Τοῦ εἶπε εἶν᾿ ἀνάξιος τὸν Κτίστη νὰ γνωρίσῃ
ποῦ ἔκανε τὸν οὐρανό, τὴν θάλασσα, τὴν κτίση.
Φιλοχριστους εἶχα γονεῖς ἔμαθα νὰ λατρεύω
Χριστὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἔμαθα καὶ πιστεύω.
Θηρίο ἣν ὁ βασιλιὰς δέταξε στὸ σῶμα
νὰ τὸν βασανίζουνε νὰ δέρνουνε τὸ στόμα.
Ξεσχίζουν μὲ τὰ νύχια τους, τοῦ ἄνοιγαν τὸ στόμα
κρέατα εἰδωλόθυτα τὸν τάϊζαν ἀκόμα.
Εἶχε σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ τίποτα δὲν παθαίνει
τὸ σῶμα του καὶ ἡ ψυχὴ δὲν ἦταν μολυσμένη.
Τρελάθηκε ὁ Τραϊανὸς εἶδε αὐτὰ ποὺ κάνει
καὶ ἔβγαλε διαταγὴ στὴ φυλακὴ τὸν βάνει.
Τὸν βγάζει ἀπὸ τὴν φυλακὴ γιὰ νὰ τὸν καλοπιάσῃ
καὶ εἰς τοὺς ψεύτικους θεοὺς λέει νὰ θυσιάσῃ.
Τοῦ λέγει εἶμαι χριστιανὸς πίστι μου δὲν ἀλλάζω
καὶ γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ ψυχή μου δὲν κολάζω.
Ὁ τύραννος κοκκίνησε τότε ἀπ᾿ τὸ θυμό του
διέταξε νὰ κρεμαστῇ νὰ γδέρνουν τὸ πλευρό του.
Κοκκίνησαν οἱ βασανιστὲς μὲ αἷμα τοῦ Ἁγίου
σύμφωνα μὲ διαταγὴ Τραϊανοὺ ἀγρίου.
Στὰ βάσανά του ὁ μάρτυρας τὸ βασιλιὰ φωνάζει
πῶς εἶναι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ τίποτα δὲν τρομάζει.
Διέταξε ὁ βασιλιὰς νὰ τὸν ἐφυλακίσουν
καὶ μόνο εἰδωλόθυτα φαγιὰ νὰ τὸν ταΐσουν.
Κρέατα εἰδωλόθυτα τοῦ πήγαιναν νὰ φάει
νηστεία καὶ μὲ προσευχὴ τὶς ὧρες τοῦ περνάει.
Τριάντα μέρες καὶ ὀκτὼ στὴ φυλακὴ κλεισμένος
διὰ τὴν πίστι στὸν Χριστὸ ἦταν βασανισμένος.
Εἶδε ὁ ἀρχιφύλακας τὴν τελευταία μέρα
στὴ σκοτεινὴ τὴν φυλακὴ φῶς ἔλαμπε σὰν μέρα.
Στὸν Ἅγιο χαρούμενο εἶδε τὸ πρόσωπό του
δύο λευκοφόροι Ἄγγελοι βρίσκονταν στὸ πλευρό του.
Ἕνας σκεπάζει σῶμα τοῦ ὁ ἄλλος ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
ἔβαζε φωτοστέφανο στ᾿ Ἁγίου τὸ κεφάλι.
Τρόμαξε ὁ φύλακας πάει στὸν βασιλέα
ἐκεῖ του ἐξιστόρησε γιὰ πράγματα σπουδαῖα.
Τύραννος ἄπιστο σκυλὶ εἶπε ἦν φαντασίες
καὶ τότε ἐδιέταξε μεγάλες τιμωρίες.
Σὲ δύο μέρες τὸν καλεῖ νὰ ῾ρθει πάλι μπροστά του
Ἅγιο ἐφοβέριζε μὲ βαρβαρότητά του.
Σὰν ἄνοιξαν τὴν φυλακὴ τὸν βρῆκαν πεθαμένο
καὶ γύρω-γύρω Ἄγγελοι λαμπάδες ἀναμμένο.
Διέταξε ὁ βασιλιὰς φρουροῦν τὸ λείψανό του
νὰ μὴν τὸ πάρουν χριστιανοὶ καὶ σκάσῃ ἀπ᾿ τὸ κακό του.
Τὴ νύχτα ὅμως Ἄγγελος φωτίζει ἱερέα
Τιμόθεο ὀνόματι τὸ κήδευσε ὡραία.
Σὲ μία χήρα τὸ 'δωσε νὰ τὸ διαφυλάξει
σὲ μαρμαρένια λάρνακα τὸ εἶχε αὐτὸ φυλάξει.
Σαράντα μέρες ἔμεινε δίχως νερὸ καὶ γεῦμα
τρεφότανε στὴ φυλακὴ μὲ Ἅγιον τὸ Πνεῦμα.
Μὲ πίστι καὶ μὲ προσευχὴ περνοῦσε τὴν ζωή του
κι ἁγίασε ὁ Ὑάκινθος αἰώνια τὴν ψυχή του.
Παρέδωσε τὸ πνεῦμα τοῦ τρεῖς ἦν τοῦ Ἰουλίου
καὶ εἶναι ἀγαλιόμενος εἰς τὰς αὐλᾶς Κυρίου.
Ὦ Ἅγιε Ὑάκινθε ἄνθος τοῦ Παραδείσου
προσεύχου πάντοτε γιὰ μᾶς νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή σου.
Ο Ιερός Ναός του Αγίου Υακίνθου στα Ανώγια της Κρήτης