Θανάσης Βέγγος ο καλός μας άνθρωπος - αφιέρωμα στην ζωή του videos


Αφιέρωμα στον Καλό μας Άνθρωπο 
Θανάση Βέγγο (1926 - 3 Μαΐου 2011)

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου, Αρθρογράφος
(Sophia Drekou, BSc in Psychology)


Βέγγος= φεγγοβολή βίου και...
παράδειγμα, για μεταγενεστέρους.

Ο Αναστάς εκ νεκρών Κύριος Ιησούς Χριστός, 
ας έχει αναπαυμένη την ψυχή του αγαπημένου
καλού μας ανθρώπου ✞ Θανάση ✞

Απεβίωσε στις 3 Μαΐου 2011, λίγο 
πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του.

Καλή αντάμωση στις γειτονιές του Θεού
Καλό παράδεισο καλέ μας Θ. Β. 🌿

by Sophia Ntrekou.gr



Ένα Α και ένα δάκρυ 
Καλό παράδεισο Θ.Β.
Νώντας Σκοπετέας

«Κοντά στου ΜάηΘανάση 
την γιορτή έτρεξες για ψηλά.
Κι ήταν το τρέξιμό σου τούτη τη φορά
σαν πέταγμα με συντροφιά αγγέλους… 

Όλοι στα γαλανά τα μάτια σου τα δακρυσμένα 
γίνονταν καλοί… Εσύ έβλεπες παντού έναν πλησίον 
και τον αγκάλιαζες συμπονετικά με κάθε σου κοίταγμα… 

Δεν προσποιήθηκες ποτέ το ήθος 
ό,τι ανάσαινες το ζούσες αληθινά
και όσα γέλια βγήκαν από μέσα σου 
είχαν σπαραγμό και δάκρυα... 

Εσένα σου ταιριάζει το Α 
το στερητικό του ονόματός σου
ένα Α και ένα δάκρυ όχι πόνου μα καρτερίας
για καλή αντάμωση στις γειτονιές του καλού Θεού. 
Αποχαιρετώντας την αθωότητα
και τον πιο καλόκαρδο δικό μας άνθρωπο…»


Βιογραφία 

Ο Θανάσης Βέγγος (Νέο Φάληρο, 29 Μαΐου 1927 - Αθήνα, 3 Μαΐου 2011) ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου και σκηνοθέτης. Επίσης υπήρξε ιδρυτής της εταιρείας ΘΒ Ταινίες Γέλιου. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βέγκος και όπως είχε πει, το έγραφε με «γγ» όταν έγινε ηθοποιός γιατί φαινόταν καλύτερα στο μάτι.

Έχει παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής και έχει σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες. Θεωρείται ένας από τους πιο δημοφιλείς κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ μέχρι και το τέλος της ζωής του συνέχιζε να εμφανίζεται σε ταινίες, στην τηλεόραση και το θέατρο. Θα μείνει πάντα γνωστός ως «ο καλός μας άνθρωπος».

Δεν σπούδασε υποκριτική.

Το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, όχι από Σχολή, αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο, με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή.

Κατά τα ταραγμένα χρόνια του εμφύλιου εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Εκεί γνώρισε και τον άνθρωπο που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του, τον Νίκο Κούνδουρο. Το 1954 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, στην ταινία του σκηνοθέτη «Μαγική Πόλις» και για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους σε ταινίες που άφησαν εποχή, δείχνοντας το μεγάλο και έμφυτο ταλέντο του.

Ο Θανάσης Βέγγος νοσηλευόταν από τις 19 Δεκεμβρίου 2010 στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου "Ερυθρός Σταυρός" λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου - εκεί απεβίωσε στις 3 Μαΐου 2011, λίγο πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του. Τάφηκε στην Αμοργό, τόπο καταγωγής της μητέρας του και της γιαγιάς του.

Οικογένεια

Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Νέο Φάληρο, και γονείς του ήταν ο Βασίλης και η Ευδοκία Βέγκου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, συγκεκριμένα εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού, και ήρωας της αντίστασης. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Η απόλυση του πατέρα του προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση, κάτι που τον ανάγκασε να ριχτεί στον αγώνα για το μεροκάματο. Κυριότερη, μεταξύ των επαγγελμάτων με τα οποία ασχολήθηκε, ήταν η απασχόλησή του σε επεξεργασίες δερμάτων. Παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά.

Εξορία και πρώτα βήματα

Τα χρόνια 1948-1950 υπηρέτησε τη θητεία του ως «ανεπιθύμητος» στρατιώτης στη Μακρόνησο, όπου γνωρίστηκε με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954, στην ταινία «Μαγική Πόλη» του Κούνδουρου. 

Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα κινηματογραφικά πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Ο δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή». Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία «Οι δοσατζήδες» του 1960.

Το 1959, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού (ημερομηνία εγγραφής: 11 Απριλίου 1959), όχι από Σχολή, αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή και έγινε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.

Η πρώτη του θεατρική εμφάνιση έγινε το 1959, στην επιθεώρηση των Δ. Βασιλειάδη - Ν. Ελευθερίου «Ομόνοια πλατς-πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, στο θέατρο Περοκέ.

Κινηματογράφος - τηλεόραση

Τα επόμενα χρόνια, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής. Με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλλα!», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης», καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής ΘΒ-Ταινίες Γέλιου. Την περίοδο 1965-1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις «Φανερός πράκτωρ 000», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης;», που τις χαρακτηρίζουν το σουρεαλιστικό χιούμορ, ο αυτοσχεδιασμός και η πηγαία ερμηνεία. Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρεία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει μόνο μετά από πολλά χρόνια.

Η καριέρα του συνεχίζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, ενώ η δημοτικότητά του παραμένει σταθερή κι οδηγεί στην αποθέωση του από τον κόσμο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971, όπου η ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού. Άλλη σημαντική ταινία αυτής της περιόδου είναι «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» του 1976. Η θεματολογία των ταινιών του μετατοπίζεται προς την κοινωνική κριτική, ενώ το 1983 σταματά για λίγα χρόνια να κάνει κινηματογράφο. 

Τη δεκαετία του 1980 ασχολείται με το γύρισμα έξι βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς Βεγγαλικά, που, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, προβλήθηκε τελικά στην τηλεόραση το 1988. Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης».

Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται το 1991 με την ταινία «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων αλλά μεγάλης εκφραστικότητας, με κορυφαία στιγμή το ρόλο του στην ταινία «Όλα είναι δρόμος» του 1998. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997, στον ρόλο του Δικαιόπολη στους «Αχαρνής» και το 2001 στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία. 

Το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, ο Θανάσης Βέγγος κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην τηλεοπτική σειρά «Περί ανέμων και υδάτων». 

Η τελευταία κινηματογραφική συμμετοχή του ήταν στην ταινία «To Πέταγμα του Κύκνου» που προβλήθηκε το 2010.

Θάνατος

Ο Θανάσης Βέγγος νοσηλευόταν από τις 19 Δεκεμβρίου 2010 στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Ερυθρός Σταυρός λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου, όπου και απεβίωσε στις 3 Μαΐου 2011, λίγο πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του. Η νεκρώσιμος ακολουθία εψάλη στον Ιερό Ναό της Αγίας Μαρίνας στο Θησείο την επόμενη, στις 4 Μαΐου, με παρουσία πολλών επισήμων και φίλων. Τάφηκε στην Αμοργό, τόπο καταγωγής της μητέρας του και της γιαγιάς του.

Προσωπική ζωή

Την εποχή που γυριζόταν «Ο Δράκος» παντρεύτηκε την Μίνα (Ασημίνα) Βέγγου με την οποία ήταν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Απέκτησαν μαζί δύο γιους, τον Βασίλη και τον Χάρη. Οι γιοι του τού έδωσαν εγγόνια τα οποία υπεραγαπούσε, όπως επιβεβαιώνει και η γυναίκα του: «Η αγάπη του Θανάση ήταν τόσο μεγάλη για την Νίκη και τον Θανασάκη που σχεδόν έκλαιγε κάθε φορά που άκουγε το όνομά τους. Είχε λατρεία για τα δύο του εγγόνα και τίποτα δεν μπορούσε να την επισκιάσει. Ούτε τα μικροπροβλήματα υγείας. Δεν μπορείτε να καταλάβετε το πάθος του για αυτά.»

Σύμφωνα με τον πρωτότοκο γιο του, Βασίλη, ο Θανάσης Βέγγος «έκανε παρέα με τον Δημήτρη Νικολαΐδη, την Σούλη Σαμπάχ, τον Γιώργο Λαζαρίδη και τον Ντίνο Κατσουρίδη. Ένας πραγματικός φίλος του είναι ο Γιώργος Σταυρόπουλος. Γενικά θεωρεί το καλλιτεχνικό κύκλωμα λίγο περίεργο και αισθάνεται σαν ψάρι έξω από το νερό». 

Η Κληρονομιά που μάς άφησε ο Θανάσης Βέγγος είναι πως η φράση «Τρέχει σαν τον Βέγγο» χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα και δηλώνει ένα άτομο που τρέχει συνεχώς π.χ. να προλάβει τις δουλειές του. Το τρέξιμο είναι χαρακτηριστικό στοιχείο στις ταινίες του. Επίσης για να καλοπιάσουμε κάποιον, λέμε αυτό που έλεγε ο Θανάσης Βέγγος, «Καλέ μου άνθρωπε». Επίσης και το «Over», μιμούμενοι συχνά το ηχόχρωμα της φωνής του, σα να θέλουμε να πούμε: «Εδώ είμαι!» 

Θανάσης Βέγγος από συνέντευξη με αφορμή 
την ταινία το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» 

Θανάσης Βέγγος Το σκίτσο είναι έργο του Christos Georgakopoulos
Το σκίτσο είναι έργο του  Christos Georgakopoulos

Πραγματικά δεν ξέρω τι θα μπορούσε να προτείνει κανείς στη νέα γενιά. Εγώ από τη μεριά μου και αυτό που κάνει αυτή η ταινία μου όπως και η προηγούμενη, είναι μία πρόταση ονείρου. Μία πρόταση ανακάλυψης μιας καινούργιας ουτοπίας. 
Υπάρχει ένα παραμύθι μέσα στην ταινία που μιλάει για την εποχή στην οποία αναφέρονται όλοι οι μελλοντολόγοι, γύρω στο 4000, που η Γη θα πλησιάσει πολύ τον Ήλιο και θ’ αρχίσει να καίγεται. Όταν λοιπόν θ’ αρχίσει να καίγεται η Γη, λέει το παραμύθι, οι άνθρωποι του πλανήτη μας θα πρέπει να φύγουν ο καθένας από το μέρος που βρίσκεται και θα βρεθούν όλοι στην έρημο της Σαχάρας όπου ένα παιδί θ’ αμολήσει ένα χαρταετό. 
Ο χαρταετός θα πάει πολύ ψηλά και θα χαθεί στο διάστημα. Όλη η ανθρωπότητα θα κρατάει από κάτι, ένα ζώο, ένα φυτό, λίγους σπόρους στάρι. Θα πιαστούν από το σπάγκο και θα φύγουν με το χαρταετό στο διάστημα σε αναζήτηση άλλου πλανήτη. Μέσα από αυτό το παραμύθι φαίνεται ότι ο μοναδικός τρόπος σωτηρίας αυτού του κόσμου είναι να ονειρεύεται. Γιατί από τη στιγμή που δεν ονειρεύεται είναι άρρωστος.

Δίπλα από το μου του εγώ
πρέπει να έχεις άπειρες αντοχές
για να ανταπεξέλθεις
στις απαιτήσεις που θυμίζουν
το Βέγγο σε ταχύτητα
και Γκιωνάκη σε λαχτάρα
αλλιώς πώς θα ζούσε
το εγώ που δεν μιλά
παρά μόνο όταν βρίσκει
τους σπόρους του κακάου
για να μην είναι πικρή
με τους πικραμένους
και χαρούμενη
όταν θα έπρεπε !



Αφήγηση του σκηνοθέτη Νίκου Κούνδουρου
«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. «Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε» μου είπαν! Το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!

Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο!

«Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.»
Έτσι χτίζονται οι αληθινές φιλίες... με θυσία και κόπο.
Όλα τ' άλλα είναι ψευτοσυναισθηματισμοί.

φώτο: Τάσος Κατράπας, Νίκος Κούνδουρος, 
Θανάσης Βέγγος. Μακρόνησος 1949

Ποιο «κουσούρι» του άφησε η θητεία στη Μακρόνησο;

Ο ηθοποιός προερχόταν από αριστερή οικογένεια. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία, τον έστειλαν με δυσμενή μετάθεση στη Μακρόνησο, που ήταν τόπος εξορίας των κομμουνιστών.

Η καθημερινότητα στο νησί ήταν βασανιστήριο, όχι μόνο για τους εξόριστους, αλλά και για τους φαντάρους.

Ο Βέγγος δούλευε στο γιαπί, κάτω από άθλιες συνθήκες. Όλη τη μέρα κουβαλούσε και έσπαγε πέτρες, με αποτέλεσμα να εξαντλείται και να ζει μέσα στη σκόνη. Το καθημερινό αυτό μαρτύριο στη Μακρόνησο, του δημιούργησε μια εμμονή, που κουβαλούσε σε όλη τη μετέπειτα ζωή του. Τη φοβία για τη σκόνη. 

Η εμμονή του Βέγγου

Πριν φύγει για τη Μακρόνησο, ο Βέγγος έτσι κι αλλιώς ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε την καθαριότητα. Όταν η διετής στρατιωτική θητεία ολοκληρώθηκε και επέστρεψε στην καθημερινότητά, είχε γίνει πλέον μανιακός με την καθαριότητα.

Ξεσκόνιζε επίμονα τα ποτήρια και τα πιάτα πριν τα χρησιμοποιήσει, ακόμα και αν αυτά είχαν πλυθεί.

Τίναζε τα ρούχα του πριν τα φορέσει.

Πολλές φορές γυρνούσε προς τα έξω τις τσέπες του παντελονιού και τις τίναζε κι αυτές, ακόμα κι αν δεν είχε βάλει ποτέ τίποτα μέσα.

Απέφευγε τα ραντεβού σε εξωτερικούς χώρους. Προτιμούσε να συναντά φίλους και συνεργάτες στο γραφείο του, το οποίο ξεσκόνιζε καθημερινά.

Στο σπίτι του υπήρχε πάντα ιονιστής για να καθαρίζει την ατμόσφαιρα από τη σκόνη.

Οι άνθρωποι που τον έζησαν στο θέατρο, θυμούνται τον ηθοποιό να καθαρίζει καθημερινά τα σκηνικά. Μια φορά μάλιστα, ο Βέγγος διέκοψε την πρόβα, για να τινάξει ένα τραπεζομάντηλο, που ήταν μέρος του ντεκόρ. Τα καλοκαίρια, γυρνούσε στο θέατρο και έκλεινε τα παράθυρα για να γλιτώσει από τη σκόνη, με αποτέλεσμα η ζέστη να γίνεται αφόρητη.

Εκτός από μανιακός με την καθαριότητα, ο Βέγγος ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Παρόλο που με την εμμονή του, πολλές φορές καταντούσε γραφικός, κανείς δεν του κρατούσε κακία.Παράλληλα με την υποκριτική, ο Βέγγος έκανε και διάφορες μικροδουλειές, για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Η αγαπημένη του, ήταν αυτή του παγοπώλη. Τι κι αν κουραζόταν κουβαλώντας κολόνες πάγου στα σπίτια; Δεν το ένοιαζε καθόλου, αφού ήταν σίγουρος ότι πάγος και σκόνη δεν πάνε μαζί.

Στη Μακρόνησο, ο Βέγγος δεν απέκτησε μόνο τη «σκονοφοβία», αλλά ευτυχώς για εκείνον, γνώρισε κάποιους ανθρώπους, που τον βοήθησαν να κάνει τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο, με τον οποίο μέχρι τότε δεν είχε καμία σχέση.

Η Μακρόνησος μου άλλαξε τη ζωή... 
«Εμένα δε μου έκαναν τίποτα εκεί στη Μακρόνησο, μπροστά σε αυτά που έκαναν στους άλλους. Δεν μιλάω για τις απειλές, για το ξύλο, για την πείνα, για την ταπείνωση, για τα μαρτύρια, για τους βασανισμούς. Μιλάω για την ντροπή. Για κείνους που δεν άντεξαν. Και τους ανάγκασαν ύστερα να στραφούν εναντίον των συντρόφων τους. Αυτό δεν το σηκώνει κανένας. Είναι η χρεοκοπία του ανθρώπου. Κι αυτουνού που το συλλαμβάνει στο αρρωστημένο μυαλό του, και του αλλουνού που αναγκάζεται να το δεχθεί. Ο μεσαίωνας δεν το τόλμησε. Και το τόλμησαν αυτοί. Και είχαν το θράσος, και μάλιστα ένας πνευματικός άνθρωπος σαν τον Παναγιώτη τον Κανελλόπουλο, να πει πως η Μακρόνησος ήταν ο καινούργιος Παρθενώνας της Ελλάδας. Φτου!».
φώτο: Mετά από θεατρική παράσταση ναύτης 
ο Θανάσης Βέγγος. Μακρόνησος 1949

Η «Μαγική Πόλη» (1954) και όλο αυτό το φτωχικό νεορεαλιστικό ντεκόρ της, πάλι στον Βέγγο οφειλόταν. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα σπίτι του στο Φάληρο. Τέτοια φτώχεια δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου, εγώ ο γόνος μεγαλοαστών που μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Γύρισα σπίτι θυμάμαι κι έπιασα τη μάνα μου. Με είχε ταράξει η φτώχεια μαζί με την καλοσύνη του Θανάση. Τότε, είπα: «Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να καταπιαστώ, τον πόνο και την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων θέλω να δείξω...». Και το έκανα, πιστεύω»!

Βίντεο: Ο Ν. Κούνδουρος και ο Θαν. Βέγγος ►











ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: «Ποτέ δεν ξεπέρασε το “πρόβλημα”»
    Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης ξετυλίγει τις δικές του μνήμες από τα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας «Ψυχή βαθιά», η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία του μεγάλου ηθοποιού.
«Θυμάμαι ότι στο Σιδηροχώρι, όπου έμεινε δύο μέρες γιατί είχε μικρό ρόλο στην ταινία, όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Είχε βάλει τα ρούχα του ρόλου και περίμενε μέχρι τις 6.30 το πρωί που ξυπνάγαμε για να αρχίσει το γύρισμα. Ήταν ο απίστευτος συνεργάτης. Έτοιμος κάθε στιγμή με τρομακτικό άγχος και ποτέ δεν ξεπέρασε αυτό το πρόβλημα που είχαν όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί. Ήταν έτοιμος και πάντα με ρωτούσε αν ήταν καλός, αν εξυπηρέτησε με τη συμμετοχή του τις ανάγκες της ταινίας».

«Ο Θανάσης Βέγγος προέρχεται από ένα ανθρώπινο υλικό το οποίο δοκιμάστηκε σε πολύ σκληρές συνθήκες, ιστορικές και κοινωνικές. Είναι της γενιάς που μεγάλωσε με πολλή δυσκολία μετά τον πόλεμο και που δούλεψε πάρα πολύ σκληρά και με πολύ μεγάλη αφοσίωση σ’ αυτό που αγάπησε. Και αυτό που αγάπησε ήταν το να εμφανίζεται μπροστά από την κινηματογραφική μηχανή.»

«Το έκανε πάρα πολλές φορές στη ζωή του. Δούλεψε γύρω στις 150 ταινίες, πολλές από αυτές ήταν ένας τρόπος για να ζήσει. Σε εκείνες που ξεχώρισαν, και ξεχώρισαν και για το σενάριο και για τη σκηνοθεσία και για την ερμηνεία, άφησε το στίγμα μιας κατηγορίας Ελλήνων, αυτών που δεν έγιναν λαμόγια, ούτε μιζαδόροι αλλά αγαπήσανε τον τόπο και τους ανθρώπους του.

Τον θυμάμαι στις συνεργασίες μας να έχει πάρα πολύ τρακ. Ήταν απίστευτο.  Είχε κάνει τόσες ταινίες και κάθε φορά που στήναμε την κάμερα ήταν γεμάτος αγωνία. Στη τελευταία ταινία, που ήρθε πάνω στην Καστοριά και έκανε έναν μικρό ρόλο, δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ. Ήταν ντυμένος με τα ρούχα του ρόλου του, μια χλαίνη, μια τραγιάσκα και κάτι αρβύλες και είχε ξημερωθεί στο δωμάτιό του στον ξενώνα που μέναμε περιμένοντας. Ήθελε να μπει στον ρόλο του, να είναι έτοιμος, να έχει μάθει τα λόγια του και να μη δυσκολέψει το γύρισμα. Αγαπούσε πολύ τους τεχνικούς, τους ανθρώπους που δούλευαν γύρω του. Αυτό το τρακ είναι το χαρακτηριστικό των πολύ μεγάλων ανθρώπων, των πολύ μεγάλων καλλιτεχνών, που παρ' όλα τα δείγματα της προσφοράς τους και της αξιοσύνης τους παραμένουν άνθρωποι με ρευστότητα, με αγωνία και με ανασφάλεια. Αυτό ήταν ο Θανάσης ο Βέγγος.

Υπάρχουν ορισμένα πρόσωπα που πέρασαν απ’ τον τόπο, όπως είναι ο Στέλιος ο Καζαντζίδης, ο Μάνος ο Χατζιδάκις, που ο κόσμος τους έλεγε με το μικρό τους όνομα. Είναι ο Στέλιος, ο Μάνος, ο Θανάσης. Αυτό δεν είναι εύκολο να το καταφέρεις και σημαίνει πολλά πράγματα. Να είσαι δηλαδή ένα υπόδειγμα και πολίτη και καλλιτέχνη. Αυτό νομίζω ότι κατάφερε ο Θανάσης.»

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: «Μοναδική περίπτωση εσωστρεφούς» 

Ο ηθοποιός Νίκος Παπαναστασίου, ο οποίος έπαιξε μαζί με τον μεγάλο κωμικό στις επιθεωρήσεις του «Δελφινάριου», τότε που οι θίασοι αποτελούνταν από μύθους του θεάτρου, θυμάται τις πλάκες που του έκαναν μαζί με τον Κώστα Τσάκωνα.

«Ο Βέγγος ήταν σχολαστικός με την καθαριότητα, όλοι το γνώριζαν αυτό. Εμείς λοιπόν πηγαίναμε και του λερώναμε το καμαρίνι. Το έπαιρνε είδηση και φώναζε: «πάλι εσείς, κατεργάρηδες;. Γελούσαμε αλλά δεν ξανοιγόταν πολύ. Υπήρξε μοναδική περίπτωση εσωστρεφούς ανθρώπου».

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ: «Οι τσέπες του ήταν πάντα… τρύπιες»

Ο Κώστας Τσάκωνας μας διηγήθηκε μια ιστορία που συνέβη στον Θανάση Βέγγο μέσα στο αστικό λεωφορείο ένα απόγευμα που πήγαινε στο «Δελφινάριο»: «Είχε τρυπήσει η τσέπη του και έχασε το εικοσάρικο που είχε για να πληρώσει το εισιτήριο. Ο ελεγκτής όμως του ζητούσε τα χρήματα επίμονα. Τότε σηκώθηκε κάποιος κύριος από τους επιβάτες και προσφέρθηκε να το πληρώσει. Το εικοσάρικο έπεσε κάτω και ο Θανάσης στην προσπάθειά του να το βρει χτύπησε το κεφάλι του και ήρθε στην παράσταση γεμάτος γρατζουνιές».

Και ο Κώστας Τσάκωνας συμπληρώνει: «Όμως, οι τσέπες του Βέγγου ήταν πάντα… τρύπιες. Όταν πληρωνόταν τη δεκαημερία από το θέατρο, γυρνούσε στο σπίτι και δεν είχε να δώσει δραχμή στην κυρία Ασημίνα. Κι αυτό γιατί στο θέατρο έρχονταν χήρες και ορφανά για να τις βοηθήσει. Στις δε χρυσές εποχές, όταν περνούσε με τη βέσπα του από την Ομόνοια, σταματούσε σε όποιον του άπλωνε το χέρι για να τον ελεήσει».

ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΥΛΑΚΗΣ: «Συνέχεια έτρεχε και χτυπούσε»

Ο θεατρικός παραγωγός Κάρολος Παυλάκης συνεργάστηκε με τον Θανάση Βέγγο στο θέατρο «Βρετάνια». «Το 1978 ανεβάσαμε την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου “Τι έκανες στον Τρωικό πόλεμο, Θανάση” και την επόμενη χρονιά “Το βλήμα”. Ο Θανάσης ήταν απίστευτα δουλευταράς. Εκείνο που θυμάμαι ήταν ότι συνέχεια έτρεχε και χτυπούσε. Ερχόταν με επιδέσμους στο κεφάλι και στα χέρια. Με το χρήμα δεν είχε καθόλου καλή σχέση. Δεν τον ενδιέφερε, δεν το εκτιμούσε. Πρώτα νοιαζόταν για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της δουλειάς και δευτερευόντως για τα εισιτήρια» λέει o Κάρολος Παυλάκης.

Η σκηνή που του έχει μείνει από τον Θανάση; «Πηγαίναμε στο Μοναστηράκι για να αγοράσουμε υλικά για τα σκηνικά της παράστασης. Σε όλη τη διαδρομή ο κόσμος του φώναζε: «Θανάση, ξέρεις από βέσπα;». Και εκείνος τους χαιρετούσε: «γεια σας, καλοί μου άνθρωποι”».


ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Το κλάμα που δεν έβγαινε από τον ρόλο

O θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Λαζαρίδης, συνεργάτης του για πολλά χρόνια και συγγραφέας της μεγαλύτερης ίσως θεατρικής επιτυχίας του Βέγγου «Ο τρελός του Λουνα Παρκ», μας αφηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό:

«Στις πρόβες του “Τρελού του Λούνα Παρκ” (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. “Δάσκαλε, αδύνατον να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θαλάσσης, κατάλαβέ το” έλεγε στον Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. “Κι όμως, Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου πρέπει να κάτσεις σε αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς δεν βγαίνει συγκίνηση” του επεσήμανε ο σκηνοθέτης.

Πράγματι, στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Όρθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια και του λέει: “Είδες, Θανάση μου, που είχα δίκιο;”. Και ο Βέγγος του απάντησε: “Δάσκαλε, δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά”»...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: «Αισθανόταν ανασφαλής στο θέατρο»

Ο Γιώργος Μιχαηλίδης ήταν ο σκηνοθέτης που κατάφερε να πείσει τον Θανάση Βέγγο να εμφανιστεί στην Επίδαυρο. «Συνεργαζόμασταν πολύ πιο μπροστά και κάναμε παρέα. Τότε είχε καταρρεύσει ο ελληνικός κινηματογράφος και είχαν κυκλοφορήσει οι κασέτες και όλες αυτές οι αηδίες. Αλλά και ο Βέγγος είχε καταρρεύσει. Πηγαίναμε καθημερινά σε ένα ουζάδικο στη Θεμιστοκλέους και συζητούσαμε διάφορα πράγματα. Του έγραφα και τους σκελετούς στα νούμερα της επιθεώρησης που έκανε. Πρέπει να ομολογήσω ότι αισθανόταν πολύ πιο ανασφαλής στο θέατρο. Ήταν πιο πολύ παιδί του κινηματογράφου».

Με την γυναίκα του Ασημίνα και τα εγγόνια

Μίνα (Ασημίνα) Βέγγου: Την εποχή που γυριζόταν «Ο δράκος» παντρεύτηκε την Μίνα (Ασημίνα) Βέγγου με την οποία ήταν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Απέκτησαν μαζί δυο γιους, τον Βασίλη και τον Χάρη. Οι γιοι του τού έδωσαν εγγόνια τα οποία υπεραγαπούσε, όπως επιβεβαιώνει και η γυναίκα του: «Η αγάπη του Θανάση ήταν τόσο μεγάλη για την Νίκη και τον Θανασάκη που σχεδόν έκλαιγε κάθε φορά που άκουγε το όνομά τους. Είχε λατρεία για τα δυο του εγγόνα και τίποτα δεν μπορούσε να την επισκιάσει. Ούτε τα μικροπροβλήματα υγείας. Δεν μπορείτε να καταλάβετε το πάθος του για αυτά».

Σύμφωνα με τον πρωτότοκο γιο του Βασίλη, ο Θανάσης Βέγγος έκανε παρέα «με τον Δημήτρη Νικολαΐδη, την Σούλη Σαμπάχ, τον Γιώργο Λαζαρίδη και τον Ντίνο Κατσουρίδη. Ένας πραγματικός φίλος του είναι ο Γιώργος Σταυρόπουλος. Γενικά θεωρεί το καλλιτεχνικό κύκλωμα λίγο περίεργο και αισθάνεται σαν ψάρι έξω από το νερό».

Θανάσης Βέγγος. Ονειρευόταν, έτρεχε κι αγωνιζόταν


Μια ζωή έτρεχε. Έτρεχε και δούλευε. Έτρεχε, δούλευε και ...ξεσκόνιζε. Έτρεχε, δούλευε, ξεσκόνιζε, ονειρευόταν, αγαπούσε, αγωνιζόταν, λύγιζε, βασανιζόταν, πείσμωνε, δάκρυζε και μας έκανε όλους να γελάμε πολύ. Ο εντιμότατος φίλος μας Αθανάσιος Βέγκος (το πραγματικό του επώνυμο), της Ευδοκίας και του Βασίλη, γεννημένος 29 Μαΐου 1927, στο Νέο Φάληρο, έγινε μεγαλώνοντας ένας πραγματικά καλός άνθρωπος.

Μοναχοπαίδι μιας πολύ φτωχής οικογένειας, ήταν από μικρός πολυτεχνίτης, όπως και στην αγαπημένη του ταινία, όπου υποδύθηκε έναν φτωχό επαρχιώτη στην Αθήνα, που έγινε από σερβιτόρος και φωτογράφος μέχρι βοηθός φαρμακοποιού και διαιτητής αγώνων πυγμαχίας. Στην πραγματική ζωή, ωστόσο, έκανε πολλά περισσότερα από τον «Πολυτεχνίτη και Ερημοσπίτη». Υπήρξε παιδί για όλες τις δουλειές, γαλατάς, βοηθός σε πατάρι επεξεργασίας δερμάτων, χτίστης, πρόθυμος για θελήματα στη γειτονιά και αργότερα φροντιστής, βοηθός παραγωγής και τεχνικός σε ταινίες.

Ο πατέρας του, ήρωας της Εθνικής Αντίστασης, στις τελευταίες μέρες της γερμανικής κατοχής βοήθησε αποφασιστικά τον ΕΛΑΣ να σώσει από την ανατίναξη, που σχεδίαζαν οι Γερμανοί, την Ηλεκτρική Εταιρεία στο Φάληρο, στην οποία εργαζόταν. Ο Θανάσης τότε ήταν ΕΠΟΝίτης και περήφανος γι' αυτό το ηρωικό κατόρθωμα. Μετά την Κατοχή, η πολιτεία εξέφρασε το «ευχαριστώ» της με την απόλυση του πατέρα Βέγγου από τη δουλειά. Λογικό. Ηταν κομμουνιστής. Αυτό ανάγκασε τον Θανάση να βγει στη βιοπάλη και να ξημεροβραδιάζεται στα μεροκάματα για ένα κομμάτι ψωμί. Η τιμωρία όμως δεν τέλειωνε εκεί. Ο γιος του κομμουνιστή έπρεπε να εξοριστεί στο κολαστήριο της Μακρονήσου, για να υπηρετήσει τη θητεία του, ως κρατούμενος.

Μακρόνησος και Θέατρο

Εκεί, μέχρι το 1951, θα ζήσει άπειρους εξευτελισμούς και βασανιστήρια, αλλά θα γνωρίσει και τον Θεοδωράκη, τον Κατράκη, τον Καρούσο, τον Λουντέμη, τον Ρίτσο, τον Κούνδουρο, που «παραθερίζουν» δίπλα του. Ο τελευταίος είχε πει: «Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. "Ζήτα μια χάρη και θα την κάνουμε", μου είπαν. Ζήτησα να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό, έστω και χωρίς φαΐ, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και ξάφνου ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται, κρατώντας κάτι πασσάλους και δυο - τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! "Τι κάνεις;" τον ρωτάω. "Θα πεθάνεις εδώ πάνω" απαντάει σοβαρός και συνεχίζει τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μες στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω».

Ο Κούνδουρος είχε πει πως τρία υπαίθρια θέατρα χτίστηκαν στη Μακρόνησο από το 1947 μέχρι το 1950. Τα έχτισαν οι ίδιοι οι εξόριστοι για την «ιδεολογική αναμόρφωσή τους», με πέτρες που έσπαγαν μόνοι τους από τους βράχους. Σε μια απ' αυτές τις θεατρικές σκηνές της εξορίας ανέβασαν το πρώτο έργο τους, κι έτσι ο Βέγγος δοκιμάστηκε ως ηθοποιός και ύστερα έγινε ο αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος και το χαμόγελό του. Αυτή η τεράστια προσωπικότητα - ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός - με τις 126 ταινίες, που διακρίθηκε για το ορμητικό ταλέντο, την απαράμιλλη εργατικότητα, την ανθρωπιά, το φλεγόμενο πάθος, την παιδική καλοσύνη, την ανιδιοτέλεια, την ταπεινότητα, μας χάρισε χαρά και γέλιο σε εποχές που το είχαμε μεγάλη ανάγκη. Ο «καλός μας άνθρωπος», δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, παραμένει ένας από τους πιο αγαπημένους μας Έλληνες ηθοποιούς και τόσο δικός μας, σαν μέλος της οικογένειάς μας.

«Τα πολλά χέρια κατσιάζουν»

* Υπήρξε άραγε ευτυχισμένος; Είχε πει πως: «Έπρεπε να γεράσω, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά ευτυχία είναι δύο χέρια... Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Χάσιμο χρόνου».

* Χόρτασε άραγε την αγάπη του κόσμου; Λένε πως το 1978, σε ποδοσφαιρικό αγώνα δημοσιογράφων - ηθοποιών, στη Φιλαδέλφεια, πήγαν για να τον δουν πάνω από 40.000 άτομα! Το οχτάστηλο πρωτοσέλιδο της «Αθλητικής» την επομένη ήταν «Ντελίριο 40.000 λαού για τον απίθανο Βέγγο».

* Ποιοι, άραγε, θα μπορούσε να πει πως τον βοήθησαν; Ο Νίκος Κούνδουρος που του άνοιξε το δρόμο της υποκριτικής με τη «Μαγική Πόλη» και τον «Δράκο» και οι Πάνος Γλυκοφρύδης - Ερρίκος Θαλασσινός - Ντίνος Κατσουρίδης, που τον στήριξαν για να υλοποιήσει αυτό που είχε στο μυαλό του, να φτιάξει τις δικές του ταινίες, καλύτερες απ' αυτές που του έδιναν και για να ξεπληρώσει τα χρέη του.

Βέγγος και Σαραμάγκου

Στο βιβλίο μου «Οι Απείθαρχοι» φαντάστηκα τον Θανάση Βέγγο να συναντιέται - κάπου στο σύμπαν - με τον Ζοζέ Σαραμάγκου. Πιστεύω πως αν κατάφερναν να συναντηθούν εν ζωή, θα είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι. Φαντάστηκα λοιπόν τον Σαραμάγκου να λέει: - Με κάνει χαρούμενο ο Θανάσης. Ελεγα κάποτε πως η αληθινή επανάσταση που έχουμε ανάγκη είναι αυτή της καλοσύνης: Κάθε φορά που τον συναντάω, νομίζω πως ξαναδίνει νόημα στην έννοιά της. Αυτός ο άνθρωπος με κάνει να νιώθω βαθιά καλός.

Κάτι λένε ψιθυριστά και γελάνε πολύ. Σχεδόν πάντα ξεκινούν με δάκρυα και κλείνουν με γέλια. Ολο γυρίζει η κουβέντα στον χώρο της εξορίας του, το στρατόπεδο της Μακρονήσου. - Γιατί επιλέγεις πάλι να «ζεις» στο 1949; Τον ρωτάει ο Σαραμάγκου. - Πολλές οι εκκρεμότητες καλέ μου άνθρωπε, αισθάνομαι πως πρέπει να βοηθήσω πολλούς που έχουν ανάγκη. - Θέλεις τσιγάρο; - Δεν καπνίζω. Είμαι αθλητής, λέει καμαρώνοντας. - Τρέξιμο να υποθέσω ε; - Πρωταθλητής ανωμάλου δρόμου, θα πεταγόμουν εγώ. - Γιατί σε εξόρισαν; Απορεί ο συγγραφέας. - Με έστειλαν το 1949 στη Μακρόνησο να ...εκτίσω τη θητεία μου, γιατί ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής. Δεν φοβάμαι, ούτε με κουράζει που με ξεπατώνουν στο κουβάλημα και στο σπάσιμο πέτρας, μόνο τη σκόνη δεν αντέχω. Αυτή να έλειπε. Εκεί παραδίνομαι. - Ναι, ναι, ξεσκονίζει δυο τρεις φορές την ημέρα, τον ενημερώνω... Οχι μόνο την ύπαρξή της δεν αντέχει, αλλά ούτε καν την υποψία της. Μου είπε πως πάντα ξεσκόνιζε το ντεκόρ των ταινιών του, πριν από το γύρισμα κάθε πλάνου. Κάποτε έβαλε το κινηματογραφικό συνεργείο να ξεσκονίσει τις Θερμοπύλες! Το πιστεύεις; Ξεσκόνισε τις Θερμοπύλες! Ο Σαραμάγκου γελάει και συνεχίζει με τις απορίες του. - Θανάση, κάθε φορά που σε βλέπω, νομίζω πως αν και τρέχεις συνέχεια, κάτι υπάρχει που δεν προλαβαίνεις. Υπάρχει πραγματικά κάτι που δεν πρόλαβες να κάνεις και σε στοιχειώνει; - Υπάρχει, ναι, λέει ο Θανάσης, και το είχα πει και στον Κώστα Κακκαβά. Εκανα οικονομία παλιά και δεν έμαθα το τσιγάρο, για να μπορώ να αγοράζω τσιγάρα στον πατέρα μου, που ήταν πολύ φτωχός. Και όταν ήρθε η στιγμή κι έπιασα λεφτά, εκείνος δεν ζούσε για να του προσφέρω λίγο καλύτερη ζωή. Ζοζέ, δεν του πήγαινα τόσα τσιγάρα όσα έπρεπε. Ο Ζοζέ τού σκουπίζει τα δάκρυα κι ο Θανάσης αλλάζει μονομιάς διάθεση. - Δε βαριέσαι. Το έλεγα και σε μια ταινία μου. «Ολα είναι ατμός! Υπογραφή, Θρασύβουλας!». Γελάνε. - Γι' αυτό λέω πάντα: Ζήσε. Ζήσε με καλοσύνη και γέλιο. Γιατί ό,τι και να κάνεις στη ζωή, θα έρθει μια μέρα ο καπετάν-Μιχάλης και θα σου πει: «Μουσιού, γκελ μπουρντά».

Θα μπορούσαν να συζητούν, κοιτώντας με θαυμασμό στα μάτια ο ένας τον άλλον, ενώ μια μαγική γεννήτρια χαρακτήρων από το πουθενά θα έστελνε με υπότιτλους ένα κείμενο του Σαραμάγκου, στο κάτω μέρος του κοινού πλάνου τους: «Η λειτουργία του κόσμου έπαψε να είναι το απόλυτο μυστήριο που ήταν, οι μοχλοί του κακού βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων, για τα χέρια που τους χειρίζονται δεν υπάρχουν πια γάντια ικανά να κρύψουν τις κηλίδες του αίματος».

Podcasts της Σεμίνας Διγενή: Τι έκανες στη Μακρόνησο Θανάση; Η περιπετειώδης ζωή του δημοφιλούς ηθοποιού και σκηνοθέτη Θανάση Βέγγου, καθώς και την άγνωστη εξορία του στη Μακρόνησο, μέσα από εξομολογήσεις του ίδιου και των φίλων του.











Δείτε την ταινία: Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι
ανάλυση κ βίντεο στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης











Βιβλιογραφία
• Συλλογικό έργο, «Θανάσης Βέγγος: ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ», Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου - Αιγόκερως 1992
• Θεόδωρος Έξαρχος, «Έλληνες ηθοποιοί "η γενιά μας" - Έτος γέννησης από 1926 μέχρι 1940, Τόμος τρίτος (A-Λ)», Δωδώνη 2000, σελίδες 63-65
• Γιάννης Σολδάτος, «Ένας άνθρωπος παντός καιρού», Αιγόκερως 2000
• Δημήτρης Κολιοδήμος, «Λεξικό ελληνικών ταινιών από το 1914 μέχρι το 2000», Eκδόσεις Γένους 2001
• Κώστας Παπασπήλιος, «Πινακοθήκη γέλιου: από το Λογοθετίδη και μετά», Εμπειρία Εκδοτική, 2002, ISBN 960-417-002-3, σελίδες 158-167
• Ταχυδρόμος, τεύχος 159, 5 Μαρτίου 2003, σελίδες 34-39
• Μετρό, τεύχος Πέμπτης 2 Δεκεμβρίου 2004, σελίδα 14
• Σωτήρης Κακίσης & Χρήστος Βακαλόπουλος, «Ο Βέγγος δεν είναι κιτς», Αιγαίον 2011 (Λευκωσία) - From Wikipedia, the free encyclopedia
• Θανάσης Βέγγος. Ονειρευόταν, έτρεχε κι αγωνιζόταν, από την πολιτική εφημερίδα Ριζοσπάστης

Δείτε την ταινία: Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι (Ανάλυση κ βίντεο) στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης ΚΑΙ η χρήση της λέξης Αντίχριστος στους κινηματογραφικούς ρόλους του Θανάση Βέγγου

Δείτε: Veggos Vaccine το εμβόλιο που εμπιστευόμαστε διαχρονικά (Video) Την ελληνική παντέντα εμβολίου αναζητά ο Θανάσης Βέγγος


Βιντεο αφιέρωμα στον Καλό μας Άνθρωπο

Βίντεο: Ίσως η πιο συγκλονιστική στιγμή του Θανάση Βέγγου. Η σκηνή που σέρνει το καρότσι με τους νεκρούς στην ανηφόρα, το ύφος του, το βουβό κλάμα κρατώντας στα χέρια το νεκρό παιδί μπροστά στην εκκλησιά, το βλέμμα του... «Καιρός να δεις». Από την σπονδυλωτή ταινία «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» (1976) «Γιατί χαίρεται ο κόσμος» του Ντίνου Κατσουρίδη και «7 χρόνια γύψος» των Πάνου Γλυκοφρύδη, Λ. Αντωνάκου. Σου είπαν ψέματα (Καιρός να δεις) - Μαρία Φαραντούρη, Αντώνης Καλογιάννης, στίχοι, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης από τον δίσκο «Θεοδωράκης διευθύνει Θεοδωράκη νο2» 1971, 1974, 1994 («Romancero Gitan», «Τα τραγούδια του Αντρέα», «Μυθιστόρημα Μυθολογία»).

Σου είπαν ψέμματα πολλά,
ψέμματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέμματα ξανά θα σου πουν,
ψέμματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου, σου κρύβουν την αλήθεια.

Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν,
πού πας με ψεύτικα όνειρα;

Καιρός να σταματήσεις, καιρός να τραγουδήσεις, 
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις, καιρός να δεις.


«Έφυγε» σήμερα το πρωί (03/5/2011) ο Θανάσης Βέγγος, έγραφαν οι σελίδες και τα δελτία των ΜΜΕ. Μεγάλος ηθοποιός αλλά και μεγάλος Άνθρωπος, "ο καλός μας άνθρωπος", ενσάρκωσε σε πολλές ταινίες με τις ερμηνείες του το νεοέλληνα και αγαπήθηκε από όλο τον κόσμο.











Μεγάλος ηθοποιός αλλά και μεγάλος Άνθρωπος,
«ο καλός μας άνθρωπος», ενσάρκωσε σε πολλές
ταινίες με τις ερμηνείες του το νεοέλληνα
και αγαπήθηκε από όλο τον κόσμο.











Η Μηχανή του Χρόνου τιμά τον Θανάση Βέγγο: Αμέσως μετά τον χαμό του προσφιλούς ηθοποιού πολλά ήταν τα αφιερώματα που παρουσιάστηκαν στην Ελληνική Τηλεόραση για τον Θανάση Βέγγο. Αυτό όμως που ξεχώρισε ήταν το αφιέρωμα σε δύο συνέχειες την Κυριακή 8.5.2011 και την Κυριακή 15.5.2011 στις 22.00 της εκπομπής «Μηχανή του Χρόνου» από την ΝΕΤ. Παρουσιάζει την περιπετειώδη ζωή του, από τις φτωχογειτονιές του Φαλήρου, στην εξορία της Μακρονήσου και το κυνήγι για μεροκάματο. Ο Θανάσης για να ζήσει έκανε πολλές δουλειές. Υπήρξε παγοπώλης, γαλατάς, έφτιαχνε τσάντες, και στον κινηματογράφο «σταδιοδρόμησε» αρχικά ως φροντιστής.

Ηθοποιό τον έκανε ο Νίκος Κούνδουρος, ο οποίος μιλά για τον Θανάση της Μακρονήσου και αποκαλύπτει γιατί η σκόνη ήταν ο χειρότερος εχθρός του.

Ο αγαπημένος φίλος του Βέγγου, σκηνογράφος Τάσος Ζωγράφος, στην τελευταία του συνέντευξη, περιγράφει τον αεικίνητο Θανάση, που μέσα στην ταλαιπωρία και τον περιορισμό της εξορίας έβρισκε τρόπο να είναι πάντα γεμάτος θετική ενέργεια.

Στην πρώτη εκπομπή μέσα από μαρτυρίες συνεργατών και φίλων παρουσιάζει τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα του Βέγγου και την δυναμική πορεία του στον κινηματογράφο .

Η δεύτερη, συνεχίζεται με την πτώχευση της κινηματογραφικής εταιρίας, που έβγαλε την οικογένεια Βέγγου στον δρόμο, αλλά και την αναγνώριση του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1971.











Βίντεο: 1995, ο Βέγγος στην Επίδαυρο» Μία ιστορική παράσταση!!! Ο "καλός μας άνθρωπος", ο αξέχαστος και σπουδαίος μας ηθοποιός Θανάσης Βέγγος δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας σαν Τρυγαίος στην Αριστοφανική «Ειρήνη» !!! Και το κοινό, κάτω από το καλοκαιρινό ψιλόβροχο, τον αποθεώνει σε ένα ανεπανάληπτο φινάλε!!!











Ο Βέγγος ακούει απαγορευμένο Θεοδωράκη
Από την σπονδυλωτή, κοινωνικοπολιτική ταινία
«Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» (1976)











Απονεμήθηκαν το βράδυ της Δευτέρας 30/06/2008, τα βραβεία «Πρόσωπα», που τιμούν τους ανθρώπους μπροστά και πίσω από την τηλεοπτική κάμερα. Την παράσταση έκλεψε ο σπουδαίος Θανάσης Βέγγος, ένα πραγματικά κορυφαίο «πρόσωπο» του ελληνικού καλλιτεχνικού χώρου.

Μία φαντασμαγορική βραδιά «πλημμυρισμένη»... αστέρια, λάμψη, χρώματα, χαμόγελα, ήταν αυτή η βραδιά στο «Cine Κεραμεικός». Μία βραδιά πραγματική γιορτή για την ελληνική τηλεόραση και για τους πρωταγωνιστές της, που ξεκίνησε με το ειδικό τιμητικό βραβείο, σε κλίμα συγκίνησης.

«Είναι από τις σπάνιες φορές που ένα βραβείο δεν τιμά αυτόν που το παίρνει, αλλά η αποδοχή αυτού που το λαμβάνει αποτελεί ύψιστη τιμή για τον θεσμό», σημείωσε ο διευθυντής του «ΤV Έθνος» Αντώνης Πρέκας προλογίζοντας τον Θανάση Βέγγο.

«Καλοί μου άνθρωποι!», είπε μόλις ανέβηκε στη σκηνή ο μεγάλος μας ηθοποιός έντονα συγκινημένος και με το κοινό όρθιο να τον χειροκροτεί.
























Ένας Άνθρωπος Παντός Καιρού (2004)

Ένας Άνθρωπος Παντός Καιρού (2004), ταινία του Γιάννη Σολδάτου. Το φιλμ είχε προβληθεί στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, ενώ συμμετείχε και στον διαγωνισμό Κρατικών Βραβείων Ποιότητας 2004 του Υπουργείου Πολιτισμού. Διάρκεια: 75' Είδος: Βιογραφία, Ντοκιμαντέρ.


Στα ασφυκτικά πλαίσια, της φαρσοκωμωδίας μα κι έξω από αυτά, σαν δαιμονική φιγούρα που διασχίζει ασταμάτητα το κινηματογραφικό κάδρο, ο Βέγγος σήκωσε στην πλάτη το μαρτύριο του θεατή του και έπαιξαν μαζί το ρόλο του θύματος. Σαν αποτέλεσμα ήρθε η εξοικείωση με τη συμφορά, που για μια ακόμα φορά καραγκιοζοποιήθηκε κι από παράγοντας δεινών έγινε παράγοντας γέλιου. Ο Βέγγος, παίζοντας το ρόλο του στη σύγχρονη ελληνική τραγωδία, έγινε ο κλόουν της Ιστορίας μας ο πιο αγαπητός, που σκορπάει το γέλιο στα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν, μήπως και καταφέρουν να επιβιώσουν, έστω και λαθραία, έστω και στον ύπνο τους μέσα στ' όνειρο, στην οθόνη του κινηματογράφου. Είναι ο λάθρα βιών Ρωμιός που στο πρόσωπό του, στο πετσί του, καταγράφτηκε η οδύνη του Νεοέλληνα.

Ξεπέρασε το ρεαλισμό, έτρεξε εκατοντάδες μουσκεμένα χιλιόμετρα, σέρνοντας και τον Νεοέλληνα μαζί του, έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας κατάφερε να συλλάβει στην ξέφρενη πορεία του το μέγεθος της παγίδας που του έστησαν θεοί και άνθρωποι. Αλλά άδικα τον κυνηγάνε οι Ολύμπιοι δεν είναι μίασμα είναι ο καλός μας άνθρωπος. Ο Θανάσης στο ξέφρενο τρέξιμό του άφησε πίσω του θεούς και δαίμονες και ανθρώπους που δεν ήθελαν πάντα το καλό του άφησε ακόμα και τον Βέγγο πίσω του.

Ως χαρακτήρας στην οθόνη, πλήρωνε, κάθε φορά, ακριβά το ψωμί που έτρωγε. Πέρασε από πλήθος λαϊκών, κατά κανόνα, επαγγελμάτων και για την εκάστοτε πρόσληψή του έψαξε, έτρεξε, αγχώθηκε, τα 'βαλε με τη μοίρα του, χτύπησε πόρτες, δούλεψε σκληρά όταν τον προσέλαβαν, και πολλές είναι οι περιπτώσεις που τα 'κανε θάλασσα εξαιτίας του πληθωρικού του χαρακτήρα, της κακής του μοίρας, αλλά και εξαιτίας του ίδιου του εργασιακού συστήματος, ιδιαίτερα πρόσφορου στην ανάπτυξη φαρσικών συμπτώσεων και τερατογενών συμβάντων σύστημα πρόσφορο στη διακωμώδηση. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)













FaceBook

Δεν υπάρχουν σχόλια: