Το βασίλεμα του ήλιου με Φως Ιλαρόν | Φώτης Κόντογλου (Ανάλυση) Μυσταγωγία φωτός και τέχνης

Ο Κόντογλου, σαν ψηφιδωτό ή αγιογραφικό πορτραίτο, με τη
δύση του ήλιου και το φωτισμένο εκκλησάκι στο "Φως Ιλαρόν".

Ο ήλιος σαν λιτανεία φωτός προς το υπερουράνιο.
Το βασίλεμα του ήλιου... μια οπτασία φωτός που δεν δύει.

Επιμέλεια, της Σοφίας Ντρέκου
(Sophia Drekou) Αρθρογράφος

Μια μυσταγωγική περιήγηση στο «Βασίλεμα του ήλιου» μέσα από τη ματιά του Φώτη Κόντογλου. Ο ήλιος δεν χάνεται, αλλά φεύγει με το φως της Ανάστασης στην ψυχή. Ανάλυση και σκέψεις.

Σ’ αυτό το βαθιά συγκινητικό κείμενο, ο Κόντογλου μετατρέπει το βασίλεμα του ήλιου σε πνευματική εμπειρία. Το φως του δεν σβήνει, αλλά αποσύρεται με ιερότητα, θυμίζοντας το «Φως Ιλαρόν» της Εκκλησίας.

Ο Φώτης Κόντογλου, μέσα από το βλέμμα του παιδιού και την καρδιά του μοναχού, περιγράφει το βασίλεμα του ήλιου όχι σαν φυσικό φαινόμενο, αλλά ως λειτουργία του κόσμου. Ο ήλιος, ολόφωτος και παρηγορητικός, δεν «δύει», αλλά «φεύγει», σαν να ψέλνει: «Φως ιλαρόν Αγίας Δόξης». Η περιγραφή του εμπνέει νοσταλγία, ευλάβεια και συνδέει το φυσικό με το μεταφυσικό. Ένα κείμενο που δεν διαβάζεται, αλλά βιώνεται.

Προς το βράδυ, ένα χρυσαφένιο
γλυκό φως μπαίνει μέσα
στον αγιασμένο πύργο
της εκκλησιάς (στον τρούλλο),
σαν να τον γεμίζει με θυμίαμα.
Τούτη την ιερή ώρα βουΐζει ο
τελευταίος φτερωτός προσκυνητής,
ένας αθώος καντηλοσβήστης.

Το «βασίλεμα του ήλιου» στον Κόντογλου δεν είναι μια ποιητική εικόνα. Είναι ένα υπαρξιακό γεγονός. Το παιδί-αφηγητής παρατηρεί τον ήλιο να φεύγει, όχι να βυθίζεται, και η ψυχή του γεμίζει με ένα αίσθημα ιερού αποχωρισμού. Το φως είναι ενσάρκωση της Θείας Παρουσίας, και η αποχώρησή του είναι λειτουργική, σχεδόν εσχατολογική.

Στο ύφος του Κόντογλου συναντούμε την ένωση της αισθητικής με τη λατρευτική εμπειρία. Οι λέξεις του μοιάζουν με παραστάσεις αγιογραφίας: «ήσυχα και αργά έφευγε», «χωρίς ντροπή, χωρίς καμιά συστολή», «με ευλάβεια», «μεταλάβαινε», «λειτουργούσε». Ο ήλιος γίνεται ιερέας, ο ουρανός ναός, και ο αναγνώστης, κοινωνός μιας μυστικής τελετουργίας.

Το τέλος δεν έχει τίποτε από σκοτάδι ή λύπη. Αντίθετα, φέρει ελπίδα και φως αόρατο, εκείνο που μένει όταν όλα τα ορατά σβήσουν.

Το βασίλεμα του Ηλίου - Φώτης Κόντογλου

Έχουμε στο σπίτι μας ένα μικρό δωμάτιο μ' ένα εικονοστάσι, που βρίσκεται προς τη μιά γωνιά του. Απάνω στο εικονοστάσι είναι βαλμένο, στη μέση, ένα παλιό μεγάλο Ευαγγέλιο με ασημωμένες τάβλες, ένας αρχαίος σκαλιστός σταυρός, ένα μικρό κουτάκι με άγιο λείψανο, ένα ασημένιο χέρι, μεγάλο όσο είναι το φυσικό χέρι, που έχει μέσα άγιο λείψανο της αγιάς Παρασκευής, και κάμποσα εικονίσματα, που ανάμεσά τους είναι μία μεγάλη εικόνα της αγιάς Παρασκευής, παλιά κι ασημωμένη από τέμπλο.

Όλα αυτά ήτανε της οικογενειακής εκκλησιάς μας, και τα πήραμε μαζί μας τον καιρό που φύγαμε από τη Μικρά Ασία, καταδιωγμένοι από τον Τούρκο, μαζί με λίγα εκκλησιαστικά βιβλία. Αντί να πάρουμε άλλα πράγματα, που θα ήτανε πιό χρήσιμα σε μας, κατά τη γνώμη του κόσμου, προτιμήσαμε να πάρουμε αυτά τα αγιασμένα πράγματα.

Περάσαμε στη Μυτιλήνη, που είναι κοντά στο μέρος που γεννηθήκαμε, αντίκρυ στη μεγάλη στεριά της Ανατολής.

Το καντήλι καίει μέρα-νύχτα ακοίμητο, μπροστά σ' αυτό το εικονοστάσι. Το δωμάτιο μοσκοβολά κερί και λιβάνι. Εκεί είναι το καταφύγιο μας στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής μας, εκεί λέμε και τις ευχαριστίες μας στον Θεό για ό,τι καλό μας στέλνει.

Εκεί λέμε τον εσπερινό και τον όρθρο, όποτε τύχει να μην πάμε στην εκκλησία, τις παρακλήσεις, τις δοξολογίες. εκεί γίνουνται οι αγιασμοί και τα ευχέλαια, από αγιαμένους παπάδες και καλογήρους. Η ψυχή μας κ' η καρδιά μας, βρίσκονται εκεί. Έχουμε τα Μηναία, το Πεντηκοστάριο, την Παρακλητική, το Τριώδιο, το Ωρολόγιο, το Αγιασματάρι, κλπ... Εκείνο το θαλάμι είναι η κα' οίκον εκκλησία μας.

Από τα δεξιά βρίσκεται ένα παραθύρι, δίπλα στη βορεινή γωνιά. Απ' εκείνο το παραθύρι, που είναι βορεινό, δεν μπαίνει ολότελα ο ήλιος όλον τον χειμώνα. Μονάχα κατά την αρχή του καλοκαιριού αρχίζουν και τρυπώνουν λοξά χρυσές αχτίνες από τον ήλιο, την ώρα που βασιλεύει.

Τρυπώνει δειλά-δειλά, αυτό το φώς, το «Φώς ιλαρόν», όπως το λέγω, και κάνει μια στενή λουρίδα όρθια, χρυσαφένια, δίπλα στη βορεινή γωνιά, αριστερά από το εικονοστάσι.

Φανερώνεται τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, και χάνεται τις πρώτες μέρες του Αυγούστου. Το αγιασμένο πυροτέχνημα στην αρχή βαστά λίγες στιγμές κ' ύστερα αποτραβιέται. Κατά την αρχή Ιουλίου στέκεται ίσαμε μιά ώρα. Και στις τελευταίες μέρες του βαστά πάλι λίγες στιγμές, ως που χάνεται, και δεν ξαναφαίνεται πιά.

Αυτό είναι το «Φώς ιλαρόν». Από μικρό παιδί το 'βλεπα το βράδυ που βασίλευε ο ήλιος, εξωτικό, χρυσοκόκκινο, να χρυσώνει τα σπίτια, τα μικρά τα βουνά, τα βράχια, τα πανιά των καραβιών, σαν να ήτανε χρυσοκαπνισμένα. Το θέαμα ήτανε πανηγυρικό, κ' έπεφτα σε έκσταση, σαν να ερχότανε εκείνο το φώς από έναν άλλον κόσμο, από τη βασιλεία των ουρανών, κατά κει που βασιλεύει ο ήλιος.

Πόσο ποιητικά εκφράζει ο λαός μας τη μεγαλοπρέπεια που έχει εκείνη η ιερή ώρα, λέγοντας πως ο ήλιος «βασιλεύει». Αληθινά, ποιός βασιλιάς ντύθηκε ποτέ με τέτοια πορφύρα; Θα' λεγε κανένας πως δεν είναι ο ήλιος αυτός ο βασιλέας, αλλά ο Χριστός, ο βασιλεύς των βασιλευόντων.

Έχω την ιδέα μάλιστα πως ο ευλαβής λαός μας, λέγοντας «ο ήλιος εβασίλεψε», επήρε τα λόγια, γυρίζοντάς τα, από το «Προκείμενον» που λέγει ο ψάλτης το Σαββατόβραδο στον εσπερινό: «ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο» ίσα-ίσα την ίδια ώρα που βασιλεύει ο ήλιος. Εκείνη την ώρα το χρυσορόδινο φώς μπαίνει από το παράθυρο της εκκλησίας, που είναι κατά το δυτικό μέρος, και χτυπά απάνω στο σκαλιστό τέμπλο, κάνοντας το να λαμποκοπά σάν «χρυσοπλοκώτατος πύργος».

Λίγο πρίν το «Προκείμενον» λέγει ο ψάλτης, ή κανένας καλόγερος, ή κανένας ταπεινός αναγνώστης το «Φως ιλαρόν», εκείνον τον θεσπέσιον εσπερινόν ύμνον.
Δείτε: O ποιητής του ύμνου Φως Ιλαρόν, Άγιος Αθηνογένης

Σχέδιο του Φ. Κόντογλου «Ηλιοβασίλεμα Δρόμος» Ιούνιος 1924
Σχέδιο του Φ. Κόντογλου «Ηλιοβασίλεμα Δρόμος» Ιούνιος 1924

Έχω γράψει πολλές φορές γι' αυτή την αγιασμένη και κατανυστική ώρα: Σ' ένα τέτοιο γράψιμο μου λέγω τα παρακάτω: 

«Πρός το βράδυ, ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένο πύργο της εκκλησιάς (στον τρούλλο), σαν να τον γεμίζει με θυμίαμα. Τούτη την ιερή ώρα βουΐζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής, ένας αθώος καντηλοσβήστης... Από κάτω, την ίδια ώρα, λέγει ο καλόγερας με φωνή ήσυχη το «Φως ιλαρόν», ενώ ο ήλιος βασιλεύει, και τελειώνει η μέρα: «Φώς ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκα ρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς. Διό ο κόσμος Σε δοξάζει». (εννοεί Το βασίλεμα του ήλιου με Φως Ιλαρόν δείτε το ολόκληρο εδώ)

Δάκρυα έρχουνται στα μάτια του ανθρώπου, ακούγοντας αυτά τ' αρχαία λόγια, που είναι απλά και αιώνια σαν το βασίλεμα του ήλιου. Το βιβλίο που' ναι ακουμπισμένο απάνω στ' αναλόγι, γράφει πως είναι «ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος».

Παμπάλαιος ύμνος, που τον λένε κάθε βράδυ, σαν τελειώνει η μέρα, από δυό χιλιάδες χρόνια ίσαμε σήμερα, απλοί άνθρωποι που βαστάνε από τους αρχαίους Έλληνες, σαν και τούτον τον Αγιονορίτη καλόγερα, που είναι και στο πρόσωπο σαν τους παλιαούς»(*).

Αλλά και τούτη την ώρα που γράφω, λάμπει απάνω στον τοίχο, κοντά στο εικονοστάσι με τα αγαπημένα εικονίσματα που γλύτωσα από τους αλλόθρησκους και που τα προσκυνούσαν οι πρόγονοί μου.

Πόσο χαίρουμε σαν το βλέπω να μπαίνει μέσα στο καταφύγιό μου! Η χαρά που νιώθω είναι μά κρυφή χαρά, που τη φυλάγω στην καδιά μου, σαν ένα φως ανέσπερο, που θα την ζεσταίνει τον χειμώνα. Αυτό το υπερκόσμιο φως είναι μιά ελπίδα που έρχεται «εξ ετοίμου κατοικητηρίου του Κυρίου», είναι μια θεϊκή επίσκεψη που μου δίνει παρηγοριά.

Κάθε βράδυ το περιμένω με αγάπη. Δεν πηγαίνω πουθενά για να μην χάσω την ιερή αυτή επίσκεψη. Χαίρομαι που κρατά πολλή ώρα η παρουσία του και παρακαλώ ν' αργήσει να φύγει.

Μόλις αρχίζει και φεγγίζει μυστικά λέγω: «Καλώς το! Καλώς ήρθες πάλι στο φτωχικό μας. Κάθε βράδυ με χαρά σε περιμένουμε, και σαν φεύγεις, με ελπίδα σε προσμένουμε να'ρθεις το άλλο βράδυ. Ας αργήσουνε να περάσουμε οι μέρες που μας έρχεσαι». 

Κάνω τον σταυρό μου και συλλογίζουμαι: «Τούτη την ώρα χρυσαφώνεις τα παλιά τέμπλα στα μοναστήρια, στολίζεις με ακριβά πετράδια το φτωχό εικονοστάσι, που είναι μέσα στη σπηλιά του ασκητή ή κανένα σκοτεινό κουβούκλι που κάνει την προσευχή της καμιά ταπεινή και πικραμένη ψυχή.

Την ίδια ώρα, όμως, μπαίνεις και σε σπίτια ψυχά και δίχως πνοή, που κάθουνται μέσα άπιστοι άνθρωποι, και δεν σε παίρνουνε είδηση, αλλοίμονο! ω χαιρέτισμα αρχαγγελικό, ω αγιασμένη πορφύρα, που έγινες από τα αθάνατα αίματα που χύσανε οι Μάρτυρες του Χριστού.

Μπαίνεις και σε φυλακές σκοτεινές, εκεί που βασανίζουνται οι απελπισμένοι, για να τους δώσει λίγη ελπίδα. Μπαίνεις και σε τρύπες υγρές κι ανήλιαγες. Μπαίνεις και σε άψυχα κι άσλαχνα εργοστάσια, μα κανένας δεν σε παίρνει είδηση, ούτε πότε μπαίνεις, ούτε πότε φεύγεις, ούτε ποιά μέρα θα σβήσεις, φεύγοντας για πάντα, σαν τον άνθρωπο που δεν γυρίζουν να τον δούνε. Άραγε ο Θεός σε στέλνει μονάχα σε μας για να μας φέρεις την ελπίδα του και τον χαιρετισμό της αγάπης του, και σε περιμένουμε με αγάπη και με πόθο;...»

Αλλοίμονο! Σε στέλνει σε όλους τους ανθρώπους μα αυτοί δεν σε βλέπουν, ω φως ιλαρόν*, ω φώς εσπερινόν, ω φως ανέσπερον!

*ιλαρόν:-επίθετο- εύθυμο, φαιδρό, χαρωπό.

Βιβλιογραφία: Φώτης Κόντογλου «Ευλογημένο Καταφύγιο», Κεφάλαιο: Το βασίλεμα του ήλιου. Παλιά σύντομα κείμενα πού μιλούν με λατρεία και γνώση για την Ελλάδα τής γνησιότητας που φέρουμε μέσα μας και που κινδυνεύει. εκδ. 1985, Η' έκδοση, 2000. Εκδόσεις Ἀκρίτας. 

Άγιος Αθηνογένης επίσκοπος Πηδαχθόης και οι Δέκα Μαθητές του
Η Επιλύχνιος Ευχαριστία (Φως Ιλαρόν)
Άγιος Αθηνογένης επίσκοπος Πηδαχθόης


Η σύνθεση του ύμνου «Φως Ιλαρόν»
αποδίδεται στον μάρτυρα Αθηνογένη
(εορτάζει 16 Ιουλίου), ο οποίος, κατά
την παράδοση, τον εκφώνησε, την ώρα
που τον οδηγούσαν...

συνεχίστε την ανάγνωση ΕΔΩ

Φώτης Κόντογλου (1895–1965) – Ζωγράφος,
Λογοτέχνης, Μύστης του Ρωμαίικου Πνεύματος

Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε το 1895 στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας (Αϊβαλί) και πέθανε στην Αθήνα το 1965. Υπήρξε κορυφαία μορφή της νεοελληνικής τέχνης και σκέψης: ζωγράφος, αγιογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής, μα πάνω απ’ όλα φορέας και εκφραστής της ελληνορθόδοξης παράδοσης με τρόπο αυθεντικό και αποκαλυπτικό.

Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο Κόντογλου συνδύασε τη βυζαντινή τεχνοτροπία με μια προσωπική καλλιτεχνική έκφραση, δημιουργώντας σχολή αγιογραφίας που επηρέασε γενιές καλλιτεχνών. Παράλληλα, το συγγραφικό του έργο –με βιβλία όπως Εκφραστικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἑικαστικῆς Τέχνης, Πέδρο Καζάς, Βυζαντινὸν Ἐργαστήριον και εκατοντάδες άρθρα– άγγιξε ψυχές και διέσωσε την πνευματική ταυτότητα της ρωμιοσύνης.

Με έναν λόγο γεμάτο πίστη, στοχασμό, λαϊκή σοφία και φως, ο Κόντογλου πολέμησε τον μιμητισμό της Δύσης και ανέδειξε τη βαθιά αξία της ελληνικής και ορθόδοξης παράδοσης. Ζούσε λιτά και ζωγράφιζε με νηστεία, όπως έλεγε – με το χέρι να υπακούει στην ψυχή και την ψυχή στο Άγιο Πνεύμα.

Στο έργο του δεν υπάρχει μόνο η μορφή· υπάρχει και η μαρτυρία. Και αυτή η μαρτυρία, μέχρι σήμερα, φωτίζει.

«Πρωτότυπος είναι ο κάθε άνθρωπος που απομένει
πιστός κι ειλικρινής στον εαυτό του» Φώτης Κόντογλου

Πηγή: Αέναη επΑνάσταση