Ο Ανδρέας Εμπειρίκος περί σουρρεαλισμού στην διάλεξη του 1935 Αθήνα του Μεσοπολέμου & η κριτική του Ελύτη

Ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Ανδρέας Εμπειρίκος, στην Άνδρο το 1955
Ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Ανδρέας Εμπειρίκος, στην Άνδρο το 1955

Εργασία της Σοφίας Ντρέκου

O ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος δίνει μία ιστορικά σημαντική διάλεξη «Περί σουρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών, εισάγοντας ουσιαστικά τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα. Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30, ενώ υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο.
 
Το Σάββατο 19 Ιανουαρίου 1935 η Καθημερινή αναγγέλλει ότι: την προσεχή Παρασκευήν 25ην Ιανουαρίου και ώραν 7 1/4 μ.μ. θα δοθή εις την Λέσχην Καλλιτεχνών διάλεξις με ομιλητήν τον κ. Α. Εμπειρίκον και θέμα «Περί Σουρρεαλισμού».

Η ομιλία στη προαναφερθείσα διάλεξη στη Λέσχη Καλλιτεχνών το 1935, εκδόθηκε σε βιβλίο με τον τίτλο «Διάλεξη του 1935 για τον σουρρεαλισμό» και με εισαγωγή-επιμέλεια του Γιώργη Γιατρομανωλάκη («Άγρα»). Ο Εμπειρίκος μιλάει για το τι καινούργιο θα έφερνε ο υπερρεαλισμός στα τότε ποιητικά δρώμενα.

Στις 25 Ιανουαρίου του 1935, ημέρα Παρασκευή και τότε, ο Ανδρέας Εμπειρίκος δίνει στη Λέσχη Καλλιτεχνών στην Αθήνα (επί της οδού Καραγιώργη Σερβίας) μια διάλεξη που θα σημάνει την εισαγωγή στην Ελλάδα του σουρεαλισμού ο οποίος στη συνέχεια θα μετονομαστεί σε «υπερρεαλισμό». 

Ο όρος «σουρεαλισμός» θα αποκτήσει ιδιαίτερα αρνητική σημασία και θα αντικατασταθεί, κατόπιν προτροπής του Νικήτα Ράντου, από τον ακριβέστερο όρο, «υπερρεαλισμός». Ο Εμπειρίκος μιλάει με ενθουσιασμό για το ποιητικό κίνημα που έχει ταράξει τα διεθνή ύδατα, αλλά παραμένει τελείως άγνωστο στην Ελλάδα. Κάνοντας λόγο για τον υπερρεαλισμό, ο Εμπειρίκος θα αναφερθεί ευθύς εξαρχής σε μίαν εξαιρετικά επικίνδυνη βόμβα: μια μπόμπα που επιζητεί να σαρώσει με το επαναστατικό της πνεύμα όχι μόνο το καλλιτεχνικό αλλά και το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο.

Για τη διάλεξη του Εμπειρίκου υπήρχαν μέχρι τώρα μόνο κάποιες πληροφορίες: από σχετικές αναφορές του ίδιου ή του Οδυσσέα Ελύτη. 

Ο Οδυσσέας Ελύτης παρακολούθησε τη διάλεξη και έδωσε τις δικές του εντυπώσεις στα «Ανοιχτά χαρτιά»

«Την άλλη μέρα, έγινε η διάλεξη μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη, υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν. Έλειπαν οι καλοί αγωγοί της θερμότητας, οι νέοι. Παρ' oλ' αυτά ο σπόρος είχε πέσει και σε λίγο, μέσα στη χρυσή σκόνη της άνοιξης που έφτανε, άρχισαν να μετεωρίζονται και να στίλβουν παράξενα ονόματα και όροι πρωτάκουστοι: το υποσυνείδητο, η αυτόματη γραφή, το hasard objectif, τα collages, η μέθοδος paranoiaque critique, το merveilleux και τα λοιπά»

Η περίφημη αυτή διάλεξη, λίγους μήνες πριν από την κυκλοφορία της Υψικαμίνου, είχε χαθεί από τα τέλη της δεκαετίας του '30 και βρέθηκε πρόσφατα, όπου και αμέσως εκδόθηκε το 2009 από τις Eκδόσεις Άγρα.

Το κείμενο της διάλεξης, που βρέθηκε πριν μερικά χρόνια, έκανε βιβλίο ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, που έχει γράψει και μια κατατοπιστική εισαγωγή.

Ο Εμπειρίκος σπεύδει να καταγράψει τις διαφορές μεταξύ Νταντά και υπερρεαλισμού. Το Νταντά πιστεύει πως η ποίηση οφείλει να πηγάζει από το ασυνείδητο και βασίζεται, υπό την καθοδήγηση του Τριστάν Τζαρά, στη δύναμη της έκπληξης και του τυχαίου, δημιουργώντας έναν εκφραστικό χείμαρρο, που βιάζεται να αποτινάξει κάθε ακαδημαϊσμό και κάθε κανόνα, αλλά δεν διαθέτει την οργανωτική βούληση και την οραματική καθαρότητα του υπερρεαλισμού.

Το Νταντά είναι μια σπουδαία ανταρσία, αλλά δεν έχει τα μέσα και τον τρόπο για να κάνει αποτελεσματική τη δράση του: μοιάζει περισσότερο με ένα «πάθος» και μια «πεποίθηση», με μια χειρονομία η οποία θα μείνει στα μισά του δρόμου λόγω της αοριστίας της και της έλλειψης ενός επαναστατικού προσανατολισμού.

Στη χαλαρότητα και την αμηχανία του Νταντά ο υπερρεαλισμός θα αντιτάξει τον «οργανικό» του χαρακτήρα: τη θεμελιώδη άρνησή του να φτιάξει προμελετημένες παραστάσεις, την ακλόνητη πίστη του στην αποκάλυψη της εσωτερικής ροής της συνείδησης, καθώς και την προσήλωσή του στις ικανότητες του «ψυχικού αυτοματισμού», που θα δαμάσει το τέρας του ορθολογισμού μέσω των υψηλών συνειρμών και της απελευθερωτικής λειτουργίας του ονείρου. 

Ο υπερρεαλισμός θα γεμίσει με τεράστια ενέργεια την ποιητική λέξη και θα μετατρέψει το περιεχόμενό της σε ένα διαρκές, ακατάλυτο γίγνεσθαι. Η ποίηση θα κατέβει από το θεϊκό βάθρο στο οποίο την τοποθέτησαν ο ρομαντισμός και ο συμβολισμός και θα γίνει ένα με τη ζωή, σ' ένα πεδίο όπου εκ των πραγμάτων θα ενώσει τη φωνή της με τον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, κηρύσσοντας την επανάσταση.

Από την παρουσίαση της έκδοσης: «Ο Ντανταϊσμός* ήταν μια μεγάλη revolte και αποτελούσε ας πούμε το δυναμικόν μιας επανάστασης, δεν ήταν όμως καθαυτό επανάσταση, ενώ ο Σουρρεαλισμός είναι μια πραγματική επανάσταση πειθαρχημένη, με δράση ανταποκρινόμενη σε πλήρη και αυτοκέφαλη θεωρία και με συνειδητές επιδιώξεις. [...]

Ιδού ποιος είναι ο πρώτος αντίκτυπος της ενατένισης του νέου κόσμου που ανοίγει μπροστά μας η εφαρμογή του Σουρρεαλισμού. Και όταν λέμε νέος κόσμος εννοούμε στο πνευματικό επίπεδο, κάτι εντελώς ανάλογο με την ανακάλυψη του Κολόμβου, με την διαφορά ότι ο Σουρρεαλισμός με «τον ψυχικό αυτοματισμό του δια του οποίου εκφράζει την αληθινή λειτουργία της σκέψης» είναι ένας τρόπος συνεχούς και κατά βούληση προκαλούμενης ανακάλυψης. Με άλλα λόγια οι Αμερικές του δεν έχουν όρια. Είναι ατελείωτες, άπατες και κυριολεκτικά αχανείς καθώς το ασυνείδητό μας, που υπάρχει μέσα μας και του οποίου την ύπαρξη και το περιεχόμενο δεν γνωρίζουμε. [...]

Ας μη δυσαρεστηθούν μερικοί στενόμυαλοι επαναστάτες, μα δεν βλέπω για ποιο λόγο πρέπει ν’ αποφεύγουμε τα προβλήματα του έρωτος, του ονείρου, της τρέλλας, της τέχνης και της θρησκείας εφόσον τα εξετάζουμε από την ίδια με εκείνους μοίρα - την Επανάσταση».

[Σημ.: Σ.Ντρ] *Ο Ντανταϊσμός ή Νταντά (Dada) ήταν ένα καλλιτεχνικό κίνημα αισθητικής αναρχίας που αναπτύχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στις εικαστικές τέχνες καθώς και στη λογοτεχνία (κυρίως στην ποίηση), το θέατρο και την γραφιστική. Μεταξύ άλλων, το κίνημα ήταν και μια διαμαρτυρία ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και αυτού που οι Ντανταϊστές πίστευαν ότι ήταν μια καταπιεστική διανοητική αγκύλωση, τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινότητα. Ο Ντανταϊσμός χαρακτηρίζεται από εσκεμμένο παραλογισμό και απόρριψη των κυρίαρχων ιδανικών της τέχνης. Επηρέασε μεταγενέστερα κινήματα, κυρίως τον σουρεαλισμό, που ουσιαστικά ήταν η μετεξέλιξή του.

Ο φλογερός προφήτης του σουρρεαλισμού έγραψε τη διάλεξη σε 26 απλές κόλλες αναφοράς των 30 γραμμών, με γραφή ευανάγνωστη και με λίγες προσθήκες και διαγραφές.

 


«Περί Σουρρεαλισμού» - Εμπειρίκος 
Eκδόσεις Άγρα | Agra Publications 
Ζωοδόχου Πηγής 99, Αθήνα 114 73
Έτος έκδοσης: 2009, σελίδες: 96

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος μιλά για τον υπερρεαλισμό

Όταν πρωτοδιαβάσει κάποιος μη προειδοποιημένος, κάποιος που δε γνωρίζει καθόλου τι είναι Σουρρεαλισμός ένα ποίημα αυτού του είδους, μπορεί να σκεφθεί πως ο ποιητής είναι τρελλός ή πως θέλει να κοροϊδέψει τον κόσμο. Όταν όμως μυηθεί και κατανοήσει το περιεχόμενο της θεωρίας, μόλις περάσει το πρώτο ξάφνιασμα και διαλυθεί το παχύ λίπος με το οποίο καταντά να περισφίγγει την βαθύτερή μας ευαισθησία η συνεχής γαλούχησή μας από τις εκάστοτε επιβαλλόμενες σε μας πειθαρχίες, ο αναγνώστης θα δει πως είχε λάθος και θα του είναι πολύ δύσκολο να αρνηθεί πως τα ποιήματα αυτά γενικώς, ασκούν επάνω μας μια παράξενη, μια πρωτοφανή γοητεία – την γοητεία που μπορεί να ασκήσει μόνο το θαυμαστόν, το άγνωστο, ό,τι έρχεται από κάπου άλλου, ό,τι ξεπερνά τα στενά όρια της λογικής, ό,τι δεν περιέχεται μέσα στο πλαίσιο της συνείδησής μας.

Ιδού ποιος είναι ο πρώτος αντίκτυπος της ενατένισης του νέου κόσμου που ανοίγει μπροστά μας η εφαρμογή του Σουρρεαλισμού. Και όταν λέμε νέος κόσμος εννοούμε στο πνευματικό επίπεδο, κάτι εντελώς ανάλογο με την ανακάλυψη του Κολόμβου, με τη διαφορά ότι ο Σουρρεαλισμός με «τον ψυχικό αυτοματισμό του δια του οποίου εκφράζει την αληθινή λειτουργία της σκέψης» είναι ένας τρόπος συνεχούς και κατά βούληση προκαλούμενης ανακάλυψης. Με άλλα λόγια οι Αμερικές του δεν έχουν όρια. Είναι ατελείωτες, άπατες και κυριολεκτικά αχανείς καθώς το ασυνείδητό μας, που υπάρχει μέσα μας και του οποίου την ύπαρξη και το περιεχόμενο δεν γνωρίζουμε – όπως υπήρχε και πριν από τον Κολόμβο η Αμερική χωρίς κανείς ωστόσο να την ξέρει.

Μπορεί όμως να ερωτήσει κάποιος
Μήπως και πριν από τον Σουρρεαλισμό δεν υπήρχε έμπνευσις, δεν υπήρχε το θαυμαστό στην ποίηση, δεν υπήρχε υποβολή συναισθηματικών καταστάσεων από τον ποιητή στον αναγνώστη; Μήπως και άλλοτε δεν υπήρχαν ποιητές αυθόρμητοι, πηγαίοι, που γράφανε χωρίς λογικούς υπολογισμούς; Ποια λοιπόν είναι η διαφορά και γιατί τόσος θόρυβος γι’ αυτήν την νέα ποίηση που δεν έχει κριτήριο προσωδίας και κανενός άλλου είδους κριτήριο εχτός από το κριτήριο της Σουρρεαλιστικής ορθοδοξίας;
Θα απαντήσουμε πως υπάρχει η εξής μεγάλη διαφορά. Η μη σουρρεαλιστική ποίηση διαφέρει βασικά αφ’ ενός στο προτσές της εξωτερίκευσης και αφ’ ετέρου στο γίγνεσθαι όχι μόνο του ποιήματος μα και εκείνου που ονομάζουμε έμπνευση. Την διαφορά αυτή θα την καταστήσω χειροπιαστή με το ακόλουθο παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε πως ένας μη σουρρεαλιστής ποιητής οποιασδήποτε, είτε ελευθέρας είτε πειθαρχημένης σχολής γράφει ένα ποίημα. Οποιαδήποτε και αν είναι η έμπνευσή του, το ποίημα θα εκφράζει κάτι που θέλει να πει συνειδητά ο ποιητής. Και αυτό που θέλει να πει θα το διατυπώσει με τρόπο που ν’ ανταποκρίνεται το συναίσθημά του, ή η ιδέα του, σε αντικειμενικούς όρους και σε πράγματα καταληπτά δια της λογικής του, και δια της λογικής του αναγνώστη. 

Όπως κι αν το κάμει, είτε με παρομοιώσεις, είτε με αλληγορίες, είτε με αλληλουχίες συμβόλων ή με απλή και άμεσο περιγραφή, πάντως θα το κάμει με τρόπο που τα λεκτικά σχήματα να εμποιήσουν την εντύπωση που θέλει ο ποιητής, ή ως έγγιστα. Και εάν ακόμη έχει να πει κάτι αφηρημένο θα το πει συναρμολογώντας γνωστές ή άγνωστες εικόνες μα πάντοτε καταληπτές και λίγο πολύ συνειδητές. Έτσι λοιπόν θα έχωμε στο τέλος μια περιγραφή ενός ας το πούμε υποκειμενικού ιδεατού τοπίου που θ’ αποτελεί και αυτή μια φιξαρισμένη αντικειμενικώς εικόνα καμωμένη με όλους τους αρχιτεκτονικούς νόμους της συνειδητής εκφράσεως, δηλαδή με σωστούς συντακτικώς και λογικώς συνειρμούς και όταν ακόμη περιγράφεται κάτι φανταστικό, ονειρώδες ή παράλογο.

Ο Σουρρεαλιστής ποιητής δεν κάνει τίποτε από όλ’ αυτά. Βάζοντας κατά μέρος τα εργαλεία και τις συνταγές των διαφόρων σχολών καθώς και τα παραδείγματα των μεγάλων ή μικρών ποιητών, αντί να περιγράψει ένα όνειρο όπως θα έκανε οποιοσδήποτε άλλος, το ζει από τη στιγμή που περιέλθει σ’ αυτή την κατάσταση της αφαίρεσης που δικαιούμαστε σήμερα να ονομάσουμε σουρρεαλιστική. Δηλαδή παραδέχεται πως είναι φορέας και σκηνή συνάμα του ποιήματος όπως και του ονείρου, και γράφοντας ή λέγοντας χωρίς να γράφη το ποίημά του, δεν μας περιγράφει τίποτε, μα μας το παρουσιάζει όπως υπάρχει μέσα στο γίγνεσθαί του, όπως συμβαίνει όταν ονειρευόμαστε, ενώ ο μη σουρρεαλιστής ποιητής γράφοντας ένα ποίημα κάνει το πολύ-πολύ ό,τι κάνουμε εμείς όταν ξυπνήσουμε και θέλουμε να εκφράσουμε σε άλλους αυτό που είδαμε στον ύπνο μας. Και τούτο πάλι με πολλές νοθείες ένεκα της επεμβάσεως της λογικής και του μέρους εκείνου του ψυχισμού μας που ονομάζουμε στην ψυχοανάλυση Υπερεγώ, με μέσα πάντα τεχνητά και όχι δια της γνησίας λειτουργίας του πνεύματος.

Βλέπετε λοιπόν τί τεράστια διαφορά υπάρχει μεταξύ μη σουρρεαλιστικής και σουρρεαλιστικής ποίησης. Το Σουρρεαλιστικό ποίημα όπως οποιαδήποτε άλλη καθαυτό σουρρεαλιστική ενέργεια είναι κατά βάθος το αντίστοιχο μέσα στην ξυπνητή ζωή μας του περιεχομένου των ονείρων, και η σουρρεαλιστική μανιέρα δεν είναι μανιέρα με την έννοια της τεχνοτροπίας μα μέσον αμέσου εξωτερίκευσης του εσωτερικού μας γίγνεσθαι, μέσον που αντιστοιχεί, τί λέγω, που είναι ο ίδιος ο μηχανισμός, ή ίδια η λειτουργία του ονείρου. Από την στιγμή που θα περιπέσει σε αφαίρεση από την λογική και από τον συνειδητό κόσμο, ο σουρρεαλιστής είναι ανεύθυνος με όλη την σημασία της λέξης για το ποίημά του, όπως είμαστε όλοι μας ανεύθυνοι από συνειδητής απόψεως για τα όνειρά μας, όπως ήταν ανεύθυνες κατά πάσα πιθανότητα και οι Πυθίες του Δελφικού μαντείου, όταν προήρχοντο σε εκστατική κατάσταση και λέγαν τ’ ασυνάρτητα από λογικής απόψεως λόγια που ονομάζουμε χρησμούς οι οποίοι αν ήταν αληθινή η κατάστασις των γυναικών θα έμοιαζαν ίσως καταπληχτικά με τα σημερινά σουρρεαλιστικά ποιήματα ή κείμενα.

Με άλλα λόγια στο σουρρεαλιστικό ποίημα δεν υπάρχει τίποτε φκιαστό, καμιά κατασκευή έντεχνη ή άτεχνη. Κάθε ποίημα αποτελεί μιαν αποκάλυψη πραγμάτων που υπάρχουν και συμβαίνουν άθελά μας, αποτελεί το πνευματικό γίγνεσθαί μας στη στιγμή που γράφουμε. Κάθε ποίημα είναι σαν ιδεατό τρέξιμο από ρουμπινέττο, του ασυνείδητου συνειρμού που υπάρχει σε πάσα στιγμή όπως το νερό μέσα στους σωλήνες των υδραγωγείων. Θα τρέχει δε ως τη στιγμή που κλείσουμε το ρουμπινέττο, δηλαδή ως τη στιγμή που θα βγούμε από την σουρρεαλιστική αφαίρεση και επιστρέψουμε στη συνειδητή μας κατάσταση.

Ίσως όμως ερωτήσουν μερικοί: «Καλά όλ’ αυτά, μα τί μπορεί να μας αποδείξει ότι η ροή που λέτε είναι πράγματι κάτι που υπάρχει έξω από τη συνειδητή μας προσωπικότητα ή ότι το σουρρεαλιστικό ποίημα είναι στην ξυπνητή ζωή μας, το αντίστοιχον του περιεχομένου των ονείρων».
Απαντούμε πως μας δίνει την απόδειξη χειροπιαστά το μεγαλειώδες έργο του Freud στο οποίο ο Σουρρεαλισμός κατά την γνώμη μας οφείλει πάρα πολλά – δηλαδή η κλινική και πειραματική εφαρμογή της ψυχοανάλυσης – και μας την δίνει τόσο καλά και σαφώς που δεν μπορεί να μείνει κανένας σε αμφιβολία. Όσοι από σας έχουν υποστεί ψυχοαναλυτική θεραπεία, όσοι εφάρμοσαν επαγγελματικώς ή ερασιτεχνικώς την μέθοδο αυτή, ή όσοι από σας μελέτησαν ή απλώς διάβασαν έργα ψυχοαναλυτικά, θα καταλάβουν αμέσως και καλύτερα αυτό που εννοώ.
Περί Σουρρεαλισμού: η διάλεξη του Ανδρέα Εμπειρίκου το 1935 (βόμβα στην καλλιτεχνική Αθήνα του Μεσοπολέμου)

«Για να γράψετε ένα ποίημα», έλεγε ο Τζαρά, «βάλετε όλες τις λέξεις μέσα σ’ ένα καπέλλο και τραβήξετε στην τύχη». «Η ποίηση γεννιέται μέσ’ στο στόμα». Λίγοι τον άκουσαν και τον ακολούθησαν, και ακόμη λιγώτεροι ήταν εκείνοι που χωρίς να παραδεχτούν την νέα τεχνοτροπία ετήρησαν μια στάση κάπως αμερόληπτη. Στους άλλους η απροσδόκητη αυτή συνταγή φάνηκε σαν σύμπτωμα παραφροσύνης η φόρμουλα απατεώνων ταχυδακτυλουργών και όχι ποιητών. Όμως η ομάδα εξακολούθησε με πείσμα τον δρόμο της. Σιγά-σιγά, άρχισε να παράγη ολοένα περισσότερους και πιο γευστικούς καρπούς, παρά τις κατακραυγές, τις επικρίσεις και τους χλευασμούς πού προκαλούσε κάθε νέα εκδήλωση της. 

Η αλήθεια είναι πώς μια νέα ποίηση είχε γεννηθεί πραγματική, ουσιαστική ή μάλλον αυτούσια και τίποτε δεν μπορούσε πια να πνίξη ούτε τις βαθειές ούτε τις ψηλές της νότες. Το φράγμα που είχαν υψώσει γύρω από την δυνατότητα της ολοκλήρωσης μιας πραγματικά ελεύθερης ποίησης οι ακαδημίες, οι ποντίφικές τους και αιώνες παραδοχής και κομφορμισμού, είχε ανατιναχθεί και τα συγκρατημένα ως τότε νερά άρχισαν να χύνονται με ορμή. Τίποτε δεν μπορούσε ν’ αναχαιτίση αυτόν τον χείμαρρο και τίποτε απ’ ο,τι βρέθηκε στον δρόμο του δεν έμεινε ορθό. Δεν ήταν πλέον ζήτημα απλώς φιλολογικό, ή καλλιτεχνικό, μα και ζήτημα κατ' εξοχήν και βαθύτατα ψυχολογικό.

Ο Ντανταϊσμός όπως αργότερα ο Σουρρεαλισμός αποτελούν μια φρενιασμένη προσπάθεια όχι μόνο λυτρωμού από ζυγούς και κανόνες ακαδημιών, μα και ένθερμη εκδήλωση πόθου πλήρους ζωής και άρνηση υποταγής σε οιονδήποτε είδος θανάτου. Και τα δύο αυτά κινήματα ξεχειλίζουν και πάνε πέρα από τα όρια στα οποία περιορίζονται συνήθως οι πνευματικές αναστατώσεις. Ο Ντανταϊσμός έθιξε, όχι πάντοτε ενσυνειδήτως και κάπως χαωδώς, την παλαιά οργάνωση της ζωής του ατόμου, μα ο Σουρρεαλισμός, πιο οργανωμένος, πολύ πιο συστηματικός, πολύ πιο συνειδητός και πειθαρχούμενος, χτύπησε τις ρίζες κατ' ευθεία και έθιξε όχι μόνο το άτομο, μα επιτιθέμενος ενάντια στην ολότητα των καλώς κειμένων και υποσκάπτοντας τις βάσεις του κοινωνικού μας συγκροτήματος, σε όλα τα επίπεδα και απ’ όλες τις πλευρές, έθιξε τον σημερινό πολιτισμό, και πριν ακόμα προσχωρήσει στην κομμουνιστική Διεθνή. [σ. 54-56]

Έτσι, κυρίες και κύριοι, η ποίηση που συνηθίσαμε να θεωρούμε ως έργο ιδιοφυίας, ως προνόμιο της εξαιρετικής ευαισθησίας, ως μονοπώλιο ενός θιάσου ολίγων θεανθρώπων, αλλάζει στρατόπεδο και από κλασσική, ρωμαντική, συμβολική, καθαρή, έντεχνη ή μη αναπαράσταση αισθημάτων ή γεγονότων διά του μόνου γνωστού ως χτες μέσου της ενσυνειδήτου συναρμολογήσεως λέξεων και εικόνων, γίνεται σήμερα χάρη στον Σουρρεαλισμό όχι μόνο ποίηση-μέσον εκφράσεως, μα ποίηση-ενέργεια, ποίηση-λειτουργία του πνεύματος, ποίηση-ζωή. Και η νέα αυτή ποίηση είναι πια στη διάθεση όποιου επιθυμεί να την γράψη, και όποιου επιθυμεί να την κάμη με όλη την κυριολεξία της λέξεως αυτής, φτάνει ο ποιητής να μην περιφρόνηση τα απλούστατα μέσα πού του προσφέρει ο Σουρρεαλισμός, φτάνει να μην ντραπή την ενδόμυχη του αλήθεια, φτάνει να μην κωφεύση στην σουρρεαλιστική φωνή που πάντοτε αντηχεί εντός μας, στην φωνή που είπε τόσο σωστά ο Μπρετόν πως εξακολουθεί να ψάλλη και στις παραμονές του θανάτου και απάνου από τις τρικυμίες.

Εδώ πρέπει να τονίσω πως όσα είπαμε περί Σουρρεαλισμού στην ποίηση εφαρμόζονται και στις άλλες τέχνες, και είναι πολλά σήμερα στην Γαλλία και άλλου τα σουρρεαλιστικά έργα που μπορείτε ν' απολαύσετε. Εννοείται πώς δεν αρνούμεθα την γοητεία και άλλων έργων μη σουρρεαλιστικών σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης και σε όλες τις εποχές, όταν ένα έργο μας αρέση, μα τούτο δεν ελαττώνει καθόλου τον θαυμασμό μας για τον Σουρρεαλισμό που έφτασε πλέον τα όρια του μυστικισμού - αν δέχεστε μαζί μου πώς ο απόλυτος συνταυτισμός με μιαν απόλυτη αρχή είναι το ίδιο πράγμα που κακώς το ονομάζουμε μυστικισμό μονάχα στα θρησκευτικά ζητήματα.

Η σημασία της Σουρρεαλιστικής ανακάλυψης είναι τόσο μεγάλη που δεν την διακρίνουμε εύκολα, Όπως δεν θα ήταν εύκολο να υπολογίσουμε αμέσως και το μέγεθος ενός αερολίθου περιφερείας 1.000 μέτρων αν έπεφτε αίφνης σε απόσταση 3Ο μέτρων μπροστά μας. Ό,τι όμως εκτιμούν σήμερα ολίγοι μόνον, θα το εκτιμήσουν μεθαύριο πολλοί, ίσως όλοι, είτε εξακολουθεί να υπάρχη ο σουρρεαλισμός ως αυτοκέφαλη δοξασία, είτε αφομοιωθεί σιγά-σιγά με ό,τι η εξέλιξη του ασφαλώς θα γέννηση. Εκείνο που ελάχιστοι διαιστάνθηκαν αμυδρώς χωρίς να το καταλάβουν, εκείνο που εμάντεψε ο Rimbaud, εκείνο πού τόσο καταπληχτικά είδε και εφήρμοσε ο καθαυτό πρόδρομος του Σουρρεαλισμού Ισίδωρος Ducasse, γίνεται πλέον κτήμα αναφαίρετο όλου του κόσμου.

Αυτό το κάτι είναι η δυνατότης της άμεσου χρησιμοποίησης του ψυχικού δυναμικού στην πιο ανόθευτη και αυτούσια του υπόσταση, πράγμα πού εγγυάται περισσότερο από κάθε άλλη γνωστή ως σήμερα απόπειρα την όσον το δυνατόν πληρέστερη χειραφέτηση του πνευματικού ανθρώπου από τους ανανθρώπινους και διαστρεβλωτικούς κώδικες μιας αφύσικης ηθικής και αισθητικής επιβολής επάνω στον αισθαντισμό μας.

Και αυτή η δυνατότης είναι σήμερα τόσο χεροπιαστη που όχι μόνο δεν αντηχεί ως ουτοπία η περίφημη φράση του Ducasse, «η ποίηση πρέπει να γίνεται από όλους», μα γίνεται η ίδια φράση είδος πολεμικής κραυγής και εργαστηριακής φόρμουλας των σουρρεαλιστών πού ανταποκρίνεται σε όρους πληρέστατα αντικειμενικούς. [σ. 75-78]

Ο Σουρρεαλισμός, γράφει, ο Μπρετόν στο δεύτερο Μανιφέστο του 1929, κι αν ασχολείται ειδικά με την κριτική των εννοιών: πραγματικότης και μη πραγματικότης, λογικό και μη λογικό, στοχασμός και παρόρμηση, γνώση και η θεωρούμενη μοιραία άγνοια, χρησιμότης και άχρηστο, κ.τ.λ. παρουσιάζει κατ’ ελάχιστον όρο την έξης αναλογία με τον διαλεχτικό υλισμό, πως ξεκινά από την «κολοσσιαία αποτυχία του Έγελιανου συστήματος». Και εξακολουθεί ο συντάχτης του Μανιφέστου. 

«Μου φαίνεται αδύνατον να θέση κανείς όρια, όπως λόγου χάρη του οικονομικού πλαισίου, στην εξάσκηση σκέψεως που έχει γίνει οριστικά εύκαμπτη στην άρνηση και στην άρνηση της άρνησης. Πώς να παραδεχτούμε πως η διαλεχτική μέθοδο δεν μπορεί να εφαρμοστή επαξίως παρά μόνο στην επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Ο Σουρρεαλισμός φιλοδοξεί να της δώση δυνατότητες εφαρμογής καθόλου συναγωνιστικές στο πιο άμεσο συνειδητό επίπεδο. Ας μη δυσαρεστηθούν μερικοί στενόμυαλοι επαναστάτες, μα δεν βλέπω για ποιο λόγο πρέπει ν' αποφεύγουμε τα προβλήματα του έρωτος, του ονείρου, της τρέλλας, της τέχνης και της θρησκείας εφόσον τα εξετάζουμε από την ίδια με εκείνους μοίρα - την Επανάσταση. Δεν διστάζω να πω πως πριν από τον Σουρρεαλισμό δεν είχε γίνει τίποτε συστηματικό προς την κατεύθυνση αυτή, και πως και για μας επίσης, ήταν ανεφάρμοστη ύπό την Εγελιανή μορφή της η διαλεχτική μέθοδο στο σημείο που την βρήκαμε. Ήταν πια ανάγκη για μας να ξεφύγουμε τελειωτικά από τον ιδεαλισμό».


Το απόσπασμα αυτό από το δεύτερο Μανιφέστο του '29 μας δείχνει μερικές από τις ζυμώσεις που γίνονταν μέσα στους κόλπους του σουρρεαλισμού κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν, και προαναγγέλλουν τα επερχόμενα γεγονότα που θα λάβαιναν χώρα συντόμως. Ήδη ο Σουρρεαλισμός έδειχνε από κάμποσο καιρό την αλληλεγγύη του με το επαναστατικό προλεταριάτο και ενδιαφερόταν ολοένα περισσότερο σε όλα τα φλέγοντα ζητήματα του ταξικού αγώνα. Οι οπαδοί του, αν και αστικής προελεύσεως, είχαν δείξει και πριν από την θαρραλέα μεταπήδηση τους στο στρατόπεδο των ταξικών αντιπάλων τους, την αποστροφή και την ναυτία που τους προξενούσε ο αστικός πολιτισμός και ο ιδεαλισμός του, που ψυχολογικά συνετέλεσε πάρα πολύ κατά την γνώμη μου στην δημιουργία της ψυχικής κατάστασης που προκάλεσε την γένεση της ντανταϊστικής εξέγερσης και της σουρρεαλιστικής επανάστασης επίσης. Η δριμύτατη κριτική πού ασκούσαν και πριν, γινόταν τώρα στα περισσότερα ζητήματα ολοένα πιο αλληλεγγύη με την μαρξιστική κριτική και ολοένα δριμύτερη. [σ. 80-82]

Η τελευταία αυτή φάση του σουρρεαλιστικού κινήματος γέννα ένα-δύο περίπλοκα προβλήματα τα οποία δεν μπορούμε να εκθέσουμε με λίγα μόνο λόγια μέσα στα στενά χρονικά όρια μιας διάλεξης. Ο σουρρεαλισμός δεν είναι μια στατική δοξασία μα ένα κίνημα δυναμικό και δεν μπορούμε να πούμε μόνο με πέντε-έξη κουβέντες ποια θα είναι ή περαιτέρω εξέλιξη του. Τα προβλήματα που αναφέρω τα εξετάζω σ’ ένα μακρύτερο άρθρο μου από το όποιο άλλωστε άντλησα όσα σας είπα σήμερα, με την πεποίθηση πως υπάρχουν λύσεις ικανοποιητικές και από Σουρρεαλιστική και από ιστορικοϋλιστική άποψη. Όσοι ενδιαφέρεσθε μπορείτε να διαβάσετε αυτά το άρθρο τον μήνα Ιούνιο στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού «Σκοποί» του οποίου το πρώτο τεύχος θα κυκλοφορήση εκτός απρόοπτου τον προσεχή Μάρτιο.

Κυρίες και Κύριοι, φτάσαμε στο τέλος της ομιλίας μας. Πριν σας χαιρετήσω θέλω να εκφράσω δημόσια τον θαυμασμό μου και την ευγνωμοσύνη μου στον Αντρέα Μπρετόν και στους άλλους Σουρρεαλιστές που μετά τον διαλεχτικό υλισμό και τον Sigmund Freud, έχυσαν το περισσότερο και το πιο άπλετο φως μέσα στα πυκνά σκοτάδια που μας περιβάλλουν. [σ. 84-85]

Αθήνα, 25/1/1935

Ολόκληρη την Διάλεξη την διαβάζουμε σε PDF

Ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Υπερρεαλισμό
από τα «ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ»
πεζά κείμενα, 5η εκδ. Ίκαρος, 2000


ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ

· Δεν ανήκω σε εκείνους που έχουν τη γνώμη ότι ο πόλεμος πρέπει μοιραία να κυριαρχήσει επάνω μας, να αποστομώσει δηλαδή τις φυσικές ή πνευματικές μας ροπές και να μην αφήσει στο πρώτο επίπεδο του ενδιαφέροντός μας παρά την Ανάγκη. Η Ανάγκη βέβαια υπάρχει και πρέπει να λυθεί και θα λυθεί. Αλλά αν το ψωμί είναι πιο χρήσιμο από την Ποίηση αυτό κιόλας δε σημαίνει πως η τελευταία ετούτη παύει να παραμένει ένας από τους πιο αληθινούς στόχους του ανθρώπου.

Από την απλή, τη μηχανική, την καθημερινή πράξη του, ίσαμε το μυστήριο της γέννησης ή του θανάτου του, κι από τη συμβατική μέσα στην κοινωνία θέση του ίσαμε την αγωνία της ελευθερίας του πνεύματός του, ο άνθρωπος διατρέχει μεγάλες ψυχικές αποστάσεις, πονεί, δρα, ονειρεύεται, κι η ποίησή του, η τέχνη του ανάβουν τις μεγάλες τους φωτιές πέρα, σε περιοχές δυσκολοπροσδιόριστες, εκεί που ίσως μυστικά συνορεύουν η υπέρτατη ευδαιμονία κι η υπέρτατη απόγνωση.

· Σήμερα οπόταν η φθορά εκατομμυρίων σελίδων ποιητικού λόγου έχει κάνει τη συγκίνηση απαιτητικότερη, μονάχα η βίαιη χειρονομία της φαντασίας μπορεί να ελπίσει σε αληθινά δάκρυα.

· Κάθε μέρα που περνάει με κάνει ολοένα και περισσότερο να πιστεύω πως η κατανόηση της ποίησης είναι κάτι το εντελώς άσχετο με ό,τι ως τώρα συνηθίσαμε να ονομάζουμε ευφυΐα, άσχετο με όλα όσα κάτω από το γενικό τίτλο «πνευματικά προσόντα» εξασφαλίζουν, όταν υπάρχουν, στον κάτοχό τους κοινωνικές επιτυχίες και θαυμασμούς. Η κατανόηση αυτή είναι πολύ περισσότερο ζήτημα μιας άλλης ικανότητας που θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε ποιητική νοημοσύνη.

· Θα μπορούσε πχ, τότε να διαπιστώσει τι ρόλο απαραίτητο και αναμφισβήτητο παίζει η παρουσία του άλγους στην απόδοση της χαράς, πόσο συντελεί η αγωνία στη γέννηση της ελπίδας, πόσο γενικά για να βρει ένα συναίσθημα την έκφρασή του απαιτεί την αόρατη συμπαρουσία και των άλλων –κυριότατα νομίζω εγώ των πλέον αντιθετικών του. Θα’ βλεπε ακόμη πόσο κάθε ιδέα χρειάζεται κι έναν άλλο, εντελώς δικό της ρυθμό, πόσο μια ορισμένη ηχητική τείνει πάλι να προκαλέσει μιαν αντίστοιχη ψυχική κατάσταση, πόσο σε κάθε εικόνα περιέχεται (πέρα από το καθαρά ζωγραφικό μέρος) μια γενναιόκαρδη μεταμόρφωση του υπάρχοντος κόσμου σε όφελος ενός καινούριου. Μελλοντικού.

· Ο Υπερρεαλισμός είναι ένα πνεύμα που πιστεύει στη ζωή, πιστεύει στην αδιάκοπη μεταμόρφωση της ζωής μέσα στην ίδια της την αιωνιότητα και φιλοδοξεί για τον εαυτό του την ανάγκη να υποστεί ισάριθμες μεταμορφώσεις για να βρίσκεται οπωσδήποτε κοντά της. Από την άποψη αυτή και σα γενική θεωρία μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο πνεύμα των προσωκρατικών της Ιωνίας.

· Ο Υπερρεαλισμός θέλησε με άλλα λόγια να υποστηρίξει ότι ρίζα του μεγάλου κακού της εποχής μας είναι αυτός ο αθεράπευτος μέσα στην κοινωνία μας διχασμός της έννοιας του πραγματικού κι ότι μόνο τότε ο άνθρωπος θα’ ρθει σε ουσιαστική επαφή με ολόκληρο το νόημα της ύπαρξής του, όταν απολυτρωθεί από τα ορθολογιστικά δεσμά που τον υποχρεώνουν να εκτιμήσει ένα μέρος μονάχα της βαθύτερής του αλήθειας.

· Οι μέθοδοι της λογικής είναι αποτελεσματικές μονάχα όταν εφαρμόζονται στα δευτερεύοντα θέματα της ζωής. Το ουσιαστικότερο, το βαθύτερο μέρος της ανθρώπινης αλήθειας βρίσκεται πολύ πιο πέρα κι ο ποιητής πρέπει να παραιτηθεί από τα τεχνάσματα που επινοεί το ταλέντο του, να περιορίσει και να εξαφανίσει το άτομό του για να μπορέσει να’ ρθει σε επαφή με το μυστικό και ανατριχιαστικό ρεύμα της ίδιας της ανώνυμης ύπαρξης. Ό,τι αξίζει περισσότερο εδώ κάτου, ό,τι αποτελεί την καλύτερη μέθοδο γνώσης, είναι ο Έρωτας και η Ποίηση παρμένα ταυτόχρονα και αξεχώριστα, λειτουργημένα χωρίς δεσμά, κι έξω από τα συμβατικά όρια της τρέχουσας κοινωνίας.

· Επειδή εμείς όχι μόνο είμαστε μαζί τους, αλλά υπερθεματίζουμε. Επειδή για μας, υπερπραγματικότητα σημαίνει ολοκληρωτική πραγματικότητα, όπου έχουνε θέση όχι μονάχα το χώμα ή το τσαπί, αλλά ισότιμα πάντοτε και το όνειρο και η σκιά και το ρίγος κι ο όρκος των ερωτευμένων, αφού κι αυτά όλα υπάρχουνε, συγκροτούνε τον κόσμο μας κι έχουν δικαίωμα στην ποιητική έκφραση. Δεν μπορούν να μας νιώσουν γιατί δεν ξέρουν ότι για μας, όπως και για τους ρομαντικούς της Γερμανίας, όπως και για τους σοφούς της Ανατολής, όπως και για τους Έλληνες της Ιωνίας, το όνειρο είναι μια πραγματικότητα, το μυστήριο μια κατάσταση που μας συνοδεύει αδιάκοπα.

Ο Εμπειρίκος, ο σουρρεαλισμός και οι βλοσυροί αστοί

Στιγμές ξεκούρασης για τον ποιητή στη βάρκα του. 
Άψογα ντυμένος και με τη γραβάτα του…

Η Λέσχη Καλλιτεχνών επί της οδού Καραγεώργη Σερβίας -που αναφέρεται στην είδηση- ιδρύθηκε το 1928 από τον Περικλή Βυζάντιο και τον γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ. Είχε συνεργάτες τον Μιλτιάδη Μαλακάση, τον Κώστα Ουράνη και τον Δημήτρη Μητρόπουλο.

Τις περισσότερες πληροφορίες, που είχαμε μέχρι τώρα σχετικά μ' αυτή τη διάλεξη, τις είχε δώσει ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του με τίτλο «Μάχομαι διά την απελευθέρωση του έρωτα» (περιοδικό «Ηριδανός», 1976), στην Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου.

Θυμόταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος: «Είχαμε σχηματίσει ένα μικρόν κύκλον φίλων, ο Ελύτης, ο Καλαμάρης, σαν υπερρεαλιστές, να βγάλουμε ένα περιοδικό δικό μας για να μη συνεργαστούμε με τα παραδοσιακά. Θα το λέγαμε "Ο Θίασος". Δεν έγινε. Συνεργάστηκα αργότερα με τα "Νέα Γράμματα". Το 1935 έδωσα και την πρώτην διάλεξιν για τον υπερρεαλισμόν, εις την Λέσχην Καλλιτεχνών, το "Ατελιέ", Καραγιώργη της Σερβίας. Μίαν μύησιν, μίαν εισαγωγήν. Κράτησε πάνω από μία ώρα. Το "Ατελιέ" είχε κάνει αγγελίαν διά του Τύπου. Ηρθαν γύρω στα εκατόν πενήντα με διακόσια άτομα. Ολίγοι όμως κατάλαβαν, οι περισσότεροι ήσαν εναντίον. Ο Κατσίμπαλης τότε ήτο κατά, ο Καραντώνης επιφυλακτικός. Το ογδόντα τοις εκατό του κοινού, δυσμενέστατον».

Εκείνη την εποχή, ο Οδυσσέας Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος του Ανδρέα Εμπειρίκου, αναζητεί τους καινούργιους ποιητικούς του δρόμους. Τη μαρτυρία του για τη διάλεξη «Για τον σουρρεαλισμό» την καταθέτει στα «Ανοιχτά χαρτιά»: «[...] Έγινε η διάλεξη μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη, υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόιντ ή Μπρετόν. Έλειπαν οι καλοί αγωγοί της θερμότητας, οι νέοι. Παρ' όλα αυτά ο σπόρος είχε πέσει και σε λίγο, μέσα στη χρυσή σκόνη της άνοιξης που έφτανε, άρχισαν να μετεωρίζονται και να στίλβουν παράξενα ονόματα και όροι πρωτάκουστοι: το υποσυνείδητο, η αυτόματη γραφή, το hasard objectif, η μέθοδος paranoiaque critique, το merveilleux και τα λοιπά».

Το χειρόγραφο, το οποίο βρέθηκε στα κατάλοιπα του ποιητή και μελέτησε ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, αποτελείται από 26 απλές κόλλες της αναφοράς των 30 γραμμών. Το χειρόγραφο είναι πλήρες, όλες οι κόλλες έχουν αριθμηθεί, η γραφή είναι αρκετά ευανάγνωστη, οι διορθώσεις, οι προσθήκες και οι διαγραφές είναι σχετικά λίγες. 

Στον ίδιο φάκελο βρέθηκαν ακόμη: ένα προσχέδιο της διάλεξης, γραμμένο στα ελληνικά, και δώδεκα χειρόγραφες σελίδες στα γαλλικά, χωρίς αρίθμηση. Οι δεύτερες περιέχουν ένα προσχέδιο επιστολής, που ο Εμπειρίκος σκόπευε να αποστείλει στον Αντρέ Μπρετόν, με την οποία θα τον ενημέρωνε για τις απόψεις του σχετικά με την 3η Διεθνή, την Επανάσταση και τον υπερρεαλισμό. Κι ακόμη, ένα προσχέδιο ενός εκτενέστερου κειμένου, με τίτλο «Le Surrealisme et la Revolution».

Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης εκτιμά ότι η εμπειρίκεια διάλεξη είναι καλά οργανωμένη και γεμάτη πληροφορίες. Σήμερα, με την πολυτέλεια της χρονικής απόστασης, έχουμε τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε, πάντα κατά τον επιμελητή, «τόσο την αρχική της ορμή και τολμηρότητά της όσο και τη φιλολογική της αξία. Πρόκειται για ένα μοναδικό ελληνικό κείμενο σχετικά με την ιστορία, το περιεχόμενο αλλά και τις πολιτικοκοινωνικές φάσεις του υπερρεαλισμού, πολύτιμο για τη βιβλιογραφία μας, ένα κείμενο που ουσιαστικά θέλει να τοποθετήσει από το 1935 την Ελλάδα στον υπερρεαλιστικό χάρτη. Σε τούτο συντελεί όχι μόνο η αποστολική διάθεση του Εμπειρίκου να διαδώσει το νέο Κίνημα, αλλά και η βαθιά γνώση του υπερρεαλισμού, πέραν από τη γνωριμία του με σημαίνοντα πρόσωπα του γαλλικού υπερρεαλισμού, με προεξάρχοντα τον Μπρετόν».*

Μην ντρέπεστε την ενδόμυχή σας αλήθεια

Το τι καινούργιο θα έφερνε ο υπερρεαλισμός στα τότε ποιητικά δρώμενα, το περιγράφει ο Ανδρέας Εμπειρίκος, στο ακόλουθο απόσπασμα της διάλεξής του:

«Η νέα αυτή ποίηση είναι πια στη διάθεση όποιου επιθυμεί να την γράψη, και όποιου επιθυμεί να την κάμη με όλη την κυριολεξία της λέξεως αυτής, φτάνει ο ποιητής να μην περιφρονήση τα απλούστατα μέσα που του προσφέρει ο Σουρρεαλισμός, φτάνει να μην ντραπή την ενδόμυχή του αλήθεια, φτάνει να μην κωφεύση στην σουρρεαλιστική φωνή που πάντοτε αντηχεί εντός μας, στη φωνή που είπε τόσο σωστά ο Μπρετόν πως εξακολουθεί να ψάλλη και στις παραμονές του θανάτου και απάνου από τις τρικυμίες».

 


Φώτο: Συλλογή από την Οικία/Μουσείο Κατακουζηνού της Λητώς από τη Nelly, μια από τις σημαντικότερες γυναίκες φωτογράφους σε παγκόσμιο επίπεδο, ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Αμέτρητες λήψες απαθανατίζουν διάσημους φιλοξενούμενους του σπιτιού και φίλους των Κατακουζηνών, στιγμές χαράς και θλίψης, περιστάσεις που ανήκουν αμετάκλητα στο παρελθόν. Μερικές από τις φωτογραφίες είναι τοποθετημένες σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Η Λητώ προτιμούσε να τις εκθέτει χωρίς κορνίζες και περιτριγυρισμένες από διακοσμητικά αντικείμενα.

Η σουρεαλιστική μπόμπα: Ο Ανδρέας Εμπειρίκος 
βάζει φωτιά στην καλλιτεχνική Αθήνα του Μεσοπολέμου

Ανδρέας Εμπειρίκος > Περί Σουρρεαλισμού
Η διάλεξη του 1935 εκδόσεις Άγρα, σ. 86, 

Η σουρεαλιστική μπόμπα | Ελευθεροτυπία www.enet.gr
Έντυπη Έκδοση Βιβλιοθήκη, Πέμπτη 1 Απριλίου 2010

Στις 25 Ιανουαρίου του 1935, ημέρα Παρασκευή και ώρα επτά το απόγευμα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος δίνει στη Λέσχη Καλλιτεχνών στην Αθήνα (επί της οδού Καραγιώργη Σερβίας) μια διάλεξη που θα σημάνει την αρχή ενός παρατεταμένου κύκλου έκπληξης και δυσαρέσκειας. 

Μυημένος στην ψυχανάλυση και αφοσιωμένος οπαδός του υπερρεαλισμού, ο Εμπειρίκος, που έχει ζήσει τα προηγούμενα χρόνια στο Παρίσι και έχει μπει στον κύκλο του Αντρέ Μπρετόν, μιλάει με πρωτοφανή ενθουσιασμό για ένα ποιητικό κίνημα το οποίο έχει ταράξει τα διεθνή ύδατα, αλλά παραμένει τελείως άγνωστο στην Ελλάδα. 

Ο ομιλητής είναι 34 ετών και δεν έχει βγάλει ακόμη βιβλίο - η «Υψικάμινος», με την οποία θα κάνει το ντεμπούτο του στα ελληνικά γράμματα, θα τυπωθεί εντός του 1935, ενώ την ίδια εποχή θα ξεκινήσει και η επαγγελματική του καριέρα στην ψυχανάλυση. Κάνοντας λόγο για τον υπερρεαλισμό, ο Εμπειρίκος θα αναφερθεί ευθύς εξαρχής σε μιαν εξαιρετικά επικίνδυνη μπόμπα: μια μπόμπα που επιζητεί να σαρώσει (και ει δυνατόν να εξαφανίσει) με το επαναστατικό της πνεύμα όχι μόνο το καλλιτεχνικό αλλά και το πολιτικοκοινωνικό κατεστημένο.
ΔΕΙΤΕ: Ο Ανδρέας Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο από την συλλογή, Οκτάνα (video) Μα τί θα πει Οκτάνα;

Οι υπερρεαλιστές υπερβαίνουν τον ντανταϊσμό

Για τη διάλεξη του Εμπειρίκου υπήρχαν μέχρι τώρα μόνο κάποιες πληροφορίες: από σχετικές αναφορές του ίδιου ή του Οδυσσέα Ελύτη. Η έκδοση του κειμένου της διάλεξης από τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, που έχει γράψει και μια λίαν κατατοπιστική εισαγωγή (το χειρόγραφο βρέθηκε πρόσφατα ανάμεσα σε άλλα κατάλοιπα), αποτελεί μια θαυμάσια ευκαιρία προκειμένου να γνωρίσουμε εκ του σύνεγγυς τις θέσεις του Εμπειρίκου περί «σουρεαλισμού» σε μια πνευματική Αθήνα η οποία αντιδρά αλλεργικά απέναντι σε οποιαδήποτε καινοτομία (μετά τις λυσσώδεις επιθέσεις που θα δεχτεί η «Υψικάμινος», ο όρος «σουρεαλισμός» θα αποκτήσει σφόδρα αρνητική σημασία και θα αντικατασταθεί, κατόπιν προτροπής του Νικήτα Ράντου, από τον ακριβέστερο και δοκιμότερο σήμερα «υπερρεαλισμό»). 

Ο Εμπειρίκος σπεύδει να καταγράψει από τις πρώτες αράδες της ομιλίας του τις διαφορές μεταξύ Νταντά και υπερρεαλισμού. Το Νταντά πιστεύει πως η ποίηση οφείλει να πηγάζει από το ασυνείδητο και ποντάρει, υπό την καθοδήγηση του Τριστάν Τζαρά, στη δύναμη της έκπληξης και του τυχαίου, δημιουργώντας έναν εκφραστικό χείμαρρο, που βιάζεται να αποτινάξει κάθε ακαδημαϊσμό και κάθε κανόνα, αλλά δεν διαθέτει την οργανωτική βούληση και την οραματική καθαρότητα του υπερρεαλισμού. Το Νταντά είναι μια σπουδαία ανταρσία, αλλά δεν έχει τα μέσα και τον τρόπο για να κάνει αποτελεσματική τη δράση του: μοιάζει περισσότερο με ένα «πάθος» και μια «πεποίθηση», με μια χειρονομία η οποία θα μείνει στα μισά του δρόμου λόγω της αοριστίας της και της έλλειψης ενός όντως επαναστατικού προσανατολισμού.

Στη χαλαρότητα και την αμηχανία του Νταντά ο υπερρεαλισμός θα αντιτάξει τον «οργανικό» του χαρακτήρα: τη θεμελιώδη άρνησή του να φτιάξει προμελετημένες παραστάσεις, την ακλόνητη πίστη του στην αποκάλυψη της εσωτερικής ροής της συνείδησης, καθώς και την προσήλωσή του στις ικανότητες του «ψυχικού αυτοματισμού», που θα δαμάσει το τέρας του ορθολογισμού και των άτεγκτων συνεπαγωγών του μέσω των υψηλών συνειρμών και της απελευθερωτικής λειτουργίας του ονείρου.

Ο υπερρεαλισμός θα στείλει έτσι περίπατο όλα τα αυτονόητα και τις συμβάσεις και θα περιέλθει σε μια κατάσταση εκστατικής αφαίρεσης, που θα γεμίσει με τεράστια ενέργεια την ποιητική λέξη και θα μετατρέψει το περιεχόμενό της σε ένα διαρκές, ακατάλυτο γίγνεσθαι. Η ποίηση θα κατέβει από το θεϊκό βάθρο στο οποίο την τοποθέτησαν ο ρομαντισμός και ο συμβολισμός και θα γίνει ένα με τη ζωή, σ' ένα πεδίο όπου εκ των πραγμάτων θα ενώσει τη φωνή της με τον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, κηρύσσοντας την επανάσταση και στο πολιτικό ή το κοινωνικό επίπεδο.

Ανεξάρτητα από το πόσο εκτεταμένα θα εφαρμόσει στην ποίησή του τέτοιες αρχές, ο Εμπειρίκος αναδεικνύεται στη διάλεξή του για τον υπερρεαλισμό σε έναν ανυποχώρητο υπερασπιστή της υπερρεαλιστικής ορθοδοξίας. Παραπέμποντας ακούραστα στα δύο μανιφέστα του Μπρετόν (του 1924 και του 1929) και μνημονεύοντας τα ιερά ονόματα του Αρτώ, του Σουπώ, του Νταλί, του Βιτράκ, του Αραγκόν και του Ελυάρ, ο Εμπειρίκος πολιτογραφείται με τη διάλεξή του ως ο κεντρικός εισηγητής και θεωρητικός του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ακόμη κι αν πρέπει κάποια στιγμή να πάρει αποστάσεις, όπως προσφυώς σημειώνει στην εισαγωγή του ο Γιατρομανωλάκης, από τη σύμπλευση των υπερρεαλιστών με τους κομμουνιστές, οι οποίοι τον τρομάζουν με τη σιδερένια κομματική τους πειθαρχία. 

Τέτοιες επιφυλάξεις μπορεί να μην περνούν στη διάλεξη (στις ημέρες μας τις ξέρουμε από την αλληλογραφία του Εμπειρίκου με την οικογένειά του), που διαποτίζεται από μιαν ιδεολογία στράτευσης, αλλά σύντομα, μέσα στο 1935, θα συμπέσουν με το γεγονός της αποβολής των υπερρεαλιστών από τους κόλπους της Τρίτης Διεθνούς, επιδεικνύοντας την ευστοχία τους.


Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπράϊλα ή Βραΐλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.

Δείτε: Ανδρέας Εμπειρίκος: Ο Δρόμος (ανάλυση)

Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, πιστός στο κίνημα όσο κανένας άλλος Έλληνας συγγραφέας, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951.

Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές», κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα «Ο Μέγας Ανατολικός», που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.
ΠερισσότεραΑνδρέας Εμπειρίκος

Βιβλιογραφία

• Ανδρέας Εμπειρίκος, Περί σουρεαλισμού, η διάλεξη του 1935, Αθήνα, Άγρα, 2009. Βιβλιοπωλείο/Eκδόσεις Άγρα | Agra Publications, Ζωοδόχου Πηγής 99, Αθήνα 114 73
• Ντανταϊσμός και Βιογραφικό Α. Εμπειρίκος από την εγκυκλοπαίδεια Βικιπαίδεια από: http://www.sophia-ntrekou.gr/2014/01/o-dromos-empeirikos-andreas.html
• Ο Ανδρέας Εμπειρίκος μιλά για τον υπερρεαλισμό: Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη https://latistor.blogspot.com/2013/01/blog-post_27.html - Ανδρέας Εμπειρίκος Περί Σουρρεαλισμού
• Η σουρεαλιστική μπόμπα | Ελευθεροτυπία www.enet.gr › 1 Απρ 2010
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=147268
• Αποσπάσματα περί σουρεαλισμού: από τον δικτυακό τόπο με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό του Βασίλη Συμεωνίδη http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/embirikos_4ap-peri-surealismu.htm - PDF
• Ολόκληρη η Διάλεξη από το Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ της Φιλοσοφικής Σχολής https://www.lit.auth.gr/sites/default/files/gsg283_empeirikos_peri_sourealismou.pdf
• Ο Εμπειρίκος, ο σουρρεαλισμός και οι βλοσυροί αστοί
Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 27 Νο 2009
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=27/11/2009&id=106182
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση | www.Sophia-Ntrekou.gr

















Δεν υπάρχουν σχόλια: