«…τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν
πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι
ὁ δέ εἶπεν·
ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ' αὐτοῦ.
εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς·
πορεύου και συ ποίει ὁμοίως»
Ευαγγέλιο του Καλού Σαμαρείτη:
Σχόλια στον Σαμαρείτη του ευαγγελίου...
Όταν ο «εχθρός» μας γίνεται «διπλανός»,
αλληλέγγυος και «σύντροφος»
Το ευαγγέλιο της Κυριακής πολύπλοκο και πολυεπίπεδο έχει ως φόντο την μέχρι τα πρόθυρα του θανάτου καταλήστευση «ανθρώπου από άνθρωπο» και όχι απλά την «εκμετάλλευση». Ένα ευαγγέλιο όπου αποκαλύπτεται η «εν τοις πράγμασι» απαξία των θεσμικών και οργανικών ιερατείων και διανοούμενων, ενώ αναδύεται η θετική έκπληξη από έναν εθνικά και θρησκευτικά νομιζόμενο «εχθρό» των Ιουδαίων. Μιλάμε για το λεγόμενο ευαγγέλιο του «καλού» Σαμαρείτη*1.
Θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε συνοπτικά και τα τρία επίπεδα της Παραβολής, την συγκυρία που έδωσε την αφορμή και κάποιες διαστρεβλώσεις.
Η με ακραία έμφαση καταλήστευση των λαών της γηραιάς Ηπείρου, αλλά ειδικά των λαών της μεσογειακής και ανατολικής Ευρώπης με κορυφαίο εμάς, δηλ. τον ελληνικό λαό μπορεί να δώσει μια εικόνα στον ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό φόντο που λαμβάνει χώρα η δημόσια κόντρα ενός «θεολόγου» του Μωσαϊκού Νόμου, δηλαδή του «νομικού» της ευαγγελικής περικοπής.
Η ντόπια εθελόδουλη κάστα στους Ρωμαίους κατακτητές των Ιουδαίων θυμίζει τη δική μας απέναντι στη Τρόικα. Γι’ αυτό συχνά επιτίθενται στον Ιησού για να τον εκθέσουν, απομονώσουν και συντρίψουν. Στα τρία «συνοπτικά» ευαγγέλια (Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά) αναφέρονται αρκετές τέτοιες απόπειρες από Φαρισαίους (θρησκευτικούς ηγέτες των Ιουδαίων), Σαδουκαίους (ελληνιστές φιλοσόφους) και «νομικούς».
Ο σημερινός νομικός εκτίθεται δημόσια αμέσως από τον Ιησού, αφού στο αρχικό του ερώτημα «…διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» ο Ιησούς του δίνει την πρωτοβουλία με αντερώτημα «…ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» το οποίο απαντά αυτόματα ο πολυμαθής νομικός από το Δευτερονόμιο: «ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν·ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.»
Όταν κατανοεί ότι γνώριζε ήδη την απάντηση στο δικό του ερώτημα πάει την κουβέντα πιο πέρα «…ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;…».
Η ντόπια εθελόδουλη κάστα στους Ρωμαίους κατακτητές των Ιουδαίων θυμίζει τη δική μας απέναντι στη Τρόικα. Γι’ αυτό συχνά επιτίθενται στον Ιησού για να τον εκθέσουν, απομονώσουν και συντρίψουν. Στα τρία «συνοπτικά» ευαγγέλια (Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά) αναφέρονται αρκετές τέτοιες απόπειρες από Φαρισαίους (θρησκευτικούς ηγέτες των Ιουδαίων), Σαδουκαίους (ελληνιστές φιλοσόφους) και «νομικούς».
Ο σημερινός νομικός εκτίθεται δημόσια αμέσως από τον Ιησού, αφού στο αρχικό του ερώτημα «…διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» ο Ιησούς του δίνει την πρωτοβουλία με αντερώτημα «…ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» το οποίο απαντά αυτόματα ο πολυμαθής νομικός από το Δευτερονόμιο: «ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν·ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.»
Όταν κατανοεί ότι γνώριζε ήδη την απάντηση στο δικό του ερώτημα πάει την κουβέντα πιο πέρα «…ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;…».
Με τα ερωτήματα και τις απαντήσεις αυτές θα μπορούσε να πει κάποιος ότι συγκεφαλαιώνεται όλο το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας από τη μια, αλλά η έντονη και βαθειά ανθρωπολογία της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και θεολογίας.
1) Ο Ιησούς αφήνει στο υπόβαθρο της συζήτησης για την «αγάπη προς τον Θεό», την οποία το Δευτερονόμιο την έχει πρώτη, όπως επίσης πρώτη την ξανατοπεθετεί ο Ιησούς στους «μακαρισμούς». Γι’ αυτό δεν επανέρχεται σ’ αυτό ούτε ο Ιησούς, ούτε ο νομικός ούτε κάποιος τρίτος.
2) Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ποιος είναι ή γίνεται πλησίον. Ο νομικός απαντά τοπικά και «μεταφυσικά» με το «είναι»: «…καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;…». Ο Ιησούς στο τέλος της Παραβολής αποκαλύπτει ότι ο πλησίον «γίνεται» και αποκαλύπτεται μέσω της έμπρακτης απόδειξης: «…τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;»
3) Μένει επίσης σε άλλο φόντο τόσο το γεγονός της ανταπόδοσης της αγάπης προς «τον πλησίον», αλλά και το μέτρο αυτής της αγάπης που είναι ο όντως «εαυτός» «…ἀγαπήσεις… καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Με άλλα λόγια δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα η συζήτηση περι της διπλής αγάπης του Δευτερονομίου και των Μακαρισμών εάν δεν ξεκαθαριστεί προηγουμένως το πιο δύκολο ζήτημα που είναι «ποιος «γίνεται πλησίον» στην ζωή;»
Υπάρχει στις μέρες μας σε πολλούς κύκλους η αίσθηση ότι η παραβολή έχει μια κατ’ εξοχήν ηθική-ανθρωπολογική έως και «ηθικιστική» διάσταση όπου βεβαίως στο επίκεντρο είναι ο «καλός Σαμαρείτης», αλλά ο «πλησίον» (του) είναι «ληστευμένος» άνθρωπος «ο ἐμπεσών εἰς τοὺς λῃστάς» στο πρόσωπο του οποίου είναι ο Χριστός (όπως διαφαίνεται στο Ευαγγέλιο της Κρίσης). Αυτή η θεώρηση είναι η επικρατούσα στη «δυτική» θεολογία και σε πολλούς ευσεβιστικούς κύκλους της «ανατολικής».
1) Ο Ιησούς αφήνει στο υπόβαθρο της συζήτησης για την «αγάπη προς τον Θεό», την οποία το Δευτερονόμιο την έχει πρώτη, όπως επίσης πρώτη την ξανατοπεθετεί ο Ιησούς στους «μακαρισμούς». Γι’ αυτό δεν επανέρχεται σ’ αυτό ούτε ο Ιησούς, ούτε ο νομικός ούτε κάποιος τρίτος.
2) Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ποιος είναι ή γίνεται πλησίον. Ο νομικός απαντά τοπικά και «μεταφυσικά» με το «είναι»: «…καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;…». Ο Ιησούς στο τέλος της Παραβολής αποκαλύπτει ότι ο πλησίον «γίνεται» και αποκαλύπτεται μέσω της έμπρακτης απόδειξης: «…τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;»
3) Μένει επίσης σε άλλο φόντο τόσο το γεγονός της ανταπόδοσης της αγάπης προς «τον πλησίον», αλλά και το μέτρο αυτής της αγάπης που είναι ο όντως «εαυτός» «…ἀγαπήσεις… καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Με άλλα λόγια δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα η συζήτηση περι της διπλής αγάπης του Δευτερονομίου και των Μακαρισμών εάν δεν ξεκαθαριστεί προηγουμένως το πιο δύκολο ζήτημα που είναι «ποιος «γίνεται πλησίον» στην ζωή;»
Υπάρχει στις μέρες μας σε πολλούς κύκλους η αίσθηση ότι η παραβολή έχει μια κατ’ εξοχήν ηθική-ανθρωπολογική έως και «ηθικιστική» διάσταση όπου βεβαίως στο επίκεντρο είναι ο «καλός Σαμαρείτης», αλλά ο «πλησίον» (του) είναι «ληστευμένος» άνθρωπος «ο ἐμπεσών εἰς τοὺς λῃστάς» στο πρόσωπο του οποίου είναι ο Χριστός (όπως διαφαίνεται στο Ευαγγέλιο της Κρίσης). Αυτή η θεώρηση είναι η επικρατούσα στη «δυτική» θεολογία και σε πολλούς ευσεβιστικούς κύκλους της «ανατολικής».
Old Road From Jerusalem To Jericho
(Ο παλιός δρόμος από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ)
Γράφει ο π. Παντελεήμων Κρούσκος: «Στην Δύση εικονογραφημένος περιπεσών είναι ο ίδιος ο Χριστός και καλός σαμαρείτης ο άνθρωπος. Είναι σαφής ο συμβολισμός. Ο περιθάλπων τον αδελφό του, περιθάλπει καθηκοντικά τον ίδιο τον Θεό, όπως θα έκανε κάθε τίμιος και αξιοσέβαστος χριστιανός.
Στην ανατολή σαμαρείτης είναι ο Χριστός και περιπεσών ο άνθρωπος. Η διάσταση είναι μυστηριακή. Ο Χριστός κατερχόμενος με όχημα την ανθρώπινη φύση επιχέει έλαιον και οίνον στον πληγωμένο άνθρωπο στο πανδοχείο της Εκκλησίας. Δεν επιχρωματίζεται διόλου η σκηνή με εξιδανικεύσεις για τον άνθρωπο και παρεξηγήσεις για την τελειωτική και υπέρτερη δύναμη και ευχέρεια του Θεού. Η παραβολή είναι θεοκεντρική».
Δεν απορρίπτεται αυτή η διάσταση –αλλοίμονο- αλλά έρχεται σε δεύτερο πλάνο ως μίμηση. Ο Σαμαρείτης θεολογικά είναι ο ενανθρωπίσας Υιός του Θεού, που λόγω του γιγαντώδους ζητήματος «της θεοδικίας» νομίζεται από πολλούς ως εχθρός του ανθρώπου. Πρώτα ο Ιησούς απορρίπτει θεολογικά και παραβολικά την «θεοδικία» και κατόπιν καλεί κάθε «νομικό» άνθρωπο να τον μιμηθεί - «ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» – σε όλες τις διαστάσεις: κίνητρα, πρακτική, στόχο.
- Ας δούμε όμως ακόμα μερικά αξιοσημείωτα στην παραβολή, όπως τα έχει υπογραμμίσει ήδη από το 1985 (πάλι 10-11) στον άμβωνα του ναΐσκου του Μετοχίου του Οσίου Λουκά στην Πάτρα ο πολιός τώρα γέροντας παπα Νίκος Φαναριώτης:
2) Ο Ιησούς εγκατέλειψε την, κατά το φαινόμενο, θεϊκή τέρψη, όπως και ο Σαμαρείτης παράτησε την όποια «δουλειά» και «στόχους» είχε για χάρη του ληστευμένου ανθρώπου: «Το πρώτο που έκανε είναι ότι εγκατέλειψε την δουλειά του, τον θρόνο του πατρός, ίσως εγκατέλειψε ως Σαμαρείτης πηγαίνοντας, κάποιο πανηγύρι που θα πήγαινε σε κανένα μοναστήρι για ευλογία, ή και την εκκλησία ακόμα, τον εκκλησιασμό, διότι στο δρόμο βρήκε άνθρωπο μισοπεθαμένο που είχε ανάγκη, ή πήγαινε σε κάποιο κήρυγμα ή δεν ξέρω σε κάποιο κύκλο, όλα αυτά τα εγκατέλειψε, ακόμα και τις επιχειρήσεις μπορεί να πήγαινε, τα ανέβαλε όλα και έσκυψε επάνω, πράγμα που δεν έκαναν οι άλλοι, αυτό είναι το πρώτο, μετά εξέβαλε από το σακίδιο του έλεον, οίνον όπως ξέρουμε, τον ανακούφισε με το λάδι, τον έπλυνε με το κρασί, τον έβαλε πάνω στο άλογό του και στο τέλος τον παρέδωσε στους πανδοχείς».
3) Δεν είναι άμοιρη η σειρά των γιατρικών πάνω στο ληστευμένο άνθρωπο. Πρώτα το λάδι, δηλαδή την κατανόηση, ευσπλαχνία, ανθρωπιά και έλλειψη κριτικής. Μετά το κρασί, δηλαδή το οινόπνευμα που «τσούζει» για να καταπολεμηθούν τα μικρόβια, δηλαδή η ασκητική θεολογία με την οποία απομακρύνονται σιγά σιγά οι λόγοι που δίνουν δικαιώματα στις ληστείες των «λογισμών». Κατόπιν κουβαλιέται με το ζωντανό (κτήνος) δηλαδή με το ίδιο το κορμί του στο συλλογικό υποκείμενο-θεραπευτήριο, το πανδοχείο που λέγεται Εκκλησία και δέχεται τους πάντες, ανεξάρτητα αν κάποιοι γιατροί δεν είναι και τόσο της προκοπής.
«…Επήγε στο Πανδοχείο τον άρρωστο, του έδωσε τα μέσα να τον θεραπεύσει, τους έδωσε τα δύο δηνάρια, δηλαδή το σώμα Του και το αίμα Του. Και δεν αρκέστηκε μόνο στα δύο δηνάρια αλλά του λέει: «Μη λυπηθείς έξοδα. Ότι αν προς δαπανήσεις εγώ θα στα δώσω όταν έρθω» Και προσδαπανά επιπλέον η εκκλησία.
Έχει το σώμα και το αίμα του Χριστού τα δύο δηνάρια, τα οποία ο ίδιος τα παρέδωσε και μόνο η Ορθόδοξη εκκλησία του Χριστού τα έχει, οι άλλες τα πετάξανε και δεν έχουν τίποτα, και προσδαπανά. Έχει την εξομολόγηση, έχει τα ευχέλαια, έχει τις αρτοκλασίες, έχει τις ακολουθίες, έχει τις ευλογίες, έχει τα προσκυνήματα, έχει τα λείψανα, έχει τα μνημόσυνα, και τι δεν έχει η εκκλησία. Αυτά είναι τα παραπάνω που δαπανά η εκκλησία και έχει όλα τα μέσα και όλα τα έξοδα πληρωμένα για να σώσει εκείνο που θέλει να πάει να σωθεί εις το Πανδοχείο…».
4) Οι πανδοχείς δεν ρώτησαν ποιος είναι ο «ημιθανής». Γιατί όλοι οι άνθρωποι που δεν είμαστε πλήρως νεκροί, έχουμε τη δυνατότητα θεραπείας και ολοκλήρωσης από την κτηνώδη «αλλοτρίωση». Τους δέχονται όλους, αρκεί να μην είναι «λύκοι με ένδυμα προβάτου». «…Η εκκλησία είναι νοσοκομείο. Είναι θεραπευτήριο η εκκλησία. Αυτό είναι η εκκλησία. Ούτε κόμμα είναι ούτε σωματείο ούτε οργάνωση είναι ούτε ιδεολογικό σύστημα είναι, τίποτα απ’ αυτά δεν είναι. Η εκκλησία είναι ότι έχει πάντα ανάγκη η κοινωνία. Είναι άρρωστη η κοινωνία και η εκκλησία είναι το νοσοκομείο. Το θεραπευτήριο. Και δέχεται το νοσοκομείο τους πάντες. Όταν πάτε στο νοσοκομείο δεν θα σας ρωτήσουνε ποιο κόμμα είστε και τι πιστεύετε και ποια είναι τα ιδεολογικά σας φρονήματά σας και τα τέτοια. Θα σε δεχτεί γιατί πεθαίνεις. Αρκεί να Θες να πας στο νοσοκομείο. Το πικρό με μας είναι ότι δεν θέλουμε να πάμε στο νοσοκομείο, στο θεραπευτήριο, που λέγεται εκκλησία και που η θεραπεία του είναι κατά εκατομμύρια γνωστές…».
5) Τι συμβολίζουν στο μυστήριο της θείας οικονομίας ο Ιερέας και ο Λευίτης; Εδώ ο π. Νικόλαος δεν γράφει κάτι. Σίγουρα ο Ιερέας συμβολίζει κάθε ιερατείο. Όχι μόνο των εκάστοτε «εθνικών», δηλαδή των θρησκειών και ιδεολογιών πέρα του «λαού του Ισραήλ», αλλά και όλου ιερατικού χορού του Ισραήλ: «Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν». Το σημαίνει όμως το «αντιπαρήλθεν»; Στην ευνοϊκότερη περίπτωση ότι προσπάθησαν αλλά δεν τα κατάφεραν. Στην δυσμενέστερη ότι δεν προσπάθησαν καθόλου. Νομίζω ότι ισχύουν και τα δύο, ανάλογα το πρόσωπο και την περίπτωση. Πάντως στην Παραβολή ο Ιησούς επισημαίνει την ευνοϊκή, αφού σημειώνει το «ἰδὼν», δηλαδή όλη την προσπάθεια.
Ο Λευίτης ομοίως εκφράζει όλους τους θεσμικούς και μη θεσμικούς φιλοσόφους, διανοούμενους, θεολόγους, επιστήμονες, συγγραφείς, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους. Για την ορθόδοξη ανθρωπολογία σηματοδοτούν τις ίδιες δυσκολίες. Γι’ αυτό η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι απλά ανθρωπολογική, αλλά Χριστοκεντρική: «Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε». Εδώ επισημαίνεται η προσπάθεια διπλά: «ἐλθὼν καὶ ἰδὼν». Το αποτέλεσμα τελικά το ίδιο.
6) Η προτροπή του Ιησού προς «νομικό» να πράξει «ομοίως» συμπεριλαμβάνει βεβαίως και την περίπτωση μιας ανθρωπολογικής προσπάθειας απέναντι σε κάθε ληστευμένο. Όμως για να έχει αποτελέσματα οφείλει ο κάθε «σαμαρείτης» να πράτει «ομοίως» με τον Ιησού.
7) Ας επιστρέψουμε όμως πάλι στο Δευτερονόμιο και τους Μακαρισμούς. Γιατί επιζητείται η αγάπη προς τον «Πλησίον»; «ἀγαπήσεις… καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». ·Θεωρώ ότι για να μπορούμε να μοιράσουμε αγάπη είναι αναγκαίο προηγουμένως να έχουμε δεχτεί, γιατί έτσι την μαθαίνουμε αυτή την τέχνη.
Επομένως δεχόμαστε αγάπη, ανταποδίδουμε και μετά χαρίζουμε. Γιατί πρώτα αγαπάμε τον πλησίον, δηλαδή αυτόν που μας έδειξε αγάπη αληθή και πλήρη. Όπως ο Ιησούς –Σαμαρείτης.
8) Γιατί όμως το μέτρο είναι ο εαυτός μας; «…ὡς σεαυτόν». Έχουμε ένα μόνο εαυτό στα βάθη της καρδιάς μας, της ψυχής μας, ισχύος και διανοίας μας; Φυσικά και όχι. Γράφει ο αγαπημένος μας μακαριστός Κωστής Μπαστιάς στο Νέο Κυριακοδρόμιό του (σελ. 231, β' εκδ. 1977, Αστήρ):
«…Μολονότι ο νομικός έδωκε, ο ίδιος, την απόκριση στο ερώτημά του, δεν αφήνει τον αγώνα. Ρωτά, για να δικαιολογήση τις απορίες του, ποιος είναι ο πλησίον. Δεν αναρωτήθηκε όμως, ποιος είναι ο εαυτός του. Γιατί αφού ο εαυτός μας γίνεται μετρική μονάδα, που μ’ αυτήν θα μετρηθή η αγάπη μας για τον πλησίον, η μετρική αυτή μονάδα, πρέπει νάναι ξεκαθαρισμένη. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πρώτα απ’ όλα, ποιόν εαυτόν μας αγαπούμε.
8) Γιατί όμως το μέτρο είναι ο εαυτός μας; «…ὡς σεαυτόν». Έχουμε ένα μόνο εαυτό στα βάθη της καρδιάς μας, της ψυχής μας, ισχύος και διανοίας μας; Φυσικά και όχι. Γράφει ο αγαπημένος μας μακαριστός Κωστής Μπαστιάς στο Νέο Κυριακοδρόμιό του (σελ. 231, β' εκδ. 1977, Αστήρ):
«…Μολονότι ο νομικός έδωκε, ο ίδιος, την απόκριση στο ερώτημά του, δεν αφήνει τον αγώνα. Ρωτά, για να δικαιολογήση τις απορίες του, ποιος είναι ο πλησίον. Δεν αναρωτήθηκε όμως, ποιος είναι ο εαυτός του. Γιατί αφού ο εαυτός μας γίνεται μετρική μονάδα, που μ’ αυτήν θα μετρηθή η αγάπη μας για τον πλησίον, η μετρική αυτή μονάδα, πρέπει νάναι ξεκαθαρισμένη. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πρώτα απ’ όλα, ποιόν εαυτόν μας αγαπούμε.
Μέσα μας δεν υπάρχει ένας άνθρωπος, αλλά πολλοί.
Ποιον, απ’ όλους αυτούς, αγαπάμε; Τον περήφανο; Το σαρκικό; Τον άρπαγα; Τον ψεύτη; Ή Τον Ταπεινό; Τον Πνευματικό; Τον άδολο; Αυτόν που δεν έχει πετρωμένη καρδιά, αλλά γεμάτη αγάπη; Γιατί, αν η πόρνη αγαπήσει τον πλησίον της, φροντίδα έχει να τον εκπορνέψη, περισσότερο παρ’ όσο είναι βουτηγμένη η ίδια στο κρίμα. Η αγάπη του φιλάργυρου είναι να κάνη το παιδί του φιλάργυρο, πιο σκληρό απ’ ότι είναι ο ίδιος. Και το ιδανικό του πατέρα, του δουλωμένου στο χρήμα, είναι πώς να σπρώξη το παιδί τους σε περισσότερη λατρεία του χρυσαφιού, νομίζοντας πως αυτός είναι ο δρόμος της ευτυχίας.
Ποιον, απ’ όλους αυτούς, αγαπάμε; Τον περήφανο; Το σαρκικό; Τον άρπαγα; Τον ψεύτη; Ή Τον Ταπεινό; Τον Πνευματικό; Τον άδολο; Αυτόν που δεν έχει πετρωμένη καρδιά, αλλά γεμάτη αγάπη; Γιατί, αν η πόρνη αγαπήσει τον πλησίον της, φροντίδα έχει να τον εκπορνέψη, περισσότερο παρ’ όσο είναι βουτηγμένη η ίδια στο κρίμα. Η αγάπη του φιλάργυρου είναι να κάνη το παιδί του φιλάργυρο, πιο σκληρό απ’ ότι είναι ο ίδιος. Και το ιδανικό του πατέρα, του δουλωμένου στο χρήμα, είναι πώς να σπρώξη το παιδί τους σε περισσότερη λατρεία του χρυσαφιού, νομίζοντας πως αυτός είναι ο δρόμος της ευτυχίας.
Έχει λοιπόν βασική σημασία, ποιόν εαυτό μας αγαπάμε, ώστε σαν κι αυτόν ν’ αγαπήσουμε τον διπλανό μας. Το κλειδί, σ’ αυτό το δύσκολο ξεκαθάρισμα, μας το δίνει ο ίδιος ο Ιησούς, όταν λογαριάζη δεύτερη την εντολή αυτή και πρώτη τοποθετεί την αγάπη, την απόλυτη και ολοκληρωτική αγάπη του Θεού. Αν δεν τηρηθεί η πρώτη εντολή, η αγάπη του πλησίον είν’ εντολή ακατόρθωτη…».
Σημείωση: Νομίζω, αν μπορέσει καθένας από μας και ακούσει στα βάθη του δικού του εαυτού το Πνεύμα που «κρούει τη θύρα» και ανοίξει την παραμικρή ρωγμή, η ροή της θείας ενέργειας θα είναι και η ροή της αγάπης του Ιησού Σαμαρείτη. Τα υπόλοιπα κατόπιν είναι ήδη θέμα ζώντος χρόνου… Η αγάπη στον Πλησίον Ιησού στα βάθη της καρδιάς είναι ήδη και η αρχή εφαρμογής της πρώτης και μεγάλης εντολής...
Εμπρός λοιπόν εαυτέ μου, εμπρός λοιπόν φίλες και φίλοι μου…
1* Κυριακή Η’ Λουκά (Λουκ. 10,25-37)
Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου
Πρωτότυπο κείμενο και Μετάφραση ΕΔΩ
Πηγή: από τον καλό μας αδελφό και φίλο το Μανιτάρι του Βουνού. Τον ευχαριστώ πολύ για την επισήμανση και του εύχομαι από καρδιάς Χρόνια Πολλά... να ζει και να βασιλεύει στην ορθόδοξη μπλοκόσφαιρα και αλλού!!!
Δείτε σχετικά:
αέναη επΑνάσταση 17 Απριλίου 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου