Εργασία Σοφία Ντρέκου, Αρθρογράφος
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης αποτυπώνει τις σκέψεις του σχετικά με τις δυσκολίες που προκαλεί το γήρας στην κοινωνική ζωή του ατόμου. Ο ποιητής έγραψε αυτό το ποίημα όταν ήταν 31 ετών, πολύ νέος, αλλά και πολύ ιδιοφυής, ώστε να μας δώσει μια τέτοια σκληρή εικόνα των γηρατειών, χωρίς να μειώσει την ποίηση.
Ο Καβάφης, μέσω αυτού του ποιήματος προτρέπει τον αναγνώστη να ζει κάθε στιγμή τη ζωή του, να γεύεται όλες τις χαρές και τις απολαύσεις της καθημερινότητας, να σχεδιάζει, να ονειρεύεται, να ελπίζει, να ζει. Όλοι πρέπει να ζήσουμε τη ζωή μας στο έπακρον, να μη φοβόμαστε να τη ζήσουμε, να μην αναβάλουμε για αύριο κάτι που μπορούμε να κάνουμε σήμερα. Γιατί το σήμερα είναι εδώ και τώρα και δεν μπορεί να μετατεθεί... για αύριο... Ζήσε, λοιπόν, την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία γιατί ο χρόνος πίσω δεν γυρνά.
Το αισιόδοξο μήνυμα, το δίνει ένας άλλος, επίσης Αλεξανδρινός, όχι όμως ποιητής. Είναι ο επαναστάτης αγωνιστής και κοσμοπολίτης, Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο), ο οποίος αφού έζησε μια ζωή γεμάτη και δημιουργική, στο ερώτημα, τι απομένει από τη φθορά του χρόνου, απαντά: «Μας απομένει το διάβασμα, η φύση, η τέχνη, η φαντασία μας φορτωμένη από αναμνήσεις και εμπειρίες που αναπλάθει δημιουργικά».
Παρακάτω παραθέτω το εν λόγω ποίημα του Καβάφη
Κ.Π. Καβάφης - Ένας Γέρος [1894, 1897]
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
...Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Η ανάγκη που αισθάνεται ο ποιητής να επιστρέφει με τη βοήθεια της φαντασίας του, με τη βοήθεια της ποίησής του, στο παρελθόν της νεότητάς του γίνεται όλο και πιο έκδηλη στο έργο του καθώς ο ποιητής μεγαλώνει.
Το ποίημα έχει πολύ πλούσια ομοιοκαταληξία. Στις στροφές του ο γέροντας σκέφτεται πόσο γρήγορα πέρασε ο χρόνος μέσα από τα χέρια του. Σκέφτεται ότι κανείς δεν τον υπολογίζει και έχει μείνει μόνος του γι’αυτό το λόγο ο Καβάφης τον παρουσιάζει να κάθεται μόνος του στην γωνιά του καφενείου και ακόμη αντί για σεβασμό συναντά την περιφρόνηση και την μοναξιά.
Σε αυτό το ποίημα του Καβάφη βλέπουμε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο που αναπολεί τα νεανικά του χρόνια και μετανιώνει για πράγματα που δεν έκανε. Ο γέροντας σκέφτεται ότι στηριζόταν πολύ στην λογική και οι πράξεις του ήταν μετρημένες και σοβαρές με αποτέλεσμα να μείνει στα γεράματά του μόνος.
Τώρα όμως που γέρασε λυπάται που δεν έκανε αυτά που ήθελε η ψυχή του και επιθυμούσε πιο πολύ. Βλέπουμε δηλαδή ότι τη ζωή αξίζει τελικά ο νέος να την χαίρεται, να ακολουθεί τις επιθυμίες του έτσι ώστε να μην φτάσει στη θέση του γέρου που είναι απογοητευμένος με τις χαμένες ευκαιρίες του.
Ο ηλικιωμένος ήρωας του ποιήματος βιώνει την καταφρόνια των γηρατειών και μετανιώνει για όλες τις «ορμές» που συγκράτησε και όλες τις ευκαιρίες που άφησε ανεκμετάλλευτες νομίζοντας ότι είχε άφθονο χρόνο μπροστά του. Τώρα είναι μόνος του κι απελπισμένος, καθώς ο χρόνος της νεότητάς του πέρασε τόσο γρήγορα που μοιάζει σα να ήταν χθες που ήταν ακόμη νέος.
Ο Καβάφης, γνωρίζει ότι το πέρασμα του χρόνου και η έλευση του γήρατος είναι κάτι το αναπόφευκτο, γι’ αυτό και στρέφεται στην ποίηση, τη μόνη δυνατή παρηγοριά που γνωρίζει.
Χειρόγραφο: απλό χαρτί με μπλε μελάνι του ποιήματος «Ένας Γέρος»
σε πολυγραφημένο αντίγραφο, από την ψηφιακή συλλογή του Αρχείου
Καβάφη, Onassis Cavafy | Ίδρυμα Ωνάση. Ποιήματα (σε χειρόγραφη μορφή)
Ο ήρωας του ποιήματος βασανίζεται από τη σκέψη πως άφησε ανεκμετάλλευτα τα νιάτα του κι αισθάνεται απόγνωση, διότι γνωρίζει πως πλέον είναι αργά για να ζήσει όσα έχασε. Του είναι, μάλιστα, δύσκολο να συνειδητοποιήσει το πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια της νεότητας, όπως αυτό διαφαίνεται από την παρομοίωση «ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει σαν χθες», καθώς και από την επανάληψη της δηλωτικής φράσης «Τι διάστημα μικρό».
Μετανιώνει, έτσι, για το γεγονός πως όταν ήταν νέος θυσίαζε τις χαρές της ζωής και συγκρατούσε τις ορμές του, παρασυρμένος από την πλανερή αίσθηση πως έχει άφθονο χρόνο μπροστά του.
Η σύνεση εκείνων των χρόνων που δεν τον άφηνε να ζήσει όσο πληρέστερα μπορούσε τα νιάτα του μοιάζει τώρα ανούσια και επώδυνη, εφόσον του στέρησε πλήθος στιγμών ευδαιμονίας. Με τη χρήση οξύμωρου σχήματος «Την άμυαλή του γνώσι» αναθεωρεί πλήρως τη στάση που κρατούσε στο παρελθόν, κρίνοντας πως ό,τι του φαινόταν τότε συνετό αποδείχθηκε τελικά μια επιζήμια πλάνη.
Η «δύναμη» και η «ομορφιά» της νεότητας, όπως τονίζονται από τον ήρωα του ποιήματος, αν και συνιστούν αναμφίβολα πολύτιμα δώρα της φύσης, δεν αποτελούν αναγκαίο όρο για την απόλαυση της ζωής. Οι άνθρωποι κάθε ηλικίας, αν διατηρούν την αισιοδοξία και την καλή τους διάθεση, μπορούν να βρίσκουν νέες κάθε φορά πηγές ευχαρίστησης.
Το ποίημα αυτό είναι μια εικόνα από μόνο του.
Βίντεο: το ποίημα του Καβάφη στην εκπληκτική μουσική Valleys - by John Sokoloff. Nikolai Kurganov - Violin. John Sokoloff - Piano. Rich Estes - Guitar.
Ανάλυση «Ένας γέρος» [1894, 1897*]
Σε ηλικία περίπου 31 ετών ο Καβάφης συνθέτει την πρώτη γραφή του ποιήματος «Ένας γέρος» (Οκτώβριος 1894), βασιζόμενος κυρίως σε εικασίες σχετικά με το πώς μπορεί να αισθάνεται ένας ηλικιωμένος ή πώς πιθανώς θα αισθάνεται ο ίδιος όταν φτάσει στην ηλικία του γήρατος. Το Δεκέμβριο του 1897 το ποίημα θα δημοσιευτεί στο Εθνικόν Ημερολόγιον του έτους 1898, με υπέρτιτλο «Eheu fugaces» (Οράτιος, Ωδές, II, 14) που σημαίνει «Αλίμονο, φευγαλέα».
Με την πάροδο των χρόνων, ωστόσο, ο Καβάφης άρχισε να έχει αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα αυτού του ποιήματος:
«Τι απατηλό πράγμα που είναι η Τέχνη, όταν θέλεις να εφαρμόσεις ειλικρίνεια. Κάθεσαι και γράφεις -εξ εικασίας πολλάκις- δια αισθήσεις, και έπειτα αμφιβάλλεις, με τον καιρό, αν δεν επλανήθης. Έγραψα τα «Κεριά», τες «Ψυχές των Γερόντων», και τον «Γέρο», περί γήρατος. Προχωρώντας προς το γήρας, ή προς την μέσην ηλικίαν, ηύρα που το τελευταίο μου ποίημα δεν περιέχει σωστή εκτίμησι. Οι «Ψυχές των Γερόντων” ακόμη θαρρώ πως είναι σωστές. Αλλά όταν γίνω 70 χρονών, ίσως τες βρω κ’ εκείνες ψεύτικες. Τα «Κεριά» ελπίζω να είναι ασφαλή» (Μικρά Καβαφικά).
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος∙
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Η εισαγωγική εικόνα του ποιήματος είναι οικεία για τους περισσότερους, και μάλιστα ιδιαίτερα χαρακτηριστική για τη συνήθη αναπαράσταση των ηλικιωμένων ανδρών. Το θορυβώδες καφενείο λειτουργεί ως το -σχεδόν στερεοτυπικό- σκηνικό του ποιήματος. Στο μέσα μέρος αυτού του καφενείου κάθεται μόνος του ένας γέρος με μια εφημερίδα μπροστά του. Η μοναξιά του γίνεται με ενάργεια αισθητή, εφόσον σ’ ένα χώρο γεμάτο ανθρώπους εκείνος κάθεται μοναχός του.
Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ο ποιητής φανερώνει την απέχθειά του και τον τρόμο που του γεννά η περίοδος των γηρατειών με έναν χαρακτηρισμό εξαιρετικής έντασης «μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια».
Τα γηρατειά συνοδεύονται, όπως φαίνεται να πιστεύει ο ποιητής, με την περιφρόνηση των άλλων, με την υποτίμηση και την εγκατάλειψη, εφόσον συνιστούν μια άθλια περίοδο στη ζωή των ανθρώπων∙ μια ανώφελη περίοδο παρακμής. Κι έρχονται, έτσι, σε πλήρη αντίθεση με τα χρόνια της νεότητας∙ τα χρόνια κατά τα οποία ο άνθρωπος έχει δύναμη, ομορφιά και λόγο. Ο λόγος, πιθανώς, λαμβάνει διττή έννοια, αποδίδοντας τόσο την εκφραστική δυνατότητα και άνεση, όσο και την ακμαία ακόμη λογική ικανότητα.
Ο ήρωας, λοιπόν, του ποιήματος εμφανίζεται να βασανίζεται από τη σκέψη πως χάρηκε ελάχιστα τα χρόνια της ακμής του∙ πως έφτασε στην άθλια αυτή ηλικία της παρακμής χωρίς να ζήσει στο έπακρο τα χρόνια που είχε πραγματικά τη δυνατότητα να απολαύσει τη ζωή του. Τώρα πια η σωματική και πνευματική δύναμη, όπως και το σωματικό του κάλλος έχουν χαθεί.
Ξέρει που γέρασε πολύ∙ το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Ο Γέρος του ποιήματος έχει πλήρη επίγνωση των γηρατειών του, πρόκειται άλλωστε, για μια κατάσταση που τη νιώθει, αλλά και τη βλέπει επάνω του. Η απώλεια της νεότητας γίνεται αισθητή τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, αφού η φθορά του χρόνου δεν αφήνει τίποτε ανέπαφο.
Εκείνο, ωστόσο, που του προκαλεί έκπληξη μαζί και πόνο είναι το γεγονός πως η εποχή κατά την οποία ήταν κι εκείνος νέος μοιάζει σαν να ήταν μόλις χθες. Το πέρασμα από τη νεότητα στο γήρας φαίνεται σαν να συντελέστηκε γοργά, μη αφήνοντας στον ήρωα τον αναγκαίο χρόνο να συνειδητοποιήσει τη μεγάλη αυτή αλλαγή.
Το διάστημα ανάμεσα στην ομορφιά της νεότητας και την απελπισία του γήρατος φαντάζει απροσδόκητα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα∙
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε∙ «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Ο ήρωας του ποιήματος -η εκδοχή ενός ηλικιωμένου κατά την άποψη του ποιητή- βασανίζεται από τη σκέψη πως άφησε ανεκμετάλλευτα τα νιάτα του, ακολουθώντας κατά τρόπο ανόητο τις υποδείξεις της Φρόνησης, που του συνιστούσε πάντοτε εγκράτεια και σύνεση, με την ανυπόστατη και ψευδή διαβεβαίωση πως έχει πολύ καιρό μπροστά του και πως δεν έχει λόγο, άρα, να βιάζεται και να αφήνεται σε παρορμήσεις της στιγμής.
Μια διαβεβαίωση που φανερώνεται τώρα μεγάλο ψέμα, αφού τα χρόνια αυτά, τα χρόνια της ακμής, της δύναμης και της ομορφιάς πέρασαν πάρα πολύ γρήγορα, αποδεικνύοντας πως στην πραγματικότητα δεν είχε πολύ καιρό.
Η προσωποποιημένη Φρόνηση, η σύνεση δηλαδή, που θέλει τον άνθρωπο προσεκτικό και μετρημένο στη συμπεριφορά του, εμφανίζεται εδώ ως κακή σύμβουλος, εφόσον καταλήγει να αποτρέπει τους ανθρώπους από το να βιώνουν όσα πραγματικά επιθυμούν κι όσα πράγματι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους.
Θυμάται ορμές που βάσταγε∙ και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
Ο ήρωας του ποιήματος σε μια επώδυνη διαδικασία συναισθηματικού μηρυκασμού περνά τις ώρες της μοναξιάς του αναλογιζόμενος πόσες ορμές συγκράτησε, χωρίς να τις ικανοποιήσει και πόση χαρά θυσίασε, προκειμένου να μην κάνει κάτι το παρορμητικό ή ασύνετο. Ευκαιρίες απόλαυσης και ευδαιμονίας που πήγαν χαμένες κι είναι τώρα αδύνατον να τις αναπληρώσει, αφού είναι πια γερασμένος και δεν έχει μήτε τη σωματική δύναμη μήτε τη σωματική ομορφιά.
Έργο Χαρακτικής Παναγιώτη Γράββαλου (1933-2014),
για το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη «Ένας Γέρος» (1897)
Τώρα, λοιπόν, που όλα έχουν περάσει κάθεται και αναθυμάται κάθε χαμένη ευκαιρία, και συνειδητοποιεί πόσο ανόητος υπήρξε∙ πόσο άμυαλος. Μια ζωή γεμάτη συγκράτηση και στερήσεις, που του άφησε μόνο τη θλίψη των απωθημένων. Μια ζωή, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε να έχει γευτεί πλήθος απολαύσεων και ευδαιμονικών στιγμών, αφέθηκε να περάσει ανεκμετάλλευτη.
...Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Ο ηλικιωμένος ήρωας, ωστόσο, από την πολλή σκέψη κι από την επίμονη επιστροφή στις αναμνήσεις του παρελθόντος ζαλίζεται και καταλήγει να αποκοιμιέται πάνω στο τραπέζι του καφενείου. Η πάλη, άλλωστε, με τις μεταμέλειες και τα απωθημένα δεν μπορεί να αποδώσει τίποτε άλλο πέρα από θλίψη και απογοήτευση, αφού στην ηλικία αυτή ο άνθρωπος δεν έχει τη δυνατότητα να επανορθώσει∙ δεν έχει τη δυνατότητα μιας νέας ευκαιρίας.
Η παρουσίαση, ωστόσο, της ηλικίας αυτής από τον Καβάφη μοιάζει ιδιαίτερα καταδικαστική, καθώς δεν αφήνει περιθώρια καμίας ουσιαστικής ευχαρίστησης ή ψυχολογικής γαλήνης στους ηλικιωμένους ανθρώπους, γεγονός που προφανώς απέχει από την αλήθεια. Όπως, άλλωστε, διαπιστώνει κι ο ίδιος ο Καβάφης καθώς προσεγγίζει την ηλικία του γήρατος, ο άνθρωπος δεν παύει ποτέ να αναζητά και να βρίσκει ενασχολήσεις που του προσφέρουν, αν όχι σωματική, τουλάχιστον πνευματική ευχαρίστηση.
Ένας δημιουργός, για παράδειγμα, όπως είναι ο ίδιος ο Καβάφης, μπορεί να φτάνει στο γήρας και να συνεχίζει να είναι παραγωγικός, και μάλιστα να είναι σε θέση να δημιουργεί ίσως και τα καλύτερα έργα του, αξιοποιώντας τις εμπειρίες της μακρόχρονης ζωής του και την καθαρότητα της σκέψης που φέρνει το καταλάγιασμα των σωματικών επιθυμιών.
Constantine P. Cavafy - An old man (1897)
I am posting this great poem in the original language for those
who may found some discrepancy in this translation by cuartilla.
At the back of the noisy café
bent over a table sits an old man;
a newspaper in front of him, without company.
And in the scorn of his miserable old age
he ponders how little he enjoyed the years
when he had strength, and the power of the word, and good looks.
He knows he has aged much; he feels it, he sees it.
And yet the time he was young seems
like yesterday. How short a time, how short a time.
And he ponders how Prudence deceived him;
and how he always trusted her — what a folly! —
that liar who said: “Tomorrow. There is ample time.”
He remembers the impulses he curbed; and how much
joy he sacrificed. Every lost chance
now mocks his senseless wisdom.
…But from so much thinking and remembering
the old man gets dizzy. And falls asleep
bent over the café table.
Η πρώτη στροφή και η τελευταία είναι δύο συμπληρωματικές εικόνες. Στην πρώτη εικόνα ο γέρων είναι καθισμένος μόνος με παρέα του μιαν εφημερίδα στο βάθος του καφενείου, αναπολεί και θυμάται. Η τελευταία εικόνα συνέχεια της πρώτης, με τον ίδιο γέροντα καθισμένο στην ίδια θέση, με την ίδια εφημερίδα μπροστά του να κοιμάται. Είναι χαρακτηριστικό των ηλικιωμένων να κοιμούνται εκεί που κάθονται.
Στις στροφές που παρεμβάλλονται ο γέροντας αναλογίζεται πόσο γρήγορα γλίστρησε ο χρόνος μέσα από τα χέρια του. Γέρασε και πια κανείς δεν τον υπολογίζει. Αντί για σεβασμό συναντά την περιφρόνηση. Την μοναξιά. Είναι βαριά η σκιά του γέρου και όλοι τον αποφεύγουν, νιώθουν ότι δεν έχουν τίποτα να πουν μαζί του. Και όμως κάποτε ήταν κι αυτός νέος, ωραίος, δυνατός, έξυπνος, με μυαλό και λόγο. Κρατούσε την ζωή στα χέρια του και πίστευε ότι δεν θα του ξεφύγει, πριν την χαρεί. Αλλά ώσπου να το καταλάβει, αυτή πέρασε αστραπιαία. Ο ποιητής για να δηλώσει την έκταση της ταχύτητας του χρόνου, χρησιμοποιεί την επανάληψη «Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό».
Με πίκρα μονολογεί. Άφησε πολλές ομορφιές της ζωής να περάσουν, χωρίς να τις χαρεί, με την πεποίθηση πως υπάρχει πάντοτε πολύς καιρός μπροστά του να κάνει αυτά που του αρέσουν. Έλεγε: «Ούπω καιρός», δηλαδή, δεν είναι ακόμη ο καιρός, είμαι νέος ακόμη, θα έχω κι άλλες ευκαιρίες. Γέρος τώρα, σκυφτός από το βάρος των ετών και μισοκοιμισμένος, αισθάνεται την ανάγκη να κάνει πράγματα, επιθυμεί να διεκδικήσει μερίδιο στις ηδονές της ζωής, μα δεν μπορεί και λυπάται γι αυτό. «Ουκέτι καιρός», δεν υπάρχει πλέον καιρός, τα χρόνια της ακμής πέρασαν και μάλιστα ανεπιστρεπτί. Είναι πολύ βασανιστικό η ψυχή να θέλει, το σώμα όμως να μην ακολουθεί. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση, όπως συμβαίνει με όλους τους ηλικιωμένους, το πνεύμα είναι κι αυτό ασθενές, κοιμάται, ακολουθώντας το σώμα στην φθορά του.
Ωραιότατο ποίημα. Ο ποιητής έγραψε αυτό το ποίημα όταν ήταν 31 ετών, πολύ νέος, αλλά και πολύ ιδιοφυής, ώστε να μας δώσει μια τέτοια σκληρή εικόνα των γηρατειών, χωρίς να μειώσει την ποίηση. Με διάχυτη την ποιητικότητα και στα έξι τρίστιχα, ρεαλιστικά, νατουραλιστικά θα έλεγα, μας θυμίζει πόσο ανάλγητος και πανδαμάτωρ είναι ο χρόνος, πόσο γρήγορα περνά και σαρώνει τα πάντα στο διάβα του αδιαφορώντας για συναισθήματα, όνειρα, οράματα, ηδονές, δημιουργίες, χαρές, απολαύσεις, που δικαιούται να γνωρίσει ο κάθε άνθρωπος, που δικαιούται να γνωρίσει και ο ίδιος ο ποιητής, γιατί ο Καβάφης το συνηθίζει στην ποίησή του μιλώντας στους αναγνώστες του να αναφέρεται στον εαυτό του και στα δικά του θέλω.
Δεν έχει άδικο λοιπόν ο λαϊκός ποιητής, όταν εκφράζοντας τη λαϊκή συνείδηση τραγουδά τον δικό του καημό: «Νά’ σαν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία…»
H σατιρική (και όχι μόνο) ποίηση του
Ηλίας Αγγελόπουλος 8-4-2014 Τα «Καβάφικα»
Στου καφενείου του Ίντερνετ το μέσα μέρος
σκυμμένος στο κομπιούτερ του ένας γέρος
με μια σελίδα του fb για συντροφιά.
Και μες των άθλιων συντάξεων την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
σαν είχε δύναμη και λόγο και λεφτά.
Ξέρει πως φτώχυνε πολύ,
το νοιώθει σαν κοιτάζει στο πορτοφόλι
και με ότι τ' άφησαν τρομάζει
πως να τα βγάλει πέρα,
τι πετσόκομμα κι αυτό.
Και συλλογιέται η φρόνηση πως τον εγέλα
κάθε φορά που σ' εκλογές εψήφιζε -τι τρέλα,
τους ψεύτες που μας λέγαν για «ένα αύριο πιο καλό».
Θυμάται τις στερήσεις που έκανε και πόση χαρά θυσίαζε,
για του δανείου του τη δόση ενός σπιτιού,
που τώρα η κυβέρνηση εμπαίζει.
Μα απ' το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίστηκε κι αποκοιμάται
στου υπολογιστή ακουμπισμένος το τραπέζι.
Καμία πατρίδα για την τρίτη ηλικία
Στην «Μπαλάντα του Ναραγιάμα», μια 70χρονη ανεβαίνει στην κορυφή ενός βουνού για να ξεψυχήσει, με απώτερο στόχο ο θάνατός της να επιτρέψει την επιβίωση ενός νεότερου και πιο παραγωγικού μέλους της κοινότητας. Το φιλμ του Σοχέι Ιμαμούρα αναφέρεται σε μια παλαιά ιαπωνική πρακτική που έχει τις ρίζες της σε περιόδους ξηρασίας και λιμού και επέβαλε μια «εθελούσια διακοπή τού εγώ» των γηραιών και εξασθενημένων ατόμων προς όφελος των νέων.
Ο όρος Ubasute –«εγκατάλειψη ενός ηλικιωμένου»– αποδίδει σήμερα τη σύγχρονη όψη της εθιμοτυπικής αυτής πρακτικής, η οποία επανέρχεται στο προσκήνιο με κάθε νέα φυσική καταστροφή, κρίση ή πανδημία. Η αφήγηση, ωστόσο, που νομιμοποιεί την απομάκρυνση και την εξόντωση του «περιττού Άλλου» δεν αφορά μονάχα τη μακρινή Ανατολή, αλλά και τις γειτονιές της Ευρώπης. Απλώς το αφήγημα μεταλλάσσεται σαν ιός που αποκτά μεγαλύτερη ανθεκτικότητα.
Κάπως έτσι, η χρόνια αγωνία του ανθρώπου να απομακρύνει τα γηρατειά από τον θάνατο σκόνταψε και πάλι πάνω σε έναν φονικό ιό. Προηγουμένως, ωστόσο, είχε σκοντάψει στην κοινωνική αναπαράσταση της τρίτης ηλικίας, η οποία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ομοιογενοποίηση των γηραιών ατόμων και την απόσυρσή τους από την παραγωγική οικονομία. Όπως και με την πολιτική διαχείριση του γήρατος και της θνητότητας.
Πόσο είναι εφικτό να μην εγκλωβιζόμαστε στον κυρίαρχο λόγο που επενεργεί στην ταυτότητα των ηλικιωμένων ατόμων νομιμοποιώντας τον εξοστρακισμό τους;
«Οι ηλικιωμένοι δαιμονοποιούνται, χειραγωγούνται και θεωρούνται βάρος για την κοινωνία στο Ηνωμένο Βασίλειο». Σε αυτή τη φράση συνοψίζονται τα ευρήματα μιας αναφοράς που δημοσιεύτηκε σε άρθρο του Guardian για τις παρενέργειες των επιβλαβών στερεοτύπων που αναπαράγονται εν μέσω της νέας δυστοπικής συνθήκης και δεν αφορούν μόνο τη Μεγάλη Βρετανία. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τον Covid-19 –σημειώνει η Amelia Hill στη βρετανική εφημερίδα– αναδεικνύει σειρά κρίσιμων ερωτημάτων σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους ηλικιωμένους, ενώ παράλληλα ρίχνει φως στην επίδραση που μπορούν να έχουν αυτές οι συμπεριφορές πάνω στα άτομα της τρίτης ηλικίας.
Μπορούμε, άραγε, να κοιτάξουμε πέρα από τη βιολογική όψη και να δούμε τα πρόσωπα των ηλικιωμένων πίσω από τα στερεότυπα;
Είναι ευρέως αποδεκτό πως ο τρόπος με τον οποίο αναπαράγονται τα στερεότυπα στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις επηρεάζει σε βάθος χρόνου τις πολιτικές στρατηγικές που αναπτύσσονται. Κατ’ επέκταση, η ανομοιογένεια ενός πληθυσμού και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόμου χάνονται μέσα στις κοινωνικά κατασκευασμένες έννοιες. Και όσο οι ηλικιωμένοι αποτελούν μία ξεχωριστή πλην ομοιογενοποιημένη μερίδα του πληθυσμού που παύει να είναι παραγωγική, τόσο το σύγχρονο Ubasute γίνεται αναπόδραστο. Και τα στερεότυπα οικοδομούν νέα σύμπαντα διακρίσεων και αποκλεισμών.
Πολιτική διαχείριση της θνητότητας
Πώς μπορεί η ζωή ενός πληθυσμού να εκπέσει από την κατηγορία του ανθρώπινου και να μην είναι πια (η ζωή του) άξια οδύνης; Το ερώτημα είχε θέσει η Judith Butler στο κείμενο «Βία, Πένθος, Πολιτική» σε σχέση με το πώς κάποιες αφηγήσεις νομιμοποιούν τον διαχωρισμό εκείνων που πρέπει να ζήσουν από εκείνους που μπορούμε να αφήσουμε να πεθάνουν.
Πριν από λίγο καιρό στο «Γκρίζα Αυγή: Πώς το Κύμα της Γήρανσης θα μεταμορφώσει τον κόσμο», ο Πιτ Πίτερσον σημείωνε πως «η έκρηξη των γηρατειών θα έχει τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία, στην κοινωνία, στις γεωπολιτικές ισορροπίες».
Η ταύτιση των ηλικιωμένων –τις τελευταίες δεκαετίες– με τη συνταξιοδότηση και τα επιβαρυμένα ασφαλιστικά ταμεία έχει οδηγήσει, ως γνωστόν, σταδιακά και ύπουλα στη δαιμονοποίησή τους.
Εν μέσω αυτού του «γκρίζου αιώνα των ηλικιωμένων» –δανεικός όρος από τον Πίτερσον– ήρθε και ο Covid-19 για να μειώσει αυτήν την πρωτοφανή αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μαζί με τον νέο κορονοϊό ήρθαν, όμως, και η κοινωνική απομόνωση των γερόντων του κόσμου και οι ανεπαρκείς κλίνες των μονάδων εντατικής θεραπείας σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, που μεταμόρφωσαν τους ηλικιωμένους σε «σώματα που περισσεύουν». Για να μην αναφερθούμε στις συνέπειες της συναισθηματικής απομόνωσης πάνω στον εύθραυστο ψυχισμό τους.
«Πολυκαιρισμένα, εξοστρακισμένα σώματα»
«Ποτέ πριν οι άνθρωποι δεν είχαν χάσει τη ζωή τους τόσο αθόρυβα και τόσο μόνοι όσο στις ανεπτυγμένες κοινωνίες», είχε επισημάνει κάποτε ο κοινωνιολόγος Norbert Elias στη «Μοναξιά των Θνησκόντων». Και τα λόγια του είναι σαν να γράφτηκαν τώρα, το 2020, όταν οι υπερήλικοι πεθαίνουν μόνοι και μέσα στη σιωπή. Σαν «χαμένοι αριθμοί» που θρηνούνται τόσο όσο διαρκεί ένα δελτίο ειδήσεων. Ίσως γιατί κανονικοποιείται –περισσότερο από ποτέ– ο εξοστρακισμός και η θυσία του γερασμένου και ασθενούς σώματος στο όνομα της φαντασίωσης του ακμαίου και υγιούς.
Κι όμως, θα έπρεπε να βιώνουν την «κορύφωση της ύπαρξής τους». Όσο όμως τα σώματά μας ιατρικοποιούνται στις νεωτερικές κοινωνίες, τα γηρατειά δεν εκλαμβάνονται ως επίγευση μιας ζωής γεμάτης, αλλά ως ασθένεια. Έτσι, τα σημάδια του γήρατος αντιμετωπίζονται ως μειονεξίες που καθιστούν τους ανθρώπους αδύναμους και εξαρτώμενους. Συνεπώς, επιτρέπεται με μεγαλύτερη ευκολία η εφαρμογή των πολιτικών κλίμακας, ενώ μειώνεται η πολιτική ευθύνη απέναντι στον θάνατο μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων. Ποιοι θα είναι οι «αυριανοί γέροντες», τα νέα σώματα που θα εξοστρακιστούν;
Ως γνωστόν, η παγίωση των διακρίσεων σε βάρος μιας ομάδας επιτυγχάνεται σε ένα πρώτο επίπεδο χάρη στον ρόλο της γλώσσας. Ο χώρος που καταλαμβάνουν τα «πολυκαιρισμένα σώματα-καταναλωτές συντάξεων» στο λεκτικό πεδίο είναι ένας χώρος επιφορτισμένος με ενοχή, κόπωση και σιωπή. Και ο τρόπος που υπάρχουμε μέσα στον «ηγεμονικό λόγο» μπορεί να αποβεί πιο καταστροφικός από μια πανδημία.
Είναι περισσότερο από αναγκαία, λοιπόν, μια πολιτιστική μετατόπιση στον τρόπο που βλέπουμε την τρίτη ηλικία. Τα πρόσωπα των ανθρώπων θα πρέπει να ξεχωρίζουν πέρα από τη βιολογική όψη, πέρα από τις κοινωνικές κατασκευές. Για να επιτευχθεί μια νέα συγκρότηση ταυτότητας των ηλικιωμένων, που δεν θα ταυτίζεται με την «αποσύνθεση» ή το «κοινωνικό βάρος». Για να υπάρξουν πολλές πατρίδες για την τρίτη ηλικία. Με δεδομένο, πάντα, πως το «ανθρώπινο είναι» είναι εμποτισμένο μέσα στον χρόνο, καταδικασμένο ή ευλογημένο να βιώνει την επίδραση των «καιρών» πάνω του.
by Αέναη επΑνάσταση
Βιβλιογραφία:
• Εισαγωγή της Σοφίας Ντρέκου για την Αέναη επΑνάσταση, Sophia-Ntrekou.gr
• Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, greek-language.gr
• Το αισιόδοξο μήνυμα: ποίημα του Κ. Π. Καβάφη) Rproject
• Κωνσταντίνος Καβάφης - Ανάλυση «Ένας γέρος» [1894, 1897*] Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, latistor.blogspot.com
• Σχόλια: Η μοίρα του ανθρώπου σφραγίζεται ανάμεσα σε δύο στιγμές. Την στιγμή της γέννησης και τη στιγμή του θανάτου του, chryssablog.wordpress.com• © (Ατελών ποιημάτων) Ρενάτα Λαβανίνι, Εκδ. Ίκαρος Αρχείο Καβάφη (Ίδρυμα Ωνάση)
• Χειρόγραφο του ποιήματος από τον Κων. Καβάφη, περιγραφή αυθεντικότητας του ψηφιακού αντιγράφου από την ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΒΑΦΗ, Onassis Cavafy Archive, cavafy.onassis.org Ίδρυμα Ωνάση. Ποιήματα (σε χειρόγραφη μορφή) • C.P. Cavafy, Collected Poems. Translated by Edmund Keeley and Philip Sherrard. Edited by George Savidis. Revised Edition. Princeton University Press, 1992. Posted by Constantine Cavafy
• H σατιρική ποίηση του Ηλία Αγγελόπουλου - ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ. 8-4-2014 Τα «Καβάφικα». Ο Ηλίας Αγγελόπουλος γεννήθηκε στο Βραχάτι Κορινθίας το 1944. Το 1962 τύπωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή «Στοχασμοί στο Σούρουπο». Το 1964 μπήκε στην Εθνική Τράπεζα. Το 1999 βγήκε στην σύνταξη. Σήμερα ζει για την εφορία... (από το περιοδικό «μεταξύ μας» των συνταξιούχων ΕΤΕ).
• «Καμία πατρίδα για την τρίτη ηλικία» - Δήμητρα Αθανασοπούλου, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 18.04.2020. Νεοελληνική Γλώσσα & Λογοτεχνία Γ' Λυκείου. Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη. latistor.blogspot.com
• Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από www.YouTube, εταιρεία της Google.
• Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από www.YouTube, εταιρεία της Google.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου