λάδι σε καμβά, το 1914 Gibran Khalil, poète et peintre libanais.
της Σοφίας Ντρέκου
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ
Gibran, Kahlil, Εκδοτικός Οίκος Printa-Ροές
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ
Gibran, Kahlil, Εκδοτικός Οίκος Printa-Ροές
Περίληψη του βιβλίου: Σ' έναν τόπο μακρινό, ζει χρόνια ο Αλ Μουσταφά, ο "Προφήτης", κι όταν φτάνει η στιγμή να γυρίσει στο νησί του, οι κάτοικοι του τόπου ζητούν από αυτόν το δώρο της σοφίας του. Ρωτούν για όσα βαραίνουν την καρδιά τους κι αυτός απαντά για όλα τ' ανθρώπινα: την αγάπη, την ελευθερία, τα παιδιά, το γάμο, τη δουλειά, τον πόνο, τη φιλία, το χρόνο, το θάνατο, με λόγια τόσο καθαρά και διαυγή που σε άλλες εποχές θα θεωρούνταν θεϊκής έμπνευσης.
Ο Γκιμπράν έγραψε και ξαναέγραψε πολλές φορές τον "Προφήτη" μέχρι να τον εκδώσει. Είναι το αριστούργημά του, το βιβλίο που τον έκανε διάσημο στη Δύση.
"Ο κήπος του προφήτη", που γράφτηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είναι η συνέχεια του "Προφήτη". Ο Αλ Μουσταφά επιστρέφει στο νησί του καταβεβλημένος από τη θλίψη των αναμνήσεων και καταφεύγει μόνος στον κήπο των προγόνων του. Ύστερα όμως ανοίγει την πόρτα στους παλιούς συντρόφους του και απαντά στις ερωτήσεις τους.
Το βιβλίο αντηχεί από την ανθρωπιά και την ευσπλαχνία του συγγραφέα, και υμνεί τον αρχέγονο σύνδεσμο του ανθρώπου με τη φύση.
Ο μεγάλος Λιβανέζος ζωγράφος, ποιητής και στοχαστής γεφυρώνει με την πένα του την αραβική κληρονομιά με το δυτικό ελληνοχριστιανικό ανθρωπισμό, θυμίζοντας στον άνθρωπο των πολέμων, της επιστήμης και της ταχύτητας, την ξεχασμένη σοφία που υπάρχει μέσα του.
Ο Γκιμπράν Χαλίλ (Kahlil Gibran 6 Ιανουαρίου, 1883 - 10 Απριλίου του 1931) ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και καλλιτέχνης. Η γνώση που κατέχει για την Φύση και τον Άνθρωπο ή ο γλυκός και τρυφερός του λόγος που αγγίζει σαν απαλό χάδι την ψυχή μας. Ο Μεγάλος Λιβανέζος ποιητής ο Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931), σε ένα ποίημά του το 1923 «Ο Κήπος του Προφήτη», θαρρείς πως μιλούσε για την Ελλάδα του σήμερα.
Ο Κλωντ Μπράντον, που τον γνώρισε προσωπικά, τον περιγράφει έτσι: «Μελαχρινός, κορμί μικροκαμωμένο, αλλά σταθερό και δυνατό. πρόσωπο γεμάτο ευαισθησία. αυστηρός, αλλά χωρίς τίποτα το ασκητικό, σεμνός, μετριόφρονας, χωρίς φιλοδοξία».
«Ο Κήπος του Προφήτη» 1923
Μετάφραση Ευάγγελος Γράψας,
1974 Εκδόσεις Μπουκουμάνη
Το ποίημα εκδόθηκε το 1923… Ιδού ένα απόσπασμα:
Το έθνος να λυπάστε, αν φορεί ένδυμα που δεν το ύφανε.
Ψωμί αν τρώει αλλά όχι απ' τη σοδειά του.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.
Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή
παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας.
Που δεν συμφιλιώνεται, παρά μονάχα μες τα ερείπιά του.
Που δεν επαναστατεί, παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του
ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό,
απατεώνα για φιλόσοφο,
μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.
Το έθνος να λυπάστε
που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους.
Να λυπάσαι το έθνος με το πλήθος,
τα δόγματα και την κούφια θρησκεία.
Να λυπάσαι το έθνος οπού ρούχα φορεί
που δεν ύφανε το ίδιο
ψωμοτρώει από στάρι που εκείνο δε θέρισε
το κρασί του δεν γίνηκε απ’ τις δικές του πατούσες.
Να λυπάσαι το έθνος που δοξάζει μ’ εγκώμια
τον τραμπούκο σαν ήρωα
και τον κατακτητή του με την κίβδηλη λάμψη
θεωρεί ευεργέτη.
Να λυπάσαι το έθνος που αψηφά τους κινδύνους
μοναχά στα ονείρατα
μα και πάλι κιοτεύει το πρωί σαν ξυπνήσει.
Να λυπάσαι το έθνος που υψώνει φωνή
σε κηδείες μονάχα
και φουσκώνει σα διάνος σε ερείπια αρχαία.
Και που δεν ξεσηκώνεται παρά μόνο ανίσως
ο λαιμός του βρεθεί ανάμεσα σε σπαθί και κουτσούρι.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει πολιτικό την αλεπού
τον σαλτιμπάγκο για φιλόσοφό του
και που η τέχνη του είναι τέχνη
πιθηκισμού και μπαλωμάτων.
Να λυπάσαι το έθνος που δέχεται
κάθε νέο αφέντη με σάλπιγγες
και τον διώχνει πνιγμένο στα «γιούχα»
για να φέρει μετά τον επόμενο με σαλπίσματα πάλι.
Να λυπάσαι το έθνος που οι σοφοί του από χρόνια βουβάθηκαν
κι οι σπουδαίοι του άντρες είν’ ακόμα στην κούνια.
Κρασί αν πίνει, αλλά όχι από το πατητήρι του.
Το έθνος να λυπάστε που δεν υψώνει τη φωνή
παρά μονάχα στη πομπή της κηδείας.
Που δεν συμφιλιώνεται, παρά μονάχα μες τα ερείπιά του.
Που δεν επαναστατεί, παρά μονάχα σαν βρεθεί ο λαιμός του
ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Το έθνος να λυπάστε που έχει αλεπού για πολιτικό,
απατεώνα για φιλόσοφο,
μπαλώματα και απομιμήσεις είναι η τέχνη του.
Το έθνος να λυπάστε
που έχει σοφούς από χρόνια βουβαμένους.
Να λυπάσαι το έθνος με το πλήθος,
τα δόγματα και την κούφια θρησκεία.
Να λυπάσαι το έθνος οπού ρούχα φορεί
που δεν ύφανε το ίδιο
ψωμοτρώει από στάρι που εκείνο δε θέρισε
το κρασί του δεν γίνηκε απ’ τις δικές του πατούσες.
Να λυπάσαι το έθνος που δοξάζει μ’ εγκώμια
τον τραμπούκο σαν ήρωα
και τον κατακτητή του με την κίβδηλη λάμψη
θεωρεί ευεργέτη.
Να λυπάσαι το έθνος που αψηφά τους κινδύνους
μοναχά στα ονείρατα
μα και πάλι κιοτεύει το πρωί σαν ξυπνήσει.
Να λυπάσαι το έθνος που υψώνει φωνή
σε κηδείες μονάχα
και φουσκώνει σα διάνος σε ερείπια αρχαία.
Και που δεν ξεσηκώνεται παρά μόνο ανίσως
ο λαιμός του βρεθεί ανάμεσα σε σπαθί και κουτσούρι.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει πολιτικό την αλεπού
τον σαλτιμπάγκο για φιλόσοφό του
και που η τέχνη του είναι τέχνη
πιθηκισμού και μπαλωμάτων.
Να λυπάσαι το έθνος που δέχεται
κάθε νέο αφέντη με σάλπιγγες
και τον διώχνει πνιγμένο στα «γιούχα»
για να φέρει μετά τον επόμενο με σαλπίσματα πάλι.
Να λυπάσαι το έθνος που οι σοφοί του από χρόνια βουβάθηκαν
κι οι σπουδαίοι του άντρες είν’ ακόμα στην κούνια.
Να λυπάσαι το έθνος που έχει γίνει κομμάτια
και που κάθε κομμάτι του παριστάνει το έθνος.
Το αριστουργηματικό βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν «Ο Προφήτης» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1923, έχει μεταφραστεί σε πάνω από σαράντα διαφορετικές γλώσσες και αποτελεί επάξια το πιο αγαπημένο και πολυδιαβασμένο βιβλίο του. Ο συγγραφέας στο βιβλίο αυτό θέτει με απλό ποιητικό λόγο ζητήματα που αφορούν όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής, εμβαθύνοντας σε αυτές, υπό ένα διαφορετικό φιλοσοφικό πρίσμα.
Ο Γκιμπράν έχοντας εμφανείς επιρροές από τον χριστιανισμό, τον σουφισμό, τον ινδουισμό και διάφορες άλλες θρησκείες, επικεντρώνεται στη σημασία της πνευματικής διάστασης της αγάπης και πως αυτή εκδηλώνεται και ενώνει τους ανθρώπους. Η ανθρώπινη επικοινωνία και συνύπαρξη γίνονται το κύριο θέμα του ποιητικού του στοχασμού.
Επίκαιρο και ιδιαίτερα αναγκαίο το μήνυμα του "Προφήτη", υπόσχεται να θυμίσει στον άνθρωπο τη σοφία που υπάρχει μέσα του και οδηγεί στο κοινό καλό. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Εκατομμύρια άνθρωποι σ' όλο τον κόσμο ανταποκρίθηκαν στο μήνυμα του Χαλίλ Γκιμπράν που περιέχεται στο αριστούργημά του Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ, γιατί βρήκαν σ' αυτό την έκφραση των πιο βαθειών πόθων της ψυχής και της καρδιάς του ανθρώπου.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι γραμμένο σε πρόζα, στην ουσία του είναι ποίηση. Γιατί ο Γκιμπράν ζούσε με την ψυχή του μέσα στην ουσία της ομορφιάς όπου σβήνουν οι διακρίσεις ανάμεσα στον πεζό λόγο και την ποίηση και όπου η ίδια η σκέψη γίνεται ένα είδος μουσικής.
Ο Γκιμπράν ήξερε να γράφει αιώνιες αλήθειες με τρόπο που κάνει τον αναγνώστη να νοιώθει ότι περιδιαβάζει σ' ένα ήσυχο δάσος ή λούζεται σ' ένα δροσερό ποταμάκι· ηρεμεί την ψυχή. Αλλά ήξερε να γράφει και με τον πυρσό και να καίει σαν τη Φωτιά.»
Εφημερίδα Πανεπιστημίου Οκλαχόμα
Βιογραφία του ποιητή: Ο Γκιμπράν Χαλίλ (Kahlil Gibran 6 Ιανουαρίου, 1883 - 10 Απριλίου του 1931) (Αραβικά: جبران خليل جبران ), ή Χαλίλ Γκιμπράν, ή «ο άνθρωπος από τον Λίβανο», όπως είναι γνωστός στο παγκόσμιο κοινό, υπήρξε ποιητής, φιλόσοφος και ζωγράφος, που έγινε ευρύτερα γνωστός με το βιβλίο του «Ο προφήτης», γεννήθηκε στο Bsharri του Λιβάνου από φτωχή οικογένεια μαρωνιτών χριστιανών.
Το 1895 η οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά τη φυλάκιση του πατέρα του και τη δήμευση της περιουσίας του από τις οθωμανικές αρχές, και εγκαταστάθηκε στη Βοστώνη, περιοχή όπου υπήρχε μεγάλη κοινότητα λιβανέζων. Επειδή δεν είχε πάει καθόλου σχολείο, λόγω των οικονομικών δυσκολιών των παιδικών του χρόνων (είχε διδαχθεί τα αραβικά στο σπίτι), γράφτηκε στο αγγλόφωνο σχολείο-γυμνάσιο της περιοχής.
Το 1898 επέστρεψε στη Βηρυτό, όπου γράφτηκε στο κολέγιο και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια για να επανασυνδεθεί με τις πολιτισμικές του ρίζες. Εν τω μεταξύ, η ικανότητά του στη ζωγραφική είχε ήδη συγκεντρώσει το ενδιαφέρον του αβάν-γκαρντ φωτογράφου, καλλιτέχνη και εκδότη της Βοστώνης Fred Holland Day, που τον ενθαρρύνει στις προσπάθειές του.
Το 1904 οργανώνει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στη Βοστώνη, κατά τη διάρκεια της οποίας γνωρίζεται με την οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του Mary Elizabeth Haskell, με την οποία θα συνδεθεί με φιλία για όλη του τη ζωή.
Το 1908 πηγαίνει στο Παρίσι για να μαθητεύσει για δύο χρόνια κοντά στον Αύγουστο Ροντέν, όπου γνωρίζεται με τον, επίσης πιστό φίλο του, γλύπτη Youssef Howayek. Ενώ τα πρώτα έργα του Γκιμπράν είναι γραμμένα στα αραβικά, τα περισσότερα έργα του μετά το 1918 είναι γραμμένα απευθείας στα αγγλικά.
Σαν συγγραφέας, θα επιχειρήσει με την πένα του να γεφυρώσει τον πολιτισμό της Ανατολής με αυτόν της Δύσης. Ζώντας στην Αμερική, θα προσπαθήσει, δίκην προφήτη, να διασώσει την ελληνοχριστιανική πολιτισμική παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας η εγκατάλειψη είναι περισσότερο από αισθητή, και, ταυτόχρονα, να επανασυνδέσει τον δυτικό άνθρωπο με τη σοφία που είναι κρυμμένη μέσα του.
Σαν συγγραφέας, θα επιχειρήσει με την πένα του να γεφυρώσει τον πολιτισμό της Ανατολής με αυτόν της Δύσης. Ζώντας στην Αμερική, θα προσπαθήσει, δίκην προφήτη, να διασώσει την ελληνοχριστιανική πολιτισμική παράδοση του ανθρωπισμού, της οποίας η εγκατάλειψη είναι περισσότερο από αισθητή, και, ταυτόχρονα, να επανασυνδέσει τον δυτικό άνθρωπο με τη σοφία που είναι κρυμμένη μέσα του.
Έλαβε μέρος, επίσης, στην κίνηση των «μεταναστών ποιητών» -Al-Mahjar- της Νέας Υόρκης, μαζί με σημαντικούς αμερικανολιβανέζους συγγραφείς όπως οι Ameen Rihani (ο «πατέρας» της λιβανέζικης αμερικανικής λογοτεχνίας), Mikhail Naimy και Elia Abu Madi. Ο Γκιμπράν ξανάγραψε πολλές φορές τον «Προφήτη» -μια σύνθεση 23 ποιητικών στοχασμών- μέχρι να εκδοθεί, τελικά, το 1923. Γραμμένο από τον ίδιο στην αγγλική γλώσσα, είναι το βιβλίο που τον έκανε περισσότερο γνωστό και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις.
Στις 10 Απριλίου του 1931 στη Ν. Υόρκη πέθανε σε ηλικία 48 ετών από φυματίωση και κίρρωση του ήπατος και θάφτηκε στην πατρίδα του, τον επόμενο χρόνο, από τη Mary Elizabeth Haskell, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία. Τον θάνατό του θρήνησαν χιλιάδες άνθρωποι στις Η.Π.Α. την Ευρώπη και κυρίως στον αραβόφωνο κόσμο, που έχασε έναν από τους ουσιαστικότερους υπερμάχους του.
Τα γνωστότερα βιβλία του είναι: «Ara'is al-Muruj» («Νύμφες της κοιλάδας» ή «Νύμφες του πνεύματος», 1906), «al-Arwah al-Mutamarrida» («Επαναστατημένα πνεύματα» ή «Ανυπόταχτες ψυχές», 1908), «al-Ajniha al-Mutakassira» («Σπασμένα φτερά», 1912), «Dam'a wa Ibtisama» («Το δάκρυ και το χαμόγελο», 1914), «The Madman» («Ο τρελός», 1918), «al-Mawakib» («Η λιτανεία», 1919), «al-'Awasif" («Η θύελλα», 1920), «The Forerunner" («Ο πρόδρομος», 1920), «al-Bada'i' waal-Tara'if» («The New and the Marvellous»,1923), «The Prophet» («Ο προφήτης», 1923), «Sand and Foam» («Άμμος και αφρός», 1926), «The Son of Man» («Ο γιός του ανθρώπου», 1928), «The Earth Gods» («Οι θεοί της γης», 1929), «The Wanderer" («Ο περιπλανώμενος», 1932), «The Garden of the Prophet» («Ο κήπος του προφήτη», 1933), κ.ά.
Στις 10 Απριλίου του 1931 στη Ν. Υόρκη πέθανε σε ηλικία 48 ετών από φυματίωση και κίρρωση του ήπατος και θάφτηκε στην πατρίδα του, τον επόμενο χρόνο, από τη Mary Elizabeth Haskell, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία. Τον θάνατό του θρήνησαν χιλιάδες άνθρωποι στις Η.Π.Α. την Ευρώπη και κυρίως στον αραβόφωνο κόσμο, που έχασε έναν από τους ουσιαστικότερους υπερμάχους του.
Τα γνωστότερα βιβλία του είναι: «Ara'is al-Muruj» («Νύμφες της κοιλάδας» ή «Νύμφες του πνεύματος», 1906), «al-Arwah al-Mutamarrida» («Επαναστατημένα πνεύματα» ή «Ανυπόταχτες ψυχές», 1908), «al-Ajniha al-Mutakassira» («Σπασμένα φτερά», 1912), «Dam'a wa Ibtisama» («Το δάκρυ και το χαμόγελο», 1914), «The Madman» («Ο τρελός», 1918), «al-Mawakib» («Η λιτανεία», 1919), «al-'Awasif" («Η θύελλα», 1920), «The Forerunner" («Ο πρόδρομος», 1920), «al-Bada'i' waal-Tara'if» («The New and the Marvellous»,1923), «The Prophet» («Ο προφήτης», 1923), «Sand and Foam» («Άμμος και αφρός», 1926), «The Son of Man» («Ο γιός του ανθρώπου», 1928), «The Earth Gods» («Οι θεοί της γης», 1929), «The Wanderer" («Ο περιπλανώμενος», 1932), «The Garden of the Prophet» («Ο κήπος του προφήτη», 1933), κ.ά.
Οποιαδήποτε βιογραφικά στοιχεία ή κρίσεις για το έργο του και την προσωπικότητά του δεν μπορούν να δώσουν στον αναγνώστη να νοιώσει όλα εκείνα τα βαθιά αισθήματα που μεταδίδει ο ίδιος ο ποιητής με το λόγο του, το γεμάτο ειλικρίνεια, αμεσότητα και ευαισθησία, ιδιαίτερα με το λόγο του ΠΡΟΦΗΤΗ, που είναι το αριστούργημά του. Για το λόγο αυτό, θεωρώ σκόπιμο να μη σχολιάσω το έργο που προλογίζω εδώ, αφήνοντας τον αναγνώστη ελεύθερο από κάθε προϊδεασμό, για να χαρεί την επικοινωνία τον με τον ΠΡΟΦΗΤΗ σα μια ζωντανή, δημιουργική, καρποφόρα πνευματική συνάντηση. Εξάλλου, πολλές από τις συγκινήσεις και τους διαλογισμούς που προκαλεί στον αναγνώστη ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ βρίσκονται πέρα από την περιοχή του λόγου και της διανοητικής σύλληψης, στο χώρο της σιωπής όπου, οι δίσκοι της χαράς και της θλίψης είναι άδειοι και η ζυγαριά ισορροπεί μέσα στο κενό, όπως θα έλεγε ο ποιητής.
Περισσότερα: Χαλίλ Γκιμπράν, Λογοτεχνία
Χ. Γκιμπράν, Να λυπάστε το έθνος
(Antaeus - Byzantine meditation)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου