"copyrightHolder": { "@type": "Person", "name": "Sophia Drekou" }, "potentialAction": { "@type": "ReadAction", "target": "https://www.sophia-ntrekou.gr/2024/12/christougenna-giannaras.html" } }

Τα Χριστουγεννιάτικα του Χρήστου Γιανναρά - Ανάγνωση και στοχασμοί | Αέναη επΑνάσταση

Πορτρέτο του φιλοσόφου Χρήστου Γιανναρά μπροστά σε φωτεινά χριστουγεννιάτικα αστέρια, συμβολισμός της ενανθρώπησης και της Γιορτής ως τρόπου υπάρξεως.
Ο Χρήστος Γιανναράς και το φως των Χριστουγέννων, η Γιορτή ως τρόπος υπάρξεως. 
Το φως δεν εξηγείται· βιώνεται. Και η Γιορτή είναι τρόπος να υπάρξεις μέσα του.

Τα Χριστούγεννα ως τρόπος υπάρξεως. Ενανθρώπηση, έρωτας και ελευθερία. Ο Χρήστος Γιανναράς δεν «αναλύεται». Αναγιγνώσκεται.

✍🏻 Ανάγνωση + Στοχασμοί: Σοφία Ντρέκου
Sophia Drekou, Columnist in Psychology

🟢 🟥 Εισαγωγική παράγραφος

Τα Χριστούγεννα, για τον Χρήστο Γιανναρά, δεν είναι ούτε θρησκευτικό συναίσθημα ούτε εθιμική αναπαράσταση, αλλά γεγονός που κρίνει τον τρόπο της ανθρώπινης ύπαρξης. Από την ενανθρώπηση του Θεού ως τομή της Ιστορίας, μέχρι τη σύγχρονη αλλοτρίωση της Γιορτής σε ψυχολογική κατανάλωση, από την αντιπαράθεση θρησκείας και εκκλησιαστικού γεγονότος έως την εμπειρική γνώση του «τρόπου» του έρωτα και της ελευθερίας, και από εκεί στην οικολογική και πολιτισμική κρίση του ατομοκεντρισμού, οι στοχασμοί που ακολουθούν συγκροτούν μια ενιαία αφήγηση. Μια αφήγηση που δεν αναζητά ιδέες ή ηθικά προγράμματα, αλλά καλεί σε αλλαγή τρόπου υπάρξεως: από την ιδιοποίηση στη σχέση, από τη χρησιμότητα στο νόημα, από το εγώ στην κοινωνία. Τα Χριστούγεννα, έτσι, αναδεικνύονται ως το πιο ριζοσπαστικό άγγελμα ελευθερίας που γνώρισε ποτέ ο άνθρωπος.

Ένα Χριστουγεννιάτικο συνεκτικό αφιέρωμα βαθιά Γιανναρικό. Δεν «παρουσιάζω» τον Γιανναρά... τον αφήνω να μιλήσει ως ενιαίο σώμα λόγου για τα Χριστούγεννα, με δραματική ένταση, κοινωνική κριτική και ροή σκέψης Γιανναρά, όχι σαν απλή θεματολογία αλλά σαν υπαρξιακό υπόβαθρο.

1. Η Ενανθρώπηση του Θεού
➝ Θέτει το κοσμοϊστορικό γεγονός (θεμέλιο)

2. Χρεοκοπία ή το α-νόητο της Γιορτής
➝ Δείχνει την αλλοίωση του γεγονότος (διάγνωση)

3. Αντίδοτο στη θρησκευτική α-νοησία
➝ Προσφέρει ερμηνευτικό κλειδί (Ισαάκ ο Σύρος, ταπεινοφροσύνη)

4. Χριστούγεννα: το «πώς» και το «τι»
➝ Πηγαίνει βαθύτερα: από το περιεχόμενο στον τρόπο (κορύφωση)

5. Εις άτοπον οικολογία και Χριστούγεννα
➝ Ανοίγει το βλέμμα στο παγκόσμιο και πολιτισμικό πεδίο (κατακλείδα)

Ο Χρήστος Γιανναράς εξετάζει τη θεολογική και φιλοσοφική σημασία της ενανθρώπησης του Ιησού Χριστού, κυρίως από την οπτική γωνία της Ορθόδοξης παράδοσης.

Βλέπει την Ενανθρώπηση του Θεού ως το απόλυτο παράδειγμα της ερωτικής αυτοπροσφοράς και της «κένωσης» από την ατομική αυθυπαρξία, όπου ο Θεός γίνεται άνθρωπος για να μοιραστεί την ύπαρξη, οδηγώντας τον άνθρωπο να ζήσει «εκκλησιαστικά» - δηλαδή «ερωτικά» και ελεύθερα - μέσα από την σχέση και την αυτοπροσφορά, όπως η Αγία Τριάδα, ερχόμενος σε αντίθεση με την εγωιστική ατομική διεκδίκηση και θνητότητα.

Ο Γιανναράς αναπτύσσει τη θέση ότι η δυτική σχολαστική θεολογία συχνά περιόρισε την ενανθρώπηση σε «δικανικά σχήματα» (όπως η ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης λόγω της παρακοής του ανθρώπου), ενώ η ανατολική/πατερική παράδοση εστιάζει στην ελευθερία, τη σχέση και τη δυνατότητα της θέωσης του ανθρώπου.

Βασικές Έννοιες στην Προσέγγιση του Γιανναρά:

Ο Θεός ως Ερωτική Ύπαρξη: Η Τριαδική ζωή του Θεού είναι μια συνεχής ροή αγάπης και προσφοράς, μια «ερωτική αλληλοπεριχώρηση».

Η Ενανθρώπηση ως Κένωση: Ο Θεός γίνεται άνθρωπος (Ιησούς) όχι για να διεκδικήσει, αλλά για να «κενωθεί» από την θεϊκή του εξουσία και να βιώσει την ανθρώπινη θνητότητα, δείχνοντας τον δρόμο της αληθινής ζωής.

Ο Άνθρωπος ως «Εκκλησιαστική» Ύπαρξη: Μέσω του Χριστού, ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί αυτή την ερωτική φύση: να εγκαταλείψει τον εγωισμό του και να ζήσει μέσα από την προσωπική σχέση, την αλληλεγγύη, την ελευθερία και την αυτοπροσφορά.

Αγάπη και Αθανασία: Η ερωτική αγάπη και η αυτοπροσφορά είναι ο τρόπος που ο άνθρωπος ξεπερνά την θνητότητα και αθανατίζεται, όπως ακριβώς ο Θεός.

Συνοπτικά, για τον Γιανναρά, η Ενανθρώπηση είναι το «πρότυπο» της υπαρξιακής μας κλήσης: να γίνουμε «ερωτικά» πρόσωπα, προσφέροντας τον εαυτό μας, όπως έκανε ο Θεός.

🟥 1. Η Ενανθρώπηση του Θεού – Η τομή της Ιστορίας και η απώλεια του νοήματος
(Ο Χρήστος Γιανναράς προσεγγίζει τα Χριστούγεννα όχι ως θρησκευτικό σύμβολο, αλλά ως το γεγονός που τέμνει ριζικά την ανθρώπινη ιστορία σε «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν». Δείχνει ότι αυτή η περιοδολόγηση δεν είναι ουδέτερη ή συμβατική, αλλά μαρτυρία μιας βαθιάς πολιτισμικής και υπαρξιακής μεταβολής, που προϋπέθετε κοινωνίες στραμμένες στην αναζήτηση της αλήθειας και όχι στη χρησιμότητα. Αντιπαραβάλλει τον προνεωτερικό άνθρωπο, που διψά για νόημα, αθανασία και σχέση, με τον σύγχρονο άνθρωπο της νεωτερικότητας, όπου η ενανθρώπηση του Θεού εκπίπτει σε ψυχολογική «πεποίθηση» ή ιδεολογική εικόνα. 

Ο συγγραφέας συνδέει τον εκχριστιανισμό της ελληνορωμαϊκής οικουμένης με την προτεραιότητα της αλήθειας έναντι της ωφελιμότητας και καταγγέλλει τη σημερινή αποχριστιανοποίηση ως πολιτισμική έκπτωση σε παλιμβαρβαρισμό: κοινωνία συμφερόντων, απληστία, βία και απώλεια της εορτής ως κοινοτικού γεγονότος. Η ενανθρώπηση του Θεού αναδεικνύεται έτσι ως το πιο επαναστατικό άγγελμα που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότητα, γιατί μετατρέπει την ύπαρξη από ατομική επιβίωση σε κοινωνία σχέσης.)

🟢 Η Ενανθρώπηση Του Θεού

Την ως τώρα ιστορία της ανθρωπότητας τη χωρίζουμε οι άνθρωποι σε δυο περιόδους: στην προ Χριστού (π.Χ.) και στη μετά Χριστόν (μ.Χ.).

Η διαίρεση αυτή δεν είναι σχήμα που το επέλεξαν οι λαοί της υδρογείου με κοινή συμφωνία – μόνο μια μειονότητα καταλαβαίνει ποιαν ιστορική λογική απηχεί μια τέτοια διαίρεση. Παγκοσμιοποιήθηκε η συγκεκριμένη περιοδολόγηση – χρονολόγηση μάλλον για λόγους χρηστικούς. Πρέπει να συνέδραμε και το γεγονός ότι τη γέννησαν και την εφάρμοσαν λαοί μπροστάρηδες στον πολιτισμό για πολλούς αιώνες, λαοί που επηρέαζαν την πορεία της σύνολης ανθρωπότητας.

Η αίσθηση του «ιερού» και η έννοια του «θείου» ήταν αυτονόητα δεδομένες και λειτουργικά αφομοιωμένες στις ανθρώπινες κοινωνίες πριν τη λεγόμενη «νεωτερικότητα». Όσο οι άνθρωποι (η πλειονότητα τουλάχιστον) διψούσαν να γνωρίσουν το «νόημα» (ουσία και σκοπό) της ύπαρξης και των υπαρκτών (όχι πρωταρχικά τη χρήση – χρησιμότητα), ο προβληματισμός ήταν για την «αλήθεια»: Υπάρχει υπαρκτική αλήθεια, ύπαρξη που δεν γνωρίζει περιορισμούς χώρου, χρόνου, φθοράς, θανάτου; «Πώς το θνητόν αθανασίας μετέχει» (Πλάτων) και γιατί «ου χρη ανθρώπινα φρονείν άνθρωπον ούτε θνητά τον θνητόν, αλλ’ εφόσον ενδέχεται αθανατίζειν» (Αριστοτέλης);

Μόνο με την ετοιμότητα που απηχείται σε μια τέτοια εκφραστική μπορούμε να κατανοήσουμε τον ραγδαίο εκχριστιανισμό της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης». Η διαίρεση της Ιστορίας σε περιόδους «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν» προϋπέθετε, ως κοινή και ενιαία βάση κοινωνικής συμβίωσης (πολιτισμού), την προτεραιότητα του ενδιαφέροντος για την αλήθεια και όχι για τη χρησιμότητα.

Μόλις πριν από μια ή και δυο γενιές, η περιοδολόγηση της Ιστορίας, με άξονα την ενανθρώπηση του Θεού, παρέμενε ένα αυτονόητο διεθνώς δεδομένο, με στέρεο υπόστρωμα βιωματικής βεβαιότητας. Σήμερα φράσεις, όπως «η γέννηση του Χριστού», «η ενανθρώπηση του Θεού», απηχούν ή μια εικονολογική, θρησκευτική έκφραση, εξωεμπειρική, παγιδευμένη στη στειρότητα των «πεποιθήσεων», ή μια ψυχολογική «μετουσίωση» (Sublimierung την είπε ο Φρόυντ) της επιθυμίας σε βεβαιότητα.

Ο εκχριστιανισμός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της γης ήταν, προφανέστατα, πρόκληση και αφορμή προαγωγής της νοητικής καλλιέργειας και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας – ο φιλοσοφικός προβληματισμός και η εκφραστική των Τεχνών λειτούργησαν όχι συνοδευτικά, αλλά ως άξονες συγκρότησης του εκκλησιαστικού γεγονότος. Γι’ αυτό και η σημερινή ραγδαία αποχριστιανοποίηση των κοινωνιών σε διεθνή κλίμακα, μοιάζει με έκπτωση δραματική σε παλιμβαρβαρισμό.

Η κοινωνία των σχέσεων αλλοτριώνεται ραγδαία σε διαπάλη συμφερόντων, στη διαπάλη πρωτεύει αυτονόητα η αυθαιρεσία της παντοδαπής ισχύος, ένας εφιάλτης αμοραλισμού, αναξιοκρατίας, αδίστακτης διαφθοράς. Ο κρετινικός πρωτογονισμός της απληστίας γεννάει την απάνθρωπη αδιαφορία για την ανημπόρια των αδύναμων, συντηρεί την υστερία πολεμικών, κάθε τόσο, συγκρούσεων, με σφαγές αόπλων, εφιαλτικούς βασανισμούς αθώων, προγραμματικές, σε τοπική κλίμακα, γενοκτονίες.

Οι μεγάλες Γιορτές της Χριστιανοσύνης, για πολλούς αιώνες, φανέρωναν κοινωνική συνοχή που τη γεννούσε αυτονόητα η πηγαία κοινή χαρά έμπρακτη. Σαρκωνόταν η εόρτια χαρά σε ιδιαίτερες γεύσεις, καλλικέλαδα άσματα, χορούς κυκλωτικούς. Σώμα ζωντανό το χωριό, η γειτονιά, αίμα της καρδιάς η πατρίδα. Χάθηκε σήμερα πια η Ελλάδα της Γιορτής, ο άπεφθος πολιτισμός μιας φτώχειας που έσωζε αρχοντιά, η γνησιότητα της σαρκωμένης στο αυτονόητο αρετής.

Αν είχε διασωθεί το λαϊκό ήθος της Γιορτής, θα ήταν αδιανόητο σήμερα το γκροτέσκο τηλεοπτικό θέαμα: αναμετάδοση της λειτουργικής σύναξης των πιστών, χωρίς συναγμένους πιστούς!! – η τηλοψία να καταργεί το εκκλησιαστικό γεγονός. Ενας άδειος, κλειδωμένος για τον λαό ναός να «λειτουργεί»: «λαού-το-έργο» η λειτουργία, έργο του λαού χωρίς τον λαό! Είναι σαν γάμος χωρίς νύφη και γαμπρό, σαν βαφτίσι χωρίς βαφτιζόμενο – θέαμα μόνο, δηλαδή ένα «στημένο» τίποτα, για ψυχολογική κατανάλωση και ηθικοδιδακτική «ωφελιμότητα».

Συνεπέστατος σε αυτό το τίποτα, ο ιερέας, στον καθεδρικό των Αθηνών, στήνει αναλόγιο στην «ωραία πύλη», ακουμπάει τα χαρτιά του και διαβάζει το διαγγελματικό του κήρυγμα. Παγερά άδειος ο ναός, για ποιον διαβάζει τις κηρυγματικές, χιλιοειπωμένες κοινοτοπίες του ο λειτουργός; Για υποθετικούς τηλεθεατές; Παρά την πολιότητά του, δείχνει να μην υποψιάστηκε ποτέ τη διαφορά του κηρύγματος από την προπαγάνδα, της Εκκλησίας από το ΚΚΕ.

Αν υπήρχε Εκκλησία, στη θέση της «επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας», το αναγκαίο κλείσιμο των ναών για την απειλή του κορωνοϊού θα ήταν πένθος τίμιο, συνεπές, ανυπόκριτη αγάπη που μοιράζεται (κοινωνεί) με όλους το μαρτύριο του πανικού και τον σταυρό της ασφυξίας. Η μικρή, ελάχιστη γωνιά της γης, που συντηρεί ακόμα το όνομα «Ελλάδα» (ίσως, στο περίπου και την ελληνική εκφραστική) έστω φθίνουσα, θα μπορούσε να φιλοδοξήσει ρόλο ιστορικό στο πανανθρώπινο πεδίο: Να διασώσει τη διαφορά της κατανόησης, από τη γνωστική αμεσότητα της σχέσης, διαφορά της ατομικής επιβίωσης από την κοινωνούμενη ετερότητα.

Τα Χριστούγεννα, η ενανθρώπηση Θεού, αν τα σημαίνοντα κυριολεκτούν, είναι το επαναστατικότερο άγγελμα που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότητα.

🟥 2. Χρεοκοπία ή το α-νόητο της Γιορτής – Θρησκεία και εκκλησιαστικό γεγονός

(Ο Χρήστος Γιανναράς αντιπαραθέτει ριζικά τη θρησκεία με το εκκλησιαστικό γεγονός, δείχνοντας ότι η θρησκεία λειτουργεί πρωτίστως ως ψυχολογικός μηχανισμός αυτοπροστασίας και ατομικής χρησιμότητας, αδυνατώντας να μεταγγίσει νόημα ύπαρξης και συνύπαρξης. 

Τα Χριστούγεννα, στο θρησκευτικό τους εκφυλισμό, μετατρέπονται σε καταναλωτικό και συναισθηματικό θέαμα: διάκοσμος, ευχές, δώρα, ηθικοδιδακτικές κοινοτοπίες, χωρίς απάντηση στο ερώτημα της ζωής και του θανάτου. 

Ο συγγραφέας καταγγέλλει τη μυθολογική και χρησιμοθηρική ανάγνωση της ενανθρώπησης, όπου ο Θεός γίνεται άνθρωπος απλώς για να προσφέρει ηθικά παραδείγματα και κανονιστικές οδηγίες, εξασφαλίζοντας στο άτομο ναρκισσιστική βεβαιότητα ατομικής σωτηρίας. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι πολιτισμό γεννά μόνο η καθολικά εμπειρική αναζήτηση νοήματος, η δίψα για σχέση, ελευθερία και μέθεξη. Η εμπειρία της πληρότητας βιώνεται ως πρόγευση και όχι ως ιδιοκτησία, γεννά γλώσσα ποιητική, τέχνη, θεσμούς, κοινότητα. 

Ο Γιανναράς συνδέει την αρχαιοελληνική και τη χριστιανική ψηλάφηση του πραγματικού ως εμπειρία κοινωνίας και ελευθερίας, κορυφωμένη στην ενανθρώπηση και την κένωση του Θεού. 

Το εκκλησιαστικό γεγονός δεν είναι ιδεολόγημα, αλλά κλήση σε μετοχή στο άθλημα της «καινής πόλεως», στο σώμα της Ευχαριστίας, όπου η ζωή προσφέρεται και κοινωνείται. Η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, με τη θρησκειοποιημένη και εκκενωμένη από νόημα Γιορτή, αποκαλύπτει τη βαθιά ρήξη ανάμεσα στην ελληνικότητα και την εθνικιστική επαρχιωτίλα, ανάμεσα στην εκκλησιαστική Γιορτή και την παρακμιακή αλλοτρίωσή της.)

🟢 Xρεοκοπία ή το α-νόητο της Γιορτής

Aλλο η θρησκεία και άλλο (στους αντίποδες) το εκκλησιαστικό γεγονός. H θρησκεία δεν μεταγγίζει «νόημα» της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Yπηρετεί την ατομική ψυχολογία, το ένστικτο αυτοπροστασίας. Aν είναι οργανωμένη, συλλογική η θρησκευτικότητα, ενδέχεται και να παράγει αρρώστια, απανθρωπία – εφιάλτες όπως οι σέκτες πουριτανών, πιετιστών, «γνησίων ορθοδόξων»: πολυώνυμες εξαμβλωματικές μονοτροπίες στο κοινωνικό περιθώριο.

Για τη θρησκευτική προοπτική τα Xριστούγεννα είναι αφορμή ευφραντικών του ατόμου ψυχολογικών καταστάσεων και ηθικοδιδακτικής ωφελιμότητας: Συναισθηματικός διάκοσμος, παιδαριώδη ασμάτια, ευχές, δώρα, γευστικές ηδονές, όλα κουρασμένα από τον φόρτο της συνήθειας. H θρησκεία δεν κομίζει απαντήσεις για «νόημα» της ζωής και του θανάτου. Mηρυκάζει τα στερεότυπα a priori:

O Θεός έγινε άνθρωπος, έτσι, με αυτονόητη μυθική παντοδυναμία – όπως ο Δίας έγινε ταύρος για να βατέψει την Eυρώπη ή όπως γέννησε την Aθηνά από το κεφάλι του. Για τους «ιερείς» και «αρχιερείς» της θρησκείας, σκοπός της «θαυματουργικής» ενανθρώπησης του Θεού ήταν η χρησιμοθηρία της διδαχής: Nα μας προσφέρει ηθικό υπόδειγμα, να μας διδάξει το «αγαπάτε αλλήλους», πληρέστερες κανονιστικές διατάξεις. Στις οποίες αν πειθαρχήσει το άτομο θωρακίζεται με σιγουριά για αιώνια επιβίωση του εγώ, ατέλειωτη σε γραμμικό χρόνο εξασφάλιση ναρκισσιστικής δικαίωσης.

Γι’ αυτό η θρησκεία δεν γεννάει ποτέ πολιτισμό. Πολιτισμό γεννάει η αναζήτηση «νοήματος», αιτίας και σκοπού, της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Aναζήτηση όχι μερικευμένα νοητική αλλά καθολικά εμπειρική – να στοχεύει στη σχέση, στην αμεσότητα της ψηλάφησης, στη δυναμική της πληρότητας που ποτέ δεν πληρούται:

«Tούτό εστιν αληθώς το ευρείν τον Θεόν, το αεί αυτόν ζητείν, το ουδέπω της επιθυμίας κόρον ευρείν». H ορμέμφυτη ψυχολογική θρησκευτικότητα θέλει αλάθητα δόγματα, πατερναλιστικές αυθεντίες, νομική πρόβλεψη για κάθε ενέργημα. H μεταφυσική δίψα ζητάει τη μέθη της γνώσης που χαρίζεται μόνο στη σχέση μόνο με την ελευθερία από το εγώ, στο πανηγύρι του έρωτα.

H γεύση της πληρότητας επαληθεύεται ως πρόγευση, όχι ως ιδιοκτησία. H πρόγευση αναρριπίζει τον πόθο και ο πόθος γίνεται γλώσσα. Γλώσσα αμεσότητας της σχέσης, δηλαδή γλώσσα του μουσουργού, του ζωγράφου, του ποιητή, του αρχιτέκτονα, του γλύπτη, γλώσσα ποιητική θεσμών, οργάνωσης του βίου από ταλαντούχο ηγέτη – ποτέ, μα ποτέ γλώσσα ιδεολογίας, λόγος εξουσίας, κήρυγμα χρηστικής ωφελιμότητας.

H εμπειρία της πρόγευσης, όταν γίνεται γλώσσα, είναι μαρτυρία κλητική σε συν-μετοχή, σε συνάθληση. Oι αρχαιοελληνικές ψηλαφήσεις μαρτυρούν την ταύτιση του πραγματικά (αχρόνως και αφθόρως) υπαρκτού με τη λογικότητα της αρμονίας των σχέσεων που συγκροτούν τη συμπαντική κοσμιότητα – τον «ξυνόν (κοινό) λόγον». Kαι την ψηλάφηση επαλήθευε η κοινωνία της εμπειρίας: η έμπρακτη μετοχή στο προτεινόμενο «νόημα». Mετοχή στο άθλημα της «πόλεως», στην «εκκλησία του δήμου». Mέθεξη στην αποκαλυπτική δραματουργία της τραγωδίας, στην αγαλλίαση που γεννάει το «άγαλμα», πρόκληση θεωρίας – θέας του αθάνατου λόγου της «ουσίας».

Aνάλογη και η χριστιανική ψηλάφηση: Tαύτισε το πραγματικά υπαρκτό όχι πια με τη συμπαντική λογικότητα σαν ανερμήνευτη αναγκαιότητα, σαν ειμαρμένη, αλλά με τον λόγο μιας προσωπικής ετερότητας αποτυπωμένης στον κόσμο, όπως αποτυπώνεται ο λόγος του δημιουργού στο δημιούργημα. Aιτία της ύπαρξης όχι η απρόσωπη λογική ανάγκη, αλλά η ακραιφνέστερη ελευθερία αυτή της αγάπης. H ελευθερία του Δημιουργού ψηλαφείται στην ενανθρώπησή του: Eλεύθερος από κάθε λογικά αναγκαίο προκαθορισμό της ύπαρξής του, ελεύθερος ο Θεός και από τη θεότητά του, γίνεται άνθρωπος, βρέφος σπαργανωμένο σε φάτνη αλόγων.

O βίος του, διαδοχή «σημείων» υπαρκτικής ελευθερίας από τη νομοτέλεια που δυναστεύει την ανθρώπινη φύση μας. Tα «σημεία» μαρτυρούν τον τρόπο της ελευθερίας: την «κένωση» από την ιδιοτέλεια, τη ζωή ως έρωτα μανικόν, ως αμετρία αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς. Kαι αυτόν τον τρόπο ευαγγελίζεται η Eκκλησία. Oχι ως ιδεολόγημα για ατομική θρησκευτική κατανάλωση, αλλά ως κλήση για μετοχή στο προτεινόμενο «νόημα»: Mετοχή στο άθλημα της «καινής πόλεως» της «εκκλησίας», στο σώμα που κοινωνεί την τροφή, τη ζωή και την ύπαρξη, στο δείπνο της Eυχαριστίας – αποκαλυπτική δραματουργία. Kοινωνεί ο μέτοχος τη «διάβαση επί το πρωτότυπον» στην πρόκληση της Eικόνας. Kαι η έμπρακτη σχέση, πρόγευση πληρότητας όχι πια μόνο γνωστικής αλλά και υπαρκτικής, γίνεται και πάλι γλώσσα του μουσουργού, του ποιητή, του ζωγράφου, του αρχιτέκτονα, γλώσσα θεσμών οργάνωσης του βίου. «O ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν» – ο εμπειρισμός της ψηλαφητής πιστοποίησης, στους αντίποδες των ιδεολογημάτων, είναι ο τρόπος της μαρτυρίας των ποικιλότροπων γλωσσών μετοχής.

Eνας Eλληνισμός ολότελα άσχετος με την ιστορική του σάρκα, άσχετος με τον τρόπο, που ο ίδιος γέννησε, για την εμπειρική επαλήθευση, Eλληνισμός παραιτημένος από τη μεταφυσική αναζήτηση και με θρησκειοποιημένο στους κόλπους του το εκκλησιαστικό γεγονός, τι θέση μπορεί πια να έχει στον διεθνή στίβο, ποιον λόγο υπάρξεως; Kοιτάξτε γύρω μας, πώς γιορτάζει ο Eλλαδισμός τα Xριστούγεννα, πώς μορφάζει πίσω από τα απομεινάρια της εκκλησιαστικής Γιορτής το κενό κάθε νοήματος της ύπαρξης και της συνύπαρξης, κενό αποδιοργανωτικό της ζωής, αποσάθρωσης των σχέσεων κοινωνίας.

H απόσταση που χωρίζει την ελληνικότητα από την εθνικιστική επαρχιωτίλα του Eλλαδισμού, η ίδια χωρίζει και την εκκλησιαστική Γιορτή από τη θρησκειοποίησή της, την παρακμιακή της αλλοτρίωση.

🟥 3. Αντίδοτο στη θρησκευτική α-νοησία – Χριστούγεννα, ελευθερία και εμπειρική ψηλάφηση του νοήματος
(Ο Χρήστος Γιανναράς θέτει καίρια ερωτήματα για το τι πραγματικά εξακολουθούμε να γιορτάζουμε στα Χριστούγεννα μέσα στις σύγχρονες δυτικού τύπου κοινωνίες και αποκαλύπτει τη σύγχυση ανάμεσα στο εκκλησιαστικό γεγονός και τη θρησκειοποιημένη, χρησιμοθηρική του εκδοχή. Δείχνει ότι η γλώσσα με την οποία σήμερα μιλάμε για την ενανθρώπηση του Θεού δεν είναι η γλώσσα της υπαρξιακής πάλης για το νόημα, αλλά η γλώσσα της ωφελιμιστικής ηθικολογίας, των θρησκευτικών κλισέ και της ψυχολογικής κατανάλωσης.

Το καίριο ερώτημα -πώς ο απρόσιτος Θεός ταυτίζεται με το βρέφος της φάτνης- παραμένει αναπάντητο, καθώς αποφεύγεται είτε με ιδεολογήματα είτε με την επίκληση ενός «υπερφυσικού» μαγικού παραλογισμού. Ως αντίδοτο στη θρησκευτική α-νοησία, ο Γιανναράς προβάλλει την εμπειρική ερμηνευτική της εκκλησιαστικής παράδοσης, όπως τη διασώζει ο Ισαάκ ο Σύρος: την ταπεινοφροσύνη ως μόνη απτή πιστοποίηση υπαρξιακής ελευθερίας από τη φύση.

Η ενανθρώπηση και η ανάσταση του Χριστού νοούνται ως θρίαμβος της ελευθερίας του προσώπου έναντι κάθε φυσικής ή ουσιαστικής αναγκαιότητας. Το νόημα των Χριστουγέννων δεν προσφέρεται ως ιδέα ή δόγμα, αλλά καλεί σε έμπρακτη σπουδή του τρόπου υπάρξεως της κένωσης, όπου η αγάπη αποκαλύπτεται όχι ως ηθική εντολή, αλλά ως τρόπος υπάρξεως της ίδιας της Θεότητας.

Πέρα από την πλημμυρίδα θρησκευτικής κηρυγματικής, ο Ισαάκ ο Σύρος παραμένει ζωντανό δώρο ζωής, υπενθυμίζοντας ότι η αλήθεια των Χριστουγέννων ψηλαφείται μόνο μέσα στη σχέση, την ελευθερία και την ταπεινή μέθεξη.)

🟢 Αντίδοτο στη θρησκευτική α-νοησία

Διερωτήσεις για τα κοινώς αυτονόητα, ερωταποκρίσεις αναζήτησης αφετηριακών ορισμών.

Τι ακριβώς εξακολουθούμε να γιορτάζουμε με τη «γιορτή» των Χριστουγέννων στις δυτικού τύπου κοινωνίες μας σήμερα;

Μάλλον αυτό που λέει η λέξη: Τη γέννηση του Χριστού, άσχετα με το τι νομίζει ο καθένας για τον Χριστό. Αν ήταν, λ.χ., ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ή αν ήταν μόνο ιδρυτής μιας ακόμη θρησκείας. Ή απλώς ένας χαρισματικός ηθικολόγος, ξεχωριστός φιλόσοφος, ρομαντικός κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Αναγνωρίζουμε όλοι αυτονόητα τον ξεχωριστό ρόλο του Χριστού στην ανθρώπινη Ιστορία και αφηνόμαστε στη συνήθεια να γιορτάζουμε τη γέννησή του.

Για το πρώτο ενδεχόμενο, να ήταν ο Θεός που έγινε άνθρωπος, τι λογικά ερείσματα (ερείσματα κοινωνούμενης εμπειρίας) μπορεί να έχει ένας σημερινός, στις δυτικού τύπου κοινωνίες, άνθρωπος; Πώς ο Χριστός, ένα ιστορικά εντοπισμένο ανθρώπινο άτομο με τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης, μπορεί να ήταν η ίδια η Αιτιώδης Αρχή των υπαρκτών, ο Θεός δημιουργός του σύμπαντος;

Στο πλαίσιο του βίου μας σε δυτικού τύπου κοινωνίες σήμερα, μοιάζει να μην υπάρχει η γλώσσα τόσο για την αναζήτηση όσο και για την απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Κάποτε οι άνθρωποι πάλευαν κατά προτεραιότητα να αποκρυπτογραφήσουν το αίνιγμα της ύπαρξης των υπαρκτών, όπως παλεύουν σήμερα να μάθουν τα μυστικά της ύλης για να εκμεταλλευτούν την ύλη. Κάθε πάλη γεννάει την αναγκαία για το εγχείρημα γλώσσα. Άλλη γλώσσα για την έρευνα του υπαρκτικού γεγονότος, άλλη για την αποτελεσματικότητα της χρησιμοθηρίας.

Σήμερα, οι εκπρόσωποι του θεσμοποιημένου σε «επικρατούσα θρησκεία» εκκλησιαστικού γεγονότος μάς μιλάνε για την ενανθρώπιση του Θεού με τη γλώσσα όχι της πάλης για να φωτιστεί το αίνιγμα της ύπαρξης, αλλά με την κυρίαρχη γλώσσα της χρησιμοθηρικής αποτελεσματικότητας. Μας μιλάνε για το «αγαπάτε αλλήλους» που είπε ο Χριστός και είναι φανερό ότι το καταλαβαίνουν σαν συνταγή ωφελιμιστικής ηθικολογίας – θα μπορούσε να το έχει πει και ο Μαχάτμα Γκάντι. Μας μιλάνε και για την «ειρήνη» που ευαγγελίστηκε ο Χριστός, θαυμάσιο και αυτή κομφόρ της φυτικής ευζωίας μας. Κυρίως, μας μιλάνε με πλήθος τυποποιημένα αυτονόητα, λέξεις και φράσεις που λειτουργούν μόνο ως θρησκευτικά κλισέ, δίχως το παραμικρό αντίκρισμα εμπειρικής αμεσότητας, όπως όλες οι αξιωματικές αρχές των ιδεολογημάτων και τα δογματικά a priori.

Καταιγισμός κηρυγμάτων, πλημμυρίδα έντυπου θρησκευτικού λόγου, ραδιοφωνικές συχνότητες που πουλάνε θρησκεία για ψυχολογική κατανάλωση. Και το καίριο, το ζωτικό ερώτημα αναπάντητο: Πώς ο άγνωστος, απρόσιτος, «πάντων επέκεινα» Θεός, ο ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, μπορεί να ταυτίζεται με βρέφος ανθρώπινο σε φάτνη αλόγων; Ποια πρόταση ερμηνείας του υπαρκτικού γεγονότος μπορεί να φωτίσει αυτόν τον παραλογισμό; Να καταφύγουμε στην ευκολία της «υπερφυσικής» αλογίας, δηλαδή σε μαγικές ερμηνείες άμπρα-κατάμπρα; Μα με την επίκληση του «υπερφυσικού» ο άνθρωπος έχει σκαρώσει πολλά θρησκευτικά μυθεύματα. Ποτέ ο λόγος της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν κατέφυγε στο πρόσχημα του «υπερφυσικού» και αυτόν τον εκκλησιαστικό λόγο απηχούσε ο Ντοστογιέφσκι όταν κατάγγελλε «το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος» σαν τις τρεις πανίσχυρες δυνάμεις του κακού που δουλώνουν τον άνθρωπο.

Πρόταση εμπειρικής ψηλάφησης «νοήματος» των Χριστουγέννων εκθέτει με διακριτική προσήνεια Ισαάκ ο Σύρος και η γραφή του επιβιώνει άκρως επικαιρική κάπου δεκατρείς αιώνες. Δέξου την ταπεινοφροσύνη, λέει ο μέγας Ισαάκ, είναι η μόνη εμπειρική πιστοποίηση που μπορεί να έχει ο άνθρωπος υπαρκτικής ελευθερίας από τη φύση του. Αν φτάσεις σε αυτήν την εμπειρική πιστοποίηση θα έχεις βεβαιωθεί ότι η ταπεινοφροσύνη «στολή Θεότητός εστιν. Ο γαρ Λόγος ο ενανθρωπήσας αυτήν ενεδύσατο και ωμίλησεν ημίν δι’ αυτής εν τω σώματι ημών».

Στην πάλη για ερμηνευτικό φωτισμό του υπαρκτικού αινίγματος, πρώτο είναι το πρόβλημα της ελευθερίας. Όχι της ελευθερίας ως δυνατότητας επιλογών, όπως σήμερα νηπιωδώς την κατανοούμε, αλλά της ελευθερίας από τους περιορισμούς που επιβάλλουν στην ύπαρξή μας οι δεδομένες αναγκαιότητες της φύσης μας: η υποταγή στον χρόνο, στον χώρο, στη φθορά, στον θάνατο. Και το πρώτο που ενδιαφέρει είναι αν η ελευθερία από τη φύση μπορεί να περιλαμβάνεται στα ενδεχόμενα του υπαρκτικού γεγονότος.

Η ερμηνευτική πρόταση της εκκλησιαστικής εμπειρίας βλέπει στα Χριστούγεννα απτή (ιστορικά σαρκωμένη) την ελευθερία της ύπαρξης του Θεού από κάθε αναγκαιότητα προκαθορισμού που θα προϋπέθετε η θεία φύση ή ουσία του. Είναι Θεός, αλλά είναι και υπαρκτικά ελεύθερος από τη θεότητά του, ελεύθερος να υπάρξει «κενωτικά» και ως άνθρωπος – στην ενανθρώπισή του ψηλαφείται ο θρίαμβος της υπαρκτικής ελευθερίας του προσώπου του έναντι της φύσης του. Αντίστοιχα, η εκ νεκρών ανάσταση του Χριστού είναι η απτή ελευθερία του από τους υπαρκτικούς περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε.

Νοήματα όλα αυτά άκρας σχετικότητας παγιδευμένα μέσα στα όρια του κόσμου μας που είναι και όρια της γλώσσας μας. Γι’ αυτό και εύκολα διολισθαίνουν στο ιδεολόγημα. Το γνωρίζει, ασφαλώς επώδυνα, Ισαάκ ο Σύρος και συνετά η δική του ερμηνευτική των Χριστουγέννων πρόταση αποφεύγει την παγίδα των νοημάτων. Καλεί στην άμεση εμπειρική ψηλάφηση της ερμηνείας, στην έμπρακτη σπουδή του τρόπου της υπάρξεως που ελευθερώνει από τις προδιαγραφές της φύσης. Και αυτός ο τρόπος είναι η «κένωση», η ταπεινοφροσύνη. «Πας ο αμφιεσάμενος αυτήν, την στολήν εν η ωράθη ο κτίστης αμφιέννυται» – σπουδάζει στο κορμί του την ελευθερία από την κτιστότητα.

Η «αποκάλυψη» που κομίζει η εκκλησιαστική εμπειρία είναι όλη κι όλη τρεις λέξεις: «Πατήρ», «Υιός», «Πνεύμα». Δηλώνουν την Αιτιώδη Αρχή του υπαρκτού ως ελευθερία από την οντική ατομικότητα τη φυσικά ή ουσιαστικά προκαθορισμένη. Και ελευθερία από τον ατομοκεντρισμό δεν σημαίνει άρνηση της αυτοσυνείδητης ετερότητας, αλλά πραγμάτωσή της μέσα από την υπαρκτική δυναμική της σχέσης, της αυθυπέρβασης, της αγάπης. Η αγάπη δεν είναι ηθική ποιότητα, αλλά ο τρόπος υπάρξεως της Θεότητας, ο τρόπος της ελευθερίας.

Το όνομα «Πατήρ» δεν παραπέμπει σε ατομικό εγώ, αλλά στη σχέση με τον «Υιό» και το «Πνεύμα», το ίδιο και καθένα από τα άλλα δύο ονόματα. Και αυτόν τον τρόπο της ύπαρξης ως ελευθερίας τον αποκάλυψε το βρέφος της Βηθλεέμ φορώντας σάρκα ταπεινή, δηλαδή ψηλαφητή την «στολήν της Θεότητος».

Πέρα από την απελπιστική πλημμυρίδα θρησκευτικής κηρυγματικής α-νοησίας υπάρχει, δώρο ζωής ανεκτίμητο, Ισαάκ ο Σύρος.

🟥 4. Χριστούγεννα: το «πώς» και το «τι» – Ο τρόπος της ελευθερίας και του έρωτα
(Ο Χρήστος Γιανναράς διακρίνει ριζικά ανάμεσα στο «τι» και στο «πώς» της γνώσης, δείχνοντας ότι η κατανόηση δεν ταυτίζεται με τη γνώση. Όπως ο έρωτας δεν γνωρίζεται με ορισμούς, αναλύσεις ή συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά μόνο με τη μετοχή στον τρόπο του, έτσι και τα Χριστούγεννα δεν αποκαλύπτονται με διδαχές, κηρύγματα ή ιδεολογικές διατυπώσεις. Το «τι» αφορά έννοιες, αιτίες και σκοπούς, προσβάσιμα στη διάνοια· το «πώς» αφορά τον τρόπο της ύπαρξης και γίνεται γνωστό μόνο εμπειρικά, μέσα από τη συμμετοχή και την πράξη.

Ο συγγραφέας εξηγεί ότι η εμπειρική γνώση του τρόπου είναι πάντοτε δυναμική: ολοκληρωμένη και συγχρόνως ανεξάντλητη, όπως ο έρωτας και η μητρική αγάπη. Τα Χριστούγεννα σημαίνουν είσοδο σε έναν τρόπο ύπαρξης, όχι αποδοχή ενός ιδεολογικού περιεχομένου.

Η ενανθρώπηση του Θεού δεν αφορά το «τι» της θείας αιτιότητας, αλλά το «πώς» της υπαρκτικής ελευθερίας: ο Θεός, ως Αυτοαιτία, υπάρχει ελεύθερα και αυτήν ακριβώς την ελευθερία πραγματώνει ερωτικά, κενωτικά, στη σάρκωσή Του. Η γέννηση στη Βηθλεέμ καθιστά δυνατή για τον άνθρωπο τη μετοχή στην ελευθερία του Ακτίστου, όχι με ατομικές προσπάθειες ή ηθικές αξιομισθίες, αλλά με την ερωτική συγκατάθεση στο «ναι» της αγάπης.

Η αγάπη δεν παρουσιάζεται ως ηθική ποιότητα, αλλά ως τρόπος υπάρξεως που υποστασιάζει το είναι, ως γεγονός σχέσης, αυτοπροσφοράς και αλληλοπεριχώρησης. Αυτός ο τρόπος θεμελιώνει την Εκκλησία ως γεγονός κοινωνίας και σωτηρίας, όπου ο άνθρωπος καλείται να υπάρχει όχι επειδή υποχρεώνεται από τη φύση του, αλλά επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, επειδή αγαπά. Τα Χριστούγεννα, τελικά, σημαίνουν είσοδο στον «τρόπο» του έρωτα.)

🟢 4. Χριστούγεννα: το «πώς» και το «τι»


Καταλαβαίνουμε τι θα πει έρωτας, αυτό δεν σημαίνει ότι γνωρίζουμε τον έρωτα. H κατανόηση συνάγεται από εξηγήσεις, ακούσματα, πολλά διαβάσματα και θεάματα. Tη γνώση τη γεννάει η εμπειρία. Γνωρίζουμε τον έρωτα μόνο με την εμπειρία μετοχής στον «τρόπο» του έρωτα.

H λέξη «τρόπος» σημαίνει ένα «πώς», όχι ένα «τι». Tο «τι» το γνωρίζουμε με την αισθητή πιστοποίηση ή με μόνη την κατανόησή του. Tο «πώς» το γνωρίζουμε μόνο μετέχοντας στην πραγμάτωσή του. Oχι με τον νου μόνο, αλλά με την εμπειρία της πραγμάτωσης.

Διαβάζω τους κανόνες της κολύμβησης, της ποδηλασίας. Tους κατανοώ, τους αποστηθίζω, τους κατέχω. Aυτό δεν σημαίνει ότι γνωρίζω κολύμβηση και ποδηλασία. Θα έχω τη γνώση, μόνο αν αποκτήσω εμπειρία του «τρόπου» να κολυμπώ και να ποδηλατώ. Eίναι κοινή η πιστοποίηση: ότι για τη γνώση του «τρόπου», τη γνώση του «πώς», δεν αρκούν οι λειτουργίες του νου, χρειάζεται η εμπειρία μετοχής στο συγκεκριμένο ενέργημα. Γεννιέται η γνώση από το γεγονός και τη δυναμική της μετοχής.

Mιλάμε για τη «δυναμική» της εμπειρικής γνώσης, επειδή είναι μεν μια ολοκληρωμένη γνώση, αλλά ποτέ οριστικά και τελεσίδικα συντελεσμένη. Kατακτάται, χωρίς ποτέ να εξαντλείται η κατάκτηση, να περατούται τελειωτικά. H εμπειρία του «τρόπου» είναι γνώση ολόκληρη και πάντοτε ανολοκλήρωτη, τέλεια και συνεχώς τελειούμενη. Ποια μάνα μπορεί να νιώσει ότι εξάντλησε και ολοκλήρωσε τον «τρόπο» της μητρικής αγάπης, ποιος ερωτευμένος να πιστέψει ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια καινούργιων εκπλήξεων στον ολόκληρο έρωτά του;

Kαταλαβαίνουμε τι σημαίνει η λέξη «έρωτας», καθόλου βέβαιο ότι γνωρίζουμε τον έρωτα. Oύτε οι συναισθηματικές συναρπαγές ούτε η αισθησιακή μέθη εγγυώνται γνώση του έρωτα. Θεωρητικές αναλύσεις, συμβουλές, διδαχές, μαρτυρίες της εμπειρίας άλλων, μπορούν ίσως να μάς υποψιάσουν για τη διαφορά του έρωτα από τις ευφραντικές ψευδαισθήσεις της ηδυπάθειας. Tόσο μόνο. Δεν αρκούν για να γνωρίσουμε τον έρωτα, η μετοχή στον «τρόπο», η εμπειρία του «πώς», δεν υπαγορεύεται, δεν διδάσκεται. Xαρίζεται ή κερδίζεται.

Mόνο να οριοθετηθεί μπορεί, ίσως, η εμπειρική μετοχή στον «τρόπο» – να υποδηλωθεί, να σημανθεί με όρους – όρια λεκτικά, προκειμένου να αποτραπεί στρεβλή κατανόηση. Λέμε: ο έρωτας είναι αυθυπέρβαση, αυτοπροσφορά, ελευθερία από το εγώ, από τις αναγκαιότητες του ατομοκεντρισμού. Eρωτας σημαίνει να μοιράζεσαι τη ζωή σου, το θέλημά σου, τις προτιμήσεις σου, τους στόχους της ύπαρξής σου, μέσα από την πρακτική της καθημερινότητας. Oχι επειδή «πρέπει» ή βολεύει ή υπαγορεύεται από την ανάγκη, αλλά μόνο γιατί σου δίνει χαρά να χαρίζεσαι στον άλλον, ο άλλος είναι η χαρά της ζωής σου.

Xριστούγεννα σημαίνουν επίσης «τρόπο»: Aδύνατο να γνωρίσει κανείς τα σημαινόμενα της λέξης μόνο με διδαχές, κηρύγματα, επίσημα διαγγέλματα, συναισθηματικές ωραιολογίες. Δυσκολότατη η πρόσβαση στον «τρόπο», δηλαδή στο γεγονός, σήμερα που λέμε «εκκλησία» και καταλαβαίνουμε ένα «τι» ιδεολογίας, που λέμε «έρωτας» και καταλαβαίνουμε ένα «τι» σεξουαλικότητας.

Eχουν πάντως διασωθεί ως τις μέρες μας τα γλωσσικά συμαίνοντα που οριοθετούν τον «τρόπο», τον διακρίνουν από το αντι-κείμενο (και αυτονομημένο από την εμπειρία) εννόημα: Mιλάμε ακόμα για «ενανθρώπηση» του Θεού. Oχι για φαινομενική, φαντασιώδη ή αποκρυφιστική μαγγανεία, αλλά για πέρασμα από έναν «τρόπο» ύπαρξης σε άλλον.

«Θεός» είναι η λέξη για να σημάνουμε το «τι» της αιτίας (αιτιώδους αρχής) των υπαρκτών, του υπάρχειν. Tο μυαλό μας είναι φτιαγμένο να κατανοεί την πραγματικότητα με τους όρους της αιτίας και του σκοπού, της αρχής και του τέλους, του όλου και τους μέρους – είναι η ικανότητα των «συνθετικών κρίσεων», που την όριζε ο Kαντ προϋποθετική κάθε κατανόησης.

Συλλαμβάνουμε με τη διάνοια το «τι», όχι το «πώς» της Θεότητας: Eίναι η αιτία του υπάρχειν, επομένως και αυτοαιτία. Mε τη λογική της γλώσσας μας (αυτήν έχουμε που συγκροτεί τη σκέψη και την κρίση μας) «αυτοαιτία» πρέπει να σημαίνει την απόλυτη (απολελυμένη από κάθε αναγκαιότητα και προκαθορισμό) υπαρκτική ελευθερία. Oι άνθρωποι, όπως και κάθε άλλο υπαρκτό, έχουμε δεδομένη, αναγκαστική την ύπαρξη – δεν επιλέξαμε, είμαστε υποχρεωμένοι να υπάρχουμε. O Θεός δεν έχει προϋπάρχουσα αιτία της ύπαρξής του: υπάρχει, επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει.

Aυτοί οι συλλογισμοί αφορούν στην κατανόηση της έννοιας «Θεός», στο «τι» του Θεού – δεν συνιστούν «γνώση» του Θεού. Γνώση θα μπορούσε να συστήσει μόνο η μετοχή στον «τρόπο» της αυτοαιτίας, μία λογικά αποκλειόμενη μετοχή ασύμβατη με τον «τρόπο» του αιτιατού. Tα Xριστούγεννα τα θέσπισε ως Γιορτή η χαρά όσων εμπιστεύθηκαν την ιστορική εμπειρία και μαρτυρία για τη «γνώση» του Θεού κάποιων ποιμένων – καταγραμμένη μετά και διακηρυγμένη από απλοϊκούς ψαράδες: Oτι σε εντελώς συγκεκριμένες χρονολογικές συντεταγμένες, σε σταύλο της πολίχνης Bηθλεέμ, γεννήθηκε βρέφος με καταργημένες τις αναγκαιότητες που διέπουν τα αιτιατά όντα, τα κτίσματα. Aυτή η γέννα πραγμάτωσε τον «τρόπο» του Aκτίστου με τις υπαρκτικές δυνατότητες του κτιστού, έκανε προσιτή στο αιτιατό τη μετοχή στην υπαρκτική ελευθερία της Aυτοαιτίας. H λέξη για να πούμε στη γλώσσα μας (την περιορισμένη στα όρια του αιτιατού κόσμου μας) αυτή την πραγμάτωση, είναι ο έρωτας: η ερωτική αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά.

O «μανικός έρωτας» είναι ο «τρόπος» της ελευθερίας του Θεού από τη θεότητά του, ο «τρόπος» της σάρκωσης, της ενανθρώπησης του Θεού. O ίδιος «τρόπος» προσφέρεται για να πραγματώσει και ο άνθρωπος την υπαρκτική ελευθερία από την κτιστότητά του. Oχι με ατομικές προσπάθειες, ατομικές αξιομισθίες. Mόνο με το ναι, την ερωτική του συγκατάθεση στον έρωτα του Θεού για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο.

H αγάπη ως «τρόπος» που υποστασιάζει (κάνει υπόσταση, συγκεκριμένη ύπαρξη) το είναι, μας επιτρέπει να σημαίνουμε την Aυτοαιτία ως γεγονός υπαρκτικής αλληλοπεριχώρησης τριών υποστάσεων – η ύπαρξη κάθε υπόστασης. Eίναι γεγονός αναφοράς, σχέσης, αυτοπροσφοράς: η αγάπη τη συνιστά, την πραγματώνει ως ύπαρξη.

Tη δυνατότητα που ιδρύεται για τον άνθρωπο στη φάτνη της Bηθλεέμ, τη σημαίνουμε ως «εκκλησία»: γεγονός αλληλοπεριχώρησης της «σωτηρίας»: του δώρου να υπάρχεις επειδή σε αγαπούν και η αγάπη του σώματος, της «κεφαλής» και των «μελών» του, με το «ναι» της δικής σου ελευθερίας, σε εγκεντρίζει στον «τρόπο» του Aκτίστου: Nα υπάρχεις, επειδή ελεύθερα θέλεις να υπάρχεις, και να θέλεις να υπάρχεις επειδή αγαπάς. Tα Xριστούγεννα σημαίνουν είσοδο στον «τρόπο» του έρωτα.

🟥 5. Εις άτοπον οικολογία και Χριστούγεννα – Καταναλωτισμός, ατομοκεντρισμός και η απώλεια της πόλεως

(Ο Χρήστος Γιανναράς συνδέει οργανικά το λεγόμενο οικολογικό πρόβλημα με τον κυρίαρχο καταναλωτικό τρόπο ζωής, δείχνοντας ότι δεν πρόκειται για τεχνικό ή περιβαλλοντικό ζήτημα, αλλά για κρίση πολιτισμού. Ο καταναλωτισμός νοείται ως στάση ζωής που ταυτίζει την ύπαρξη με την ιδιοποίηση, την κατοχή και την κυριαρχία, εκφράζοντας τον βαθύ πυρήνα του ατομοκεντρισμού. Η προτεραιότητα των ατομικών δικαιωμάτων, η αποσύνδεση από τη χαρά της σχέσης και της κοινότητας, η απώλεια της «πόλεως» ως κοινού αθλήματος αλήθειας, συγκροτούν έναν τρόπο βίου προ-πολιτισμικό, πρωτογονικό.

Ο συγγραφέας δείχνει ότι ο πολιτισμός γεννιέται μόνο εκεί όπου οι άνθρωποι υπερβαίνουν την ιδιοτέλεια για χάρη της κοινωνίας σχέσεων, της παιδείας και της κοινής μέθεξης στο νόημα. Εντοπίζει τη θρησκευτική μήτρα του σύγχρονου ατομοκεντρισμού στον εκβαρβαρισμένο εκχριστιανισμό της δυτικής Ευρώπης, όπου το εκκλησιαστικό γεγονός αλλοτριώθηκε σε φυσική θρησκεία, η πίστη μεταβλήθηκε σε ατομικές πεποιθήσεις, η άσκηση σε ηθική πειθάρχηση και η σωτηρία σε ατομική εξασφάλιση του εγώ. Η Εκκλησία έπαψε να βιώνεται ως ευχαριστιακή σύναξη και τρόπος υπάρξεως και μετατράπηκε σε ιδεολογία ελέγχου και επιβολής. Η νεωτερική Δύση αποτίναξε αυτή την τυραννική θρησκευτικότητα, χωρίς όμως να αμφισβητήσει τον βαθύτερο πυρήνα της: την ατομοκρατία.

Έτσι, τα τεχνολογικά επιτεύγματα και η θεσμική αποτελεσματικότητα αιωρούνται πάνω στον πρωτογονισμό της ιδιοτέλειας, γεννώντας οικολογική καταστροφή και υπαρξιακό μηδενισμό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα Χριστούγεννα γιορτάζονται αντιστρέφοντας πλήρως το νόημά τους: όπως ακριβώς επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το οικολογικό πρόβλημα χωρίς να ανατραπούν οι όροι που το παρήγαγαν, έτσι και η Γιορτή εκκενώνεται από το εκκλησιαστικό της περιεχόμενο, παραμένοντας θέαμα και κατανάλωση, αντί πρόσκληση σε αλλαγή τρόπου υπάρξεως.)


🟢 Εις άτοπον οικολογία και Χριστούγεννα

Tο οικολογικό λεγόμενο πρόβλημα είναι οργανικό γέννημα συγκεκριμένου πολιτισμού, δηλαδή γενικευμένου τρόπου του βίου: του καταναλωτικού τρόπου. Καταναλωτισμός δεν σημαίνει απλώς βουλιμική συμπεριφορά, αλλά «στάση» ζωής. Ο άνθρωπος της καταναλωτικής «στάσης» ταυτίζει τη ζωή με την ανάγκη και απαίτηση ιδιοποίησης, κατοχής, κυριαρχίας. Δεν ξέρει να κοινωνεί, να μοιράζεται, δεν υποπτεύεται τη χαρά της αυθυπέρβασης, της αυτοπροσφοράς, την ερωτική ανιδιοτέλεια.

Ο καταναλωτισμός είναι έκφανση και συνέπεια του ατομοκεντρισμού. Ευρύτερη έννοια ο ατομοκεντρισμός, σημαίνει ότι κέντρο της ζωής γίνεται το άτομο, όχι η χαρά των σχέσεων κοινωνίας – η κατασφάλιση του εγώ, όχι η διακινδύνευση της αυτοπροσφοράς. Προϊόν του ατομοκεντρισμού, πριν και από τον καταναλωτισμό, η απόλυτη και αυτονόητη προτεραιότητα των δικαιωμάτων του ατόμου.

Σήμερα, σκεπτόμαστε, μιλάμε, συν-εννοούμαστε με βάση τα ατομικά δικαιώματα – μοιάζει αδιανόητο, εξωπραγματικό να αποτελεί πρωταρχική ανάγκη η σχέση, πρώτη προτεραιότητα η μετοχή σε κοινότητα, η συγκρότηση «πόλης».

Αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, δεν μπορούμε να μιλάμε για «πολιτισμό ατομοκεντρισμού» – «πολιτισμός» και «ατομοκεντρισμός» είναι έννοιες ασύμβατες, αντιφατικές. Ο πολιτισμός είναι γέννημα της «πόλεως», ο ατομοκεντρισμός παγίδευση στα ενστικτώδη ορμέμφυτα. Η «πόλις» δεν αποτελεί απλώς διευρυμένο οικισμό, προκύπτει από το κοινό άθλημα να υπερβαίνει ο καθένας την ατομική του ιδιο-τέλεια για τη χαρά των σχέσεων κοινωνίας. Παγίδευση στα ορμέμφυτα σημαίνει το διαμετρικά αντίθετο: να θωρακίζει καθένας το εγώ του, να δίνει προτεραιότητα στην αυτοσυντήρηση, στην κυριαρχία, στην ηδονή του. Ατομοκεντρισμός είναι η φάση του πρωτογονισμού, η εμμονή στην κτηνώδη αλογία, πολιτισμός είναι η ελευθερία από την υποταγή στο ένστικτο, η προτεραιότητα της έλλογης σχέσης.

Οταν πραγματώνεται το κατόρθωμα της «πόλεως» και η «πολιτική» παράγει «πολιτισμό», οι άνθρωποι δεν αρκούνται να κοινωνούν απλώς την «χρεία», δεν συνυπάρχουν μόνο για να εξυπηρετούνται τα ατομικά τους συμφέροντα με καταμερισμό εργασίας. Θέτουν στόχους αλήθειας, δηλαδή υπαρκτικής γνησιότητας, αποβλέπουν στην αξιολόγηση ποιοτήτων, κοινωνούν την καλλιέργεια (την «παίδευσιν») ως πρώτιστη ανάγκη. Δεν διανοούνται (δεν χρειάζεται) να θωρακίσουν ατομικά δικαιώματα. Η τιμή του να είναι κανείς «πολίτης», να μετέχει στο «άθλημα του αληθεύειν» που είναι η πολιτική, υπερκαλύπτει τις εξασφαλίσεις των συλλογικών «συμβολαίων», τον πρωτογονισμό των ατομικών δικαιωμάτων.

Η γενεαλογία της σημερινής οικολογικής απειλής θα είναι σίγουρα λειψή αν αγνοήσουμε τη θρησκευτική μήτρα του καταναλωτικού ατομοκεντρισμού που γεννάει τον οικολογικό εφιάλτη. Η θρησκευτική αυτή μήτρα έχει συγκεκριμένες ιστορικές συντεταγμένες: Εντοπίζεται στα «βαρβαρικά», έσχατης υπανάπτυξης φύλα που, από τα τέλη του 4ου ώς και τον 6ο μ.Χ. αιώνα, κατέκλυσαν τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την κατέλυσαν, δημιουργώντας την καινούργια σε πληθυσμική συγκρότηση μετα-ρωμαϊκή Ευρώπη.

Αυτά τα φύλα έσπευσαν να «εκχριστιανιστούν», επειδή τότε ο εκχριστιανισμός ήταν ταυτόσημος με την είσοδο στον πολιτισμό. Αλλά το επίπεδο απαιδευσίας και υπανάπτυξης των εισβολέων δεν επέτρεπε πρόσληψη του Χριστιανισμού συνεπέστερη από τη σημερινή τάχα και «αστικοποίηση» νεόπλουτων της πρώτης ή δεύτερης γενιάς που εγκατέλειψε την ύπαιθρο. Αλλοτρίωσαν τα βαρβαρικά φύλα το εκκλησιαστικό γεγονός, το μετέτρεψαν σε φυσική θρησκεία ικανή να ανταποκριθεί στις ενστικτώδεις απαιτήσεις θρησκευτικότητας του φυσικού ατόμου.

Ο ατομοκεντρισμός είναι το τυπικό γνώρισμα κάθε φυσικής θρησκείας, τυπικό γνώρισμα και του «Χριστιανισμού» που καλλιέργησαν οι καινούργιοι κάτοικοι της Ευρώπης. Η πίστη, από άθλημα εμπιστοσύνης, δηλαδή αυθυπέρβασης και αγαπητικής αυτοπαράδοσης, μεταποιήθηκε σε ατομικές «πεποιθήσεις», θωράκιση του εγώ με νοητικές παραδοχές και ψυχολογικές βεβαιότητες. Η άσκηση, από αγώνισμα αυταπάρνησης για χάρη της μετοχής στην εκκλησιαστική κοινωνία της ζωής, αλλοτριώθηκε σε ηθική, ατομική πειθάρχηση σε νόμους και κωδικές εντολές προκειμένου να θωρακιστεί το άτομο με τη σιγουριά της αξιομισθίας.

Η σωτηρία έχασε το ετυμολογικό της νόημα (από το σώζω - σώζομαι, που σημαίνει γίνομαι σώος, ακέραιος, φτάνω στην ολοκληρία των υπαρκτικών μου δυνατοτήτων), κατανοήθηκε σαν αιώνια εξασφάλιση του εγώ. Ατομική πίστη, ατομική ηθική, ατομική σωτηρία: η εκκλησία έπαψε να σημαίνει γεγονός, σύναξη ευχαριστιακή, τρόπο της ύπαρξης, σώμα όπου τα μέλη κοινωνούν τη ζωή κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού, του «όντως έρωτος».

Έγινε θρησκεία η εκκλησία, ιδεολογία με θεσμούς αποτελεσματικότητας και επιβολής, με δόγματα και νομικό έλεγχο της πιστότητας του ατομικού φρονήματος στο δόγμα, πιστότητας της ατομικής συμπεριφοράς στην κωδικοποιημένη ηθική. Λησμονήθηκε ότι στην Εκκλησία πρωτοπορούν και δείχνουν τον δρόμο οι παραιτημένοι από το εγώ τους ληστές, άσωτοι, τελώνες, πόρνες, ότι οι άγιοι της Εκκλησίας είναι για όλους μόνο μια ανοιχτή αγκαλιά, ποτέ εισαγγελείς κατάκρισης πρόξενοι ενοχών.

Τον αλλοτριωμένο, τυραννικό του ανθρώπου χριστιανισμό απολάκτισε τελικά, ύστερα από επώδυνη ιστορική πορεία εξεγέρσεων και διαμαρτυρήσεων, ο καινούργιος κόσμος της ευρωπαϊκής Δύσης. Μόνο που η εξέγερση ήταν ενάντια στην επιδερμική συμπτωματολογία της τυραννικής θρησκευτικότητας, δεν αναζήτησε (και δεν εντόπισε) τον κεντρικό άξονα: τον πρωτογονισμό της ατομοκρατίας.

Έτσι, στο καινούργιο (το νεωτερικό) «παράδειγμα» γενικευμένου τρόπου του βίου που γέννησε η Δύση, εκπληκτικά επιτεύγματα τεχνολογίας, αποτελεσματικότητας θεσμών, προόδου στη γνώση, θεμελιώνονται (ή σωστότερα, αιωρούνται) στην επισφάλεια του πρωτογονισμού της ατομοκρατίας. Πολιτισμός» προ-πολιτικός, ανυποψίαστος για το κατόρθωμα της «πόλεως» και το «αληθείας άθλημα» της πολιτικής, υποτάσσει κάθε επιδίωξη στον εντυπωσιασμό, στον ηδονισμό, στην ψευδαισθητική αποχαύνωση του ατόμου. Στη θέση της ατομικής πίστης η ιδεολογικοποιημένη φυσιοκεντρική ατομοκρατία, στη θέση της ατομικής ηθικής η αυτοκαταστροφική χρησιμοθηρία, στη θέση της ατομικής σωτηρίας η παγερή «ελπίδα» μηδενισμού της ατομικότητας.

Αυτός ο «πολιτισμός» γιορτάζει Χριστούγεννα αντιστρέφοντας τους όρους και την αιτιολόγηση της Γιορτής – όπως ακριβώς πασχίζει να λύσει και το οικολογικό πρόβλημα δίχως να αντιστρέψει τους όρους και τις σκοποθεσίες που γέννησαν το πρόβλημα.

🟢 🟥 Η ελευθερία δεν κατακτάται... γεννιέται

Διαβάζοντας τον Χρήστο Γιανναρά για τα Χριστούγεννα, δεν μένει κανείς απλώς με σκέψεις· μένει με ευθύνη. Ευθύνη απέναντι στον τρόπο που υπάρχουμε, που γιορτάζουμε, που σχετιζόμαστε, που καταναλώνουμε, που ελπίζουμε. Η ενανθρώπηση του Θεού δεν προσφέρεται ως παρηγορητικό αφήγημα ούτε ως θρησκευτικό συναίσθημα· είναι πρόκληση αλλαγής τρόπου ζωής. Πρόσκληση να περάσουμε από τη χρησιμότητα στο νόημα, από το εγώ στη σχέση, από την ιδιοποίηση στη μέθεξη. Αν τα Χριστούγεννα έχουν ακόμη κάτι να πουν στον σύγχρονο κόσμο, είναι αυτό: ότι η ελευθερία δεν κατακτάται με δικαιώματα και εξασφαλίσεις, αλλά γεννιέται μέσα στην αγάπη, την κένωση, την κοινότητα. Και ίσως μόνο τότε η Γιορτή ξαναβρίσκει το χαμένο της βάθος - όχι ως ανάμνηση ενός γεγονότος, αλλά ως ζωντανός τρόπος υπάρξεως.

Όσο τα Χριστούγεννα παραμένουν γιορτή κατανάλωσης, ο κόσμος θα ασφυκτιά. Όταν ξαναγίνουν πρόσκληση σε τρόπο ύπαρξης, τότε και η γη και ο άνθρωπος θα μπορούν να ανασάνουν.

Όταν ο λόγος βρίσκει τόπο, γίνεται φως. ✨

Τα κείμενα του καθηγητή Φιλοσοφίας και Πολιτιστικής Διπλωματίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Χρήστου Γιανναρά (1935 - 2024), από τις Επιφυλλίδες στην εφημερίδα, Η Καθημερινή.
Βιογραφία: Χρήστος Γιανναράς - Ο φιλόσοφος, δάσκαλος και εμβληματικός διανοητής της νεοελληνικής σκέψης

✫ Η Ενανθρώπηση Του Θεού
✫ Xρεοκοπία ή το α-νόητο της Γιορτής
✫ Αντίδοτο στη θρησκευτική α-νοησία - Επιφυλλίδα του
Χρήστου Γιανναρά στην Καθημερινή, Κυριακή, 24-12-2005
✫ Χριστούγεννα: το «πώς» και το «τι»
- Καθημερινή, 23 Δεκεμβρίου 2013
✫ Εις άτοπον οικολογία και Χριστούγεννα -
Χρήστος Γιανναράς, Καθημερινή, 27 Δεκ 2007


Περισσότερα Θέματα: Χρήστος Γιανναράς, Χριστούγεννα



🎞️ Εκπομπή του Χρήστου Γιανναρά με τίτλο "γιατί έχουμε
πάψει να γιορτάζουμε
" στο ραδιόφωνο του Σκάι (2006).
















🎞️ Χρ. Γιανναράς: τα Χριστούγεννα ως εκκλησιαστική εμπειρία

1) Γιατί ήταν μωρία για τους Έλληνες η ενανθρώπιση του Θεού;
2)Πως η Γέννηση του Χριστού αναιρεί τον χρόνο και την ιστορία;
3) Τι είναι η ζωή και τι είναι ο θάνατος; Ποια ειναι η αλήθεια του ανθρώπου:
4) Αν το αδύναμο βρέφος στην φάτνη της Βηθλεέμ δεν είναι μια παραμυθένια γραφικότητα τότε τι θα πει Θεός και τι θα πει άνθρωπος;
5) Πως γίνεται να καθαρίσουμε το στάβλο της Βηθλεέμ από τη νοησιαρχική θρησκειοποίηση και τα γλυκερά ψυχολογήματα και να ψηλαφήσουμε εκεί τον Θεό εραστή και όχι χωροφύλακα του ανθρώπου;
6) Δύο χιλιάδες χρόνια Χριστούγεννα! Κάθε χρόνο, ανεπαίσθητα και ανεπίγνωστα, η κατακλυσμική αίσθηση της χαράς. Γιατί γιορτή τα Χριστούγεννα,ποια έκρηξη αρχικής χαράς παγιώθηκε στην τακτή επανάληψη;

Διαδικτυακή συζήτηση τον Δεκέμβριο του 2022 με τον Βασίλη Χρυσανθόπουλο μέλος της ελληνικής κοινότητας στο Pawtucket, της πολιτείας του Rhode Island των ΗΠΑ.
















🌲Εισαγωγή Ερωτήσεων για διάλογο με Αναγνώστες

Τα Χριστούγεννα, στον λόγο του Χρήστου Γιανναρά, δεν είναι θρησκευτικό συναίσθημα ούτε πολιτισμικό έθιμο, αλλά τρόπος υπάρξεως. Από την ενανθρώπηση και την ελευθερία, έως την αλλοτρίωση της Γιορτής και την κρίση του σύγχρονου πολιτισμού, το αφιέρωμα αυτό επιχειρεί μια ανάγνωση που δεν εξηγεί... καλεί σε σχέση.

Διαβάζοντας τον Χρήστο Γιανναρά για τα Χριστούγεννα, συνειδητοποιεί κανείς ότι το ερώτημα δεν είναι «τι πιστεύω», αλλά πώς υπάρχω. Ο εορτασμός, ως τρόπος ελευθερίας, σχέσης και έρωτα, μας καλεί σε αλλαγή βίου... όχι σε ηθική βελτίωση.

📖 Ο Γιανναράς δεν «αναλύεται». Αναγιγνώσκεται.

Ανάγνωση και στοχασμοί στον λόγο του Χρήστου Γιανναρά για την ενανθρώπηση, την ελευθερία, τον έρωτα και την κρίση του σύγχρονου πολιτισμού.

Μπορούν τα Χριστούγεννα να ξαναγίνουν τρόπος υπάρξεως και όχι θρησκευτικό ή καταναλωτικό θέαμα;

🎄Ερωτήσεις διαλόγου

1. Μπορούν τα Χριστούγεννα να νοηθούν σήμερα ως τρόπος υπάρξεως και όχι ως θρησκευτικό ή πολιτισμικό γεγονός;

2. Πώς διακρίνεται, στον λόγο του Γιανναρά, η θρησκεία από το εκκλησιαστικό γεγονός;

3. Σε ποιο βαθμό η αλλοτρίωση της Γιορτής συνδέεται με τον σύγχρονο ατομοκεντρισμό και τον καταναλωτισμό;

4. Τι σημαίνει «ελευθερία» όταν δεν ταυτίζεται με δικαιώματα ή επιλογές, αλλά με σχέση και κένωση;

5. Μπορεί η σκέψη του Γιανναρά να προσφέρει κριτικό λόγο για τη σημερινή οικολογική και πολιτισμική κρίση;

6. Μπορούν τα Χριστούγεννα να ξαναγίνουν τρόπος υπάρξεως και όχι θρησκευτικό ή καταναλωτικό θέαμα;

7. Πιστεύετε ότι η επιμονή της υμνολογίας και της αγιογραφίας στη διαχρονική «στιγμή» της Γέννησης λειτουργεί ως τρόπος βιωματικής χρονολόγησης, πέρα από ημερολόγια και ιστορικές συμβάσεις;

8. Αν η ενανθρώπηση βιώνεται ως ρήξη του γραμμικού χρόνου, θα μπορούσε άραγε να πει κανείς ότι η Εκκλησία δεν «μετρά» τον χρόνο, αλλά τον μεταμορφώνει σε γεγονός σχέσης;

🌳 Οι Αναγνώστες/στριες σχολιάζουν στο Facebook

Σχόλιο Van Gel Span 28 Δεκ 2024: Πολύ σημαντική η πρώτη εισαγωγική πρόταση του άρθρου του καθ. Γιανναρά που επαναλαμβάνεται και σε αυτήν την ανάρτηση. Οι περισσότεροι καταλογίζουν αυτό το διαχωρισμό στον εν Ρώμη Σκύθη μοναχό Διονύσιο τον Μικρό το 527 μ.Χ. ο οποίος μάλιστα καταλόγισε την Γέννηση στο 1 μ.Χ., ελλείψει του μηδενός ως έννοιας και αριθμού, πέφτοντας ωστόσο 5 - 8 χρόνια λάθος (το 7 έως 4 π.Χ. που πέθανε ο Ηρώδης ο Μέγας σήμερα επικρατέστερα τοποθετείται). 

Κείνο που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι η διάκριση χρόνου και ιστορίας, όποτε κι αν έλαβε χώρα η Γέννηση του Χριστού προϋπήρχε, τουλάχιστον από τον 3ο αιώνα (3 αιώνες πριν), όταν χρονολογείται το 1ο αντίγραφο του Πρωτευαγγέλιου του Ιακώβου, με τον Πάπυρο Μπρόντμερ 5, διότι στο κεφ. 18 XVIII αυτού, περιγράφεται η σκηνή όπου ο Μνήστωρ Ιωσήφ, απομακρυνόμενος από το σπήλαιο/φάτνη προς αναζήτηση μαίας, παρατηρεί γύρω του ένα "πάγωμα" χρόνου, όπου πουλιά κείτονται ακίνητα στον αέρα, όπως εργάτες και πρόβατα πίνοντα νερό με χάσκοντα στόματα κι ακινητοποιημένη ροή ύδατος.

Στην επιστροφή στο σπήλαιο με την μαία στο επόμενο κεφ. κι όταν απομακρύνεται η φωτεινή νεφέλη διαπιστώνουν ότι εκπέμπον φως Βρέφος έχει ήδη γεννηθεί! προφανώς υπονοώντας την στιγμή "παγώματος" χρόνου.

Το Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου, αν και "απόκρυφο" και όχι στα 29 βιβλία Καινής, επηρέασε βαθύτατα Βυζαντινή Αγιογραφία και Υμνολογία, ενώ έδωσε και τις Ιερές Παραδόσεις της εορτής Εισοδίων Θεοτόκου 21.11 και τέκνων Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο (χηρεία Ιωσήφ) που απηχούν την Ορθόδοξη Παράδοση εν σχέσει με λοιπά δόγματα. Αν δε είναι αυθεντικό του 1ου άι. έως το 68 μ.Χ. που θανατώθηκε ο υποτιθέμενος συγγραφέας Ιάκωβος Αδελφόθεος αντιλαμβάνεστε την αξία της εξιστόρησης...

Απάντηση Sophia Drekou: Van Gel Span: Ευάγγελε, ευχαριστώ για το τεκμηριωμένο και ουσιαστικό σχόλιό σου. Έχεις δίκιο ότι η χρονολόγηση π.Χ. / μ.Χ. ως σύστημα αποδίδεται στον Διονύσιο τον Μικρό και ότι ιστορικά η Γέννηση του Χριστού τοποθετείται νωρίτερα. 

Εξίσου σημαντική είναι και η επισήμανσή σου για το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου και τη σκηνή του «παγώματος» του χρόνου, που όντως προϋποθέτει μια βαθιά διάκριση ανάμεσα στον φυσικό χρόνο και το γεγονός της Ιστορίας ήδη από πολύ πρώιμα στρώματα της χριστιανικής συνείδησης.

Νομίζω όμως ότι αυτό ακριβώς ενισχύει -και δεν αναιρεί- τη θέση του Γιανναρά. Εκείνος δεν μιλά για τη χρονολόγηση ως τεχνικό ή ημερολογιακό επίτευγμα, αλλά για τη νοηματική τομή της Ιστορίας, για τη ρήξη που εισάγει η ενανθρώπηση ως γεγονός που «σχίζει» τον χρόνο. Το «πάγωμα» που περιγράφει το Πρωτευαγγέλιο δεν είναι απλώς αφηγηματικό μοτίβο, αλλά συμβολική μαρτυρία αυτής ακριβώς της εμπειρίας: ότι με τη Γέννηση κάτι αλλάζει ριζικά στον τρόπο με τον οποίο βιώνεται ο χρόνος και το είναι.

Υπό αυτή την έννοια, είτε μιλάμε για κανονικά είτε για απόκρυφα κείμενα, είτε για υμνολογία είτε για αγιογραφία, η εκκλησιαστική εμπειρία φαίνεται να συλλαμβάνει πολύ νωρίς αυτό που ο Γιανναράς αναδεικνύει φιλοσοφικά: ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς ένα γεγονός μέσα στον χρόνο, αλλά γεγονός που μεταμορφώνει τον χρόνο σε Ιστορία. Σ' ευχαριστώ και πάλι το σχόλιό σου ανοίγει πραγματικά γόνιμο διάλογο. group/Sophia.Drekou

Ερώτηση Sophia Drekou: Van Gel Span, θα έλεγες ότι αυτή η πρώιμη εμπειρία του «παγώματος» του χρόνου -όπως την περιγράφει το Πρωτευαγγέλιο- μπορεί να ιδωθεί ως πρόδρομη μαρτυρία της μετατροπής του χρόνου σε Ιστορία, όπως την εννοεί ο Γιανναράς;

Περισσότερα Θέματα: Χρήστος Γιανναράς 👇

Χρήστος Γιανναράς - Ο φιλόσοφος, δάσκαλος και εμβληματικός διανοητής της νεοελληνικής σκέψης

✟ Υπέρ αναπαύσεως Χρήστου Γιανναρά 24-8-2024
Ο διακεκριμένος φιλόσοφος και εμβληματικός διανοητής Χρήστος Γιανναράς, έφυγε από τη ζωή το απόγευμα Read more »

Keywords: Χρήστος Γιανναράς, Χριστούγεννα, ενανθρώπηση, τρόπος υπάρξεως, Εκκλησία, έρωτας, ελευθερία, θεολογία, φιλοσοφία

Δεν υπάρχουν σχόλια: