της Σοφίας Ντρέκου
Με τον όρο Άξιον Εστί αναφερόμαστε στην εικόνα της Παναγίας, της «εφέστιας προστάτιδας», του Αγίου Όρους. Με το ίδιο όνομα επίσης τιτλοφορήθηκε το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Άξιον Εστί» (έκδοση, 1959), το οποίο αργότερα μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στο λαϊκό ορατόριο «Άξιον Εστί».
Η εικόνα της Παναγίας, το «Άξιον Εστί», είναι μια από τις περίφημες εικόνες του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών, φέρουσα στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών. Επί της εικόνας αυτής έγιναν κατά καιρούς πλείστα πιστά αντίγραφα ανά ένα εκ των οποίων βρίσκεται σε κάθε Μονή του Άθω. Εορτάζει με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα τη Δευτέρα του Πάσχα και στις 11 Ιουνίου σε ανάμνηση του κάτωθεν θαύματος, αρχή της φήμης της εικόνας και ως θαυματουργής.
Άξιον εστί. Η θαυματουργή εικόνα του Πρωτάτου -
Έργο και φωτογραφία Βενιαμίν ιερομονάχου Κοντράκη (1872)
Ο Ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης στο Αλβανικό Μέτωπο
Συνήθως λησμονούμε, όμως, - κάποιοι και αγνοούν – ότι ο Ελύτης πολέμησε στο Αλβανικό Έπος 1940-41, στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Προσβλήθηκε από τύφο και τελικά διασώθηκε «από θαύμα», όπως ο ίδιος ομολογεί. Ας δούμε συνοπτικά πώς ο ίδιος περιγράφει την εμπειρία του στο μέτωπο και σε ποια ποιητικά του έργα αποτυπώθηκε αυτή η συγκλονιστική για τον ποιητή εμπειρία.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α’ Σώματος Στρατού. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρεται με βαρύ κοιλιακό τύφο στο νοσοκομείο Ιωαννίνων κι έπειτα από περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα.
Αλβανία, κακουχίες στα λασπωμένα χιόνια των βουνών, οιμωγές θανάτου, πείνα, υποχώρηση, αρρώστιες, γερμανική εισβολή, κατοχή, θυσίες, περηφάνεια, αντίσταση, προδοσία...
Από μια συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική» με τίτλο «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας» το 1965, διαβάζουμε:
Έζησα το θαύμα της Αλβανίας
- Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα; τον ρωτούν.
- Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν' αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου.
Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε, όπου βρίσκαμε, ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο σε βατόδρομο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Έμεινα εκεί σαράντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι, ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο -μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου- και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Έτσι πέρασα όλες τις τρομερές πρώτες μέρες της γερμανικής επιθέσεως. Κατάμονος, σ' έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία.
Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως-όπως σ' ένα φορείο, που το χώσανε σ' ένα φορτηγό αυτοκίνητο.
Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πυροβολήθηκε οχτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατον να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ' ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλα, εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε κα μ' έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κι έμεινα τρεις μέρες (...) Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την Επιστήμη, θα έπρεπε με την πρώτη παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω (...) αν «έζησα το θαύμα» σώθηκα και από ένα θαύμα.
Η συμμετοχή του Ελύτη στον ελληνοϊταλικό πόλεμο το χειμώνα του 1940-41 έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ποιητική και ιδεολογική του διαμόρφωση και σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στην πνευματική του πορεία. Η εμπειρία του πολέμου ώθησε τον Ελύτη να στραφεί πιο άμεσα προς την ιστορία και το συλλογικό αίσθημα στο έργο του. Όπως σημειώνει ο ίδιος στην Αυτοπροσωπογραφία του:
Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά. (…) έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μιαν ομάδα, που έχει ορισμένα ιδανικά, και να μάχεσαι κι εσύ γι’ αυτά.
Ο Ελύτης έγραψε τρία εκτεταμένα ποιήματα με θέμα τον Αλβανικό πόλεμο, την άνοιξη του 1941 μόλις επέστρεψε από το μέτωπο: την Αλβανιάδα, τη Βαρβαρία και το Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Δείτε: Ελληνοϊταλικός Πόλεμος το Έπος του 1940
Η «Αλβανιάδα», έργο ημιτελές σε τρία μέρη, δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 1962 (μόνο ένα μέρος – τα υπόλοιπα καταστράφηκαν) στο φοιτητικό περιοδικό «Πανσπουδαστική», με εκτενή συνέντευξη του ποιητή και σχέδια του Γιάννη Μόραλη.
Ας δούμε ένα σχετικό απόσπασμα από εκείνη τη συνέντευξη:
Πώς συμβαίνει να μην έχει εκδοθεί ακόμη η «Αλβανιάδα»; Μήπως έχουν δημοσιευθεί αποσπάσματα σε κανένα περιοδικό;
- Όχι, το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως τον Οκτώβριο του 1956 από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Δεν είχε, απ' όσο ξέρω, καμιάν απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε στην ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ίσως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από κει και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο «αντίκτυπος».
Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε «αόρατη παραγγελία», η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων, έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα. Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κ' ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα.
Με τράβηξε το «Άξιον Εστί» που είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλοιώς. Ωστόσο, μια που αυτό το πρώτο μέρος εξακολουθεί, προσωπικά, να με ικανοποιεί απολύτως κ' έχει εξάλλου πάρει κατά κάποιο τρόπο το βάφτισμα της δημοσιότητας, ευχαρίστως σας το παραχωρώ.
Η Βαρβαρία, δεν δημοσιεύτηκε ποτέ και έχει καταστραφεί. Από τον Ήλιο τον Πρώτο, τρία κομμάτια έμειναν έξω από τη έκδοση των ποιημάτων της συλλογής τo 1943 και ενσωματώθηκαν στην Καλοσύνη στις Λυκοποριές, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1947 στο περιοδικό Τετράδιο. Το πρώτο σχέδιο για το «Άξιον Εστί» τοποθετείται στο 1950 και το ποίημα δημοσιεύεται το 1959.
Ο Ελύτης στρατιώτης στο Μέτωπο, Αλβανία 1941
με τη στολή του έφεδρου ανθυπολοχαγού.
(Από το δημοσίευμα της «Πανσπουδαστικής»)
Ο Ελύτης συνέθεσε την ελεγεία του για τον ανθυπολοχαγό με σκοπό να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία. Σημειώνει στην Αυτοπροσωπογραφία του:
«Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωναν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το Άσμα που έγραψα».
Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν πως έγραψε το ποίημα αυτό για το φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε στην Αθήνα βαριά άρρωστος.
Σε μια επιστολή του στον Kimon Friar, ο Ελύτης αναφέρθηκε στον Έλληνα ήρωα, ενσαρκωμένο στο πρόσωπο του ανθυπολοχαγού, με τα παρακάτω λόγια:
«Χίλιες φορές τον είχανε σκοτώσει και χίλιες φορές είχε ξαναναστηθεί ανάμεσά μας. Αυτό ήταν χωρίς αμφιβολία το μέτρο και η αξία ενός πολιτισμού βασισμένου στην αγάπη της ζωής και όχι του θανάτου. Στην ελευθερία που ξαναγεννούσε τη ζωή μέσα απ’ τα ερείπια του θανάτου».
Στην ερώτηση δημοσιογράφου: Τι είναι εκείνο που σας συγκίνησε στο Έπος του Σαράντα; ο Ελύτης απάντησε:
- Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διάβαζα στην πράξη, και μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και δυσφορία διάβαζα ώς τότε στα βιβλία και για την ιστορία της χώρας μου. Ήταν μια βίαιη φορά προς τα εμπρός του λαού που είχε κάποτε ηττηθεί, όχι εξ αιτίας του, στη Μικρασία, και που τώρα θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Έτσι το έβλεπα εγώ. Σαν άχτι μακροχρόνιο που έβγαινε και ξεθύμαινε.
Δεν έπαιζε ρόλο που ο εχθρός ήταν διαφορετικός. Ο εχθρός ήτανε η Τυραννία, ήτανε η μορφή του Άδικου, που την είχαμε υποστεί κάτω από διαφορετικές μορφές επί αιώνες και είχε γίνει μοίρα μας. Αυτή η εξέγερση εναντίον της Μοίρας, χωρίς υπολογισμό, μες στα όλα, αυτή η «όμορφη αφροσύνη», όπως λέω κάπου αλλού, ήτανε που ανέβαζε το γεγονός σε μιαν άλλη σφαίρα, ποιητική. Μέσα μου έγινε μια αναπαρθένευση των τριμμένων εννοιών. Οι λέξεις ξεφουσκώνανε και ξαναγεμίζανε με καθαρή ουσία. Με τη βοήθεια της ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ώς τότε φοβόμουνα επειδή τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκαπήλων.
Το Άξιον Εστί αποτελεί τη μετουσίωση
της εμπειρίας του Ελύτη στην Αλβανία,
σε μια ύψιστη ποιητική, που δεν έχει σχέση
με συνθήματα ή παχιά λόγια.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως…
Το «Άξιον Εστί έχει θεολογική δομή» (Η Γένεση - Ανάγνωσμα - Προφητικόν - Τα Πάθη - Το Δοξαστικό) μα στην ουσία του συνιστά μια ανθρωπολογική προφητεία - και τούτη η προφητεία είναι πειστική: των φονιάδων το αίμα με φως ξεπληρώνω.
Στην πρόσφατη διάλεξή της στη Γεννάδειο (19.10.2011) για τον Ελύτη η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου αποκάλυψε ότι ετοιμάζεται μια μελέτη που θα περιλαμβάνει λεπτομερειακά την πορεία του ποιητή στην Αλβανία. Την περιμένουμε με ενδιαφέρον για να δούμε αυτή την άγνωστη στους πολλούς πλευρά της ζωής του Ελύτη.
Σε τούτες τις δύσκολες μέρες που περνάμε νομίζω πως ο λόγος του ποιητή είναι επίκαιρος παρά ποτέ. Μη, παρακαλώ σας, μη, μη λησμονάτε τη χώρα μου![1]
του Οδυσσέα Ελύτη. Απαγγέλλει ο Μάνος Κατράκης.
Περισσότερα βίντεο με το «Άξιον Εστί» βλ. ΕΔΩ
Ποίηση «Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» 1964 (Ολοκληρωμένο)
Οδυσσέα Ελύτη, «Η πορεία προς το μέτωπο»
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ’ναι.
Δείτε: Το Νόμπελ λογοτεχνίας του Οδυσσέα Ελύτη (αφιέρωμα)
Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων.
Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Δέλβινο, Βόρεια Ήπειρος. Αλβανικό Μέτωπο. Πόλεμος ’40- ’41.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, στο μέσον, στη διάρκεια μιας επιστροφής
από την πρώτη γραμμή του μετώπου.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους.
Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959) Ολόκληρο το Έργο ΕΔΩ PDF
Βιβλίο: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 136-139].
Πηγή, Επιμέλεια: Sophia-Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση
Το «Θεριό» Αλεπουδέλης
Πως να μην είναι «ποιητής»
τρανός, πολύ μεγάλος
γνώρισε πολύ καλά,
του πόλεμου το ...«σάλος».
Βίωσες βαρυχειμωνιά
και του οχτρού το στέκι
σφαίρες περνάγαν σύγνεφο
απ' Ιταλών τουφέκι.
Εσκάγανε στα πόδια του
θανατερή οβίδα
ΌΛΑ τα ανεχότανε
ΌΛΑ για την... πατρίδα!
Η περδικούλα του άντεχε
και η καρδιά Του θέλει
για ιερά, για όσια
«θεριό»...Αλεπουδέλη
έτσι αφού τον λέγανε
τον Οδυσσέα Ελύτη
«ποιήματα» διαβαίνανε
για των τρανών το ...σπίτι !!!
Ιδού Έλληνας πατριώτης
πρώτος και στον πόλεμο
ωσάν απλός ...στρατιώτης
κάποιοι εμάς, μας κυβερνούν
δίχως να πιάσουν ...χλαίνη
και έτσι η πατρίδα μας,
αδέρφια μου, ...χωλαίνει !!!
Στο βίντεο ο ίδιος ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης
διαβάζει Το δοξαστικόν Το Άξιον Εστί
Ναι, ο Ελύτης, όπως και άλλοι ομότεχνοί του, ήταν στο αλβανικό μέτωπο !
O Γιώργος Ζεβελάκης δίνει σημαντικές πληροφορίες και για άλλους ποιητές και συγγραφείς που στρατεύθηκαν το 1940.
Αντιγράφω, αυτούσιο, το κείμενό του, γιατί αισθάνομαι τη Μνήμη ως χρέος:
"Τα "φύλλα πορείας" των λογοτεχνών που συμμετείχαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 συνοψίζουν την ιστορία εκείνης της εθνικής εποποιίας.
Άλλοι ζήτησαν και πήγαν εθελοντές επειδή είχε περάσει η σειρά τους, ενώ οι νεώτεροι στρατεύτηκαν.
- Ο Γιώργος Θεοτοκάς, αγύμναστος του 1926, κατατάχθηκε στο Χαϊδάρι, εκπαιδεύτηκε στους όλμους και στάλθηκε στον Κιθαιρώνα.
- Ο Άγγελος Τερζάκης, δεκανέας πυροβολικού του 1927, υπηρέτησε στο Αργυρόκαστρο.
Αντιγράφω, αυτούσιο, το κείμενό του, γιατί αισθάνομαι τη Μνήμη ως χρέος:
"Τα "φύλλα πορείας" των λογοτεχνών που συμμετείχαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 συνοψίζουν την ιστορία εκείνης της εθνικής εποποιίας.
Άλλοι ζήτησαν και πήγαν εθελοντές επειδή είχε περάσει η σειρά τους, ενώ οι νεώτεροι στρατεύτηκαν.
- Ο Γιώργος Θεοτοκάς, αγύμναστος του 1926, κατατάχθηκε στο Χαϊδάρι, εκπαιδεύτηκε στους όλμους και στάλθηκε στον Κιθαιρώνα.
- Ο Άγγελος Τερζάκης, δεκανέας πυροβολικού του 1927, υπηρέτησε στο Αργυρόκαστρο.
- Ο νεώτερης ηλικίας Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύτηκε μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και τοποθετήθηκε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Α' Σώμα Στρατού. Πολέμησε ως διμοιρίτης στις μάχες της Μπολένας, δεξιά από τη Χειμάρρα. Όταν το τάγμα του αποδεκατίστηκε, σώθηκε ως εκ θαύματος. Τον Μάρτιο του 1941 προσβλήθηκε από τύφο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί τον βρήκαν οι βομβαρδισμοί των Γερμανών καθηλωμένο στο κρεβάτι. Μετά την υποχώρηση και ύστερα από πολλές κακουχίες ο Ελύτης έφτασε στην Αθήνα, «στηριζόμενος σ' ένα μπαστούνι, κάτωχρος και ρακένδυτος».
- Ο Στέλιος Ξεφλούδας ήταν έφεδρος λοχαγός πεζικού και πολέμησε με τον λόχο του στα υψώματα της Τρεμπεσίνας.
- Ο Νίκος Καββαδίας, αγύμναστος λόγω θαλάσσιας υπηρεσίας, έγινε ημιονηγός (μουλαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε σε ένα τρυφερό πεζό που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας, «Λόγχη».
- Ο Λουκής Ακρίτας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο θαυμάσιες πολεμικές ανταποκρίσεις.
Τέλος,
- O Γιάννης Μπεράτης παρά την επισφαλή υγεία του ζήτησε και πέτυχε να καταταχθεί εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το αριστουργηματικό χρονικό του πολέμου, «Πλατύ Ποτάμι».
Πηγή: Αχ. Μαμάκης, Λογοτέχναι και άνθρωποι των γραμμάτων εις τα βουνά της Αλβανίας, Έθνος, 28 Οκτωβρίου 1947.) » by Sophia-Ntrekou.gr
- Ο Νίκος Καββαδίας, αγύμναστος λόγω θαλάσσιας υπηρεσίας, έγινε ημιονηγός (μουλαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε σε ένα τρυφερό πεζό που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας, «Λόγχη».
- Ο Λουκής Ακρίτας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο θαυμάσιες πολεμικές ανταποκρίσεις.
Τέλος,
- O Γιάννης Μπεράτης παρά την επισφαλή υγεία του ζήτησε και πέτυχε να καταταχθεί εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το αριστουργηματικό χρονικό του πολέμου, «Πλατύ Ποτάμι».
Πηγή: Αχ. Μαμάκης, Λογοτέχναι και άνθρωποι των γραμμάτων εις τα βουνά της Αλβανίας, Έθνος, 28 Οκτωβρίου 1947.) » by Sophia-Ntrekou.gr
Το Λαϊκό Ορατόριο με το ποίημα
Λαϊκό Ορατόριο για συμφωνική ορχήστρα, χορωδία, μικρή
λαϊκή ορχήστρα, λαϊκό τραγουδιστή, Ψάλτη και αφηγητή.
Ποίηση Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική Μίκης Θεοδωράκης
Λαϊκός Τραγουδιστής: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
Ψάλτης (Βαρύτονος): ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΛΟΥΜΠΗΣ
Αφηγητής: ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Μπουζούκι: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ / ΛΑΚΗΣ ΚΑΡΝΕΖΗΣ
Σαντούρι: ΤΑΣΟΣ ΔΙΑΚΟΓΙΩΡΓΗΣ
Διεύθυνση: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ.
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 1964 MINOS-EMI Διάρκεια: 01:22:33
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 1964 MINOS-EMI Διάρκεια: 01:22:33
♪ Βίντεο / αφιέρωμα στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ♫
Γιώργος Παπαστεφάνου: Από τον ένα «Μουσικό Αύγουστο» έχουν περάσει 43 χρόνια. Από τον άλλο 37. Όμως και τους δύο, τους θυμάμαι με πολύ μεγάλη νοσταλγία. Ο ένας ήταν στον Λυκαβηττό. Ο άλλος στο Ηράκλειο τής Κρήτης. Με το συνεργείο μας τής ΕΡΤ, είχαμε πολλή δουλειά τότε στην τηλεόραση και δεν προφταίναμε να ανασάνουμε.
Στο καλοκαίρι τού 1977 λοιπόν θα σας προτείνω τώρα να γυρίσουμε και σε εκείνο τον Αύγουστο που ήταν γεμάτος με Μίκη Θεοδωράκη. Μία από τις συναυλίες που είχαμε να καλύψουμε, ήταν με το «Άξιον εστί». Ο Μάνος Χατζιδάκις, διευθυντής τότε στο Τρίτο Πρόγραμμα, είχε δεχθεί να μού μιλήσει για το έργο, αλλά το βίντεο δεν υπάρχει πια, έχει σβηστεί.
Κατά τις 11 το πρωί τη μέρα τής συναυλίας με ειδοποίησαν ότι ήθελε να με δεί ο ποιητής, ο Οδυσσέας Ελύτης. Τον συνάντησα πράγματι στο σπίτι του στην οδό Σκουφά και μού έκαναν εντύπωση η απλότητα και η φιλική, εξομολογητική του διάθεση, καθώς μού έδινε το φωτογραφικό του υλικό. Το ίδιο βράδυ, σ’ ένα θέατρο πλημμυρισμένο από κόσμο, ο Μίκης Θεοδωράκης γεμάτος παλμό παρουσίαζε το λαϊκό του ορατόριο, έχοντας δίπλα του δύο από τους πρώτους διδάξαντες, τον Μάνο Κατράκη αφηγητή και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση λαϊκό τραγουδιστή. Στη θέση τού ψάλτη, αντί για τον Θόδωρο Δημήτριεφ, συμμετείχε τώρα ο βαρύτονος Ανδρέας Κουλουμπής.
Όπως έλεγα τότε προλογίζοντας την συναυλία, το «Άξιον εστί» πρωτοπαρουσιάστηκε το 1964, αλλά στο μυαλό τού συνθέτη υπήρχε από τις αρχές τής δεκαετίας τού ’60. Τότε είχε λάβει ο Μίκης Θεοδωράκης στο Παρίσι όπου βρισκόταν, σταλμένο από τον ποιητή το βιβλίο που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Ήθελε να το ακούσει μελοποιημένο ο Ελύτης. Όμως διαβάζοντάς το ο Μίκης έκρινε πως το έργο ξεπερνούσε τις διαστάσεις ενός απλού κύκλου τραγουδιών και απαιτούσε μια άλλου τύπου λαϊκή σύνθεση, μια νέα φόρμα που ο Θεοδωράκης θα ονόμαζε μετασυμφωνική.
Από τις 3 μεγάλες ενότητες που αποτελούν το ποίημα, Η Γένεσις, Τα Πάθη και Δοξαστικό, ο Μίκης κράτησε αποσπάσματα, προσέχοντας να μην αλλοιωθεί ούτε το πνεύμα, ούτε η αρχιτεκτονική τού έργου. Αφήγηση, ελεύθερος στίχος και στίχος μετρικός είναι τα τρία στοιχεία που διαρθρώνουνε το ποίημα τού Ελύτη. Αντίστοιχα στο μουσικό έργο πρωταγωνιστούν ο αφηγητής, ο ψάλτης και ο λαϊκός τραγουδιστής.
Εδώ, μετά τον δικό μου πρόλογο, στο απόσπασμα από την αυγουστιάτικη συναυλία του Λυκαβηττού τού 1977 που θα παρακολουθήσετε, μετά τον αφηγητή Μάνο Κατράκη, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδά «Ένα το χελιδόνι». Συνοδεύουν ο Κώστας Παπαδόπουλος και ο Λάκης Καρνέζης στα μπουζούκια, ο Τάσος Διακογιώργης στο σαντούρι και συμφωνική ορχήστρα με κορυφαίο τον Τάτση Αποστολίδη. Τις χορωδίες, είχαν διδάξει η Έλλη Νικολαΐδη και ο Δημήτρης Κανάρης. Φυσικά, διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης.
✣ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - 1993 (Η Γένεσις, Τα Πάθη και Δοξαστικό)
✣ Η ΓΕΝΕΣΙΣ
01. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΤΟΤΕ ΕΙΠΕ: Ορχήστρα, Θ. Δημήτριεφ 00:10
✣ ΤΑ ΠΑΘΗ
02. ΙΔΟΥ ΕΓΩ ΛΟΙΠΟΝ: Θεόδωρος Δημήτριεφ, Χορωδία 06:13 03. Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ: Μάνος Κατράκης 08:32 04. ΈΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ: Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Χορωδία 12:30 ✓ δ) 05. ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ: Θ. Δημήτριεφ 16:47 06. ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ ΤΟΥ ΆΣΤΡΟΥ: Γ. Μπιθικώτσης 22:31 ...που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ 23:27 07. Η ΜΕΓΑΛΗ ΈΞΟΔΟΣ: (Αφηγ.) Μάνος Κατράκης 25:55 08. ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΉΛΙΕ ΝΟΗΤΕ: Γ. Μπιθικώτσης 28:34 ✓ 09. ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ: Ορχηστρικό 33:46 10. ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ: Γρηγόρης Μπιθικώτσης 37:04 11. ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ: Θ. Δημήτριεφ 41:13 12. ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ: Μάνος Κατράκης (Αφηγ.) 44:25 13. ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ: Γρηγόρης Μπιθικώτσης 48:24 14. ΣΕ ΧΩΡΑ ΜΑΚΡΙΝΗ: Θεόδωρος Δημήτριεφ, Χορωδία, 52:24
✣ Το Άξιον Εστί - ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ
Δοξαστικόν: Θεόδωρος Δημήτριεφ, Χορωδία 54:48
Axion Esti playlist: 3 βίντεο ✣ TΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ '77 / '87 / '93
Το «Άξιον Εστί» τού Οδυσσέα Ελύτη και τού Μίκη Θεοδωράκη, είναι έργο σταθμός στην ιστορία της μουσικής. Το λαϊκό ορατόριο, σύμφωνα με την ορολογία τού συνθέτη του, γράφτηκε στην Αθήνα και στο Παρίσι, από την άνοιξη τού 1960 έως τον Δεκέμβριο τού 1963. Η θέληση τού Μίκη Θεοδωράκη, ήταν να «παντρέψει» την συμφωνική μουσική, την Βυζαντινή και την έντεχνη Ελληνική, την οποία ο ίδιος γέννησε με τον «Επιτάφιο».
Δείτε: Μίκης Θεοδωράκης, Μήπως αυτό είναι η κορυφή;
► Μάνος Κατράκης, η επιβλητική φυσιογνωμία της τέχνης (Αφιέρωμα)
Η πρώτη όμως ηχογράφηση, παραμένει ιστορική. Ήταν τεράστιες οι τεχνικές δυσκολίες και είναι απίστευτο, πως ολοκληρώθηκε. Τα στούντιο, δεν μπορούσαν να καλύψουν χορωδία, σολίστες, συμφωνική ορχήστρα. Η ηχογράφηση έγινε σταδιακά στα στούντιο της Κολούμπια και στο κινηματογραφικό Άλφα.
Μόλις ολοκληρώθηκε η πρώτη ηχογράφηση, ήταν πολύ κάτω τού προσδοκώμενου και δεν ήθελαν την κυκλοφορία τού δίσκου, ούτε η εταιρεία αλλά ούτε και ο Ελύτης.
Μόνο ο Θεοδωράκης με την ορμή πού τον διακρίνει, επέμενε και τα κατάφερε. Το βασικό του επιχείρημα, ήταν μια φράση: «Ο κόσμος δεν ακούει με τα αυτιά του, ακούει με την φαντασία του». Δικαιώθηκε.
Axion Esti playlist: 3 βίντεο ✣ TΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ '77 / '87 / '93
Διατίθενται οι στίχοι με ενεργούς υπότιτλους
01:07:52 ... Αιέν ο κόσμος ο μικρός, Ο ΜΕΓΑΣ.
θέατρο Λυκαβηττού - Αύγουστος 1977
Θεοδωράκης-Μπιθικώτσης-Κατράκης-Ελύτης
Live at Lycabetus Theater - Athens (August 1977)
Mikis Theodorakis' AXION ESTI based on the Nobel
winning poem of Odysseas Elytis.
✣ TΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (August 1977):
Live at Lycabetus Theater Athens
Το «Θεριό» Αλεπουδέλης
Πως να μην είναι «ποιητής»
τρανός, πολύ μεγάλος
γνώρισε πολύ καλά,
του πόλεμου το ...«σάλος».
Βίωσες βαρυχειμωνιά
και του οχτρού το στέκι
σφαίρες περνάγαν σύγνεφο
απ' Ιταλών τουφέκι.
Εσκάγανε στα πόδια του
θανατερή οβίδα
ΌΛΑ τα ανεχότανε
ΌΛΑ για την... πατρίδα!
Η περδικούλα του άντεχε
και η καρδιά Του θέλει
για ιερά, για όσια
"θεριό" ...Αλεπουδέλη
έτσι αφού τον λέγανε
τον Οδυσσέα Ελύτη
«ποιήματα» διαβαίνανε
για των τρανών το ...σπίτι !!!
Ιδού Έλληνας πατριώτης
πρώτος και στον πόλεμο
ωσάν απλός ...στρατιώτης
κάποιοι εμάς, μας κυβερνούν
δίχως να πιάσουν ...χλαίνη
και έτσι η πατρίδα μας,
αδέρφια μου, ...χωλαίνει !!!
Αναφορές, πηγές:
1. Εισαγωγή: Η εικόνα της Παναγίας, το «Άξιον Εστί» Το Ιερό Παντοκρατορινό Κελλί του «Άξιον Εστίν». keliaxionestin.com
2. «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας» ο Οδυσσέας Ελύτης, η ημιτελής «Αλβανιάδα» και η συμμετοχή του στον αγώνα, του Δημήτρη Γκιώνη. Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011. Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου, Ιδιωτική Οδός.
3. Άννα Ρόζενμπεργκ, Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας: Μια παράλληλη ανάγνωση.
Κι άλλα βίντεο:
Εξωτερικοί σύνδεσμοι:
2. «Έζησα το θαύμα της Αλβανίας» ο Οδυσσέας Ελύτης, η ημιτελής «Αλβανιάδα» και η συμμετοχή του στον αγώνα, του Δημήτρη Γκιώνη. Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011. Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου, Ιδιωτική Οδός.
3. Άννα Ρόζενμπεργκ, Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας: Μια παράλληλη ανάγνωση.
4. Ψηφιακό Σχολείο (επιλεκτικά αποσπάσματα)
5. Το Επιλεκτικό οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από YouTube, εταιρεία της Google.
6. Από τη συλλογή Το «Άξιον Εστί» Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 136-139
6. Από τη συλλογή Το «Άξιον Εστί» Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 136-139
7. Το «θεριό» Αλεπουδέλης του Αλέξη Γούση για την αέναη επΑνάσταση 26 Οκτ 2015 στις 4:20 μ.μ.
Περισσότερα: Β' Παγκόσμιος, Μίκης Θεοδωράκης, Οδ. Ελύτης
Κι άλλα βίντεο:
Εξωτερικοί σύνδεσμοι:
FaceBook:
Τσίτσος Βασίλειος 3 Οκτωβρίου 2015: Είπα να κάνω καμμιά ανάρτηση για τον Ελύτη, και έπεσα πάνω στη Σοφία... από απόψε λέω να βοηθήσετε λίγο να προβάλουμε τον ποιητή των ποιητών... Δεν το γράφω για να πω κάτι, αλλά είναι δεδομένο ότι ο Οδυσσέας Ελύτης είναι αυτός που έκανε αρκετούς Έλληνες να ασχοληθούν με την ποίηση και να κάνουν με τη σειρά τους τα πρώτα βήματα σε αυτή... «Ο Ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης στο Αλβανικό Μέτωπο το 1941: Έζησα το θαύμα της Αλβανίας (Συνέντευξη) Αφιέρωμα στο «Άξιον Εστί» (Βίντεο)»
υιος ασωτος (Sotirios Laliotis): Όμως να μην παραγνωρίζουμε ότι χάρις στον Θεοδωράκη που μαζί με τον Χατζιδάκι και άλλους μουσικοσυνθέτες, πήραν την ποίηση στην πλάτη τους, αφού πρώτα την έντυσαν με την αδερφή της την μουσική, ανεβάζοντας την τόσο ψηλά, τόσο που ο Λαός μας να την αγαπήσει και σιγά σιγά να την κάνει κτήμα του. · 3 Οκτωβρίου 2015
2 σχόλια:
ΑΓΑΠΗΤΗ ΣΟΦΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ. ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ. ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ! π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
π.Βασίλειε σας ευχαριστώ πολύ από καρδιάς. Χρόνια Πολλά και σε σας. Την ευχή σας να έχουμε!!
Δημοσίευση σχολίου