Την ανάμνηση για τις φωτιές του Αϊ Γιάννη του Κλήδονα ή Ριζικάρη (βλ. εδώ) διασώζει και ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημά του «Φωτιές του Αϊ Γιάννη» από τη συλλογή «“Νότες” για ένα ποίημα» - Τετράδιο Γυμνασμάτων Β' (1940)» Εκδόσεις Ίκαρος.
Φωτιές του Αϊ Γιάννη - Γιώργος Σεφέρης
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν' αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ' αστέρια κι
ας ανάβουν οι φωτιές.
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα
βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά
το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
Την ώρα που τέλειωσε ή μέρα και δεν άρχισε ή άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή
κυβερνούσε το κορμί σου πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν
μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε
κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,
τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια
ανταύγεια).
Μα εσύ πού γνώρισες τη χάρη τις πέτρας πάνω στο
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα 'χεις πεθάνει.
Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν
μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε
κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,
τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια
ανταύγεια).
Μα εσύ πού γνώρισες τη χάρη τις πέτρας πάνω στο
θαλασσόδαρτο βράχο το βράδυ που έπεσε ή γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς
και της σιωπής μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Αι-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια.
(Λονδίνο, Ιούλιος 1932) (Πηγή)
«Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΔ'
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς
και της σιωπής μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Αι-Γιάννη
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ' αστέρια.
(Λονδίνο, Ιούλιος 1932) (Πηγή)
«Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΔ'
Τώρα, με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής∙
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα
και το τίναγμα τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.
Με τους στίχους αυτούς ο Σεφέρης κλείνει το Θερινό Ηλιοστάσι, το τελευταίο από τα Τρία Κρυφά Ποιήματα, αφήνοντας ένα μήνυμα αναγέννησης και επαναδημιουργίας της ζωής.
Αναλυτικότερα:
Σημειώσεις Κ. Μάντη
Ο Σεφέρης αισθάνεται ότι η ζωή του, και η ζωή εν γένει, έχει φτάσει σ’ ένα σημείο όπου μόνο ο θάνατος θα μπορέσει να την επαναφέρει στην πρωταρχική της ιδανική μορφή. Θα πρέπει όλα να καούν ώστε να μπορέσουν να γεννηθούν εκ νέου εξαγνισμένα και έτοιμα να δομηθούν σε νέες ουσιαστικές βάσεις. Η κοινωνία που έχει φτάσει πια στην παρακμή, οι σχέσεις των ανθρώπων, οι παρωχημένοι πολιτικοί τρόποι, όλα πρέπει να καούν.
Το λιωμένο μολύβι του κλήδονα αναφέρεται σ’ ένα παλιό έθιμο της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Κλήδονα, κατά το οποίο οι ανύπαντρες γυναίκες έριχναν λιωμένο μολύβι σε δοχεία με νερό και από τις μορφές που σχηματίζονταν, καθώς το μολύβι ψύχονταν, επιχειρούσαν να μαντέψουν τι τους επιφύλασσε το μέλλον. Η αναφορά επομένως στο λιωμένο μολύβι του κλήδονα αναφέρεται στις ελπίδες που έχουν οι άνθρωποι για το μέλλον τους.
Οι ελπίδες αυτές, μαζί με το λαμπύρισμα της καλοκαιρινής θάλασσας που συμβολίζει την ομορφιά της ζωής, συνθέτουν αυτό που μας δίνεται από τον ποιητή ως η γύμνια ολόκληρης της ζωής. Ελπίδες και όμορφες εικόνες δεν αρκούν για να δώσουν στέρεη υπόσταση στη ζωή μας, καθώς οι ελπίδες μπορούν εύκολα να διαψευστούν και η ομορφιά της καλοκαιρινής θάλασσας δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη κατάσταση μιας και σύντομα θα επανέλθει ο χειμώνας και η θάλασσα θα δείξει τη βίαιη φύση της.
Κάθε έκφανση της ανθρώπινης ζωής, της τόσο ρευστής ανθρώπινης ζωής, γυρεύει να καεί. Η κίνηση και το σταμάτημα, το πλάγιασμα του σώματος αλλά και το απότομο τίναγμα, το χάδι και το φιλί, κάθε μία από αυτές τις καθημερινές μας κινήσεις που τόσο τυχαία κατευθύνονται και ανατρέπονται, γυρεύουν να καούν.
Ο ποιητής αντιμέτωπος με τη ρευστότητα της ζωής, με τη γύμνια της ζωής μας, που τόσο εύκολα παρασύρεται από φρούδες ελπίδες, από πρόσκαιρες εικόνες ομορφιάς και που τόσο εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε μια μοιραία ανατροπή, ζητά να δοθούν όλα στη φωτιά και να φτάσουν έτσι στο τέλος τους.
Όπως το πεύκο κυριευμένο από τη ζέστη του καλοκαιριού οδηγείται στη λύτρωση της αυτανάφλεξης, έτσι και η ανθρώπινη ζωή θα πρέπει να ζητήσει τη λύτρωσή της στο θάνατο. Όπως το δέντρο που έχει παραδοθεί στη ζέστη και την ανομβρία επιχειρεί να γλιτώσει από το μαρτύριο και γεννά μόνο του τη φλόγα που θα το κάψει, έτσι και οι άνθρωποι με την τόσο ανυπόστατη ζωή, θα πρέπει να αναζητήσουν τη δική τους φλόγα που θα τους γλιτώσει από το μαρτύριό τους.
Ο ποιητής πλησιάζοντας προς το τέλος της ζωής του, δίνεται εκ νέου στα συναισθήματα απαισιοδοξίας που τόσο είχαν ταλαιπωρήσει τα νεανικά του χρόνια, με τη διαφορά ότι πλέον αποζητά την αναγέννηση και την αναδημιουργία μέσω της συνέχειας που μπορεί να δοθεί από τα παιδιά, από τη νέα γενιά. Τα παιδιά θα πάρουν τις στάχτες από ό,τι έχει υπάρξει μέχρι τώρα και θα μπορέσουν να χτίσουν μια νέα πραγματικότητα, χωρίς τα μειονεκτήματα και τις ελλείψεις της μέχρι τώρα ζωής, όπως τουλάχιστον την έχει γνωρίσει ο ποιητής.
Η δύναμη αναδημιουργίας του Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του δίνει στον ποιητή την ελπίδα πως οι νέοι, τα παιδιά, θα μπορέσουν από τις στάχτες της παλιότερης ζωής να φτιάξουν μια νέα, καλύτερη ύπαρξη. Άλλωστε ό,τι πέρασε πέρασε. Ο ποιητής δε θεωρεί ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να παραμένουν δέσμιοι του παρελθόντος, καθώς μια τέτοια αντιμετώπιση μόνο ανασταλτικά θα μπορούσε να λειτουργήσει στο όραμα του ποιητή για μια επαναδημιουργία της ζωής.
Ό,τι πέρασε πέρασε και πρέπει να καεί, το παρελθόν θα πρέπει να γίνει θυσία προς όφελος ενός ιδανικού μέλλοντος, αλλά δεν αρκεί μόνο αυτό, ακόμη και το παρόν, ακόμη και το τώρα της ζωής θα πρέπει να γίνει παρανάλωμα για να μπορέσει πραγματικά η ζωή να αναδημιουργηθεί εκ του μηδενός.
Ακόμη και ό,τι δεν έχει περάσει ακόμη, ακόμη και ό,τι δεν είναι έτοιμο να θεωρηθεί ως παρελθόν θα πρέπει να καεί, αυτό το μεσημέρι που ο ήλιος έχει καρφωθεί στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου. Ο ποιητής επαναφέρει στο κλείσιμο του ποιήματος την ανάγκη να δοθούν όλα στη φωτιά αμέσως, καθώς η καθυστέρηση του τέλους δεν έχει σε τίποτα να ωφελήσει τους ανθρώπους.
Αυτό το μεσημέρι θα πρέπει να γίνει η αρχή του τέλους, αυτό το μεσημέρι που ο ήλιος έχει καρφωθεί στην καρδιά ενός ρόδου εκατόφυλλου. Ο ποιητής επιλέγει το εκατόφυλλο ρόδο και όχι το τριαντάφυλλο, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το εκατόφυλλο υπήρξε δημιούργημα των ανθρώπων, μέσω διασταυρώσεων, και όχι δημιούργημα της φύσης. Ο άνθρωπος είναι ικανός για τη δημιουργία νέας ιδιαίτερης ζωής, αλλά είναι ικανός και για την αναδημιουργία της ζωής αν αφήσει να δοθούν όλα στη φωτιά.
► Ο κλήδονας στο Βυζάντιο: το έθιμο τ' Αϊ-Γιαννιού ανέρχεται στους βυζαντινούς χρόνους και ήταν απαγορευμένο
► Παραμονή τ' Αϊ-Γιαννιού: λατρεύοντας τον ήλιο αντί για Τον Δημιουργό του ήλιου
► Οι φωτιές του Αϊ Γιάννη του Κλήδονα ή Ριζικάρη στην Ελλάδα και στην Ευρώπη
► Γέννηση Ιωάννη Προδρόμου και ερμηνεία της εικόνας στο γενέθλιον του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου