Καβάφης, Πτολεμαίος Ευεργέτης ή Κακεργέτης (ανάλυση)

Καβάφης, Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης) kavafis-Ptolemy-Euergetes
Χειρόγραφα σχεδιάσματα για το ποίημα
«Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)»
Αρχείο Καβάφη, Onassis Cavafy Archive

Ο Καβάφης, που ταυτίζεται κάπως, με πολλή ειρωνεία, με τον Πτολεμαίο, κάνει τον συνομιλητή του βασιλιά εκπρόσωπο μιας αυθαίρετης, ρομαντικής «ιδέας της τέχνης», που είναι ακριβώς το αντίθετο της καβαφικής μεθόδου της ιστορικής ποίησης. 

Ο Πτολεμαίος Η' ο Φύσκων (ο κοιλαράς) ήταν ένας από τους σκληρότερους βασιλιάδες, έτοιμος πάντοτε να πνίξει στο αίμα το λαό του, στην υποψία και μόνο ότι σχεδιάζουν κάποια αντίδραση εναντίον του.

Ο Κακεργέτης, όπως τον ονόμαζαν ειρωνικά, πήρε ολοκληρωτικά την εξουσία της Αιγύπτου το 145 π.χ. μετά το θάνατο του αδερφού του Πτολεμαίου Στ', ενώ, παράλληλα, παντρεύτηκε τη χήρα του Πτολεμαίου Στ', και αδερφή τους, Κλεοπάτρα Β'. Στη συνέχεια παντρεύτηκε και τη μια από τις δύο κόρες της Κλεοπάτρας Β' την Κλεοπάτρα Γ', που ήταν παράλληλα και ανιψιά του.

Όταν η Κλεοπάτρα Β' το 131 π.χ. ξεκίνησε επανάσταση εναντίον του συζύγου και αδερφού της, εκείνος σκότωσε το γιό τους Πτολεμαίο Μεμφίτη, που ήταν τότε δεκατεσσάρων ετών, τον τεμάχισε και της έστειλε τα κομμάτια του σα δώρο γενεθλίων. Η Κλεοπάτρα Β' παρόλα αυτά το 124 π.χ. επέστρεψε στον Πτολεμαίο Η' κι έμεινε κοντά του μέχρι το θάνατό του το 116 π.χ.

Είναι περιττό να υπογραμμίσουμε πόσα από τα καίρια θέματα της καβαφικής ποίησης διασταυρώνονται στο πολυδιάστατο αυτό ποίημα.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Πτολεμαίος Ευεργέτης (ή Κακεργέτης)»

Το ποίημά του σχετιζόμενον
με τα αισθήματα που θα επροκάλεσ’ εν Ελλάδι
η εκστρατεία του Αγησιλάου ανέγνωσεν ο ποιητής.

Παχύτατος, νωθρός ο Πτολεμαίος
Φύσκων, κι απ’ την πολυφαγία νυσταλέος
επαρατήρησε, «Σοφέ, ποιητή
οι στίχοι σου είναι κάπως υπερβολικοί. –
Και τα ρηθέντα για τους Έλληνας ιστορικώς ακροσφαλή».
«Ένδοξε Πτολεμαίε, αυτά είν’ επουσιώδη».

«Επουσιώδη, πώς; Εκφράζεσαι ρητώς
“Η υπερηφάνεια των Ελλήνων … εξηγέρθη
η αγνή φιλοπατρία… Η ακάθεκτος ορμή
προς τον ηρωισμό εφάνη των Ελλήνων”».

«Ένδοξε Πτολεμαίε οι Έλληνες αυτοί,
είν’ Έλληνες της Τέχνης, συνθηματικοί‧
υποχρεωμένοι να αισθανθούν ως εγώ».

Εσκανδαλίσθη ο Πτολεμαίος κι απεφάνθη
«Οι Αλεξανδρινοί είν’ ανιάτως ελαφροί».

Ο ποιητής: «Ένδοξε Πτολεμαίε
των Αλεξανδρινών ο Πρώτος είσαι συ».

«Μέχρι τινός» υπέλαβεν ο Πτολεμαίος «μέχρι τινός».
Είμαι και Μακεδών το γένος αμιγής τελείως. –
Α μέγα έθνος μακεδονικόν, σοφέ ποιητή,
πλήρες και δράσεως και σωφροσύνης!»

Κι απ’ την πολυσαρκίαν βαρύς ως λίθος,
κι απ’ την πολυφαγίαν υπναλέος
ο Μακεδών ο ακραιφνέστατος
μόλις κρατούσεν ανοικτά τα μάτια του.

Κ. Π. Καβάφης, Ατελή Ποιήματα 1918-1932,
γραφή: Φεβρoυάριος 1922
Φιλολογική έκδοση: Renata Lavagnini

Όπως επισημαίνει η Renata Lavagnini: Ο τύπος του αυλικού ποιητή δεν είναι σπάνιος στην ποίηση του Καβάφη‧ φτάνει να θυμηθούμε τον πρωταγωνιστή του ποιήματος «Ο Δαρείος» (1920). Ο ποιητής της αυλής του Πτολεμαίου, «όχι βέβαια στο Μουσείο δεκτός» όπως τον χαρακτηρίζει ο Καβάφης (μιαν ανάλογη έκφραση, «ξένος στο Μουσείον» είχε χρησιμοποιήσει σε παλαιότερη μορφή του ποιήματος «Ούτος Εκείνος»), παρόλο που ασκεί το ίδιο επάγγελμα και, σαν εκείνον, ασχολείται με μιαν «ανάλυση αισθημάτων», φαίνεται πολύ κατώτερος από τον Φερνάζη, που κυριεύεται από την «ποιητική ιδέα» και μέσα στις πιο δύσκολες συνθήκες. 

Ο Καβάφης, που ταυτίζεται κάπως, με πολλή ειρωνεία, με τον Πτολεμαίο, κάνει τον συνομιλητή του βασιλιά εκπρόσωπο μιας αυθαίρετης, ρομαντικής «ιδέας της τέχνης», που είναι ακριβώς το αντίθετο της καβαφικής μεθόδου της ιστορικής ποίησης.

Είναι περιττό να υπογραμμίσουμε πόσα από τα καίρια θέματα της καβαφικής ποίησης διασταυρώνονται στο πολυδιάστατο αυτό ποίημα.

Το ποίημά του σχετιζόμενον
με τα αισθήματα που θα επροκάλεσ’ εν Ελλάδι
η εκστρατεία του Αγησιλάου ανέγνωσεν ο ποιητής.

Ο ανώνυμος ποιητής της αυλής του Πτολεμαίου Η' (182-116 π.Χ.) επιχειρεί να αποδώσει τα συναισθήματα των Ελλήνων, όταν ενημερώθηκαν για την εκστρατεία που ετοίμαζε ο βασιλιάς της Σπάρτης, Αγησίλαος Β' (444 – 360 π.Χ.) εναντίον των Περσών. Η εκστρατεία αυτή, ωστόσο, αν και θεωρητικώς θα ωφελούσε όλες τις ελληνικές πόλεις και θα έπρεπε να έχει πανελλήνιο χαρακτήρα, δεν έλαβε παρά ελάχιστη στήριξη, εφόσον αρκετές ελληνικές πόλεις αντιδρούσαν σε μια νέα ενδεχόμενη ενίσχυση της δύναμης και του ρόλου των Σπαρτιατών. 

Ο Αγησίλαος είχε προσπαθήσει, μάλιστα, να προσδώσει πανελλήνια διάσταση στην πολεμική του αυτή επιχείρηση θυσιάζοντας στην Αυλίδα, όπως παλαιότερα ο Αγαμέμνονας. Εντούτοις, οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι, οι Κορίνθιοι και οι Αργείοι δεν έδειξαν καμία προθυμία να λάβουν μέρος στην εκστρατεία αυτή. Αντιθέτως ξεκίνησαν πόλεμο εναντίον των Σπαρτιατών λίγο μετά την εκκίνηση των επιχειρήσεων του Αγησιλάου, με αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες να αναγκαστούν να τον ανακαλέσουν το 394 π.Χ. πίσω στην Ελλάδα προκειμένου να υπερασπιστεί την πόλη του.

Το 396 π.Χ. ο Αγησίλαος είχε φτάσει στην Έφεσο, κι από το 396 έως το 394 π.Χ., αν και μειονεκτούσε σε ιππικό, επιχείρησε επιδρομές μέχρι τα βάθη της Μ. Ασίας, πολύ προτού επιτύχει κάτι ανάλογο ο Μέγας Αλέξανδρος. Το 395 π.Χ. σημείωσε αποφασιστική νίκη στον Πακτωλό ποταμό, κατατροπώνοντας τις δυνάμεις του Τισσαφέρνη. Η νίκη του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να καταγγελθεί ο Τισσαφέρνης ως προδότης στον Αρταξέρξη και να αντικατασταθεί από τον Τιθραύστη. Ακολούθως, μετά από εξαμηνιαία ανακωχή, ο Αγησίλαος υπέταξε τη Λυδία, τη Φρυγία και διαχείμασε στην πόλη Δασκύλειο, έδρα του σατράπη Φαρναβάζου, τον οποίο εξανάγκασε σε διαπραγματεύσεις. Στον Αγησίλαο, ωστόσο, δεν δόθηκε άλλος χρόνος, εφόσον ο πόλεμος της Σπάρτης με τους συνασπισμένους εχθρούς της, τον ανάγκασε να επιστρέψει πίσω.

Παχύτατος, νωθρός ο Πτολεμαίος
Φύσκων, κι απ’ την πολυφαγία νυσταλέος
επαρατήρησε, «Σοφέ, ποιητή
οι στίχοι σου είναι κάπως υπερβολικοί. –
Και τα ρηθέντα για τους Έλληνας ιστορικώς ακροσφαλή».
«Ένδοξε Πτολεμαίε, αυτά είν’ επουσιώδη».

Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Πτολεμαίο Η' με όλα εκείνα του τα χαρακτηριστικά που του διασφάλισαν την επονομασία Φύσκων, δηλαδή, φούσκας ή κοιλαράς. Υπερβολικά παχύς και νωθρός ο Πτολεμαίος, απεχθανόταν το περπάτημα και περνούσε το χρόνο του δοσμένος σε μια ζημιογόνα ακινησία και πολυφαγία. Είχε, ωστόσο, ο Πτολεμαίος ορισμένες φιλολογικές ανησυχίες, οι οποίες τον οδήγησαν στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του.

Στο συγκεκριμένο επεισόδιο ο Πτολεμαίος στέκει κριτικά απέναντι στο έργο του ανώνυμου ποιητή, υπηρετώντας ως ένα βαθμό τις ενστάσεις του ίδιου του Καβάφη. Επισημαίνει, δηλαδή, ο Πτολεμαίος στον ποιητή πως το περιεχόμενο του έργου του έχει στοιχεία υπερβολής, αλλά και ιστορικής ανακρίβειας, καθώς, όπως θα φανεί στη συνέχεια, ο ποιητής παρουσιάζει τους Έλληνες να συγκινούνται από την εκστρατεία του Αγησιλάου και να παρακινούνται από τη φιλοπατρία τους σε πράξεις ηρωισμού. Πρόκειται, ωστόσο, για παραποίηση της ιστορικής πραγματικότητας, εφόσον πλην των Σπαρτιατών ελάχιστοι άλλοι Έλληνες θέλησαν να στηρίξουν την προσπάθεια του Αγησιλάου.

Ο Καβάφης, αν και δεν διστάζει να συνθέτει ιστορικοφανή ποιήματα, στο πλαίσιο των οποίων εκτυλίσσονται πλαστά επεισόδια -όπως το περιεχόμενο του ποιήματος αυτού- που λαμβάνουν μεν μια επίφαση ιστορικότητας, αλλά δεν παύουν να είναι δημιουργήματα του ίδιου, αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη αυστηρότητα τα αμιγώς ιστορικά του ποιήματα, στο πλαίσιο των οποίων ακολουθεί με συνέπεια και προσοχή την ιστορική αλήθεια. Θεωρεί, άρα, ο Καβάφης πως κάθε ποιητική προσπάθεια να αποδοθεί ένα ιστορικό γεγονός ή μια ιστορική κατάσταση, οφείλει να γίνεται με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, κι όχι με τρόπο που να προδίδει την πραγματικότητα μόνο και μόνο για χάρη της ποιητικής τέχνης. Χρησιμοποιεί, επομένως, υπό μία έννοια, ο Καβάφης τις ιστορικές ανακρίβειες του ανώνυμου ποιητή, προκειμένου να τονίσει πόσο σημαντική θεωρεί την αληθή αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων ακόμη και στο πλαίσιο των ποιητικών έργων.

Η επισήμανση, πάντως, του Πτολεμαίου πως ο ανώνυμης ποιητής δεν σέβεται και δεν ακολουθεί την ιστορική αλήθεια, αντιμετωπίζεται ως κάτι το δευτερεύον από εκείνον, ο οποίος χαρακτηρίζει το ζήτημα αυτό «επουσιώδες». Ελάχιστη σημασία έχει, όπως φαίνεται, για τον αυλικό ποιητή η ιστορική αλήθεια, γεγονός που προκαλεί την αντίδραση του Πτολεμαίου.

«Επουσιώδη, πώς; Εκφράζεσαι ρητώς
“Η υπερηφάνεια των Ελλήνων … εξηγέρθη
η αγνή φιλοπατρία… Η ακάθεκτος ορμή
προς τον ηρωισμό εφάνη των Ελλήνων”».

Απορεί ο Πτολεμαίος πώς γίνεται να θεωρούνται επουσιώδεις οι έντονα ανακριβείς διατυπώσεις του ποιητή, εφόσον είναι σαφές πως η εκστρατεία του Αγησιλάου δεν προκάλεσε κανένα από τα θετικά συναισθήματα που καταγράφει εκείνος. Μήτε την υπερηφάνεια των Ελλήνων προκάλεσε, μήτε αφύπνισε τη φιλοπατρία τους, μήτε ανέδειξε την ορμή των Ελλήνων προς τον ηρωισμό. Ακριβώς το αντίθετο, μάλιστα, εφόσον οι περισσότεροι Έλληνες όχι μόνο αρνήθηκαν να βοηθήσουν τον Αγησίλαο, αλλά προσπάθησαν κιόλας να εκμεταλλευτούν την απουσία του για να χτυπήσουν τη Σπάρτη.

Ο Παπαρρηγόπουλος στην τελική του κρίση για τον Αγησίλαο, τον θεωρεί θύμα της ανικανότητας των πόλεων της Ελλάδας για κοινή δράση, αναφέροντας τον δεινό αντίκτυπο που θα πρέπει να είχε σ’ αυτόν η απόφαση των Θηβαίων, των Αθηναίων και των Κορινθίων να συμμαχήσουν εναντίον της Σπάρτης: «Η περιπέτεια αύτη της του Αγησιλάου ζωής είναι βεβαίως μία των θλιβεροτέρων στιγμών της ιστορίας των προπατόρων ημών‧ θλιβερά επί τοσούτον ώστε και σήμερον, μετά παρέλευσιν είκοσιν αιώνων, είναι αδύνατον εκ πρώτης αφετηρίας να μη συμμερισθώμεν την οργήν ην ησθάνθη ο μέγας εκείνος βασιλεύς, ιδών ούτως ανατρεπόμενον υπό εμφύλιων διενέξεων το δαιμόνιον αυτού βούλευμα.»

Ο Καβάφης φαίνεται να συμφωνεί με την άποψη του Παπαρρηγόπουλου και αντιδρά στην προσπάθεια του ανώνυμου ποιητή να αποκρυφθεί ή να παραγνωριστεί η εμφύλια διχόνοια των Ελλήνων που τους απέτρεψε τότε -και πολλές φορές έκτοτε- να επιτύχουν κάτι σπουδαίο από κοινού.

«Ένδοξε Πτολεμαίε οι Έλληνες αυτοί,
είν’ Έλληνες της Τέχνης, συνθηματικοί‧
υποχρεωμένοι να αισθανθούν ως εγώ».

Ο ανώνυμος ποιητής στον καβαφικό αυτό αγώνα λόγων επιχειρεί να δικαιολογήσει την επιλογή του να απομακρυνθεί τόσο πολύ από την ιστορική αλήθεια, αναφέροντας πως οι Έλληνες του ποιήματός του δεν είναι οι πραγματικοί Έλληνες, αλλά δημιουργήματα της Τέχνης και κατ’ επέκταση σύμβολα («συνθηματικοί») του ήθους εκείνου που θα όφειλε να χαρακτηρίζει τον ελληνισμό. Οι Έλληνες του ποιήματος είναι «υποχρεωμένοι», όπως αναφέρει ο ανώνυμος ποιητής, να αισθανθούν όπως κι εκείνος‧ υποτάσσονται, δηλαδή, ως δικά του δημιουργήματα, στη δική του βούληση και αντίληψη. Την υπερηφάνεια και τη φιλοπατρία που αισθάνεται ο ίδιος ως Έλληνας οφείλουν να αισθανθούν και οι Έλληνες του ποιήματός του, καθώς ένα ιστορικό γεγονός, όπως αυτό της εκστρατείας του Αγησιλάου, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.

Εσκανδαλίσθη ο Πτολεμαίος κι απεφάνθη
«Οι Αλεξανδρινοί είν’ ανιάτως ελαφροί».

Η απάντηση, ωστόσο, του ανώνυμου ποιητή, διόλου δεν ικανοποιεί τον Πτολεμαίο, ο οποίος ενοχλείται έντονα από τη σκέψη πως στο πλαίσιο της Τέχνης γίνεται αποδεκτή μια τόσο ακραία παραποίηση της αλήθειας. Καταλήγει, έτσι, ο Πτολεμαίος στο συμπέρασμα πως οι Αλεξανδρινοί είναι αθεράπευτα ανόητοι («ελαφροί»), αφού δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τη βαρύτητα της ιστορικής αλήθειας και τη ζημία που προκαλείται από την αλλοίωση ή/και ωραιοποίησή της.

Ο ποιητής: «Ένδοξε Πτολεμαίε
των Αλεξανδρινών ο Πρώτος είσαι συ».

Ο ανώνυμος ποιητής δεν μοιάζει να πτοείται από την κατηγορία πως είναι ελαφρόμυαλος και με θράσος ή έντονα δουλική διάθεση -η δήλωσή του γίνεται αντιληπτή με διττό τρόπο- υπενθυμίζει στον Πτολεμαίο πως ο Πρώτος των Αλεξανδρινών είναι εκείνος ως ηγέτης τους.
Η απάντηση αυτή του ανώνυμου ποιητή, πέρα από το γεγονός ότι θα μπορούσε να εκληφθεί ως προσβολή από τον Πτολεμαίο, φέρνει στην επιφάνεια καθαρότερα το ζήτημα της πολυδιάστατης ελληνικής ταυτότητας, η οποία διατρέχει το σύνολο του ποιήματος και αποτελεί βασική θεματική της καβαφικής ποίησης. Υπάρχουν, έτσι, οι Έλληνες της εποχής του Αγησιλάου, οι οποίοι, αν κι έχουν συνείδηση πως ανήκουν σ’ ένα κοινό έθνος, δεν κατανοούν ακόμη πόσο ωφέλιμη θα ήταν η συνεργασία μεταξύ τους και διατηρούν τη διάσπασή τους σε πόλεις-κράτη. 

Υπάρχουν οι Αλεξανδρινοί Έλληνες -γέννημα της πανελλήνιας ταυτότητας που προσέφερε ή επέβαλε ο Αλέξανδρος-, οι οποίοι κατανοούν πληρέστερα την οικουμενική διάσταση του ελληνισμού, όπως και τη δύναμη που μπορεί να αποκτήσει το ελληνικό έθνος εργαζόμενο με ομόνοια και κοινή βούληση. Υπάρχουν, τέλος, και οι Μακεδόνες, στους οποίους εντάσσει τον εαυτό του ο Πτολεμαίος, οι οποίοι, αν και ξεκίνησαν από τη βάση της πόλης-κράτους διείδαν τις δυνατότητες του ενιαίου ελληνισμού και εργάστηκαν προς την κατεύθυνση της συνένωσης των Ελλήνων, με θαυμαστά αποτελέσματα, όπως απέδειξε η δράση του Αλεξάνδρου.

«Μέχρι τινός» υπέλαβεν ο Πτολεμαίος «μέχρι τινός».
Είμαι και Μακεδών το γένος αμιγής τελείως. –
Α μέγα έθνος μακεδονικόν, σοφέ ποιητή,
πλήρες και δράσεως και σωφροσύνης!»

Η υπενθύμιση του ποιητή πως ο Πτολεμαίος είναι ο Πρώτος των Αλεξανδρινών, τον ωθεί σε μια αντίδραση που τονίζει εκ νέου τη διάσπαση της ελληνικής ταυτότητας. Αποδέχεται, βέβαια, πως είναι ο Πρώτος των Αλεξανδρινών, αλλά επισημαίνει εμφατικά πως αυτό συμβαίνει μέχρι ενός σημείου, διότι εκτός από Αλεξανδρινός είναι παράλληλα και καθαρός Μακεδόνας ως προς το γένος του. Η διάκριση μεταξύ Αλεξανδρινών -επιγόνων του Αλεξάνδρου- και Μακεδόνων -συγγενών του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου-, ακόμη κι αν δεν μοιάζει σημαντική είναι στην πραγματικότητα αρκετά ουσιώδης, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πτολεμαίος. Οι Αλεξανδρινοί είναι οι Έλληνες μιας νέας εποχής, εφόσον ό,τι κυριαρχεί σε αυτούς είναι η οικουμενική φύση του ελληνισμού και η ικανότητά του να υιοθετεί, να προσαρμόζει και να ανασυνθέτει ποικίλα στοιχεία αντλημένα όχι μόνο από τον ελληνικό χώρο και πολιτισμό, αλλά και από τους νέους χώρους στους οποίους κινείται και ριζώνει. 

Οι Αλεξανδρινοί είναι, έτσι, δημιουργήματα της πανελλήνιας και πανεθνικής πολιτικής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Μακεδόνες από την άλλη είναι το ελληνικό έθνος που γέννησε τον Αλέξανδρο, αλλά όχι το ελληνικό έθνος που δημιουργήθηκε από αυτόν. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Πτολεμαίος Η΄, ο οποίος αντλεί την καταγωγή του από τον Πτολεμαίο Α', στρατηγό και παιδικό φίλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θεωρεί τον εαυτό του ισότιμο με τον Αλέξανδρο και αμιγή απόγονο του μακεδονικού έθνους. Θεωρεί, κατ’ επέκταση, -κι εδώ προκύπτει η καβαφική ειρωνεία εις βάρος του- πως εκπροσωπεί και όλες εκείνες τις αρετές που επέτρεψαν στους Έλληνες της Μακεδονίας να γίνουν κυρίαρχο έθνος, όπως είναι η αρμονική συνύπαρξη της ακάματης δράσης με τη σωφροσύνη που οδηγούν σε εκπληκτικά επιτεύγματα αποτρέποντας παράλληλα από επιζήμιες ακρότητες.

Κι απ’ την πολυσαρκίαν βαρύς ως λίθος,
κι απ’ την πολυφαγίαν υπναλέος
ο Μακεδών ο ακραιφνέστατος
μόλις κρατούσεν ανοικτά τα μάτια του.

Ο Πτολεμαίος Η', ωστόσο, απέχει πια πολύ από τον Μακεδόνα απόγονό του κι από τη στρατιωτική ευφυΐα, τη σύνεση και την αποτελεσματικότητα εκείνου. Ο Πτολεμαίος Η΄ είναι πια υπερβολικά δοσμένος στην τρυφή και τη νωθρότητα, για να θεωρεί τον εαυτό του γνησιότατο («ακραιφνέστατο») Μακεδόνα. Πολύ περισσότερο, ο Πτολεμαίος Η', όπως επισημαίνεται και στον τίτλο του ποιήματος, έλαβε το προσωνύμιο Κακεργέτης, ακριβώς γιατί δεν διαθέτει καμία από τις μακεδονικές αρετές για τις οποίες επαίρεται. Βίαιος, ακραίος και διχαστικός, ο Πτολεμαίος Η' ζημιώνει το όνομα των Μακεδόνων, δεν το τιμά. Εύλογη, έτσι, η άκρως ειρωνική στάση που τηρεί ο Καβάφης απέναντί του, παρομοιάζοντάς με βαριά πέτρα εξαιτίας της πολυσαρκίας του.

Αν και ο Πτολεμαίος Η' θα ήθελε να θεωρείται γνήσιος Μακεδόνας, στην πραγματικότητα είναι ένας παρηκμασμένος ηγέτης, χωρίς ίχνος εγκράτειας και αυτοσεβασμού, ο οποίος μόνο στα λόγια μπορεί να αποδίδει στον εαυτό του υποτιθέμενες αρετές. Ο «γνησιότατος» αυτός Μακεδόνας, μόλις και μετά βίας κρατά τα μάτια του ανοιχτά, αφού έχοντας φάει -όπως το συνήθιζε- πάρα πολύ, είναι βαρύς και νυσταγμένος.

Πτολεμαίος Η'

Βασιλιάς της Αιγύπτου, ο οποίος στην προσπάθειά του να αναρριχηθεί στον θρόνο δίχασε την Αίγυπτο, έγινε υποχείριο της Ρώμης και ενθάρρυνε τη ρωμαϊκή παρέμβαση στα αιγυπτιακά πράγματα.

Ο Πτολεμαίος Η' κυβέρνησε μαζί με τον αδελφό του Πτολεμαίο ΣΤ' Φιλομήτορα από το 170 έως το 164 π.Χ. και μόνος του κατά το επόμενο έτος. Κατά τα έτη 163-145 π.Χ. διετέλεσε βασιλιάς της Κυρηναϊκής και μοναδικός ηγεμόνας της Αιγύπτου από το 145 έως τον θάνατό του, το 116 π.Χ. (με την εξαίρεση μιας σύντομης περιόδου εξορίας από το 131 έως το 129 π.Χ.). Οι συνεχείς διαμάχες του με τη βασίλισσα Κλεοπάτρα Β' επέφεραν εμφύλιο πόλεμο και οικονομική κατάρρευση στην Αίγυπτο. Κατά το τέλος της βασιλείας του (118 π.Χ.) θεσμοθέτησε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις σε μια προσπάθεια να ορθοποδήσει η χώρα.

Γύρω στο 117 π.Χ. οργάνωσε θαλάσσια εκστρατεία, κατά την οποία για πρώτη φορά έφθασαν πλοία στην Ινδία μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και του Ινδικού Ωκεανού, εγκαινιάζοντας έτσι το εμπόριο των μπαχαρικών.

Bust of Ptolemy III Euergetes, Πτολεμαῖος Εὐεργέτης. Nápoles. Museo Archeologico Nazionale
Bust of Ptolemy III Euergetes, Πτολεμαῖος Εὐεργέτης.
Nápoles. Museo Archeologico Nazionale

Πτολεμαίοι («Καισαρίων»)

Όνομα που έφεραν διάφοροι βασιλείς της Αιγύπτου που ανήκαν στη δυναστεία των Λαγιδών της Μακεδονίας (σε αυτούς αναφέρεται το ποίημα). Το Πτολεμαίος ήταν όνομα που έφεραν και πολλοί Αιγύπτιοι πρίγκηπες, Μακεδόνες ηγεμόνες, στρατηγοί και συγγραφείς της αρχαιότητας.

Ο Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης (284 – 222 π.Χ.) ήταν βασιλιάς της Αιγύπτου, μέλος της Δυναστείας των Πτολεμαίων, που κυβέρνησαν την Αίγυπτο κατά την ελληνιστική περίοδο. Ήταν γιος του Πτολεμαίου Β' του Φιλάδελφου και της κόρης του Λυσίμαχου Αρσινόης Α'. Στα επίσημα έγγραφα του κράτους αναφέρεται ως γιος της δεύτερης συζύγου του πατέρα του, Αρσινόης Β', καθώς η φυσική του μητέρα εκδιώχθηκε το 279 π.Χ. από την αυλή με την κατηγορία της προδοσίας.

Στο χαρακτήρα του Πτολεμαίου δεν βλέπουμε τόσο έναν γιο του Πτολεμαίου Β', όσο έναν εγγονό των αξιωματικών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Πτολεμαίου του Σωτήρος και του Λυσίμαχου. Διαδέχτηκε τον πατέρα του το 246 π.Χ. ενώ ήταν πάνω κάτω τριάντα ετών και η κληρονομιά των παλαιών πολεμιστών πάνω του ήταν εμφανής, παρά την πολυτέλεια που βασίλευε στα ανάκτορα της Αιγύπτου. Ο βασιλικός του τίτλος ήταν «Iwaennetjerwysenw Sekhemankhra Setepamun» που σημαίνει «Γιος των Θεών Αδερφών, Ζωντανή Δύναμη του Ρα, Εκλεκτός του Άμμωνος». Νυμφεύθηκε την Βερενίκη της Κυρήνης, κόρη του Μάγα, ο οποίος είχε κερδίσει την ανεξαρτησία του κράτους του από την Αίγυπτο. Με τον τρόπο αυτό η Κυρηναϊκή ενσωματώθηκε και πάλι στα εδάφη της Αιγύπτου, αλλά και η Αίγυπτος εξασφάλισε την κυριαρχία της στο χώρο της Βόρειας Αφρικής. Η ίδια η Βερενίκη είχε αποδείξει πως είχε μέσα της την ισχυρογνωμοσύνη των Μακεδόνων προγόνων της.

Μετά το θάνατό του από φυσικά αίτια, μάλλον κηδεύτηκε στο βασιλικό νεκροταφείο στην Αλεξάνδρεια και τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Πτολεμαίος Δ' ο Φιλοπάτωρ το 222 π.Χ.

• Βιογραφία από τον Christopher Bennett.
• Ptolemy III Euergetes, The Third King of Egypt's Ptolemaic Dynasty

Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Κ.Π. Καβάφη: «Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και... Διαβάστε περισσότερα »

ΠερισσότεραΚ.Π. Καβάφης, Λογοτεχνία-ΠοίησηΕλληνισμός


Δεν υπάρχουν σχόλια: