π. Γεώργιος Μεταλληνός: Επιστήμη και ηθική σε περιόδους κρίσης. Πίστη και Επιστήμη στην Ορθόδοξη Γνωσιολογία και Μεθοδολογία

epistimh-kai-Hthikh-se-periodous-krisis-Metallhnos«Aenai-EpAnastasi
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών 

Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

Αναμφίβολα και δικαίως κατέχει τον τίτλο ενός εκ των συγχρόνων σπουδαιοτέρων θεολόγων. Ο Αιδεσ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, Ομότ. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι αποδεκτός και σεβαστός από τον επιστημονικό κόσμο παγκοσμίως για την σοφία, την κατάρτισή του και το περισπούδαστο έργο του. 

Θεωρούμε όμως σημαντικότερο απ' όλα την αγάπη του πιστού λαού προς το πρόσωπό του εξαιτίας της πιστότητάς του προς την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας και την απλότητα του χαρακτήρος του. Οι λόγοι του πλήρεις εκ της υψηλής Θεολογίας των Αγίων Πατέρων και συγχρόνως ανεπιτήδευτοι ώστε να γίνονται αντιληπτοί από όλους.

Στην πορεία του ο κόσμος έχει γνωρίσει πολλές κρίσεις. Η κρίση στην ουσία της είναι η ανατροπή των κανονικοτήτων της ιστορικής συνέχειας, με ανωμαλίες και δυσχέρειες, συχνά αδυσώπητες, και πολυειδείς κινδύνους. Η κρίση γίνεται περισσότερο αισθητή, όταν σχετίζεται με οικονομικά προβλήματα. Δεν είναι όμως μόνο οικονομική, διότι με αυτήν διασαλεύεται όλη η κοινωνική τάξη, σε άμεση συνάρτηση με την ηθική σφαίρα, που διέπει τις δομές μίας κοινωνίας.

by Sophia-Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση

«ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ ΚΡΙΣΗΣ»

Τοῦ πρωτοπρ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,
Ὁμοτ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

α) Ἡ κρίση

Στὴν πορεία του ὁ κόσμος ἔχει γνωρίσει πολλὲς κρίσεις. Ἡ κρίση στὴν οὐσία της εἶναι ἡ ἀνατροπὴ τῶν κανονικοτήτων τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, μὲ ἀνωμαλίες καὶ δυσχέρειες, συχνὰ ἀδυσώπητες, καὶ πολυειδεῖς κινδύνους. Ἡ κρίση γίνεται περισσότερο αἰσθητή, ὅταν σχετίζεται μὲ οἰκονομικὰ προβλήματα. Δὲν εἶναιὅμως μόνο οἰκονομική, διότι μὲ αὐτὴν διασαλεύεται ὅλη ἡ κοινωνικὴ τάξη, σὲ ἄμεση συνάρτηση μὲ τὴν ἠθικὴ σφαῖρα, ποὺ διέπει τὶς δομὲς μίας κοινωνίας.

Ἡ σημερινὴ κρίση, ποὺ διερχόμεθα ὡς Ἕλληνες, ἔχει κύριο αἴτιο κατὰ γενικὴ ὁμολογία τὴ χρεωκοπία τῆς ἡγεσίας, κυρίως τῆς πολιτικῆς, ποὺ ὑπηρετεῖ τὰσυμφέροντα τῆς νέας παγκόσμιας τάξης, στὸ ὄνομα τῆς ὁποίας ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία της εἰς βάρος τῆς εὐστάθειας τῆς Χώρας. Γενικὴ εἶναι ἡ συναίσθηση, ὅτι ζοῦμε σὲ ἕνα κόσμο «τραγικὰ παράλογο καὶ παράλογα τραγικό», ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν βαναυσότητα τῆς μετανεωτερικότητας, παρόλη τὴ μεγαλαυχία καὶμεγαλοστομία της. Ὁ πολιτισμὸς τῆς μετανεωτερικῆς κοινωνίας κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν ἄκρατο ὠφελιμισμό, τὴν ἀπληστία καὶ κατὰ συνέπεια τὴν ἀδικία, τὴν εἰδωλολατρία δηλαδὴ τῆς φιλαργυρίας (πρβλ. Α´ Τιμ. 6,10), καὶ γι᾽ αὐτὸ καταντᾶ «πολιτισμὸς » ἀφιλάνθρωπος.

Κάθε κρίση, ἀτομικὴ ἢ κοινωνική, γιὰ ἕνα ἱστορικὸ θεολόγο εἶναι πάντα συνέπεια τῆς πτωτικότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἐσωτερικῆς του ἀλλοτρίωσης, διότι, ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, «χωρὶς Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται». Κυρίαρχο θέμα τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 20οῦ αἰώνα εἶναι ὁ«θάνατος τοῦ Θεοῦ», ποὺ σημαίνει τὴν ἀποσύνδεση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴ δαιμονοποίηση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ.

Κατὰ τὸ νεώτερο Ἅγιο π. Ἰουστῖνο (Πόποβιτς) «ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Ἀναγέννησιν ἕως σήμερον μετεβλήθη εἰς ἐργαστήριον ρομπότ... Δὲν ὑπῆρξεν ἐπὶ τοῦπλανήτου... ἀπανθρωπότερος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ εὐρωπαϊκὸ ρομπότ... Ἄνθρωπος χωρὶς Θεὸν καὶ χωρὶς ψυχὴν... Ἀφοῦ ἐφόνευσε τὸν Θεὸν καὶ τὴν ψυχὴν μέσα του ὁ τύπος κάθε εὐρωπαίου ἀνθρώπου… βαθμηδὸν αὐτοκτονεῖ, διότι ἡ αὐτοκτονία εἶναι ὁ ἀναπόφευκτος ἀκόλουθος τῆς θεοκτονίας».

Εἶναι, βέβαια, γεγονός, ὅτι ἡ κατάσταση τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἔχει μία ἰδιαιτερότητα σὲ σχέση μὲ παλαιότερες κρίσεις, διότι ἡ Χώρα μας συμμετέχει σὲ μία Οἰκονομικὴ καὶ Νομισματικὴ Ἕνωση καὶ ἐντάχθηκε σ᾽ αὐτήν, ὅπως διατείνονται οἱ Πολιτικοί μας Ἡγέτες, γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ εὐημερία της. Καὶ ὅμως ἀπὸ τὴν προσδοκώμενη κοινωνία ἀπόλαυσης, προέκυψε μία κοινωνία δυσπραγίας, ἀθλιότητας καὶ φόβου. Μολονότι ὁ νεοφιλελευθερισμός ἔχει ἀποβεῖ ἡ θρησκεία τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τὸ 20% τοῦ παγκόσμιου πληθυσμοῦ νὰ κατέχει τὸ 83% τοῦ παγκόσμιου πλούτου.

Ἡ Εὐρώπη κατάντησε τριτοκοσμικὴ στὸ νότιο μέρος της, ἐνῶ καλπάζει ἡ φτώχεια καὶ ἐξαθλίωση. Ἡ οἰκονομικὴ κρίση ἔχει ἐπιπτώσεις σ᾽ ὅλους τούς χώρους τοῦ δημόσιου βίου καὶ σ᾽ ὅλες τὶς δομὲς του (παιδεία, ὑγεία, οἰκογένεια, νεολαία, μέχρι καὶ τὴν οἰκολογία). Ἰδιαίτερα αἰσθητὴ εἶναι στὴν ψυχικὴ ὑγεία καὶ εὐεξία τῶν νέων, διότι ὁ ἐφιάλτης τῆς ἀνεργίας, ποὺ πλανᾶται, ἡ φτώχεια, ὁ φόβος τῆς κατάθλιψης καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ μέλλοντος ἀφήνουν βαθειὰ σημάδια στὴν ψυχὴ τῶν νέων καὶ τῶν παιδιῶν, ποὺ βιώνουν τὴν δυσπραγία τῶν γονέων τους, μὲ ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία μίας γενεᾶς ψυχικά ἀσθενῶν, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ γενοκτονία.

β) Ἡ ἐπιστήμη

Τὸ ἐρώτημα, ποὺ τιμητικὰ γιὰ μένα μοῦ τέθηκε, εἶναι ἡ θέση τῆς ἐπιστήμης στὸν κυκεώνα τῆς κρίσης, καὶ θὰ τὸ προσεγγίσω ὄχι μόνο ὡς ὀρθόδοξος Κληρικός, ἀλλὰ ὡς διάκονος καὶ τῆς ἐπιστήμης. Θὰ ἀρχίσω μὲ μία κοινοτοπία: Ἡ ἐπιστήμη εἶναι μία καὶ ἑνιαία, διότι καὶ τὸ ὑποκείμενό της, ὁ κόσμος τῶν φαινομένων, εἶναι ἑνιαῖος. Ἡ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας νὰ συλλάβει τὸ σύνολο τοῦ ἐπιστητοῦ, ὁδήγησε στὸν ἐπιμερισμὸ τῆς ἐπιστήμης σὲ πολλὰ εἴδη.

Ἔτσι ὁ ὅρος «ἐπιστήμη» χρησιμοποιεῖται ἐδῶ μὲ ἀναφορὰ σ᾽ ὅλους τους κλάδους, ὡς μέρη ἑνὸς ὅλου, ποὺ πρέπει νὰ διατηρεῖ τὴν ἑνότητά του μέσα στὴν εὐρύτητα τοῦ φάσματός του καὶ τὴν ποικιλία τῶν φορέων του. Ἀκριβῶς δέ, μὲ τὰ πρόσωπα καὶ τὸ ἦθος τῶν φορέων της συναρτᾶται καὶ ἡ καταξίωση ἢ ἡἀπαξίωσή της.
  • Ἡ ἐπιστήμη στὸ σύνολό της εἶναι λειτουργία κοινωνική, ἀναδεικνυόμενη μέσα στὸ κοινωνικὸ γίγνεσθαι καὶ ποτὲ ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτό.
Ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία, ὡς «εὐλογία φιλαδελφείας» κατὰ τὸν ἐπιστήμονα Μ. Βασίλειο (ΡG 31,1024 D) καὶ διαμορφώνει τελικὰ τὸν ἀνθρώπινο βίο ὡς καθαρὰ κοινωνικὴ δύναμη. Συνεπῶς, ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἡ δὲ ἔρευνα διεξάγεται γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου, ὡς προσώπου καὶ κοινωνίας. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἡ ἐπιστήμη συμμετέχει στοὺς προβληματισμοὺς τῆς κοινωνίας καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴ γνησιότητά της, ὅταν ἀνταποκρίνεται στὴν ἀντιμετώπισή τους.

γ) Κρίση καὶ Ἐπιστήμη

Ἡ κρίση, κυρίως στὴν οἰκονομικὴ ἔκφρασή της, δὲν ἀφήνει ἀνεπηρέαστη καὶ τὴν ἐπιστήμη. Ἡ οἰκονομικὴ στενότητα καὶ πίεση ἐπηρεάζει τὴν ὁμαλὴ πορεία της, ἀφοῦ ἡ ἔρευνα ἀπαιτεῖ χρηματοδότηση καὶ τὰ κατάλληλα ὑλικοπνευματικὰ μέσα. Οἱ ἐρευνητικὲς δραστηριότητες, ὅταν λείπουν τὰ μέσα, ἐπιβραδύνονται ἢ καὶ ματαιώνονται, ἡ δὲ ἀνεργία παραλύει καὶ τὸν ἐπιστημονικὸ χῶρο σ᾽ ὅλες τὶς δραστηριότητές του. Αὐτὸ ζοῦμε σήμερα. Ἐρευνητικὰ προγράμματα καρκινοβατοῦν ἢ ματαιώνονται, οἱ ἀδιόριστοι δὲ ἐπιστήμονες, ἰδιαίτερα οἱ πανεπιστημιακοί, ἀναγκάζονται νὰ μεταναστεύσουν.

Ἤδη περὶ τοὺς 750 καθηγητὲς τῶν ΑΕΙ και ΤΕΙ ἀναζητοῦν ἐργασία ἐκτὸς Ἑλλάδος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι λαμπροὶ ἐπιστήμονες χάνονται γιὰ τὴ Χώρα μας, ἀφοῦ συνήθως φεύγουν οἱ καλύτεροι, τὰ δὲ ἑλληνικὰ Ἀνώτατα Πνευματικὰ Ἱδρύματα ὁδηγοῦνται σὲ ἀσφυξία. Τὸ κακὸ ἔχει φθάσει σὲ τέτοια ὀξύτητα, ὥστε νὰ γίνεται λόγος στὸν Τύπο γιὰ τὸ «τέλος τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὴν Ἑλλάδα». Τὸ κλείσιμο τοῦ βιβλιοπωλείου τῆς «Ἑστίας», ἐξ ἄλλου, μετὰ ἀπὸ 129 χρόνια λειτουργίας καὶ ὑψηλῆς πνευματικῆς προσφορᾶς, εἶναι μία κραυγαλέα περίπτωση, ποὺ τεκμηριώνει τὴν ἔκταση τῆς δικῆς μας κρίσης.

δ) Ἐπιστήμη καὶ Κρίση

Ὑπάρχει ὅμως καὶ τραγικότερη ὄψη τοῦ προβληματισμοῦ μας: Εἶναι ἡ ἀνάμειξη καὶ συμμετοχὴ τῆς ἐπιστήμης στὴν κρίση, ποὺ ἀποβαίνει τελικὰ ἕνας τῶν συντελεστῶν της. Ἔχει, ὄχι ἀδικαιολόγητα, διατυπωθεῖ τὸ ἐρώτημα: «Κρίση τῆς κοινωνίας ἢ κρίση τῆς ἐπιστήμης;», πού προϋποθέτει τὴν συνενοχὴ καὶ τῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴν ἐπίταση τοῦ κοινωνικοῦ κακοῦ. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ, ὅταν ἡ ἐπιστήμη ἀποβάλλοντας τὸν ἠθικὸ ὁπλισμό της, δὲν μπορεῖ νὰ συμβάλει στὴ διατήρηση τῆς κοινωνικῆς ἑνότητας καὶ συνοχῆς.

Τὸ ἔργο τῆς ἐπιστήμης εἶναι σὲ κάθε περίπτωση φιλάνθρωπο, στοχεύοντας ὄχι μόνο τὴν διανοητική, ἀλλὰ καὶ τὴν ἠθικὴ προαγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων του. τραγωδία καὶ πτώση τοῦ διακόνου τῆς ἐπιστήμης ἀρχίζει μὲ τὴν αὐταπάτη τῆς ὀρθολογικότητας, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς φυσίωσής του, ὡς αὐτοεμπιστοσύνης, ὑπερτροφικῆς δηλαδὴ ἀνάπτυξης τοῦ αὐτοσυναισθήματός του.

Ἡ θεοποίηση τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἀδυνατεῖ νὰ παγιώσει μία φιλάνθρωπη διάθεση, ποὺ θεμελιώνεται στὴν προτεραιότητα τοῦ ἀνθρώπου, στὴ διακονία τοῦ ὁποίου, ὅπως εἰπώθηκε, εἴμαστε ἐπιστρατευμένοι. Στήν περίπτωση ὅμως αὐτὴ, ἡ ἐπιστήμη δὲν ἀποβαίνει μόνο ἀναποτελεσματική, ἀλλὰ συχνὰ καὶ ἐπικίνδυνη, δυσχεραίνοντας τὴν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων τῆς κοινωνίας. Ἐδῶ ἰσχύει τὸ εὐαγγελικό: «Ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;» (Ματθ. 5,13).

Ἀφιλάνθρωπη εἶναι ἡ λεγομένη «κακὴ χρήση» τῆς ἐπιστήμης, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀπαξίωση καὶ αὐτοκατάργησή της. Εἶναι δὲ κακή, ὅταν γίνεται «χρήση» τῶν πορισμάτων τῆς ἐπιστήμης γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση σκοπῶν ἰδιοτελῶν καὶ -συνεπῶς- ἀνόμων συμφερόντων. Κακὴ ὅμως εἶναι καὶ ἡ χρήση τοῦ Οὐσιαστικοῦ μόχθου τῶν αὐθεντικῶν ἐπιστημόνων γιὰ ἀτομικὸ ὄφελος, ὅπως εἶναι τὸ κέρδος.

Πρόκειται τότε γιὰ ἐμπορευματοποίηση τῆς ἐπιστήμης. Τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀμερικανοῦ ἐπιστήμονος, γερμανικῆς καταγωγῆς, Τζούλιους Ρόμπερτ Ὀπενχάϊμερ (1904-1967), τοῦ πατέρα τῆς ἀτομικῆς βόμβας καὶ ἀπὸ τοὺς βασικοὺς συντελεστὲς τῆς ὁπλικῆς κυριαρχίας τῆς Νεοεποχίτικης Ὑπερδύναμης, εἶναι μία ἀπὸ τὶς χαρακτηριστικότερες συγκρούσεις τοῦ ἐπιστήμονα μὲ τὶς δυνάμεις, ποὺ ἐκμεταλλεύθηκαν κυριολεκτικὰ τὴν ἀνακάλυψή του. Διότι, ὅπως ἔχει τονισθεῖ, ὁ Ὀπενχάϊμερ «ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἐπιστήμονες, ποὺ ἀναγκαστικὰ προβληματίσθηκε, ἀπὸ φιλοσοφικὴ καὶ κοινωνιολογικὴ ἄποψη, γιὰ τὶς ἐπιπτώσεις τῆς ἀτομικῆς ἐνέργειας στὴν ἀνθρωπότητα, ἀφιέρωσε μάλιστα, ἀντιπαλαίοντας τὴν παλαιότερη δράση του, στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του στὴν ἀναζήτηση τρόπων γιὰ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς κοινωνίας» (Παγκόσμιο Βιογραφικὸ Λεξικό, τ. 8,13).

Τὰ ναζιστικὰ πειράματα, ἐξ ἄλλου, πού -mutatis mutandis- συνεχίζονται καὶ σήμερα, εἶναι ἡ ἀπανθρωπότερη χρήση τῆς ἐπιστήμης, ὅταν βλέπει τὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὡς «ζῶον θεούμενον» (ἔμβιον ὄν, ποὺ ἔχει προορισμὸ νὰ γίνει θεὸς κατὰ χάρη), ἀλλὰ ὡς πειραματόζωο.

Τὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ ἐπιστήμονα διασώζει τὴ δυνατότητα νὰ μείνει πιστὸς στὴν ἀποστολή του, συνειδητοποιώντας τὰ ὅρια τῶν ἐγχειρημάτων του. Αὐτὸγίνεται ἰδιαίτερα ἀντιληπτὸ στὴν περίπτωση τοῦ θανάτου. Ἡ παράταση τοῦ ὁρίου τῆς ζωῆς (ἄλλο ἡ θεραπεία), ἀποδεικνύεται τελικὰ φενάκη, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ἁπλῆ μετάθεση τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὄχι καὶ γιὰ νίκη πάνω σ᾽ αὐτόν. Ἡ πίστη, ποὺ ἐμπνέει στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ ἐπιστήμη γιὰ ὑπέρβαση τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου, προϋποθέτει τὴν ἀντίληψη περὶ παντοδυναμίας τῆς ἐπιστήμης. 

Αὐτὸ ἰσχύει, ἰδιαίτερα στήν περίπτωση τῆς τεχνολογίας, ποὺ προσλαμβάνει, οἱονεί, μαγικὸ χαρακτήρα. Παρὰ τὴν ἐκπληκτικὴ ὅμως πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου δὲν καλύπτονται ἐντελῶς, οὔτε τὰ προβλήματα περιορίζονται. Ἀντίθετα προκύπτει ἡ ὑποκατάσταση ἐργατικῶν χειρῶν, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀνεργία ἢ τὴν ἐξυπηρέτηση πολεμικῶν στόχων, ὅπως λ.χ. ἡ ὑποκίνηση ἐμφυλίων συρράξεων γιὰ τὸν πλουτισμὸ τῶν διαχειριζομένων τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα καὶ τὴν πρόοδό της. Ἤδη ὁ Ζάν Ζὰκ Ρουσσώ εἶχε προβλέψει, ὅτι «ὅσο περισσότερος τεχνολογικὸς πολιτισμός, τόσο περισσότερη δυστυχία». Αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν διασαλευθοῦν οἱ ἀναγκαῖες ἰσορροπίες.

Ἡ ἐπιστήμη κινεῖται στὰ ὅρια μίας διπλῆς δυνατότητας: ἢ τῆς διευκόλυνσης τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἢ τῆς ἀπειλῆς γιὰ ἀλλοίωση τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς ὡς τὴν τελικὴ ἐξαφάνισή της. Ἔλεγε ἕνας ἀληθινὰ σοφὸς Πνευματικὸς-Γέροντας, ὅτι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ περιμένουμε τὸ τέλος τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό, διότι μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε μόνοι μας! Κρίση, συνεπῶς, παράγει καὶ ἡ ἐπιστήμη, ὅταν χειραγωγεῖ τὴν κοινωνία σὲ ἐνέργειες ἀντιανθρωπιστικὲς καὶ ἀντικοινωνικές. Τότε ἰσχύει τὸ ἀποδιδόμενο στὸν Πλάτωνα: «Ἐπιστήμη χωριζομένη ἀρετῆς, πανουργία, οὐ σοφία». Ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι, ὄχι σπάνια, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς ἔπαρσης, ποὺ δημιουργεῖ ἡ ὑπέρμετρη ἐμπιστοσύνη στὴν ἐπιστήμη, ὁ ἄνθρωπος στεγνώνει συναισθηματικά, ἀποβάλλοντας κάθεἀνθρώπινο συναίσθημα καὶ μηχανοποιεῖται.

Ἡ ἀθέτηση τῶν ὁρίων τῆς γνώσης γιὰ τοὺς ἀρχαίους προγόνους μας ἦταν «ὕβρις». Ἔλεγα κάποτε σὲ ἕνα μεγάλο ἀστροφυσικὸ σὲ τηλεοπτικὴ συζήτηση, ὅτι δικό του ἔργο δὲν εἶναι νὰ διαπιστώσει, ἂν ὑπάρχει Θεὸς ἢ δὲν ὑπάρχει, διότι τότε αὐτοκαταργεῖται ὡς ἐπιστήμων καὶ κάνει μεταφυσική. Ἔργο δικό του εἶναι ἡ πληροφόρηση τῶν μὴ εἰδικῶν γιὰ τὸ τί ἀκολούθησε τὸ Big Bang, καὶ ὄχι τὸ ἂν καὶ τί προηγήθηκε. Αὐτὸ εἶναι ἔργο τῆς ἐπιστήμης τοῦ Ἀκτίστου καὶ τῶν εἰδικῶν αὐτοῦ τοῦ χώρου, δηλαδὴ τῶν Ἁγίων. Αὐτοὺς τοὺς προβληματισμοὺς ἀντιμετωπίζοντας ὁ Κομφούκιος, δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐξυψώνει τὴν ἐπιστήμη καὶ ὄχι ἡ ἐπιστήμη τὸν ἄνθρωπο, κάτι ποὺ θά ἀναδιατυπώσει καὶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης μὲ τὸ δικό του σοφὸ ρωμαίϊκο τρόπο: «Ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα καὶ ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπο»!

Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάτι χειρότερο: Εἶναι ἡ χρήση τῶν ἐπιστημόνων ἀπὸ τὶς δυνάμεις, ποὺ παράγουν τὶς κρίσεις, λειτουργώντας καταλυτικὰ καὶ καταστροφικὰ στὴν κοινωνία. Ὄργανά τους γίνονται οἱ ἐπιστήμονες ἐκεῖνοι, ποὺ συνειδητὰ αὐτοπαραδίδονται στὴν ἄνομη πολιτικὴ ἢ οἰκονομικὴ ἐξουσία, διαθέτοντας τὴ γνώση καὶ τὰ ἐπιτεύγματά τους σὲ ἐπιχειρήσεις, ποὺ μολύνουν τὸ περιβάλλον, νοθεύουν τὴν αἰσθητική μας, νεκρώνουν τὴν ψυχή μας, προωθώντας τὴ βία καὶκραταιώνοντας τὸν θάνατο καὶ τὴν ἐξόντωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐπιστήμονας τότε καταντᾶ μισθοφόρος τῆς κατεστημένης ἐξουσίας καὶ ὑποχείριό της.

Μία ἀξιοπρόσεκτη περίπτωση στὴν κατεύθυνση αὐτή, ποὺ ἀπασχολεῖ τὴν ἐπιστήμη τῆς Ἠθικῆς καὶ τῆς Θεολογίας, ἀφορᾶ στὴν κλωνοποίηση. Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ἡ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ μεταφέρεται «ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, στὸ ἐργαστηριακὸ περιβάλλον καὶ νὰ ὑποκαθίστανται οἱ φυσικοὶ νόμοι μὲ κριτήρια ἀτομικῆς λογικῆς. Ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι, δὲν γεννιέται μόνο ἀπὸ γονεῖς, ἀλλὰ καὶ ἀποφασίζεται ἀπὸ τεχνίτες». Τοῦτο συμβαίνει, ὅταν λησμονεῖται, ὅτι «ὁ ἄνθρωπος δὲν γίνεται ἄνθρωπος σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ εἶναι ἄνθρωπος σὲ κάθε φάση τῆς πορείας του ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψης» (Γ. Μαντζαρίδης), καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψης ζεῖ καὶ νοεῖται μέσα στὴν προοπτική τῆς αἰωνιότητας.

Αὐτοκατάργηση τοῦ ἐπιστήμονα συμβαίνει καὶ ὅταν βλέπει τὴν ἐπιστήμη ὡς ἁπλῇ ἐπαγγελματικὴ τακτοποίηση καὶ καριέρα καὶ ὄχι ὡς ἀποστολή. Τότε εἶναι δυνατὴ ἡ κατευθυνόμενη ἔρευνα ὑπὸ τὴ ἐξουσία τῶν χρηματοδοτῶν του. Οἱ ἐπιστημονικὲς ἐφαρμογὲς ἐντάσσονται στὴν ὑπηρεσία τῆς ταξικῆς οἰκονομίας καὶ τῆς ἰδεολογίας τῆς ἄρχουσας τάξης καὶ δύναμης. Αὐτὸ συμβαίνει ἰδιαίτερα σήμερα καὶ εἶναι ἀξιοθρήνητοι οἱ κομματικὰ στρατευμένοι οἰκονομολόγοι, ποὺ προσπαθοῦν νὰ συγκαλύψουν τὰ διαπραττόμενα ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία ἐγκλήματα, ἐπιχειρηματολογώντας διαμετρικὰ ἀντίθετα μὲτοὺς γνήσιους ἐκπροσώπους τῆς ἐπιστήμης τους. Μία ἐπιστήμη ὅμως στὴν ὑπηρεσία τῶν ἰσχυρῶν, τοῦ κεφαλαίου, τοῦ θεάματος, τῆς παραπληροφόρησης φανερώνει τὴν ἀλλοτρίωση τῆς ἀνθρώπινης σκέψης. Τὰ τηλεοπτικὰ παράθυρα ἀποκαλύπτουν αὐτὸ τὸν ρόλο τῆς ἐπίορκης ἐπιστήμης. Ἡ κρίση τῆς κοινωνίας εἶναι τότε συνέπεια τῆς κρίσης τῆς ἐπιστήμης καὶ τῶν ἐκπροσώπων της.

Τεράστια εἶναι στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ συμβολὴ τῆς δυτικῆς Θεολογίας στὴν συγκρότηση τοῦ καπιταλισμοῦ καὶ τῶν ἐφαρμογῶν του. Ὁ Προτεσταντισμός, ζώντας τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ πατερικοῦ ἤθους, γέννησε μία «θεολογία», ποὺ ἔθρεφε τὸ θηρίο τοῦ καπιταλισμοῦ τῆς ἀπληστίας καὶ ἀφιλάνθρωπης κερδοσκοπίας. Ὁ εἰδικὸς ἐρευνητὴς τοῦ θέματος Max Weber ἔχει παρατηρήσει: «Οἱ ἐπιχειρηματίες καὶ οἱ κάτοχοι κεφαλαίου, ὅπως καὶ τὰ ἀνώτερα στρώματα τῶν εἰδικευμένων ἐργατῶν καὶ ἐπιπλέον τὸ ἀνώτερο τεχνικὰ καὶ ἐμπειρικὰ μορφωμένο προσωπικὸ τῶν σύγχρονων ἐπιχειρήσεων εἶναι στὴν πλειοψηφία τους προτεστάντες» (Ἡ προτεσταντικὴ Ἠθική καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, Gutenberg 1978, σ. 31). Αὐτὸ τὸ πνεῦμα, διέπει τὴν πολιτικὴ στάση τῆς ἡγεσίας τῆς σημερινῆς Γερμανίας. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ προστεθεῖ, ὅτι ὑπάρχει καὶ κάτι χειρότερο ἀπὸ τὴν καπιταλιστικὴ ἀπληστία. Εἶναι ἡ ἀνικανοποίητη σοσιαλιστικὴ δίψα τοῦπλούτου καὶ τῆς ἐξουσίας καὶ μ᾽ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ζυμώθηκε ἡ γερμανικὴ ἡγεσία τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ.


ε) Δυνατότητες τῆς Ἐπιστήμης

Ἡ πίστη ὅμως γιὰ τὶς δυνατότητες τῆς ἐπιστήμης στὴν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν κρίσεων παραμένει ἀμείωτη, σὲ σημεῖο μάλιστα ποὺ νὰ ἔχει ἀναχθεῖ ἡ ἐπιστήμη στὸ ὕψος τῆς θρησκείας. Ἡ κοινὴ διαπίστωση, μάλιστα, τῆς χρεωκοπίας τῆς πολιτικῆς ἐνισχύει τὴν ἐπικρατοῦσα ἄποψη, ὅτι τὸ ἔργο της μπορεῖ νὰ ἀναλάβει ἡ ἐπιστήμη. Αὐτὸ σημαίνει: νὰ ἀναλάβει ἡ ἐπιστήμη τὴν στήριξη εὐάλωτων κοινωνικῶν ὁμάδων, ἀποκαθιστώντας συνάμα τὴν τρωθεῖσα, λόγῳ τῆς ἀνικανότητας ἢ καὶ τῶν σκοπιμοτήτων τῆς πολιτικῆς, κοινωνικὴ καὶ ἐθνικὴ ἀξιοπρέπεια. Καὶ εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἐπιστήμονας δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἀδιάφορος μπροστὰ στὸ χάος. Τὴν κρίση καλοῦνται, συνήθως, νὰ ἀντιμετωπίσουν οἱ ἠθικολόγοι, οἱ ψυχολόγοι ἢ περισσότερο οἱ οἰκονομολόγοι. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι χρέος ὅλων τῶν ἐπιστημόνων, κατὰ τὴν εἰδικότητα καὶ γνώση τους. Ὁ ἀνθρωπισμὸς δὲν ἔχει κλαδικὸ σχῆμα.

Ἂν ἡ ἐπιστήμη θέλει νὰ βοηθήσει τὴν κοινωνία, ὀφείλει νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὴ ὀρθὴ ἐνημέρωση καὶ προετοιμασία τοῦ Λαοῦ, γιὰ τὴν συνειδητοποίηση τῶν προβλημάτων καὶ τὴν κριτικὴ στάση ἀπέναντι στὴν παραπλανητικὴ ἐξουσία. Ἀλλ᾽ αὐτὸ δὲν ἔγινε. Ἡ ἐπιστήμη, ἐξ ἄλλου, μπορεῖ νὰ συμβάλει στὴ μετάσταση ἀπὸ τὴν ἀπελπισία στὴν ἐλπίδα, ἀποκαλύπτοντας τὴν τραγικὴ ἀλήθεια καὶ ὄχι συγκαλύπτοντας τὴν ζοφερὴ πραγματικότητα. Ὁ ἀληθινὸς ἐπιστήμονας εἶναι, ἄλλωστε, ἡγέτης καὶ ὀφείλει νὰ ἀναλαμβάνει τὸν ρόλο τοῦ ἡγέτη σὲ κρίσιμες στιγμές, συμπάσχοντας μὲ τὸν ταλανιζόμενο συνάνθρωπο καὶ μαχόμενος γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης

Τὸ ἀποτέλεσμα δὲν εἶναι ἐδῶ τόσο σημαντικό, ὅσο ἡ συγκακουχία (Ἑβρ. 11,25), κατὰ τὸν λόγο τοῦ Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ: «Τέλειον ἰατρόν λέγομεν, οὐ τὸν θεραπεύοντα πάντως, ἀλλὰ τὸν μηδὲν τῶν εἰς ὠφέλειαν ἀνηκόντων καὶ θεραπείαν παραλείποντα· καὶ στρατηγὸν ἄριστον, οὐ τὸν νικῶντα πάντως, ἀλλὰ τὸν μηδὲν τῶν εἰς νίκην συντεινομένων παραλείποντα. Οὕτω κυβερνήτην ἄριστον οὐ τὸν τυγχάνοντα πάντως τοῦ εὖ ἄγαν τοῦ Λαοῦ, ἀλλὰ τὸν μηδὲν τῶν ὅσα δείκνυσι τὸν ἄριστον κυβερνήτην παραλείψαντα...» (ΡG 96,537).

Οἱ βραβεύσεις νέων μας σὲ διεθνεῖς ἐπιστημονικοὺς διαγωνισμοὺς εἶναι ἐπιβεβαίωση τῆς ὕπαρξης ὑγιοῦς ψυχισμοῦ σὲ διδάσκοντες καὶ διδασκομένους, ὡς καὶ τῆς διαπίστωσης ὅτι «ὁ τόπος μας δὲν ἔπαψε νὰ παράγει μυαλά»! Παρήγορο, ἐξ ἄλλου, εἶναι τὸ παράδειγμα γιατρῶν, φαρμακοποιῶν ἢ καὶ φαρμακοεταιρειῶν, ποὺ παρέχουν δωρεὰν ἐξετάσεις καὶ φάρμακα. Φέρνουν στὴν ἐπιφάνεια τὸ παράδειγμα γιατρῶν μας παλαιοτέρων ἐποχῶν, ποὺ ὄχι μόνο ἐξέταζαν δωρεὰν τοὺςἀπόρους, ἀλλὰ χορηγοῦσαν καὶ τὰ ἀναγκαῖα φάρμακα στοὺς φτωχοὺς ἀσθενεῖς τους. Ἡ συστράτευση αὐτὴ στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀνάγκης, μὲτὴν περίθαλψη ὑποσιτιζομένων ἀσθενῶν, καὶ γενικὰ ἐμπεριστάτων εἶναι ἡ αὐτοεπιβεβαίωση τῆς ἐπιστήμης. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναδύεται ὁ ρόλος τῆς ὀρθοδοξοπατερικῆς θεολογίας καὶ τῆς Ἱστορίας γιὰ τὴν ὑποβοήθηση στὴν κατανόηση τοῦ πνευματικοῦ χαρακτήρα τῆς κρίσης, ἀλλὰ καὶ τὴν προβολὴπροτύπων τῆς παράδοσής μας, ποὺ ἀποδείχθηκαν σωστικὰ σὲ κρίσιμες περιόδους, ὅπως π.χ. ἡ μακρόσυρτη δουλεία. 

Καὶ δὲν εἶναι μόνο τὰ καινοδιαθηκικὰ δεδομένα, ἀλλὰ καὶ ὁ καταξιωμένος στὴν Ἑλληνορθοδοξία κοινοβιακὸς καὶ κοινοτικὸς τρόπος ὑπάρξεως καὶ ἡ φιλαδελφία, ποὺ γεννᾶ ἡ συνείδηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὡς «πλησίον» (Λουκ. κεφ. 10). Τὰ ἀρχαιοελληνικὰ «κοινὰ» καὶ τὰ μοναστικὰ κοινοβιακὰ μοναστήρια, ποὺ θεμελίωσαν τὶς κοινότητες, παρήγαγαν ὅλη τὴ φιλάνθρωπη παράδοση τοῦ Γένους μας, ἀπὸ τὴν ἐνοριακὴ μέριμνα, ὡς τοὺς Μεγάλους Εὐεργέτες, ποὺ σήμερα, ὅπως φαίνεται, ἔχουν ἐκλείψει. Ἡ δημοσιονομικὴ πολιτικὴ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναλαμβάνεται ἀπὸ προσωπικότητες πνευματικοῦ ὕψους, ποὺ ἱεραρχοῦν τὸ ὑλικὸ στὸ πνευματικό. Ὁ Homo economicus, ποὺ μᾶς κληροδότησε ἡ Εὐρώπη, πρέπει νὰ γίνει Homo spirutualis (Ε. Θεοδώρου). Μὲ τὴν κρίση ὅμως μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ ὁ ἐπιστήμονας, ποὺἀναλαμβάνει τὶς εὐθύνες του, ὡς μέρος ἑνὸς συνόλου.

Γνώση καὶ Ἠθική, παρὰ τὶς ἀτέρμονες στὸ ζήτημα αὐτὸ συζητήσεις, πρέπει νὰ νοοῦνται στενὰ μεταξύ τους συνδεδεμένες. Καὶ αὐτὸ ὑποδεικνύουν τὰ ἐπιτεύγματα τῆς Μοριακῆς Βιολογίας καὶ τῆς Γενετικῆς, ὡς καὶ ἡ προσπάθεια ἀντιμετώπισης τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἐπιβίωση σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας.

Ὁ ρόλος τῆς ἐπιστήμης μπορεῖ νὰ εἶναι δραστικός, ὅταν ἡ ἐπιστήμη ἀναγνωρίζεται ὡς χάρισμα θεϊκὸ καὶ ὄχι ὡς ἀποκλειστικὸ κατόρθωμα τοῦ ἐπιστήμονα. Οἱ τεχνολογικὲς ἐπιστῆμες μποροῦν νὰ εἶναι -καὶ εἶναι- οὑμανιστικές, συμβάλλοντας στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ὅ,τι ἀναστέλλει τὴνὁμαλὴ πορεία του. Εἶναι ὅμως γεγονός, ὅτι τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα δὲν οἰκοδομεῖ ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση, ὅσο ὑψηλὴ καὶ ἂν εἶναι, ἀλλὰ ἡσχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἄκτιστη θεία Χάρη. Πραγματικὰ σοφοὶ στὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση εἶναι οἱ Ἅγιοι.

Γι᾽ αὐτὸ ὅμως χρειάζεται ταπείνωση, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου: «Ὅσον μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπεινοῦ σεαυτόν». Αὐτὸ μᾶς ἔλεγαν στὰ μαθητικά μας χρόνια καὶ οἱ δικοί μας πνευματικοὶ πατέρες: «Μάθε πολλὰ γράμματα, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ στηρίζεις καὶ ὑπερασπίζεις αὐτοὺς ποὺ δὲν γνωρίζουν»!

Ὁ κίνδυνος τῆς γνώσης ἔγκειται στὸ ὅτι μπορεῖ νὰ «φυσιοῖ», νὰ κάνει ὑπερφίαλο καὶ ἐγωκεντρικὸ τὸν κάτοχό της (Α' Κορ. 8,1). Ἡ λαϊκὴ παροιμία: «μάθε γράμματα, γιὰ νὰ γίνεις ἄνθρωπος», μπορεῖ νὰ σημαίνει ἢ τὴν ἀνάδειξη τοῦ ἐπιστήμονα σὲ «συνάνθρωπο» ἢ τὸν πλουτισμό του μὲ τὴν ἐκμετάλλευση τῆς ἐπιστήμης του. 

Καὶ ὅμως: καὶ ἂν ἀκόμη ὁ ἐπιστήμονας δὲν μπορεῖ νὰ περιστείλει τὴν κρίση, ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ αὐξήσει τὴν ἀνθρωπιὰ καὶ τὴν ἀγάπη, ἀρνούμενος τὴν σύμπραξή του μὲ τοὺς δημιουργοὺς καὶ χειριστὲς κάθε εἴδους κρίσης.

[Ἐναρκτήρια Διάλεξη στὸ Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο: «ΙΗ' Ἡμερίδα Μεταβολισμοῦ» (Εὐγενίδειο Ἵδρυμα, 16 Μαΐου 2013)] (ΠΗΓΗ: alopsis.gr «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 31/5/2013)

π. Γεώργιος Μεταλληνός - Πίστη καὶ Ἐπιστήμη 
στὴν Ὀρθόδοξη Γνωσιολογία καὶ Μεθοδολογία


ΤΟ 8ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: 
ΣΧΕΣΕΙΣ & ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ 

Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς παράδοσης θὰ ἐπιχειρηθεῖ στὴ συνέχεια ἡ προσέγγιση τοῦ θέματος αὐτοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀνοίγει μία ἱστορικο-πνευματικὴ προοπτική, ποὺ φανερώνει συνάμα τὴν ἑτερότητα καὶ διαφορότητα τοῦ κόσμου, στὸν ὁποῖο ἑκούσια ἐνταχθήκαμε, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ρωμαίικης (ἑλληνορθόδοξης) παράδοσής μας.

α. Πρόβλημα ἢ ψευδοπρόβλημα;

Ἡ ἀντίθεση καὶ κατὰ συνέπεια ἡ σύγκρουση πίστης καὶ ἐπιστήμης συνιστᾶ πρόβλημα μὲν γιὰ τὴ δυτικὴ (φράγκο-λατινική) σκέψη καὶ ψευδοπρόβλημα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ θεμελιώνεται στὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῶν δυὸ χώρων.

Ἡ διλημματικὴ (δῆθεν) σχέση «πίστη ἢ ἐπιστήμη» ἐμφανίζεται στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη τὸ 17ο αἰ. συγχρόνως μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Τότε περίπου ἀρχίζουν καὶ οἱ πρῶτες ὀρθόδοξες τοποθετήσεις στὸ θέμα. Εἶναι δὲ γεγονὸς ὅτι ὅλες οἱ ἐξελίξεις στὴ Δύση γίνονται πιὰ ἐρήμην τῆς Ὀρθοδοξίας. Στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἔχει συντελεσθεῖ ἡ πνευματικὴ διαφοροποίηση τῆς Δύσης ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, πράγμα ποὺ σημαίνει τὴν ἀπο-ορθοδοξοποίηση καὶ ἀπο-εκκλησιοποίηση τοῦ δυτικοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, μὲ τὴν ἐκφιλοσόφηση καὶ ἐκνομίκευση τῆς πίστης καὶ τελικὰ τὴ θρησκειοποίησή της (γιὰ τὶς ἐξελίξεις αὐτὲς βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, Ἀθήνα 1992). Ἔτσι, ἡ Ὀρθοδοξία μένει ἱστορικὰ ἀμέτοχη στὴ γένεση τοῦ σημερινοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἄλλο καὶ ἄλλο» σὲ σχέση μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.

Σταθμοὶ στὴν ἀλλοτριωτικὴ πορεία τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης εἶναι: ὁ σχολαστικισμὸς (13ος αἰ.), ὁ νομιναλισμὸς (14ος αἰ.), ὁ οὐμανισμός/ἀναγέννηση (15ος αἰ.), ἡ μεταρρύθμιση (16ος αἰ.) καὶ ὁ διαφωτισμὸς (17ος αἰ.). Πρόκειται γιὰ σειρὰ ἐπαναστάσεων καὶ συγχρόνως ρηγμάτων στὸν ἱστὸ τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ διαλεκτικὴ σχέση τῶν ρευμάτων αὐτῶν.

Ὁ σχολαστικισμὸς ἐρείδεται γνωσιολογικὰ στὴν ἀποδοχὴ τῶν πλατωνικῶν ἀρχετύπων εἰδῶν (realia).Ὁ κόσμος μας νοεῖται ὡς ἀπεικόνιση τῶν ὑπερβατικῶν ἀρχετύπων (ρεαλισμός). Ὄργανο τῆς γνώσης εἶναι ἡ διάνοια-λογική. Ἡ γνώση -καὶ τοῦ Θεοῦ-συντελεῖται μὲ τὴ διείσδυση τοῦ λογικοῦ στὴν οὐσία τῶν ὄντων. Πρόκειται γιὰ θεμελίωση τῆς μεταφυσικῆς θεολόγησης, ποὺ προϋποθέτει, τὴν analogiam entis (ἀναλογία τοῦ ὄντος), τὴν ὀντολογικὴ κατὰ συνέπεια σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου.

Ὁ νομιναλισμὸς (ὀνοματοκρατία) δέχεται, ὅτι τὰ ὑπερβατικὰ ἀρχέτυπα (universalia) εἶναι ἁπλὰ ὀνόματα καὶ ὄχι ὀντότητες, ὅπως στὸ ρεαλισμό. Πρόκειται γιὰ διαπάλη πλατωνισμοῦ καὶ ἀριστοτελισμοῦ στὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη. Ὁ νομιναλισμὸς ὅμως ἀπέβη κατὰ κάποιο τρόπο τὸ DNA τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, οὐσιαστικὰ στοιχεῖα τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ δυαλισμὸς (φιλοσοφικά) καὶ ὁ ἀτομισμὸς (ὠφελιμισμός) κοινωνικά. Ἡ εὐδαιμονία θὰ ἀποβεῖ τὸ βασικὸ αἴτημα τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, θεμελιωμένη θεολογικὰ στὴ σχολαστικὴ θεολογία τοῦ μεσαίωνα. Ὁ νομιναλισμὸς (δυαλισμὸς δηλαδή) εἶναι τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιστημονικῆς ἀνάπτυξης τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου, τῶν θετικῶν δηλαδὴ ἐπιστημῶν.

Ἡ «καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή» (ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ρωμανίας ἢ αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης) εἶχε ἄλλη πνευματικὴ ἐξέλιξη. Στὰ πρόσωπα τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν της (Ἁγίων) - καὶ ὅσων τοὺς ἀκολουθοῦσαν- ἔμεινε πιστὴ στὴν προφητική- ἀποστολική-πατερικὴ παράδοση, ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ὅλων τῶν ἱστορικοπνευματικῶν ἐξελίξεων τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Στὴν Ἀνατολὴ ἐπικρατεῖ πάντα ὁ ἡσυχασμὸς (ἡ ραχοκοκαλιὰ τῆς πατερικῆς παράδοσης), δηλαδὴ ἡ ἀσκητική-ἐμπειρικὴ μετοχὴ στὴν Ἀλήθεια, ὡς κοινωνία μὲ τὸ Ἄκτιστο. Διατηρεῖται ἡ πίστη στὴ δυνατότητα ἕνωσης Θεοῦ καὶ κόσμου (ἄκτιστου καὶ κτιστοῦ), ἐνδοϊστορικά. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ἀπόρριψη κάθε εἴδους δυαλισμοῦ. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἀναπτύχθηκαν οἱ ἐπιστῆμες στὸ «Βυζάντιο»/ Ρωμανία, στὸ βαθμὸ φυσικὰ ποὺ ἀναπτύχθηκαν.

Ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση τοῦ 17ου αἰῶνα στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη συνέβαλε στὴ διάσταση τῶν χώρων πίστης καὶ γνώσης, μὲ ἀπόληξη τὴν ἀκόλουθη ἀξιωματικὴ ἀρχή: ἀπὸ τὴ νέα φιλοσοφία (θετική) γίνονται δεκτὲς μόνο οἱ ἀλήθειες ποὺ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο, τὴν ἀπολυτοποιημένη πιὰ αὐθεντία τῆς δυτικῆς σκέψης (νοησιαρχία). Οἱ ἀλήθειες αὐτὲς εἶναι: Ἡ ὕπαρξη Θεοῦ, ψυχῆς, ἀρετῆς, ἀθανασίας, κρίσης. Ἡ ἀποδοχή τους, βέβαια, ἔχει χώρα μόνο στὸ θεϊστικὸ διαφωτισμό, ἀφοῦ ὑπάρχει παράλληλα καὶ ὁ ἀθεϊσμός, ὡς δομικὸ στοιχεῖο τῆς νεώτερης σκέψης. Τὰ ἐκκλησιαστικὰ ὅμως δόγματα ἀπορρίπτονται λογικὰ (π.χ. τριαδικότητα Θεοῦ, ἐνσάρκωση, «ἐν Χριστῷ» σωτηρία κ.τ.ὅ.). Πρόκειται γιὰ τὴ «φυσικὴ» (λογικὴ) θρησκεία, ποὺ ἀπὸ πλευρᾶς πατερικότητας ὄχι μόνο δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀθεΐα, ἀλλ᾿ εἶναι ἡ χειρότερη μορφή της. Ἡ ἀπόρριψη τῆς «πίστης» εἶναι λιγότερο ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴ διαστρέβλωσή της.

β. Διπλὴ γνωσιολογία

Εἰπώθηκε ὅμως, ὅτι στὴν Ἀνατολὴ ἡ ἀντίθεση πίστης - ἐπιστήμης εἶναι ψευδοπρόβλημα. Γιατί; Διότι ἡ γνωσιολογία στὴν Ἀνατολὴ προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ γνωριζόμενο «ἀντικείμενο», τὸ ὁποῖο εἶναι διπλό: ἄχτιστο καὶ κτιστό. Ἄκτιστο εἶναι (μόνο) ὁ Τριαδικὸς Θεός, τοῦ ὁποίου ἡ τριαδικότητα δὲν ὁρίζεται μεταφυσικά, ἀλλὰ γνωρίζεται ἐμπειρικά. Κτιστὸ εἶναι τὸ σύμπαν (ἢ τὰ «σύμπαντα»), στὸ ὁποῖο πραγματώνεται ἡ ὕπαρξή μας. Πίστη εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου καὶ ἐπιστήμη εἶναι ἡ γνώση τοῦ κτιστοῦ. Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ δυὸ διαφορετικὲς γνώσεις, κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποίες ἔχει τὴ μέθοδο καὶ τὸ ὄργανό της.

Ὁ πιστός, κινούμενος στὸ χῶρο τῆς ὑπερφυσικῆς γνώσης ἢ γνώσης τοῦ ἀκτίστου, δὲν καλεῖται νὰ μάθει κάτι (μεταφυσικά) ἢ νὰ ἀποδεχθεῖ κάτι (λογικά), ἀλλὰ νὰ «πάθει» κάτι, κοινωνώντας μαζί του. Αὐτὸ συντελεῖται μὲ τὴν ἔνταξή του σ᾿ ἕναν τρόπο ζωῆς (μέθοδος), ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θεία γνώση. Ἐδῶ, ἀκριβῶς, τεκμηριώνεται ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ, ὁ λόγος ὕπαρξής της στὸν κόσμο. Ὀρθὰ ἔχει λεχθεῖ, ὅτι ἂν ἐμφανιζόταν γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ἐποχή μας, θὰ ἔπαιρνε τὴ μορφὴ ἑνὸς θεραπευτηρίου/νοσοκομείου γιὰ τὴν ἀπο-κατάσταση τῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ψυχοσωματικοῦ ὄντος. Γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία ὁ Ἰ. Χρυσόστομος «ἰατρεῖον πνευματικόν» (πνευματικὸ νοσοκομεῖο). Ἡ ὑπερφυσική-θεολογικὴ γνώση νοεῖται ὀρθόδοξα ὡς πάθος/πάθημα, ὡς μετοχή-κοινωνία μὲ τὴν ὑπερβατικὴ μέν, ἀλλ᾿ ὄχι ἀπρόσιτη, προσωπικὴ Ἀλήθεια, τὸ Ἄκτιστο, καὶ ὄχι, ὡς μάθημα. Ἡ χριστιανικὴ πίστη, ἔτσι, δὲν εἶναι ἀφηρημένη (θεωρητική) παραδοχὴ «μεταφυσικῶν ἀληθειῶν», ἀλλ᾿ ἐμπειρικὴ θέα τοῦ «ὄντως Ὄντος», τῆς Ὑπερουσίου Τριάδος. Ἔτσι ὅμως γίνεται κατανοητό, γιατί στὴν Ὀρθοδοξία αὐθεντία εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς μετοχῆς στὸ Ἄκτιστο, ὡς θέα τοῦ Ἀκτίστου (θέωση-δοξασμός) καὶ ὄχι τὰ κείμενα, οἱ Γραφὲς (τὸ δόγμα sola scriptura εἶναι προτεσταντικό, δηλαδὴ δυτικό). Ἡ πρόταξη τῶν κειμένων - δεῖγμα θρησκειοποίησης τῆς πίστης- ὁδηγεῖ στὴν ἰδεολογικοποίησή τους καὶ κατ᾿ οὐσίαν στὴν εἰδωλοποίηση τῶν κειμένων, δηλαδὴ τὴν ἀπολυτοποίησή τους (Funtamentalismus) μὲ ὅλες τὶς εὐνόητες συνέπειες.

Προϋπόθεση τῆς λειτουργίας τῆς γνώσης τοῦ Ἀκτίστου γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀπόρριψη κάθε «ἀναλογίας» (entis ἢ fidei) στὴ συνάντηση καὶ σχέση κτιστοῦ-Ἀκτίστου. Κατὰ τὸν Ἰ. Δαμασκηνό, ποὺ συνοψίζει καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τὴν προηγούμενη πατερικὴ παράδοση: «Ἀδύνατον εὑρεθῆναι ἐν τῇ κτίσει εἰκόνα ἀπαραλλάκτως ἐν ἑαυτῇ τὸν τρόπον τῆς ἁγίας Τριάδος παραδεικνύουσαν. Τὸ γὰρ κτιστόν, καὶ σύνθετον καὶ ρευστὸν καὶ περιγραπτὸν καὶ σχῆμα ἔχον καὶ φθαρτόν, πῶς σαφῶς δηλώσει τὴν πάντων τούτων ἀπηλλαγμένην ὑπερούσιον θείαν οὐσίαν». (ΡG 94, 821/24).

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ γίνεται φανερό, γιατί ἡ παιδεία (σχολική) καὶ ἡ φιλοσοφία, εἰδικότερα, δὲν συνιστοῦν στὴν πατερικὴ παράδοση προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας. Δίπλα στὸν πανεπιστήμονα Μέγα Βασίλειο (†379) τιμᾶται ὡς Μέγας καὶ ἕνας ἄσοφος (κατὰ κόσμο), ἀλλ᾿ ἐξίσου κάτοχος τῆς «ἄνω» (θείας) σοφίας (γνώσης τοῦ Ἀκτίστου), Ἀντώνιος (†350). Παρέκκλιση (ὀδυνηρὴ γιὰ τὴ Δύση) στὸ σημεῖο αὐτὸ συνιστᾶ ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος (†430), ἀγνοώντας τὴ γραφικὴ καὶ πατερικὴ γνωσιολογία καὶ νεοπλατωνικὸς στὴν οὐσία. Μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ «credo, ut intelligam» (πιστεύω, γιὰ νὰ κατανοήσω) ἔθεσε τὴν ἀρχή, ὅτι μὲ τὴν πίστη ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴ λογικὴ σύλληψη τῆς Ἀποκάλυψης.

Ἔτσι ὅμως δίνεται προτεραιότητα στὴ διάνοια, ποὺ ἐκλαμβάνεται ὡς γνωστικὸ ὄργανο τόσο στὴ φυσική, ὅσο καὶ στὴν ὑπερφυσικὴ γνώση. Ὁ Θεὸς νοεῖται ὡς «ἀντικείμενο» γνωστικό, ποὺ «συλλαμβάνεται», ἀπὸ τὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως συλλαμβάνεται τὸ φυσικὸ γνωστικὸ ἀντικείμενό της. Μετὰ τὸν Αὐγουστίνο τὸ ἑπόμενο βῆμα (μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη (†1274), θὰ κάνει ὁ Καρτέσιος (†1650) μὲ τὸ δικό του ἀξίωμα: cogito, ergo sum (σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω), μὲ τὸ ὁποῖο διακηρύσσεται ἡ διάνοια ὡς κύριο συστατικὸ τῆς ὕπαρξης.



γ. Οἱ δυὸ γνώσεις

Ἡ ἄρση τῆς (φαινομενικῆς) ἀντινομίας στὸ χῶρο τῆς γνωσιολογίας ἐπιτυγχάνεται ἁγιογραφικὰ-πατερικὰ μὲ τὴ σαφῆ διάκριση δυὸ γνώσεων/σοφιῶν, τῆς «θείας» ἢ «ἄνω» καὶ τῆς «κάτω» ἢ «θύραθεν». Ἡ πρώτη εἶναι ὑπερφυσική, ἐνῷ ἡ δεύτερη ἡ φυσικὴ γνώση, ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴ σαφῆ διάκριση Ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, Θεοῦ καὶ κτίσης. Οἱ δυὸ αὐτὲς γνώσεις ἀπαιτοῦν καὶ δυὸ γνωστικὲς μεθόδους.

Μέθοδος τῆς θείας σοφίας-γνώσης εἶναι ἡ καρδιακὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Ἄκτιστο, ἡ ὁποία συντελεῖται μὲ τὴν παρουσία τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά. Μέθοδος τῆς ἐνδοκοσμικῆς σοφίας-γνώσης εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία λειτουργεῖ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς διανοητικῆς/λογικῆς δύναμης τοῦ ἀνθρώπου. Ὀρθόδοξα οἱ δυὸ γνώσεις καὶ οἱ μέθοδοί τους ἱεραρχοῦνται.

Ἡ μέθοδος τῆς ὑπερφυσικῆς γνωσιολογίας ὀνομάζεται στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση ἡσυχασμὸς καὶ ταυτίζεται μὲ τὴ νήψη-κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ὁ ἡσυχασμὸς ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ὀρθοδοξία ἔξω ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ πράξη εἶναι πατερικὰ ἀδιανόητη. Ὁ ἡσυχασμὸς στὴν οὐσία του εἶναι ἀσκητική-θεραπευτικὴ ἀγωγή, κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη γιὰ τὴν ἀναζωπύρηση τῆς νοερῆς λειτουργίας μέσα στὴν καρδιά. Πρέπει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ἡ μέθοδος τοῦ ἡσυχασμοῦ ὡς θεραπευτικὴ ἀγωγὴ εἶναι καθαρὰ ἐπιστημονική-θετική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θεολογία ὑπὸ τὶς ὀρθὲς προϋποθέσεις, ἀνήκει στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες (π. Ι. Ρωμανίδης). 
Ἡ κατάταξή της πανεπιστημιακά, ἀπὸ τὸ 12ο αἰ. στὶς θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, ὀφείλεται στὴ μεταβολὴ τῆς θεολογίας στὴ Δύση σὲ μεταφυσική. 

Ὅσοι, συνεπῶς, ἀνατολικοὶ ἀπορρίπτουν τὴ θεολογία, φανερώνουν τὸν ἐκδυτικισμό τους, διότι στὴν οὐσία καταδικάζουν καὶ ἀπορρίπτουν ἕνα παραμόρφωμα (καρικατούρα), ποὺ ἐκλαμβάνεται ὡς θεολογία. Ποιὰ ὅμως εἶναι πατερικὰ ἡ θεολογικὴ λειτουργία; Ἤδη στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχει ἡ διάκριση πνεύματος (τοῦ ἀνθρώπου) καὶ διανοίας (λόγου). Τὸ πνεῦμα (πρβλ. «πνευματικὸς» ἄνθρωπος) πατερικὰ ὀνομάζεται νοῦς γιὰ τὴ διάκρισή του ἀπὸ τὸ (ἅγιο) Πνεῦμα. Τὸ πνεῦμα, ὁ νοῦς, εἶναι ὁ «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς» (πρβλ. Ματθ. 6.22 ἔ.).

Πτώση, χριστιανικά, θεωρεῖται ἡ ἀδρανοποίηση τῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος στὴ φυσική του κατάσταση βρίσκεται μέσα στὴν καρδιὰ καὶ εἶναι πλήρης χάριτος (ἄκτιστης ἐνέργειας) καὶ λέγεται γι᾿ αὐτὸ «ναὸς Θεοῦ», διότι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προσεύχεται ἀδιάλειπτα μέσα σ᾿ αὐτὸν («ἀέναη μνήμη» τοῦ Θεοῦ). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς θέωσης (δοξασμοῦ). (Γιὰ τὴ σημασία αὐτῶν τῶν ὅρων καὶ τὴ λειτουργία τους στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση βλ. τὸ σπουδαῖο βιβλίο τοῦ π. Ἱεροθέου Βλάχου - Μητροπ. Ναυπάκτου- Μικρὰ εἴσοδος στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, Ἀθήνα 1992).

«Νοερὴ λειτουργία» ὀνομάζεται ἡ λειτουργία τοῦ νοῦ μέσα στὴν καρδιὰ καὶ εἶναι ἡ πνευματικὴ λειτουργία τῆς καρδιᾶς, παράλληλα μὲ τὴ φυσική της λειτουργία (ἀντλία αἵματος). (Εἰδικὴ ἀνάλυση ὅλων αὐτῶν βλ. στὸ Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιο τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, στὸ βιβλίο τοῦ π. Ἱεροθέου Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ἔδεσσα 1986 καὶ στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη, Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, Ἀθήνα 1989).

«Νοερὴ λειτουργία» εἶναι ἕνα μνημονικὸ σύστημα, ποὺ ὑπάρχει παράλληλα μὲ τὸ κυτταρικὸ καὶ τὸ ἐγκεφαλικό. Τὰ δυὸ τελευταῖα εἶναι γνωστὰ καὶ ἀνιχνεύσιμα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, τὸ πρῶτο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει. Ὅταν φθάσει ὁ ἄνθρωπος στὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος (ναὸς Θεοῦ), μεταβάλλεται ἡ «ψιλή»- ἐξωτερικὴ πίστη (πιστότητα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ) σὲ «ἐνδιάθετη» - ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς (ἡ ἄκτιστη Ἐνέργειά Του) ὀρᾶται (θεοπτία). Τότε μεταβάλλεται καὶ ἡ ἰδιοτελὴς ἀγάπη σὲ ἀνιδιοτελῆ καὶ γίνεται δυνατὴ ἡ δόμηση ἀληθινῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ἐρειδομένων στὴν ἀνιδιοτελῆ ἀμοιβαιότητα (θυσία γιὰ τὸν ἄλλο) καὶ ὄχι στὴν ἰδιοτελῆ διεκδίκηση «ἀτομικῶν δικαιωμάτων», κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς κοινωνίας.

Ἔτσι κατανοοῦνται κάποια σημαντικά συνακόλουθα:

Κατ᾿ ἀρχάς, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικότητά του εἶναι ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καὶ κάθε ἔννοιας θρησκευτικῆς καθηκοντολογίας. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἐξάλλου, δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὡς ἀποδοχὴ κάποιων ἀρχῶν-ἀληθειῶν, ἄνωθεν ἐπιβαλλομένων. Αὐτὴ εἶναι ἡ μὴ ὀρθόδοξη ἐκδοχὴ τῶν δογμάτων (ἀπόλυτες ἀρχές-ἀλήθειες ἐπιβαλλόμενες). Τὰ νοήματα στὴν Ὀρθοδοξία ἐλέγχονται μὲ τὴν ἐμπειρικὴ ἐπακρίβωσή τους (παρατήρηση-πείραμα). Ὁ διαλεκτικός-νοησιαρχικὸς στοχασμὸς περὶ θεολογίας, ὅπως καὶ ὁ δογματισμός, εἶναι ξένα στὴν αὐθεντικὴ ὀρθόδοξη παράδοση.

Γι᾿ αὐτὸ ἐλέχθη, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κάτι ἀντίστοιχο πρὸς τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες. Διότι καὶ σ᾿ αὐτὴν ἡ προτεραιότητα δὲν δίνεται στὰ κείμενα-βιβλία, ἀλλὰ στὴν παρατήρηση καὶ τὸ πείραμα. Πείραμα εἶναι ἡ διαδικασία τῆς νήψης (πνευματικὴ ζωή) καὶ παρατήρηση ἡ θέα, διὰ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τοῦ δοξασμοῦ (θέωσης).

ἐπιστήμων-καθηγητὴς τῆς γνώσης τοῦ Ἀκτίστου εἶναι στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση ὁ Γέροντας-πνευματικὸς καθηγητὴς (πρβλ. τὴ φράση «καθηγητὴς τῆς ἐρήμου» γιὰ τοὺς μεγάλους ἀσκητές). Ἡ καταγραφὴ τῆς γνώσης -καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις- προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ φαινομένου. Στὸ σημεῖο δὲ αὐτὸ θεμελιώνεται, ἡ ὀρθοδοξοπατερικὴ ἑρμηνευτική. Οἱ Ἅγιοι, (ἄνδρες καὶ γυναῖκες) γίνονται ἑρμηνευτὲς αὐθεντικοὶ τῆς Γραφῆς (δηλαδὴ τῶν ἐμπειριῶν τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων), διότι εἶναι ἐξίσου μὲ αὐτοὺς «θεόπνευστοι», μέτοχοι τῶν ἴδιων μὲ αὐτοὺς ἐμπειριῶν. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, μόνο ὁ εἰδικὸς κατανοεῖ τὶς ἔρευνες ἄλλων εἰδικῶν τοῦ ἴδιου χώρου. Ἡ ἀποδοχὴ τῶν πορισμάτων ἑνὸς ἐπιστημονικοῦ κλάδου ἀπὸ τοὺς μὴ εἰδικούς (=τους μὴ δυναμένους νὰ ἐλέγξουν πειραματικὰ τὴν ἔρευνα τῶν εἰδικῶν) γίνεται μὲ βάση τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀξιοπιστία τῶν εἰδικῶν.

Διαφορετικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴν ἐπιστήμη. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν «ἐπιστήμη» τῆς πίστης. Μὲ τὴν ἴδια ἐμπιστοσύνη γίνεται καὶ ἐκεῖ δεκτὴ ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τῶν Ἁγίων (Προφητῶν, Ἀποστόλων, Πατέρων καὶ Μητέρων ὅλων τῶν αἰώνων). Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ἀποδείξιμη ἐμπειρία, λειτουργοῦν ἡ ἁγιοπατερικὴ παράδοση καὶ οἱ Σύνοδοι (οἰκουμενικές) τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς «θεουμένους» (θεόπτες) δὲν ὑπάρχει οἰκουμενικὴ σύνοδος. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ σχέση προκύπτει ἡ (ὀρθόδοξη) σημασία τοῦ δόγματος. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι τόσο δογματικὴ ὅσο καὶ ἡ ἐπιστήμη.

Καὶ ὅσοι κάνουν λόγο γιὰ «προκατάληψη» στὸ χῶρο τῆς πίστης, δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονοῦν τὸ λόγο τοῦ Marc Bloch, ὅτι καὶ κάθε ἐπιστημονικὴ ἔρευνα εἶναι ἐξ ἀρχῆς «προκατειλημμένη», διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ ἡ ἔρευνα. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ πίστη.

Ἡ Ὀρθοδοξία, κάνοντας διάκριση τῶν δυὸ γνώσεων (σοφιῶν), τῶν μεθόδων καὶ τῶν ὀργάνων τους, ἀποφεύγει κάθε σύγχυση μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ κάθε σύγκρουση.

Μόνο ἐκεῖ, ὅπου ἔχουν χαθεῖ οἱ προϋποθέσεις καὶ ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, μένει ἀνοικτὸς ὁ δρόμος πρὸς τὴ σύγχυση καὶ τὴ σύγκρουση. Ὀρθόδοξα ὅμως λειτουργοῦν καὶ κάποιες «παράλογες» ἀναλογίες, ὅπως λ.χ. ἡ δυνατότητα νὰ εἶναι κανεὶς κορυφὴ ἐπιστημονικὰ καὶ νήπιος πνευματικὰ (στὴ Θεία γνώση). Ἢ τὸ ἀντίστροφο· νὰ εἶναι μέγας στὴ Θεία γνώση καὶ τελείως ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία (Μ. Ἀντώνιος κ.ἄ.). Τίποτε δὲν ἀποκλείει ὅμως τὴ δυνατότητα κατοχῆς καὶ τῶν δυὸ σοφιῶν-γνώσεων, ὅπως συμβαίνει στοὺς Μεγάλους Πατέρες (καὶ Μητέρες) τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία (25 Νοεμβρίου) γιὰ τὴ μεγάλη μαθηματικὸ τοῦ 3ου αἰ. ἁγία Αἰκατερίνη, τὴ «σοφή», ὡς κάτοχο καὶ τῶν δυὸ γνώσεων: «Τὴν ἐκ Θεοῦ σοφίαν λαβοῦσα παιδιόθεν ἡ Μάρτυς, καὶ τὴν ἔξω καλῶς σοφίαν πᾶσαν μεμάθηκε...».

δ. Διαλεκτικὴ θεανθρώπινη

Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς βιώνει στὴ συσχέτιση τῶν δυὸ γνώσεων-σοφιῶν μία διαλεκτικὴ θεανθρώπινη. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴ χριστολογικὴ ὁρολογία, «ἑκάστη γνῶσις τελεῖ τὰ ἑαυτῆς», κινούμενη «ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτῆς ὅροις τε καὶ λόγοις». Κάθε γνώση δηλαδὴ (πρέπει νά) μένει καὶ νὰ κινεῖται στὰ ὅριά της. Τίθεται δηλαδὴ πρόβλημα ὁρίων γιὰ κάθε γνώση. Ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων αὐτῶν ὁδηγεῖ στὴ σύγχυση τῶν λειτουργιῶν τους καὶ τελικὰ στὴ σύγκρουσή τους. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπεραμύνονται τῆς (ὀρθῆς, σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω) χρήσης τῆς ἐπιστήμης καὶ παιδείας. Λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «οὐκοῦν ἀτιμαστέον τὴν παίδευση, ἐπεὶ οὕτω δοκεῖ τισιν...». Ὁ ἴδιος ὅμως στὸ Β´ θεολογικὸ Λόγο του δίνει καὶ τὰ ὅρια κάθε σοφίας. Ὁ ἀρχαῖος σοφὸς (=Πλάτων στὸν «Τίμαιο») -δηλώνει ὁ Γρηγόριος- ἔλεγε: «θεὸν νοῆσαι μὲν χαλεπόν, φρᾶσαι δὲ ἀδύνατον». Ὁ χριστιανὸς ὅμως Ἕλληνας (ὁ Γρηγόριος) κατανοεῖ ὅτι: «θεὸν φρᾶσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον». Ἤδη, δηλαδή, ὁ Πλάτων ἐπισημαίνει τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου λόγου καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει «ρασιοναλισμός» στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ὁ ἀναγεννημένος ὅμως στὴν ἄκτιστη θεία Χάρη Γρηγόριος διατρανώνει τὴν ἀδυναμία ὑπέρβασης αὐτῶν τωνορίων καὶ τὴ σύλληψη τοῦ Ἀκτίστου μὲ τὴ βοήθεια τῶν ὀργάνων γνώσης καὶ ἔκφρασης τοῦ κτιστοῦ.

Τὴ διάκριση καὶ ἱεράρχηση συγχρόνως τῶν δυὸ γνώσεων ἔχει ἐπισημάνει ὁ Μ. Βασίλειος: «Πίστις ἡγείσθω τῶν περὶ Θεοῦ λόγων πίστις καὶ μὴ ἀπόδειξις. Πίστις, ἡ ὑπὲρ τὰς λογικὰς μεθόδους τὴν ψυχὴν εἰς συγκατάθεσιν ἕλκουσα, πίστις, οὐχ ἡ γεωμετρικαῖς ἀνάγκαις, ἀλλ᾿ ἡ ταῖς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείαις ἐγγινομένη [...] Καὶ ὅλως, εἰ ἡ πίστις ἐλπιζομένων ἐστὶν ὑπόστασις πραγμάτων καὶ ἔλεγχος οὐ βλεπομένων, μὴ φιλονείκει ἰδεῖν ἤδη τὰ μακρὰν ἀποκείμενα, μηδὲ τὰ ἐλπιζόμενα ἀμφίβολα καταστήσῃς, διὰ τὸ μήπως αὐτῶν δύνασθαι κατὰ τὴν γνῶσιν ἐξάπτεσθαι» (PG 30.104 Β/105 Β).

Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος δίνει στὴν «Ἑξαήμερό» του (ΡG 29. 3-208) κλασσικὸ παράδειγμα ὀρθόδοξης χρήσης τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων. Ἀποκρούει τὶς κοσμολογικὲς θεωρίες τῶν φιλοσόφων (περὶ αἰωνιότητας καὶ αὐθύπαρκτου τοῦ κόσμου), προχωρεῖ δὲ στὴ σύνθεση τῶν βιβλικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν δεδομένων μέσῳ μιᾶς συνεχοῦς ὑπέρβασης τῆς ἐπιστήμης. Ἀναιρώντας δὲ τὶς ὑλιστικὲς θεωρίες καὶ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, περνᾶ στὴ θεολογικὴ (ἀλλ᾿ ὄχι μεταφυσική) ἑρμηνεία. Κεντρικὸ μήνυμα τοῦ ἔργου εἶναι, ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ λογικὴ στήριξη τοῦ δόγματος (ἐπιστημοφάνεια). Τὸ δόγμα ἀνήκει σὲ ἄλλη σφαίρα, εἶναι ὑπέρλογο. «Ἐπιστημονικό» στὰ ὅρια μιᾶς ἄλλης γνώσης. Ἡ χρήση τοῦ «δόγματος» στὴν ἐνδοκοσμικὴ γνώση ὁδηγεῖ στὴ μεταβολὴ τῆς ἐπιστήμης σὲ μεταφυσική, ἐνῷ ἡ χρήση τῆς λογικῆς στὸ χῶρο τῆς πίστης ἀποδεικνύει τὴν ἀδυναμία καὶ σχετικότητά της. Δὲν ὑπάρχει, συνεπῶς, κανένα «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα» στὴν ὀρθόδοξη γνωσιολογία, ἀλλὰ κάθε γνωστικὸς χῶρος ἐρευνᾶται μὲ τὶς δικές του- ἐπιστημονικὲς καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις-προϋποθέσεις.

Ἡ τραγικότερη ἔκφραση τῆς ἀλλοτριωμένης χριστιανοσύνης εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀντιμετώπιση στὴ Δύση τοῦ Γαλιλαίου· θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ἡ περίπτωση ὡς ὑπέρβαση ὁρίων δικαιοδοσίας, ἂν δὲν ἦταν κάτι σοβαρότερο: σύγχυση τῶν ὁρίων τῶν γνώσεων καὶ σύγκρουσή τους. Γεγονὸς ὅμως εἶναι, ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς «ἄνω» σοφίας στὴ Δύση καὶ τοῦ τρόπου ἀπόκτησής της, μετέβαλε τὴ διάνοια σὲ ὄργανο θείας καὶ ἀνθρώπινης σοφίας. Χρησιμοποιούμενη δὲ ἡ διάνοια στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἀπόρριψη τοῦ ὑπερφυσικοῦ, ὡς ἀκατανόητου, ἡ χρήση της δὲ στὸ χῶρο τῆς «πίστης» εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπορρίψει τὴν ἐπιστήμη, ὅταν θεωρεῖται ἀντίθετη πρὸς τὴν «πίστη». Τὴν ἴδια νοοτροπία, βέβαια, προδίδει ἡ ἀπόρριψη τοῦ κοπερνίκειου συστήματος στὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολὴ (1794-1821) καὶ τὴν ἴδια ἀπώλεια τῶν κριτηρίων.

Τὴ revanche τῆς καταδίκης τοῦ Γαλιλαίου θὰ πάρει ἡ ἐπιστήμη στὸ πρόσωπο τοῦ Δαρβίνου μὲ τὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως.



ε. «Μετακένωση» τοῦ δυτικοῦ προβληματισμοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή

Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴ Δύση, κλονίσθηκαν τὰ θεμέλια τοῦ ἀμετάβλητου στὴ μεταφυσικὴ ὀντολογία. Διότι ἡ ἐπιστήμη βεβαίωσε ὅτι αὐτὸ τὸ ἀμετάβλητο δὲν ὑπάρχει (βλ. Παν. Κονδύλη, Ἡ κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς στὴ νεότερη σκέψη. Ἀπὸ τὸν ὄψιμο Μεσαίωνα ὡς τὸ τέλος τοῦ Διαφωτισμοῦ, Ἀθήνα 1983). Μὲ τὴν πτώση δὲ τῆς Μεταφυσικῆς ἔπεσε καὶ ἡ ἠθική, ἀφοῦ διαλύθηκαν τὰ δῆθεν μεταφυσικὰ θεμέλιά της. Δὲν ὑπάρχουν, ἄλλωστε, ἀποδείξεις ἢ ἐνδείξεις γιὰ ὕπαρξη ἀμετάβλητων κριτηρίων τοῦ νόμου καὶ τῆς ἠθικῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία γι᾿ αὐτὸ δὲν μιλᾶ γιὰ «ἠθική», προσαρμογὴ δηλαδὴ σὲ νομικούς-ἠθικοὺς κανόνες, ἀλλὰ γιὰ «ἦθος», ὡς καρπὸ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν ἄνθρωπο (Γαλ. 5, 22 ε.). Ὁ εὐρωπαϊκὸς διαφωτισμὸς συνιστᾶ πάλη ἐμπειρισμοῦ καὶ μεταφυσικῆς (ἀριστοτελικῆς). Οἱ διαφωτιστὲς εἶναι philosophes, ἀλλὰ καὶ rationalistes.

Οἱ Ἕλληνες διαφωτιστές, μὲ πρῶτο τὸν πατριάρχη τους Ἀδ. Κοραῆ, ἦσαν στὴ θεολογία μεταφυσικοὶ καὶ μετέφεραν τὴ σύγκρουση ἐμπειριστῶν-μεταφυσικῶν στὴν Ἑλλάδα. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως ἡσυχαστὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ Κολλυβάδες, παρέμεναν στὴ θεολογική τους μέθοδο ἐμπειριστές. Στὸν Κοραῆ κυρίως ὀφείλεται ἡ εἰσαγωγὴ τῆς μεταφυσικῆς (του στοχασμοῦ) στὴ θεολογία, λαϊκὴ καὶ Ἀκαδημαϊκή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κοραὴς ἔγινε ἡ αὐθεντία τόσο τῶν Ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων μας, ὅσο καὶ τῶν εὐσεβιστικῶν λαϊκῶν κινημάτων. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἔπαυσε ἡ νήψη (κάθαρση) νὰ θεωρεῖται προϋπόθεση τῆς θεολόγησης, τὴ θέση της δὲ ἔλαβε ἡ σχολαστικὴ παιδεία. Οἱ Πατέρες θεωροῦνται ἔτσι φιλόσοφοι (κυρίως νεοπλατωνικοί, ὅπως ὁ Αὐγουστίνος) μὲ κοινωνικὴ δράση. Αὐτὸ ἔγινε τὸ πρότυπο τῶν εὐσεβιστῶν τοῦ χώρου μας· ὁ ἡσυχασμὸς ἀπορρίπτεται ὡς σκοταδισμός! Ἡ δῆθεν προοδευτικότητα τοῦ Κοραῆ συνίσταται στὸ ὅτι ἦταν ὑποστηρικτὴς τῆς καλβινικῆς χρήσης τῆς μεταφυσικῆς καὶ ὄχι τῆς παπικῆς. Στὰ θεολογικά του ἔργα εἶναι ἔντονος ὁ καλβινικὸς εὐσεβισμός (ἠθικισμός) του.

Ἡ πατερικὴ ὅμως Ὀρθοδοξία εἶναι ἀντιμεταφυσική, διότι ἀναζητεῖ συνεχῶς τὴν ἐμπειρικὴ «βεβαιότητα», μὲ τὴ χρήση τῆς ἡσυχαστικῆς μεθόδου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἡσυχασμὸς τῶν Κολλυβάδων εἶναι ἐμπειρικός-ἐπιστημονικός. Ὀρθὸς λόγος γιὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη εἶναι ὁ ἐμπειρικὸς λόγος. Δὲν πρέπει γι᾿ αὐτὸ νὰ παραπλανᾶ ἡ ἀπολογητικὴ μέθοδός τους, ποὺ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἐμφανίζει τὰ μειονεκτήματα τοῦ μεταφυσικοῦ φουνταμενταλισμοῦ. Τὸ Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ὅπως καὶ τὰ κηρυγματικὰ κείμενα τοῦ Παρίου, μὲ κορύφωση τὴ Φιλοκαλία (γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ὁποίας συνεργάστηκαν οἱ κορυφαῖοι Κολλυβάδες: Μακάριος Νοταρᾶς, Νικόδημος Ἁγιορείτης καὶ Ἀθανάσιος Πάριος), φανερώνουν τὴν ἡσυχαστικὴ φιλοκαλικὴ συνείδησή τους καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιωτή τους.

Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς τῶν Κολλυβάδων-ἡσυχαστῶν τοῦ 18ου αἰώνα εἶναι ἐμφανεῖς στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο δέχονται τὴν ἐπιστημονικὴ πρόοδο τῆς Δύσης. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης εἶναι μὲν κριτικός, ἀλλὰ γενικὰ ἀνοικτὸς στὴν ἐπιστήμη καὶ θετικός, μὲ πατερικὴ διάθεση. Οἱ Κολλυβάδες ἀποδέχονται ἐπιστημονικὲς θέσεις (π.χ. τὶς νεώτερες θεωρίες περὶ λειτουργίας τῆς καρδιᾶς ὁ Νικόδημος στὸ Συμβουλευτικό του Ἐγχειρίδιο). Ὁ Ἀθανάσιος Πάριος δὲν πολεμάει τὴν ἐπιστήμη καθαυτή, ἀλλὰ τὴ χρήση της ἀπὸ τοὺς δυτικόπληκτους διαφωτιστὲς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Τὴν ἐπιστήμη θεωροῦν ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ προσφορὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴ διευκόλυνση τῆς ζωῆς του. Ἡ χρήση ὅμως τῆς ἐπιστήμης σὲ μία μεταφυσικὴ πολεμικὴ κατὰ τῆς πίστης, ὅπως ἔγινε στὴ Δύση καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἀνατολή, ὀρθὰ πολεμεῖται ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς θεολόγους μας τὸ 18ο καὶ 19ο αἰώνα. Τὸ λάθος δέ, ἔγκειται στὴν πλευρὰ τῶν Ἑλλήνων διαφωτιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὴ ἔχοντας σχέση μὲ τὴν πατερικὴ θεώρηση τῆς γνώσης, μολονότι κληρικοὶ οἱ περισσότεροι ἢ μοναχοί, μεταφέρουν στὸ χῶρο μας τὴν ἐνδοευρωπαΐκη σύγκρουση μεταφυσικῶν-ἐμπειριστῶν, φθάνοντας νὰ ὁμιλοῦν περὶ «ἀνορθολογικῆς θρησκείας», ἐνῷ ἡ πατερικὴ Ὀρθοδοξία, κάνοντας διάκριση τῶν δυὸ γνώσεων, διακρίνει συνάμα τὸ λογικὸ ἀπὸ τὸ ὑπέρλογο.

Τὸ πρόβλημα τῆς σύγκρουσης πίστης καὶ ἐπιστήμης πέρα ἀπὸ τὴ σύγχυση τῶν γνώσεων, ἔχει ὡς αἰτία καὶ τὴν ἰδεολογικοποίηση τῶν δυὸ ὄψεων τῆς γνώσης. Χριστιανικὰ προέκυψε, ἔτσι, μιὰ νοσηρὴ ἀπολογητικὴ (Ἕλληνας καθηγητὴς τῆς Ἀπολογητικῆς προέτεινε πρὶν ἀπὸ χρόνια «μαθηματικὴ ἀπόδειξη περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ»!). Κάποτε λησμονεῖται ὁ ἀξιωματικὸς λόγος, ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐγκλωβισμένη στὰ ὅρια τῆς φθορᾶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴ λογικὴ τῆς φθορᾶς. Ἡ ἔπαρση τῶν ἐπιστημόνων (ὁ κ. Κ. Ζουράρις ἔχει πεῖ πολὺ ὀρθά, ὅτι «ἡ ἐπιστήμη εἶναι ὁ παιδισμὸς τῶν ἐνήλικων») ὁδηγεῖ στὸ «θετικισμὸ» καὶ τὸν «οἰκονομισμό», ἀπολυτοποιημένα μεγέθη. Ὀρθόδοξα ὅμως, αὐτὸς ὁ δυαλισμὸς δὲν εἶναι αὐτονόητος. Τίποτε δὲν ἀποκλείει τὴ συνύπαρξη πίστης καὶ ἐπιστήμης, ὅταν ἡ πίστη δὲν εἶναι φαντασιώδης μεταφυσικὴ καὶ ἡ Ἐπιστήμη δὲν νοθεύει τὸ θετικό της χαρακτήρα μὲ τὴ χρήση τῆς μεταφυσικῆς.

Στὴν ἀλληλοκατανόηση ἐπιστήμης καὶ πίστης βοηθᾶ καὶ ἡ σημερινὴ ἐπιστημονικὴ γλώσσα. Ἡ γλώσσα τῆς θεολογίας εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της εἰκονολογική, ἀφοῦ εἶναι ἀδύνατη ἡ ταύτιση σημαίνοντος καὶ σημαινόμενου (ἀποφατισμός). Ἡ ἐπιστήμη, ἐξ ἄλλου, (σύγχρονη φυσική) λειτουργεῖ ἀποφατικά: ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας (ἀποφατισμὸς τῆς ἐπιστήμης). Ἡ ἐπιστροφή, συνεπῶς, στὴν πατερικότητα βοηθᾶ στὴν ὑπέρβαση τῆς σύγκρουσης (βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Περιεχόμενο καὶ ἔργο τῆς Ἀπολογητικῆς σήμερα, Ἀθήνα 1975).

Ἡ ἀναγνώριση τῶν ὁρίων τῶν δυὸ γνώσεων (κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου) καὶ ἡ χρήση τοῦ κατάλληλου γιὰ τὴν καθεμία ἀπὸ αὐτὲς ὀργάνου εἶναι στοιχεῖο τῆς πατερικῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἱεραρχεῖ τὴν «κάτω» ἢ «ἔξω» σοφία στὴν «ἄνω» ἢ «θεία» γνώση. Ἀντίθετα, ἡ σύγχυσή τους διαιωνίζει τὶς ἑκατέρωθεν παρερμηνεῖες καὶ συντηρεῖ τὴ σύγκρουσή τους. Μιὰ «Ἐκκλησία», ποὺ ἐπιμένει στὴ μεταφυσικὴ θεολόγηση, θὰ ἀναγκάζεται νὰ ἀποκαθιστᾶ συνεχῶς κάποιο Γαλιλαῖο, ἀλλὰ καὶ μία «Ἐπιστήμη», ποὺ ἀγνοεῖ τὰ ὅριά της, θὰ ἀλλοτριώνεται σὲ μεταφυσικὴ καὶ θὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν ἀπόρριψη τοῦ Μὰρξ - Μαρξισμός.

Περισσότερα Θέματα: π. Γεώργιος Μεταλληνός †Επιστήμη, Θεολογία


FaceBook: Χάρης Μάριος Πισχος · 29 Σεπτεμβρίου 2013: Πολύ σωστό και πραγματικά ωραίο άρθρο... Αξίζει να διαβαστεί από όλους... (Και οχι γιατί το έχει γράψει ενας "παπάς", αλλά διότι τα λέει σωστά και ως έχουν...)

Δεν υπάρχουν σχόλια: