1. Πρόλογος
Σοφία Ντρέκου
Έτσι ούτε ο γιατρός μπορεί να θεραπεύσει τον άνθρωπο χωρίς να λάβει υπόψη του τις βαθύτερες οντολογικές προεκτάσεις της ελευθερίας του, ούτε ο θεολόγος μπορεί να εκτελέσει το έργο του χωρίς να λάβει υπόψη του τις ψυχοσωματικές λειτουργίες του ανθρώπου.
Οι θεωρητικές προϋποθέσεις και αρχές, πάνω στις οποίες πρέπει να συμπέσουν θεολόγοι και γιατροί, αν θέλουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο και τα μέσα που διαθέτει, να συμβάλουν στη θεραπεία του ανθρώπου, δεν είναι κοινές σ’ αυτούς τους δύο χώρους και γι’ αυτό και η συνεργασία τους δεν είναι πάντοτε εφικτή.
Εδώ θα προσπαθήσουμε να δούμε μερικές από τις βασικές αυτές αρχές κοιτάζοντάς τες από την οπτική γωνία της θεολογίας, και ιδιαίτερα της πατερικής παράδοσης, αφήνοντας την ιατρική πλευρά να κρίνει κατά πόσο μπορεί ή όχι να υπάρξει επαφή ή σύμπτωση μεταξύ των δύο χώρων.
Η εργασία αυτή θα γίνει με την προσδρομή μας στους Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος είναι γνώστης όσο λίγοι της ψυχολογίας, και θα μπορούσε να ονομασθεί ο καλύτερος θεολογικός «ψυχολόγος», που διαθέτει η Εκκλησία.
3. Η έννοια της νόσου
Η νόσος κάθε μορφής αποτελεί συνέπεια της πτώσεως του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η αρρώστια συνδέεται με την αμαρτία, και όχι με την ανθρώπινη φύση. Δεν είναι «φυσικό» να αρρωσταίνει ο άνθρωπος, αλλά αφύσικο, «παρά φύσιν». Η φύση του ανθρώπου καθαυτή, επειδή προέρχεται από το μηδέν, είναι τρεπτή, δηλαδή ρέπει προς τη φθορά και το θάνατο, και συνεπώς προς την αρρώστια.
Αλλά η ίδια φύση μπορεί επίσης να υπερβεί τη ροπή αυτή, όχι με δυνάμεις εγγενείς σ’ αυτήν, αλλά αν ενωθεί με τον άφθαρτο και αιώνιο Θεό. Η υπέρβαση αυτή της εγγενούς στην ανθρώπινη φύση τρεπτότητας και φθοράς έχει δοθεί στον άνθρωπο ως τελικός προορισμός, του οποίου η πραγμάτωση ανατέθηκε στην ελευθερία του ανθρώπου ως προσώπου.
Ο πρώτος άνθρωπος ως ελεύθερο πρόσωπο κλήθηκε να κατευθύνει τη φύση είτε προς τον ίδιο τον εαυτό της, είτε προς το πέραν του εαυτού της, το Θεό. Όμως, ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ επέλεξε ελεύθερα την πρώτη επιλογή και έτσι η νόσος από φυσική δυνατότητα, έγινε φυσική πραγματικότητα. Έτσι, δεν είναι πλέον δυνατόν να μη νοσεί η ανθρώπινη φύση. Η νόσος έγινε φαινόμενο «φυσικό», γιατί εκεί οδήγησε τα πράγματα η ανθρώπινη ελευθερία.
Η τελική και αληθινή θεραπεία ως πλήρης εξάλειψη της νόσου είναι αδύνατη και ακατόρθωτη για την ανθρώπινη φύση και ελευθερία. Η νόσος και η θνητότητα κληροδοτούνται βιολογικά από γενεά σε γενεά. Για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος, χρειάζεται έξωθεν επέμβαση, μια επέμβαση που πραγματοποιείται για μας στο πρόσωπο του Χριστού. Η ένωση της ανθρώπινης με τη θεία φύση στο Χριστό πραγματοποιήθηκε χωρίς το πέρασμα από τη βιολογική γέννηση, διά της οποίας διαιωνίζεται η φθορά και ο θάνατος.
Ως αποτέλεσμα, ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινά υγιής άνθρωπος, διότι η ανθρώπινη φύση Του, απαλλαγμένη από την κληρονομημένη φθαρτότητα και διαρκώς ενωμένη εκούσια και ελεύθερα, χάρη στην υποστατική ένωση με το Θεό, υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο. Συνεπώς, καμιά θεραπεία ως αληθινή και ριζική εξάλειψη της νόσου δεν είναι νοητή εκτός Χριστού. Η θεραπεία είναι δυνατή μόνο ως ενσωμάτωση στο Χριστό, τον μόνο αληθινά υγιή άνθρωπο. Δεν είναι χωρίς σημασία το ότι για την Εκκλησία το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έχει τόσο κεντρική σημασία για τη θεραπεία.
4. Θεραπευτικά αξιώματα του αγίου Μαξίμου
Η πεμπτουσία της νοσηρότητας για τον άγιο Μάξιμο βρίσκεται στη φιλαυτία. Η φιλαυτία δεν είναι απλά ένα πάθος, είναι η γενεσιουργός αιτία όλων των παθών. Αντικατέστησε την αγάπη προς το Θεό και γέννησε την ηδονή, αλλά επειδή η ηδονή είναι ανάμικτη με την οδύνη, ενεπλάκη ο άνθρωπος σε μια ατέρμονη και απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσει την ηδονή και να αποβάλει την οδύνη. Από την αγωνιώδη αυτή προσπάθεια γεννήθηκε ο «όχλος των παθών», είτε από τη μονομερή αποποίηση της ηδονής, είτε από την αποστροφή της οδύνης.
Τα συμπεράσματα είναι σημαντικά: Εφ’ όσο χρόνο διαρκεί η φιλαυτία, η εκκοπή του ενός ή του άλλου πάθους είναι όχι μόνο ανέφικτη, αλλά και επικίνδυνη, γιατί με τη στέρηση της ηδονής, την οποία συνεπάγεται, γεννά άλλα πάθη. Η μόνη θεραπεία, λοιπόν, βρίσκεται στην εξάλειψη της φιλαυτίας, που είναι η ρίζα όλων των παθών.
Επειδή η οδύνη αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ηδονής στη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου, αποτελεί εσφαλμένη αντίληψη περί ασθένειας η χρηστική-αναλγητική προσέγγιση, που φαίνεται να επικρατεί στη σύγχρονη φιλοσοφία της ιατρικής. Η οδύνη δεν εξαλείφεται με την απάλειψή της, αλλά με την αποδοχή της. Η θεραπεία έρχεται με την πρόκληση της οδύνης και την εμπειρία της. Η θεραπευτική αγωγή, βέβαια, θα πρέπει να προσαρμόζεται στην ανθεκτικότητα του ασθενούς.
Η σωστή θεραπεία από τα πάθη προϋποθέτει, κατά τον άγιο Μάξιμο, τρεις βασικές διακρίσεις. «Άλλο είναι το πράγμα, άλλο το νόημα και άλλο το πάθος. Το πράγμα π.χ. είναι ο άνδρας, η γυναίκα, ο χρυσός. Το νόημα είναι η ψιλή μνήμη κάποιου πράγματος. Το δε πάθος είναι η παράλογη φιλία ή το άκριτο μίσος προς κάποιο πράγμα. Η μάχη του Χριστιανού γίνεται ενάντια στο πάθος». Άρα, αποτελεί λανθασμένη μέθοδο η πάλη εναντίον των αντικειμένων, όταν μας προκαλούν πειρασμούς και δυσκολίες.
Η φυγή από τα πράγματα δεν αποτελεί λύση, ούτε η παραμονή στα πράγματα αποτελεί αιτία ασθενείας. Το να εισηγηθούμε, λ.χ. το διαζύγιο σε κάποιον, που υποφέρει ψυχικά από την παρουσία του συντρόφου του, δεν αποτελεί θεραπεία του. Ολόκληρη η ασκητική παράδοση τονίζει ότι οι πειρασμοί γίνονται πιο δυνατοί, όταν φύγει κανείς από τα «πράγματα» που τους προκαλούν, γιατί μένουν τα «νοήματα» των πραγμάτων, τα οποία πειράζουν τον άνθρωπο. Το ίδιο όμως ισχύει και για τα «νοήματα» των πραγμάτων. Η μνήμη και η αναπαράσταση των όντων δεν είναι καθ’ αυτήν απορριπτέα.
Πώς όμως μπορεί να γίνει ο διαχωρισμός του πάθους από τα πράγματα και τα νοήματα; Ο άγιος Μάξιμος απαντά ότι το εμπαθές νόημα είναι «λογισμός σύνθετος από πάθους και νοήματος. Χωρίσωμεν το πάθος από του νοήματος, και απομένει ο λογισμός ψιλός. Χωρίζομεν δε δι’ αγάπης πνευματικής και εγκρατείας, εάν θέλωμεν». Ο χωρισμός του πάθους από το νόημα δε γίνεται παρά με την αγάπη, την εγκράτεια και την ελεύθερη θέληση.
5. Η αγάπη ως ελευθερία και η ελευθερία ως αγάπη
Τόσο η έννοια της αγάπης όσο και εκείνη της ελευθερίας, ενώ αποτελούν κλειδιά για τη σωστή θεραπεία, υπόκεινται και αυτές στη δική τους παθολογία. Η αγάπη μπορεί να είναι στην ουσία μια μορφή ναρκισσισμού, δηλαδή αγάπης του εαυτού μας μέσα από τη μορφή, τον καθρέφτη του άλλου. Από την άλλη, η ελευθερία όταν ταυτίζεται με την απελευθέρωση από τον άλλο μπορεί να σημάνει την πιο ωμή μορφή φιλαυτίας. Έτσι το πρόβλημά μας είναι με ποιον τρόπο η αγάπη και η ελευθερία μπορούν όχι μόνο να μας απελευθερώσουν από τα πάθη, αλλά και να αποκαθαρθούν από τη δική τους παθολογία.
Η αποκλειστικότητα αναιρεί την αγάπη γιατί υποκρύπτει κάποια μορφή φιλαυτίας. Αγαπούμε κάποιους περισσότερο από τους άλλους, γιατί κάποια ανταπόκριση περιμένουμε απ’ αυτούς ή γιατί κάποια ανάγκη, ψυχολογική ή βιολογική μάς δένει μαζί τους. Η αγάπη που προσδοκά ανταπόδοση είναι «αμαρτωλή», παθολογική. Η αγάπη που δεν περιμένει ανταπόδοση, ή καλύτερα, που απευθύνεται σε όσους μας βλάπτουν, είναι αληθινά «χάρις», δηλαδή ελευθερία. Η αγάπη του Θεού που φανερώθηκε «εν Χριστώ», όταν εμείς ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί και εχθροί του Θεού, η αγάπη προς τους αμαρτωλούς είναι η μόνη ελεύθερη αγάπη.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι μόνο όταν συμπίπτει η αγάπη με την ελευθερία έχουμε θεραπεία. Αγάπη χωρίς ελευθερία και ελευθερία χωρίς αγάπη αποτελούν παθολογικές καταστάσεις, που χρειάζονται θεραπεία. Αλλά πώς μπορεί να συμπέσουν αυτά τα δύο στην πράξη;
6. Η Εκκλησία ως θεραπευτήριο
Ερχόμαστε τώρα στο πιο κρίσιμο σημείο της τοποθέτησής μας: με ποιον τρόπο η Εκκλησία μπορεί να θεραπεύσει τον άνθρωπο στην πράξη;
Η Εκκλησία δεν θεραπεύει τόσο με αυτά που έχει, όσο με αυτό που είναι. Αναζητούμε όλοι κατά κανόνα στην Εκκλησία τα μέσα της σωτηρίας, αλλά η σωτηρία βρίσκεται στο ίδιο το γεγονός της Εκκλησίας και της ενσωμάτωσης σ’ αυτήν. Ο πνευματικός δεν θεραπεύει. Η θεραπεία δεν θα επέλθει την ώρα του Μυστηρίου, απλούστατα γιατί το Μυστήριο έχει ως στόχο την ένταξη του ανθρώπου στην κοινωνία της Εκκλησίας, και μόνο εκεί, σιγά-σιγά και μακροπρόθεσμα θα επέλθει η θεραπεία.
Για να θεραπευθεί από την ατομικότητα ο άνθρωπος, πρέπει να περάσει στη σχέση του με τους άλλους, με οποιαδήποτε μορφή έστω και αρνητική, να θυμώσει, να δείρει ή ακόμα και να σκοτώσει. Αυτό που συνήθως λέγεται «εκτόνωση» αποτελεί μορφή υπέρβασης του ατομισμού και θεωρείται λανθασμένα μορφή «θεραπείας» κατά την ψυχιατρική. Πέρα από αυτήν τη μορφή σχέσεως και κοινωνίας βρίσκεται η κατάσταση του προσώπου στην οποία επιδιώκει να φέρει τον άνθρωπο η Εκκλησία.
Στην Αγία Τριάδα το πρόσωπο είναι έννοια θετική, σχέση καταφατική και όχι αρνητική. Τα τρία Πρόσωπα είναι διάφορα το ένα από το άλλο, όχι γιατί απομονώνονται και αποσχίζονται, αλλά αντίθετα γιατί είναι αναπόσπαστα ενωμένα μεταξύ τους. Η ενότητα, όσο πιο άρρηκτη είναι, τόσο πιο πολύ παράγει ετερότητα. Το γεγονός αυτό εξασφαλίζει οντολογική πληρότητα και σταθερότητα, απουσία θανάτου και αληθινή ζωή. Ο άλλος όχι μόνο δεν είναι εχθρός, αλλά η βεβαίωση της δικής μου ταυτότητας και μοναδικότητας: το Εσύ που με κάνει να είμαι Εγώ και χωρίς το οποίο το Εγώ είναι ανύπαρκτο και αδιανόητο.
Στην Αγία Τριάδα η προσωπική ετερότητα και μοναδικότητα δεν αιτιολογείται ψυχολογικά, αλλά οντολογικά. Το πρόσωπο δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του, αλλά από την απλή κατάφαση της ταυτότητάς του ως μοναδικού και αναντικατάστατου όντος.
Αυτή η αντίληψη περί προσώπου περνάει στην Εκκλησία με τη μορφή της αγάπης και της ελευθερίας του Θεού προς τον κόσμο, όπως αυτή εκφράστηκε «εν Χριστώ» με την αγάπη των εχθρών και των αμαρτωλών. Η Εκκλησία είναι ο χώρος στον οποίο ο άνθρωπος δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του. Η συγχώρηση και η αποδοχή του ανθρώπου ως μοναδικής και ανεπανάληπτης ταυτότητας μες στην κοινότητα της Εκκλησίας αποτελεί την πεμπτουσία της εκκλησιαστικής θεραπευτικής.
Η Εκκλησία θεραπεύει όχι με όσα λέει, αλλά με ό,τι είναι: κοινότητα αγάπης, μιας αγάπης που δεν είναι συναίσθημα αλλά σχέση, που απαιτεί συνύπαρξη και αποδοχή σε μια κοινότητα συγκεκριμένη, κοινότητα αγάπης χωρίς αποκλειστικότητα και όρους. Η Εκκλησία θεραπεύει με το να είναι μια τέτοια κοινότητα, στην οποία εντασσόμενος ο άνθρωπος εθίζεται να αγαπά και να αγαπάται ελεύθερα, όπου «η τέλεια αγάπη δεν αποσχίζει τη μία φύση των ανθρώπων, αλλά αποβλέπει πάντα σε αυτήν και αγαπά εξίσου τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο Κύριός και Θεός μας Ιησούς Χριστός δείχνοντας την αγάπη του σε μας έπαθε για όλη την ανθρωπότητα».
«Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία» – όχι γιατί εκεί υπάρχουν τα μέσα της σωτηρίας, αλλά γιατί εκεί λειτουργεί το Τριαδικό μυστήριο της αλληλοπεριχώρησης των προσώπων. Παραμένει η γνήσια ευχαριστιακή κοινότητα, στην οποία προσφέρονται οι αγαπητικές εκείνες σχέσεις, που μπορούν να θεραπεύσουν τον άνθρωπο μεταβάλλοντάς τον από άτομο σε πρόσωπο.
Για την Εκκλησία η θεραπεία δεν είναι υπόθεση ψυχολογική ή ηθική, αλλά οντολογική. Σκοπός της θεραπείας δεν είναι να θεραπεύσει τον άνθρωπο από τα συμπτώματα της νόσου, αλλά να τον αναγεννήσει μεταφέροντάς τον από το χώρο της φιλαυτίας, όπου γεννιούνται τα πάθη, στο χώρο της φιλαδελφίας, όπου υπάρχει η αληθινή θεραπεία διά της αγάπης. Το πέρασμα από τον ένα χώρο στον άλλο είναι επώδυνο, γιατί προϋποθέτει τη βίωση της οδύνης, που συνυπάρχει με την ηδονή.
Στην προσπάθεια αυτή η Εκκλησία διαθέτει όχι τόσο την τεχνική, όσο την πίστη στον προσωπικό Θεό, από την οποία πηγάζει η πίστη στον άνθρωπο ως πρόσωπο, εικόνα και ομοίωση Θεού, την αγάπη του Χριστού χωρίς όρια και αποκλειστικότητα και την ευχαριστιακή κοινότητα, η οποία πραγματώνει την αγάπη αυτή ως προσωπική ύπαρξη και σχέση.
Ο πόλεμος κατά των παθών και η απαλλαγή από αυτά δεν αποτελεί για την Εκκλησία αυτοσκοπό, αλλά μέσα για να αναδυθεί από αυτά το όντως πρόσωπο, να επανενωθεί η κατατεμαχισμένη φύση και να ξαναβρεί ο άνθρωπος τη σωστή σχέση του με το Θεό, με τους άλλους ανθρώπους και με την υλική φύση.
Υγεία για μας είναι η σωστή σχέση του ανθρώπου με τους τρεις αυτούς παράγοντες (το Θεό, τους άλλους και τη φύση), που αποτελούν τον ορισμό του ανθρώπινου όντος.
Ασθένεια είναι η διαταραχή της τριπλής αυτής και τρισδιάστατης σχέσης. Ίσως αυτό να διαφοροποιεί πολύ τη θεολογία από την ψυχιατρική, ίσως όχι. Εσείς θα κρίνετε. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι τόσο η Εκκλησία όσο και η ιατρική επιστήμη πρέπει να συμπέσουν στη βασική αυτή διατύπωση, αν πρόκειται να αναπτυχθεί ένας διάλογος μεταξύ τους.
Βιβλιογραφία:
Ιωάννου (Ζηζιούλα), Μητροπολίτου Περγάμου, «Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο» Συγγραφείς: Πρακτικά Ημερίδας. Σελίδες: 284 απόσπασμα, εκδ. Αποστολική Διακονία, Ημ. Έκδοσης: 01/01/1999 σ. 141-156.
2. Εισαγωγή
3. Η έννοια της νόσου
4. Θεραπευτικά αξιώματα του αγίου Μαξίμου
5. Η αγάπη ως ελευθερία και η ελευθερία ως αγάπη
6. Η Εκκλησία ως θεραπευτήριο
7. The study in English «Sickness and healing in Orthodox Theology»
1. Πρόλογος
7. The study in English «Sickness and healing in Orthodox Theology»
1. Πρόλογος
Πάντοτε, η σχέση της θεολογίας με την επιστήμη ήταν ένα θέμα που απασχολούσε τους ανθρώπους. Ακόμη πιο έντονο προβληματισμό έχει δημιουργήσει η σχέση ανάμεσα στη θεολογία και την ψυχιατρική επιστήμη, καθώς η τελευταία ερευνά και προσπαθεί να θεραπεύσει καταστάσεις που δυσχεραίνουν τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό, κοινωνικό και θεολογικό του περιβάλλον. Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε την έννοια της ασθένειας και να αναζητήσουμε τους όρους για τη θεραπεία της.
Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε μία εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα, Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. και Ακαδημαϊκού, από το βιβλίο «Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο» της Αποστολικής Διακονίας και μελετά από θεολογική σκοπιά το κοινό υποκείμενο θεολογίας και ψυχιατρικής: τον άνθρωπο, την ασθένεια και τη θεραπεία του.
Νόσος και θεραπεία στην Ορθόδοξη Θεολογία
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη
Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα,
Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
2. Εισαγωγή
Παραδοσιακά υπάρχει η άποψη ότι η ιατρική ασχολείται με τον άνθρωπο ως βιολογική οντότητα, ενώ η Εκκλησία και η θεολογία ασχολούνται με τα «πνευματικά», όπως λέγονται, ζητήματα του ανθρώπου. Έτσι οι μεν γιατροί, κατά κανόνα, δε μελετούν τη θεολογία ως κάτι που δεν τους αφορά ως επιστήμονες, οι δε θεολόγοι περιορίζονται στις «πνευματικές» ενασχολήσεις τους, μιλώντας για την ψυχή σαν να ήταν κάτι το αυτοτελές και τελείως ανεξάρτητο και ασύνδετο από το σώμα.
Εκείνο που χρειάζονται και οι δύο πλευρές είναι να μάθουν, οι μεν γιατροί ότι το φαινόμενο «άνθρωπος», όπως ορίζεται σήμερα από τη φιλοσοφική ανθρωπολογία, ένεκα της ελευθερίας που το ορίζει, είναι αδιανόητο χωρίς την τάση προς υπερβατικότητα, προς υπέρβαση δηλαδή της δεδομένης σ’ αυτόν πραγματικότητας, πράγμα που οδηγεί στο υπαρκτικό ερώτημα περί Θεού, ως αναπόφευκτο στοιχείο της έννοιας «άνθρωπος», οι δε θεολόγοι ότι ο άνθρωπος είναι αδιανόητος ως έννοια χωρίς τη σωματικότητά του και τη σχέση του με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον.
Παραδοσιακά υπάρχει η άποψη ότι η ιατρική ασχολείται με τον άνθρωπο ως βιολογική οντότητα, ενώ η Εκκλησία και η θεολογία ασχολούνται με τα «πνευματικά», όπως λέγονται, ζητήματα του ανθρώπου. Έτσι οι μεν γιατροί, κατά κανόνα, δε μελετούν τη θεολογία ως κάτι που δεν τους αφορά ως επιστήμονες, οι δε θεολόγοι περιορίζονται στις «πνευματικές» ενασχολήσεις τους, μιλώντας για την ψυχή σαν να ήταν κάτι το αυτοτελές και τελείως ανεξάρτητο και ασύνδετο από το σώμα.
Εκείνο που χρειάζονται και οι δύο πλευρές είναι να μάθουν, οι μεν γιατροί ότι το φαινόμενο «άνθρωπος», όπως ορίζεται σήμερα από τη φιλοσοφική ανθρωπολογία, ένεκα της ελευθερίας που το ορίζει, είναι αδιανόητο χωρίς την τάση προς υπερβατικότητα, προς υπέρβαση δηλαδή της δεδομένης σ’ αυτόν πραγματικότητας, πράγμα που οδηγεί στο υπαρκτικό ερώτημα περί Θεού, ως αναπόφευκτο στοιχείο της έννοιας «άνθρωπος», οι δε θεολόγοι ότι ο άνθρωπος είναι αδιανόητος ως έννοια χωρίς τη σωματικότητά του και τη σχέση του με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον.
Έτσι ούτε ο γιατρός μπορεί να θεραπεύσει τον άνθρωπο χωρίς να λάβει υπόψη του τις βαθύτερες οντολογικές προεκτάσεις της ελευθερίας του, ούτε ο θεολόγος μπορεί να εκτελέσει το έργο του χωρίς να λάβει υπόψη του τις ψυχοσωματικές λειτουργίες του ανθρώπου.
Οι θεωρητικές προϋποθέσεις και αρχές, πάνω στις οποίες πρέπει να συμπέσουν θεολόγοι και γιατροί, αν θέλουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο και τα μέσα που διαθέτει, να συμβάλουν στη θεραπεία του ανθρώπου, δεν είναι κοινές σ’ αυτούς τους δύο χώρους και γι’ αυτό και η συνεργασία τους δεν είναι πάντοτε εφικτή.
Εδώ θα προσπαθήσουμε να δούμε μερικές από τις βασικές αυτές αρχές κοιτάζοντάς τες από την οπτική γωνία της θεολογίας, και ιδιαίτερα της πατερικής παράδοσης, αφήνοντας την ιατρική πλευρά να κρίνει κατά πόσο μπορεί ή όχι να υπάρξει επαφή ή σύμπτωση μεταξύ των δύο χώρων.
Η εργασία αυτή θα γίνει με την προσδρομή μας στους Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος είναι γνώστης όσο λίγοι της ψυχολογίας, και θα μπορούσε να ονομασθεί ο καλύτερος θεολογικός «ψυχολόγος», που διαθέτει η Εκκλησία.
3. Η έννοια της νόσου
Η νόσος κάθε μορφής αποτελεί συνέπεια της πτώσεως του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η αρρώστια συνδέεται με την αμαρτία, και όχι με την ανθρώπινη φύση. Δεν είναι «φυσικό» να αρρωσταίνει ο άνθρωπος, αλλά αφύσικο, «παρά φύσιν». Η φύση του ανθρώπου καθαυτή, επειδή προέρχεται από το μηδέν, είναι τρεπτή, δηλαδή ρέπει προς τη φθορά και το θάνατο, και συνεπώς προς την αρρώστια.
Αλλά η ίδια φύση μπορεί επίσης να υπερβεί τη ροπή αυτή, όχι με δυνάμεις εγγενείς σ’ αυτήν, αλλά αν ενωθεί με τον άφθαρτο και αιώνιο Θεό. Η υπέρβαση αυτή της εγγενούς στην ανθρώπινη φύση τρεπτότητας και φθοράς έχει δοθεί στον άνθρωπο ως τελικός προορισμός, του οποίου η πραγμάτωση ανατέθηκε στην ελευθερία του ανθρώπου ως προσώπου.
Ο πρώτος άνθρωπος ως ελεύθερο πρόσωπο κλήθηκε να κατευθύνει τη φύση είτε προς τον ίδιο τον εαυτό της, είτε προς το πέραν του εαυτού της, το Θεό. Όμως, ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ επέλεξε ελεύθερα την πρώτη επιλογή και έτσι η νόσος από φυσική δυνατότητα, έγινε φυσική πραγματικότητα. Έτσι, δεν είναι πλέον δυνατόν να μη νοσεί η ανθρώπινη φύση. Η νόσος έγινε φαινόμενο «φυσικό», γιατί εκεί οδήγησε τα πράγματα η ανθρώπινη ελευθερία.
Η τελική και αληθινή θεραπεία ως πλήρης εξάλειψη της νόσου είναι αδύνατη και ακατόρθωτη για την ανθρώπινη φύση και ελευθερία. Η νόσος και η θνητότητα κληροδοτούνται βιολογικά από γενεά σε γενεά. Για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος, χρειάζεται έξωθεν επέμβαση, μια επέμβαση που πραγματοποιείται για μας στο πρόσωπο του Χριστού. Η ένωση της ανθρώπινης με τη θεία φύση στο Χριστό πραγματοποιήθηκε χωρίς το πέρασμα από τη βιολογική γέννηση, διά της οποίας διαιωνίζεται η φθορά και ο θάνατος.
Ως αποτέλεσμα, ο Χριστός είναι ο μόνος αληθινά υγιής άνθρωπος, διότι η ανθρώπινη φύση Του, απαλλαγμένη από την κληρονομημένη φθαρτότητα και διαρκώς ενωμένη εκούσια και ελεύθερα, χάρη στην υποστατική ένωση με το Θεό, υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο. Συνεπώς, καμιά θεραπεία ως αληθινή και ριζική εξάλειψη της νόσου δεν είναι νοητή εκτός Χριστού. Η θεραπεία είναι δυνατή μόνο ως ενσωμάτωση στο Χριστό, τον μόνο αληθινά υγιή άνθρωπο. Δεν είναι χωρίς σημασία το ότι για την Εκκλησία το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έχει τόσο κεντρική σημασία για τη θεραπεία.
4. Θεραπευτικά αξιώματα του αγίου Μαξίμου
Η πεμπτουσία της νοσηρότητας για τον άγιο Μάξιμο βρίσκεται στη φιλαυτία. Η φιλαυτία δεν είναι απλά ένα πάθος, είναι η γενεσιουργός αιτία όλων των παθών. Αντικατέστησε την αγάπη προς το Θεό και γέννησε την ηδονή, αλλά επειδή η ηδονή είναι ανάμικτη με την οδύνη, ενεπλάκη ο άνθρωπος σε μια ατέρμονη και απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσει την ηδονή και να αποβάλει την οδύνη. Από την αγωνιώδη αυτή προσπάθεια γεννήθηκε ο «όχλος των παθών», είτε από τη μονομερή αποποίηση της ηδονής, είτε από την αποστροφή της οδύνης.
Τα συμπεράσματα είναι σημαντικά: Εφ’ όσο χρόνο διαρκεί η φιλαυτία, η εκκοπή του ενός ή του άλλου πάθους είναι όχι μόνο ανέφικτη, αλλά και επικίνδυνη, γιατί με τη στέρηση της ηδονής, την οποία συνεπάγεται, γεννά άλλα πάθη. Η μόνη θεραπεία, λοιπόν, βρίσκεται στην εξάλειψη της φιλαυτίας, που είναι η ρίζα όλων των παθών.
Επειδή η οδύνη αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ηδονής στη μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου, αποτελεί εσφαλμένη αντίληψη περί ασθένειας η χρηστική-αναλγητική προσέγγιση, που φαίνεται να επικρατεί στη σύγχρονη φιλοσοφία της ιατρικής. Η οδύνη δεν εξαλείφεται με την απάλειψή της, αλλά με την αποδοχή της. Η θεραπεία έρχεται με την πρόκληση της οδύνης και την εμπειρία της. Η θεραπευτική αγωγή, βέβαια, θα πρέπει να προσαρμόζεται στην ανθεκτικότητα του ασθενούς.
Η σωστή θεραπεία από τα πάθη προϋποθέτει, κατά τον άγιο Μάξιμο, τρεις βασικές διακρίσεις. «Άλλο είναι το πράγμα, άλλο το νόημα και άλλο το πάθος. Το πράγμα π.χ. είναι ο άνδρας, η γυναίκα, ο χρυσός. Το νόημα είναι η ψιλή μνήμη κάποιου πράγματος. Το δε πάθος είναι η παράλογη φιλία ή το άκριτο μίσος προς κάποιο πράγμα. Η μάχη του Χριστιανού γίνεται ενάντια στο πάθος». Άρα, αποτελεί λανθασμένη μέθοδο η πάλη εναντίον των αντικειμένων, όταν μας προκαλούν πειρασμούς και δυσκολίες.
Η φυγή από τα πράγματα δεν αποτελεί λύση, ούτε η παραμονή στα πράγματα αποτελεί αιτία ασθενείας. Το να εισηγηθούμε, λ.χ. το διαζύγιο σε κάποιον, που υποφέρει ψυχικά από την παρουσία του συντρόφου του, δεν αποτελεί θεραπεία του. Ολόκληρη η ασκητική παράδοση τονίζει ότι οι πειρασμοί γίνονται πιο δυνατοί, όταν φύγει κανείς από τα «πράγματα» που τους προκαλούν, γιατί μένουν τα «νοήματα» των πραγμάτων, τα οποία πειράζουν τον άνθρωπο. Το ίδιο όμως ισχύει και για τα «νοήματα» των πραγμάτων. Η μνήμη και η αναπαράσταση των όντων δεν είναι καθ’ αυτήν απορριπτέα.
Πώς όμως μπορεί να γίνει ο διαχωρισμός του πάθους από τα πράγματα και τα νοήματα; Ο άγιος Μάξιμος απαντά ότι το εμπαθές νόημα είναι «λογισμός σύνθετος από πάθους και νοήματος. Χωρίσωμεν το πάθος από του νοήματος, και απομένει ο λογισμός ψιλός. Χωρίζομεν δε δι’ αγάπης πνευματικής και εγκρατείας, εάν θέλωμεν». Ο χωρισμός του πάθους από το νόημα δε γίνεται παρά με την αγάπη, την εγκράτεια και την ελεύθερη θέληση.
5. Η αγάπη ως ελευθερία και η ελευθερία ως αγάπη
Τόσο η έννοια της αγάπης όσο και εκείνη της ελευθερίας, ενώ αποτελούν κλειδιά για τη σωστή θεραπεία, υπόκεινται και αυτές στη δική τους παθολογία. Η αγάπη μπορεί να είναι στην ουσία μια μορφή ναρκισσισμού, δηλαδή αγάπης του εαυτού μας μέσα από τη μορφή, τον καθρέφτη του άλλου. Από την άλλη, η ελευθερία όταν ταυτίζεται με την απελευθέρωση από τον άλλο μπορεί να σημάνει την πιο ωμή μορφή φιλαυτίας. Έτσι το πρόβλημά μας είναι με ποιον τρόπο η αγάπη και η ελευθερία μπορούν όχι μόνο να μας απελευθερώσουν από τα πάθη, αλλά και να αποκαθαρθούν από τη δική τους παθολογία.
Η αποκλειστικότητα αναιρεί την αγάπη γιατί υποκρύπτει κάποια μορφή φιλαυτίας. Αγαπούμε κάποιους περισσότερο από τους άλλους, γιατί κάποια ανταπόκριση περιμένουμε απ’ αυτούς ή γιατί κάποια ανάγκη, ψυχολογική ή βιολογική μάς δένει μαζί τους. Η αγάπη που προσδοκά ανταπόδοση είναι «αμαρτωλή», παθολογική. Η αγάπη που δεν περιμένει ανταπόδοση, ή καλύτερα, που απευθύνεται σε όσους μας βλάπτουν, είναι αληθινά «χάρις», δηλαδή ελευθερία. Η αγάπη του Θεού που φανερώθηκε «εν Χριστώ», όταν εμείς ήμασταν ακόμη αμαρτωλοί και εχθροί του Θεού, η αγάπη προς τους αμαρτωλούς είναι η μόνη ελεύθερη αγάπη.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι μόνο όταν συμπίπτει η αγάπη με την ελευθερία έχουμε θεραπεία. Αγάπη χωρίς ελευθερία και ελευθερία χωρίς αγάπη αποτελούν παθολογικές καταστάσεις, που χρειάζονται θεραπεία. Αλλά πώς μπορεί να συμπέσουν αυτά τα δύο στην πράξη;
6. Η Εκκλησία ως θεραπευτήριο
Ερχόμαστε τώρα στο πιο κρίσιμο σημείο της τοποθέτησής μας: με ποιον τρόπο η Εκκλησία μπορεί να θεραπεύσει τον άνθρωπο στην πράξη;
Η Εκκλησία δεν θεραπεύει τόσο με αυτά που έχει, όσο με αυτό που είναι. Αναζητούμε όλοι κατά κανόνα στην Εκκλησία τα μέσα της σωτηρίας, αλλά η σωτηρία βρίσκεται στο ίδιο το γεγονός της Εκκλησίας και της ενσωμάτωσης σ’ αυτήν. Ο πνευματικός δεν θεραπεύει. Η θεραπεία δεν θα επέλθει την ώρα του Μυστηρίου, απλούστατα γιατί το Μυστήριο έχει ως στόχο την ένταξη του ανθρώπου στην κοινωνία της Εκκλησίας, και μόνο εκεί, σιγά-σιγά και μακροπρόθεσμα θα επέλθει η θεραπεία.
- Η Εκκλησία αποτελεί θεραπευτήριο, γιατί προσφέρει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να μεταβεί από την κατάσταση του ατόμου σ’ εκείνη του προσώπου. Το άτομο αποτελεί έννοια αριθμητική, που πηγάζει από την απομόνωσή του από τα άλλα άτομα. Όταν ο άνθρωπος υπάρχει και ενεργεί ως άτομο, ψυχολογικά αυτοπεριφράσσεται, «σχίζεται» από τους άλλους.
Για να θεραπευθεί από την ατομικότητα ο άνθρωπος, πρέπει να περάσει στη σχέση του με τους άλλους, με οποιαδήποτε μορφή έστω και αρνητική, να θυμώσει, να δείρει ή ακόμα και να σκοτώσει. Αυτό που συνήθως λέγεται «εκτόνωση» αποτελεί μορφή υπέρβασης του ατομισμού και θεωρείται λανθασμένα μορφή «θεραπείας» κατά την ψυχιατρική. Πέρα από αυτήν τη μορφή σχέσεως και κοινωνίας βρίσκεται η κατάσταση του προσώπου στην οποία επιδιώκει να φέρει τον άνθρωπο η Εκκλησία.
Στην Αγία Τριάδα το πρόσωπο είναι έννοια θετική, σχέση καταφατική και όχι αρνητική. Τα τρία Πρόσωπα είναι διάφορα το ένα από το άλλο, όχι γιατί απομονώνονται και αποσχίζονται, αλλά αντίθετα γιατί είναι αναπόσπαστα ενωμένα μεταξύ τους. Η ενότητα, όσο πιο άρρηκτη είναι, τόσο πιο πολύ παράγει ετερότητα. Το γεγονός αυτό εξασφαλίζει οντολογική πληρότητα και σταθερότητα, απουσία θανάτου και αληθινή ζωή. Ο άλλος όχι μόνο δεν είναι εχθρός, αλλά η βεβαίωση της δικής μου ταυτότητας και μοναδικότητας: το Εσύ που με κάνει να είμαι Εγώ και χωρίς το οποίο το Εγώ είναι ανύπαρκτο και αδιανόητο.
Στην Αγία Τριάδα η προσωπική ετερότητα και μοναδικότητα δεν αιτιολογείται ψυχολογικά, αλλά οντολογικά. Το πρόσωπο δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του, αλλά από την απλή κατάφαση της ταυτότητάς του ως μοναδικού και αναντικατάστατου όντος.
Αυτή η αντίληψη περί προσώπου περνάει στην Εκκλησία με τη μορφή της αγάπης και της ελευθερίας του Θεού προς τον κόσμο, όπως αυτή εκφράστηκε «εν Χριστώ» με την αγάπη των εχθρών και των αμαρτωλών. Η Εκκλησία είναι ο χώρος στον οποίο ο άνθρωπος δεν κρίνεται από τις ιδιότητές του. Η συγχώρηση και η αποδοχή του ανθρώπου ως μοναδικής και ανεπανάληπτης ταυτότητας μες στην κοινότητα της Εκκλησίας αποτελεί την πεμπτουσία της εκκλησιαστικής θεραπευτικής.
Η Εκκλησία θεραπεύει όχι με όσα λέει, αλλά με ό,τι είναι: κοινότητα αγάπης, μιας αγάπης που δεν είναι συναίσθημα αλλά σχέση, που απαιτεί συνύπαρξη και αποδοχή σε μια κοινότητα συγκεκριμένη, κοινότητα αγάπης χωρίς αποκλειστικότητα και όρους. Η Εκκλησία θεραπεύει με το να είναι μια τέτοια κοινότητα, στην οποία εντασσόμενος ο άνθρωπος εθίζεται να αγαπά και να αγαπάται ελεύθερα, όπου «η τέλεια αγάπη δεν αποσχίζει τη μία φύση των ανθρώπων, αλλά αποβλέπει πάντα σε αυτήν και αγαπά εξίσου τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο Κύριός και Θεός μας Ιησούς Χριστός δείχνοντας την αγάπη του σε μας έπαθε για όλη την ανθρωπότητα».
«Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία» – όχι γιατί εκεί υπάρχουν τα μέσα της σωτηρίας, αλλά γιατί εκεί λειτουργεί το Τριαδικό μυστήριο της αλληλοπεριχώρησης των προσώπων. Παραμένει η γνήσια ευχαριστιακή κοινότητα, στην οποία προσφέρονται οι αγαπητικές εκείνες σχέσεις, που μπορούν να θεραπεύσουν τον άνθρωπο μεταβάλλοντάς τον από άτομο σε πρόσωπο.
Για την Εκκλησία η θεραπεία δεν είναι υπόθεση ψυχολογική ή ηθική, αλλά οντολογική. Σκοπός της θεραπείας δεν είναι να θεραπεύσει τον άνθρωπο από τα συμπτώματα της νόσου, αλλά να τον αναγεννήσει μεταφέροντάς τον από το χώρο της φιλαυτίας, όπου γεννιούνται τα πάθη, στο χώρο της φιλαδελφίας, όπου υπάρχει η αληθινή θεραπεία διά της αγάπης. Το πέρασμα από τον ένα χώρο στον άλλο είναι επώδυνο, γιατί προϋποθέτει τη βίωση της οδύνης, που συνυπάρχει με την ηδονή.
Στην προσπάθεια αυτή η Εκκλησία διαθέτει όχι τόσο την τεχνική, όσο την πίστη στον προσωπικό Θεό, από την οποία πηγάζει η πίστη στον άνθρωπο ως πρόσωπο, εικόνα και ομοίωση Θεού, την αγάπη του Χριστού χωρίς όρια και αποκλειστικότητα και την ευχαριστιακή κοινότητα, η οποία πραγματώνει την αγάπη αυτή ως προσωπική ύπαρξη και σχέση.
Ο πόλεμος κατά των παθών και η απαλλαγή από αυτά δεν αποτελεί για την Εκκλησία αυτοσκοπό, αλλά μέσα για να αναδυθεί από αυτά το όντως πρόσωπο, να επανενωθεί η κατατεμαχισμένη φύση και να ξαναβρεί ο άνθρωπος τη σωστή σχέση του με το Θεό, με τους άλλους ανθρώπους και με την υλική φύση.
Υγεία για μας είναι η σωστή σχέση του ανθρώπου με τους τρεις αυτούς παράγοντες (το Θεό, τους άλλους και τη φύση), που αποτελούν τον ορισμό του ανθρώπινου όντος.
Ασθένεια είναι η διαταραχή της τριπλής αυτής και τρισδιάστατης σχέσης. Ίσως αυτό να διαφοροποιεί πολύ τη θεολογία από την ψυχιατρική, ίσως όχι. Εσείς θα κρίνετε. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι τόσο η Εκκλησία όσο και η ιατρική επιστήμη πρέπει να συμπέσουν στη βασική αυτή διατύπωση, αν πρόκειται να αναπτυχθεί ένας διάλογος μεταξύ τους.
Βιβλιογραφία:
Ιωάννου (Ζηζιούλα), Μητροπολίτου Περγάμου, «Θεολογία και Ψυχιατρική σε διάλογο» Συγγραφείς: Πρακτικά Ημερίδας. Σελίδες: 284 απόσπασμα, εκδ. Αποστολική Διακονία, Ημ. Έκδοσης: 01/01/1999 σ. 141-156.
Ηλ. επιμέλεια, Υποσημειώσεις και σύνδεσμοι
by Sophia-Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση
Το φαινόμενο της απομονώσεως και της ελλείψεως διαλόγου είχε πλέον καταστή οδυνηρά έκδηλο στην περίπτωση της Θεολογίας και της Ψυχιατρικής.
Επί δεκαετίες οι εκπρόσωποι των δύο χώρων παρέμεναν κλεισμένοι στα δικά τους δεδομένα ωσάν να μη διακονούσαν τον ίδιο άνθρωπο. (...) Η επιστήμη κατηγορείτο για ορθολογισμό και αθεΐα, η Εκκλησία για αναχρονιστικότητα και σκοταδισμό.
Όμως, τριγύρω μας ο κόσμος συνέχιζε να πονά. (...) Υπό την πίεση των πραγμάτων, τελικά, η Θεολογία και η Ψυχιατρική άρχισαν να ανακαλύπτουν ότι μπορούν να συζητήσουν. Ότι σε σημαντικό ποσοστό έχουν κοινούς στόχους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Ο Ιωάννης Ζηζιούλας είναι ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Περγάμου. Γεννήθηκε το 1931 στο Καταφύγιο Κοζάνης. Συγγραφέας πολυάριθμων επιστημονικών μελετών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή Αθηνών.
Η διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είχε θέμα: «Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω» και ανηγορεύθη Διδάκτωρ της Θεολογίας το 1965.
Η διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών είχε θέμα: «Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω» και ανηγορεύθη Διδάκτωρ της Θεολογίας το 1965.
Δίδαξε Δογματική Θεολογία στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και διετέλεσε Καθηγητής της Συστηματικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης, της Γενεύης, του Λονδίνου, του Γρηγοριανού Πανεπιστημίου της Ρώμης και της Θεσσαλονίκης. Ο Ιωάννης Ζηζιούλας διετέλεσε Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών για το 2002.
Orthodox Outlet for Dogmatic Enquiries
How does Orthodox Theology imply - and how should the Church understand - "sickness" and "therapy", if not with the use of idealistic, physiocratic or psychological-utilitarian forms and notions?
In our attempt to provide a reply to this question, let's borrow the following fundamental principles from Patristic theology:
1. Sickness - every form of sickness - is the consequence of man's Fall. This means sickness is linked to sin, and not to human nature and as such, it is not "natural" for man to become sick; it is in fact unnatural - it is "contrary to nature". At first glance, this appears to lead us to the state that we named "physiocratic" (ruled by nature) or "ideocratic" (ruled by ideas), where "therapy" and "cure" would seem to imply a conforming to nature. And yet, certain clarifications can draw us far away from every physiocratic perception. Given that man's origin is ex nihilo, his nature per se is convertible - in other words, it is prone to deterioration and death and consequently to sickness. However, even nature itself can transcend this tendency - not with any innate powers of its own, but only if united with the imperishable and eternal God. The transcending of this convertible and corruptible state which is intrinsic to human nature has been given to man as a "reason", as a final destination whose realization has been allocated to man's freedom as a person: the first man as a free person was called to direct nature - either towards itself or beyond itself, towards God. Adam - the first man - freely chose the first of the two (to turn nature towards itself), thus sickness as a natural possibility became a natural reality. It is no longer possible for human nature to not become sick; sickness became a "natural" phenomenon, not because it was an unavoidable thing, but because that is where human freedom led matters. The consequences of this stance in the matter of therapy we hope will become apparent, further along.
2. Sickness - like sin - has now become a general and worldwide reality, which human freedom cannot retract, despite the fact that its appearance and its consolidation are attributed to it. And the reason for this is because with death (which entered existence and from a natural possibility became a natural reality), human nature was segmented and was no longer borne by each person in its totality, in its fullness. Thus, the personal freedom of one person does not influence human nature overall; consequently, not only do sinners become sick, but saints also.
4. Nevertheless, human freedom continues to be the key to the proper understanding, both of the meaning of sickness and of therapy. Given that sickness passed into existence through human freedom, therapy and healing cannot but likewise pass through the same gateway. This was a secret that the ascetic Fathers of the Church were well aware of, which is why they placed so much importance on the exercising of human freedom as a liberating of oneself from passions. At this point, it is especially important to note what Saint Maximus has to offer us.
Therapeutic axioms of Saint Maximus
According to Saint Maximus, the quintessence of morbidity is found in self-love. Self-love is not simply a passion; it is the generative cause of all passions: «Do you want to be free of passions? Then cast out the mother of all passions: self-love» (Chapters on Love, II, I). As Photios faithfully analyzes Maximos' thought (Library of Codices 192 – ΡG 103, 637), self-love - which replaced the love towards God - gave birth to hedonism; but because hedonism was mingled with grief, man became entangled in an interminable and desperate attempt to hold on to hedonism and cast out the grief. It was from within this agonized attempt that the «multitude of passions» was born. And Photios explains Maximos' thought:
- «That is, if we renounce the hedonism in self-love, we give birth to gluttony, to pride, to avarice, and to the things that hedonism provides by whichever means; and if we only flee from the grief in self-love, we give birth to anger, to envy, to hatred, to despair and to whatever else the grieving predisposition lacks. From the mixture of both are born: hypocrisy, flattery deceit, and quite simply, all other malicious things that are the fabrications of this mixed wiliness».
a. Cure from passions cannot be achieved through any direct struggle against the specific passions. On the contrary, as we noticed in the passage that I just read: in view of the fact that the problem per se of spiritual sickness is born of the deprivation of hedonism - always in conjunction with self-love - the more deprivation that we provoke, the more the passions that we give birth to. What does this mean? That, in order to be cured of passions, we need to allow passions to exist and to function? Of course not. But, it does mean that as long as self-love is being prolonged, the excision of specific passions is not only unattainable, but that even when it is achieved, it can be dangerous, because with the deprivation of hedonism that is entailed, it will give birth to other passions. Thus it often happens that those who rid themselves of carnal passions may develop the passion of avarice or pride etc.. Therefore we are not speaking of therapy, when only specific passions are eliminated. The sole therapy is found in the elimination of self-love, which is the root of all those passions.
b. Given that grief is an inseparable element of hedonism in man's post-Fall state, it is an erroneous perception of "sickness" : the one that we named earlier, as utilitarian; it is an analgetic approach, and it appears to prevail in the contemporary philosophy of medicine. Grief is not eliminated by removing it, but by embracing it. Therapy comes with the invitation and the experiencing of grief. Of course it often happens that grief is unbearable, and experiencing it can be exhaustive. That is why every therapeutic treatment needs to be adjusted to the patient's tolerance (oikonomia). But in no way should we regard the patient cured, just because he is psychologically "comforted" or does not suffer. The tragedy of existence lies within the Cross of Christ, and no therapy can bypass the Cross. We often forget that hedonism is not only carnal, but psychological also. By extracting grief from therapy we are only providing hedonism, which constitutes an escape from reality and true therapy.
c. The proper cure for passions presupposes - according to Saint Maximus - three basic distinctions. He describes them in the following passage, taken from the chapters on love:
- «The mind of a God-loving person does not fight against things, nor the notions thereof, but against the passions that are coupled to those notions. That is, he does not fight against woman, nor against the one who sorrowed him, nor against the imaginations of them, but against the passions that are coupled to those imaginations. All the struggles of a monk against the demons are about separating himself from the passions of the notions; for otherwise, he is not able to see things impassionately. An actual thing ("object") is one thing, "notion" is something else and "passion" is also something else. For, an "object" is - for example - a man, a woman, gold, and the suchlike. "Notion" is -say- the memory of one of the aforementioned. And "passion" is -say- an unreasonable befriending or an uncritical hatred of one of the aforementioned. A monk's battle - therefore - is against "passion"».
But the same applies to the "notions" of "objects". The memory and the re-presentation of beings is not per se discommended. Contrary to what Maximos writes, there are many who oppose art, culture, and whatever else the function of human imagination entails, for the sake of being liberated from passions. This is an Origen- and Evagrios-like spirituality that Maximos surely had in mind and opposed, because ideas like those were, at the time (and I am afraid they continue to be) prevalent among monks. Maximos stresses that monks' struggles are neither against "objects" nor against the "notions" thereof, but against the passions that are coupled to them. A proper therapy demands such distinctions. Otherwise, spiritual freaks are produced: mentally sick patients, who are in need of therapy more than anyone else.
d. But, how can one distinguish between "passion" and "objects" and "notions"? The answer is provided by Maximos, in the paragraph that follows immediately after the previous one, mentioned above: The impassioned "notion" is «a composite thought, consisting of "passion" and "notion". When we separate the passion from the notion, what remains is merely a subtle thought. And we can separate them, through spiritual love and continence, if we so wish». The separation of "passion" from a "notion" cannot be done, except by means of love, continence (=self-control) and free will. However, these elements require more analysis.
Love as freedom, and freedom as love
Albeit keys for a proper therapy, the meaning of the term "love" as well as "freedom" are likewise subject to their own pathologies. Thus, "love" can, in essence, be a form of narcissism; that is, a love of one's self through the image - the mirror - of another. Narcissism is considered a disease; however, its forms are so many and indiscernible that it usually cannot be confronted at its root cause. In reality, every erotic love contains elements of narcissism - the kind that we previously called "self-love", in the words of Maximos.
The "passion" of erotic love consists of the demand for exclusivity that it contains; hence, all of existence is built upon the two persons, as though no other beings exist around them. Deep down, eros is an egocentric form of love, which can lead to numerous pathological situations (dependence, separation anxiety, etc...)The same applies, in the case of freedom. Freedom, as a liberation from the other, can signify the crudest form of self-love - a pathological independence from others - which can lead to depression or even suicide, when one discovers that the others are necessary for him, but not desirable. Thus the problem arises as to which way love and freedom can not only liberate us from our passions, but also liberate themselves of their own pathology. At this point, theology could offer the following positions:
a. The transcendence of exclusivity in love. «If you hate some, or, you neither love them nor hate them, and you love some but only with measure, while you love others intensely, then know that you are far from the perfect love, which is supposed to love every person equally.» Exclusivity negates love, because underlying it is some form of self-love. We love our friends, our children, our relatives, our "lovers" etc. more than the others, because we expect some sort of reciprocation from them, or because some kind of need - psychological or biological - bonds us to them. The love of those close to us conceals the passion of self-love.
b. The love of enemies. No form of love is freer than this, and no form of freedom can relate more, than the form that is the love of one's enemies. «If you love those who love you, what is the grace in you? [...] for even sinners do the same» (Luke 6:32). A love that expects reciprocation is «sinful»; it is pathological. A love that does not expect any reciprocation - or, better still - is directed towards those who harm us, is truly "grace" - that is, freedom. Loving God "in Christ", "while we are still sinners", as well as loving God's enemies (ie., love towards sinners) is the only liberated love.Albeit keys for a proper therapy, the meaning of the term "love" as well as "freedom" are likewise subject to their own pathologies. Thus, "love" can, in essence, be a form of narcissism; that is, a love of one's self through the image - the mirror - of another. Narcissism is considered a disease; however, its forms are so many and indiscernible that it usually cannot be confronted at its root cause. In reality, every erotic love contains elements of narcissism - the kind that we previously called "self-love", in the words of Maximos.
The "passion" of erotic love consists of the demand for exclusivity that it contains; hence, all of existence is built upon the two persons, as though no other beings exist around them. Deep down, eros is an egocentric form of love, which can lead to numerous pathological situations (dependence, separation anxiety, etc...)The same applies, in the case of freedom. Freedom, as a liberation from the other, can signify the crudest form of self-love - a pathological independence from others - which can lead to depression or even suicide, when one discovers that the others are necessary for him, but not desirable. Thus the problem arises as to which way love and freedom can not only liberate us from our passions, but also liberate themselves of their own pathology. At this point, theology could offer the following positions:
a. The transcendence of exclusivity in love. «If you hate some, or, you neither love them nor hate them, and you love some but only with measure, while you love others intensely, then know that you are far from the perfect love, which is supposed to love every person equally.» Exclusivity negates love, because underlying it is some form of self-love. We love our friends, our children, our relatives, our "lovers" etc. more than the others, because we expect some sort of reciprocation from them, or because some kind of need - psychological or biological - bonds us to them. The love of those close to us conceals the passion of self-love.
In conclusion, it is only when love coincides with freedom that we have therapy. Love, without freedom, and freedom without love, are pathological conditions that require therapy.
But, how can these two coincide in practice? It is easy for one to opine on that which should be done, but what does theology have to say, about how to do that which should be done?
We now come to the crucial point of our homily: in what manner can the Church cure man in practice?
First of all, we need to clarify a misunderstanding that is broadly prevalent. The Church does not cure so much with what She has, but rather, with what She is. This detail is extremely important. As a rule, we all seek the means for salvation inside the Church, but salvation lies in the very event called "Church", and our incorporation in Her. The difference is huge, and it has a practical significance, in regard to therapy.
The Church has spiritual fathers and the mystery (sacrament) of Confession (which should more correctly be called Repentance). Much emphasis and significance has been placed on this element, when it comes to therapy. The perfect spiritual father-confessor and a perfect method of confession etc. are sought out, but what is overlooked is that it is not the spiritual father who heals. He might be tired during the hour of confession, or, he may not have the appropriate knowledge: quite usual things. Therapy will not occur during the hour of the Mystery, quite simply because the Mystery has man's incorporation in the Church as its objective, and only in there will therapy occur, slowly and in the long term. How will that happen?
- The Church is a therapeutic clinic, because She provides man the potential to transit from the state of an "individual" to that of a "person". What is the difference? And how does that occur in the Church?
The second stage is that of communion. For man to be cured of individualism, he needs to move on, to his relationship with others, with any form whatsoever, even if a negative one: to get angry, to beat or even kill someone. What is usually known as "defusing" is a form of transcending individualism - a form of "therapy" according to psychiatry. This is not about the notion of "person"; it is however a form of relationship and communion which appears as therapy, without actually being.
The stage that the Church aspires to bring mankind is beyond this stage, and to the stage of "person".
What is the "person"?
The Church borrows the notion of "person" from Her faith in the Trinitarian God and, after taking it through Christology and Pneumatology, applies it inside the Church. In the Holy Trinity, "person" is a positive notion - an affirmative notion - and not a negative one. The three Persons of the Trinity differ between each other, not because they are isolated and excised from each other, but on the contrary, because they are joined together inseparably. The more inseparable the unity, the more it will give birth - produce - otherness. This fact secures ontological completeness and stability, absence of death, and true life. The "other" not only is not an enemy, but is the confirmation of my own identity and uniqueness: it is the You that makes me a "Me" and without which, the "Me" is nonexistent and inconceivable.
And something more. In the Holy Trinity personal otherness and uniqueness are not justified psychologically, but ontologically. The characteristics that distinguish between the three Persons are only ontological: each Person is what It is, and nothing else. The person is not judged by its characteristics, but by the simple affirmation of its identity as a unique and irreplaceable being. The person is not a personality - that is, a coordinate of characteristics (height, beauty or ugliness, virtue or malice, genius or stupidity etc.); the person is free of characteristics and is not judged by them.
This perception regarding the person is passed into the Church in the form of God's love and freedom towards the world, the way it was expressed "in Christ", with His love towards enemies and sinners. The Church is the place in which man is not judged by his characteristics (that is what forgiveness means, which he receives with Baptism and Repentance), but by the fact that he is who he is. Forgiveness and acceptance of someone as a person, as a unique and irreplaceable identity, within the community of the Church, is the quintessence of ecclesiastic therapeutics. The Church heals, not with the things She says, but by that which She is: a community of love, a love that is not a sentiment (so that we might seek it in the inner self and the disposition of the individual), but a relationship, which demands coexistence and acceptance within a specific community - a community of love, without exclusivity and conditions. The Church heals, by being such a community, in which the incorporated person becomes freely addicted to loving and being loved; where, in the words of Saint Maximos, «perfect love does not split the one nature of humans... but, forever aiming at it, loves all people equally... That is why our Lord and God, Jesus Christ, in displaying His love for us, suffered for all of humanity... » (chapters on love, I, 72).
The practical and relentless question however, is: Is the Church a community of love, a place where one passes from "self-love" to "brotherly love"? From sickness to healing? To the degree that the answer is affirmative, one can refer to the Church as a therapeutic clinic. Otherwise, She is a pharmacy, which provides people with analgesics, without transforming them from individuals to persons. Because the term "persons" has the prerequisite of "relationship", and "relationship" entails "community"; otherwise, they continue to be isolated individuals with an "illusion of sanctity". Extra ecclesiam nulla salus (there is no salvation outside of the Church) — not because that is where the means for salvation exist, but because in there is where the Trinitarian mystery of the inter-embracing of persons is manifested.
Most people in The Orthodox Church have, to a large degree, lost the awareness of "community", and if today they speak of a "therapeutic clinic", they probably mean it as a pharmacy.But the Church continues to be the true Ark of Salvation, because She has preserved unadulterated not only the faith in the Personal Trinitarian God and the Christ of all-encompassing love, of the Cross and of the Resurrection, but also because She continues to be the genuine eucharistic ("thanksgiving") community, in which are offered those loving relationships that can heal man, by transforming him from an individual to a person. It is this faith, this synaxis and community that we must preserve genuine and active, if we want to regard the Church as a therapeutic clinic.
The practical and relentless question however, is: Is the Church a community of love, a place where one passes from "self-love" to "brotherly love"? From sickness to healing? To the degree that the answer is affirmative, one can refer to the Church as a therapeutic clinic. Otherwise, She is a pharmacy, which provides people with analgesics, without transforming them from individuals to persons. Because the term "persons" has the prerequisite of "relationship", and "relationship" entails "community"; otherwise, they continue to be isolated individuals with an "illusion of sanctity". Extra ecclesiam nulla salus (there is no salvation outside of the Church) — not because that is where the means for salvation exist, but because in there is where the Trinitarian mystery of the inter-embracing of persons is manifested.
Most people in The Orthodox Church have, to a large degree, lost the awareness of "community", and if today they speak of a "therapeutic clinic", they probably mean it as a pharmacy.But the Church continues to be the true Ark of Salvation, because She has preserved unadulterated not only the faith in the Personal Trinitarian God and the Christ of all-encompassing love, of the Cross and of the Resurrection, but also because She continues to be the genuine eucharistic ("thanksgiving") community, in which are offered those loving relationships that can heal man, by transforming him from an individual to a person. It is this faith, this synaxis and community that we must preserve genuine and active, if we want to regard the Church as a therapeutic clinic.
In this attempt, the Church and theology can provide, not so much the technique, the specialization, but rather the faith in the personal God, from which springs the faith in man as a person, an image and a likeness of God; also the love of Christ which has no boundaries and exclusivities, and the Church, as a eucharistic (thanksgiving) community which actualizes that love, as a personal existence and relationship. The battles against passions and their riddance do not constitute an end in itself for the Church.
They aspire to the surfacing of the true person from within them, to the re-joining of fragmented nature, and for man to rediscover his proper relationship with God, with other people and with material nature. Health, for us, is the proper relationship of man with these three factors (God, fellow-man and nature), which comprise the definition of the human being.
"Sickness" is the upsetting of this triple and three-dimensional relationship. Perhaps this is what hugely differentiates theology from psychiatry - or perhaps not; you will be the judge. What is certain, is that both the Church and medical science must coincide in this basic discovery, should a dialogue develop between them.
From the Minutes of a Meeting on «Theology and Psychiatrics in Dialogue» Minutes published by the Apostoliki Diakonia pages 141-156, (extract). Christian Dogmatics and Psychotherapy
The study in English by Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr
Περισσότερα: Θεολογία, Ψυχοθεραπευτικά, Foreign Languages
From the Minutes of a Meeting on «Theology and Psychiatrics in Dialogue» Minutes published by the Apostoliki Diakonia pages 141-156, (extract). Christian Dogmatics and Psychotherapy
The study in English by Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr
Περισσότερα: Θεολογία, Ψυχοθεραπευτικά, Foreign Languages
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου