Ανάλυση του έργου του Ροϊλού για το σώμα
του Πατριάρχη στον Βόσπορο, βλ. στο τέλος
Βιογραφία για τον Άγιο Γρηγόριο τον Ε'
από τον π. Γεώργιο Μεταλληνό
Βιογραφία
Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Γεννήθηκε στην Δημητσάνα από γονείς ασήμους και φτωχούς. Η φιλομάθεια του όμως τον ώθησε στην σπουδή. Σπούδασε αρχικά στη σχολή της γενέτειρας του και από το 1756 για δύο χρόνια στην Αθήνα. Με τη βοήθεια ενός θείου του, νεωκόρου στη Σμύρνη, μπόρεσε να φοιτήσει άλλα πέντε χρόνια στο περίφημο Γυμνάσιό της. Ήταν όμως φύση όχι μόνο φιλομαθής, αλλά και ασκητική. Αναθρεμμένος σε κλίμα παραδοσιακό- ησυχαστικό, ακολούθησε το χάρισμά του και στράφηκε στο μοναστικό βίο. Τον έρωτά του για το μοναχισμό ενίσχυσε η περίφημη Μονή Φιλοσόφου στην πατρίδα του και η από την παιδική ηλικία σχέση του μαζί της. Η κουρά του έγινε στις Στροφάδες και πήρε το όνομα Γρηγόριος. Στη συνέχεια θα σπουδάσει στην Πατμιάδα Σχολή (θεολογία και φιλοσοφία) κατορθώνοντας να αποκτήσει υψηλή για την εποχή παιδεία. Ξαναγυρίζει στη Σμύρνη, όπου χειροτονείται διάκονος από τον Σμύρνης Προκόπιο, υπηρετώντας ως αρχιδιάκονός του.
Γρήγορα όμως γίνεται πρεσβύτερος και πρωτοσύγκελος. Το 1785 ο Προκόπιος εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Γρηγόριος χειροτονείται επίσκοπος και ανέρχεται στο Μητροπολιτικό θρόνο της Σμύρνης. Η πλούσια δραστηριότητά του τον κάνει πλατιά γνωστό και γι’ αυτό τον Μάιο του 1797, μετά τη χηρεία του Οικουμενικού Θρόνου, εκλέγεται πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ως Γρηγόριος Ε'. Η παραμονή του στον Οικουμενικό Θρόνο συνδέεται με πλήθος περιπετειών και δυσχερειών. Αυτό φαίνεται και από την ανώμαλη πορεία της πατριαρχίας του. Εκθρονίζεται και εξορίζεται το 1798. Αποσύρεται στη Μονή Ιβήρων του Άθωνα, όπου μένει επτά χρόνια, επιδιδόμενος στην άσκηση και μελέτη. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1806 καλείται για δεύτερη φορά από τους αρχιερείς στον Πατριαρχικό Θρόνο.
Δείτε: Ανατολή στην Ιερά Μονή Ιβήρων Αγίου ΌρουςΤα προβλήματα όμως δεν παύουν. Η αλλαγή της τουρκικής πολιτικής και η επανάσταση των Γενιτσάρων επιφέρουν και νέα πτώση του Γρηγορίου, που εξορίζεται στην Πριγκιπόννησο και το 1810 αποσύρεται πάλι στο Άγιο Όρος, όπου μένει άλλα 9 χρόνια. Εκλέγεται όμως και για Τρίτη φορά πατριάρχης (15 Δεκεμβρίου 1818) κι επιστρέφει στην Πόλη τον Ιανουάριο του 1819. Η Τρίτη πατριαρχία του συνδέεται με κρισιμότατες στιγμές του Γένους. Η θέση του γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη και η πατριαρχία του λήγει με τη μαρτυρική του θυσία. Αφού τη νύχτα του Πάσχα (10 Απριλίου 1821) μαζί με 8 άλλους αρχιερείς τέλεσε τη θεία Λειτουργία της Αναστάσεως συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Αλλά στις 3 το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε στη μεσημβρινή πύλη του Πατριαρχείου. Επί τρεις ημέρες το σώμα του έμεινε μετέωρο, δεχόμενο τους εξευτελισμούς του μανιασμένου όχλου. Μια σπείρα Εβραίοι αγόρασαν το νεκρό, τον περιέφεραν στους δρόμους και τελικά τον έριξαν στον Κεράτιο. Ο Κεφαλλονίτης πλοίαρχος Νικ. Σκλάβος, βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε κρυφά στην Οδησσό, όπου τάφηκε στον Ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος.
Δράση
Παρά το σύντομο διάστημα της πατριαρχίας του (συνολικά 6 χρόνια), τις περιπέτειες του και τους δύσκολους καιρούς, ο Γρηγόριος ανέπτυξε σημαντική δράση. Ήδη στη Σμύρνη αφοσιώθηκε στο κήρυγμα και σε κοινωνική δράση, ευεργετική για το ποίμνιο του και ενίσχυσε σημαντικά την παιδεία. Την αγάπη του για την παιδεία και το φωτισμό του Γένους μέχρι το μαρτύριό του δείχνουν οι σωζόμενες Εγκύκλιοι του. Παράλληλα έδινε διέξοδο στα θεολογικά ενδιαφέροντά του, προσανατολίζοντάς τα στο διαφωτισμό του ποιμνίου του, τοποθετώντας όμως το διαφωτιστικό του έργο στα πλαίσια της ελληνορθόδοξης – ρωμαϊκής παράδοσης, που καθορίστηκαν από τους αγίους Πατέρες. Προσπαθεί έτσι να εκλαϊκεύσει την πατερική γνώση για να στηρίξει την πίστη.
Γι’ αυτό μεταφράζει και εκδίδει τους Περί Ιερωσύνης λόγους του Ι. Χρυσοστόμου. Στην Πόλη αργότερα θα εκδώσει στο πατριαρχικό τυπογραφείο τα Ηθικά του Μ. Βασιλείου, εξήγηση των ομιλιών του στην Εξαήμερο και Κυριακοδρόμιο σε απλή γλώσσα. Το ενδιαφέρον του για την παιδεία μένει αδιάπτωτο, εκφραζόμενο με πλήθος ευεργετικών ενεργειών. Θέλει όμως διαφωτισμό ρωμαϊκό, ελληνότροπο, και γι’ αυτό δεν κρύβει την επιφυλακτικότητά του απέναντι στον δυτικό διαφωτισμό και τον προοδευτισμό της εποχής, όχι για λόγους τυφλής συντηρητικότητας, αλλά κυρίως από την επιθυμία να διασώσει την ρωμαϊκή παράδοση, στην οποία ολόκληρος ανήκε και την οποία έβλεπε να απειλείται από ιδεολογικά ρεύματα, κατευθυνόμενα από την Γαλλική Επανάσταση και τον αντιχριστιανισμό της.
Στην Πόλη μερίμνησε για τη στέγαση του Πατριαρχείου, διαρρύθμισε τον πατριαρχικό ναό, εργάστηκε για την ανόρθωση του ηθικού βίου. Κατά τις τρεις πατριαρχίες του εκδίδει πλήθος τόμων, σιγγιλίων, εγκυκλίων, επιστολών που αποβλέπουν στην ευστάθεια της Εκκλησίας. Υποδειγματική θα είναι η σταθερή προσήλωσή του στους ιερούς κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση. Οργανώνει τη λειτουργία της Συνόδου του πατριαρχείου, μεριμνά για την παιδεία και το ήθος των εισερχομένων στον κλήρο, όντας ο ίδιος υψηλό παράδειγμα ασκητικού βίου, σε σημείο που να προκαλεί γι’ αυτό αντιδράσεις. Επιδεικνύει παράλληλα θαυμαστή σύνεση και αξιοπρέπεια απέναντι στους κρατούντες. Η νομιμοφροσύνη του – τόσο σκανδαλιστική για τους επικριτές του - δεν μπορεί να κατανοηθεί και ερμηνευθεί έξω από την διάθεσή του να μην προκαλεί επεμβάσεις της εξουσίας στα εσωτερικά της Εθναρχίας. Αλλά και τα οικονομικά προβλήματα του θρόνου τράβηξαν την προσοχή του. Έλυσε με επιτυχία το χρονίζον ζήτημα των Κολλυβάδων, ρύθμισε τη λειτουργία των ναών, ενδιαφέρθηκε για τα ληξιαρχικά βιβλία και το Κιβώτιο του Ελέους, έλαβε εύστοχες αποφάσεις για τις προικοδοσίες και τους αρραβώνες, για τους γάμους και τα διαζύγια, την αναδιοργάνωση των μοναστηριών κ.λ.π. Έργο τεράστιο, θαυμαστό για μια φύση ασκητική, όπως ο Γρηγόριος.
Άγιος Γρηγόριος ο Ε' Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο κορυφαίος των νεομαρτύρων (Απριλίου 1821, Κυριακή του Πάσχα) ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ο Γρηγόριος ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο σε μια κρίσιμη και πολυτάραχη εποχή που γεννήθηκε από την κοσμογονία της Γαλλικής Επανάστασης και τους ναπολεόντειους πολέμους. Η Ιερά Συμμαχία διαμορφώνει την αντίπερα όχθη και ο ευρωπαϊκός χώρος συγκλονίζεται αδιάκοπα από τις σφοδρές συγκρούσεις και την πολυδαίδαλη δράση της διπλωματίας. Η οθωμανική πολιτική αναπροσανατολίζεται με γρήγορο ρυθμό, όπως και η ρωσική και τα συμμαχικά μέτωπα αλλάζουν συνεχώς όψη. Παράλληλα εξαπλώνονται στην Ανατολή οι επαναστατικές (όχι μόνο πολιτικά) ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και ο ριζοσπαστικός αγγλογαλλικός διαφωτισμός, ο οποίος με την εκρηκτικότητά του γίνεται για τους Ανατολικούς σύμβολο της ασέβειας και της αθεΐας. Οι καιροί όμως αλλάζουν και για τους ίδιους τους υπόδουλους Ρωμιούς. Σημειώνεται μεγάλη πρόοδος στο εμπόριο και στην παιδεία. Ιδιαίτερα αναπτύσσονται οι κοινότητες του εξωτερικού, αλλά και εσωτερικά οργανώνεται η αυτοδιοίκηση και η ζωή των κοινοτήτων. Αντίθετα τα εσωτερικά της Μεγάλης Εκκλησίας παρουσιάζουν πολλά προβλήματα.
Χαλάρωση και αρρυθμία, αλλαξοπατριαρχίες, δράση των ιεραποστόλων και της ξένης προπαγάνδας, δημιουργούν όλα ένα κλίμα αντίξοο και απρόσφορο για ομαλή δημιουργική πορεία. Σ’ αυτό το κλίμα όμως κλήθηκε να κινηθεί και να δράσει ο Γρηγόριος. Η κριτική που αναπτύχθηκε γύρω από τη δράση του, είναι τελείως αντιφατική. Κινείται μεταξύ απόλυτης εξιδανίκευσης και απόλυτης απόρριψης, γιατί και στην περίπτωση του Γρηγορίου δεν αποφεύχθηκε η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση της Ιστορίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η κριτική δεν περιορίστηκε στο χώρο της ιστορικής επιστήμης, αλλά επεκτάθηκε και στον χώρο της (ανεύθυνης) μυθιστοριογραφίας – λογοτεχνίας, η οποία τροφοδοτεί το λαϊκό αίσθημα και δημιουργεί παραπλανητικές εντυπώσεις.
Για τον ιστορικό όμως υπάρχει η πραγματικότητα, που προσφέρεται για ανοικοδόμηση αντικειμενικής κρίσης, με την προϋπόθεση βέβαια της αποδέσμευσης από τις οποιεσδήποτε θεολογικές δεσμεύσεις. Ακόμη απαιτείται μετάθεση δική μας στην εποχή του Γρηγορίου και εσωτερική συμμετοχή στη μαρτυρική πορεία του, γιατί στους οποιουσδήποτε αναχρονισμούς δεν βρίσκεται η λύση.
Ανάλυση του έργου του Ροϊλού για το
σώμα του Πατριάρχη στον Βόσπορο
Ο Γεώργιος Ροϊλός υπήρξε ο κατ’ εξοχήν στρατιωτικός ζωγράφος της Ελλάδας και παρέστησε σκηνές επίκαιρων μαχών, του άτυχου 1897 και των νικηφόρων βαλκανικών πολέμων 1912-1913.
Ο πίνακας που αναφέρεται στο μαρτύριο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´ απασχόλησε για πολλά χρόνια τον ζωγράφο και έμεινε στο εργαστήριό του ως το 1919, όταν εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον για την αποκατάσταση των συνόρων της Μεγάλης Ελλάδας και αγοράστηκε από την Κοινή Επιτροπεία των Αλυτρώτων «ίνα εν καιρώ ευθέτω τον αναρτήση υπεράνω της πύλης του μαρτυρίου εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον».
Το έργο διακρίνεται για τα εμπρεσιονιστικά του χαρακτηριστικά, τόσο στα περιγράμματα όσο και στη χρήση των ιδιαίτερα ψυχρών χρωμάτων και η δραματικότητα της σκηνής που ξετυλίγεται μέσα σε αχλή με φόντο την Κωνσταντινούπολη και την Αγιά Σοφιά, αποκτά έναν συμβολισμό δυσοίωνο για την έκβαση της Μεγάλης Ιδέας.
Στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα τα θέματα του ‘21 σπανίζουν, επειδή το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στα σύγχρονα εθνικά θέματα. Γι’ αυτό ο πίνακας του Ροϊλού, που συνδέεται με τις ελπίδες και τις προσδοκίες του Έθνους τη δεδομένη χρονική περίοδο, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Με τη συνδρομή της Εταιρείας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης
Ο Γεώργιος Ροϊλός απαθανάτισε το μαρτύριο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ σύμφωνα με τις μεταϊμπρεσιονιστικές αντιλήψεις, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μεταβαλλόμενη και ρευστή από τις αλλαγές του φωτισμού. Η χρωματική απόδοση του φυσικού χώρου και η σχεδιαστική άνεση δηλώνουν ότι ο Ροϊλός προσπάθησε να αποδώσει το γεγονός με καθαρά ζωγραφικές αξίες. Μεταφέρει στη ζωγραφική επιφάνεια τα διδάγματα από το γαλλικό Ιμπρεσιονισμό που γνώρισε κατά τα χρόνια μαθητείας του, στην Ακαδημία Julian, στο Παρίσι.
Τρεις ναύτες περισυλλέγουν το σώμα του Πατριάρχη, ενώ το παιχνίδισμα του φωτός στα νερά τονίζει τη ρευστότητα και την εντύπωση του μεταβλητού της ατμόσφαιρας. Οι λεπτομέρειες του βάθους αχνοφαίνονται σύμφωνα με την ατμοσφαιρική προοπτική. Η σκηνή αυτή αιχμαλωτίζει καταστάσεις τόσο στιγμιαίες και αιφνίδιες, όπως είναι η περισυλλογή ενός ανθρώπινου σώματος στη θάλασσα. Η χρωματική κλίμακα του έργου διαγράφεται φωτεινή, με τους συμπληρωματικούς τόνους του γαλάζιου και πορτοκαλί να αποδίδουν την ατμόσφαιρα του φυσικού τοπίου.
Με διαταγή της 10ης Απριλίου 1821 ο νέος Μεγάλος Βεζίρης Μπεντερλή Αλή πασάς, ζήτησε την καθαίρεση και εκτέλεση του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, η οποία είχε ήδη εγκριθεί από τον Σουλτάνο. Ο Γρηγόριος Ε΄, σε ηλικία 75 ετών, απαγχονίστηκε στην κεντρική Πύλη του Πατριαρχείου, όπου παρέμεινε κρεμασμένος επί τρεις ημέρες. Σύμφωνα με το γιαφτά (έγγραφο καταδίκης) που αναρτήθηκε στο σώμα του, κρίθηκε ένοχος προδοσίας προς τη Διοίκηση και προς το έθνος του, με δεδομένες τις επαφές του με συντοπίτες του Μοραΐτες οπλαρχηγούς και την πλήρη γνώση του σχεδίου της Επανάστασης.
Κατόπιν εντολής, ομάδα Εβραίων έριξαν το σώμα του στη θάλασσα, αφού το περιφέρανε στους δρόμους της πόλης. Το περισυνέλλεξε στο πλοίο του ο Κεφαλλονίτης έμπορος Νικόλαος Σκλάβος και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου ετάφη. Η εκτέλεση ήταν μια σπασμωδική κίνηση παραδειγματισμού, με σκοπό να τρομοκρατήσει και να διχάσει το χριστιανικό μιλλέτ. Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου έκτοτε παραμένει σφραγισμένη.
Λαμπρινή Καρακούρτη, Ιστορικός Τέχνης ΕΠΜΑΣ
Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου