14 Σεπτεμβρίου, την ημέρα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού το 2001, έφυγε ο μεγάλος λαϊκός τραγουδοποιός, Στέλιος Καζαντζίδης! Η σπουδαιότερη παρακαταθήκη που άφησε, είναι ο τρόπος αντίληψης που είχε για την ζωή και την βίωσε ορθόπρακτα. Εναντιώθηκε στην εξουσία του χρήματος και της ηδονιστικής ζωής. Κέρδισε την ζωή, με την απλότητα και την θέα του απέραντου γαλάζιου.
† Αθάνατη η μνήμη του και η καλλιτεχνική αγωνιστική
πορεία του, ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου.
FaceBook Konstantinos Konstantinidis: Το να έχεις υψηλό IQ (Ν. Λυγερός), καλό είναι αλλά δεν είναι και το άπαν. Συνήθως τέτοιοι άνθρωποι επικεντρώνονται σε ένα τομέα και αρκετές φορές ο συναισθηματικός τους κόσμος είναι φτωχός. Η περίπτωση όμως του Νίκου Λυγερού είναι ιδιάζουσα, είναι απλωμένος εξ ίσου σε πάρα πολλούς τομείς, χωρίς να ξεχωρίζει κάποιον ιδιαίτερα και όπως λέει γι' αυτόν όλα τα δάκτυλα είναι ίδια. Ταυτόχρονα είναι πάμπλουτος σε συναισθηματικό κόσμο και αγάπη για τον συνάνθρωπο και γνωρίζει το πως και γιατί είναι πιστός Χριστιανός, πράγμα μη σύνηθες σε ανθρώπους με υψηλό IQ, που τοποθετούν εαυτούς υπεράνω Θεού. Γι' αυτό και τα χαρίσματά του είναι δώρο Θεού. 22 Σεπτεμβρίου 2014 στις 1:40 π.μ. και Θεολογία, Επιστήμη και Λογοτεχνία 1 Φεβρουαρίου 2015
Ο πατέρας του χτίστης στο επάγγελμα, ήταν στα χρόνια της κατοχής, ενεργός στην Εθνική Αντίσταση και οργανώθηκε στον ΕΛΑΣ. Στα χρόνια του εμφυλίου δολοφονήθηκε από παρακρατικούς δοσίλογους αντικομμουνιστές.
Ως έφηβος ο Καζαντζίδης αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλειές για να βγάλει το μεροκάματο. Δουλεύει στην οικοδομή, σε εργοστάσια, υφαντουργεία, πουλάει τσιγάρα και κρύο νερό σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Κατά τη στρατιωτική του θητεία ορίστηκε υπεύθυνος σε τάγμα μουλαράδων και εκεί μια κλωτσιά στα γεννητικά του όργανα, του στέρησε τη δυνατότητα τεκνοποίησης.
Μετά τον εμφύλιο τον στέλνουν φαντάρο στην Μακρόνησο, γνωρίζοντας εκεί την φρίκη του κολαστηρίου.
Γεννημένος από πρόσφυγες γονείς στην Ν. Ιωνία, βιώνει από τα πρώτα του χρόνια την κοινωνική αδικία, την φτώχεια και την εκμετάλλευση, αυτά δηλαδή που εξέφρασε με τα τραγούδια του. Ζούσε κοινωνικοπολιτικά ορθόπρακτα. Τα πιστεύω του, τα έκανε πράξη γι' αυτό τα τραγούδια του είχαν τόση απήχηση στον λαό.
«Stelios-Kazantzidhs: Τι ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης για το ελληνικό τραγούδι έχουν ήδη αποφανθεί οι ειδικοί και η Ιστορία… Πάνω απ’ όλα το έχει αποφασίσει ο ελληνικός λαός, που ακόμη και σήμερα τραγουδά και σιγοψιθυρίζει τα τραγούδια, τα οποία έμειναν ως ανεπανάληπτες ερμηνείες από την μεγάλη φωνή του Στέλιου.
Υπάρχουν, ωστόσο, κι άλλα πράγματα που ήταν ο Στέλιος, λιγότερο γνωστά.
Οι γονείς του Στέλιου Καζαντζίδη, Χαράλαμπος και Γεσθημανή, ήταν πρόσφυγες. Στη δεκαετία του 1930 η ζωή ήταν δύσκολη, για τους περισσότερους, και ειδικότερα για τους πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν μετά το 1923 στα αστικά κέντρα (μεγάλα ή μικρά) σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Η οικογένεια Καζαντζίδη, λοιπόν, δε θα μπορούσε παρά να βιοπορίζεται με δυσκολία. Πολλές άλλες οικογένειες ζούσαν σε παρόμοιες συνθήκες. Στα χρόνια της κατοχής οι συνθήκες έγιναν δυσχερέστερες και η οικογένεια Καζαντζίδη αναγκάστηκε να μεταβεί στα Πλατανάκια Σερρών και έπειτα στη Ροδώνα Κιλκίς. Αργότερα επέστρεψαν πάλι στην Αθήνα.
Ο πατέρας του οργανώθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ).
Αναφέρει σχετικά, στον Βασίλη Βασιλικό, ο Στέλιος Καζαντζίδης:
«Του έριξαν ένα ξύλο, που ταίρι του δεν πρέπει να υπάρχει στον κόσμο. Ούτε στην ΕΣΑ δεν χτύπαγαν έτσι. Με ένα σιδερένιο μπαστούνι τον σκότωσαν, στην κυριολεξία. Τον είχαν μελανιάσει, αιμορραγούσε… Τότε το '47 πέθανε ο πατέρας μου. Είχε προλάβει να γεννηθεί ο Στάθης. Λίγο πριν πεθάνει τον ξαναπιάσανε, έφαγε πάλι ξύλο. Τους τέσσερις πέντε μήνες που επέζησε μετά τα βασανιστήρια δεν είχε κουράγιο για τίποτα, όλο αιμοπτύσεις έκανε, είχαν σαπίσει οι πνεύμονες, είχε φθαρεί τελείως, δεν είχε κουράγιο ούτε να αναπνεύσει. Το κόμμα έστειλε κάποιο γιατρό. «Δεν έχει ζωή» μας λέει. Ο πατέρας μου έτρωγε σε πεπιεσμένα χαρτόνια για να μην τρώει απ’ το πιάτο που θα τρώγαμε και εμείς, μη μας κολλήσει το μικρόβιο της φυματίωσης. Τρεις μέρες παιδευόταν ο φουκαράς…»
Από το βιβλίο «Υπάρχω», Βασιλικός Βασίλης,
σελ. 253 Εκδόσεις Νοέμβριος 2000, απόσπασμα:
«Ήταν καλοκαίρι του '80 ή του '81, στο νησί μου, τη Θάσο, κι εκεί ο Στέλιος ήταν πανευτυχής, γιατί μαζί με τους κατοίκους του νησιού, που τον αγαπούσαν, βρήκε και στις θάλασσές του άφθονα ψάρια που σπεύδαν να αγκιστρωθούν στο τσαπαρί του, σαν να έψαχναν και αυτά, τα άφωνα, τη μεγάλη φωνή. Πρωί και απόγευμα, σούρουπο, βγαίναμε για ψάρεμα με τη βάρκα του Αντώνη και τα μεσημέρια, κάτω από τα πεύκα, καθόμασταν οι δυο μας μπροστά σ' ένα μαγνητοφωνάκι και μιλούσαμε. Γεμίσαμε έτσι κάπου είκοσι κασέτες της μιάμισης ώρας».
ΔΕΙΤΕ: Ένας Θεολόγος: όταν ακούω Καζαντζίδη είναι λες και διαβάζω το Ευαγγέλιο
Βιογραφία
Ο Στέλιος Καζαντζίδης (29 Αυγούστου 1931 - 14 Σεπτεμβρίου 2001) υπήρξε ένας από τους λίγους τραγουδιστές, που κέρδισαν αδιαφιλονίκητα τον τίτλο του λαϊκού ερμηνευτή, αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους.
Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς.
Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία Αττικής και ήταν γιος Χαράλαμπου Καζαντζίδη με καταγωγή από τα Κοτύωρα (σημ. Ορντού) του Πόντου και της Γεσθημανής (Χατζίδαινας) με καταγωγή από την Αλάγια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Ο έφηβος Καζαντζίδης (13 ετών) αναγκάστηκε να εργαστεί σε διάφορες δουλειές.
Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Από εκείνη άκουγε ως παιδί τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες και από τη γιαγιά του -όπως έλεγε ο ίδιος- πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το κλάμα στη φωνή… Ως τη στιγμή που τον ανέλαβε ο μεγάλος δάσκαλος Στέλιος Χρυσίνης.
Το 1950 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κηφισιά. Δύο χρόνια αργότερα έκανε και την πρώτη ηχογράφησή του στην Columbia, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πας», που όμως δεν πούλησε. Το δεύτερο τραγούδι, «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία σειρά επιτυχιών και συνεχής άνοδος, με εμφανίσεις σε γνωστά λαϊκά κέντρα της εποχής.
Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επαφή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία διακόπηκε, λόγω προβλημάτων που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μίνως».
Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μάκη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται Χρόνια Δύσκολα».
Κοιμήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου Ύψωση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού του 2001, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.
Στέλιος Καζαντζίδης - Και Που Θεός (Άλμπουμ, 1994)
Βίντεο: «Στέλιος Καζαντζίδης « Έρχονται χρόνια
δύσκολα γεμάτα καταιγίδες» έλεγε το 2000 το
τελευταίο τραγούδι που κυκλοφόρησε σε μουσική
και στίχους του Μάκη Ερημίτη. Κι αποδείχτηκε,
δυστυχώς, τραγικά προφητικό...
Η ινδική ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης» ήταν η αφορμή να γραφτεί το τραγούδι «Μαντουμπάλα» του Στέλιου Καζαντζίδη, το οποίο όταν κυκλοφόρησε ως Μαντουβάλα, έγινε τεράστια λαϊκή επιτυχία. Η ιστορία της δημιουργίας του ξεκίνησε από τον Καζαντζίδη, αλλά συνέβαλαν άλλοι δύο καλλιτέχνες στην ολοκλήρωση του.
Καθώς ο Καζαντζίδης παρακολουθούσε την συγκεκριμένη ταινία ενθουσιάστηκε με το τραγούδι και τις μουσικές συνθέσεις του θρυλικού Ραβί Σανκάρ και θέλησε να το διασκευάσει στα ελληνικά.
Τότε ζήτησε από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου να τον βοηθήσει να γράψουν ελληνικούς στίχους πάνω στο ινδικό ρυθμό. Η Παπαγιαννοπούλου, που ήταν λάτρης του ινδικού κινηματογράφου βρήκε τον τίτλο πριν ξεκινήσει να γράφει τους στίχους. Ο τίτλος σήμαινε «γλυκό κορίτσι» και ήταν το όνομα της μεγάλης Ινδής πρωταγωνίστριας της δεκαετίας του ’50, της Μαντουμπάλα.
Στο τραγούδι η Μαντουμπάλα είναι η χαμένη αγάπη του τραγουδιστή, την οποία αναζητά και καλεί σπαρακτικά να γυρίσει κοντά του. Η Παπαγιαννοπούλου, έγραψε τους στίχους για την κόρη της, που είχε πεθάνει εκείνη τη χρονιά.
Η κόντρα για τους στίχους και τη μουσική
Η περιπέτεια του κομματιού δεν έληξε εκεί. Ο Καζαντζίδης αντιμετώπισε δυσκολίες στην προσαρμογή της μουσικής με τους στίχους και μαζί με την Μαρινέλλα απευθύνθηκαν στον συνθέτη Θόδωρο Δερβενιώτη. Ο συνθέτης δέχτηκε να τους βοηθήσει και αφού έκανε τις κατάλληλες προσθαφαιρέσεις, παρέδωσε το κομμάτι έτοιμο στον Καζαντζίδη. Πλέον δεν έμοιαζε με το ινδικό τραγούδι «Aajao tarapt hai arman» του βιρτουόζου του σιτάρ Ραβί Σανκάρ, αλλά είχε αποκτήσει δικό του χαρακτήρα.
Στο άκουσμά του ο Καζαντζίδης ενθουσιάστηκε. Η Μαντουβάλα κυκλοφόρησε το 1959 και πούλησε συνολικά 96 χιλιάδες δίσκους. Μάλιστα παρέμεινε πρώτο σε πωλήσεις για μια δεκαετία. Η τεράστια επιτυχία του τραγουδιού ήταν η αιτία που ο Καζαντζίδης πήγε στα δικαστήρια την εταιρεία Κολούμπια και διεκδίκησε ποσοστά επί των πωλήσεων.
Οι στίχοι ήταν της Παπαγιαννοπούλου και η μουσική του Δερβενιώτη, ωστόσο στον δίσκο στιχουργός και συνθέτης αναφέρθηκε ο Καζαντζίδης. Αυτό προκάλεσε εντάσεις μεταξύ των δημιουργών και του τραγουδιστή. Σύμφωνα με το βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη και της Τάνια Ραχματούλινα «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μεταμφυλιακό τραγούδι» οφειλόταν στη συμφωνία που είχε γίνει μεταξύ του τραγουδιστή και της εταιρίας του. Την περίοδο εκείνη, ο Καζαντζίδης βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του και πίεζε την «Κολούμπια» να του κάνει αύξηση. Ο ιδιοκτήτης Τάκης Λαμπρόπουλος δέχτηκε να το κάνει αλλά με έμμεσο τρόπο ώστε να μην δημιουργηθούν προβλήματα με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες. Θα δήλωνε τη σύνθεση και τον στίχο στο όνομα του Καζαντζίδη ώστε να εισπράξει αυξημένη αμοιβή.
Η συμφωνία τηρήθηκε αφού κάμφθηκαν οι αρχικές αντιρρήσεις του τραγουδιστή.
Καζαντζίδης - Μαντουβάλα: Από την ονομαστική
του εορτή σε ταβέρνα στους Θρακομακεδόνες
Η Μαντουμπάλα
Η Μαντουμπάλα ήταν λαϊκό ίνδαλμα στην Ινδία. Γεννήθηκε το 1933 στο Δελχί ήταν το πέμπτο παιδί από τα συνολικά έντεκα μιας φτωχής μουσουλμάνικης οικογένειας. Εξαιτίας της άσχημης οικονομικής κατάστασης και του πρόωρου θανάτου των έξι αδερφών της, ξεκίνησε να δουλεύει από μικρή ηλικία. Η πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε σε ηλικία εννέα ετών. Το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της, τη βοήθησε να αναλάβει πετυχημένους ρόλους που την καθιέρωσαν στο κινηματογραφικό στερέωμα.
Στην Ινδία την αντιμετώπιζαν ως σταρ και την σύγκριναν με την Μέριλιν Μονρόε εξαιτίας της δημοτικότητας της. Έγινε θρύλος στα λαϊκά στρώματα και αυτό συνετέλεσε ο πρόωρος θάνατός της. Η όμορφη ηθοποιός έπασχε από μια καρδιακή πάθηση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Η διάγνωση έγινε το 1950 και η κατάστασή της επιδεινώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Την εποχή εκείνη οι επεμβάσεις στην καρδιά δεν ήταν ακόμα διαδεδομένες και δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει την ασθένεια. Πέθανε το 1969 σε ηλικία μόλις 36 ετών.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο
«Μια ιστορία.. ένα τραγούδι» του Ηρακλή
Ευστρατιάδη. Εκδόσεις Μ. Τούμπης Α.Ε
by Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr
Βιντεο / αφιέρωμα
Μηχανή του χρόνου - Στέλιος Καζαντζίδης (Η ζωή του όλη) Εκπομπή της «Μηχανής του χρόνου» αφιερωμένη στο θρυλικό λαϊκό ερμηνευτή Στέλιο Καζαντζίδη
Efthymios Anagnostou: «Όταν μετάλαβα ζωή διψοῦσα τη φωνή σου» Στίς φυλακισμένες χρωματικές τῆς περιούσιας φωνῆς του ~καύσιμα μικρασιατικά, βυζαντινά μακάμια, σμυρνέικα σπασίματα, πολίτικη χροιά~ με τήν ἐρωτική αἰσθαντικότητά της, ἀναπαύονται τά σπαραγμένα ὂνειρα ὃσων ἐπιμένουν στό άντίδωρο τῆς μπέσας καί τῆς λεβεντιᾶς. Μιά ~μικρή~ σταγόνα αἷμα ἁγιασμένο στό δισκοπότηρο τῆς ἐρωτικῆς τράπεζας κάτω ἀπό θόλους τοῦ πόνου καί τῆς ἐγκατάλειψης, κάτω ἀπό θεσπέσια, προδομένα φεγγαρόφωτα, πού ἒλιωσαν στό κῦμα. ...ὃσο οἱ ἂντρες τραγουδοῦν, ἐρωτεύονται, ξενιτεύονται, δέν θἆναι ὃλα ἓνα ψέμα. [Ομάδα «Μονοπάτι Φωτός» Efthymios Anagnostou 14 Σεπ 2016]
Εκπομπή της «Μηχανής του χρόνου» αφιερωμένη
στο θρυλικό λαϊκό ερμηνευτή Στέλιο Καζαντζίδη
Efthymios Anagnostou 14 Σεπτεμβρίου 2018 ·
Νά πῶ νά πῶ τόν πόνο σάν μιά καινούρια ἀλήθεια
Νά πῶ νά πῶ τόν πόνο
σάν μιά καινούρια ἀλήθεια
Γ.Σ
Δέν ἒχει κανόνες γι αὐτήν. Δέν ἀναλύεται. Χάρισμα εἶν᾽ ἡ ὑπομονή.
Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά σοῦ τήν κάνει δῶρο.
Αποκαλύπτει μοναχά πόσο μον~Αχ~ικός εἶναι ὁ ἂνθρωπος.
῝Οσοι βαθειά μοναχικοί ἒχουν ἀκονισμένη ὑπομονή. Σπλάγχνα γαλβανισμένα.
Ὑπομονή θέλει τό ῍Αχ . ῾Υπομονή καί προσευχή.
Δέν τό καταλαβαίνει αὐτό ἡ μυαλουδίλα καί τό περιφρονεῖ τό ῍Αχ.
Δέν ἒχει τό κάτι παραπάνω. Τό παρά τῷ πόνῳ. Τό ἂγγιγμα τῆς Ἀνατολῆς!
῝Οσοι νογᾶνε, σιωποῦν. Χείλι σφιχτό, βλέμμα ὑγρό.
῝Υστερα ντύνονται ~μέ ἀναπάντεχη ἱλαρότητα~τό πάθος, τό μεράκι, τόν καημό, τόν λυγμό, τόν σπαραγμό, τόν ´γύφτικο´ ἀπόηχο τῆς λαϊκῆς αἰσθαντικότητας καί βρίσκουν ἂσυλο, ἂπ᾽ ὃσα τούς πονᾶνε ἐκεῖ ἒξω, σέ μιά ἀνάσα ἂνασσα, σέ μιά ὀμφή πονετική πού ξεριζώνει τά καρφιά ἀπ᾽ τό θολωμένο τους μυαλό.
Ἂσπρο πουκάμισο στεγνό μές στή νεροποντή…
(…)
Τότε ἦρθες καί μοῦ ᾽μαθες μ᾽ ἓνα σου <<ἂχ>> τόν τρόπο
πέτρα πού γίνονται οἱ καρδιές στῆς μοναξιᾶς τά μέρη.
Πῶς νά φοράω ροῦχο μου αὐτόν ἐδῶ τόν τόπο,
πῶς πιάνουνε τό δίκοπο τῆς μνήμης τό μαχαίρι. Κ.Τ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου