της Σοφίας Ντρέκου
Με τον Κωστή Παλαμά λύνεται ευφρόσυνα ένα υπόκωφο δράμα δυο χιλιάδων χρόνων. Το παλαμικό έργο είναι ο τόπος όπου γίνεται η ολοκληρωτική πραγμάτωση και ανάσταση του ελληνικού ποιητικού λόγου στη ζωή. Γιώργος Σεφέρης (Δοκιμές, Α’, 215).
Το 1908 η Ελλάδα γι' άλλη μια φορά είναι ταπεινωμένη. Μετά την πτώχευση του Τρικούπη και τις ήττες, οι δανειστές ελέγχουν την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Ίντριγκες, ψέματα, φόροι και χαράτσια. Ο λαός πεινάει. Όχι όπως σήμερα, αλλά σαφώς χειρότερα. Δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία και ο Κωστής Παλαμάς γράφει το ποίημα «Αποκριτική γραφή - Γύριζε».Με ποιητική ακρίβεια, μιλάει ευθέως για «την πόρνη Ρωμιοσύνη, τον περίγελο των Ευρωπαίων, τους στέρφους μανταρίνους και το ρωμιό που ξανάσκυψε να γίνει σκλάβος». 105 χρόνια μετά ο ποιητής είναι πιο επίκαιρος από ποτέ. Κρίμα που δε διαβάσαμε τους στίχους του στα λεωφορεία… όπως και τον Καβάφη.Το ποίημα
περιγράφει με δραματικό τρόπο την απόγνωση του Κωστή Παλαμά για τον ξεπεσμό της χώρας. Γράφτηκε το
1908 και περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Η Πολιτεία και η Μοναξιά».
Στην αρχή του 20ου αιώνα, η Ελλάδα ήταν μια χώρα χρεοκοπημένη, ταπεινωμένη και διαλυμένη οικονομικά και κοινωνικά. Μόλις στεκόταν στα πόδια της με την οικονομική «βοήθεια» -με το αζημίωτο φυσικά- των ξένων, στους οποίους είχε ουσιαστικά εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία. Ανίκανοι πολιτικοί ηγέτες κι ένας ταλαιπωρημένος λαός, που πολιτικάντηδες δημαγωγοί εύκολα τον έσερναν από τη μύτη- συνέθεταν ένα ζοφερό σκηνικό.
Γράφει ο ποιητής στο σπίτι του, το θρυλικό «κελί» επί της Ασκληπιού 3, στην Αθήνα.
Γύριζε - Αποκριτική γραφή
«Εγώ γυρίζω, γυρίζω, και κάνω τον άνεμο κουβάρι…»
Ανδρέας Καρκαβίτσας (Από ένα γράμμα του)
Ανδριάντας Κωστή Παλαμά, 1975. Γλύπτης: Βάσος Φαληρέας
(1905-1979) στο Πνευματικό κέντρο Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας)
Γύριζε, μή σταθής ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια,
η Αλήθεια τόπο να σταθή μια σπιθαμή δέ θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη·
κάθε σπαθί, κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι,
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.
Από θαμπούς ντερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρηδες! Χαρά στους αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
Γύρω μου αδιάφοροι κι οχτροί, και ουρλιάζουνε μπροστά μου,
κι εμέ μ’ αδράχνει ένας θυμός κι ένας σκοπός με πάει·
κι ένα παλιό τραγούδι μου μέσ’ απ’ τη θάλασσά μου
ξανάρχεται στα χείλη μου, κύμα κι αφρός, και σπάει:
Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάνα Γη, σκυφτούς για το χαράτσι,
κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχιά σου γλώσσα,
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.
Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι,
Και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι λεβαντίνοι·
Λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
Κι οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!
Και το επικό παλάτι, νά! (για σένα εγώ το υψώνω,
κορόνα του βυζαντινού θυμού, Βουλγαροχτόνε),
το παρατώ· πολεμική καστέλα θεμελιώνω.
Είν’ εδώ μέσα οι βούλγαροι και οι τούρκοι και μας τρώνε.
Το Τότε μια για πάντα πάει· γεννήσου από το Τώρα,
γκρεμιστή, πλάστη, φύσηξε το φύσημά σου, ω μάγε,
σκολαστικός και ρουσφετλής ρημάζουνε τη χώρα·
βουλγαροχτόνε, φρύαξε, και ρίξου, Τουρκοφάγε!
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Σε βλέπω· αναγελαστικά τα μάτια σου σπαράζουν
στο αγέλαστό σου πρόσωπο, συγνεφιασμένη μέρα,
το πρόσωπό σου απελπισιά, τα μάτια σου ταράζουν.
Μα κράτησε το δρόμο σου και κοίτα παραπέρα.
Πάντα είν’ ορθός κι ασάλευτος ο λειτουργός· το χέρι
τ’ αργοσαλεύει ρυθμικά βλογώντας· μην ξεχάνεις.
Γύρω μου ατάραχα, η ελιά, το φως, το καλοκαίρι·
στριφογυρίζει, δέρνεται μονάχα ο μπεχλιβάνης.
Ας σκούζουν οι ντερβίσηδες, ας λένε οι μανταρίνοι,
και μέσα η χώρα γριά λωλή κι ας δασκαλοκρατιέται.
Στα περιβόλια —κοίταξε— βαθιά είν’ οι άσπροι κρίνοι,
κάτου από δέντρα φουντωτά λαός δροσολογιέται.
Πόσα ολοστρόγγυλα παιδιά κι ωραία κορίτσια πόσα
με τα χλωρά, με τα πουλιά περνάνε ταιριασμένα,
και συλλαβίζουν τη ζωή, την ομορφιά, τη γλώσσα
κι απάνου στα δημιουργά βιβλία σου σκυμμένα!
21 του Μάη 1908
Πηγή: Από την την ποιητική συλλογή του Κωστή Παλαμά «Η Πολιτεία και η Μοναξιά». Εκδόσεις Ι. Ν. Σιδέρης. Σελίδες: 228 - Έτος έκδοσης: 1912. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων.Στον λόγο του ποιητή, εντούτοις, απουσιάζει η κατηγορία, το μίσος για το παρελθόν, του σήμερα. Ένοχος, είναι και μόνο, αποκλειστικά το παρόν. Γιατί τότε το
1908 που γράφει ο ποιητής, το παρελθόν ήταν ζωντανό ακόμα, στην ακόμα σκλαβωμένη τότε, πάλαι περιοχή της βυζαντινής κοινοτικής ομοσπονδίας. Περιγράφει γλαφυρά και με θαυμαστή ποιητική ακρίβεια την τραγική κατάσταση της πατρίδος.
Οι
στίχοι φαίνεται ως να έχουν γραφτεί σήμερα και να αφορούν αυτά που μας συμβαίνουν τώρα. Και όμως το υπέροχο αυτό ποίημα, λίγοι το γνώριζαν και ίσως να μην του έδωσαν την πρέπουσα σημασία. Κρίμα, γιατί θα έπρεπε όλοι να το γνωρίζαμε νωρίτερα, ώστε να διορθώναμε ενδεχομένως κάποια πράγματα.
Αέναη επΑνάσταση by Sophia Ntrekou.gr
Περισσότερα:
Κωστής Παλαμάς *Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας.
Βιντεο / αφιέρωμα by Αέναη επΑνάστασηΓύριζε: Η Τρίτη Όχθη με αφορμή την επικείμενη
κυκλοφορία του cd παρουσιάζει στην μπουάτ
Απανεμιά στην Πλάκα, 17/4/2018, ένα τραγούδι
σε στίχους Κ. Παλαμά από την «αποκριτική γραφή».
Νατάσα Μωυσόγλου: Τραγούδι
Βίντεο: Γύριζε - Ποίηση: Κωστής Παλαμάς
Μουσική - Ερμηνεία: Μάριος Καπνιάς