που σε άλλες χώρες και σε άλλα χρόνια τα θεωρούσανε χασομέρικα, όπως είναι το να τραγουδά κανένας, το να χορεύει, το να μιλά και να λέγει ό,τι κατέβει στο κεφάλι του, το να κουτσομπολεύει, το να κάνει τον αθλητή, το να μουντζουρώνει ένα σανίδι ή ένα πανί, το να φωτογραφίζει ό,τι βρει μπροστά του, το να κάνει τον τρελλό, το να γράφει βιβλία γεμάτα ανοησίες κι ακαταλαβίστικα λόγια, κι άλλα τέτοια αμέτρητα κι απίστευτα πράγματα.

Σε κείνες τις βλογημένες χώρες όλα έχουνε γίνει μεγάλες και βαθειές επιστήμες, το κούρεμα των μαλλιών, το βάψιμο των γυ­ναικών, που τις βάφουνε και τις ξεβάφουνε δυό και τρεις φορές τη βδομάδα οι «σπουδάσαντες» εν Ευρώπη καλλιτέχναι - επιστήμονες, το κόψιμο των νυχιών, το τρίψιμο των ποδιών, το «αισθητικό» αναμάλλιασμα, το «αισθητικό» στόλισμα της βιτρίνας, το «αισθητικό» μεταχείρισμα του πελάτη, οι «αισθητικοί» γάμοι, τα «αισθητικά» μνημόσυνα, οι «αισθητικές» νεκροφόρες, οι «αισθητικές» κηδείες κλπ., όλα, επαγγέλματα απ' όπου κερδίζει πολύς κόσμος, κι όχι μοναχά κερδίζει, μα και κερδίζει πολλά, περισσότερα από τα «ντεμοντέ» επαγγέλματα του επιπλοποιού, του ράφτη, του τσαγκάρη κλπ.

  • Μ' αυτόν τον τρόπο η Ευρώπη πήρε με το μέρος της όλον τον κόσμο, και περισσότερο εμάς τους Έλληνες, που φαίνεται πως είχαμε κι ανέκαθεν την αρρώστεια της ξενομανίας, όπως φαίνεται από τούτα τα λόγια που έχει γράψει ο Παυσανίας ο Περιηγητής: «Έλληνες αεί εν θαύματι τιθέασι τ' αλλότρια ή τα οικεία», δηλαδή: «Οι Έλληνες πάντα νομίζουνε πως είναι πιο θαυμαστά τα ξένα πρά­γματα, παρά τα δικά τους».

Η Δύση καταγίνεται με τις επιστήμες, κι οι μηχανές που φτιάνει, θαμπώνουνε τους λαούς σαν κάποια μαγικά πράγματα. Κοντά στη λάμψη που έχουνε οι μηχανές, είναι και το κέρδος που βγαίνει από το κάθε πράγμα που γίνεται στην Ευρώπη, κι έτσι, ο άνθρωπος που δεν έχει πνευματική ανεξαρτησία, υποδουλώνεται σαν υπνωτισμένος σ' αυτή τη μάγισσα Κίρκη, κι ό,τι του δίνει αυτή το θεωρεί ουρανοκατέβατο. Μ' αυτόν τον τρόπο, όλα τα ιδεώδη που έχουνε οι άνθρωποι που ζούνε στις χώρες που δεν έχουνε μηχανικό πολιτισμό, βρίσκουνται στη Δύση.

Από τη Δύση εβγήκε η Μόδα, αυτό το ανεξήγητο κι ακατα­νόητο τέρας, που δεν αντιστέκεται στις προσταγές του κανένας άν­θρωπος. Ένα φόρεμα, ή ένα οποιοδήποτε πράγμα, που ήτανε όμορφο την περασμένη βδομάδα, σήμερα δεν είναι πια όμορφο, γιατί τέτοια διαταγή ήρθε από το Παρίσι, από τη Λόντρα*, ή από την Αμερική. Αυτή η αλλαγή δίνει μεγάλη κίνηση στο εμπόριο, στο αλισβερίσι.

Στη Δύση λοιπόν όλα γίνουνται λεφτά. Πώς να μην έχουμε σε μεγάλη υπόληψη ό,τι κάνει κι ό,τι μας στέλνει, ακόμα και τα πιο τρελλά πράγματα; Πλήθος εργοστάσια δουλεύουνε και γεμίζουνε τον κόσμο γυαλιά, στυλό, αναπτήρες (όλο πιο τέλεια κι όλο πιο τελειοποιημένα), μηχανές φωτογραφικές, ραδιόφωνα της τσέπης, ρολόγια ίσαμε ένα κουμπί, που για να δεις την ώρα πρέπει νάχεις φακό, κι άλλα κι άλλα. Δεν έμεινε άνθρωπος που να μην έχει ένα και δυο στυλό, δυο - τρία ζευγάρια γυαλιά, μια μηχανή, ένα ραδιόφωνο σαν ταμπακέρα.

Η μάγισσα Κίρκη πίνει το αίμα τους, ρουφά, τον παρά τους, κι αυτοί ορκίζουνται στ' όνομά της. Η αλήθεια είναι πως τους δίνει ένα σωρό χρειαζούμενα πράγματα, τους φορτώνει όμως κι ένα σωρό αδιαφόρετα, κι αλλοίμονο σ' όποιον δεν συμμορφωθεί με τις προσταγές της να τα φορτωθεί!

Οι Έλληνες είναι οι πιο πιστοί προσκυνητές της. Μόλις μα­θευτεί πως η Μάγισσα έβγαλε κάτι «καινούριο», ή στη μόδα της φορεσιάς, ή στην τέχνη καμμιά καινούρια «τεχνοτροπία», ή κάποια νέα θεωρία, ή κανέναν καινούριο αναπτήρα, ή κάποιο άλλο «θαύμα» τέλος πάντων, τρέχουνε ποιος να πρωτοπροφτάξει να το πάρει ή να το μιμηθεί. «Είναι ευρωπαϊκό!», που θα πει: «Βασιλικιά διαταγή και τα σκυλιά δεμένα».

Εξ άλλου, όπως είπαμε, ευρωπαϊκό θα πει πάντα «το τερπνόν μετά του ωφελίμου». Τζίρος!

  • Μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, είχε δυο - τρία μνημόσυνα στην εκκλησία που πήγα. Κι επειδή βιαζόντανε, παπάδες και ψαλτάδες, να τελειώσουνε γρήγορα με τον Θεό για να δούνε την πελα­τεία, τόλμησα να πω δυο λόγια για τα θεατρικά αυτά μνημόσυνα, με τα φρικτά μωβ κρέπια, με τις γλάστρες, με τις κορδέλλες με τα χρυσά γράμματα, και με τους διάφορους χαροεργολάβους. Τί ήθε­λα να μιλήσω; Με περιλάβανε όλοι οι «ενδιαφερόμενοι» της επι­χειρήσεως, και πιο λυσσασμένα οι εργολάβοι με τα φοινικοειδή, με τα κρέπια, με τις χρυσωμένες κορδέλλες, με τα «ικριώματα», με τους δίσκους τα κόλλυβα. «Ποιός θα δούλευε, μου λέγανε, αν δεν γινόντανε έτσι επίσημα τα μνημόσυνα κι οι κηδείες; Πού βρισκό­μαστε; Στα βλαχοχώρια;».

Και καλά η πιάτσα! Μα κάποιοι που θάπρεπε να είναι λιγώτερο δυτικόπληκτοι, όπως είναι οι ιερωμένοι; Αχ! Ίσια - ίσια, πολλοί από τους ρασοφόρους έχουνε κολλήσει πολύ βαρειά την αρρώστεια της ξενολατρίας. Τί λέγω; Βαστούνε το μπαϊράκι της και πάνε μπροστά από μας τους κοσμικούς.

Για να δείτε πως μιλώ αληθινά, και για να θαυμάσετε ως ποιο σημείο μπορεί να γελοιοποιηθεί ένας άνθρωπος, και μάλιστα κληρικός, από την ξενομανία, γράφω παρακάτω ένα περιστατικό, από τα πολλά που γίνουνται γύρω στην τέχνη μου:

Τα τελευταία χρόνια άρχισε ο κόσμος να εκτιμά τη δυσφη­μισμένη βυζαντινή τέχνη, κι ήρθανε σε μένα πολλοί νέοι να τους μάθω τη βυζαντινή αγιογραφία, δικοί μας και ξένοι.

Ένας δεσπότης, μη έχοντας ιδέα απ' ό,τι γίνεται σ' αυτό το κεφάλαιο, και πιστεύοντας πως όλα βρίσκουνται στην Ευρώπη, έστειλε ένα νέο θεολόγο που είχε κλίση στη ζωγραφική, να σπουδάσει αγιογραφία σε μια σχολή της Γερμανίας. Εκεί του είπανε πως δεν διδάσκεται εκεί η αγιογραφία, και του συστήσανε νάρθει σε μένα. Από κει πήγε στο Παρίσι, και του είπανε και κει να γυρίσει στην Ελλάδα. Τέλος, πήγε και στο Βέλγιο, και τον στείλανε πάλι σε μένα, λέγοντάς του πως σκοπεύουνε να μου στείλουνε δύο σπουδαστές για να μάθουνε την αγιογραφία.

Αφού λοιπόν βρίσκουνται σε τέτοια πνευματική κατάσταση οι ιεράρχες της Ελληνικής Ορθοδοξίας, τί να κάνουνε οι εργολάβοι κηδειών;

*Λόντρα (λαϊκά) το Λονδίνο

Δείτε το
Αφιέρωμα στον ζωγράφο της πονεμένης ρωμιοσύνης Φώτη Κόντογλου

Ζωή πολυμέριμνη, χωρίς καμμία εσωτερική ευτυχία

xenomanias-to-anagnwsma-Kontogloy«Sophia Drekou»Aenai-EpAnastasi (1)

«Τί γαρ ωφελείται άνθρωπος, κερδήσας τον κόσμον όλον, 
εαυτόν δε απολέσας ή ζημιωθείς;» (Λουκ. Θ’, 25)

Ο άνθρωπος είναι σε όλα αχόρταγος, θέλει ν' απολάψει πολλά, χωρίς να μπορεί να τα προφτάξει όλα. Και βασανίζεται. Όποιος όμως φτάξει σε μια κατάσταση να ευχαριστιέται με τα λίγα, και να μη θέλει πολλά, έστω κι αν μπορεί να τ' αποχτήσει, εκείνος λοιπόν είναι ο ευτυχισμένος. Δεν το κάνει από οικονομία, είτε γιατί έχει την ιδέα πως τα πολλά τον βλάφτουνε στην ψυχή ή στο σώμα. Αλλά γιατί στα λίγα και στα απλά βρίσκει την αγνή ικανοποίηση. Και περισσότερο απ' όλα, επειδή με τα απλά και με τα λίγα δεν χάνει τον εαυτό του. «Τις έστι πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος».

Οι άνθρωποι δεν βρίσκουνε πουθενά ησυχία, γιατί επιχειρούνε να ζήσουνε χωρίς τον εαυτό τους. Τρέχουνε από δω κι από κει να βρούνε την ευτυχία, μα ευτυχία δεν υπάρχει έξω από τον εαυτό μας. Θέλουμε να ευχαριστηθούμε με συμπόσια απ' όπου λείπουμε. Όποιος έχει χάσει τον εαυτό του, έχει χάσει την ευτυχία. Ευτυχία δεν είναι το ζάλισμα που δίνουνε οι πολυμέριμνες ηδονές κι απολαύσεις, αλλά η ειρήνη της ψυχής και η σιωπηλή αγαλλίαση της καρδιάς. Μ' αυτό το βύθισμα στον εαυτό του βρίσκει ο άνθρωπος τον Θεό.

Για τούτο είπε ο Χριστός: «Ουκ έρχεται η βασιλεία του θεού μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν, ιδού ώδε ή ιδού εκεί. Ιδού γαρ η βασιλεία του θεού εντός υμών εστίν». «Μην ψάχνετε, ζαλισμένοι άνθρωποι, εδώ κι εκεί να βρήτε την ευτυχία. Γιατί η ευτυχία βρίσκεται μέσα σας».

Μέγας λόγος, όπως όλα τα θεϊκά λόγια. Μέσα μας είναι ο θησαυρός. Απ' έξω είναι ξέρακας, κι ας μη μας ξεγελά η φασαρία και τα ψεύτικα πυροτεχνήματα. Όποιος ζει εξωτερικά, ζει ψεύτικα.

Όποιος ζει εσωτερικά, ζει αληθινά. Ξέρω καλά τι είναι η ζωή που ζούν οι λεγόμενοι κοσμικοί άνθρωποι, οι άνθρωποι που διασκεδάζουνε, που ταξιδεύουνε, που ξεγιελιούνται με λογής-λογής θεάματα, με ασημαντολογίες, με σκάνδαλα, με διάφορες ματαιότητες, που από μακρυά φαντάζουνε για κάποιο πράγμα σπουδαίο και ζηλευτό, ενώ σαν τα δει κανένας από κοντά, απορεί για τη φτώχεια που έχουνε και το πόσο κούφιοι είναι οι άνθρωποι που ψευτογελιούνται μ' αυτά τα γιατροσόφια της ευτυχίας.

Ξέρω λοιπόν καλά αυτή τη ζωή, γιατί, αναγκαστικά, έζησα, κάποιες φορές, με ανθρώπους πλούσιους, που με προσκαλούσανε στα σπίτια τους, στις επαύλεις τους, στα κόττερά τους και στις άλλες διασκεδάσεις τους. Μελαγχολία μ' έπιανε από κείνη την κατάσταση. Έβλεπα δυστυχισμένους ανθρώπους, που κάνανε τον ευτυχισμένο, κατάδικους που κάνανε τον ελεύθερο. Αλλά, αν δεν καταγινόντανε με τόσες ψεύτικες χαρές, θα πέφτανε στη βαρεμάδα, στη λεγόμενη ανία. Ή το ένα ή το άλλο. Άδειοι από κάθε ουσία, τρισδυστυχισμένοι.

Η ψυχή είναι ανύπαρκτη κι ανύπαρκτη η ευτυχία, η βασιλεία του θεού. Πως να γίνει ψωμί, σαν δεν υπάρχει προζύμι; Πως να μην είναι όλα άνοστα, αφού δεν υπάρχει το αλάτι;

Λοιπόν, όποτε αναγκαζόμουνα να πάγω για λίγο κοντά σε τέτοιους κοσμικούς ανθρώπους, πράγμα που γινότανε σπάνια, για να μην τους προσβάλω, αφού με προσκαλούσανε με ευγένεια, δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να αποτραβηχτώ στο καβούκι μου, να γυρίσω στο φτωχό σπίτι μου και στ' αγαπημένα πράγματα που βρίσκουνται γύρω μου. Έβλεπα πως αντί να πάρω κάτι από όλη εκείνη την τυμπανοκρουσία, όπως πιστεύει ο πολύς ο κόσμος, εγώ έδινα, έδινα ξύπνημα στους κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στους μουδιασμένους, ζωή στη μονοτονία τους.

Γι' αυτό και τώρα που γράφω, μ' όλο που είμαι προσκαλεσμένος σε πολλά μέρη από ευγενείς ανθρώπους, όχι μονάχα στην Ελλάδα, αλλά και σε μακρυνά μέρη, κάθουμαι στο μικρό περιβολάκι μας με τα λίγα δεντράκια και με τα ταπεινά λουλούδια. Ξεκουράζουμαι και ειρηνεύει η ψυχή μου. Τούτο το μικρό κηπάριο είναι για μένα ο Κήπος της Εδέμ. Ο αγέρας μοσχοβολά, κι ο νούς μου ταξιδεύει. Ταξιδεύει εδώ κι εκεί, μα περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, εκεί που αναβρύζει το μυστικό νερό, εκεί που βρίσκουνται τα ριζώματα του κόσμου.

Ευχαριστώ το θεό που βρέθηκε αυτό το καταφύγιο. Νιώθω μεγάλη ευτυχία που είμαι μοναχιασμένος, που, εδώ που κάθομαι, δεν με ξέρει κανένας, δεν με θυμάται κανένας. Σαν να είμαι καραβοτσακισμένος που γλίτωσε από τη φουρτούνα, κι ακούγει το μούγκρισμα της θάλασσας από το σίγουρο καταφύγιό μου. Σαν να γλύτωσε από ληστές. Ανατριχιάζω συλλογισμένος την ανεμοζάλη που τη λένε ζωή οι όμοιοί μου, κοινωνική ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια και λύκους.

Αναπαύουμε μονάχα με δυό - τρείς ανθρώπους απλούς και καλοκάγαθους, που έχουνε αγάπη μέσα τους και ειρήνη στην καρδιά τους. Δεν θέλω μήτε θαυμασμούς, μήτε δόξες, μήτε άλλες τέτοιες συμφορές, θέλω να είμαι ξεχασμένος κι ασήμαντος. Ω λησμονιά, τι μπάλσαμο είσαι για όσους ποθούνε την ειρήνη! Κατάρα είναι η δίψα που έχουνε οι άνθρωποι να κατασταθούνε ξακουσμένοι, να τους δοξάζει ο κόσμος και να βασανίζουνται μέσα στη ματαιότητα κι εκείνοι που θαυμάζουνται κι εκείνοι που θαυμάζουνε.

Εδώ που κάθουμε, νιώθω πως είμαι μακρυά απ' όλους αυτούς τους βραχνάδες που τους έχουνε για ευτυχία οι δυστυχισμένοι άνθρωποι.

Φυσά στο πρόσωπό μου το δροσερό αγεράκι, μπαίνει απαλά στ' αυτιά μου, σαν να με χαιρετά. Σιγοσαλεύουνε τα κλαδιά κι οι κορφές των δέντρων. Μαμούνια περπατούνε στο μοσχοβολημένο χώμα, το κάθε ένα τραβά το δρόμο του κι έχει τον σκοπό του. Που πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια και μυγάκια λογής - λογής, άλλα μακρουλά, άλλα στρογγυλά, πετάνε και μαζεύονται γύρω από το φως που είναι αναμμένο από πάνω μου. Όλα είναι σπουδαία, όλα αξιαγάπητα. Κι εγώ είμαι ένα απ' αυτά.

Δεν ακούγεται τίποτα, παρεκτός από τις σταλαγματιές απ' το νερό που πέφτουνε από τη βρύση, κάνοντας τη σιωπή ακόμα πιό βαθειά. Σα να γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Το μυστήριο του κόσμου το νοιώθω και μέσα μου κι απέξω. Μυστικές θύρες ανοίγουνε από παντού. Το κάθε δέντρο, το κάθε χορτάρι, το κάθε λουλούδι, σαν να με βλέπει με τα μυστηριώδη μάτια του.

Είμαι μακάριος στο μικρό τούτο περιβολάκι μας. Τύφλα νάχουνε μπροστά του οι μεγάλοι κήποι και τα πολυέξοδα παλάτια, τα τα φανταχτερά κότερα. Όσα είναι γύρω μου είναι αγαπημένα, γιατί δεν είναι αγορασμένα με λεφτά πολλά, όπως είναι όσα έχουνε οι πλούσιοι. Αγορασμένα πράγματα μπορούνε να δώσουνε ευτυχία στον άνθρωπο;

Ω, εσείς που έχετε τα πλούτη και που μόνο τί λογής είναι η αληθινή χαρά δεν ξέρετε. Άνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι από τις έγνοιες κι από τις σκοτούρες, σκλάβοι στη φιλοδοξία και στ' άλλα πάθη, ω άσωτοι γυιοί, που φάγατε τα ξυλοκέρατα και δεν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στο σπίτι του πατέρα σας του πονετικού, που δεν είναι άλλο παρά η καρδιά η δική σας, και μπείτε μέσα να ξαποστάσετε, να ευφρανθήτε και να νοιώσετε την αληθινή χαρά!

Δείτε: Η παραβολή του Άφρονος Πλουσίου με ερμηνεία και ανάλυση στη συσσώρευση του πλούτου σήμερα - videos πλουσίων

Επιλεγμένα Αποσπάσματα από το βιβλίο «Μυστικά Άνθη»,
Εκδόσεις: Αστήρ / Παπαδημητρίου Φώτης Κόντογλου
(ήγουν: Κείμενα γύρω από τις αθάνατες αξίες τής
ορθόδοξης ζωής) by Sophia Ntrekou.gr

Περισσότερα » Φώτης Κόντογλου





Σχόλια facebook:
George Philalethe και ΖΕΡΒΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: Νέος πρόεδρος 16 Δεκεμβρίου 2015
Θεολογία, Επιστήμη, Λογοτεχνία 16 Δεκεμβρίου 2015
Σοφία Ντρέκου 16 Δεκεμβρίου 2015
Αέναη επΑνάσταση 16 Δεκεμβρίου 2015
8 Φεβρουαρίου 2014 στις 11:01 π.μ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: