Λιβίσι: Μικρασιατικό χωριό φάντασμα που ερήμωσε μετά τον διωγμό και οι Τούρκοι δεν το κατοίκησαν ποτέ γιατί φοβήθηκαν την κατάρα των Ελλήνων


Εγκαταλελειμμένη Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία του 1888 
σ' ένα χωριό φάντασμα στη Μικρά Ασία (Φώτο και Βίντεο)

Έρευνα, Επιμέλεια, Μετάφραση
Σοφίας Ντρέκου, Αρθρογράφος


Πηγή Αέναη επΑνάσταση

Ένα Χωριό Φάντασμα

Το Λεβίσσι (τουρκικά: Καγιάκιοϊ Kayaköy), είναι χωριό 8 χιλιόμετρα νότια της Μάκρης (Φετίγιε) στη νοτιοδυτική Τουρκία, όπου ζούσαν Έλληνες της Ανατολίας μέχρι περίπου το 1923. Το χωριό-φάντασμα, που διατηρείται πλέον ως μουσείο, αποτελείται από εκατοντάδες κατοικίες και δύο εκκλησίες, οι οποίες καλύπτουν ένα μικρό μέρος βουνοπλαγιάς και χρησιμεύουν ως τόπο στάθμευσης για τους τουρίστες που επισκέπτονται τη Φετίγιε και το Ολουντενίζ.

Kayaköy

Το χωρίο κτίστηκε στα ερείπια της αρχαίας πόλης Καρμυλησσού το 1700. Η περιοχή άλλαξε δημογραφικά μετά το σεισμό που ισοπέδωσε την κοντινή Φετίγιε, γνωστή και ως Μάκρη, το 1856 και τη μεγάλη πυρκαγιά του 1885.

Μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922), το Λεβίσσι εγκαταλείφθηκε μετά τη συμφωνία ανταλλαγής πληθυσμών που υπογράφηκε από την ελληνική και τουρκική κυβέρνηση το 1923.

Ο πληθυσμός του περί το 1900 ήταν περίπου 2.000 άτομα, σχεδόν όλοι Έλληνες χριστιανοί. Σήμερα είναι εντελώς άδειο, εκτός από τις ομάδες τουριστών και τους επιχώριους πωλητές που πωλούν χειροτεχνήματα και αντικείμενα ξεθαμμένα από το χωριό.

Το Λεβίσσι υποτίθεται ότι είναι το χωριό που ενέπνευσε το «Eskibahçe», το φανταστικό χωριό που επέλεξε ο Λουί ντε Μπερνιέ (Louis de Bernières) για το μυθιστόρημά του «Πουλιά χωρίς Φτερά» του 2004.

Σημείωση: Το Λεβίσσι είναι η γενέτειρα του Αγίου Γέροντος Ιακώβου Τσαλίκη, του επονομαζόμενου και... «Με συγχωρείτε» διαβάστε εδώ.

πρωτότυπο στα Αγγλικά Εδώ
Μετάφραση Σοφία Ντρέκου

Εσωτερικό εγκαταλειμμένης ορθόδοξης εκκλησίας
Εσωτερικό εγκαταλειμμένης ορθόδοξης εκκλησίας

Στα παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Ρόδο, βρίσκεται ένα μέρος που επισκέπτονται οι τουρίστες για να φωτογραφίσουν το έρημο χωριό που ο θρύλος λέει ότι είναι στοιχειωμένο. Οι διεθνείς τουριστικοί οδηγοί το αναφέρουν ως το «χωριό – φάντασμα», αλλά οι μικρασιάτες το αναγνωρίζουν ως το αγαπημένο Λιβίσι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν μετά τους διωγμούς των Τούρκων.

Το Λιβίσι ή Λειβίσσι ή Λεβίσι βρίσκεται στη σημερινή νοτιοδυτική Τουρκία και πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες. Η παρουσία τους εκεί υπολογίζεται από τη βυζαντινή εποχή, ενώ ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι το χωριό χτίστηκε πάνω στα ερείπια της αρχαίας Καρμυλησσού. 

Το Λιβίσι απέχει μόλις 8 χιλιόμετρα από την περιοχή της Μάκρης, η οποία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μετά το 1840 και τον ερχομό πληθυσμού από τα Δωδεκάνησα. Η σημερινή του ονομασία είναι Kayaköy (Καγιάκιοι) και σημαίνει βραχοχώρι καθώς το έδαφος είναι βραχώδες, ενώ τα σπίτια είναι χτισμένα αμφιθεατρικά. Την περίοδο της ακμής του, το Λιβίσι αριθμούσε περίπου 6.500 χριστιανούς και 500 περίπου μουσουλμάνους. Είχε τρεις κοινότητες και τρεις εκκλησίες- ενορίες, νοσοκομείο, δημοτικό σχολείο και βιβλιοθήκη.

Ο θρύλος του στοιχειωμένου χωριού 

Οι Έλληνες που έφυγαν από το Λιβίσι σκορπίστηκαν. Πολλοί εγκαταστάθηκαν στη Ρόδο, το Καστελόριζο, την Τήνο, την Εύβοια. Όσοι έφτασαν στην Αττική κατέληξαν στη σημερινή Νέα Μάκρη (εξ ου και το όνομά της από τη μικρασιατική Μάκρη) και τον Μαραθώνα. Οι Τούρκοι που πήγαν στο Λιβίσι δεν στέριωσαν ποτέ. Ο θρύλος λέει ότι οι πρόσφυγες έριξαν πίσω τους κατάρα και ότι στους δρόμους του χωριού εμφανίζονται φαντάσματα.

Εσωτερικό εγκαταλειμμένης εκκλησίας
Εσωτερικό εγκαταλειμμένης ορθόδοξης εκκλησίας

Μια άλλη εκδοχή του θρύλου, θέλει τους Λιβισιάνους να δηλητηρίασαν τα πηγάδια φεύγοντας και έτσι το χωριό δεν μπορούσε πια κατοικηθεί. Η επίκουρη καθηγήτρια του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου κ. Δέσποινα Δαμιανού, αναφέρει στην εφημερίδα το «Βήμα» ότι ο λόγος που ο Τουρκικός πληθυσμός δεν στέριωσε και το Λιβίσι έγινε χωριό- φάντασμα είναι ότι όσοι έφτασαν ήταν γεωργοί. Η καλλιεργήσιμη έκταση όμως ήταν μικρή και δεν επαρκούσε για όλους, οπότε οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να φύγουν και να μετακινηθούν προς πιο εύφορα μέρη. 

Το 2014 το Λιβίσι ήρθε στην επικαιρότητα μετά από ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού ότι θα το «πουλήσει» για 49 χρόνια σε επενδυτή, ώστε να μετατραπεί σε τουριστικό θέρετρο. Ωστόσο μέχρι σήμερα το χωριό παραμένει έρημο.


Κατά τη δεκαετία του 1990 μία ομάδα Γιαπωνέζων αρχαιολόγων διενέργησε ανασκαφές στο γειτονικό στο Λιβίσι νησί Gemiler Adasi (το νησί του Αγίου Νικολάου των Λιβισιανών). Το νησί αυτό ταυτίστηκε με τη Λεβισσό των Βυζαντινών πηγών. Η Λεβισσός μαρτυρείται σε Νεαρές από τον 7ο αιώνα έως και το 1120.

Το Λιβίσι ήταν χτισμένο αμφιθεατρικά

Δεχόμενοι αυτές τις μαρτυρίες μπορούμε να πούμε ότι το Λιβίσι αποτελεί τη μετεξέλιξη- μετεγκατάσταση της βυζαντινής Λεβισσού, σε μία προσπάθεια των κατοίκων να καταφύγουν στο πιο ασφαλές εσωτερικό, σε μία θέση όπου δεν ήταν ορατός ο οικισμός από τη θάλασσα και τους πειρατές. Κατά τον Sodini αυτή η μετακίνηση προς το εσωτερικό έγινε στο 2ο μισό του 17ου αιώνα ή στις αρχές του 18ου αιώνα.

Οι διώξεις των κατοίκων του Λιβισίου, αλλά και της γειτονικής Μάκρης εντάσσονται στο ευρύτερο σχέδιο των Νεοτούρκων να εκκενώσουν τα πλούσια παράλια από τους Έλληνες κατοίκους τους. Οι διωγμοί στην περιοχή άρχισαν το 1914 με τον εγκλεισμό των κατοίκων στη Μάκρη. Το 1916 πολλές οικογένειες οδηγήθηκαν στο Ντενιζλί, μετά από πορεία έξι ημερών.


Το 1917 άλλοι κάτοικοι οδηγήθηκαν στα χωριά Χουρουτούμ, Ατζί Παγιάμ και Στεφενή, επίσης κοντά στο Ντενιζλί. Το 1919 εξορίστηκαν οι άντρες ηλικίας 13- 70 χρόνων και το 1921 οι εναπομείναντες 480 (στο στο Ικόνιο, την Καισάρεια και τελικά – μετά από 55 ημέρες πορεία – στο Χαμητιέ της Συρίας, όπου παρέμειναν έως τον Νοέμβριο του 1922. 

Το Λεβίσσι (τουρκικά: Καγιάκιοϊ Kayaköy)


Οι πρόσφυγες από την περιοχή της Μάκρης εγκαταστάθηκαν 
στην Αττική ιδρύοντας τον Δήμο Νέας Μάκρης,
ενώ οι κάτοικοι από το Λιβίσι ίδρυσαν το Νέο Λειβήσι, 
που ανήκε στην κοινότητα Μαρκόπουλου. 

Επίσης Λιβισιανοί εγκαταστάθηκαν 
στη Βοιωτία (Αγ. Γεώργιος Άμφισσας), 
τη Φθιώτιδα (Ιτέα) και την Εύβοια (Φάρακλα).



Όπως και στην υπόλοιπη Μικρά Ασία έως και τα μέσα του 19ου αιώνα η μοναδική εκπαιδευτική προσπάθεια ήταν η διδασκαλία από ιερείς. Στο Λιβίσι τα παιδιά συγκεντρώνονταν στον νάρθηκα της εκκλησίας της Αγίας Άννας.


Προσπάθησε, εκτός των άλλων, να βελτιώσει τη γλώσσα 
των κατοίκων της περιοχής γράφοντας το 
«Βατταρισμοί ήτοι λεξιλόγιον της Λειβησιανής διαλέκτου», 
πολύτιμη και σπάνια πηγή για τη Λυκία του 19ου αιώνα. 
Με ενέργειες του Μουσαίου ιδρύθηκε 
το πρώτο σχολείο το 1864 (στη θέση «Κουνουσάτα»).



Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης στο Λιβίσι 
έπαιξε ο Μιχαήλ Μουσαίος, ο οποίος έμεινε στη μνήμη των Λιβισιάνων 
έως και μετά την Καταστροφή με το χαρακτηριστικό όνομα «ο δάσκαλος».


Τα έξοδα της εκπαίδευσης καλύπτονταν με πολλούς και ποικίλους τρόπους: Με δωρεές, με δίδακτρα, με φορολογία της προίκας με 2%, με αφιερώματα από τις εκκλησίες, από ενοικίαση κοινοτικών κτημάτων και κτισμάτων, από πρόστιμα για όσους παραβίαζαν τις κοινοτικές αποφάσεις.

The Ghost Village of Kayakoy

Η περιοχή όπου βρίσκεται το Λιβίσι κατοικούνταν από τα πρώιμα αρχαϊκά χρόνια, όπως αναφέρουν αρχαίοι συγγραφείς. Στην ίδια περιοχή που βρισκόταν το Λιβίσι οι μελετητές τοποθετούν την Λυκιακή πόλη Καρμυλησσό. Η Καρμυλησσός ήταν ένα μικρό πόλισμα κοντά στην παραλία, στο όρος Αντικράγος.

ΔΕΙΤΕ: Περί ανταλλαγής πληθυσμών και Τοποστρατηγική προσέγγιση της Μικρασιατικής Καταστροφής - Ν. Λυγερός


Βίντεο: Απόσπασμα από την εκπομπή "Ταξιδεύοντας". Συγκινητική περιγραφή του χωριού Λιβίσι, από τον επιζώντα της Καταστροφής, Μιχάλη Γιαμάνη. Το χωριό Λιβίσι, μερικά χιλιόμετρα από την παλιά Μάκρη, στις νότιες ακτές του Αιγαίου, το "χωριό φάντασμα". Δέκα χιλιόμετρα είναι η απόσταση από τη Μάκρη. Το χωριό το εγκατέλειψαν οι κάτοικοί του το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Το '22 οι επιζώντες κάτοικοι ήρθαν από το Λιβίσι στην ελεύθερη Ελλάδα, και δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ. Είναι σαν να στοίχειωσε...

Περίπου 2.000 γυναικόπαιδα (οι άντρες είχαν οδηγηθεί αιχμάλωτοι σε καταναγκαστικά έργα) οδηγήθηκαν στη Νέα Μάκρη του Μαραθώνα. Οι Τούρκοι δεν το κατοίκησαν ποτέ γιατί φοβούνται την κατάρα των Ελλήνων. Από τότε παραμένει ένα χωριό-φάντασμα με σπίτια μισογκρεμισμένα, παράθυρα και πόρτες ορθάνοιχτα, ένα χωριό που σε κάνει να ανατριχιάζεις...




ΔΕΙΤΕΜικρά Ασία. Αναζητώντας όσα δεν έσβησε ο Χρόνος (Βίντεο)


Ανακτήθηκε 21/09/2014

Το 2014 το Λιβίσι ήρθε στην επικαιρότητα μετά από ανακοίνωση του τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού ότι θα το «πουλήσει» για 49 χρόνια σε επενδυτή, ώστε να μετατραπεί σε τουριστικό θέρετρο. Ωστόσο μέχρι σήμερα το χωριό παραμένει έρημο.


Στο μικρασιατικό χωριό που πωλείται

Οδοιπορικό σε ένα ζωντανό μνημείο ελληνικής παρουσίας 
στα παράλια που κινδυνεύει έπειτα από έναν αιώνα ιστορίας

ΕΡΕΥΝΕΣ 21.09.2014 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ENRI CANAJ, ΜΟΝΤΑΖ: ΓΩΓΩ ΜΠΕΜΠΕΛΟΥ


kathimerini.gr: Το μεσημέρι, όταν ο δυνατός καλοκαιρινός ήλιος είναι ψηλά, κάτι παράξενο συμβαίνει στο Λιβίσι. Τα λευκά πλαίσια των παραθύρων λάμπουν και τα σπίτια μοιάζουν και πάλι φωτισμένα. Και τότε, αν σταθείς για λίγο και ακουμπήσεις τις πέτρες θα νιώσεις ότι ακούς και πάλι τα γέλια και τις φωνές μιας ζωντανής πόλης. Μόνο που για το Λιβίσι, το κεφάλαιο «ζωή» έκλεισε το 1922. Μέχρι τότε κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες –3.500 σύμφωνα με κάποιες πηγές, 6.500 σύμφωνα με άλλες–, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να το εγκαταλείψουν στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών.

Σήμερα παραμένει ερειπωμένο, κρυμμένο καλά πίσω από ένα λόφο μέσα σε ένα πυκνό δάσος, μόλις λίγα χιλιόμετρα από το παραθαλάσσιο τουρκικό θέρετρο Φέτιγιε (Μάκρη), περίπου δύο ώρες με το «δελφίνι» από τη Ρόδο. Την προηγούμενη εβδομάδα, το Λιβίσι βρέθηκε ξαφνικά στην επικαιρότητα.

Οι τουρκικές εφημερίδες δημοσίευσαν ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση αναζητά επενδυτή για τη μετατροπή μέρους του χωριού –του ενός τρίτου περίπου– σε τουριστική εγκατάσταση. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ο επενδυτής θα το εκμεταλλευτεί για 49 χρόνια, αναλαμβάνοντας παράλληλα τη συντήρηση του υπολοίπου. Η «Κ» ταξίδεψε στο Λιβίσι για να καταγράψει τις ιστορίες και τη φωνή όσων θορύβησε η είδηση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία.

«Όταν ήμασταν παιδιά παίζαμε ένα παιχνίδι», λέει η Ισίκ Ταμπάν που μεγάλωσε στο Λιβίσι και πριν από λίγες ημέρες δημοσίευσε ένα βιβλίο με ιστορίες του. «Όταν βρίσκαμε στο χωριό ένα κομμάτι γυαλιού ή πορσελάνης, προσπαθούσαμε να φανταστούμε τι ήταν, σε ποιον ανήκε».

Μετά το 1922 οι πόρτες των Ελλήνων στο Λιβίσι κλειδώθηκαν, τα πολύτιμα υπάρχοντα στις περισσότερες περιπτώσεις δόθηκαν στους Τούρκους γείτονες για φύλαξη και ο ήλιος έδυσε οριστικά πάνω από τη μικρή πόλη. Οι Τούρκοι αγρότες που ήρθαν με την ανταλλαγή από τη Θεσσαλονίκη (όπως λένε οι ντόπιοι) στις περισσότερες περιπτώσεις εγκατέλειψαν σύντομα το μέρος, καθώς η γη δεν έφθανε για όλους. Οι Τούρκοι του Λιβισίου ή Καγιάκιοϊ όπως ονομάστηκε αργότερα, σιγά σιγά έφυγαν και αυτοί και από τους 1.000 κατοίκους του 1922 έπειτα από λίγα χρόνια είχαν μείνει λιγότεροι από 300. Στον πόνο αυτών που έφυγαν προστέθηκε και ο πόνος αυτών που έμειναν.

«Στους μικρούς δρόμους του Καγιάκιοϊ έχουν μείνει τα αποτυπώματα του Γιώργου και του Ιμπραήμ, της Αϊσέ και της Ελένης. Δεν ήταν δικός τους πόλεμος, αλλά πλήρωσαν το τίμημα. Οι τοίχοι εδώ κουβαλούν τις μνήμες τους», λέει η Ταμπάν.

Περίπου 500 χιλιόμετρα μακριά, στη Νέα Μάκρη, η 72χρονη Δέσποινα Μαυρίκου ζει με τις ιστορίες της Λιβισιανής γιαγιάς που τη μεγάλωσε. «Η γιαγιά μου πέθανε το 1952, η μάνα μου το 2006. Δεν μπόρεσαν να ξαναπάνε στο Λιβίσι και το είχαν καημό (...). Μια φορά, όταν η κόρη μου ήταν παιδί έπαιζε στην αυλή με ένα αεροπλανάκι. Την είδε η γιαγιά μου και της είπε ''αχ μωρό μου, βάλε με μέσα να με πας στην πατρίδα...Εμένα μου έλεγε να πας εσύ στο Λιβίσι, με την ευχή μου και να μου φέρεις χαλίκια από την αυλή του Ταξιάρχη”». Η κ. Μαυρίκου ήταν τυχερή που τα κατάφερε, καθώς η εκκλησία του Ταξιάρχη με την περίτεχνη (έστω και τραυματισμένη σήμερα) βοτσαλωτή αυλή της έκλεισε πέρυσι για το κοινό.

«Όταν έφθασα στον Ταξιάρχη άρχισα να ψάχνω για το σπίτι μας. Έλεγα “αχ ρε μάνα να ζούσες”, δεν έβρισκα από πού μου είχε πει να βγω. Μετά βρήκα μια πόρτα και τότε το είδα μπροστά μου: ένα “γάμμα” είχε απομείνει, φαίνονταν ακόμα η κάπνα στο τζάκι».

Η εικόνα του Λιβισίου σήμερα είναι σχεδόν απόκοσμη: εκατοντάδες πέτρινα σπίτια, σφιχταγκαλιασμένα μέσα στα στενά σοκάκια, χάσκουν ανοιχτά από παντού, χωρίς στέγες, τα περισσότερα μισογκρεμισμένα. Σε πολλές περιπτώσεις, μόνο κάποια σκόρπια ντουβάρια έχουν απομείνει να θυμίζουν το περίγραμμα των σπιτιών. Ή μια σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά, ένα τζάκι στον αέρα στηριγμένο σε ένα κομμάτι τοίχου, ακόμα καπνισμένο μετά από 90 χρόνια. Ένας λουλακί τοίχος, με τα ίχνη των ντουλαπιών και τις εσοχές, που κάποτε φιλοξενούσαν ένα νοικοκυριό. Το χώμα έχει καλύψει τα πατώματα, τα δέντρα –ιδίως οι πολυάριθμες αγριοσυκιές– έχουν φυτρώσει παντού: μέσα στους τοίχους, στη μέση των δωματίων, με τις ρίζες τους να τρυπώνουν σε κάθε ρωγμή και να χωρίζουν τις πέτρες.

Κι όμως, σε πείσμα του χρόνου και της εγκατάλειψης, το παρελθόν είναι εύκολα ορατό. Το Λιβίσι είναι πιθανότατα το μόνο οικιστικό σύνολο στη Μικρά Ασία, που παραμένει ολόκληρο, χωρίς επεμβάσεις, να θυμίζει την ιστορία του ελληνισμού στην περιοχή. Αυτός είναι και ο λόγος που το Λιβίσι (ή Kayakoy στα τουρκικά) έχει μετατραπεί σε τουριστικό αξιοθέατο. Οι τουριστικοί οδηγοί μάλιστα το ονομάζουν ghost town, δηλαδή πόλη-φάντασμα.

«Θυμώνω όταν το αποκαλούν “χωριό-φάντασμα”», λέει η Ισίκ Ταμπάν, μία από τους πολλούς ανθρώπους της περιοχής που νιώθουν την ανάγκη να καταγράψουν τις μνήμες της «άλλης» πλευράς, σε μία προσπάθεια συμφιλίωσης με το παρελθόν. «Πολλοί Έλληνες έρχονται εδώ. Κάποιοι κλαίνε, είναι τόσο λυπηρό για εμάς. Μας γράφουν γράμματα, μας λένε πόσο δύσκολη ήταν η ζωή τους (σ.σ. αφότου έφυγαν)», λέει ο Νάιλ Κουγιουτσάκ, κάτοικος της περιοχής.

Σήμερα, μόλις επτά από τα εκατοντάδες σπίτια του Λιβισίου έχουν αναστηλωθεί και κατοικούνται, καθώς παρέμειναν ιδιωτικές περιουσίες, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος του χωριού που πέρασε σε κρατική ιδιοκτησία.

Ο Μπιρόλ Γκανίογλου είναι ιδιοκτήτης μιας από αυτές τις αναπαλαιωμένες κατοικίες. Το ισόγειο το έχει μετατρέψει σε εστιατόριο, ανασυνθέτοντας το εσωτερικό του σπιτιού. Στην είσοδο έχει φωτογραφίες από Έλληνες του Λιβισίου από το χωριό και από τη Νέα Μάκρη.

«Το σπίτι μου ανήκε σε έναν Γιώργο Γεωργιάδη, που είχε το παρατσούκλι Kel Yorgo, ο καραφλός Γιώργος, περίπου σαν εμένα», αστειεύεται.

Οι διηγήσεις που συνέλεξε από ντόπιους και Έλληνες επισκέπτες είναι το θέμα του νέου του βιβλίου. «Οι πλουσιότεροι Έλληνες έφυγαν στο εξωτερικό: στη Γαλλία, στη Γερμανία. Οι φτωχότεροι πήγαν στη Νέα Μάκρη», αναφέρει. «Έρχονται πολλοί άνθρωποι εδώ και μας λένε τις ιστορίες τους. Για παράδειγμα, μια οικογένεια Ελλήνων άφησε σε φίλους τους ένα μπαούλο με τα προικιά της κόρης τους. Ύστερα από πολλά χρόνια, η οικογένεια κατάφερε να τους εντοπίσει στην Ελλάδα και τους το παρέδωσε».

«Μας έδιωξαν από την πατρίδα»

«Η γιαγιά μου δεν μιλούσε για αυτά, στεναχωριόνταν και έκλαιγε. Έλεγε “μας έδιωξαν από την πατρίδα μας χωρίς να φταίμε για κάτι”». Όσο τα χρόνια περνούν, οι μαρτυρίες για τη ζωή στο Λιβίσι γίνονται ολοένα και πιο πολύτιμες. Η 72χρονη Δέσποινα Μαυρίκου μεγάλωσε με τις διηγήσεις της μητέρας της, που έφυγε από το Λιβίσι μόλις 7 χρονών και της γιαγιάς της και έτσι νιώθει έντονη τη σύνδεση με ένα μέρος, το οποίο έχει επισκεφθεί μόλις μια φορά, το 2009. Σήμερα, ζει σε ένα από τα παλιά σπίτια του προσφυγικού οικισμού της Νέας Μάκρης, εκεί όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί από τους πρόσφυγες από τη Μάκρη (Φέτιγιε) και το Λιβίσι (Καγιάκιοϊ).

Στις διηγήσεις των δικών της, το Λιβίσι ήταν ένα ονειρεμένο μέρος. «Είχε πολλές γειτονιές, πολλές εκκλησιές (...). Είχε και Τούρκους, τα περνούσαν πολύ καλά με τους γείτονές τους». Τα προβλήματα για τους κατοίκους της περιοχής ξεκίνησαν λίγα χρόνια πριν τη μικρασιατική καταστροφή. Ακόμα και τότε, όμως, οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων στο χωριό παρέμειναν πολύ ισχυρές. «Η γιαγιά μου ήταν χήρα (...). Είχε τέσσερις κόρες και έναν γιο. Κάποια στιγμή την έστειλαν εξορία με τη μάνα μου (σσ. που ήταν μωρό). Τις άλλες δύο κόρες - η τρίτη ήταν παντρεμένη- τις άφησε στον Τούρκο (σσ. γείτονα). Που να τις πάει, φοβόταν. Της λέει “εγώ θα τις κρατήσω και θα τις έχω σαν παιδιά μου”. Τις κράτησε, ντυθήκαν τουρκαλίτσες και έμεναν στο σπίτι του Τούρκου. Και είχε πάει ένας φίλος του γιού του και τις κοίταξε. Ήξερε ότι έχει δύο κόρες, πώς είχαν γίνει τέσσερις; Και του λέει εκείνος, ο πατέρας “αυτό που είδες να το ξεχάσεις”. Γύρισε η γιαγιά μετά από 6 μήνες και τις μάζεψε πάλι».

Το 1922 ανακοινώθηκε στον ελληνικό πληθυσμό του Λιβισίου ότι θα έπρεπε να το εγκαταλείψει. «Τους είπαν, “θα πάτε στην πατρίδα σας και θα φάτε μακαρόνια με τρύπες κι εμείς θα σας περιμένουμε, θα ξαναγυρίσετε. Να κλειδώσετε τα σπίτια σας και να φύγετε”. Η γιαγιά έβαλε μια “τύπωση”, που κάνουν το πρόσφορο, το κλειδί και μια αλλαξιά ρούχα σε ένα μπόγο και τον κρέμασε στο λαιμό της. Είχε μια Τουρκάλα που ήταν 20 χρόνια συνέταιροι στα χωράφια. Τα είχανε πάρα πολύ καλά. Της λέει εκείνη “Δέσποινα, άμα αργήσεις την κατσίκα σου τι να την κάνω;” “Να την αρμέγεις να παίρνεις το γάλα”. “Να πάρω και την τριανταφυλλιά σου;”. “Να την πάρεις”».

Γνωρίζοντας ότι δεν επιτρεπόταν να πάρουν μαζί τους πολύτιμα αντικείμενα, οι Έλληνες τα άφησαν στους Τούρκους γείτονές τους. «Ο παππούς δούλευε πολλές φορές στη Σύμη και μάλιστα τη θεία μου την είχε βαφτίσει μια Συμιακιά. Ήξερε ο Τούρκος ότι η γιαγιά είχε νταλαβέρια με τη Σύμη. Και όταν έφυγε του άφησε ένα σακούλι με τα χρυσά. Ατσίζ Αγά τον λέγανε. Της είπε, “Δέσποινα, αν ζήσω και δεν πεθάνω, τα χρυσά σου θα τα πάρεις”. Και της είπε “ράφτα με μια κλωστή κόκκινη, για να ξέρεις ότι είναι με τα δικά σου τα ραψίματα”. Και την ειδοποίησαν (σσ. μετά από καιρό) τη γιαγιά και πήγε και τα πήρε από τη Σύμη τα χρυσά της. Ο Τούρκος της τα πήγε, δεν πήρε ο άνθρωπος τίποτα».

Η αναχώρηση

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. «Η γιαγιά μου (σσ. με τις 4 κόρες) κατέβηκε στη Μάκρη με τα πόδια, 8 χιλιόμετρα και έφυγε την άλλη μέρα με ναυλωμένο καράβι (...). Ήταν οι πρώτοι που φύγανε (...). Η μάνα μου με μια πρώτη της ξαδέρφη -που είχε και αυτή το όνομα Σεβαστή- μπήκαν στη σειρά (σσ. για το πλοίο) γιατί μια γυναίκα έψαχνε τις γυναίκες αν είχαν χρυσά πάνω τους και έναν άντρα που έψαχνε τους άντρες. Και έβλεπε ότι έπαιρναν ό,τι χρυσό είχανε. Και λέει η μάνα μου, “Σεβαστή, τα σκουλαρίκια μας θα τα πάρουν. Τα βγάζουμε να τα πετάξουμε στη θάλασσα”; Τα έβγαλαν λοιπόν, τα έκαναν κρίκους, τα πέταξαν στη θάλασσα και τα κοίταζαν καθώς βυθίζονταν, μέχρι να κατέβουν στον πάτο».

Το πλοίο έφυγε από τη Μάκρη για τον Πειραιά. «Το εισιτήριο ήταν μια λίρα το άτομο (...). Ήρθαν στον Πειραιά (...) Ένας από την επιτροπή την προσφυγική ήθελε μια θεία μου. Και λέει στη γιαγιά, αν μου δώσεις (σσ.για γυναίκα) την κόρη σου, θα σας πάω σε ένα μέρος που θα ζήσει καλά γιατί έχει θάλασσα. Του λέει εκείνη: “μόνο τα ρούχα που φοράει έχει. Δεν έχει τίποτα άλλο. Λέει αυτός, “γιατί, έχω εγώ;”. Κι έτσι ήρθαν εδώ τη Νέα Μάκρη (...). Δεν ήρθαν όλοι μαζί, πρώτα ήρθαν 93 οικογένειες (...). Ήταν τυχεροί γιατί έγινε η αποκατάσταση σύντομα. Τους έδωσαν μια σκηνή και μια κατσίκα για να πίνουν γάλα. Και μετά, άρχισαν το Γολγοθά».

Το ταξίδι της επιστροφής

Το πολυπόθητο ταξίδι της επιστροφής στο Λεβίσι για την κ. Μαυρίκου έγινε το 2009, τρία χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας της. «Πετούσα, δεν περπατούσα. Πέρασαν μέσες, πέρασαν πόδια, έγινα περδίκι, πρώτη πήγαινα (...), μαζί με τον εγγονό μου τον Αντώνη. Εγώ βρήκα τη βρύση. Πήγαμε, πλυθήκαμε, ήπιαμε νερό, τρελαθήκαμε από τη χαρά μας (...). Μου τα έλεγαν τόσο αυτά, που ήξερα πώς θα πάω, πού θα περπατήσω». Το σπίτι της οικογένειάς της βρισκόταν δίπλα στη μεγάλη εκκλησία του χωριού, τον Ταξιάρχη. «Κάπου σε ένα σημείο βρήκα μια πόρτα, βγαίνω και το βλέπω μπροστά μου. "Αντώνη έλα να με βγάλεις μια φωτογραφία στο σπίτι", λέω στον εγγονό μου. “Πού το ξέρεις καλέ γιαγιά;”. Πού το ξέρω, αφού έλεγε (σσ. η γιαγιά) ότι είχε τη συκιά μπροστά και να η συκιά. Με αξίωσε ο Θεός και πήγα».

Οι προσπάθειες που σταμάτησε η Τουρκία

Πέρα όμως από την συγκινητική ιστορία του, το Λιβίσι είναι μοναδικό και γι’ αυτή την ιδιαίτερη, απόκοσμη ατμόσφαιρά του που δύσκολα περιγράφεται με λέξεις.

«Το Καγιάκιοϊ είναι ένα ζωντανό μουσείο αρχιτεκτονικής», εξηγεί η Χιλάλ Αλιανάκ, πρόεδρος του Επιμελητηρίου Αρχιτεκτόνων του Φέτιγιε. «Οι αρχιτέκτονες της περιοχής ασχολούμαστε χρόνια με το Καγιάκιοϊ και θέλουμε να προστατευτεί». Σε αυτό συμφωνεί και η αρχιτέκτονας Σέμα Κουμιόλ-Ρέντπαθ. «Οταν πρωτοήρθα το 1980, μου κόπηκε η ανάσα. Ενιωσα τον πόνο των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να φύγουν. Και μετά άρχισε να με απασχολεί τι μπορεί να γίνει», λέει.

Η αρχιτεκτονική κοινότητα, τόσο στην Τουρκία όσο και στην Ελλάδα, έχει κάνει αρκετές προσπάθειες. Η Σέμα Κουμιόλ-Ρέντπαθ συμμετείχε μάλιστα στο πρώτο εγχείρημα, που ξεκίνησε το 1999 με την υπογραφή συμφωνίας ανάμεσα στο Τουρκικό Επιμελητήριο Αρχιτεκτόνων και στην Τουριστική Ενωση της Τουρκίας για την αποκατάσταση δύο μεγάλων εκκλησιών και του δρόμου που τις συνδέει.

Περίπου την ίδια περίοδο έγιναν αρχιτεκτονικές συναντήσεις με τη συμμετοχή του Ν. Αγριαντώνη, τότε προέδρου του ελληνικού τμήματος της διεθνούς επιστημονικής οργάνωσης ICOMOS, και του Αρίφ Σεντέκ, γ.γ. του Τουρκικού Επιμελητηρίου Αρχιτεκτόνων, με θέμα τη μελέτη αποκατάστασης του οικισμού. Στόχος της κοινής προσπάθειας ήταν το Λιβίσι να γίνει «χωριό ειρήνης και φιλίας».

Ύστερα από αρκετά χρόνια, η προσπάθεια άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. «Με τη συνεργασία του Κ. Κατσιγιάννη από το ICOMOS οργανώσαμε έναν φάκελο, ώστε η αναστήλωση των δύο εκκλησιών να γίνει με ευρωπαϊκούς πόρους μέσω των διασυνοριακών προγραμμάτων (από κοινού με κάποια έργα στη Ρόδο).

Το επαρχείο στα Μούγλα γνωμοδότησε θετικά, όμως η τουρκική κυβέρνηση δεν συμφώνησε», λέει η Κουμιόλ-Ρέντπαθ. «Αρνήθηκε επειδή οι πόροι θα έρχονταν μέσω της ελληνικής κυβέρνησης. Μετετράπη λοιπόν σε πολιτικό θέμα και η Τουρκία ζητούσε από την Ελλάδα ανταλλάγματα, όπως την αναστήλωση ενός τζαμιού. Οι αρχιτέκτονες συνεχίσαμε το εγχείρημα, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα αν δεν συμφωνήσει η κυβέρνηση».

Οι αρχιτέκτονες των Δωδεκανήσων και των Μούγλων έχουν από χρόνια δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας και κάθε χρόνο πραγματοποιούν μια συνάντηση που φέτος πραγματοποιείται στα τέλη Οκτώβρη στο Φέτιγιε και συμπτωματικά περιλαμβάνει ξενάγηση στο Λιβίσι. Η Ροδίτισσα αρχιτέκτων Αναστασία Παπαϊωάννου έχει μέσω του διαύλου αυτού επισκεφθεί αρκετές φορές την περιοχή. «Στην είσοδο του χωριού υπάρχει μία κρήνη που έφτιαξε το 1912 ο Γεώργιος Θεοδώρου, ένας τοπικός ευεργέτης, καθώς το Λιβίσι είχε πρόβλημα επάρκειας νερού», λέει. «Μάλιστα, υπάρχει μέχρι σήμερα η ευχαριστήρια επιγραφή που τοποθέτησε ο δήμος». Όταν την είδε η Παπαϊωάννου προσφέρθηκε να κάνει τη μελέτη αποκατάστασής της και να αναλάβουν τα έξοδα των εργασιών Ελληνες αρχιτέκτονες. Όμως, παρότι αρχικά φάνηκε ότι υπήρχε θετική διάθεση, τελικά η υπόθεση δεν προχώρησε.

Αυτό που προχώρησε τον τελευταίο μήνα όμως είναι η πρόθεση της τουρκικής κυβέρνησης να το εκμεταλλευτεί τουριστικά. Σύμφωνα με όσα έχουν έως τώρα γίνει γνωστά, στις 8 Αυγούστου τρεις επενδυτές εξέφρασαν το ενδιαφέρον τους για το Λιβίσι. Στην επόμενη φάση, αυτήν της αξιολόγησης, προχώρησαν οι δύο και στις 23 Οκτωβρίου αναμένεται να κατατεθούν οικονομικές προσφορές. Η επένδυση αφορά τη δημιουργία 300 κλινών στο Λεβίσι, με την αναπαλαίωση παλαιών κτισμάτων τα οποία θα παραχωρηθούν για 49 χρόνια στον επενδυτή. Το ύψος της επένδυσης υπολογίζεται στα 30 εκατ. τουρκικές λίρες (περίπου 10,4 εκατ. ευρώ).

«Κάποιο μέρος των κτιρίων πρέπει να έρθει στη ζωή. Αλλά όχι για να εξυπηρετήσει μαζικό τουρισμό, όπως στο Φέτιγιε», λέει η Σέμα Κουμιόλ-Ρέντπαθ. «Οταν έρχεσαι στο Καγιάκιοϊ, θέλεις να δεις πώς ήταν πριν από έναν αιώνα, όχι πισίνες. Δεν θέλω να είμαι 100% αρνητική, αλλά, επειδή γνωρίζω πού μπορεί να φτάσει η ιδιωτική πρωτοβουλία, πρέπει να τεθούν όροι».

«Όταν ακούσαμε τα νέα, τρομοκρατηθήκαμε», συμπληρώνει η δικηγόρος Σετσκίν Μπασόγλου, κάτοικος του Φέτιγιε. «Φοβόμαστε ότι αυτό το εγχείρημα θα καταστρέψει τη μνήμη».

Πίσω στη Νέα Μάκρη, η κ. Δέσποινα Δαμιανού, πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μακρινών και Λιβισιανών Νέας Μάκρης, συμφωνεί.

«Κατ’ αρχάς, ήταν ένα δώρο για μας το ότι κρατήθηκε όπως κρατήθηκε μέχρι τώρα. Η επιθυμία όλων των Μακρινών είναι να συντηρηθεί και να δείξουν οι Τούρκοι φίλοι μας ευαισθησία και ενδιαφέρον». Το ίδιο όμως πιστεύει και η κ. Δέσποινα Μαυρίκου.

«Για μένα είναι ένας τόπος ιερός. Όλη μας η ζωή ξεκίνησε από εκεί. Δηλαδή πώς;» αναρωτιέται.

Πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά κρατά τις δικές της μνήμες φυλαγμένες σε ένα μικρό κουτί. Το ανοίγει με ευλάβεια και δείχνει το πολύτιμο περιεχόμενό του: χαλίκια από την αυλή του Ταξιάρχη στο Λιβίσι. Τα έβαλε στον τάφο της γιαγιάς της, λέει, όπως της είχε υποσχεθεί. «Έχω κρατήσει μερικά και για τον δικό μου», λέει και τα μάτια της θολώνουν.

ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: 
Στο χωριό που πωλούν οι Τούρκοι

Βίντεο: Οδοιπορικό σε ένα ζωντανό ελληνικό μνημείο
της Μικράς Ασίας της ελληνικής παρουσίας στα παράλια
που κινδυνεύει έπειτα από έναν αιώνα ερήμωσης.


Βίντεο: KAYAKÖY - Ghost Town:
Old Church 1888 Turkey (Region Fethiye)



ΛΙΒΙΣΙ
  • Πληθυσμός
«Όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλους τους ελληνικούς οικισμούς της Μικράς Ασίας οι πληροφορίες που έχουμε για τον αριθμό των κατοίκων είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Σχετικά με το Λιβίσι μπορούν να παρατεθούν οι πληροφορίες: του Schonborn για 2.000 κατοίκους και (του πρώτου τετάρτου του 20ου αιώνα) από τη «Γεωγραφία της Μικράς Ασίας»: Έλληνες 6.000, Τούρκοι 500, από το περιοδικό του Συλλόγου «Ανατολή» «Ξενοφάνης»: 4.500 Έλληνες, τον Κάλφογλους (4.000 Έλληνες).

Ο Μουσαίος αναφέρει για τον πληθυσμό της Λυκίας: «Σήμερον τα ναυάγια των Λυκίων ανέρχονται εις δεκαεπτά περίπου χιλιάδας Γραικούς […] πέντε δε περίπου χιλιάδες οικούσι την Μάκρη και το Λειβήσιον» και αλλού «Προς Νότον της Μάκρης εις απόστασιν ωριαίαν κείται κοιλάς ευμεγέθης και εις την μεσημβρινήν αυτής πλευράν εύρηται η κωμόπολις Λειβήσιον, κατοικουμένη υπό 650- 700 περίπου οικογενειών χριστιανικών, αμιγής πάσης άλλης φυλής». Νεότεροι μελετητές δίνουν τον αριθμό των 6.500 Ελλήνων κατοίκων (Κ.Μ.Σ. «Η έξοδος», τόμος Β') ή 4.500 -550 οικογένειες (Σ. Αναγνωστοπούλου).

Σήμερα είναι εντελώς άδειο, εκτός από τις ομάδες τουριστών και τους επιχώριους πωλητές που πωλούν χειροτεχνήματα και αντικείμενα ξεθαμμένα από το χωριό.

  • Εκκλησίες
Ο πλούτος των Λιβισιανών, αλλά και το αυξημένο θρησκευτικό αίσθημα τους οδήγησε στο χτίσιμο συνολικά είκοσι μια εκκλησιών και παρεκκλησίων μέσα στο χωριό και στη γύρω περιοχή.

Από αυτές οι εννιά βρίσκονταν εντός του οικισμού: Παναγία η Πυργιώτισσα, Ταξιάρχης, Αγία Άννα, ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Γεωργίου, δεύτερος ναός του Αγίου Γεωργίου, ο Άγιος Ιωάννης, η Αγία Μαρίνα, ο Άγιος Θαραννός και ο Άγιος Γεώργιος. Από τις θαυματουργές εικόνες πιο ξακουστές ήταν τέσσερις: του Άη Παντελεήμονα, της Παναγίας του Κίκου, η Παναγία η Πυργιώτισσα και ο Άη Μηνάς. Αναφέρω επίσης την ανώνυμη εκκλησία ανατολικά από την Παναγία Πυργιώτισσα με κτητορική επιγραφή και σωζόμενες τοιχογραφίες. Καλύτερα διατηρημένες και πολύ ικανοποιητικά δημοσιευμένες είναι οι δύο μεγαλύτερες, η Παναγία Πυργιώτισσα και ο Ταξιάρχης. Οι δύο αυτοί ναοί ανήκουν στον τύπο των σταυροθολιακών ναών των Δωδεκανήσων. Πιθανώς χτίστηκαν από Δωδεκανήσιους περιοδεύοντες μαστόρους.

Η Παναγία Πυργιώτισσα είναι η παλαιότερη των δύο, χτίστηκε το 1840 και επιβίωσε από τον καταστροφικό σεισμό του 1851.

Η χρονολογία κατασκευής της εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ-Ταξιάρχη δεν είναι γνωστή. Είναι όμως παλαιότερη του βοτσαλωτού (στην πλατεία του Στούμπου) με χρονολογία 1910. Είναι μονόχωρη βασιλική με πέντε σταυροθόλια και σε δεύτερη φάση προστέθηκε γυναικωνίτης (συνολικές διαστάσεις 27 επί 9,45 μέτρα). Εξωτερικά οι επιφάνειες είναι από επιχρισμένες λιθοδομές και πιο επιμελημένη η νότια και κύρια όψη. Το τέμπλο ήταν μάλλον μαρμάρινο, αλλά σώζονται μόνο ελάχιστα ίχνη της βάσης του.

Η εκκλησία της Αγίας Άννας θεωρείται η παλαιότερη του χωριού και ονομαζόταν «παλιά Παναγιά», ενώ γύρω από αυτήν βρίσκονταν τα παλαιότερα σπίτια του χωριού. Η Μονή Ευκόλων- στα δυτικά του χωριού- πήρε το όνομα της κατ΄ ευφημισμόν, επειδή η περιοχή όπου βρισκόταν ήταν δύσβατη και απόκρημνη. Υπάρχει όπως και η άποψη ότι ονομάστηκε έτσι επειδή οι γυναίκες που γεννούσαν επικαλούνταν τον προστάτη της μονής Άγιο Ελευθέριο για να ευκολύνει τη γέννα. Στη μονή ανήκαν και δύο σπήλαια, το «Καταφυγίν» προς τιμή του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας.»

Βιβλιογραφία:
Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών "Η Έξοδος", τόμος Β', VI. 1
Σ. Αναγνωστοπούλου «Μικρά Ασία. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες», «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1998.
Πηγή by Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr

ΠερισσότεραΜικρά Ασία

Σχετικά:



Διάλογοι: FaceBook
Μιχαήλ Δήμογλου: Καλησπέρα σας. Μήπως αυτή ή φωτογραφία είναι από το Λιβυσι της Μικράς Ασίας; 20 Φεβρουαρίου 2016 στις 4:17 μ.μ.

Σοφία Ντρέκου: Ναι. Το Λεβίσσι (τουρκικά: Καγιάκιοϊ), είναι χωριό 8 χιλιόμετρα νότια της Μάκρης (Φετίγιε) στη νοτιοδυτική Τουρκία, όπου ζούσαν Έλληνες της Ανατολίας μέχρι περίπου το 1923. 20 Φεβρουαρίου 2016 στις 11:18 μ.μ.

Μιχαήλ Δήμογλου: Έχω πάει στο Λιβυσι και μάλιστα πρόσφατα. Έχει 2 Εκκλησίες, ή συγκεκριμένη είναι η Παναγία η Πυργιώτισσα εάν δεν κάνω λάθος πολλά παρεκκλήσια κατά το έθιμο των νησιών του Αιγαίου. Προ της ανταλλαγής εθεωρείτο το ποιό προκομμένο χωριό της ανατολής. Οι 8000 περίπου κάτοικοι πού είχε ασχολούνταν με το εμπόριο και την ναυτιλία. Μετά την ανταλλαγή εγκαταστάθηκαν εκεί ανταλλαγέντες μουσουλμάνοι από την Ήπειρο. Λόγω των συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή αυτοί που ήταν στεριανοί δεν μπόρεσαν να μείνουν και έφυγαν πιστεύοντας ότι οι προηγούμενοι κάτοικοι φεύγοντας από εκεί άφησαν κατάρα γεγονός που δεν υφίσταται. Σήμερα το χωριό διατηρείται σε ερειπιωδη κατάσταση. Προ ετών προσάχθηκε Ρώσος επιχειρηματίας να το επισκευάσει και αντί ενοικίου να το εκμεταλλευθεί για 50 χρόνια. Ή τότε Τουρκική Κυβέρνηση συμφώνησε, αλλά δυστυχώς παρεμπόδισε την ενέργεια αυτή διπλωματικά ο τότε υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδος κ Αντώνιος Σαμαράς! 21 Φεβρουαρίου 2016 στις 12:06 π.μ.

Μιχαήλ Δήμογλου: Καλησπέρα σας. Μήπως αυτή ή φωτογραφία είναι από το Λιβυσι της Μικράς Ασίας; 20 Φεβρουαρίου στις 4:17 μ.μ.

Σοφία Ντρέκου: Ναι. Το Λεβίσσι (τουρκικά: Καγιάκιοϊ Kayaköy), είναι χωριό 8 χιλιόμετρα νότια της Μάκρης (Φετίγιε) στη νοτιοδυτική Τουρκία, όπου ζούσαν Έλληνες της Ανατολίας μέχρι περίπου το 1923. 20 Φεβρουαρίου στις 11:18 μ.μ.

Μιχαήλ Δήμογλου: Έχω πάει στο Λιβυσι και μάλιστα πρόσφατα. Έχει 2 Εκκλησίες, ή συγκεκριμένη είναι ή Παναγία ή Πυργιωτισσα εάν δεν κάνω λάθος πολλά παρεκκλήσια κατά το έθιμο των νησιών του Αιγαίου. Προ της ανταλλαγής εθεωρείτο το ποιό προκομενο χωριό της ανατολής. Οι 8000 περίπου κάτοικοι πού είχε ασχολούνταν με το εμπόριο και την ναυτιλία. Μετά την ανταλλαγή εγκαταστάθηκαν εκεί ανταλλαγέντες μουσουλμάνοι από την Ήπειρο. Λόγω των συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή αυτοί που ήταν στεριανοί δεν μπόρεσαν να μείνουν καί έφυγαν πιστεύοντας ότι οι προηγούμενοι κάτοικοι φεύγοντας από εκεί άφησαν κατάρα γεγονός που δεν υφίσταται. Σήμερα το χωριό διατηρείται σε ερειπιώδη κατάσταση. Προ ετών προσάφθηκε Ρώσος επιχειρηματίας να το επισκευάσει και αντί ενοικίου να το εκμεταλλευθεί για 50 χρόνια. Ή τότε Τουρκική Κυβέρνηση συμφώνησε, αλλά δυστυχώς παρεμπόδισε την ενέργεια αυτή διπλωματικά ο τότε υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδος κ Αντώνιος Σαμαράς! 21 Φεβρουαρίου στις 12:06 π.μ.

Σοφία Ντρέκου: κ. Μιχαήλ σας ευχαριστώ. Η μαρτυρία σας προστέθηκε στην δημοσίευση. 21 Φεβρουαρίου στις 1:09 π.μ.

Δέσποινα Τσιλι: Αλλιώς λέγεται και πικρό χωριό, δεν ξέρω το γιατί. Ακούγαμε την γιαγιά μου που έλεγε (Μαρί πικρή)και δεν ξέραμε το είχαμε συνηθίσει και μετά από χρόνια μάθαμε ότι το χωριό το έλεγαν πικρό χωριό 21 Φεβρουαρίου στις 8:07 μ.μ.

σπυρος κλωνης: Γράφει αδελφέ από Καγιακοι 20 Φεβρουαρίου στις 8:48 μ.μ.

Δεσποινα Τσιλι: Ο Άγιος Γεώργιος! Έχει μεγάλη ΙΣΤΟΡΊΑ!!!! 21 Φεβρουαρίου στις 4:08 μ.μ.

Μιχαήλ Δήμογλου: Καλησπέρα σας. Θα ήθελα νά σας ρωτήσω εάν καταγόσαστε από εκεί και πόσες φορές έχετε πάει; 21 Φεβρουαρίου στις 5:49 μ.μ.

Δέσποινα Τσιλι: Ναι ο πατέρας μου ήταν από το Λεβυση δεν έχω πάει θα ει θελα και τα εξαδέρφια μου να κάνουμε μια εκδρομή μπορεί να γίνει και αυτό όταν θα έρθει η ώρα 21 Φεβρουαρίου στις 7:41 μ.μ.

Μιχαήλ Δήμογλου: Και πάλι καλησπέρα σας. Είμαι και εγώ μικρασιατικής καταγωγής και ταξιδεύω Μικρά Ασια- Κωνσταντινούπολη από το 1990 συνεχώς που εσείς δεν έχετε πάει ούτε 1 φορά όπως καλώς μου απαντήσατε και ολόψυχα σας το ευχομαι να πάτε έστω και 1 φορά! Στο Λιβυσι έχω πάει τουλάχιστον 6 φορές. Βρίσκεται στην νότια Μικρά Ασία περίπου απέναντι από το Καστελόριζο και κοντά στην Αντιφελο (Kas) Είχε 2 ενοριακούς ναούς τον Ταξιάρχη, και την Παναγία την Πυργιώτισσα που βλέπετε στην φωτογραφία το μαρμάρινο τέμπλο της (δεν είναι του Αγίου Γεωργίου) προπερσυ έτυχε να είμαι εκεί που λειτούργησε ο Πατριάρχης. Εκτός από τους 2 ενοριακούς ναούς είχε και πολλά συνοικιακά και ιδιωτικά παρεκκλήσια. Ή κάθε γειτονιά είχε και τον Άγιό της μέσα σέ αυτές τις εκκλησίες είναι και ο συγκεκριμένος Άγιος Γεώργιος που εσείς λέτε. Από το Λιβυσι ήταν και ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης ένας από τους μελλοντικούς Αγίους της Εκκλησίας μας. Μπορείτε να πάτε με ημερήσια εκδρομή από το Καστελόριζο, και όταν πάτε να πάτε και στα Μύρα ( Demre) είναι και αυτά κοντά και να προσκυνήσετε την εκκλησία και τον τάφο του Αγίου Νικολάου. Σάς βεβαιώνω ότι είναι από τα ωραιότερα μέρη της Μικράς Ασίας! Μιχαήλ. 21 Φεβρουαρίου στις 10:29 μ.μ.

Evelyn Manios: Είναι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ πήγα και άφησα ένα τριαντάφυλλο στο ιερό. Κάποιος Τούρκος με ρώτησε αγγλικά αν θέλω ξενάγηση... και ενας άλλος του απάντησε είναι Ελληνίδα αυτή δεν το κατάλαβες προσεύχεται και κλαίει... 20 Απριλίου 2015 στις 11:17 μ.μ.

by Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr 



Απόσπασμα από την εκπομπή "Ταξιδεύοντας" με τη
Μάγια Τσόκλη. Συγκινητική περιγραφή του χωριού
Λοιβήσι, από επιζώντα Καταστροφής, ΜΙΧΑΛΗ ΓΙΑΜΑΝΗ.