Έρευνα, εργασία Σοφία Ντρέκου Αρθρογράφος
(Sophia Drekou, BSc in Psychology)
Ο Ελβετός Fred Boissonnas (1858-1946), έχει συνδέσει το όνομά του με την Ελλάδα. Από το 1903 που πρωτογνώρισε τη χώρα μας, η ζωή του καθορίσθηκε και φωτίσθηκε από τη μαγεία της.
Ο Ελβετός Fred Boissonnas (1858-1946), έχει συνδέσει το όνομά του με την Ελλάδα. Από το 1903 που πρωτογνώρισε τη χώρα μας, η ζωή του καθορίσθηκε και φωτίσθηκε από τη μαγεία της.
Επί 30 και πλέον χρόνια, όχι μόνον ως φωτογράφος αλλά και ως συγγραφέας, εικονογράφος και εκδότης βιβλίων με θέματα από την Ελλάδα, αποτέλεσε έναν από τους καλύτερους «πρεσβευτές» μας, αποκαλύπτοντας και προβάλλοντας στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο, με τη σπάνια αισθαντικότητα και τη μοναδική τεχνική του στη φωτογραφία, τα γεμάτα φως τοπία μας, τα λαμπρά αρχαία μνημεία και τη ζωντανή καθημερινότητα του λαού μας.
Με την ίδια τεχνική και αισθητική θεώρηση, θα μας δώσει όλα τα αριστουργήματά του από περιοχές της Ελλάδας, τις οποίες φωτογράφισε με τις μηχανές και τις γυάλινες πλάκες του, που ζύγιζαν εκατοντάδες κιλά και τις οποίες μετακινούσε συνήθως με μουλάρια και άλλα πρωτόγονα μέσα.
Αυτοπροσωπογραφία με διοπτική κάμερα, 1900. Βιβλιοθήκη της Γενεύης
Ο Φρεντερίκ (Φρεντ) Μπουασονά (Frédéric Boissonnas• Γενεύη, 18 Ιουνίου 1858 - Γενεύη, 17 Οκτωβρίου 1946) ήταν Γαλλοελβετός φωτογράφος, ιδιαίτερα γνωστός για τη φωτογραφική τεχνική του, αλλά και την εκτεταμένη φωτογράφιση του ελληνικού χώρου επί τριάντα περίπου έτη.
Το έργο του, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την Ελλάδα, θεωρείται εν γένει «πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ο αιώνα».
Ο ίδιος έγραψε για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες στα 1910: «Αυτός ο λαός, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό της χώρας, ο ψαράς της Αίγινας, ο γεωργός της Αργολίδας, ο βοσκός του Χελμού ή του Παρνασσού, όλος αυτός ο λαός έχει τόσο σπινθηροβόλο πνεύμα, τόση καλοσύνη, τόσο πάθος για την ελευθερία, μια τέτοια λατρεία για το παρελθόν του, μια τέτοια προσήλωση στις αρχαίες συνήθειες…»
- Το έργο του Φρεντ Μπουασονά
- Ο καλλιτέχνης
- Τα Ταξίδια του
- Η οικογένεια των Boissonnas
- Πολύπλευρο ταλέντο
- Το ατελιέ του
- Το υλικό, την εωσίνη
- Η φωτογραφία που έκανε το γύρο του κόσμου...
- Πρώτος σταθμός του στην Ελλάδα
- Η περιπλάνηση στην Ήπειρο
- Η επιστολή στο Γενικό πρόξενο της Ελλάδας
- Οι εκδόσεις
- Οι επιστολές του πρεσβευτή της Ελλάδας στη Γενεύη
- Η Μικρασιατική Καταστροφή ως κατάρρευση των εκδόσεων Boissonnas.
- Οι τελευταίες μέρες της ζωής του
Το έργο του Φρεντ Μπουασονά, αν και γνωστό στην Ευρώπη των αρχών του 20ου αιώνα, αξίζει σήμερα μια δεύτερη ανάγνωση. Η πρόοδος σε τεχνικά θέματα, η ανακάλυψη του χρώματος, η ευχρηστία των μηχανών και οι ανέσεις του ταξιδιού, μπορεί σήμερα να καθιστούν το έργο του απαρχαιωμένο, αλλά η ιστορική ματιά αποκαλύπτει τον μοντερνισμό του σε σύγκριση με άλλους φωτογράφους που περιπλανήθηκαν στην Ελλάδα.
Ο καλλιτέχνης, πέρα από το καταγραφικό ενδιαφέρον του για όλα όσα εξαφανίζονται, μας δίνει μια εικόνα της Ελλάδας που εκτείνεται πέρα από την εθνογραφική μαρτυρία. Η μεγάλη πίστη και ο θαυμασμός του για τη χώρα αυτή μεταδίδονται μέσα από το έργο του με μια τρυφερότητα και μια αγάπη που η δύναμη τους ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δίνει ψυχή σ’ αυτά τα κομμάτια χαρτιού, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει απλές φωτογραφίες.
O Φιλέλληνας Ελβετός Fred Boissonnas είναι ο πρώτος ξένος φωτογράφος που περιηγήθηκε τόσο πολύ στον ελληνικό χώρο, από το 1903 και για περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα.
Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως την Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη ως το Άγιο Όρος. Περιηγήθηκε, φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο.
Η οικογένεια των Boissonnas κατάγεται από τη νότια Γαλλία, από το Livron, ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία. Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Fred – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες- αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.(Gad Borel, ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, BOISSONNAS, Ριζάρειο Ίδρυμα Αθήνα 2001 σ. 18.)
Ο Henri-Antoine Boissonnas, ο πατέρας του Fred, ιδρυτής της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του, όμως, ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη – που την κληρονόμησαν οι γιοι του- ήταν η αιτία που, αργότερα, άνοιξε στούντιο στη Γενεύη. Ο Fred(eric) Boissonnas γεννήθηκε στις 18-6-1858. Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Henri-Antoine και της Sophie, (Fred, Edmond-Victor, Caroline, Eva). (Τα στοιχεία για τη ζωή του F. Boissonnas λήφθηκαν κυρίως από το έργο του NICOLAS BOUVIER, BOISSONNAS UNE DYNASTIE DE PHOTOGRAPHES 1864-1983, PAYOT LAUSANNE 1983).
Πολύπλευρο ταλέντο, ο Fred κατάφερνε να συνδυάζει τα σπορ – ο αλπινισμός ήταν η μεγάλη του αγάπη- με τις σπουδές – παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών- και τη μουσική- ήταν θαυμάσιος πιανίστας. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του, πρώτα στη Στουτγάρδη, στο στούντιο του Brandseph, και αργότερα στον Ούγγρο Kohler. Ο τελευταίος επηρέασε αποφασιστικά τον Fred. Ο Fred επέστρεψε από την Ουγγαρία το 1880.
Γρήγορα, μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο. Από το 1896 και μετά κέρδισε, πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο.
Τα επόμενα χρόνια πολλαπλασίασε τις μελέτες του γύρω από το φως. Μελέτησε τον καλπασμό ενός αλόγου, χωρίζοντάς τον σε πολύ μικρά διαστήματα, της τάξης του 1/100 του δευτερολέπτου (αντίστοιχα με τη σχετική μελέτη του Maybridge) (βλ. Άλκης Ξανθάκης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ 1839-1975, ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Αθήνα 1994-99 σ. 59-60.).
Ανέλαβε φωτορεπορτάζ, διαφημίσεις κλπ. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 – μαζί με τον Γερμανό Eggler- αγόρασε το ατελιέ του Ιταλού Passeta, στην πλατεία Niefski της Μόσχας. Ο Eggler κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης στο κατάστημα τους. Κυρίες επί των τιμών, δούκες, δούκισσες, βοεβόδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες άρχισαν συρρέουν για ένα πορτρέτο.
Πριν φύγει για την Αμερική ο Edmond-Victor Boissonnas (O Edmond Boissonnas πέθανε στην Αμερική από τύφο. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο Fred εργάστηκε σκληρά μόνος του αυτή τη φορά, γύρω από τη οπτική και τη χημεία της φωτογραφίας.) είχε ετοιμάσει για τον αδερφό του μερικές μεγάλες φωτογραφικές πλάκες.
Είχε καταφέρει να απομονώσει ένα φωτοευαίσθητο υλικό, την εωσίνη**, και τη χρησιμοποίησε καθαρή, σε μεγάλες ποσότητες, με θεαματικά αποτελέσματα. (O Edmond Boissonnas δεν ανακάλυψε την εωσίνη. Μερικοί φωτογράφοι τη χρησιμοποιούσαν, ήδη. Η επιτυχία του ήταν ότι τη χρησιμοποίησε σε καθαρή μορφή.)
Τον ίδιο καιρό ο Fred φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλέ (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του κόσμου...
Photograph of Mont Blanc, reduced from a negative 20 x 16, taken by Fred. Boissonnas, of Geneva. The distance from Geneva to Mont Blanc in a straight line is about 70 kilometres - say, 44 miles. The smaller photograph is a reduction in the same scale from a negative taken with an ordinary 15-in. lens. (This photograph was awarded the medal 0/ the Royal Photographic Society in 1892.)
Ο Fred Boissonnas στην Ελλάδα
Λίγα χρόνια αργότερα (1902) ο Fred πήρε ένα τηλεγράφημα από το Σκωτσέζο λόρδο Nappier, που του παράγγειλε: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Mont-Blanc». Μαζί με το τηλεγράφημα, ο Nappier έστειλε και 1000 λίρες, ποσό που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της αποστολής. Επικαλούμενος φόρτο εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και πρόσθεσε: «…αν σε ένα χρόνο έχετε την ίδια διάθεση…».
Ένα χρόνο αργότερα (1903) βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του νέο τηλεγράφημα με το ίδιο λακωνικό περιεχόμενο. Αυτή τη φορά αποδέχτηκε την πρόταση. Πήρε μαζί του το φίλο του Daniel Baud-Bovy, (Ο Daniel Baud-Bovy ήταν κατά 12 χρόνια νεότερος από το Fred. Γιος ζωγράφου, μεγάλωσε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον.
Είχαν συνεργαστεί με τον Fred στις εκδόσεις: «Οι ζωγράφοι της Γενεύης» και «Το ημερολόγιο της Γενεύης» και τους συνέδεε βαθιά φιλία και κοινή καλλιτεχνική αίσθηση) πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών, και - μαζί με τις συζύγους τους- αναχώρησε για την Ελλάδα.
Πρώτος σταθμός τους στην Ελλάδα η Κέρκυρα. Η παρέα θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα του νησιού. Έφτασαν τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό. Σχεδόν δυο μήνες πήρε η προσπάθεια του Fred να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να τον ικανοποιεί. Τελικά, ο Fred κι ο Daniel εγκαταστάθηκαν στο Ζεμενό Κορινθίας απ’ όπου μπορούσαν να έχουν πανοραμική άποψη του Παρνασσού.
Στο χωριό, που δεν είχε ξαναφανεί φωτογράφος, διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού τούς παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρό του. Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, ο Fred φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές ασχολίες τους. Από το πρώτο κιόλας ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Fred σκέφτηκε να συνδέσει τη δουλειά του με την τουριστική προβολή της χώρας. (Βλ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΘΑΣ, ΤΟΠΙΑ και ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ του FRED.BOISSONNAS, μια έκδοση του περιοδικού «Συλλογές» Αθήνα χ.χ.)
Με διαδοχικά υπομνήματά του πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τη χρηματοδότησή του για τη φωτογράφηση της Ελλάδας, αλλά και των περιοχών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σ‘ αυτήν (Κρήτη, Μικρασιατικά παράλια, Ήπειρος, Μακεδονία). Έθεσε τις υπηρεσίες του στην προβολή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό με τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας. (Δυστυχώς η πρωτοποριακή αυτή πρόταση δεν έγινε δεκτή παρά αργότερα όπως θα δούμε παρακάτω για την περίπτωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας). (Βλ. HENRI-PAUL BOISSONNAS Μικρά Ασία 1921, Ειρήνη Μπουντούρη, Η Μικρά Ασία του H.P. Boissonnas, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.)
Τον Οκτώβριο του 1907 ο Fred, γυρίζοντας από την Αίγυπτο, βρέθηκε στην Ακρόπολη. Είχε πολλά να κάνει εκεί: χρειαζόταν πλάνα για το βιβλίο που ετοίμαζε με τον Daniel καθώς και για την καταγραφή των μνημείων της Αθήνας που του είχε ζητήσει ο εκδότης Eggimann από την Ευρώπη. Ο φωτισμός ήταν αξιοθαύμαστος, η θέα καταπληκτική, ο Παρθενώνας αποκλειστικότητά του: «…πραγματοποιώ ένα όνειρο, είμαι ολομόναχος… Είναι ωραίο να απολαμβάνω τέτοιο θαύμα…», έγραφε ο ίδιος. (Την ίδια εποχή τα μνημεία της Ελλάδας τα φωτογράφιζε και ο συμπατριώτης του Boissonnas αρχαιολόγος Waldemar Deonna, που αργότερα θα συνεργαστεί μαζί του. (Δύο Ελβετοί αρχαιολόγοι φωτογραφίζουν την Ελλάδα Waldemar Deonna και Paul Collart 1904-1939, Αθήνα 2001).
Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως την Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη ως το Άγιο Όρος. Περιηγήθηκε, φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο.
Η οικογένεια των Boissonnas κατάγεται από τη νότια Γαλλία, από το Livron, ένα χωριό κοντά στη Μασσαλία. Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό οι πρόγονοι του Fred – μαζί με πολλές άλλες οικογένειες- αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.(Gad Borel, ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, BOISSONNAS, Ριζάρειο Ίδρυμα Αθήνα 2001 σ. 18.)
Ο Henri-Antoine Boissonnas, ο πατέρας του Fred, ιδρυτής της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του, όμως, ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη – που την κληρονόμησαν οι γιοι του- ήταν η αιτία που, αργότερα, άνοιξε στούντιο στη Γενεύη. Ο Fred(eric) Boissonnas γεννήθηκε στις 18-6-1858. Ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Henri-Antoine και της Sophie, (Fred, Edmond-Victor, Caroline, Eva). (Τα στοιχεία για τη ζωή του F. Boissonnas λήφθηκαν κυρίως από το έργο του NICOLAS BOUVIER, BOISSONNAS UNE DYNASTIE DE PHOTOGRAPHES 1864-1983, PAYOT LAUSANNE 1983).
Πολύπλευρο ταλέντο, ο Fred κατάφερνε να συνδυάζει τα σπορ – ο αλπινισμός ήταν η μεγάλη του αγάπη- με τις σπουδές – παρακολουθούσε μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Καλών Τεχνών- και τη μουσική- ήταν θαυμάσιος πιανίστας. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του, πρώτα στη Στουτγάρδη, στο στούντιο του Brandseph, και αργότερα στον Ούγγρο Kohler. Ο τελευταίος επηρέασε αποφασιστικά τον Fred. Ο Fred επέστρεψε από την Ουγγαρία το 1880.
Γρήγορα, μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο. Από το 1896 και μετά κέρδισε, πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο.
Τα επόμενα χρόνια πολλαπλασίασε τις μελέτες του γύρω από το φως. Μελέτησε τον καλπασμό ενός αλόγου, χωρίζοντάς τον σε πολύ μικρά διαστήματα, της τάξης του 1/100 του δευτερολέπτου (αντίστοιχα με τη σχετική μελέτη του Maybridge) (βλ. Άλκης Ξανθάκης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ 1839-1975, ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Αθήνα 1994-99 σ. 59-60.).
Ανέλαβε φωτορεπορτάζ, διαφημίσεις κλπ. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 – μαζί με τον Γερμανό Eggler- αγόρασε το ατελιέ του Ιταλού Passeta, στην πλατεία Niefski της Μόσχας. Ο Eggler κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης στο κατάστημα τους. Κυρίες επί των τιμών, δούκες, δούκισσες, βοεβόδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες άρχισαν συρρέουν για ένα πορτρέτο.
Πριν φύγει για την Αμερική ο Edmond-Victor Boissonnas (O Edmond Boissonnas πέθανε στην Αμερική από τύφο. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο Fred εργάστηκε σκληρά μόνος του αυτή τη φορά, γύρω από τη οπτική και τη χημεία της φωτογραφίας.) είχε ετοιμάσει για τον αδερφό του μερικές μεγάλες φωτογραφικές πλάκες.
Είχε καταφέρει να απομονώσει ένα φωτοευαίσθητο υλικό, την εωσίνη**, και τη χρησιμοποίησε καθαρή, σε μεγάλες ποσότητες, με θεαματικά αποτελέσματα. (O Edmond Boissonnas δεν ανακάλυψε την εωσίνη. Μερικοί φωτογράφοι τη χρησιμοποιούσαν, ήδη. Η επιτυχία του ήταν ότι τη χρησιμοποίησε σε καθαρή μορφή.)
Τον ίδιο καιρό ο Fred φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλέ (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του κόσμου...
Photograph of Mont Blanc, reduced from a negative 20 x 16, taken by Fred. Boissonnas, of Geneva. The distance from Geneva to Mont Blanc in a straight line is about 70 kilometres - say, 44 miles. The smaller photograph is a reduction in the same scale from a negative taken with an ordinary 15-in. lens. (This photograph was awarded the medal 0/ the Royal Photographic Society in 1892.)
Ο Fred Boissonnas στην Ελλάδα
Λίγα χρόνια αργότερα (1902) ο Fred πήρε ένα τηλεγράφημα από το Σκωτσέζο λόρδο Nappier, που του παράγγειλε: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Mont-Blanc». Μαζί με το τηλεγράφημα, ο Nappier έστειλε και 1000 λίρες, ποσό που μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της αποστολής. Επικαλούμενος φόρτο εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και πρόσθεσε: «…αν σε ένα χρόνο έχετε την ίδια διάθεση…».
Ένα χρόνο αργότερα (1903) βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του νέο τηλεγράφημα με το ίδιο λακωνικό περιεχόμενο. Αυτή τη φορά αποδέχτηκε την πρόταση. Πήρε μαζί του το φίλο του Daniel Baud-Bovy, (Ο Daniel Baud-Bovy ήταν κατά 12 χρόνια νεότερος από το Fred. Γιος ζωγράφου, μεγάλωσε σε καλλιτεχνικό περιβάλλον.
Είχαν συνεργαστεί με τον Fred στις εκδόσεις: «Οι ζωγράφοι της Γενεύης» και «Το ημερολόγιο της Γενεύης» και τους συνέδεε βαθιά φιλία και κοινή καλλιτεχνική αίσθηση) πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών, και - μαζί με τις συζύγους τους- αναχώρησε για την Ελλάδα.
Πρώτος σταθμός τους στην Ελλάδα η Κέρκυρα. Η παρέα θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα του νησιού. Έφτασαν τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό. Σχεδόν δυο μήνες πήρε η προσπάθεια του Fred να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να τον ικανοποιεί. Τελικά, ο Fred κι ο Daniel εγκαταστάθηκαν στο Ζεμενό Κορινθίας απ’ όπου μπορούσαν να έχουν πανοραμική άποψη του Παρνασσού.
Στο χωριό, που δεν είχε ξαναφανεί φωτογράφος, διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού τούς παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρό του. Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, ο Fred φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές ασχολίες τους. Από το πρώτο κιόλας ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Fred σκέφτηκε να συνδέσει τη δουλειά του με την τουριστική προβολή της χώρας. (Βλ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΘΑΣ, ΤΟΠΙΑ και ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΠΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ του FRED.BOISSONNAS, μια έκδοση του περιοδικού «Συλλογές» Αθήνα χ.χ.)
Με διαδοχικά υπομνήματά του πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τη χρηματοδότησή του για τη φωτογράφηση της Ελλάδας, αλλά και των περιοχών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σ‘ αυτήν (Κρήτη, Μικρασιατικά παράλια, Ήπειρος, Μακεδονία). Έθεσε τις υπηρεσίες του στην προβολή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό με τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας. (Δυστυχώς η πρωτοποριακή αυτή πρόταση δεν έγινε δεκτή παρά αργότερα όπως θα δούμε παρακάτω για την περίπτωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας). (Βλ. HENRI-PAUL BOISSONNAS Μικρά Ασία 1921, Ειρήνη Μπουντούρη, Η Μικρά Ασία του H.P. Boissonnas, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.)
Τον Οκτώβριο του 1907 ο Fred, γυρίζοντας από την Αίγυπτο, βρέθηκε στην Ακρόπολη. Είχε πολλά να κάνει εκεί: χρειαζόταν πλάνα για το βιβλίο που ετοίμαζε με τον Daniel καθώς και για την καταγραφή των μνημείων της Αθήνας που του είχε ζητήσει ο εκδότης Eggimann από την Ευρώπη. Ο φωτισμός ήταν αξιοθαύμαστος, η θέα καταπληκτική, ο Παρθενώνας αποκλειστικότητά του: «…πραγματοποιώ ένα όνειρο, είμαι ολομόναχος… Είναι ωραίο να απολαμβάνω τέτοιο θαύμα…», έγραφε ο ίδιος. (Την ίδια εποχή τα μνημεία της Ελλάδας τα φωτογράφιζε και ο συμπατριώτης του Boissonnas αρχαιολόγος Waldemar Deonna, που αργότερα θα συνεργαστεί μαζί του. (Δύο Ελβετοί αρχαιολόγοι φωτογραφίζουν την Ελλάδα Waldemar Deonna και Paul Collart 1904-1939, Αθήνα 2001).
Αργότερα, ανεβασμένος στην κορυφή μιας σκάλας 12 μ. που είχε παραγγείλει σε ένα ντόπιο ξυλουργό, φωτογράφισε την ζωφόρο του Παρθενώνα. Κάποιοι θεώρησαν βλασφημία αυτή τη φωτογράφηση. Τα γλυπτά, έλεγαν, είχαν φτιαχτεί για να τα βλέπει κανείς από το έδαφος. Όλοι όμως επαίνεσαν τις φωτογραφίες που τράβηξε στον Παρθενώνα μετά από μια δυνατή νεροποντή. Το 1908 ο Fred ταξίδεψε και πάλι στην Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν στην Αίγινα από όπου πέρασαν στην Επίδαυρο, στην Αττική και κατέληξαν στα Μετέωρα.
Η Ακρόπολη στο λυκόφως, γύρω στο 1907, φωτογραφημένη
από τον François-Frédéric Boissonnas. Φωτ.: Βιβλιοθήκης και
Κέντρου Πληροφόρησης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Τον Αύγουστο του 1910 κυκλοφόρησε το λεύκωμα «En Grèce par monts et par vaux» (Στην Ελλάδα μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια), με τις υπογραφές των Fred και Daniel. Παρά το γεγονός ότι ήταν πανάκριβο, το λεύκωμα, σύντομα εξαντλήθηκε. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Ο Daniel έγραψε: «εκεί όπου οι άλλοι δεν ψάχνουν παρά μόνο για ερείπια εμείς ανακαλύψαμε μια φύση και ένα λαό». Από παντού έφθαναν συγχαρητήρια γράμματα. Όλοι, από τον πιο ασήμαντο νεαρό Έλληνα φοιτητή ως τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έγραφαν για να εκφράσουν το θαυμασμό τους.
Τον Οκτώβριο του 1911 ο Fred και ο Daniel ξανάρθαν στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά προορισμός τους ήταν τα νησιά του Αιγαίου. Περιόδευσαν στη Σκύρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Νάξο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, τη Σίκινο, τη Σίφνο, την Πάρο και την Ίο και κατέληξαν στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος τους άνοιξε όλες τις πόρτες.
Τον Οκτώβριο του 1911 ο Fred και ο Daniel ξανάρθαν στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά προορισμός τους ήταν τα νησιά του Αιγαίου. Περιόδευσαν στη Σκύρο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Νάξο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, τη Σίκινο, τη Σίφνο, την Πάρο και την Ίο και κατέληξαν στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος τους άνοιξε όλες τις πόρτες.
Το 1912 ο Fred συνόδεψε στο σκάφος «Καληδονία» τον ελληνιστή Victor Berard (Διάσημος Γάλλος ελληνιστής, ο οποίος μετέφρασε την «Οδύσσεια» στα γαλλικά.) στο ταξίδι αναζήτησης της πορείας του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα σ’ όλη τη Μεσόγειο. Η «Καληδονία», πέρασε και από την Πάργα.
Οι τουρκικές αρχές δεν επέτρεψαν τη φωτογράφηση κι έτσι ο Fred αρκέστηκε να τη φωτογραφίσει από τη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά, όταν ελευθερώθηκε η Πάργα, ο Fred πανηγύριζε που θα μπορούσε, επιτέλους, να τη φωτογραφίσει από κοντά. (βλ. ημερολόγιο F. Boissonnas). Καρπός αυτής της προσπάθειας υπήρξε το βιβλίο «Dans le sillage d’ Ulysse», που εκδόθηκε στο Παρίσι στα 1932, με κείμενα του Victor Berard και φωτογραφίες του Fred. Τον Ιούνιο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Daniel.
Αυτή τη φορά ήρθαν «να περιηγηθούν στο Βορρά», με σκοπό τη δημιουργία ενός άλμπουμ. Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, τελικά, στο αίτημα του Fred να χρηματοδοτήσει τη φωτογραφική αποτύπωση των περιοχών της Ηπείρου και της Μακεδονίας, που είχαν περιέλθει στο ελληνικό κράτος με τις νίκες στους βαλκανικούς πολέμους. (Το 1913-14 ο Fred έλαβε από τον τότε Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι και πρώην υπουργό των Εξωτερικών Άθω Ρωμάνο και το πενιχρό ποσό των 5.000 δρχ. που είχε εγκρίνει το 1907 ο Γεώργιος ο Α' βλ. Ειρήνη Μπουντούρη. Η οικογένεια Boissonnas και η «προβολή των ελληνικών θέσεων», Μικρά Ασία ο.π. σ. 35.)
ΔΕΙΤΕ Αριστουργηματικές του φωτογραφίες και βίντεο αφιέρωμα
από την Ελλάδα του 1900 έως 1930 του Φρεντερίκ Μπουασονά
[Fred Boissonnas] και με τις πληροφορίες των τοποθεσιών
ΕΔΩ: http://www.sophia-ntrekou.gr/2014/02/59-1903-1920.html
Από αυτή την περιπλάνηση στην Ήπειρο προέκυψε το λεύκωμα «L’ Épire berceau des Grècs» (Ήπειρος, το λίκνο της Ελλάδας), ενταγμένη στη σειρά «L’ image de la Grèce». Με το λεύκωμα γινόταν φανερό πως , παρά τη μακραίωνη δουλεία της, η περιοχή είχε ακατάλυτους δεσμούς με την αρχαία Ελλάδα. Έντονη ήταν η παρουσία και του βυζαντινού παρελθόντος, συνυφασμένου με τη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων της περιοχής. Η παρουσία του ελληνικού στρατού στα πλάνα ήταν διακριτική.
Τέλος, η έξοχη ιδέα να επιλεγεί για το εξώφυλλο η φωτογραφία της Δωδώνης με τις ιερές βελανιδιές σφράγισε την έκδοση αυτή, που αποτέλεσε τον πιο αυθεντικό εκφραστή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό!
Μετά την Ήπειρο, ο Fred και ο Daniel ακολούθησαν τα βήματα του νικηφόρου Ελληνικού στρατού και έφτασαν ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα φωτογραφίζοντας τις «νέες χώρες» που απελευθερώθηκαν. Στις 2 Αυγούστου 1913, με οδηγό το Χρήστο Κάκκαλο, κατέκτησαν την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου το Μύτικα (2918μ.), που μέχρι τότε παρέμενε απάτητη. (Στον Όλυμπο ανέβηκαν άλλες δύο φορές: το 1919 και το 1927.)
Στις 23 Αυγούστου ο Fred και ο Daniel απέστειλαν μακροσκελή επιστολή στο Γενικό πρόξενο της Ελλάδας στη Γενεύη Πέτρο Καψαμπέλη, στην οποία πρότειναν την ίδρυση εκδοτικού καλλιτεχνικού οίκου για την εκτύπωση εικονογραφικών λευκωμάτων και «…εν γένει επιχείρησιν πάσης καλλιτεχνικής εργασίας, ήτις θα ηδύνατο να αναπαραστήση φωτογραφικώς και καταστήσει γνωστάς τας καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον…» (Αποκαλυπτική για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς, αλλά και των προθέσεων του Fred είναι η επιστολή του Καψαμπέλη προς τον υπουργό των εξωτερικών:
«…ότι η επιχείρησις αύτη καλώς οργανουμένη ηδύνατο να αποδώση ημίν ανεκτιμήτους υπηρεσίας από πολιτικής, οικονομικής και πάσης άλλης απόψεως, είνε αναμφισβήτητον. Οι αναλαμβάνοντες ταύτην δεν αποβλέπουσι κυρίως εις αυτήν ως εις κερδοσκοπικήν επιχείρησιν. Αναμφιβόλως δεν ρίπτονται εις αυτήν εξ απλής μόνον αισθηματολογίας αλλά κυρίως επιθυμούσι να συμπληρώσωσιν έργον, εις ό αφιερώθησαν ήδη από 15ετίας…».
Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas) Νο 553.)
Φωτογράφισε Ελλάδα επί 30 έτη, μαζί με τον συνοδοιπόρο
φίλο του Ντανιέλ Μπο-Μποβί, πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών
της Γενεύης, ο οποίος, είχε πει σε μια διάλεξη το 1931:
«Στην Ελλάδα, όπου άλλοι δεν πήγαιναν παρά γυρεύοντας ερείπια,
εμείς ανακαλύπταμε μια φύση κι έναν λαό».
Στις 14 Δεκεμβρίου 1918 υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ του Fred και του υπουργού των Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη για τη διοργάνωση μιας έκθεσης στο Παρίσι με θέμα την Ελλάδα. Το οριστικό συμβόλαιο, που υπογράφτηκε στις 27 Μαρτίου 1919, προέβλεπε την έκδοση μιας σειράς λευκωμάτων (Smyrne, La Thrace, Constantinople και L' Hellénisme d’ Asie Mineure). (Το συμβόλαιο αυτό φυλάσσεται στην Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών. (Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas) Αριθ. Πρωτ. 2907.)
Οι εκδόσεις που θα ακολουθήσουν πιστοποιούν την ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και – ταυτόχρονα – προλειαίνουν το έδαφος και για τα επόμενα βήματα στην πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Με την αμέριστη αρωγή του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος γνώριζε και θαύμαζε το έργο του Fred Boissonnas, ο «προπαγανδιστικός μηχανισμός της εικόνας» έφθασε στο απόγειο του μέσα από εκδόσεις και εκθέσεις.
Το Μάιο του 1919, λίγες μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων, ο Fred στέλνει στη Σμύρνη τον πρωτότοκο γιο του Edmond να φωτογραφίσει την Πόλη για την έκδοση του ομώνυμου λευκώματος. Ο ίδιος, μαζί με τον τρίτο του γιο τον Henri πήγε στη Θεσσαλονίκη και τις υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, να εξασφαλίσει υλικό για την έκδοση των άλλων λευκωμάτων. (…Συγκροτούν το ιδεολογικό και το εικονογραφικό έρεισμα της «προβολής των ελληνικών θέσεων» και το τεκμήριο της ελληνικότητας των περιοχών μέσω της φωτογραφίας και των επιλεγμένων κειμένων…γράφει εύστοχα η Ειρήνη Μπουντούρη ο.π. σ. 37.) .
Μέσα στο 1919 κυκλοφόρησαν τα λευκώματα «Smyrne» και «Salonique, la ville des belles églises». Το 1920-21 εκδόθηκαν δύο τόμοι για την εκστρατεία στη Μακεδονία, «La campagne de Macédoine, 1916-17» και «La campagne de Macédoine, 1917-18». Οι εκδόσεις αυτές στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές πρεσβείες και σε κάθε σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της εποχής.
Στις 5 Ιουνίου του 1921 κατέφθασε στη Σμύρνη ο Henri-Paul με σκοπό να καλύψει ως φωτορεπόρτερ την εκστρατεία του Ελληνικού στρατού μαζί με τον έμπειρο συνταγματάρχη Fernand Feyler, που θα έγραφε τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο.
Ο Fred είχε καταφέρει να πείσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου ως προς το έργο που είχε αναλάβει, και την ομαλή ροή των συμφωνηθέντων ποσών. (Στο σημείο αυτό ο N. Bouvier γράφει λανθασμένα ότι: «…Τα σχέδια τους ακυρώθηκαν από τα γεγονότα: ο Βενιζέλος έχασε την εξουσία..» Όπως βλέπουμε όμως το εμπορικό δαιμόνιο του Fred τα είχε καταφέρει για τελευταία φορά, αν και οι καθυστερήσεις των συμφωνηθέντων ποσών από την ελληνική κυβέρνηση ήταν αφόρητες.
Στις επιστολές του πρεσβευτή της Ελλάδας στη Γενεύη προς το υπουργείο του περιγράφεται με μελανά χρώματα η κατάσταση: «…Ευρισκόμεθα δ’ εν δυσχερεστάτη θέσει, διότι ο κ. Boissonnas δεν παύει απευθυνόμενος προς τε το Προξενείον και ημάς, αιτούμενος την ταχίστην αποστολήν της ληξιπροθέσμου απαιτήσεώς του…» 24-12-1921 και «…ευαρεστούμενοι χορηγήση μοι σχετικάς οδηγίας, δυναμένας ίσως να λυτρώσωσι την Βασιλικήν Πρεσβείαν των απαύστων οχλήσεων του αναφερομένου καλλιτέχνου…» 19-6-1922, Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας 1922, φάκελος 98, υποφάκελος 4 (φάκελος Boissonnas).
Η Μικρασιατική Καταστροφή σηματοδότησε την οικονομική κατάρρευση των εκδόσεων Boissonnas. Λίγο μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αγόρασε το ατελιέ Cherry-Rousseau. Στην πελατεία συγκαταλέγονταν εκλεκτά ονόματα της διανόησης και των τεχνών αλλά οι καλές εποχές είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Ο ακούραστος Fred όμως, συνέχισε τα ταξίδια με τον ενθουσιασμό ενός εφήβου. Μαζί με τον μηχανικό Paul Trembley επισκέφτηκε την Αίγυπτο (1929) και τον επόμενο χρόνο το Φθινόπωρο φωτογράφισε το Άγιον Όρος. (FRED BOISSONNAS, ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΕΝ ΕΤΕΙ 1930, κείμενα BETRAND BOUVIÉR, ΑΜΜΟΣ, 1994.)
Δείτε: Το Άγιο Όρος πριν από 100 χρόνια σε βίντεο ντοκουμέντο του 1919
Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε το βιβλίο «Le Tourisme en Grèce» με πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ’ όλη τη δουλειά του στην Ελλάδα και δικά του κείμενα. Τα οικονομικά του προβλήματα τον οδήγησαν στην πώληση, ανάμεσα στα άλλα, του ιστορικού ατελιέ της Γενεύης στο Quai de la Poste καθώς και του σπιτιού του.
Από δω και στο εξής ο Fred ζούσε με τις οικογένειες των παιδιών του. Η Augusta, η γυναίκα του Fred, δεν άντεξε τον ανεξήγητο θάνατο της κόρης τους Lilette. Έπαθε σοβαρό νευρικό κλονισμό και πέθανε, το 1940. Ο Fred την ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα.
Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε σε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη μικρή του κόρη Daniele. Από τα γραπτά των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του, που περιγράφουν παράξενα γεγονότα, φαίνεται ότι ο Fred έφτασε στα όρια μεταξύ διαυγούς διάνοιας και τρέλας: πίστευε ότι βρισκόταν σε ένα πορφυρένιο παλάτι, άκουγε παράξενες μουσικές και τραγουδούσε αποσπάσματα από το Μαγεμένο Αυλό...
*εωσίνη = Βιολογική χρωστική ουσία, η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη μικροβιολογία. Παρασκευάζεται με βρωμίωση της φλουοροσκεΐνης. Τα άλατά της με νάτριο (Na) χρησιμοποιούνται ως βαφές μάλλινων και μεταξωτών υφασμάτων.
O Φλογερός Φιλέλληνας Φωτογράφος Fred Boissonnas
Αυτοπροσωπογραφία με διοπτική κάμερα, 1900. Βιβλιοθήκη της Γενεύης
Επιχρωματισμός Χρήστος Καπλάνης «Past in Color Χρώμα στο Παρελθόν»
Ο Ελβετός Fred Boissonnas (1858-1946), ο επιφανέστερος γόνος της γνωστής «δυναστείας φωτογράφων» της Γενεύης, έχει συνδέσει το όνομά του με την Ελλάδα.
Δεινός ορειβάτης και φυσιολάτρης έρχεται πρώτη φορά στην Ελλάδα και φωτογραφίζει το 1903, έρχεται ξανά το 1907, το 1913 είναι ο πρώτος που ανεβαίνει στην κορυφή του Ολύμπου. Ξαναέρχεται για ένα τελευταίο ταξίδι στο Άγιο Όρος το 1930 (72 χρονών!).
Από το 1903 που πρωτογνώρισε τη χώρα μας, η ζωή του καθορίσθηκε και φωτίσθηκε από τη μαγεία της. Επί 30 και πλέον χρόνια, όχι μόνον ως φωτογράφος αλλά και ως συγγραφέας, εικονογράφος και εκδότης βιβλίων με θέματα από την Ελλάδα, αποτέλεσε έναν από τους καλύτερους «πρεσβευτές» μας, αποκαλύπτοντας και προβάλλοντας στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο, με τη σπάνια αισθαντικότητα και τη μοναδική τεχνική του στη φωτογραφία, τα γεμάτα φως τοπία μας, τα λαμπρά αρχαία μνημεία και τη ζωντανή καθημερινότητα του λαού μας.
Με την ίδια τεχνική και αισθητική θεώρηση, θα μας δώσει όλα τα αριστουργήματά του από περιοχές της Ελλάδας, τις οποίες φωτογράφισε με τις μηχανές και τις γυάλινες πλάκες του, που ζύγιζαν εκατοντάδες κιλά και τις οποίες μετακινούσε συνήθως με μουλάρια και άλλα πρωτόγονα μέσα.
Λίγοι αγάπησαν την Ελλάδα όσο ο φωτογράφος Φρεντ Μπουασονά (1858-1946). Ο ίδιος έγραφε το 1910:
«Αυτός ο λαός, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό της χώρας, ο ψαράς της Αίγινας, ο γεωργός της Αργολίδας, ο βοσκός του Χελμού ή του Παρνασσού, όλος αυτός ο κόσμος έχει τόσο σπινθηροβόλο πνεύμα, τόση καλοσύνη, τόσο πάθος για την ελευθερία, μια τέτοια λατρεία για το παρελθόν του, μια τέτοια προσήλωση στις αρχαίες συνήθειες...».
Και ο Ντανιέλ Μπο-Μποβί, πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης, ο οποίος συνταξίδεψε με τον Μπουασονά στην Ελλάδα, είχε πει σε μια διάλεξη το 1931: «Στην Ελλάδα, όπου άλλοι δεν πήγαιναν παρά γυρεύοντας ερείπια, εμείς ανακαλύπταμε μια φύση κι έναν λαό».
Η τρυφερή ματιά του «ξένου» που αγάπησε ανυστερόβουλα τη χώρα μας, μας κάνει να εκτιμήσουμε κάθε τι που παίρνουμε ως δεδομένο στην Ελλάδα. Από την Ακρόπολη ως μια «καλημέρα» σε ένα σοκάκι των Κυκλάδων.
Ο Μπουασονά ήταν επιτυχημένος φωτογράφος προτού ακόμη ανακαλύψει την Ελλάδα. Γεννημένος στη Γενεύη, κληρονόμησε το φωτογραφικό εργαστήριο του πατέρα του το 1888 και το διηύθυνε μαζί με τον αδελφό του, Εντμόν-Βικτόρ. Οι δυο τους εφηύραν την ορθοχρωματική πλάκα, η οποία έδωσε ένα ασύγκριτα βελτιωμένο αποτέλεσμα. Το 1900, εισάγοντας τη χρήση τηλεφακού, πέτυχε την αποτύπωση του Λευκού Ορους ξεχωρίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας το μπλε από το άσπρο στο φάσμα του φωτός. Τρία χρόνια αργότερα ταξίδεψε στην Ελλάδα και ο ίδιος χαρακτήρισε αυτή τη συνάντηση «έρωτα με την πρώτη ματιά».
Τον περιλαμβάνουμε στους μεγάλους Έλληνες φωτογράφους και για την αξία του έργου του και για τον φιλελληνισμό του αλλά και επειδή πιστεύουμε πως το έργο του έκανε γνωστή την Ελλάδα της εποχής του και επηρέασε και πολλούς Έλληνες φωτογράφους. Το σύνολο του Ελληνικού τμήματος του αρχείου του αποκτήθηκε πρόσφατα από την πολιτιστική Ολυμπιάδα. Τα έργα του δημιουργού αποτελούν μια μοναδική μαρτυρία της ζωής της αγιορειτικής κοινότητας στα χρόνια του μεσοπολέμου. Οι φωτογραφίες από το ταξίδι του στο Άγιο Όρος αποκαλύπτουν τη θρησκευτική ζωή, την αρχιτεκτονική των μονών και την πρωτοκαθεδρία των στοιχείων της φύσης στην ύπαιθρο.
Fred Boissonnas, «Εικόνες της Ελλάδας»
κείμενο: Γιάννης Σταθάτος 2004 aspromavro
Δεν ήσαν σπάνιες, την περίοδο του όψιμου μεσαίωνα και της αναγέννησης, οι δυναστείες ζωγράφων, μουσικών ή αρχιτεκτόνων. Αντίστοιχη περίπτωση στο χώρο της φωτογραφίας παρουσιάζει η οικογένεια Boissonnas της Γενεύης, από την οποία προήλθαν έξη διακεκριμένοι φωτογράφοι: ο Henri-Antoine (1833-1889), οι γιοι του Francois-Frederic (1858-1946) και Edmond-Victor (1862-1890) και οι τρεις γιοι του δεύτερου, Edmond Edouard (1891-1924), Henry Paul (1894-1966) και Paul (1902-1983).
Σημαντικότερος έμελλε να αναδειχθεί ο Francois-Frederic, που έγινε γνωστός με το υποκοριστικό Fred: εξαιρετικά δραστήριος και εργατικός, ασχολήθηκε κατ'αρχάς με την εντατική καταγραφή της πατρίδας του και των κατοίκων της. Tο 1889, με τον αδελφό του Edmond, παρουσίασε στη διεθνή έκθεση των Bρυξελλών μια καινούργια ορθοχρωματική αρνητική πλάκα που για πρώτη φορά απέδιδε σωστά τους τόνους του γαλάζιου ουρανού. Μία δεκαετία αργότερα, αγόρασε την επιχείρηση του Nadar και ίδρυσε κανούργιο εκδοτικό οίκο στη Μασσαλία.
Για μάς, ουσιώδες στοιχείο στη βιογραφία του Boissonnas είναι βέβαια ο φιλλεληνισμός του, που οφείλετο τόσο στο γενικότερο φιλλεληνικό πνεύμα της Γενεύης του 19ου αιώνα όσο και στη στενή σχέση της οικογενείας με τον Ελβετό τραπεζίτη και σύμβουλο τού Καποδίστρια, Jean-Gabriel Eynard. Το 1903, ο Boissonnas για πρώτη φορά επισκέπτεται και φωτογραφίζει την Ελλάδα με τον φίλο του Daniel Baud-Bovy, πρύτανη της Σχολής Καλών Τεχνών.
Ακολούθησαν άλλες φωτογραφικές εξορμήσεις το 1907-1908, το 1911-1912, το 1913 και το 1919, με αποτέλεσμα την έκδοση δεκατριών λευκωμάτων ελληνικού περιεχόμενου από τα οποία ξεχωρίζουν "En Grece par Monts et par Vaux" ("Στα βουνά και λαγκάδια της Eλλάδος", 1910), "Le Parthenon" (1910-12), "Des Cyclades en Crete au gre du vent" ("Aκολουθώντας τον άνεμο από τις Kυκλάδες στη Kρήτη", 1919) και "Dans le sillage d'Ulysse" ("Aκολουθώντας τον πλου του Oδυσσέα", 1933).
Rotonta fr. boissonas akheiropoietos 1919-c-mouseio-photographias
Πρόσφυγες στην Παναγία Αχειροποίητο. Αρχείο Fred Boissonnas,
MOMus. Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
Η παλαιοχριστιανική βασιλική εκκλησία της Παναγίας Αχειροποιήτου Θεσσαλονίκης το 1919 το εσωτερικό της φωτογραφήθηκε από τον Ελβετό φιλέλληνα Φρεντερίκ Μπουασονά ως καταυλισμός προσφύγων.
Οι πρακτικές δυσκολίες της φωτογράφισης στην ελληνική ύπαιθρο, που προϋπέθετε τη μεταφορά και χρήση ογκώδους και βαρέως υλικού κάτω από συχνά πρωτόγωνες συνθήκες, ποτέ δεν φαίνεται να τον πτόησαν. Tο καλοκαίρι του 1913 ο Boissonnas και ο Baud-Bovy, αφού διέσχισαν με μουλάρια την Hπειρο και την Πίνδο, έφθασαν στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να φωτογραφίσουν τις επιχειρήσεις του Βαλκανικού πολέμου με ορμητήριο το ελληνικό στρατηγείο στην Kρέσνα.
Στη Θεσσαλονίκη όμως πληροφορήθηκαν ότι απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο εμβολιασμός κατά της χολέρας, που θα ακολουθούσε αναγκαστική οκταήμερη καραντίνα. Για να αποφύγουν, όπως γράφει ο Baud-Bovy, τον πληκτικό εγκλωβισμό στο ξενοδοχείο τους, αποφάσισαν να αφιερώσουν το αναπάντεχο αυτό διάλειμμα στην κατάκτηση της μέχρι τότε απάτητης ψηλότερης κορυφής του Ολύμπου. Η πρώτη αναρρίχηση του Μύτικα επετεύχθηκε πράγματι στις 2 Αυγούστου από τους δύο Ελβετούς και τον οδηγό τους, τον Λιτοχωρίτη κυνηγό (και βιολιστή) Χρήστο Κάκκαλο. (Βλ. στο τέλος βίντεο)
Κατά τη διάρκεια της αναρρίχησης, παρά τις ιδιαίτερα αντίξοες καιρικές συνθήκες, «ο Boissonnas, δεμένος με το σκοινί την άκρη του οποίου κράταγε [ο Baud-Bovy], φωτογράφιζε τους γκρεμούς που ορθώνονταν γύρω μας σαν ερειπωμένοι καστρότοιχοι, και που φαίνονταν σαν να σαλεύαν μέσα από την αεικίνητη, σκιώδη ομίχλη».
Ο Fred Boissonnas υπήρξε αναμφισβήτητα ο κορυφαίος φωτογράφος του ευρύτερου ελλαδικού χώρου κατά το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα, και αυτό για δύο βασικούς λόγους. O πρώτος ήταν, απλούστατα, η εξαιρετική καλλιτεχνική αλλά και τεχνική του ικανότητα. Ο δεύτερος και εξ ίσου σημαντικός ήταν το σπάνιο χάρισμα να βλέπει τα πάντα με φρέσκο και αειθαλές μάτι.
Περιπετειώδης, αθλητικός και ελεύθερος από στερεότυπες προκαταλήψεις σχετικά με το τι άξιζε ή δεν άξιζε να απαθανατισθεί, ο Boissonnas φωτογράφιζε με τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια επιτυχία αρχαία μνημεία και τουρκομαχαλάδες, Ηπειρώτες βοσκούς και Αθηναίους αστούς, έρημα τοπία και πολυπληθή λιμάνια.
Επιπλέον, παρά την εμφανή αγάπη που έτρεφε για την Ελλάδα, η προκατάληψη αυτή δεν εξελίχθηκε ποτέ σε τυφλό σωβινισμό: η Ελλάδα του Boissonnas ήταν το πολυεθνοτικό και πολυπολιτισμικό σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου και όχι η συρρικνωμένη Ελλάδα που μοιραία δημιουργήθηκε από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Με άλλα λόγια, ενώ ο Boissonnas συνέβαλε συστηματικά στη θετική προβολή της Ελλάδας στο εξωτερικό, οι φωτογραφίες του δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν «εθνοπλαστικές», όπως αυτές πολλών Ελλήνων φωτογράφων της δεκαετίας του είκοσι και του τριάντα.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο φιλλεληνισμός του Boissonnas δεν έπαιρνε συχνά άμεσα πρακτική όσο και αποτελεσματική μορφή. Τον Φεβρουάριο 1919, λόγου χάριν, δηλαδή σε μια εξαιρετικά κρίσιμη για την ελληνική διπλωματία στιγμή, οργάνωσε στο Παρίσι έκθεση 550 φωτογραφιών με θέμα την Ελλάδα, έκθεση που πλαισιώθηκε από διαλέξεις και δημοσιεύσεις, εγκαινιάσθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας και προσέλκυσε πάνω από 40,000 επισκέπτες.
Παραδόξως, η βιβλιογραφία τού τόσο σημαντικού για την ιστορία της ελληνικής φωτογραφίας αυτού δημιουργού είναι σήμερα εξαιρετικά πτωχή. Δύο μόνον αυτοτελείς εκδόσεις φαίνεται να δημοσιεύθηκαν από το 1933 μέχρι το 2001: το ανάτυπο του «Aκολουθώντας τον πλου του Oδυσσέα» που κυκλοφόρησε η Άγρα το 1991 και το λεύκωμα «Θεσσαλονίκη 1913 και 1919» του Λαογραφικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (1989). Ως εκ τούτου, ο τόμος «Εικόνες της Ελλάδας», που παρουσιάζει 110 διτονικές αναπαραγωγές σε σελίδες διαστάσεων 30Χ34 εκ., είναι εξαιρετικά ευπρόσδεκτος.
Η πατρότητα του βιβλίου, όπως συχνά συμβαίνει με τα πιο φιλόδοξα εκδοτικά εγχειρήματα, αποδεικνύεται αρκετά μπερδεμένη: πρόκειται για έκδοση του Ριζαρείου Ιδρύματος, συνοδευτική έκθεσης στο Εκθεσιακό Κέντρο του ιδρύματος στο Μονοδένδρι, χρηματοδοτημένη από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, βασισμένη στα αρνητικά του αρχείου Boissonnas στη Γενεύη, συνοδευόμενη από σύντομα κείμενα δύο Ελβετών καθηγητών και με καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιάννη Δήμου.
ο Fred Boissonnas φωτογραφίζει την Ακρόπολη
Οι «Εικόνες της Ελλάδας», εν μέρει χάρη στη λιτή αλλά εμπνευσμένη σελιδοποίηση της Κωνσταντίνας Σαμπανιώτη, θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον τίτλο του ομορφότερου φωτογραφικού βιβλίου της τελευταίας δεκαετίας, αν δεν το πρόδιδαν δύο στοιχεία.
Το ένα είναι η πενία των κειμένων, αφού οι φωτογραφίες συνοδεύονται μόνον από δύο εισαγωγικές σελίδες του Gad Borel, γαμπρού του Boissonnas και διαχειριστού του αρχείου του, και από τρεις σελίδες του καθηγητού Armand Brulhart σχετικά με την οικογένεια Boissonnas στη Γενεύη. Χάθηκε, δηλαδή, μία μοναδική ίσως ευκαιρία για τη συγγραφή ολοκληρωμένης μελέτης των ελληνικών φωτογραφιών του Boissonnas και του κλίματος στις οποίες τραβήχθηκαν, κάτι που αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη. Παράδειγμα της έλλειψης βασικών πληροφοριών σχετικά με το έργο του αποτελεί το γεγονός ότι στο σύντομο, ανυπόγραφο πρόλογο του λευκώματος, αναφέρεται ότι οι ελληνικές λήψεις του αρχείου Boissonnas αριθμούv συνολικά 7,000 κομμάτια.
Σύμφωνα όμως με τη «Διεθνή Εγκυκλοπαίδεια Φωτογράφων» των Ελβετών Auer & Auer, στον αριθμό αυτό ανέρχονται όσες τράβηξε ο Boissonnas στην Ελλάδα το 1903 και μόνον. Ποιός έχει δίκιο; Ο Baud-Bovy πάντως αναφέρει αλλού ότι ο Boissonnas τύχαινε να χρησιμοποιήσει, σε μία μόνο μέρα, μέχρι και έξι δωδεκάδες γυάλινες πλάκες.
Μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου πρόβλημα αποτελεί το υπερβολικά βαρύ τύπωμα των εικόνων, με αποτέλεσμα πολλές να φαίνονται αισθητά πιο σκοτεινές από τις πρωτότυπες. Η σχετική απόφαση, που πρέπει να λήφθηκε στο στάδιο των διαχωρισμών ή της εκτύπωσης του βιβλίου, έχει μεν το προτέρημα να τις καθιστά δραματικότερες, κέρδος όμως που αντισταθμίζεται από την αισθητή μείωση λεπτομέρειας στις σκοτεινότερες, πιο σκιασμένες περιοχές των φωτογραφιών.
Δεν ισχυρίζομαι ότι τα σύγχρονα τυπώματα βάσει παλιών αρνητικών πρέπει απαραιτήτως να είναι εκατό τοις εκατό πιστά στα πρωτότυπα, αφού από τη μια μεριά οι αισθητικές αντιλήψεις αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου και από την άλλη, η εξαφάνιση των πρωτοτύπων υλικών καθιστά κάθε τέτοια προσπάθεια ανώφελη – αποτελεί όμως λάθος η θυσία πληροφοριών που βρίσκονταν στο αρχικό αρνητικό και που επέλεξε να φανερώσει ο φωτογράφος. Όταν, λόγου χάριν, σε πρωτότυπη φωτογραφία του Boissonnas διαβάζουμε εύκολα τα χαρακτηριστικά προσώπων που στέκονται σε σκιασμένο μέρος της σύνθεσης, και τα χαρακτηριστικά αυτά βρίσκονται τώρα τυλιγμένα στο σκοτάδι, πρόκειται αναμφισβήτητα για απώλεια.
Προφανώς λοιπόν το λεύκωμα «Εικόνες της Ελλάδας» δεν αντιπροσωπεύει την τελευταία λέξη όσον αφορά την περίπτωση Boissonnas, δεν παύει όμως, παρ' όλες τις τυχόν επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν, να είναι μία όμορφη έκδοση που συμπληρώνει ως ένα βαθμό ένα τεράστιο κενό της σημερινής βιβλιογραφίας.
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση by Sophia Ntrekou.gr
ΔΕΙΤΕ Αριστουργηματικές του φωτογραφίες και βίντεο αφιέρωμα
από την Ελλάδα του 1900 έως 1930 του Φρεντερίκ Μπουασονά
[Fred Boissonnas] και με τις πληροφορίες των τοποθεσιών
ΕΔΩ: http://www.sophia-ntrekou.gr/2014/02/59-1903-1920.html
[Fred Boissonnas] και με τις πληροφορίες των τοποθεσιών
ΕΔΩ: http://www.sophia-ntrekou.gr/2014/02/59-1903-1920.html
Βιβλιογραφία:
• Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας: Gemeinsame Normdatei.
• Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) αρχή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb120531563. RKDartists. 380907.
• «Artists of the World Online» (Γερμανικά, Αγγλικά) K. G. Saur Verlag, Walter de Gruyter. Βερολίνο. SIKART. (Αγγλικά) Union List of Artist Names.
• Ζενάκος, Αυγουστίνος (2002). «Fred Boissonnas. Επιμορφωτική, όμορφη και καλοστημένη η έκθεση έργων του μεγάλου Ελβετού φωτογράφου στο Μονοδένδρι Ζαγορίου».
• Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη: Μπουασονά Φρέντ
• Βιογραφικό του Φρεντ Μπουσουά, από την ιστοσελίδα fotoart.gr
• Εκατό χρόνια από την κατάκτηση, από την εφημερίδα Ελευθερία
«Αρχείο Fred Boissonas (1858–1946). Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
• Σίδερης Αθανάσιος και Ειρήνη Μπουντούρη (επιμ.), Henri-Paul Boissonnas, Μικρά Ασία 1921, Αθήνα 2002: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού & Μουσείο Μπενάκη.
• Τravelogues. Mε το βλέμμα των περιηγητών. Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη.
• «Πρόσωπο = Boissonnas, Frédéric». βιβλιοnet.
• Πηγή: Sophia-Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση
Βίντεο Η κατάκτηση της κορυφής του Ολύμπου. Πηγή Φωτογραφίας: © ΟΠΕΠ / Θεματοφύλακας Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Στις 2 Αυγούστου του 1913, στον Όλυμπο, εκεί στον θρόνο του Δία, έφτασαν για πρώτη φορά, εξ όσων γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, τρεις άντρες. Οι δύο ήταν Ελβετοί: Ο Φρεντερίκ Μπουασονά, ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους της εποχής, και ο φίλος του Ντανιέλ Μπο-Μποβί, ιστορικός τέχνης και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών της Γενεύης.
Ο τρίτος, που τους οδήγησε στην κορυφή, ήταν ο Χρήστος Κάκαλος, κατσικοκυνηγός από το Λιτόχωρο, το χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου. Ο Μύτικας, η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, με τα 2.918 του μέτρα υποδέχθηκε εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό τους τρεις τολμηρούς άντρες.
Το Μπεζεστένι, το αρχαιολογικό μουσείο Σερρών φιλοξενεί μια μοναδική έκθεση γνωριμίας με την Ελλάδα των αρχών του 20ου αιώνα μέσα από τον φωτογραφικό φακό του François-Frédéric Boissonnas.
«Ο Φρεντ Μπουασονά άφησε μια εικόνα της Ελλάδας, που θεωρούμε δική μας ως σήμερα». 110 έργα και πολυμεσικές εφαρμογές συνθέτουν τη μεγάλη έκθεση του Ελβετού φωτογράφου που φιλοξενείται στο ΜOMus - Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Νοε 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου