της Σοφίας Ντρέκου (Sophia Drekou)
Αρθρογράφος (BSc in Psychology)
Ο Κορωναΐός και οι δυσκολίες μπορεί να μην αφήνουν περιθώρια για σκέψεις που έχουν σχέση με ηρωισμούς, πατριωτισμούς και πράξεις ανιδιοτελείς, όμως η αναρχική, πέρα από κομματική και πολιτικοποιήμενη στάση ζωής της Κυράς της Ρώ, τα παραμερίζει όλα και με σεμνότητα της αποτίουμε φόρο τιμής. Ζούσε φτωχικά, μοναχικά, με αξιοπρέπεια και είχε την Ελλάδα, τον Ελληνισμό ολόκληρο και το νησί της, στην καρδιά της!
Αιωνία η Μνήμη της Ακρίτισσας Ελληνίδας Γερόντισσας.
Η συνέντευξη με τον Φρέντυ Γερμανό: Στο συγκεκριμένο επεισόδιο της σειράς «Εκπομπές που αγάπησα» προβάλλεται η εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού «Πορτραίτο της Πέμπτης» (1976), αφιερωμένη στην ακρίτισσα Δέσποινα Αχλαδιώτη, γνωστή ως Κυρά της Ρω, η οποία ύψωνε την ελληνική σημαία στο νησάκι της Ρω από το 1943 μέχρι το θάνατό της.
Περιέχεται συνέντευξη για τη ζωή και τη δράση της στη Ρω και για το Καστελόριζο. Καλεσμένοι της εκπομπής, ο ναύαρχος Μιχαήλ Ν. Αγαπητός και ο αξιωματικός Νικόλαος Πάγιας. Περιλαμβάνεται επίσης, οπτικοακουστικό υλικό με στιγμιότυπο από τη βράβευση της Δέσποινας Αχλαδιώτη για την προσφορά της από το Πολεμικό Ναυτικό στο Καστελόριζο το 1975.
Δέσποινα Αχλαδιώτη, η Κυρά της Ρω – 13 Μαΐου 1982 | ΕΡΤ
Όπως είχε αναφέρει η ίδια στο αφιέρωμα που της έκανε ο Φρέντυ Γερμανός στην κρατική τηλεόραση: «Η ζωή των Καστελοριζιτών ήταν η βραχονησίδα Ρω, αν οι Τούρκοι την παίρναν δεν θα υπήρχε Καστελόριζο». Η παρουσία της Δέσποινας στην απομακρυσμένη βραχονησίδα στοχοποιήθηκε από τους Τούρκους και συχνά δοκίμαζαν τις αντοχές της. Πρώτη φορά ανέβηκαν και ύψωσαν τη τουρκική σημαία στη Ρω το 1929. Μόλις η Δέσποινα την είδε πήρε ένα λευκό σεντόνι και γαλάζιο ύφασμα και έραψε την ελληνική σημαία. Μαζί με τον άντρα της κατέβασαν την τούρκικη και ύψωσαν την ελληνική.
Απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα από την συνέντευξη
που έδωσε η Κυρά της Ρω στον Φρέντυ Γερμανό το 1976.
που έδωσε η Κυρά της Ρω στον Φρέντυ Γερμανό το 1976.
Είσαι μια χαρά. Σε τρέφει ο βράχος, φαίνεται. Από πότε ήσουν στη Ρω, για πες μου; Πόσα χρόνια;
Το 27 πήγαμε. Το 29 ήρθαν οι Τούρκοι και βάλαν μια σημαία τσίγκινη…
Α, βάλαν οι Τούρκοι μια τσίγκινη σημαία. Αλλά εσύ ήσουν εκεί πέρα.
Πώς! Αφού σου λέω, από το 27 ήμουνα. Ύστερα από δυο χρόνια ήρθαν οι Τούρκοι…
Ναι, πες μου την ιστορία αυτή, δεν το ‘ξερα, ότι βάλαν σημαία οι Τούρκοι, το 29.
Πάνω στο Κάστρο… Και φέραν τη σημαία με δυο ξύλα, τσίγκινη μάλιστα.
Τσίγκινη για να μην την παίρνει ο αέρας…
Ναι. Δύο ξύλα βάλαν. Και βάλαν στην από κάτω τσιμέντα. Για να είναι στερεά.
Γράφουν οι Εικόνες ότι είχαν έρθει οι Τούρκοι το 29 στη Ρω, αλλά επειδή έμενες, εσύ κι ο άντρας σου, πήραν πάλι τη σημαία τους και φύγαν.
Ναι, την πήραν. Αλλά τώρα, ύστερο πάλι που έλειπα… Το έμαθα. Ότι βάλαν σημαία πάλι… Θα μου τα πεις μετά αυτά. Βάλαν τη σημαία, αλλά μετά τη βγάλαν πάλι.
Πες μου εκεί στη Ρω, έμενες περίπου 40 χρόνια, ολομόναχη… με τον άντρα σου;
Όχι, ο άντρας μου πέθανε στις αρχές του 40… και τον πήγαμε στο Καστελόριζο…
Και μετά έμεινες με τη μάνα σου…
Μετά έφερα τη μανίτσα μου, κάθονταν μαζί μου, αλλά δεν καλοέβλεπε. Μετά έγινε ο πόλεμος, έφυγε ο κόσμος… Άστα τα χάλια μου… Έχω…
Έχεις περάσεις πολλά, κυρα-Δέσποινα, αλλά είσαι Ελληνίδα. Κι αυτό είναι το πιο ωραίο. Τα έχεις αντέξει όλα και χαμογελάς…
(η κυρά της Ρω χαμογελάει)
…Μετά από όλα αυτά έχεις χαμόγελο. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο. Πώς επικοινωνούσες με το Καστελόριζο; Είχες τρόπο να επικοινωνείς;
Έρχονταν βάρκες, ψαράδες, και όταν τους έπιανε η κακοσύνη, τους κοίταζα.
Α, τους φύλαγες εκεί πέρα.
Με λίγα λόγια η ζωή των Καστελοριζιών είναι αυτό το νησάκι. Εάν το παίρνασι, το Καστελόριζο δε…
Δε θα υπήρχε. Αλλά ήσουν εκεί πέρα εσύ και δε μπορούσαν να το παίρνασι…
(...)
Δε μου λες, τι ήταν αυτό που σε έκανε για πρώτη φορά να σηκώσεις τη σημαία, κυρα-Δέσποινα;
Έτσι με φώτισε.
Πώς;
Αφού έφυγαν πια οι Ιταλοί, κι ήρθε η Ελλάδα, λέω να σηκώσουμε τη σημαία, τη δική μας, το σταυρό… γιατί αγαπούσα τόσο πολύ την Ελλάδα…
Και κάθε φορά που έβλεπες ένα καράβι, σήκωνες τη σημαία;
Όταν κατέβαινε δικό μας καράβι, σήκωνα τη σημαία και χαιρετούσα, διότι ήτο πλησίως στα δικά μας νερά. Τα τούρκικα πηγαίναν προς την ανατολή. Και όταν έβλεπα κανένα πολεμικό, από μακριά… σφυρούσανε… να τρέχω η κακομοίρα, να τρέχω, να τρέχω…
Στα κατσάβραχα!
Να πάω να σηκώσω τη σημαία!
Εσείς ήσασταν ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού…
Εγώ ήμουν έφεδρος ανθυπολοχαγός και οι επιχειρήσεις που κάναμε ήταν στα νησιά του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου. Το Καστελόριζο το είχα δει το Σεπτέμβριο του 1943 από μακριά, περνώντας έξω από το Καστελόριζο, πηγαίνοντας για επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Και την ημέρα που πέρναγα καιγόταν το Καστελόριζο… τότε που είχε υποστεί το μεγαλύτερο βομβαρδισμό.
Το Σεπτέμβριο του 44 φεύγαμε πάλι για επιχειρήσεις και το πρώτο λιμάνι που πιάσαμε ήταν το Καστελόριζο. Βέβαια, η εντύπωσή μου βλέποντάς το ήταν τραγική, διότι δεν υπήρχε ψυχή επάνω στο Καστελόριζο, ήτανε κατεστραμμένο, καμένο… ούτε γάτα δεν υπήρχε…
Είχαν φύγει οι κάτοικοι;
Είχαν φύγει οι κάτοικοι προ έτους, και μάθαμε ότι είχαν μείνει δύο άνθρωποι, δεν ξέραμε ποιοι ήταν. Όταν φτάσαμε στο Καστελόριζο, με φώναξε ο στρατηγός Τσιγάντες και μου έδωσε εντολή να πάω στη Ρω και να δω τι γίνεται σ’ αυτό το νησί πάνω. Πήραμε μια βενζινάκατο, με τρεις ανθρώπους και πήγα στη Ρω. Όταν βγήκα έξω, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν μια αγελάδα ισχνή.
Τίποτε άλλο;
Τίποτε άλλο. Και ύστερα από λίγο είδα κατσίκια, πολλά. Γυρίζοντας το κεφάλι μου δεξιά, βλέπω μια γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, να φεύγει και να μπαίνει μέσα σε ένα σπίτι. Προχώρησα, κτύπησα την πόρτα και βγαίνει η Δέσποινα η Αχλαδιώτου, μια λεβεντογυναίκα, ηλιοκαμένη, με μεγάλα μάτια, ζωηρά, έξυπνα, διαπεραστικά και μου λέει «τι θέλεις;». Της λέω «κατ’ αρχήν μη φοβάσαι, είμαι Έλλην αξιωματικός, και είμαι και Καστελοριζιός. Λέγομαι Νίκος Πάγιας». Μου λέει «είσαι Καστελοριζιός;». Λέω ναι. Μου λέει «πέρασε» και με βάζει μέσα στο σπίτι της. Κάθομαι εγώ σε μια καρέκλα και τα παιδιά, οι δικοί μου μαζί. Φεύγει, έρχεται ύστερα από λίγο και συνοδεύει μια γρια γυναίκα, ίσαμε 80 χρόνων τυφλή.
Προσθέτει η Κυρά της Ρω: Η μανίτσα μου.
Την οποία τη φέρνει κοντά και της λέει «μάνα το παιδάκι από εδώ είναι Καστελοριζιός. Είναι ο Νίκος ο Πάγιας. Με χαιρέτησε η γιαγιά. Κάθισε δίπλα μου και μου υπέβαλε ερωτήσεις. (…) Όταν τελείωσε η «ανάκριση», σηκώνεται, παίρνει την κυρα-Δέσποινα από το χέρι και επιστρέφει με δύο κεφαλάκια τυρί. Καμωμένα με το γάλα των κατσικιών.
Της Ρω.
Μου το έδωσε για πεσκέσι. Της λέω, «γιαγιά, ευχαριστώ πολύ, είναι πολύ συγκινητικό αυτό το πράγμα, αλλά εγώ δεν μπορώ να το πάρω γιατί δεν μπορώ να τα κουβαλάω. Αλλά σου υπόσχομαι πως θα ξανάρθω, να σας ξαναδώ και τότε να δούμε τι θα κάνουμε. Έφυγα από το νησί, πήγα στο Καστελόριζο, τα ανέφερα στο διοικητή μου, τον αείμνηστο Τσιγάντε, την κατάσταση των γυναικών, οπότε φορτώσαμε μια βενζινάκατο τρόφιμα και τα στείλαμε πάνω στο νησί. Βεβαίως εμείς φεύγαμε μετά από μερικές ώρες. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και μου έχει μείνει είναι ότι φεύγοντας από το Καστελόριζο και ξεκινώντας για τις επιχειρήσεις, περάσαμε από τη Ρω και τη σημαία την είδα εγώ υψωμένη!
Ελληνική σημαία!
Σήμερα, η οικονομική κρίση, η ανεργία, οι μειώσεις μισθών, οι δυσκολίες μας μπορεί να μην αφήνουν περιθώρια για σκέψεις που έχουν σχέση με ηρωισμούς, πατριωτισμούς και πράξεις ανιδιοτελείς, όμως η αναρχική, πέρα από κομματική και πολιτικοποιήμενη στάση ζωής της Κυράς της Ρώ, τα παραμερίζει όλα και με σεμνότητα της αποτίουμε φόρο τιμής. Ζούσε φτωχικά, μοναχικά, με αξιοπρέπεια και είχε την Ελλάδα, τον Ελληνισμό ολόκληρο και το νησί της, στην καρδιά της!
Βιβλιογραφία - Πηγή εδώ » Αέναη επΑνάσταση by Sophia Ntrekou.gr
Το 27 πήγαμε. Το 29 ήρθαν οι Τούρκοι και βάλαν μια σημαία τσίγκινη…
Α, βάλαν οι Τούρκοι μια τσίγκινη σημαία. Αλλά εσύ ήσουν εκεί πέρα.
Πώς! Αφού σου λέω, από το 27 ήμουνα. Ύστερα από δυο χρόνια ήρθαν οι Τούρκοι…
Ναι, πες μου την ιστορία αυτή, δεν το ‘ξερα, ότι βάλαν σημαία οι Τούρκοι, το 29.
Πάνω στο Κάστρο… Και φέραν τη σημαία με δυο ξύλα, τσίγκινη μάλιστα.
Τσίγκινη για να μην την παίρνει ο αέρας…
Ναι. Δύο ξύλα βάλαν. Και βάλαν στην από κάτω τσιμέντα. Για να είναι στερεά.
Γράφουν οι Εικόνες ότι είχαν έρθει οι Τούρκοι το 29 στη Ρω, αλλά επειδή έμενες, εσύ κι ο άντρας σου, πήραν πάλι τη σημαία τους και φύγαν.
Ναι, την πήραν. Αλλά τώρα, ύστερο πάλι που έλειπα… Το έμαθα. Ότι βάλαν σημαία πάλι… Θα μου τα πεις μετά αυτά. Βάλαν τη σημαία, αλλά μετά τη βγάλαν πάλι.
Πες μου εκεί στη Ρω, έμενες περίπου 40 χρόνια, ολομόναχη… με τον άντρα σου;
Όχι, ο άντρας μου πέθανε στις αρχές του 40… και τον πήγαμε στο Καστελόριζο…
Και μετά έμεινες με τη μάνα σου…
Μετά έφερα τη μανίτσα μου, κάθονταν μαζί μου, αλλά δεν καλοέβλεπε. Μετά έγινε ο πόλεμος, έφυγε ο κόσμος… Άστα τα χάλια μου… Έχω…
Έχεις περάσεις πολλά, κυρα-Δέσποινα, αλλά είσαι Ελληνίδα. Κι αυτό είναι το πιο ωραίο. Τα έχεις αντέξει όλα και χαμογελάς…
(η κυρά της Ρω χαμογελάει)
…Μετά από όλα αυτά έχεις χαμόγελο. Αυτό είναι το πιο σπουδαίο. Πώς επικοινωνούσες με το Καστελόριζο; Είχες τρόπο να επικοινωνείς;
Έρχονταν βάρκες, ψαράδες, και όταν τους έπιανε η κακοσύνη, τους κοίταζα.
Α, τους φύλαγες εκεί πέρα.
Με λίγα λόγια η ζωή των Καστελοριζιών είναι αυτό το νησάκι. Εάν το παίρνασι, το Καστελόριζο δε…
Δε θα υπήρχε. Αλλά ήσουν εκεί πέρα εσύ και δε μπορούσαν να το παίρνασι…
(...)
Δε μου λες, τι ήταν αυτό που σε έκανε για πρώτη φορά να σηκώσεις τη σημαία, κυρα-Δέσποινα;
Έτσι με φώτισε.
Πώς;
Αφού έφυγαν πια οι Ιταλοί, κι ήρθε η Ελλάδα, λέω να σηκώσουμε τη σημαία, τη δική μας, το σταυρό… γιατί αγαπούσα τόσο πολύ την Ελλάδα…
Και κάθε φορά που έβλεπες ένα καράβι, σήκωνες τη σημαία;
Όταν κατέβαινε δικό μας καράβι, σήκωνα τη σημαία και χαιρετούσα, διότι ήτο πλησίως στα δικά μας νερά. Τα τούρκικα πηγαίναν προς την ανατολή. Και όταν έβλεπα κανένα πολεμικό, από μακριά… σφυρούσανε… να τρέχω η κακομοίρα, να τρέχω, να τρέχω…
Στα κατσάβραχα!
Να πάω να σηκώσω τη σημαία!
Ο πρώην έφεδρος ανθυπολοχαγός του Ιερού Λόχου, Νίκος Πάγιας,
από το αφιέρωμα της ΕΡΤ στην Κυρά της Ρω (13.05.1982),
μιλάει στον Φρέντυ Γερμανό για την κυρά της Ρω
Εσείς ήσασταν ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού…
Εγώ ήμουν έφεδρος ανθυπολοχαγός και οι επιχειρήσεις που κάναμε ήταν στα νησιά του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου. Το Καστελόριζο το είχα δει το Σεπτέμβριο του 1943 από μακριά, περνώντας έξω από το Καστελόριζο, πηγαίνοντας για επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Και την ημέρα που πέρναγα καιγόταν το Καστελόριζο… τότε που είχε υποστεί το μεγαλύτερο βομβαρδισμό.
Το Σεπτέμβριο του 44 φεύγαμε πάλι για επιχειρήσεις και το πρώτο λιμάνι που πιάσαμε ήταν το Καστελόριζο. Βέβαια, η εντύπωσή μου βλέποντάς το ήταν τραγική, διότι δεν υπήρχε ψυχή επάνω στο Καστελόριζο, ήτανε κατεστραμμένο, καμένο… ούτε γάτα δεν υπήρχε…
Είχαν φύγει οι κάτοικοι;
Είχαν φύγει οι κάτοικοι προ έτους, και μάθαμε ότι είχαν μείνει δύο άνθρωποι, δεν ξέραμε ποιοι ήταν. Όταν φτάσαμε στο Καστελόριζο, με φώναξε ο στρατηγός Τσιγάντες και μου έδωσε εντολή να πάω στη Ρω και να δω τι γίνεται σ’ αυτό το νησί πάνω. Πήραμε μια βενζινάκατο, με τρεις ανθρώπους και πήγα στη Ρω. Όταν βγήκα έξω, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν μια αγελάδα ισχνή.
Τίποτε άλλο;
Τίποτε άλλο. Και ύστερα από λίγο είδα κατσίκια, πολλά. Γυρίζοντας το κεφάλι μου δεξιά, βλέπω μια γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, να φεύγει και να μπαίνει μέσα σε ένα σπίτι. Προχώρησα, κτύπησα την πόρτα και βγαίνει η Δέσποινα η Αχλαδιώτου, μια λεβεντογυναίκα, ηλιοκαμένη, με μεγάλα μάτια, ζωηρά, έξυπνα, διαπεραστικά και μου λέει «τι θέλεις;». Της λέω «κατ’ αρχήν μη φοβάσαι, είμαι Έλλην αξιωματικός, και είμαι και Καστελοριζιός. Λέγομαι Νίκος Πάγιας». Μου λέει «είσαι Καστελοριζιός;». Λέω ναι. Μου λέει «πέρασε» και με βάζει μέσα στο σπίτι της. Κάθομαι εγώ σε μια καρέκλα και τα παιδιά, οι δικοί μου μαζί. Φεύγει, έρχεται ύστερα από λίγο και συνοδεύει μια γρια γυναίκα, ίσαμε 80 χρόνων τυφλή.
Προσθέτει η Κυρά της Ρω: Η μανίτσα μου.
Την οποία τη φέρνει κοντά και της λέει «μάνα το παιδάκι από εδώ είναι Καστελοριζιός. Είναι ο Νίκος ο Πάγιας. Με χαιρέτησε η γιαγιά. Κάθισε δίπλα μου και μου υπέβαλε ερωτήσεις. (…) Όταν τελείωσε η «ανάκριση», σηκώνεται, παίρνει την κυρα-Δέσποινα από το χέρι και επιστρέφει με δύο κεφαλάκια τυρί. Καμωμένα με το γάλα των κατσικιών.
Της Ρω.
Μου το έδωσε για πεσκέσι. Της λέω, «γιαγιά, ευχαριστώ πολύ, είναι πολύ συγκινητικό αυτό το πράγμα, αλλά εγώ δεν μπορώ να το πάρω γιατί δεν μπορώ να τα κουβαλάω. Αλλά σου υπόσχομαι πως θα ξανάρθω, να σας ξαναδώ και τότε να δούμε τι θα κάνουμε. Έφυγα από το νησί, πήγα στο Καστελόριζο, τα ανέφερα στο διοικητή μου, τον αείμνηστο Τσιγάντε, την κατάσταση των γυναικών, οπότε φορτώσαμε μια βενζινάκατο τρόφιμα και τα στείλαμε πάνω στο νησί. Βεβαίως εμείς φεύγαμε μετά από μερικές ώρες. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση και μου έχει μείνει είναι ότι φεύγοντας από το Καστελόριζο και ξεκινώντας για τις επιχειρήσεις, περάσαμε από τη Ρω και τη σημαία την είδα εγώ υψωμένη!
Ελληνική σημαία!
Σήμερα, η οικονομική κρίση, η ανεργία, οι μειώσεις μισθών, οι δυσκολίες μας μπορεί να μην αφήνουν περιθώρια για σκέψεις που έχουν σχέση με ηρωισμούς, πατριωτισμούς και πράξεις ανιδιοτελείς, όμως η αναρχική, πέρα από κομματική και πολιτικοποιήμενη στάση ζωής της Κυράς της Ρώ, τα παραμερίζει όλα και με σεμνότητα της αποτίουμε φόρο τιμής. Ζούσε φτωχικά, μοναχικά, με αξιοπρέπεια και είχε την Ελλάδα, τον Ελληνισμό ολόκληρο και το νησί της, στην καρδιά της!
Αιωνία η Μνήμη της Ακρίτισσας Ελληνίδας Γερόντισσας.
Βιβλιογραφία - Πηγή εδώ » Αέναη επΑνάσταση by Sophia Ntrekou.gr
Βίντεο αφιέρωμα στην αναρχική/ακομμάτιστη Γυναίκα, Δέσποινα
ή μεγαλοφώνως Η ΚΥΡΑ της ΡΩ από την Αέναη Επανάσταση:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου