ΔΙΑΛΟΓΟΣ με την ΠΟΙΗΣΗ του ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ την Μεγάλη Εβδομάδα, και το Πάσχα ενός αθέατου Απριλίου


ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ την Μεγάλη Εβδομάδα
και στο Πάσχα ενός αθέατου Απριλίου

Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου, Αρθρογράφος
(Sophia Drekou, BSc in Psychology)

Ο Οδυσσέας Ελύτης θα μας κάνει την έκπληξη, ανατρέποντας τα μέχρι τώρα παραδοσιακώς αποδεκτά. Συνηθίζουμε να γιορτάζουμε το Πάσχα ως νίκη της ζωής, επειδή ο Ιησούς «θανάτω θάνατον πατήσας» Ανέστη. Αλλά ο ποιητής δουλεύει με κάτι παραπλήσιο, πλην όμως όχι και τόσο ευχάριστο φαινομενικώς.

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ, 20 

Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες,
έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη,
φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ, 21

Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος
και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο.
Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να:
η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο
και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22

Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν
κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι.
Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί
και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει
κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23

Μέρα τρεμάμενη, όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος
θα πρέπει να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23β

Σωστός Θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 

Σαν να μονολογώ, σωπαίνω.
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24β
Αντίς για Όνειρο

Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25

Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου
- της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια -
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25β

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης,
η ερωτοπαθής ψυχή μου.

Δείτε: Το Νόμπελ λογοτεχνίας του Οδυσσέα Ελύτη

Το ΠΑΣΧΑ του Οδυσσέα Ελύτη

Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα του Οδυσσέα Ελύτη

Με δύο ποιήματα [«Κυριακή (Πάσχα), 26» και «Κυριακή (Πάσχα), 26 β»] από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (Eκδ. Ύψιλον, 1984), ο Οδυσσέας Ελύτης θα μας κάνει την έκπληξη, ανατρέποντας τα μέχρι τώρα παραδοσιακώς αποδεκτά. Συνηθίζουμε να γιορτάζουμε το Πάσχα ως νίκη της ζωής, επειδή ο Ιησούς «θανάτω θάνατον πατήσας» ανέστη. Αλλά ο ποιητής δουλεύει με κάτι παραπλήσιο, πλην όμως όχι και τόσο ευχάριστο φαινομενικώς.

Και τα δύο ποιήματα έχουν θέμα τους το Πάσχα. Κατά κανόνα το Πάσχα πέφτει στον Απρίλιο και ο Απρίλιος ως κεντρικός μήνας της Άνοιξης εμπεριέχει και τα Πάθη και την Ανάσταση – αυτός ο «σκληρός μήνας», καθώς δογματίζει ο Τ.Σ. Έλιοτ στην «Έρημη χώρα» του.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος
που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά.
Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα,
πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.

Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει
να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου.
Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα,
να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.

Η Κυριακή του Πάσχα, μετά τον έλεο και τον φόβο της εβδομάδας των Παθών, φέρνει την κάθαρση, λυτρώνει από τη θανάσιμη αγωνία, χαρίζει την αθανασία στον Θεάνθρωπο και την ελπίδα στην ανθρωπότητα, αποκαθιστά την αρμονία στη φύση και τη γαλήνη στις ανθρώπινες ψυχές. Είναι μια «καθαρή διάφανη μέρα», «Λαμπρή» τη λέει ο λαός, γιατί λάμπει η νίκη της ζωής επί του θανάτου. Κι αυτή είναι η στιγμή του θαύματος. Και τη στιγμή του θαύματος τα πάντα ακινητούν και η θάλασσα ησυχάζει. 

Μια τέτοια θεϊκή στιγμή σκηνοθετεί και ο Σολωμός για τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»:

Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι ώμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

Τη στιγμή του θαύματος, στη σολωμική εκδοχή, η φύση κρατάει την ανάσα της και μετά «φεγγάρι», «λίμνη», «κορασιά» στήνουν το ντεκόρ μπροστά στα μάτια μας. Η αισθητοποίηση της Ανάστασης θα μπορούσε να είναι αυτή η λευκοντυμένη «κορασιά», χωρίς να ακυρώνονται οι άλλες, από την περίσταση δοσμένες, ερμηνείες για τον συμβολισμό της.

Ακινησία, λοιπόν, στον Απρίλη του Σολωμού, ακινησία και στον Απρίλη του Ελύτη. Θάνατος περιμένει τους Μεσολογγίτες, θάνατος και τον ήρωα του ποιήματος. Έκσταση όμως και στους μεν και στον δε. Γιατί στη θαυματουργή ακίνητη στιγμή ο ποιητής αισθάνεται ολόκληρος, συμφιλιωμένος με το ενδεχόμενο, έτοιμος να «πετάξει ψηλά» και να «μοιράσει δωρεάν την ψυχή του», να αποχωριστεί τον γήινο εαυτό του και να χαρίσει στους ανθρώπους τη δωρεά του. Παλαιότερα είχε προσφέρει «Δώρο ασημένιο ποίημα» (Το Φωτόδεντρο), που και αυτό δώρο της ψυχής του ήταν. 

Η θεϊκή προσφορά είναι πάντοτε δωρεάν –«δωρεάν λάβετε, δωρεάν δότε»– και η ποιητική επίσης, όπως και «η σταγόνα το αίμα κάθε Απρίλιο δωρεάν και για όλους», το έχει ξαναπεί (Μαρία Νεφέλη), όπου και πάλι ο Απρίλης ζητά, ξεκαθαρισμένα, «αίμα». Μετά την καταβολή του τιμήματος ο ποιητής, με τακτοποιημένη τη «διαθήκη» της ψυχής, μπορεί να κατεβεί και να καταλάβει «τη θέση στον τάφο που του ανήκει».

Τούτο μπορεί να φαντάζει τρομακτικό ή μακάβριο. Όμως ο ποιητής μάς δίνει μάθημα συμπεριφοράς. Πρώτον, γιατί αυτή είναι η κοσμική τάξη και, δεύτερον, γιατί πρέπει να προηγηθεί ένας θάνατος για να υπάρξει μια ανάσταση και μας το έχει ξαναπεί, όπως επίσης έχει ξαναπεί:

«Θέλω να κατεβώ τα σκαλοπάτια, να πέσω μες σ’ αυτή τη θαλερή φωτιά κι ύστερα ν’ αναληφτώ σαν άγγελος Κυρίου» (Ανοιχτά Χαρτιά, 32), που θα μπορούσε να ειπωθεί με τα λόγια του Requiem:

Confutatis maledictis/ flammis acribus addictis/ voca me cum benedictis.

Το δεύτερο ποίημα

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β

Ασμάτιον

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα πάρε
το κίτρο που μου ’δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδία.
Μεθαύριο θα ’ρθουν τ’ άλλα πουλιά
θα ’ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.

Το «Ασμάτιον» ξεχειλίζει από λυρικούς τόνους και είναι σαφώς αφιερωμένο στον πρόγονο ποιητή και στο «κίτρο». Του αρκούν δυο λέξεις –«μυρωδία», «καρδία»– για να δηλώσει μ’ αυτές μια σειρά χαρακτηριστικών: το γλωσσικό ιδίωμα, το ύφος, το μέτρο, την αίσθηση του αρώματος της Ζακύνθου που ως φιλόπατρις ο Κάλβος είχε ψάλει: «Μοσχοβολάει το κλίμα σου,/ Ω φιλτάτη πατρίς μου,/ Και πλουτίζει το πέλαγος/ Από την μυρωδίαν/ Των χρυσών κήτρων». Αλλά με τις δύο αυτές λέξεις που ομοιοκαταληκτούν, σε απόσταση από τις προηγούμενές τους, ο ποιητής θα υποδηλώσει και τον λυγμό που πιέζει το στήθος του.

Απευθύνεται στη θάλασσα, την Κόρη, την «Ανεμόεσσα», την ενήλικη, την ανήλικη, την άχρονη, την αγέραστη, την αθώα, την ανεπανάληπτη, που τελειωμό δεν έχει, που είναι και ο αποδέκτης του δικού του κίτρου, το οποίο ο Κάλβος του παραχώρησε και ήρθε η ώρα να αποχωριστεί. Ο χρόνος του τελείωσε. Το «αύριο» ανήκει σε «άλλα πουλιά» και άλλες διαθέσεις.

Ένας τάφος στο πρώτο ποίημα θα δεχτεί το σώμα, η θάλασσα στο δεύτερο θα δεχτεί το «κίτρο», την Ποίηση, τη θεϊκή δωρεά. Κι αυτό είναι θλιβερό; Ίσως ναι, αλλά:

Σ’ ένα βαθύ πηγάδι το ’χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.

«Άξιον Εστί» και παρεμφερώς ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»: 

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους.

Ο Θεός είναι ο Πρωτομάστορας του κόσμου τούτου κι ο ποιητής δεν το ξεχνά:

Θε μου Πρωτομάστορα, μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα, μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!
Θε μου Πρωτομάστορα, μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα, μύρισες την Ανάσταση.

Ό,τι πέφτει μέσα στην αιώνια φύση, στεριά και θάλασσα, ενσωματώνεται στην αιωνιότητα. Είναι μια άλλη μορφή ανάστασης που περιέχει τούτη η καταβύθιση, το Πάσχα, που έτσι κι αλλιώς «Πάσχα» σημαίνει πέρασμα από τη μια ζωή στην άλλη. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ελύτης είναι ποιητής και μας έχει πείσει και πιστεύουμε πως «η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος». Άρα το σώμα που αναπαύεται στο χώμα είναι σώμα σε αναμονή και μοσχοβολάει.

Αργότερα στον Μικρό ναυτίλο, «Μυρίσαι το Άριστον» IV, θα βρούμε το εξής παράδοξο:

Την Άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς, ή, έστω,
σ’ έναν Μποττιτσέλλι, όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.

Το παραπάνω κείμενο μάς ξαφνιάζει γιατί, ενώ δίνει στοιχεία δηλωτικά της Άνοιξης, συγχρόνως τα υπονομεύει. Το πρώτο είναι οι αγροί με την ανθοφορία τους και το δεύτερο είναι ο γνωστός πίνακας του Μποτιτσέλλι με την αλληγορία της Άνοιξης

Botticelli-primavera
Botticelli - primavera

«Η Άνοιξη» ή «Primavera», επίσης γνωστή ως «Η Αλληγορία της Άνοιξης» είναι ένα έργο τέμπερας μεγάλων διαστάσεων (203x314 cm) του διακεκριμένου καλλιτέχνη της Ιταλικής Αναγέννησης, Σάντρο Μποτιτσέλι (Sandro Botticelli, 1 Μαρτίου 1445 – 17 Μαΐου 1510) και χρονολογείται περίπου το 1478 μ.Χ. Ο πίνακας εκτίθεται σήμερα στην Πινακοθήκη Ουφίτσι στη Φλωρεντία.

Και τα δύο αυτά υπολείπονται σε νόημα και αίσθημα μιας μικρής κόκκινης Βαϊφόρου. Ο αναγνώστης, που φυσιολογικά όταν ακούει «Άνοιξη» αναπολεί ένα ανθοστόλιστο τοπίο γεμάτο από φως κ.λπ. και, όταν ακούει για Μποτιτσέλλι, αναθυμάται το ωραίο γυναικείο μοντέλο της τέχνης του, εκπλήττεται. Για τον Ελύτη, όμως, ούτε η φύση η ίδια με την ανθοφορία της, ούτε η τέχνη με τα ανάλογά της δίνουν το βαθύτερο νόημα της Άνοιξης, όσο η μικρή Βαϊφόρος και μάλιστα «κόκκινη», γεμάτη πάθος.

The Entry Into Jerusalem

«Βαϊφόρος» είναι εικόνα με τον Χριστό καθήμενον «επί πώλου όνου» κατά τον συνήθη, στην Ανατολή, γυναικείο τρόπο. Είναι γιορτή με σημαιοστολισμούς και βάγια. «Βαϊφόρος» είναι η φέρουσα φοινικόκλαρα [1]. Με δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα, γιορτάζει η Ελλάδα στον Ήλιο τον ηλιάτορα [2]. «Βαϊφόρος» είναι η Κυριακή των Βαΐων, η Κυριακή πριν από το Πάσχα, κατά την οποία έγινε η πανηγυρική είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα και ο δρόμος του στρώθηκε με βάγια-φοινικόκλαρα. Από την επομένη άρχισαν τα Πάθη και το Μαρτύριό Του – η Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτή, λοιπόν, η μικρή κόκκινη Βαϊφόρος κάνει τον ποιητή να νιώθει την ουσία της Άνοιξης. Άνοιξη σημαίνει πάθος της ζωής ή για τη ζωή. Και, συνεκδοχικά, Πάσχα σημαίνει πορεία προς τη γνώση του κόσμου και των πραγμάτων, πορεία από τα αισθητά στα νοητά για να βρούμε τις μυστικές έννοιες των πραγμάτων. Για να βγούμε από τον κόσμο των υλικών στο ξέφωτο της Ποίησης – ή, αν θέλετε, στον κόσμο των ιδεών και του Θεού.

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: ΕΝΑΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ


Μεγάλη Δευτέρα

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα Του επιστρέφεται
(Οδ. Ελύτη, «Σε μπλε Ιουλίτας», Δυτικά της Λύπης)

Συνήθως οι άνθρωποι διαμαρτυρόμαστε για την αδικία που συμβαίνει στη ζωή μας όταν παραβιάζονται τα δικαιώματά μας. Όταν οι άλλοι δεν μας καταλαβαίνουν. Όταν οι άλλοι μας χρησιμοποιούν. Και φωνάζουμε. Χρησιμοποιούμε κάθε τρόπο και μέσο. Νόμιμο. Ενίοτε και της εκδίκησης, που γίνεται αυτοδικία. Κι αν δεν βρούμε το δίκιο μας, τότε βαθιά η λύπη. Απογοήτευση για το ακατανόητον.

Αν είναι όμως άγιον το του αγαθού, αν αδικούμαστε για το Θεό, κανείς δεν μπορεί να μας δώσει το δίκιο μας. Ίσως γιατί δεν χρειάζεται. Γιατί ο δρόμος του χλευασμού, της συκοφάντησης, της απόρριψης, μας δίνει την ταπεινοσύνη. Το θρυμμάτισμα του «εγώ» μας. Και μας κάνει να ανοιγόμαστε στην εμπιστοσύνη προς Εκείνον. Γιατί Εκείνος βλέπει. Και από το Πνεύμα Του επιστρέφεται το άγιον της αγάπης. Το άγιον της υπομονής. Το άγιον του σταυρού. Στέφος άφθαρτον γίνεται. Και την ίδια στιγμή ο υπομείνας σωθήσεται. Ενίοτε και δοξασθήσεται.

Εμπιστοσύνη μάς λείπει. Και διάθεση για ταπεινοσύνη. Ας ακολουθήσουμε τον νεανίσκο της Παλαιάς Διαθήκης στην πορεία της σιωπής, της υπομονής στον λάκκο που μας ρίχνει ο κόσμος, και της παράδοσης στο θέλημά Του. Ακόμη κι αν δεν μας ενδιαφέρει, θα μας επιστραφεί το άγιον. Γιατί Εκείνος δεν λησμονεί.

Μεγάλη Τρίτη

Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν’ αλλάζει ξέρει. Θες πάρτην από την αρχή Θες απ' το τέλος («Ως Ενδυμίων», Δυτικά της Λύπης)

Η ύλη δε χάνεται, ακόμη κι αν δίνει την εντύπωση ότι τελειώνει, ότι νικιέται από το χρόνο ή απορροφάται από το χώμα ή το νερό ή τον αέρα. Πώς ο άνθρωπος έχει πείσει τον εαυτό του ότι ο ίδιος τελειώνει με το θάνατο; Και αγωνίζεται να μεταδώσει αυτή του την πεποίθηση μέσα από την επιστήμη, την ιδεολογία, την διανόηση; Και περιφρονεί το αιώνιο, την Αλήθεια, το Επέκεινα;

Η ύλη ξέρει να αλλάζει, από όποιο σημείο του χρόνου κι αν τη δεις. Από την αρχή της, από το πρώτο κύτταρό της, μέχρι το τέλος. «Εν τω μορφούσθαι» βρίσκεται πάντα. Κι ο άνθρωπος;
Κι αυτός αλλάζει. Στο έξω του, δεμένος με το χρόνο, χωρίς μεγάλες δυνατότητες να αντισταθεί. Μόνο κατ’ όψιν. Στο μέσα του προσλαμβάνοντας τις εμπειρίες του χρόνου, έχοντας όμως τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος το πρόσωπό του.

Κι ο Θεός; Αυτός που δημιούργησε και ξαναδημιούργησε; «Ο κάλλει ωραίος»; Μια λέξη αφήνει παρακαταθήκη. Την Μετάνοια που «απαμφιάζει την δυσείμονα μορφήν». «Θες πάρτην από την αρχή». Με το «συγγνώμη» και την εμπιστοσύνη στην αγκαλιά του γονιού. Με το χαμόγελο που διαγράφει τα λάθη. Με το ξεκίνημα, την νέα αρχή στη φιλία, την παρέα, τη σχέση. «Θες απ’ το τέλος». Με το «Μνήσθητί μου» και την προσδοκία της Βασιλείας.
Κλειδί το τάλαντο. Αρκεί να το νιώθουμε ευθύνη.

Μεγάλη Τετάρτη

Ποιος των πολλών ο ένας και του ενός ο κλήρος τι; («Ροδαμών και Ήβης», Δυτικά της Λύπης)
Ψάχνουμε τον Ατίμητο στη ζωή μας. Αυτόν που θα είναι ο Ένας και που κοντά Του τα πάντα θα έχουν νόημα, χαρά και αγάπη. Αλλά χρειάζεται η «κένωσις του πολυτιμήτου» για να γίνει η συνάντηση ζωή. Μας χαρίζεται η Αγάπη. Δεν μπορούμε όμως να την καταστήσουμε οικεία μας αν δεν αδειάσουμε από ό,τι μας κάνει να κλεινόμαστε στο εγώ μας. Ιδίως από την αίσθηση του αλάθητου. Ότι για όλα φταίνε οι άλλοι. Ότι η συνείδησή μας δεν δικαιούται να μας ελέγξει. Δεν αρκεί όμως η κένωση. Χρειάζεται και η πλήρωση. Από την επιθυμία του Απόλυτου. Από την ταπεινοσύνη να αναγνωρίσουμε ότι δεν μπορούμε αλλιώς. Από το δόσιμο που γίνεται θυσία του χρόνου, του τρόπου, των ασχολιών. Από τη νίκη κατά του συμβιβασμού με το «έτσι κάνουν άλλοι».

«Ποιος των πολλών ο Ένας;». Ανήκουμε στους πολλούς και δυσκολευόμαστε να σκεφτούμε ότι αν δεν βγούμε από αυτούς, αν δεν σταματήσουμε να λογαριάζουμε τα λόγια, τις σκέψεις, τις νοοτροπίες τους είναι αδύνατον να Τον συναντήσουμε. Μαζί Του όμως θα ξαναμπούμε στους πολλούς, έχοντας τον μαργαρίτη ως σηματωρό και κήρυκα. Και θα αναμορφώσουμε τη λογική των πολλών.

Βέβαια «του ενός ο κλήρος» είναι η θυσία. Είναι ο θάνατος. Είναι να υποστεί την προδοσία από όσους νομίζουν ότι Τον αγαπούνε, στην ουσία όμως αγαπούνε μόνο τον εαυτό τους και Εκείνον μόνο για όσο εξυπηρετεί το «εγώ» τους. «Ουαί τω ανθρώπω εκείνω» που δε νιώθει τι κάνει.

Ο Ατίμητος όμως έχει ως κλήρο Του το «σφαγιασθήναι και δοθήναι εις βρώσιν τοις πιστοίς». Και είναι επιλογή και όχι μοίρα. Διότι της αγάπης αυτού ουκ έστιν όριον.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ

Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου.
Για μιαν απ’ την αρχή ζωή απροσκύνητη
(«Της Εφέσου», Δυτικά της Λύπης)

Τι μας ανήκει στη ζωή μας; Τι έχουμε που δεν μας δόθηκε; Κι όμως, καυχόμαστε ότι μας ανήκουν ο χαρακτήρας, οι γνώσεις, τα χρήματα, τα αγαθά, οι ηδονές, ο εαυτός μας. Και όταν έρχεται η ώρα που κάνουμε αποτίμηση της ζωής μας, της πορείας μας, όταν έρχεται η ώρα που καλούμαστε να δείξουμε ότι δε χάσαμε τη νιότη της ψυχής μας, προσπαθούμε να στηριχθούμε σε όσα είναι αγορασμένα, μα δεν είναι δικά μας. Γιατί πουληθήκαμε και πουλιόμαστε στη ζωή μας για μια στάλα ευτυχία, για μια στάλα χαρά, που δεν ξέρουμε πού αληθινά βρίσκεται.

Μόνο ο εξόριστος με τη θέλησή του άνθρωπος από το πνεύμα του κόσμου, γνωρίζει πως ό,τι έχει του δόθηκε. Και κάνει την απόπειρα σ’ αυτό που έχει να προσθέσει κρυφά ό,τι μπορεί να κλέψει, για να φύγει. Και να ξεκινήσει από την αρχή μια ζωή απροσκύνητη. Κι αν πιστεύει στο Θεό, Εκείνος του δίνει την άδεια να κλέψει. Λίγη από την Αγάπη. Λίγη από την Ταπεινοσύνη. Λίγη από την Ελευθερία. Λίγη από τη Θυσία. Και να το σοδιάσει στο νου του, με επίγνωση ότι δεν θα λείψουν από το Θεό.

Και την ώρα που ο κόσμος θα κατηγορήσει αυτόν που πιστεύει στο Θεό και σαν τους χωροφύλακες στους Αθλίους θα τον ξαναφέρει με τα ασημικά μπροστά στο Δίκαιο Κριτή, Εκείνος θα του πει: Ξέχασες αδελφέ μου και το Σώμα και το Αίμα μου. Πάρτο ντυμένο κηροπήγιο και πήγαινε στο καλό.

Οι χωροφύλακες και όσοι τους μιμούνται δεν θα καταλάβουν. Είναι γερασμένοι εξ αρχής. Όμως αυτός που πιστεύει θα μνημονεύσει αιώνια. Θα φορέσει πένθος τη νύχτα των Παθών. Και θα αναγνωρίσει το Θεό ως τον Πατέρα Του τον αληθινό. Εκείνον που του δίνει από την αρχή μια ζωή απροσκύνητη. Και τον κάνει να έχει μοναδικά δική του την Ελπίδα.

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει
το άδικο; Μια συγχορδία η ζωή όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
(«Σε μπλε Ιουλίτας», Δυτικά της Λύπης)

Ο Θεός κι ο θάνατος μας διεκδικούν. Για το θάνατο είμαστε βέβαιοι. Έτσι μας λένε τα μάτια και η αίσθηση του απαρφανισμού. Για το Θεό δεν ξέρουμε. Γιατί θέλει άλλα μάτια και άλλη ιδέα για την πατρότητα.

Κι ο ίδιος ο Θεός διάλεξε το θάνατο. Όχι όμως γιατί αυτός τον διεκδίκησε. Αλλά γιατί ο Θεός, θέλοντας να μας δείξει ότι για να μας συνάξει εκ δεξιών Του, για να μας δώσει τη ζωή, ήταν αποφασισμένος να κατέλθη μέχρις Άδου ταμείων.

Είναι άδικος ο θάνατος για κάθε ύπαρξη. Και τον πληρώνουμε πανάκριβα. Του χαρίζουμε το χρόνο μας. Τις αναμνήσεις και τα όνειρά μας. Του αφήνουμε εκείνους που αγαπούμε. Και τέλος, του αφήνουμε και τον ίδιο τον εαυτό μας.

Μόνο η μουσική απομένει από το ταξίδι της ύπαρξης. Μια συγχορδία, που δείχνει ο καθένας τι ήχο διαλέγει για τη ζωή του. Κι ανάμεσα λίγος τρίτος ήχος, της χαράς. Του πανηγυριού. Των στιγμών που ο καθένας θέλει να θυμάται. Ότω τις έραται.

Μόνο που ο τρίτος ήχος είναι αυτός που φωνάζει ότι ο Θεός πρωτότοκος των νεκρών εγένετο. Και εκ κοιλίας Άδου ερύσατο ημάς.

Τελικά, αξίζει να αφεθούμε στο να μας διεκδικήσει ο Θεός .

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ

Λιγότερο από νου και περισσότερο από Χουν είναι η δεύτερη και η τρίτη μέσα μας υπόσταση - Σ’ όλες τις γλώσσες το α δ ύ ν α τ ο ν διαρκεί («Το μαρμάρινο τραπέζι», Δυτικά της Λύπης)

Κρύψαμε το νόημα της ύπαρξής μας στο μυαλό μας. Το κάναμε θεό. Μ’ αυτό κρίνουμε τη ζωή και το θάνατο, το αληθινό και το ψεύτικο. Τα πάντα μ’ αυτό.Κι όμως, λιγότερο από νου είναι η μέσα μας υπόσταση. Γιατί όσα δε φτάνει αυτός, τα φανερώνει η ψυχή. Κι αυτή μπορεί να φαίνεται ότι έχει λιγότερη αξία, όμως Κάποιος απαθανάτισε το πρόσλημμα. Της έδωσε αιωνιότητα και αφθαρσία.

Κι έτσι, μέσα στα ταμεία του Άδου περισσότερο από Χουν απέκτησε η υπόστασίς μας η εν Αδάμ. Δεν απερχόμαστε εις γην, αλλά προσδοκούμε ανάστασιν. Και ζωήν μέλλοντος αιώνος. Μπορεί ο κόκκος του σίτου να πεθαίνει. Φέρει όμως καρπόν πολύν.Στην προοπτική του νοός όλα αυτά φαντάζουν ότι ανήκουν στο αδύνατον. Όμως σ’ όλες τις γλώσσες, είτε των λαών, είτε των συναισθημάτων, είτε του φωτός, το αδύνατον διαρκεί. Ως ελπίδα. Ως πίστη. Ως άνοιγμα αγάπης.

Στη δική μας το αδύνατον ονομάζεται Ανάσταση!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε
(«Ως Ενδυμίων», Δυτικά της Λύπης) Χρόνια που μοιάζουν ατελεύτητα
κι αν μόλις χθες γεννήθηκες («Προς Τροίαν», Δυτικά της Λύπης)

Μόνο Ένας βγήκε από τους κοιμηθέντας. Κι Αυτός για πάντα. Είναι ο Θεός που έγινε Άνθρωπος. Το παρήγορο είναι πως όσοι θέλουν να μπούνε στο όνειρο που Αυτός μάς προσφέρει βγαίνουν-ήδη βγήκαν- κι εκείνοι ξυπνητοί. Εις τους αιώνας. Είναι το μοναδικό όνειρο στο οποίο δεν πρωταγωνιστούν καταστάσεις, αλλά Πρόσωπο. Η όντως Αλήθεια και Ζωή. Και είναι ο μοναδικός ύπνος που γίνεται φυσίζωος.

Συμμετέχουμε στο όνειρο στο Σπίτι του Προσώπου. Κι ας μας κατηγορούνε ότι κοιμόμαστε. Είναι η όψη που βλέπει ο καθένας τα πράγματα. Το οξύμωρο. Ενώ όλοι έχουν δικαίωμα στο όνειρο, οι περισσότεροι προτιμούν να ζούνε την αλήθειά τους και την αλήθεια του κόσμου, στον οποίο νομίζουν ότι ανήκουν. Λυπάσαι. Πώς να τους αφήσεις έτσι; Ο πόνος της ελευθερίας. Μα εσύ το νιώθεις. Είναι η Ανάσταση που σε έφερε στον κόσμο. Μόλις χθες γεννήθηκες. Μα μοιάζουν ατελεύτητα τα χρόνια, γιατί αγαπάς. Εκείνον που σε αναγέννησε και όλες τις εικόνες Του. Τις κεκοιμημένες και τις ζωντανές. Αυτές που ελπίζουν κι αυτές που καγχάζουν.

Τελικά μόνο η Αγάπη νικά το χρόνο και τον κάνει αιωνιότητα. Κι όταν αγαπάς, έχεις ήδη αναστηθεί. Κυριακή του Πάσχα, 5 Μαΐου 2013

ΝΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ (Δεύτερη μέρα του Πάσχα ή Νιά Δευτέρα)

Ποίηση μόνον είναι Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία Όπως μπορεί και να την φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι Δίκαιη στα στιφά του κήπου και στο ρολόι αθάνατη («Ως Ενδυμίων», Δυτικά της Λύπης)

Στο τέλος της γιορτής τι απομένει; Η συνέχεια της ζωής με τη γιορτή να ξεχάστηκε; Η εργασία, οι σχέσεις, η κούραση, η ξεκούραση, οι ανάγκες; Για τους πολλούς γιορτή ήταν και πέρασε. Θα ξανάρθει. Του χρόνου. Το ίδιο θα γίνει και τότε.

Όμως η Ανάσταση δεν είναι μια γιορτή που επαναλαμβάνεται. Η Ανάσταση είναι ποίηση του ανθρώπου και του κόσμου σε καινότητα. Σε χαρά γιατί ελευθερωθήκαμε από τα δεσμά του θανάτου. Τίποτε δεν είναι όπως πριν. Είναι ποίηση δίκαιη, γιατί δεν εξαιρεί κανέναν, ούτε βασιλέα, ούτε στρατιώτη, ούτε πλούσιο, ούτε πένητα, ούτε δίκαιο, ούτε αμαρτωλό. Είναι ουσιαστική, γιατί αναπλάθει την ουσία της ύπαρξης, δίδοντας στο πνεύμα την αθανασία της αγάπης και στο σώμα την προσδοκία της πνευματοποίησής του, όταν θα ηχήσει η σάλπιγγα. Είναι ευθεία, γιατί δεν θα γυρίσουμε σε ένα παρελθόν, αλλά αφού πασχάσουμε το έσχατο, θα υπάρχουμε υπέρ τον χρόνο, ανοιξιάτικοι, φωτεινοί, ελεύθεροι.

Η Ανάσταση είναι η ποίηση των πρωτοπλάστων. Αυτή που ονειρεύτηκαν με λάθος τρόπο στον Παράδεισο. Γιατί το όραμα της θέωσης και της αθανασίας, της υπέρβασης των μέτρων του ανθρώπου ζήτησαν να πετύχουν. Αφ’ εαυτού των. Χωρίς το Θεό. Και γεύτηκαν θάνατο. Όμως ο Αναστάς τους ξαναδίνει την δυνατότητα να δοκιμάσουν μαζί Του το όραμά τους. Κάνοντάς το αγιότητα.

Δίκαιη στα στιφά του κήπου η Ανάσταση. Στιφή η ζωή. Με σταυρούς. Χωρίς εξαιρέσεις. Όμως και η Ανάσταση δίκαιη στη στιφότητα. Αν πιστέψουμε, αν συναντηθούμε στην Εκκλησία, αν αγαπήσουμε υπερβαίνοντας το ρολόι του συμφέροντος, των δικαιωμάτων, της ηδονής για τον εαυτό μας και μόνο, τότε η Ανάσταση δεν είναι απλώς δυνατότητα. Είναι δικαίωμα «του γενέσθαι τέκνα Θεού». Αθάνατα στην αγάπη Του και στην αγάπη μας. Ανέσπερα.

Ο ποιητής μας δίνει το ταξίδι. Η Εκκλησία το καράβι. Ο Αναστημένος την οδό και το τέλος. Θα θελήσουμε να κρατηθούμε στη γιορτή;

Πηγές - Βιβλιογραφία 
[1] Βάι, το φοινικόδασος της Κρήτης. diastixo.gr
[2] Ο ήλιος ο ηλιάτορας, «Ο ήλιος», ποίημα 4ο, σελ. 28.
• Από την ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»,(που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση: «ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΠΟΙΗΣΗ», Ίκαρος 2002, β' έκδοση)
• Το Θείο Δράμα, εκδόσεις «ύψιλον / βιβλία», 1984.
• Ένας διάλογος με την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη - π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός που γεννήθηκε στην Ερμούπολη Κυκλάδων το 1971. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Λάρισα. Το 1992 έλαβε το πτυχίο της Φιλολογίας και το 1998 το πτυχίο της Θεολογίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τον Οκτώβριο του 2001 απέκτησε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης (ΜΔΕ), ενώ το 2009 αναγορεύθηκε Διδάκτωρ του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Αρθρογραφεί στο ιστολόγιό του «ΒΗΜΑΤΑ - https://themistoklismourtzanos.blogspot.com», στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, καθώς και σε εκκλησιαστικά και επιστημονικά έντυπα. Είναι έγγαμος και πατέρας τεσσάρων παιδιών.

by Αέναη επΑνάσταση | Sophia Ntrekou.gr




Κυριακή Των Βαΐων. Μουσική: Διάφανα Κρίνα ℗ 1998 Στίχοι:
Παντελής Ροδοστόγλου. Άλμπουμ Κάτι Σαράβαλες Καρδιές

Δεν υπάρχουν σχόλια: