«Ο Άγιος Κριστόφ πέρασε τον ποταμό. Όλη τη νύχτα βάδισε ενάντια στο ρεύμα. Σα βράχος, το κορμί του με τ' αθλητικά μέλη ξεπετιέται πάνω απ΄τα νερά. Στον αριστερό του ώμο κάθεται το Παιδί, αδύνατο και βαρύ.
Ο Άγιος Κριστόφ στηρίζεται πάνω σ' ένα ξεριζωμένο πεύκο που λυγάει. H ραχοκοκαλιά του κι αυτή λυγάει. Εκείνοι που τον είδαν να φεύγει, είπαν πως δε θά 'φτανε ποτέ· και πολύ καιρό τον ακολούθησαν τα σκώμματά τους και τα γέλια τους. Ύστερα η νύχτα απλώθηκε, κι εκείνοι κουράστηκαν. Τώρα ο Κριστόφ είναι πάρα πολύ μακριά για να τον φτάσουν οι κραυγές εκείνων που μένουν στην όχθη.
Μέσα στο θόρυβο του χειμάρρου, δεν ακούει παρά την ήρεμη φωνή του Παιδιού, που κρατάει μες στη μικρή του γροθιά μια σγουρή τούφα απ' τα μαλλιά του γίγαντα, λέγοντάς του ολοένα: «Περπάτα»!»[1]
«Ο Κριστόφ περπατάει, με τη ράχη σκυφτή, με τα μάτια ίσα μπροστά, στυλωμένα πάνω στη σκοτεινή όχθη που οι απόκρημνοι βράχοι της αρχίζουν ν' ασπρογαλιάζουν.
Ξαφνικά ο όρθρος σημαίνει, κι ένα πλήθος από καμπάνες ξυπνάει χοροπηδώντας. Να η καινούργια αυγή! Πίσω απ' τη σκοτεινή απόκρημνη ακτή υψώνεται ο χρυσός φωτοστέφανος του αόρατου ήλιου. Ο Κριστόφ, έτοιμος να πέσει, φτάνει επιτέλους στην όχθη.
Και λέει στο Παιδί:
- Να, φτάσαμε. Πόσο ήσουνα βαρύ! Παιδί, ποιος είσαι λοιπόν;
Kαι το Παιδί αποκρίνεται:
- Είμαι η μέρα που θ' ανατείλει.»
Διάλογος από το έργο «Νοσταλγία» 1983 (Nostalgia) του Andrei Tarkovsky.
Ωστόσο, οι συνθέσεις πού ‘γραφε, κάθε άλλο παρά ήταν σε θέση να τον εκφράσουν ολότελα, γιατί ο ίδιος κάθε άλλο παρά είχε καταφέρει ν’ ανακαλύψει ολότελα τον εαυτό του. Τον αναζητούσε ανάμεσα απ’ το σωρό των αποχτημένων αισθημάτων που η ανατροφή επιβάλλει στο παιδί σα δεύτερη φύση. Δεν είχε παρά κάποια διαίσθηση για την πραγματική του υπόσταση, γιατί ακόμα δεν είχε αισθανθεί τα πάθη της εφηβικής ηλικίας, που λευτερώνουν την προσωπικότητα απ’ τα δανεισμένα ρούχα, όπως ένας κεραυνός ξεκαθαρίζει τον ουρανό απ’ τους ατμούς, που τον σκεπάζουν.[2]
Ο Ρομαίν Ρολάν ΕΔΩ
Βίντεο: Απόσπασμα από το αριστουργηματικό κινηματογραφικό έργο «Νοσταλγία» (Nostalgia - Andrei Tarkovsky) του 1983, σε σκηνοθεσία του Αντρέι Ταρκόφσκι και πρωταγωνιστές τους Όλεγκ Γιανκόφσκι, Ντομιτζιάνα Τζιορντάνο και Έρλαντ Γιόσεφσον. Music By Farshad Sanaee[3]
Η «Νοσταλγία» του Αντρέι Ταρκόφσκι
Το 1983, ο κορυφαίος Ρώσος σκηνοθέτης, Αντρέι Ταρκόφσκι βρίσκεται στην Ιταλία σ' ένα είδος αυτοεξορίας. Η ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ξενιτεμένος σκηνοθέτης κατά τα γυρίσματα της «Νοσταλγίας» και μακριά από την οικογένεια του, αντικατοπτρίζεται έμμεσα στην ψυχή του πρωταγωνιστή της ταινίας, Andrei. Η αριστουργηματική «Νοσταλγία» αποτελεί την έβδομη και προτελευταία ταινία ενός κορυφαίου δημιουργού, που έγραψε τη δική του μοναδική ιστορία στον χώρο της Έβδομης Τέχνης.
Η Νοσταλγία είναι η πρώτη ταινία του Ταρκόφσκι έξω από τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης. O σκηνοθέτης βρίσκεται στην Ιταλία σε ένα είδος αυτοεξορίας, που ωστόσο δε θεωρεί ακόμη πως θα είναι μακροχρόνια. Είχε ζητήσει να του χορηγηθεί άδεια προσωρινής εργασίας στο εξωτερικό, μετά την επιδείνωση των σχέσεών του με τους ιθύνοντες του σοβιετικού κινηματογράφου.
Η «Νοσταλγία» (Nostalghia / Nostalgia - 1983) του Αντρέι Ταρκόφσκι (Ιταλία, Σοβιετική Ένωση), πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον Μάιο του 1983 στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, όπου και απέσπασε: το Bραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας, το Βραβείο FIPRESCI καθώς και το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής.
Έτος: 1983 | Xώρα: Ιταλία, Σοβιετική Ένωση | Διάρκεια: 125 λεπτά | Σκηνοθεσία: Andrei Tarkovsky | Σενάριο: Andrei Tarkovsky, Tonino Guerra | Παίζουν: Oleg Yankovskiy, Erland Josephson, Domiziana Giordano.
Ο Andrei Tarkovsky για την ταινία
Ήθελα να κάνω μια ταινία για τη ρώσικη νοσταλγία, γι’ αυτή τη ψυχική κατάσταση που αποτελεί ιδιομορφία του έθνους μας και επηρεάζει κάθε Ρώσο που βρίσκεται μακριά από την πατρική γη. Το θεωρούσα σχεδόν πατριωτικό καθήκον να κατανοήσω στην εντέλεια αυτή την έννοια.
Ήθελα να είναι ένα έργο γύρω από τη μοιραία προσκόλληση των Ρώσων στις εθνικές τους ρίζες, στο παρελθόν τους στην παιδεία τους, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, στην οικογένεια και στους φίλους τους – προσκόλληση από την οποία δεν ξεφεύγουν σε όλη τους τη ζωή ανεξάρτητα που θα τους ρίξει η μοίρα.
Ο Γκόρτσακοφ, ο πρωταγωνιστής της Νοσταλγίας, είναι ποιητής. Έρχεται στην Ιταλία να μαζέψει υλικό για το Ρώσο δουλοπάροικο συνθέτη Μπεριόζοφσκι, επειδή γράφει το λιμπρέτο για μια όπερα με θέμα τη ζωή του. Ο Μπεριόζοφσκι είναι ιστορικό πρόσωπο. Φανέρωσε τέτοια κλίση για τη μουσική, που ο αφέντης του τον έστειλε να σπουδάσει στην Ιταλία, όπου και έζησε πολλά χρόνια, έδινε κονσέρτα και τον τιμούσαν πολύ. Στο τέλος όμως, παρακινημένος από την ίδια αναπόδραστη ρώσικη νοσταλγία, αποφάσισε να γυρίσει στη Ρωσία των δουλοπάροικων και των τσιφλικάδων, όπου, λίγο αργότερα αυτοκτόνησε, κρεμάστηκε. Φυσικά, η ιστορία του συνθέτη παρεμβαίνει σκόπιμα σαν «παράφραση» της κατάστασης του ίδιου του Γκόρτσακοφ: τον βλέπουμε να συνειδητοποιεί βαθύτατα πως είναι ένας παρείσακτος που μπορεί μόνο να παρατηρεί τη ζωή των άλλων από απόσταση, συντριμμένος από τις αναμνήσεις του παρελθόντος και των αγαπημένων προσώπων, μνήμες που τον πλημμυρίζουν ολόκληρο μαζί με τους ήχους και τις μυρουδιές του τόπου του.
Ομολογώ πως όταν πρωτοείδα όλο το κινηματογραφημένο υλικό της ταινίας, ανακάλυψα κατάπληκτος ότι το θέαμα το χαρακτήριζε μια αδιαπέραστη μελαγχολία. Η διάθεση και η πνευματική κατάσταση που είχαν αποτυπωθεί στο υλικό το είχαν κάνει τελείως ομοιογενές. Δεν ήταν στόχος μου να πετύχω κάτι τέτοιο, το συμπτωματικό και μοναδικό φαινόμενο που αντίκριζα σήμαινε ότι, ανεξάρτητα από τις δικές μου συγκεκριμένες θεωρητικές προθέσεις, ο φακός υπάκουε πρώτα και κύρια στην εσωτερική μου κατάσταση ενόσω γύριζα: με είχε τσακίσει ο χωρισμός από την οικογένειά μου και από τον συνηθισμένο τρόπο ζωής μου, η δουλειά σε εντελώς πρωτόγνωρες συνθήκες, ακόμα και το ότι χρησιμοποιούσα ξένη γλώσσα.
Ήμουν έκπληκτος, λοιπόν και μαζί ενθουσιασμένος, επειδή αυτό που είχε αποτυπωθεί στην ταινία και μου φανερωνόταν πρώτη φορά στο σκοτάδι του κινηματογράφου αποδείκνυε πως η άποψή μου για την τέχνη της οθόνης (ότι μπορεί, μάλιστα επιβάλλεται, να γίνει μήτρα της ατομικής ψυχής, να μεταδώσει τη μοναδικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας) δεν ήταν απλώς καρπός αργόσχολης εικοτολογίας, αλλά πραγματικότητα που ξετυλιγόταν αδιάψευστα μπροστά στα μάτια.
Ήθελα να κάνω μια ταινία για τη ρώσικη νοσταλγία, γι’ αυτή τη ψυχική κατάσταση που αποτελεί ιδιομορφία του έθνους μας και επηρεάζει κάθε Ρώσο που βρίσκεται μακριά από την πατρική γη. Το θεωρούσα σχεδόν πατριωτικό καθήκον να κατανοήσω στην εντέλεια αυτή την έννοια.
Ήθελα να είναι ένα έργο γύρω από τη μοιραία προσκόλληση των Ρώσων στις εθνικές τους ρίζες, στο παρελθόν τους στην παιδεία τους, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, στην οικογένεια και στους φίλους τους – προσκόλληση από την οποία δεν ξεφεύγουν σε όλη τους τη ζωή ανεξάρτητα που θα τους ρίξει η μοίρα.
Ο Γκόρτσακοφ, ο πρωταγωνιστής της Νοσταλγίας, είναι ποιητής. Έρχεται στην Ιταλία να μαζέψει υλικό για το Ρώσο δουλοπάροικο συνθέτη Μπεριόζοφσκι, επειδή γράφει το λιμπρέτο για μια όπερα με θέμα τη ζωή του. Ο Μπεριόζοφσκι είναι ιστορικό πρόσωπο. Φανέρωσε τέτοια κλίση για τη μουσική, που ο αφέντης του τον έστειλε να σπουδάσει στην Ιταλία, όπου και έζησε πολλά χρόνια, έδινε κονσέρτα και τον τιμούσαν πολύ. Στο τέλος όμως, παρακινημένος από την ίδια αναπόδραστη ρώσικη νοσταλγία, αποφάσισε να γυρίσει στη Ρωσία των δουλοπάροικων και των τσιφλικάδων, όπου, λίγο αργότερα αυτοκτόνησε, κρεμάστηκε. Φυσικά, η ιστορία του συνθέτη παρεμβαίνει σκόπιμα σαν «παράφραση» της κατάστασης του ίδιου του Γκόρτσακοφ: τον βλέπουμε να συνειδητοποιεί βαθύτατα πως είναι ένας παρείσακτος που μπορεί μόνο να παρατηρεί τη ζωή των άλλων από απόσταση, συντριμμένος από τις αναμνήσεις του παρελθόντος και των αγαπημένων προσώπων, μνήμες που τον πλημμυρίζουν ολόκληρο μαζί με τους ήχους και τις μυρουδιές του τόπου του.
Ομολογώ πως όταν πρωτοείδα όλο το κινηματογραφημένο υλικό της ταινίας, ανακάλυψα κατάπληκτος ότι το θέαμα το χαρακτήριζε μια αδιαπέραστη μελαγχολία. Η διάθεση και η πνευματική κατάσταση που είχαν αποτυπωθεί στο υλικό το είχαν κάνει τελείως ομοιογενές. Δεν ήταν στόχος μου να πετύχω κάτι τέτοιο, το συμπτωματικό και μοναδικό φαινόμενο που αντίκριζα σήμαινε ότι, ανεξάρτητα από τις δικές μου συγκεκριμένες θεωρητικές προθέσεις, ο φακός υπάκουε πρώτα και κύρια στην εσωτερική μου κατάσταση ενόσω γύριζα: με είχε τσακίσει ο χωρισμός από την οικογένειά μου και από τον συνηθισμένο τρόπο ζωής μου, η δουλειά σε εντελώς πρωτόγνωρες συνθήκες, ακόμα και το ότι χρησιμοποιούσα ξένη γλώσσα.
Ήμουν έκπληκτος, λοιπόν και μαζί ενθουσιασμένος, επειδή αυτό που είχε αποτυπωθεί στην ταινία και μου φανερωνόταν πρώτη φορά στο σκοτάδι του κινηματογράφου αποδείκνυε πως η άποψή μου για την τέχνη της οθόνης (ότι μπορεί, μάλιστα επιβάλλεται, να γίνει μήτρα της ατομικής ψυχής, να μεταδώσει τη μοναδικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας) δεν ήταν απλώς καρπός αργόσχολης εικοτολογίας, αλλά πραγματικότητα που ξετυλιγόταν αδιάψευστα μπροστά στα μάτια.
Δεν με ενδιέφερε η ανάπτυξη της πλοκής, η αλυσίδα των γεγονότων, από ταινία σε ταινία αισθανόμουν ολοένα λιγότερο την ανάγκη τους. Με ενδιέφερε πάντοτε ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, και για μένα ήταν πολύ φυσικό να κάνω ένα ταξίδι στην ψυχολογία την οποία μου υποδείκνυε η στάση ζωής του ήρωα, στις λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις που θεμελίωναν τον πνευματικό κόσμο. Γνωρίζω καλά ότι από εμπορική άποψη θα ήταν πολύ πιο πλεονεκτικό να κινούμε από μέρος σε μέρος, να δείχνω πλάνα από διάφορες και περίεργες οπτικές γωνίες, να χρησιμοποιώ εξωτικά τοπία και εντυπωσιακούς εσωτερικούς χώρους.
Η Νοσταλγία ήθελα να είναι απαλλαγμένη από οποιοδήποτε τυχαίο ή άσχετο στοιχείο που θα στεκόταν εμπόδιο στο βασικό μου στόχο, ήθελα να δώσω το πορτρέτο ενός ανθρώπου που αποξενώνεται πλήρως από τον κόσμο και από τον εαυτό του, καθώς είναι ανίκανος να ισορροπήσει ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αρμονία που λαχταρά, ενός ανθρώπου βυθισμένου σε νοσταλγία, που την προκαλεί όχι μόνο η απόσταση από τον τόπο του, αλλά και η ολοκληρωτική επιθυμία του για την ακεραιότητα της ύπαρξης. Το σενάριο διορθωνόταν συνεχώς, ώσπου έγινε τελικά κάτι σαν μεταφυσικό σύνολο.[4]
Παραπομπές / Βιβλιογραφία
1. Ρομαίν Ρολάν: Αντιστίξεις και Αναλογίες Θεοδόσης Βολκώφ: Ζαν Κριστόφ, Ρομαίν Ρολλάν, 1866-1944 Mτφ. Γιώργος Πράτσικας, Εκδόσεις Γκοβόστη.
2. Διάλογος από το έργο «Νοσταλγία» 1983 (Nostalgia) του Andrei Tarkovsky.
3. Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από YouTube, εταιρεία της Google.
4. «Ο Andrei Tarkovsky για την ταινία» Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1987.
1. Ρομαίν Ρολάν: Αντιστίξεις και Αναλογίες Θεοδόσης Βολκώφ: Ζαν Κριστόφ, Ρομαίν Ρολλάν, 1866-1944 Mτφ. Γιώργος Πράτσικας, Εκδόσεις Γκοβόστη.
2. Διάλογος από το έργο «Νοσταλγία» 1983 (Nostalgia) του Andrei Tarkovsky.
3. Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από YouTube, εταιρεία της Google.
4. «Ο Andrei Tarkovsky για την ταινία» Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1987.
Δείτε τα βίντεο:
Δείτε ακόμη:
♦ Βίντεο: 1:36:32 Αντρέι Ταρκόφσκυ: ένας ποιητής στον κινηματογράφο
Ιταλικό Ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στην ΕΡΤ (1983) με συνέντευξη του μεγάλου σκηνοθέτη και αποσπάσματα από τις ταινίες του. Ο Αντρέι Ταρκόφσκι μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τους γονείς του, το σπίτι του, τον πόλεμο, την τέχνη (36:30), τον κινηματογράφο, τους δασκάλους του, τις ταινίες του, την επιστήμη, την γνώση, την εμπειρία, την μοναξιά, το νερό, τον πλούτο, τους φόβους του. τον θάνατο, τις γυναίκες και τον έρωτα. sophia-ntrekou.gr
♦ Βίντεο: Αποσπάσματα από το κινηματογραφικό ποίημα του Αντρέι Ταρκόφσκι «Καθρέπτης». Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του Αντρέι Ταρκόφσκι με τον τίτλο
- Ένας μποέμ κοσμοκαλόγερος ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Εγώ ασχολούμαι με το ωραίον» (Βίντεο)
- Τσε Γκεβάρα - Τιμή σ’ εκείνους όπου φυλάγουν Θερμοπύλες (Αφιέρωμα και Βίντεο)
- Αφιέρωμα στην Κατερίνα Γώγου: Μια κραυγή πόνου που έγινε ποίηση
- Θεολογία, λογοτεχνία και τέχνη (Βίντεο: Επιστημονικό Συνέδριο «Αγία Γραφή και Ελληνική Λογοτεχνία»)
Σοφία Ντρέκου 23 Οκτωβρίου 2014 στις 9:36 π.μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου