Ο Άγιος της συγχώρεσης Διονύσιος ο Νέος, ο Ζακυνθινός Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (Αφιέρωμα)

Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου

Ο Άφθορος Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου

Ο Άγιος της συγχώρεσης (17 Δεκεμβρίου) 
Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων του (24 Αυγούστου)

Εργασία της Σοφίας Ντρέκου

Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου (1547 - 17 Δεκεμβρίου 1622) είναι άγιος της ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έζησε και έδρασε στη Ζάκυνθο από τα μέσα του 16ου αιώνα ως και τις αρχές του 17ου, ενώ διετέλεσε και επίσκοπος Αιγίνης. Σήμερα αποτελεί ένα από τους λαοφιλέστερους σύγχρονους αγίους και είναι πολιούχος της πόλης της Ζακύνθου.

Περιεχόμενα

• Σύντομος Βίος του Άγιου Διονύσιου εκ Ζακύνθου
Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου (εκτενής Βίος)
  • Παιδική ηλικία και μόρφωση 
  • Ο μοναχικός βίος 
  • Ιεροσύνη και επισκοπή 
  • Η φυγάδευση του δολοφόνου του αδελφού του 
  • Το τέλος της ζωής του και το άφθαρτο σκήνωμα
• Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου «Ο άφθορος Άγιος Διονύσιος» και Σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα Σώτου Χονδρόπουλου.
• Παραμονή εορτής Αγίου Διονυσίου: «Άγιο μου κορμάκι» Ημέρα τση Ζάκυθος
• Υμνολογία
• Ανακομιδή Λειψάνων του Αγίου Διονυσίου του Ζακυνθινού 24 Αυγούστου.
• Οι επίσημες πανηγύρεις του Αγίου Διονυσίου
• Βιντεο/αφιέρωμα στον Άγιο Διονύσιο εν Ζακύνθω 
• Βιβλιογραφία

Σύντομος Βίος του Άγιου Διονύσιου
εκ Ζακύνθου (17 Δεκεμβρίου)


Ένας νέος από αρχοντική οικογένεια αφήνει τα εγκόσμια και πηγαίνει στο μοναστήρι. Αυτό βέβαια δεν είναι συνηθισμένο και φυσικό, όχι μόνο σήμερα, αλλά και σε κάθε καιρό. Το φυσικό και συνηθισμένο είναι μια καλή κοινωνική αποκατάσταση, να ακολουθήσει το παιδί το έργο του πατέρα και να συνεχίσει την οικογε­νειακή παράδοση.

Αλλ’ όμως βρίσκονται νέοι, κι ας διαμαρτύρονται κι ας αντιδρούν οι γονείς των, που βγαί­νουν από τη συνήθεια και ξεπερνάνε τα ανθρώπινα μέ­τρα. Είναι, καθώς λέγει ό Ιησούς Χριστός, «οι δυνάμενοι χωρείν». Ποτέ βέβαια με τη δική τους μόνο θέληση και δύναμη, αλλά πάντα οπλισμένοι και δυνατοί με τη θεία χάρη.

Ο Μέγας Βασίλειος, για το νέο που αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της μοναχικής πολιτείας λέγει τα εξής· «Ο τοίνυν υπακούσαι Χριστώ προηρημένος και προς τον πτωχόν και απερίσπαστον βίον επειγόμενος, θαυμαστός ως αληθώς και μακαριστός».

Θαυμαστός λοιπόν και μακαριστός είναι κι ο άγιος Διονύσιος, που αναφάνηκε στα νεώτερα χρόνια αστέρας φαεινότατος, μαζί με πολλούς άλλους μάρτυρες και όσιους, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν οικονομία της θείας Πρόνοιας να στηριχθεί στη δοκιμα­σία του το αιχμάλωτο γένος των ορθόδοξων χριστιανών.

Ο άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στα 1547 από γονείς που ξεχώριζαν στο νησί για τη λαμπρή τους κοινωνική θέση και την οικονομική τους κατάσταση. Ο άγιος του Θεού σε νεαρή ηλικία τα άφησε όλα, και κοι­νωνική θέση και πλούτο, κι έφυγε στο μοναστήρι της Παναγίας της Παντοχαράς, που είναι στα Στροφάδια, δυό μικρά αμπελοφυτεμένα νησιά, που βρίσκονται στο Ιόνιο πέλαγος στα νότια της Ζακύνθου.

Όταν τελειώθηκε στη μοναχική άσκηση, χειροτονη­μένος εν τω μεταξύ ιερέας, ο άγιος Διονύσιος ξεκίνησε να πάει προσκυνητής στους Αγίους Τόπους. Ο δρόμος του τον έφερε να περάσει από την Αθήνα, και ο τότε Μητρο­πολίτης Αθηνών Νικάνορας, που είδε και εκτίμησε την πνευματικότητα και τις αρετές του ιερομόναχου Διονύσιου, τον κράτησε κοντά του και σε λίγο καιρό τον εξέλεξε και τον χειροτόνησε επίσκοπο Αιγίνης.

  • Στην παλιά πόλη της Αίγινας σώζεται και σήμερα έξω από την Εκκλησία ο πέτρινος θρόνος, όπου ο άγιος Διονύ­σιος ανέβαινε και κήρυττε στους χριστιανούς.
Ο άγιος του Θεού εποίμανε το πνευματικό του στην Αίγινα ποί­μνιο, καθώς λέγει η θεία Γραφή, «μετ’ επιστήμης», σαν αληθινός δηλαδή και καλός ποιμένας της Εκκλησίας. Το νησί της Αίγινας είναι ευλογημένος τόπος, όπου τον πάτησαν και τον αγίασαν δύο όσιοι Πατέρες της Εκ­κλησίας· τότε μεν ο άγιος Διονύσιος και στις ημέρες μας ο άγιος Νεκτάριος ο επίσκοπος Πενταπόλεως. Κι οι δύο αξιωμένοι με τη χάρη των θαυμάτων, γι’ αυτό κι οι δύο στην Εκκλησία με τον τίτλο του θαυματουργού.

Ο άγιος Διονύσιος, αφού εποίμανε για καιρό την επαρχία του, ύστερα παραιτήθηκε, γύρισε στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο και πέρασε το υπόλοιπο του βίου τον ως ηγούμενος στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας. Αυτό θα πει πως ο αληθινός μοναχός, κι όταν λάβει ιερατι­κούς βαθμούς κι όταν φτάσει να γίνει επίσκοπος, δεν ξεχνάει και θυμάται πάντα πως πρώτ’ απ’ όλα είναι μο­ναχός. Στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας έλαμψε ακό­μα για μια φορά η αγιοσύνη του ανθρώπου του Θεού.


Κάποια μέρα μπήκε στο κελλί του ένας κυνηγημένος άνθρωπος, τρέμοντας και ζητώντας προστασία. Είχε βά­ψει τα χέρια του σε ανθρώπινο αίμα, είχε σκοτώσει τον αδελφό του αγίου Διονυσίου. Όταν το άκουσε, ο Άγιος ήταν φυσικό να κλάψει μέσα του και φανερά να δακρύσει, ύστερα όμως σηκώθηκε, άνοιξε την πίσω πόρτα του κελλιού του και οδήγησε το φονιά να φύγει, να κρυφτεί και να σωθεί. Αυτή είναι μια ξεχωριστή και μοναδική πράξη στους βίους των Αγίων της Εκκλησίας, για την οποία δεν υπάρχει ανθρώπινο μέτρο για να την κρίνουμε. Πολύ περισσότερο, που όταν οι συγγενείς του σκοτωμέ­νου, αλλά και του Αγίου, και τα όργανα της εξουσίας ήλθαν στο κελλί και ρωτούσαν για το φονιά, ο άγιος Διονύσιος προσποιήθηκε κι απάντησε πως δεν τον είχε δει και πως δεν ήξερε τίποτε.

Γι’ αυτά ένας Ζακυνθινός ποιητής, θέλοντας να εγκωμιάσει την αρετή του αγίου Διονυσίου και θαυμάζοντας το παράδειγμά του, σ’ ένα του ποίημα έγραψε αυτό τον παράδοξο στίχο· «αγιάζει ο δούλος του Θεού την ώρα που αμαρτάνει»! Η αμαρτία του Αγίου ήταν ότι έκρυψε το φονιά του αδελφού και είπε πως δεν τον είδε. Γι’ αυτό λέμε ότι εδώ δεν υπάρχει ανθρώπινο μέτρο για να κρίνουμε την πράξη του αγίου Διονυσίου. Ένα μόνο μέτρο υπάρχει, ο λόγος του Χριστού, που λέγει· «αγαπάτε τους εχθρούς ημών». Τα παραπέρα δεν είναι δικά μας, αλλ’ ανήκουν στη κρί­ση του Θεού.

Ο άγιος Διονύσιος επλήρωσε το κοινό χρέος του βίου και «ετελειώθη εν ειρήνη» στα 1624, σε ηλικία δηλα­δή 77 ετών. Κατά την επιθυμία του, τον έθαψαν στο μοναστήρι της μετανοίας του στα Στροφάδια. Όταν ύστερα από χρόνια θελήσανε να κάμουν ανακομιδή των αγίων λειψάνων του, το ιερό σκήνος βρέθηκε ολόκληρο και ακέραιο, ντυμένο τα αρχιερατικά άμφια, όπως το είχαν θάψει, ξεχύνοντας μια πνευματική και αγιασμένη ευωδία. Το μετέφεραν αργότερα στη Ζάκυνθο και είναι τώρα και το προσκυνούν οι πιστοί στο ναό, που τιμάται στο όνομα του αγίου Διονυσίου.

Στα 1703 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ύστερα από αναφορές και αιτήσεις του κλήρου και του λαού της Ζακύνθου, που εβεβαίωναν για τα πολλά θαύματα και για την πίστη και συνείδηση της τοπικής Εκκλησίας στην αγιωσύνη του, ανακήρυξε επίσημα και συγκαταρίθμησε τον άγιο Διο­νύσιο επίσκοπο Αιγίνης στο εκκλησιαστικό αγιολόγιο· για να τιμάται και εορτάζεται από τους πιστούς και να δοξάζεται στο όνομά του ο Θεός, που είναι «θαυμαστός εν τοις αγίοις αυτού», τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.[4]

Φορητή εικόνα στο Ναό Αγίου Νικολάου στην Εξωχώρα  Ζακύνθου, έργο ιερέως Πέτρου Βόσσου, 1786 μ.Χ.
Φορητή εικόνα στο Ναό Αγίου Νικολάου στην Εξωχώρα 
Ζακύνθου, έργο ιερέως Πέτρου Βόσσου, 1786 μ.Χ.

Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου (Βίος)
Γέννηση: 1547 Ζάκυνθος
Κοίμηση: 17 Δεκεμβρίου 1622 Ζάκυνθος

Παιδική ηλικία και μόρφωση

Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 στον Αιγιαλό, δηλαδή στην παραλιακή ζώνη, της πόλης της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γραδενίγος (συχνά αναφέρεται -λανθασμένα- και ως Δραγανίγος) Σιγούρος. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, με καταγωγή από την Δυτική Ευρώπη και με προγόνους του Καθολικού Δόγματος, και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό αξίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μούκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο.

Από μικρή ηλικία, η οικογένειά του τού παρείχε χριστιανική ανατροφή ενώ είχε προσλάβει και ένα δάσκαλο ονόματι Καιροφυλά ώστε να μεταδώσει στον μικρό Γραδενίγο τόσο γνώσεις για τη θύραθεν παιδεία, όσο και για τα «εκκλησιαστικά γράμματα». Δεν γνωρίζουμε εν συνεχεία ποιοι διετέλεσαν δάσκαλοί του, όμως οπωσδήποτε απέκτησε σημαντική μόρφωση, τουλάχιστον με τα δεδομένα της εποχής, αφού πέραν των ελληνικών και ιταλικών είχε εξαιρετικό χειρισμό της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας, ενώ μια διασωθείσα επιστολή με υπομνηματισμούς πάνω στον Γρηγόριο το Θεολόγο, αναδεικνύει την ευρεία θεολογική μόρφωση που είχε ήδη αποκτήσει. 


Ο μοναχικός βίος

Μετά το τέλος της ζωής των γονιών του, σε ηλικία 20 ετών, αποφασίζει να πάρει το μοναχικό σχήμα. Αυτό προκύπτει από τη δωρεά όλης της περιουσίας στον αδελφό του με ιδιαίτερη μνεία για την αποκατάσταση της αδελφής του. Η κλίση ήδη είχε φανεί από μικρή ηλικία καθότι ακολουθούσε ασκητικό βίο βασισμένο πάνω στην Ορθόδοξη πατερική θεολογία. Παρότι πλούσιος αποφάσισε να γίνει μοναχός και εκάρη στη μονή Στροφάδων, νησί νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Έτσι αφιερώθηκε στην προσευχή, την μελέτη των γραφών και διήγαγε ασκητικό βίο, που τόσο ποθούσε. Σύντομα μάλιστα φάνηκε και η πνευματική πρόοδός του, με αποτέλεσμα 2 έτη αργότερα να γίνει ηγούμενος της μονής. 


Ιεροσύνη και επισκοπή

Ένα έτος αργότερα ο σπουδαίος αυτος Αγιος,Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Το 1577 όμως θέλησε να πάει να στους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Αθήνα θέλησε να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα. Ο Νικάνωρ όμως εντυπωσιάστηκε από την παιδεία, την μόρφωση και τη στωικότητα του Αγίου και θέλησε να τον προάγει στο επισκοπικό αξίωμα της επισκοπής Αιγίνης, που βρισκόταν σε χηρεία. Έτσι έγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία υπέρ της υποψηφιότητος του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας συναίνεσε τελικά και ο Άγιος εχρίσθη επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί της Αίγινας ήταν σημαντικό τόσο από πνευματικής απόψεως όσο και στην ανακούφιση των καταπονημένων και φτωχών.

Το 1579 όμως υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο ασκητικός βίος σε σύνθεση με το διαρκές ακατάπαυστο έργο, κατεπόνησαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να στείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη βούλησή του να επιστρέψει στην Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις. Σημειώνεται εδώ ότι η Ενετική Διοίκηση δεν επιθυμούσε την παρουσία ιερωμένων με δεσμούς με το Πατριαρχείο της Κωσταντινούπολης στις κτήσεις της, καθώς το τελευταίο τελούσε σε ομηρεία από τους ανταγωνιστές της Βενετίας Οθωμανούς.


Η φυγάδευση του δολοφόνου του αδελφού του

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο (αγνώστου ονόματος) δολοφόνός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. 

Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχώρησης και υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αγάπης. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω στηρίζονται αποκλειστικά στην προφορική παράδοση του νησιού, καθώς απουσιάζουν τα τεκμήρια από το Αρχειοφυλάκιο Ζακύνθου (δεν εντοπίστηκαν, παρόλες τις σχετικές προσπάθειες, ακόμα και πριν την καταστροφή του στην σεισμόπυρκαγιά του 1953).

Το τέλος της ζωής του και το άφθαρτο σκήνωμα

Ο σπουδαίος Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Πολύς κόσμος τον επισκέπτετο για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Τελικά πέθανε σε ηλικία 75 ετών, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, με τελευταία του επιθυμία να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας. Τρία έτη μετά εξετάφη και το λείψανό του στην ανακομιδή ευρέθη άφθαρτο. Μετά την Τουρκική επίθεση στα Στροφάδια τον δέκατο όγδοο αιώνα και την αποκοπή των χεριών του λειψάνου από τους επιτιθέμενους, το σώμα του Αγίου παρεδόθη όπου και παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του αγίου στην Ζάκυνθο. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου και του Αγίου Διονυσίου.

Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.[1]

Δύο αποσπάσματα από την αφηγηματική βιογραφία στο βιβλίο 
του Σώτου Χονδρόπουλου «Ο άφθορος Άγιος Διονύσιος»


εικ.: Η συγχώρησις του φονέως: Άγιος Διονύσιος ο Νέος, 
ο Ζακυνθινός Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης. 
Τοιχογραφία από τον Άγιο Διονύσιο Αχαρνών, 
αγιογράφος Αναστάσιος Σαργέντης 

Απόσπασμα 1ο:

...Τα βήματα συνεχίστηκαν βίαια. Ενώ ταυτόχρονα, κάποιος ξεφώνιζε απεγνωσμένα:

-Άνοιξε καλόγερε, βοήθεια!


Παρατώντας το μάνταλο και ξανακατεβαίνοντας κατατρομαγμένος τα πέτρινα σκαλοπάτια, βρέθηκε… τρεμουλιάζοντας στην θολωτή πύλη. Στην μαντρόπορτα με τους χοντρούς πασσάλους.


Ποιός είσαι και τι ζητείς; σιγορώτησε.

Άνοιξε, λυπήσου με, με κυνηγούν, θα με σκοτώσουν. Σώσε με, κρύψε με, να συχωρεθούν οι γονέοι σου, αν δε ζουν.
Γιατί σε κυνηγούν;
- Άνοιξε και θα σου μολογήσω.

Τράβηξε τον πάσσαλο της ασφάλειας πέντε πόντους πρός τα πάνω, και το χοντρό από κυπαρισσόξυλο πορτόφυλλο, μισάνοιξε.


Τότε ώρμησε στον αυλόγυρο, ένας αξύριστος, αλλοσούσουμος, δίχως σκούφο με γουρλωμένα μάτια. Και μαλλιά σκαντζόχοιρα. Στα χέρια κρατούσε ένα ρόπαλο και σε πλάγια τσέπη του σουρτούκου του φάνταζε χοντρό μαχαίρι.


- Κρύψε με, όπου νάναι θα φανούν, ανάκραξε σπαρακτικά.


- Τι έκανες χριστιανέ; Γιατί σε κυνηγούν;


- Σκότωσα…


Κίτρινη πέτρα απόμεινε το πρόσωπο. Το φανάρι ξέφυγε από το δίχτυ, κύλησε χάμου. Και τα μάτια στον τσουχτερό χιοναγέρα έπηξαν.


- Δυστυχισμένε… Σε κέρδισε ο γκρεμός, ο Κάϊν;


- Κρύψε με, μη χασομεράς. Όπου νάναι θα φτάσουν. Κάποιος, αναμεσό τους, φώναξε ότι μονάχα από δω θε να διαβώ. Δεν έχει αλλού γιδόστρατο.


Κοντοστάθηκε στις τσουχτερές δροσοστάλες, αναποφάσιστος. Τα χέρια έτρεμαν. Το σάλι σερνόταν στο πλατύσκαλο και με τον χιοναγέρα κουκούλωνε το φανάρι.

Πάμε, πρόφεραν τα χείλη.
Πού;
Στο διπλανό κελλί. Δεξιά στο ανώγι.

Έσπρωξε την μαντρόπορτα μηχανικά.


Ώσαμε να μπουν, ώσαμε να καλοκλείσει, ώσπου ν’ ανάψει το λαδολύχναρο, ο φονιάς βρέθηκε χάμου. Στα πόδια του. Γονατιστός. Στο γιλέκι του φάνταζαν δύο πιτσιλιές αίμα.

Λυπήσου με, μούγκρισε. Κι άρχισε να κλαίει.


- Ο Θεός να σε λυπηθεί, δυστυχισμένε. Από λόγου μου σε λυπάμαι. Και πολύ μάλιστα. Αλλά φέρνει πίσω την ζωή;… Κλάψε και μοιρολόγισε. Ζήτα του σπλαχνιά.


Ο άνθρωπος έκλαιγε με λυγμούς.


- Μετανοιώνεις; Αντήχησαν μία – μία οι συλλαβές.


- Χίλιες βολές. Άς όψονται οι Μονδίνοι. Το κρίμα στο λαιμό τους. Μούταξαν να με καταστήσουν από ρέμπελο και μπράβο μπιστεμένο τους.


Ο ιεράρχης στη λέξη ανατρίχιασε. Αλλά παρευθύς θυμήθηκε την επικείμενη καταδίωξη… Άνοιξε κάποιο συρτάρι και ανατράβηξε το πετραχείλι. Το φίλησε, το φόρεσε, έκανε πάλι το σημείο του σταυρού και είπε:


- Για τα όβολα λοιπόν δέχτηκες δυστυχισμένε, να διαπράξεις φόνο;


- Ναίσκε άγιε ηγούμενε, που να μην έσωνα ο ξελογιασμένος. Μ’ έβαλε ο εξαποδώς. Τι γύρευα να παραφουσκώνω στσι παλληκαροσύνες; Για να βγεί παναπεί στην Κοινότητα Κήνσορας, κακόροικος ο άλλος ο αφέντης, ο Σιγούρος…


- Ποιόν από τους σέμπρους του Σιγούρου σκότωσες;


- Σέμπρο, άγιε ηγούμενε; Τον ίδιο τον αφέντη. Τον κόντε- Κωνσταντή παραφύλαξα και μαχαίρωσα αριστερά στο καντούνι του Κάστρου. Τον άφηκα σέκο. Παρακάλα τον Θεό για την ψυχή. Για μια ψυχή που θα παραδώσω.


- Αχχ!


- Σαν τι αγροικάς ηγούμενε; Λυπήσουμε, τον μετανοιωμένο. Σου ήτανε φίλος ή γνωστός ο αφέντης; Για ξένα νιτερέσα, ο δόλιος.


- Ήταν…ήταν ο αδελφός μου. Ο αδελφός μου. Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε…Κωνσταντίνε…


Ένα σμάρι δάκρυα πέσανε κατακόρυφα στο κεφάλι του φονιά.


Έχουνε άραγε τα δάκρυα βάρος; Βράχια πέσανε στην αναμαλιασμένη κεφαλή. Μοναστραπίς έπεσε μπρούμιτα. Σπάραζε σαν ψάρι. Και με τα θολόνερα των ματιών του, σερνόταν, φιλούσε ένα ζευγάρι παντόφλες.


Είσαι…είσαι ο δέσποτας…ο πανιερώτατος, το καύχημα τση χώρας; Συμφορά που με βρήκε…Αλλοί…Χτύπα με. Να, πάρε το μαχαίρι, σκότωσέ με.


Ακολούθησε σιγή. Μια σιγή όλο μυστήριο. Καταγεμάτη δέος. Άραγε ποιό τάγμα των Ασωμάτων να παρακολουθούσε το δράμα;


Ο ηγούμενος με το βλέμμα ψηλά και με τα δάκρυα αρμυρές σταγόνες- βράχια- να κυλάνε και να κυλάνε, προσευχόταν.


- Θεέ και Κύριε… Θεέ και Κύριε…τραύλιζαν κάθε τόσο τα χείλη του.


- Χτύπα με, χτύπα με, ούρλιαζε χάμου στα πόδια του ο αναπάντεχος τούτος επισκέπτης.


Πόσο κράτησε η τραγική στιγμή, κανείς πια δεν θυμάται. Μονάχα ο Εσταυρωμένος. Ο παντογνώστης.


- Σήκω… αντήχησε η λαλιά του εξομολόγου. Θαρρώ ακούγεται σαματάς. Σκαρφαλώνουν θαρρώ, άλογα.


Ο άνθρωπος πετάχτηκε σαν μοσχάρι που του βυθίζουν το στιλέτο στο λαιμό.


- Θα με παραδώσεις;


- Όχι.


- Ω… Και τι αποφασίζεις να πράξω;


- Φύγε. Πάρε τις ρεματιές.


- Μπορώ;


- Δεν ξέρω. Σύρε απέναντι, όπου σε φωτίσει ο Αναστημένος.


- Θα… θα με δούν.


- Σύρε απέναντι, στο πατητήρι. Κρύψου στο σύδεντρο, στο τσαρδάκι του πορτάρη. Αυτού μέσα υπάρχει άχερο. Και σανός. Και λίγα μέτρα πιο πέρα, βυθίζεται στ’ αγκάθια ο πρασινόβραχος.


Η στιγμή ήταν κρίσμη, δεν έπαιρνε χασομέρι. Τα πάντα έγιναν μέσα σε πέντε ή έξι λεπτά. Ίσως και σε δυο.


Και να, σε λίγο έξω στην ερημιά, καταμεσίς στον χιοναγέρα που εξακολουθούσε να σφυρίζει, αντήχησε ποδοβολητό αλόγων. Και από κοντά φωνές, βλαστήμιες.


Τα χέρια καθώς τοποθετούσαν στην θέση του το πετραχείλι, έτρεμαν. Και τα δόντια γοργοκτυπούσαν. Αν δεν προλάβαινε να σφογκίσει τα δάκρυα, αλλοίμονο θα συντελούσε σε δυσάρεστες εξελίξεις.


Καταμπροστά του βρέθηκαν πέντε ζευγάρια μάτια. Γυάλιζαν σαν της ύαινας.


- Πέρασε από δω γέροντα, κάποιος ξεσκούφωτος με γένεια; Ανάκραξε φιλεύρενα κάποιος πανύψηλος με φαβορίτες που έδειχνε νάναι επικεφαλής.


- Ναί, πέρασε.

Και πούναιτος τώρα;
Έφυγε.
Κατά πού τράβηξε;
Δεν πρόσεξα.
Πώς;
- Έπιασα να ετοιμάζομαι για παρακλητική. Δεν καλοπρόσεξα. Μα… να. Θαρρώ κάπου από δώ.
Δηλαδή;
Από τη λαγκαδιά, ίσως. Κι έκανε αόριστη χειρονομία.

- Γρήγορα να τον προλάβουμε, φώναξε ο ψηλός με τις φαβορίτες. Κατάλαβα. Τραβάει δυτικά για να πέσει στην κατηφόρα, στα πουρνάρια. Προσοχή μη σβήσουνε τα φανάρια.




Απόσπασμα 2ο:

Οι Ζακύνθιοι ποιητές αργότερα γράψανε ότι είχε τάχα πεί ένα ιερό ψέμα ο άγιος. Για χάρη τάχα της συγγνώμης. Δεν βγαίνει όμως τέτοιο συμπέρασμα από μια προσεκτική έρευνα. Ο Θεός δεν συμβιβάζεται με το «μαύρο» ποτέ. Μήτε δέχεται, μήτε «παραθεωρεί» το ψέμα. Σαν Πνεύμα και σάν αλήθεια είναι και παραμένει Φως. 

Απλούστατα η απόκρυψη του κακούργου επιβάλλονταν και από το «απόρρητον της εξομολογήσεως», αλλά και από το ψυχικό μεγαλείο του πράου και ανεξίκακου ιεράρχη. Ο στόχος του ήταν να μήν πέσει στα νύχια του δαίμονα, να μη κατρακυλήσει στο χάος, στην απώλεια, το κυνηγημένο εκείνο γεράκι. Αλλά με την μετάνοια, να αλλάζει χρώμα. Να μεταβληθεί σε περιστέρι. Καμιά ώσαμε τότε ψυχή δεν χάθηκε από τόσες και τόσες που σέρνονταν στα πόδια του και του ζητούσαν βοήθεια.


Ορθόδοξος μέχρι το μεδούλι ο Όσιος της Αναφωνήτρας, αδύνατο να έπεφτε σε αντικανονική παράβαση.[2]


«Άγιο μου κορμάκι» Ημέρα τση Ζάκυθος 
Παραμονή της εορτής του Αγίου Διονυσίου


Παραμονή της γιορτής του Αγίου μας σήμερα, της χειμωνιάτικης και πραγματικής. Αυτήν την φορά είναι η επέτειος της μνήμης του και ’μεις – και λόγω του σύμμαχου κακού καιρού – τον τιμάμε οικογενειακά και ζεστά, παραδοσιακά και σεμνά, όπως και ο ίδιος σίγουρα θα επιθυμούσε. Μαζί του γιορτάζουν όλα τα σπίτια, όχι μόνο την χρονιάρα μέρα, την μεγαλύτερη του χρόνου για το νησί, αλλά και για τα ονομαστήρια πολλών, μια και δεν υπάρχει οικογένεια στην πόλη και τα χωριά χωρίς Διονύσιο ή Διονυσία και συχνά, προς τιμή του, δίνουμε και άλλα ονόματα στους δικούς μας, σαν πούροι Ζακυνθινοί, όπως Σιγούρος, που ήταν το επώνυμό του, Δραγανίγος, για το κοσμικό του όνομα ή Δανιήλ, όπως και ο ίδιος ονομάζονταν για λίγο, μετά την μοναχική του κουρά στο πυργομονάστηρο των Στροφάδων και πριν την ανάρρησή του στο υπέρτατο αξίωμα της ιεροσύνης, τον βαθμό του επισκόπου, στο εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου της Αθήνας, για να ποιμάνει το νησί της Αίγινας.

Λατρεία αληθινή έχουν όλοι οι συμπατριώτες του, τους οποίους πολύμορφα και ποικιλότροπα προστατεύει, στο ιερό και πολυαγάπητο πρόσωπό του. Είναι απλά και μόνο ο Άγιός τους, χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό και συχνά φτάνουν στο ακραίο σημείο αγάπης και λατρείας να τον θεωρούν και πάνω και από τον ίδιο το Θεό. Υπερβολή, που όσο και να μην την κατανοούν οι θεολόγοι και να την καυτηριάζουν, ιδιαίτερα όταν είναι ξένοι με τον επτανησιακό χώρο, την βιώνουν οι συμπολίτες του Αγίου και εξακολουθούν να την διατηρούν, γιατί είναι το ζακυνθινόπουλο που άγιασε και το αρχοντόπουλο που απαρνήθηκε τα πλούτη και τις τιμές της οικογένειάς του, για να κερδίσει οριστικά μια θέση στα επουράνια.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι πιστοί του νησιού, αλλά και οι άπιστοι, που τον δέχονται και τον τιμούν, θέλουν τις μεγάλες γιορτές του χρόνου και τις χρονιάρες μέρες να τις συνδέουν με τ’ όνομά του και τη χάρη του και γι’ αυτό ο Άγιος αυτές τις στιγμές «είναι στη Θύρα του», για να μπορούν να τον προσκυνούν και τα τον συνδοξάζουν με τον Χριστό, είτε αυτός γεννιέται στην Βηθλεέμ, είτε βαπτίζεται στον Ιορδάνη, είτε ανασταίνεται εκ νεκρών, νικώντας τον θάνατο και δίνοντας την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος.

Στη Ζάκυνθο το να πας να προσκυνήσεις τον Άγιο, ιδιαίτερα όταν το λείψανό του είναι όρθιο «στη θύρα του», αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όταν λύπη ή χαρά το απαιτεί, είναι εφάμιλλο με το να κοινωνήσεις και συχνά – πυκνά ακούγεται η φράση: «έχω καιρό να προσκυνήσω τον Άγιο», όπως ο κάθε πιστός λέει: «έχω καιρό να μεταλάβω».
  • Εξάλλου σε όλες τις λαϊκές εκφράσεις ο Άγιος έχει αντικαταστήσει τον Θεό. «Μα τον Άγιο», λέμε πάντοτε, θέλοντας να ορκιστούμε. «Δεν έμεινε Άγιος», τονίζουμε, θέλοντας να δηλώσουμε μεγάλη καταστροφή και – για να τελειώσουμε τα ενδεικτικά παραδείγματα – εκείνο το «αν θέλει ο Άγιος», το οποίο λέμε συχνά και περισσότερη σημασία έχει πως και το πιστεύουμε πραγματικά.
Αυτό, όμως, που χαρακτηρίζει τον Πολιούχο της Ζακύνθου και δίνει την διαφορετικότητα στην λατρεία των δικών του πιστών, είναι η εντελώς ανθρώπινη προσφώνηση στο ιερό του πρόσωπο, όταν οι συντοπίτες του τον καλούν με την ποιητική και ζεστά ανθρώπινη προσφώνηση «άγιο μου Κορμάκι».

Η προέλευση και η δημιουργία αυτής της επίκλησης έχει πολλές σημασίες και πάμπολλες διαστάσεις. Πρώτα απ’ όλα την επιβάλει η ίδια η άφθαρτη παρουσία του σκηνώματος του Ιεράρχη, η οποία είναι και το μεγαλύτερο δείγμα αγιότητας για τους κατοίκους του νησιού του. Ζώντας όχι μόνο στη Ζάκυνθο οι τελευταίοι, αλλά και στον ιόνιο χώρο, όπου και άλλα ολόσωμα λείψανα υπάρχουν, όπως αυτό του Οσίου Ιωσήφ στο χωριό Γαϊτάνι του νησιού τους, του Αγίου Γερασίμου στην γειτονική Κεφαλονιά και των Αγίων Σπυρίδωνος και Θεοδώρας στην συγγενική Κέρκυρα, έχουν εξοικειωθεί με την παρουσία τους και θεωρούν την αφθαρσία του σώματος υπέρτατο δείγμα αγιοσύνης. Αυτός είναι και ο λόγος που συχνά έχουν πρόσκαιρα αποδοθεί τίτλοι αιωνιότητας σε νεκρούς, οι οποίοι, για διάφορους λόγους «δεν έχουν λιώσει», όπως χαρακτηριστικά λέει ο λαός μας.

Επίσης να μην ξεχνάμε και την πολύμορφη επίδραση που έχει ο χώρος μας από την Δύση και προ πάντων από την κοντινή, γεωγραφικά και πολιτιστικά, Ιταλία. Σ’ αυτήν την χώρα, με την οποία η Ζάκυνθος και η Επτάνησος είχε και έχει πολλά κοινά, υπάρχουν πάμπολλα σκηνώματα Αγίων και αν δεν υπάρχουν, τα δημιουργούν.

Για την επιβεβαίωση των παραπάνω θέλω να θυμηθώ και να σας γνωρίσω μια παραδειγματική ιστορία, την οποία έζησα μικρός και δείχνει το πώς οι Ζακύνθιοι έχουν συνδέσει την αιωνιότητα με την μη φθαρτότητα.

Μια σεβάσμια κυρία, λοιπόν, που ηθελημένα είχε ζήσει όλη τη ζωή της στο νησί μας, πήγε στην συμπρωτεύουσα, την Θεσσαλονίκη, για να παρευρεθεί στον γάμο στενού συγγενικού της προσώπου. Το πρώτο που ζήτησε σαν έφτασε στην όμορφη πόλη του βορά, ήταν να προσκυνήσει τον προστάτη της, τον Άγιο Δημήτριο. Πήγε με σεβασμό στην εκκλησία του και ζήτησε να μάθει πού βρισκόταν το, λείψανό του. Σαν είδε, όμως, μόνο οστά, απογοητεύτηκε και προς στιγμήν αμφέβαλε για την εγκυρότητα του Μυροβλύτη. Αυτήν της την εμπειρία την διηγιόταν για χρόνια σε φίλους και γνωστούς και πάντα στρεφόμενη προς τον Άμμο, έκανε το σταυρό της και έλεγε: «Άγιο μου κορμάκι. Μεγάλη η χάρη σου»!

Μα δεν είναι μόνο ο λόγος αυτός η αιτία της ιδιαίτερης αυτής επίκλησης στον Άγιο Διονύσιο. Οι Ζακυνθινοί, οι οποίοι όχι μόνο συμπατριώτη τους τον έχουν, αλλά και «ακοίμητο», όπως λέει το μεγαλυνάριό του, «πρέσβη» τον αισθάνονται, στο διάβα της ιστορίας τους έχουν θρεφτεί με μια Αναγέννηση και έναν Διαφωτισμό. Ως εκ τούτου είναι δύσπιστοι στο αφηρημένο και επιδιώκουν το απτό και αυτό που φαίνεται. 

Έχουν πιστέψει και ασπαστεί εικόνες των δημιουργών της Επτανησιακής Σχολής στην ζωγραφική, των Δοξαράδων, του Κουτούζη και του Καντούνη και έχουν λατρέψει το Θεό τους με την παραδοσιακή εκκλησιαστική μουσική του τόπου τους, η οποία δεν θα μπορούσε να είναι ξένη με τα άλλα μουσικά τους ακούσματα. Έχουν ζήσει, επίσης, θεατρικές Αποκαθηλώσεις, έχουν δακρύσει με το «Ανάστα ο Θεός» και την Γκλόρια, έχουν αγιασθεί, «Φωτώνε» μέρα, από πάρκα καλλιτεχνικά στημένα και αναπαραστάσεις της σωτήριας Βάπτισης. 

Ο επιτάφιός τους είναι ο «Αμνός», εικόνα αμφιπρόσωπα ζωγραφισμένη και κομμένη, έτσι ώστε και όταν βρίσκεται στο ναό, αλλά και όταν περιφέρεται να τονίζει την παρουσία του νεκρού και να αναγκάζει τον θεατή στον θρήνο και την λύπη, σαν αυτή που εικονίζεται στην περιφερόμενη Mater Dolorοsa, κάτω από την πενθηφορούσα «ουρανία», η οποία προσκυνείται και δοξάζεται στο νησί και η πίκρα της ρομφαίας της μεταδίδεται σε παράθυρα και μπαλκόνια, όπου με το κορετάδο κρεμασμένο πεύκι παρακολουθούν την τελετή οι πιστοί και συμμετέχουν σε μια πραγματική εξώδιο λιτανεία.

Μα και ο Εσταυρωμένος μας, είτε βρίσκεται πίσω από την Αγία Τράπεζα, είτε το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής περιφέρεται στην πόλη, έχει την ανθρώπινη μορφή του πόνου και της θυσίας και πλησιάζει περισσότερο στην πραγματικότητα, από την μεταφυσική.

Χαρακτηριστική η διασωθείσα από την ιστορία απάντηση του Νικολού Κουτούζη, του ζωγράφου, ποιητή και ιερέα, όταν του ζητήθηκε να ιστορίσει έναν βυζαντινό Χριστό, κρεμάμενο πάνω στο Σταυρό. «Εγώ, σαν πιτόρος», απάντησε, «γνωρίζω πως πεθαίνει ένα σώμα στο Σταυρό και δεν μπορώ να κάνω κάτι διαφορετικό». Αρνήθηκε, μάλιστα, την παραγγελία.

Όπως και να έχει, όμως, είτε όλα αυτά είναι αλήθεια, είτε εικασίες, σημασία έχει πως όλοι ανεξαίρετα οι Ζακυνθινοί τιμούν τον Άγιό τους και κυριολεκτικά τον λατρεύουν. Είναι ο δικός τους που άγιασε και ο μόνιμος συγκάτοικός τους. Ο συνοδοιπόρος τους και αυτός που, σαν οικείος, γνωρίζει και συμπονάει. Ένα «κορμάκι» που ξεπέρασε την φθορά και άγιασε. Μια άφθαρτη παρουσία, η οποία ανελλιπώς σκέπει και φρουρεί το νησί.
Απλά και μόνο είναι ο Άγιός![3]

Υμνολογία

Ἀπολυτίκιον: Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.

Κοντάκιον: Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Ζακυνθίων ἡ πόλις, ἑορτὴν χαρμόσυνον, σὺν τῇ μονῇ τῶν Στροφάδων, Αἴγιναν, τὴν ἐν Κυκλάσι προσκαλουμένη, ᾄσμασιν, ἀξιοχρέως συνευφημῆσαι, καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.

Κάθισμα: Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἀγάπης τῷ δεσμῷ, συντεθεὶς θεοφόρε, διέλυσας τρανῶς, τὴν κακίαν τῆς ἔχθρας· φονέα γὰρ συγγόνου σου, πεφευγότα τῇ σκέπῃ σου, μὴ εἰδότα σε, τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἶναι, δίκης ἔσωσας, ἐπικειμένου θανάτου, καὶ σῶον ἀπέστειλας.

Ὁ Οἶκος: Σιγησάτωσαν, ἤδη σιγησάτωσαν οἱ μέχρι δεῦρο σφαλερῶς λέγοντες, μὴ εἶναι τῇ θεοσώστῳ Ζακύνθῳ τὸν οἰκεῖον προστάτην, καὶ πρὸς Θεὸν πρέσβυν θερμότατον, καθὰ καὶ ἐν πολλαῖς τῶν ἐπισήμων πόλεων καὶ χωρῶν ὀρθοδόξων. Ἔνεστι γὰρ καὶ μάλα καλῶς ὁ σεπτὸς ἐν Ἱεράρχαις Διονύσιος, ὁ θαυμαστὸς Αἰγίνης πρόεδρος, ταύτης δὲ γόνος εὐκλεὴς καὶ θρέμμα ἀξιέπαινον. Οὐκέτι λοιπὸν ζηλοῖ Ζάκυνθος ἡ εὐδαίμων Κεφαλληνίαν καὶ Κέρκυραν, τὰς φίλας γείτονας, διὰ τὸ αὐτὰς μέγα σεμνύνεσθαι ἐπὶ τοῖς θείοις καὶ ἱεροῖς λειψάνοις Γερασίμου τε καὶ Σπυρίδωνος, ἀλλοδαποῖς τυγχάνουσιν, ἀλλ' ἐκείνας μὲν προσφιλῶς συγκαλεῖται πρὸς φαιδρὰν πανήγυριν τοῦ ἰδίου αὐτόχθονος, ὥσπερ δὴ καὶ προσφόρως τὴν ἐν Κυκλάσι προσφωνεῖ Αἴγιναν, σὺν τῇ πανσέπτῳ τῶν Στροφάδων Μονῇ, τῇ τὸ θεῖον καὶ ἱερὸν αὐτοῦ σκῆνος εὐτυχῶς θησαυρισάσῃ, τοῦ ἀξίως εὐφημῆσαι καὶ φαιδρῶς πανηγυρίσαι, τὸ κοινὸν κλέος, νῦν Διονύσιον.

Μεγαλυνάριον: Ήκεν εκ Στροφάδων ως θησαυρός, τη πόλει Ζακύνθου, το Σον Λείψανον το σεπτόν, και καταπλουτίζει, θαυμάτων ενεργείας, των ευσεβών τα στίφη, ω Διονύσιε.[5]

Ανακομιδή Λειψάνων του Αγίου Διονυσίου
του Ζακυνθινού στις 24 Αυγούστου

Ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.

To εντυπωσιακά άφθαρτο λείψανο του Αγίου 
Φωτό από την προετοιμασία της πανηγύρεως 2013

Το Λείψανο του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορο στην ομώνυμη Μονή Ζακύνθου.
Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους.
Μέρος χειρός του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Παναχράντου Άνδρου.

Γόνοιο βίου νῦν τυχοῦσα ἀφθάρτου,
Ζάκυνθε τέρπου, γηθοσύνως οὖν κάρτα.
Εἰκάδι ἧκε δέμας ἀκεσίμβροτον ἔν γε τετάρτῃ. 

Οι επίσημες πανηγύρεις του Αγίου Διονυσίου

Δύο φορές το χρόνο οι Ζακυνθινοί τιμούν τον Προστάτη τους Άγιο Διονύσιο και μαζί τους όλοι οι ευλαβείς ορθόδοξοι προσηλώνοντας το νου στο Σεπτό Λείψανό του, το ανέγγιχτο από τη φθορά.

 Η πρώτη μέσα στο έτος πανήγυρις πραγματοποιείται στις 24 Αυγούστου, μνήμη της Μετακομιδής του Ιερού Σκηνώματος από τα νησιά Στροφάδες στη Ζάκυνθο, που συνέβη το 1717, και η δεύτερη στις 17 Δεκεμβρίου, οπότε τιμάται η μνήμη της Κοιμήσεως τού Αγίου Πατρός, που συνέβη το 1622.

Και οι δύο αυτές λειτουργικές συνάξεις λαμβάνουν ιδιαίτερη αίγλη κάθε χρόνο και διαρκούν τρεις μέρες η κάθε μία (23 – 26 Αυγούστου και 16 – 19 Δεκεμβρίου).

Εκτός από τη μεγαλοπρέπεια των Τελετών και Ακολουθιών, οι οποίες πραγματοποιούνται πάντοτε κατά το χαρακτηριστικό μουσικό εκκλησιαστικό ιδίωμα της Ζακύνθου, με την συμμετοχή πολλών Αρχιερέων, όλου του ιερού Κλήρου και χιλιάδων ευσεβούς λαού, κορυφαίες και εξαιρετικά συγκλονιστικές ώρες αποτελούν οι λιτανεύσεις του Ιερού Λειψάνου ανά την πόλη (απόγευμα της 24ης Αυγούστου και πρωί της 17ης Δεκεμβρίου), οπότε η καρδιά κάθε πιστού ριγά, τα μάτια δακρύζουν, τα γόνατα λυγίζουν ικετευτικά μπροστά στον Γέροντα του Αμμου, τον Πατέρα και παρηγορητή κάθε πονεμένου.
Ἀπολυτίκιον: Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τοῦ παντίμου Λειψάνου σου τὴν μετάθεσιν, ἀπὸ Στροφάδων εἰς Ζάκυνθον ἐορτάζοντας, Διονύσιε σοφὲ ἀνευφημοῦμεν σέ, σὺ γὰρ παρέχεις δι' αὐτοῦ, χάριν ἄφθονον ἀεί, τοὶς πίστει προσερχομένοις, τὴ θεϊκὴ χορηγία, ὡς τοῦ Χριστοῦ θεράπων γνήσιος.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον: Τοῦ σεπτοῦ Λειψάνου σου τῇ μεταθέσει, ἑορτὴν κροτοῦμέν σοι, πᾶς ὁ λαὸς ὁ τοῦ Θεοῦ, πανευσεβῶς εὐφημοῦντές σε, θαυματοφόρε σοφὲ Διονύσιε.

Μεγαλυνάριον: Ἦκεν ἐκ Στροφάδων ὡς θησαυρός, τῇ πόλει Ζακύνθου, τὸν σὸν Λείψανον τὸ σεπτόν, καὶ καταπλουτίζει, θαυμάτων ἐνεργείαις, τῶν εὐσεβῶν τὰ στίφη, ὦ Διονύσιε.


Βιβλιογραφία, Πηγές:

1. «Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου», Θεοχάρης Προβατάκης, Εκδόσεις Γραφικές Τέχνες, Αθήνα, 1993.
2. Σώτου Χονδρόπουλου, Ο ΑΦΘΟΡΟΣ ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, Αφηγηματική βιογραφία, Αθήναι, σ. 74- 80 (αποσπάσματα). Αθήναι, σ. 74- 80 από Σελίδες: 272. του εκδοτικού οίκου «Καινούργια Γη»
3. «Άγιο μου κορμάκι» ΗΜΕΡΑ ΤΣΗ ΖΑΚΥΝΘΟΣ 16/12/2010 Ημερομηνία Δημοσίευσης: 16 Δεκεμβρίου 2010. Συντάκτης: Διονύσης Φλεμοτόμος. agios-dionysios.blogspot.gr
4. Σύντομος «Ο Βίος του Άγιου Διονύσιου εκ Ζακύνθου» Μητρ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, Εικόνες Έμψυχοι, σ. 440-444 pemptousia.gr
5. Υμνολογία » www.synaxarion - ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
6. Βίντεο από το YouTube, εταιρεία της Google www.youtube.com
Σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα Σώτου Χονδρόπουλου BiblioNet, www.biblionet.gr
Υποσημειώσεις και σύνδεσμοι sophia-ntrekou.gr ✞ Αέναη επΑνάσταση
Κεντρική φωτογραφία «Ο Άγιος Διονύσιος ο εκ Ζακύνθου» από το Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων
ΠΗΓΗ: www.sophia-ntrekou.gr
Σώτος Χονδρόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά, το έτος 1911 και καταγόταν από την Αράχωβα - σημερινές Καρυές - του Νομού Λακωνίας. Σπούδασε Οικονομικά και εργάστηκε στον Ιδιωτικό Τομέα, το βιοποριστικό του επάγγελμα ήταν λογιστής σε βιομηχανίες, απ' όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε νεότατος, γύρω στα 1930, και επιδόθηκε στην πεζογραφία και ιδιαίτερα στο ψυχογραφικό διήγημα. Για όλο το έργο του, που αποτελείται από 50 βιβλία, η πολιτεία του απένειμε τιμητική σύνταξη λογοτέχνη. Η Μητρόπολη Νίκαιας το 1983 τον τίμησε για το μέχρι τότε έργο του με το χρυσό μετάλλιο των Αγίων Πατέρων της Α' και Ζ' Οικουμενικής Συνόδου. Το 1987 η Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων τον τίμησε με το βραβείο του ιδρύματος «Γεώργιος και Κατίγκω Λαιμού». Ο Σώτος Χονδρόπουλος κοιμήθηκε στις 27/8/1989, σε ηλικία 78 ετών, παραδίδοντας την ψυχή του στον Κύριο της Δόξης και τους Αγίους Του που τόσο ύμνησε σε όλη του τη ζωή.


Βιντεο/αφιέρωμα στον Άγιο Διονύσιο τον Ζακυνθινό






































Τον Βίο του Αγίου Διονυσίου εκ Ζακύνθου, αφηγείται ο Αρχιμ.
Νικόδημος Καβαρνός με μουσική υπόκρουση by BrunuhVille.












«Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου, Στροφάδια» 
Απόσπασμα από την εκπομπή «Ιερά Μονοπάτια.













Σχετικά Θέματα:
FaceBook
16 Δεκεμβρίου 2014 στις 10:35 μ.μ.
17 Δεκεμβρίου 2013 στις 9:50 π.μ.