Εικόνες του Αγώνος: Η Επανάσταση του 1821 από τον Στρατηγό Μακρυγιάννη και Ζωγράφο σε εικονογράφηση (Αφιέρωμα)

Μακρυγιάννη Ιωάννη και Ζωγράφου Παναγιώτη

της Σοφίας Ντρέκου

Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου, γνωστότερος ως Ιωάννης Μακρυγιάννης (Κροκύλειο Φωκίδας, 1797 - Αθήνα, 27 Απριλίου 1864), ήταν Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός, στρατιωτικός και οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821

Υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. Η περίοπτη θέση που κατέχει ως τις μέρες στην συλλογική μνήμη, οφείλεται πρωτίστως στα «Απομνημονεύματά» του, που εξέδωσε το 1907 ο ιστοριοδίφης και συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης και τα οποία ύμνησαν οι λογοτέχνες της λεγόμενης «γενιάς του 30», ως ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και τον Μακρυγιάννη ως τον πιο «σημαντικό πεζογράφο της νέας ελληνικής λογοτεχνίας», σύμφωνα με τον Γιώργο Σεφέρη.

Μακρυγιάννη Ιωάννη και Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος)

Η δίκαια απόφασις του θεού για την απελευθέρωση της Ελλάδος
Η δίκαια απόφασις του θεού για την απελευθέρωση της Ελλάδος

Σημείωση του Στρατηγού Μακρυγιάννη: Ο Παντοκράτωρ λέγει προς την Ελλάδα «Ελλάς δια τα αίματα και θυσίας των Ελλήνων και φιλελλήνων σε ευσπλαγχίζομαι και φωτίζω τα τρία δυνατά έθνη δια να τιναχθούν αί αλύσεις, τας οποίας είχες τόσους αιώνας εις τους πόδας, και ενταυτώ αποκατασταίνεται βασίλειον, βασιλευομένη από τον Όθωνα και την Αμαλίαν».

«Ο Λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης, αγωνιστής και ο ίδιος, ο Παναγιώτης Ζωγράφος από την Βαρδώνια της Λακωνίας, ήταν ιδανικά προικισμένος για να αισθητοποιήσει τα οράματα του Στρατηγού. Οι αρχέτυπες εικόνες που είχαν στο πνεύμα τους κατάγονταν απ' τον ίδιο πολιτισμό˙ έναν πολιτισμό λαϊκό αλλά αυτάρκη, ζωογονημένο από ένα πλούσιο παρελθόν που είχε περάσει μέσα στους φορείς του, όχι σαν ξηρή ιστορική μνήμη, αλλά σαν ύφος ζωής, σαν παραδομένη τεχνική και καλαισθησία».

Αυτά γράφει σχετικά με τον Παναγιώτη Ζωγράφο η Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Κα Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, στο άρθρο της «Εικονογραφία του Αγώνα» που δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 8ης Ιουνίου του 1997.

Μετά την επανάσταση του 1821, πολλοί αγωνιστές θέλησαν να καταγράψουν τα κατορθώματά τους. Άλλοι για λόγους υστεροφημίας και άλλοι επειδή θεώρησαν υποχρέωσή τους την διατήρηση της μνήμης αυτών των γεγονότων, θέτοντας τα στην υπηρεσία των επερχόμενων ιστορικών και μελετητών της περιόδου αυτής.

Πολλοί, έγραψαν τα απομνημονεύματά τους με συνέπεια και ταπεινότητα. Άλλοι μεγαλοποίησαν – είτε από εγωισμό είτε από ματαιοδοξία – την προσφορά τους, και κάποιοι άλλοι – μετά από ανάθεση των πρωταγωνιστών ή λόγω συμπάθειας προς αυτούς – συνέταξαν διθυράμβους που καμία σχέση δεν είχαν με την πραγματικότητα. Τέτοιων δημοσιευμάτων βρίθει η Οθωνική περίοδος. Οι εφημερίδες αποδύονται σε αγώνα δρόμου προκειμένου να στηρίξουν εκείνους τους πολιτικούς ή στρατιωτικούς που είναι «φίλα προσκείμενοι» προς τις δικές τους πολιτικές επιλογές και παρατάξεις.

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, ενοχλημένος από τις υπερβολές και τις υπερφίαλες αυτές καταγραφές, θέλησε να απαντήσει και να αποδείξει «αυτεινών τις ψευτιές και χαμέρπιές τους κατά δύναμιν» αλλά και να καταθέσει πώς ο ίδιος έζησε και είδε τον Αγώνα της Πατρίδας, αποφάσισε να εικονογραφήσει τις σπουδαιότερες φάσεις του ’21.

Τα Απομνημονεύματα και η Ζωγραφική, είναι οι δύο πυλώνες που στήριξαν την σκέψη του Στρατηγού και οφείλονται στο ίδιο κίνητρο. Ο Μακρυγιάννης εννοούσε την ιστορία σαν χρέος απέναντι στις επερχόμενες γενιές.
«Η ιστορία, θέλει πατριωτισμό, να ειπής και των φίλωνέ σου τα καλά και τα κακά και τοιούτως φωτίζονται οι μεταγενέστεροι όπου θα τη διαβάσουν, να μη πέφτουν σε λάθη˙ και τότε σχηματίζονται τα έθνη».
Την ιδέα αυτή αρχικά, την σκέφτηκε την άνοιξη του 1836, όταν -επί κεφαλής της τετραρχίας του- μετέβη μαζί με τον Ριχάρδο Τσώρτς στην Δυτική Ρούμελη, προκειμένου να καταστείλει μια ανταρσία κατά του Όθωνα. Βλέποντας πάλι τα ήρεμα και σιωπηλά πεδία των μαχών όπου είχε και ο ίδιος πολεμήσει, ξύπνησαν μέσα του οι αναμνήσεις και συγκινήθηκε. Έλαβε την απόφαση.

Η μάχη των Μύλων της Ναυπλίας
Η μάχη των Μύλων της Ναυπλίας

Ο Μακρυγιάννης, έμαθε γράμματα στα γεράματά του για να γράψει τα Απομνημονεύματα. Εξ’ άλλου οι περισσότεροι Έλληνες, έβγαιναν από το έρεβος της σκλαβιάς αναλφάβητοι. Ο Μπάρμπα Γιάννης έμαθε να γράφει αλλά όχι και να ζωγραφίζει. Προσπάθησε λοιπόν να συνεργαστεί με ένα Ευρωπαίο ζωγράφο. Εκείνος θα ιστορούσε με την δική του λαϊκή, απροσποίητη και λαγαρή γλώσσα του όσα την μνήμη και την καρδιά του είχαν σημαδέψει κι ο «Φράγκος» θα έπρεπε να τα ζωντανέψει στο ξύλο. Το εγχείρημα όμως σταμάτησε μετά τον τρίτο πίνακα, λόγω δυσκολιών στην συνεννόηση αλλά και στην δυσκολία του ζωγράφου να αντιληφθεί όσα ο Μπάρμπα Γιάννης ήθελε να εκφράσει στους πίνακες. Η άγνοια της γλώσσας -εκείνης της γλώσσας που ξέρει να παραβιάζει τον χρόνο και τον τόπο, προτάσσοντας τα πράγματα σύμφωνα με τους μυστικούς ηθικούς κώδικες που μόνο οι Έλληνες γνωρίζουν- αποδείχτηκε μοιραία. «...έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές...» μας λέει παρακάτω ο Στρατηγός.

«κι έρχοντας εδώ εις Αθήνα, πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δεν γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δύο τρεις, δεν ήταν καλές˙τον πλέρωσα κι έφυγε. Αφού έδιωξα αυτό τον ζωγράφο, έστειλα και έφεραν από την Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφον τον έλεγαν˙ έφεραν αυτόν και μιλήσαμεν και συνφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του˙ κι έστειλε κι ήφερε και δύο του παιδιά˙ και τους είχα εις το σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839. Έπαιρνα τον Ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και τόλεγα... Έτζι είναι εκείνη η θέση, έτζι εκείνη˙αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος».

 

Μάχαι Άργους Αγιονορίου Κορίνθου
Μάχαι Άργους Αγιονορίου Κορίνθου

Ο επόμενος συνεργάτης του – όπως είδαμε- ήταν ο Παναγιώτης Ζωγράφος, από την Βαρδώνια της Λακωνίας, μαζί με τους δυο γιούς του.

«Λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης, αγωνιστής και ο ίδιος, ο Παναγιώτης Ζωγράφος ήταν ιδανικά προικισμένος για να αισθητοποιήσει τα οράματα του Στρατηγού. Οι αρχέτυπες εικόνες που είχαν στο πνεύμα τους κατάγονταν απ’ τον ίδιο πολιτισμό˙ έναν πολιτισμό λαϊκό αλλά αυτάρκη, ζωογονημένο από ένα πλούσιο παρελθόν που είχε περάσει μέσα στους φορείς του, όχι σαν ξηρή ιστορική μνήμη, αλλά σαν ύφος ζωής, σαν παραδομένη τεχνική και καλαισθησία».

Αυτά γράφει σχετικά με τον Παναγιώτη Ζωγράφο η εξαίρετη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Κα Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα, στο άρθρο της «Εικονογραφία του Αγώνα» που δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 8ης Ιουνίου του 1997.

Η πολιορκία των Αθηνών από τον Κιουταχή
Η πολιορκία των Αθηνών από τον Κιουταχή

Τρία χρόνια κράτησε η συνεργασία αυτή 1836- 1839. Επισκέφτηκαν τα διάφορα πεδία των μαχών που είχε λάβει μέρος ο Μακρυγιάννης και ενώ ο Στρατηγός του εξιστορούσε «έτσι είναι εκείνη η θέσις, έτσι εκείνη, αυτός ο πόλεμος έτσι έγινε, αρχηγός των Ελλήνων ήτο εκείνος, αρχηγός των Τούρκων εκείνος», ο Ζωγράφος φιλοτεχνούσε τον πίνακα.

Το αποτέλεσμα αυτής της αρμονικής και αγαστής συνεργασίας (έμπνευση και αναμνήσεις Μακρυγιάννη, εκτέλεση Π. Ζωγράφου) υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμο. Είκοσι πέντε κάδρα σε ξύλο, διαστάσεων 0, 565 x 0,40 ζωγραφισμένα με την βυζαντινή τεχνική. Ο ένας απ’ αυτούς, που παρουσίαζε τον Άρμανσμπεργκ να ξεριζώνει την καρδιά της Ελλάδας, καταστράφηκε από τους φίλους του για λόγους προστασίας του στρατηγού και αντικαταστάθηκε από μια προσωπογραφία του ίδιου.

Σημ: O Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσμπεργκ (γερμ. Joseph Ludwig Graf von Armansperg) (16 Φεβρουαρίου 1787 - 22 Μαρτίου 1853) ήταν Βαυαρός πολιτικός και πρόεδρος του συμβουλίου της Αντιβασιλείας, το οποίο ορίστηκε να συνοδεύσει τον Όθωνα στην Ελλάδα και να ασκήσει εξ ονόματός του την εξουσία ως την ενηλικίωσή του.

Μάχη της Λαγκάδος Κομπότι και Πέτα
Μάχη της Λαγκάδος Κομπότι και Πέτα

Από τους 24 πρωτότυπους πίνακες, κατασκευάστηκαν 4 πλήρεις σειρές αντιγράφων σε χαρτί στράτζο, διαστάσεων 0,64 x0,50 με την τεχνική της υδατογραφίας.

Τους πίνακες αυτούς ο Μακρυγιάννης τους έδειξε για πρώτη φορά στους φίλους του, τους οποίους είχε καλέσει σε επίσημο γεύμα στο σπίτι του. Ο ίδιος γράφει:

...Τους πρέσβες των ευεργέτων μας Δυνάμεων και τους Φιλέλληνας, τους αγωνιστάς και τους αυλικούς και τους υπουργούς και δικούς μας σημαντικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς, ως διακόσιους πενήντα ανθρώπους. Τελειώνοντας το τραπέζι, τότε έβγαλα τις εικονογραφίες και τις θεώρησαν.

Οι πολιορκίες του Μεσσολογίου
Οι πολιορκίες του Μεσσολογίου

Από τις 4 σειρές ο Μακρυγιάννης χάρισε τις τρεις στους Πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας ενώ μία σειρά πρόσφερε στον βασιλιά Όθωνα. Οι καλές κριτικές που δέχτηκε και ο ενθουσιασμός των συναγωνιστών του και των άλλων ομοτράπεζων, ενίσχυσαν την σκέψη του Στρατηγού για την έκδοση ενός λευκώματος προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα της απόκτησής του από πολλούς.

Για τον σκοπό αυτό συμφώνησε με τον δάσκαλο Αλέξανδρο Ησαΐα και συνυπέγραψε την 583 συμβολαιογραφική πράξη, έτους 1839 του συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Πίταρη. Σ’ αυτήν βεβαιώνεται η παράδοση στον Ησαΐα της σειράς των αντιγράφων, που είχε δωρίσει ο Μακρυγιάννης στον Όθωνα και την οποία δανείστηκε ο Στρατηγός για να υλοποιηθεί η έκδοση. Ο Ησαΐας υποσχέθηκε να πάει στο Παρίσι για να λιθογραφήσει τους πίνακες και αφού προβεί σε κάποιες μικροδιορθώσεις των θέσεων και των προσώπων, χωρίς να απομακρυνθεί από την ιδέα ή να παραλλάξει κάτι από τις εκθέσεις των περιστατικών και των περιγραφών, να τυπώσει κάποια αντίτυπα.

Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων
Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων

Παρά την συμφωνία τους, ο Ησαΐας στην Βενετία φιλοτέχνησε νέους πίνακες, δυτικού τύπου, τελείως διαφορετικούς από εκείνος των Μακρυγιάννη- Ζωγράφου και τους τύπωσε. Όταν το 1840 οι λιθογραφίες αυτές κυκλοφόρησαν στην Αθήνα, ο Μακρυγιάννης τις αποδοκίμασε και κατήγγειλε δημόσια ότι ο Ησαΐας νόθευσε τους πίνακές του, ότι τους πλαστογράφησε και ότι δολίως παρέβη την συμφωνία περί των πνευματικών δικαιωμάτων του.

Η αλήθεια είναι ότι η κατηγορία του Στρατηγού δεν ήταν σταθερή και δίκαια. Ο Ησαΐας εξέδωσε άλλους, τελείως διαφορετικούς πίνακες, που καθόλου δεν υστερούσαν σε καλλιτεχνικό και ιστορικό ενδιαφέρον.

Πόλεμος των Βασιλικών
Πόλεμος των Βασιλικών

Μετά τον θάνατο του Ησαΐα στην Τεργέστη, ολόκληρη η σειρά του Όθωνα χάθηκε. Το 1909 όμως ο Ιωάννης Γεννάδιος την εντόπισε στην Ρώμη και την αγόρασε. Σήμερα βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Η σειρά που χάρισε στον Άγγλο πρεσβευτή Έντμοντ Λάιονς παραδόθηκαν στον υπουργό εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδο Πάλμερστον, ο οποίος τα πρόσφερε στην βασίλισσα Βικτωρία.

Από την πρωτότυπη σειρά που ο Μακρυγιάννης κράτησε για τον εαυτό του, σώζονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, άλλοτε Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας, 8 κομμάτια διαστάσεων 0,565 x0,40 μ. Ακόμη τρία αντίγραφα σε χαρτόνι. Τα έργα αυτά χάρισε στην Εταιρία ο Στρατηγός Κίτσος Ιωάννου Μακρυγιάννης το 1927. Οι σειρές που χαρίστηκαν στον Γάλλο Πρεσβευτή και τον Ρώσο δεν έχουν βρεθεί και αγνοούμε την τύχη τους.

Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, υπήρξε άριστος στρατιωτικός, πολιτικός, συγγραφέας. Σε όλα αυτοδίδακτος. Σε όλα άριστος. Ακόμη και στους πίνακες που μπορεί να μη ζωγράφισε με το χέρι του αλλά σημάδεψε με το μεγαλείο της ψυχής του.

«Ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά». (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη).

Βιβλιογραφία
• Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη, «Εικόνες του Αγώνος», Έκδοσις Εθνικού Ιστορικού Μουσείου της Ελλάδος, Αθήναι, 1966.
• Επτά ημέρες, Καθημερινή, «Ιωάννης Μακρυγιάννης 200 χρόνια από τη γέννησή του», Κυριακή 8 Ιουνίου 1997.
• Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Aπομνημονεύματα», Ελληνικά Γράμματα / Τα Νέα, 2006.
• Βιογραφία: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.

by Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr

Περισσότερα: 1821

Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797-1864)

Μακρυγιάννης – Λιθογραφία του Karl Krazeisen

Ο Ιωάννης Τριανταφυλλοδημήτρης του Δημητρίου και της Βασιλικής, γνωστότερος ως Ιωάννης Μακρυγιάννης, γεννήθηκε στο Αβορίτι Δωρίδας το 1797, σε παιδική ηλικία όμως κατέφυγε με την οικογένειά του στη Λιβαδειά, μετά από το φόνο του πατέρα του από τουρκαλβανούς. Πέρασε επώδυνα και στερημένα παιδικά χρόνια. Από το 1804 ως το 1811 εργάστηκε ως ψυχογιός. Το 1811 εγκαταστάθηκε στην Άρτα, όπου εργάστηκε αρχικά ως επιστάτης στο σπίτι του Θανάση Λιδωρίκη και στη συνέχεια έκανε περιουσία ως έμπορος και τοκογλύφος. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση. Πολέμησε σε πολλές μάχες, τραυματίστηκε πολλές φορές, συχνά βαριά.

Οι πληγές του οδήγησαν το κορμί του σε σταδιακή σήψη, η οποία τον συνόδεψε για την υπόλοιπη ζωή του. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την άφιξη του Καποδίστρια, διορίστηκε γενικός αρχηγός της εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου, θέση την οποία έκρινε ως υποτιμητική της προσφοράς του και η οποία τον οδήγησε σε πικρία.

Την περίοδο εκείνη ο Μακρυγιάννης έμαθε να γράφει, ώστε να μπορέσει να γράψει τα Απομνημονεύματά του, τα οποία θεωρήθηκαν από τους ιστορικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως πρότυπο γλωσσικού ύφους και αφηγηματικής τεχνικής και τον τοποθέτησαν στο χώρο του έντεχνου λόγου. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, τον οποία θεωρούσε υπαίτιο για την άδικη στάση του κράτους έναντι των αγωνιστών του ’21 τάχθηκε υπέρ των Συνταγματικών.

Απογοήτευση δοκίμασε και από τη στάση του Όθωνα και αποσύρθηκε στο σπίτι του στη σημερινή περιοχή της Αθήνας που φέρει το όνομά του, μαζί με τη γυναίκα του Αικατερίνη Σκουζέ, με την οποία απέκτησε δώδεκα παιδιά. Επανήλθε στον πολιτικό χώρο λίγο αργότερα και ως το 1834 εκλέχτηκε κατ’ επανάληψιν δημοτικός σύμβουλος της πρωτεύουσας.

Οι ενέργειές του για παραχώρηση Συντάγματος οδήγησαν σε κατ’ οίκον περιορισμό του, συνέχισε ωστόσο να αγωνίζεται και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843. Το 1853 φυλακίστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και αποφυλακίστηκε ένα χρόνο αργότερα με ενέργειες του Δ. Καλλέργη. Από τότε αποσύρθηκε στο σπίτι του και μόνο μετά την έξωση του Όθωνα ξαναπήρε τιμητικά τον τίτλο του υποστράτηγου και το 1864 του αρχιστράτηγου. Την ίδια χρονιά εκλέχτηκε πληρεξούσιος Αττικής με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης.

Πέθανε στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα, εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως, σε ηλικία 67 ετών. Την επομένη έγινε η κηδεία στο μητροπολιτικό ναό. Τον επικήδειο εκφώνησε ο γιατρός Αναστάσιος Γούδας και τον επιτάφιο ο Οδυσσέας Ιάλεμος, «δημοκρατικός» δημοσιογράφος από τη Λέσβο. Ποίημα απήγγειλε ο Αχιλλέας Παράσχος.

Στο λογοτεχνικό του έργο ανήκουν επίσης τα Οράματα και θάματα, γραμμένα κατά τη διετία 1851-1852. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ιωάννη Μακρυγιάννη βλ. Κεχαγιόγλου Δημήτρης, «(Γιάννης) Μακρυγιάννης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Β',1, σ.252-270. Αθήνα, Σοκόλης, 1999, Κορομηλάς Γ.Δ., «Μακρυγιάννης Ιωάννης», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια 16. Αθήνα, Πυρσός, 1931, Ξανθοπούλου - Κυριακού Α., «Μακρυγιάννης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, Σταμέλος Δημήτρης, «Μακρυγιάννης Γιάννης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 9. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και «Χρονολόγιο Στρατηγού Μακρυγιάννη», Διαβάζω 101, 5/9/1984, σ.32-35




Μακρυγιάννη Ιωάννη – Ζωγράφου Παναγιώτη (Εικόνες του Αγώνος)






























































































































Βιντεο αφιέρωμα by Αέναη επΑνάσταση

Ο Αγώνας του 1821 στους πίνακες Π. Ζωγράφου

Παναγιώτης Ζωγράφος, από την Βαρδώνια της Λακωνίας... «Λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης, αγωνιστής και ο ίδιος, ο Παναγιώτης Ζωγράφος ήταν ιδανικά προικισμένος για να αισθητοποιήσει τα οράματα του Στρατηγού. Οι αρχέτυπες εικόνες που είχαν στο πνεύμα τους κατάγονταν απ' τον ίδιο πολιτισμό˙ έναν πολιτισμό λαϊκό αλλά αυτάρκη, ζωογονημένο από ένα πλούσιο παρελθόν που είχε περάσει μέσα στους φορείς του, όχι σαν ξηρή ιστορική μνήμη, αλλά σαν ύφος ζωής, σαν παραδομένη τεχνική και καλαισθησία».

Αυτά γράφει σχετικά με τον Παναγιώτη Ζωγράφο η εξαίρετη Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Κα Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, στο άρθρο της «Εικονογραφία του Αγώνα» που δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 8ης Ιουνίου του 1997.













Οι εικόνες του αγώνα του 1821 αφυπνίζουν τους Ευρωπαίους: Οι ρομαντικοί καλλιτέχνες του 19ου αιώνα έκαναν εικόνα τον σκληρό αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία κι ανεξαρτησία. Τα έργα τους, ισχυρά όπλα πειθούς, μεταμόρφωσαν την συμπαγή αρνητική Ευρωπαϊκή πολιτική σε διπλωματία φιλελληνική κι υποστηρικτική της Επανάστασης. Το ντοκιμαντέρ δημιουργήθηκε στα πλαίσια του Πολιτιστικού Προγράμματος με τίτλο "Η εικονογράφηση του Αγώνα εθνικής απελευθέρωσης του 1821 και το αποτύπωμά του στη λογοτεχνία", που υλοποιήθηκε στο σχολείο μας το σχολικό έτος 2020-21. [4ο Γυμνάσιο Νέας Ιωνίας]












Οι Εικόνες του Αγώνα - Η λαϊκή ζωγραφική του Δημητρίου Ζωγράφου

Ο Δημήτριος Ζωγράφος (1800 - ...) ήταν Έλληνας ζωγράφος και αγωνιστής του 1821, ο οποίος αποτελεί θρύλο για την ελληνική τέχνη χάρη στη συνεργασία του με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη. Αναφέρεται συχνά ως "Παναγιώτης" από μνημονικό λάθος του στρατηγού Μακρυγιάννη, αν και νεότερη έρευνα έχει αποδείξει πως το όνομα του ζωγράφου ήταν Δημήτριος -με το οποίο και υπογράφει- ενώ "Παναγιώτης", λεγόταν ο ένας από τους γιους: «χειρ Δ. Ζωγράφου εκ Βορδωνίας της Λακεδεμονίας» ή «χειρ. Δ. Ζωγράφου εκ Βορδώνια της Λακεδαίμονος». (Υποθέτουμε ότι πρόκειται για πατέρα και γιους από τη Βορδόνια, με ένα εργαστήρι συγκροτημένο στη βάση της οικογενειακής επιχείρησης.)

Ο στρατηγός τον κάλεσε μαζί με τους δύο γιους του για να εικονογραφήσουν τις μεγάλες στιγμές της ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο Μακρυγιάννης έμαθε γράμματα στα γεράματά του για να γράψει τα απομνημονεύματά του. Πίστευε όμως, ότι εκτός από τον γραπτό λόγο, χρειάζονταν και εικόνες, αφού το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων ήταν αγράμματοι.

Αρχικά ανάθεσε σε έναν Ευρωπαίο να του ζωγραφίσει, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι με την δυτικότροπη καλλιτεχνική αναπαράσταση, ήταν αδύνατο να απεικονιστεί η αφηγηματική ροή των γεγονότων και των περιστατικών του Αγώνα που ήθελε να ανα­παραστήσει. Με το ένστικτό του ο στρατηγός κατάλαβε πως είχε ανάγκη μια άλλου είδους τέχνη, ικανή να εξιστορεί με εικόνες, να αφηγείται με καθαρότητα και σαφήνεια και εν τέλει να διδάσκει, όπως συνέβαινε με αυτά που 'χε γράψει.

Η λαϊκή τέχνη της εποχής, τέκνο της λαϊκής ευαισθησίας και της μεταβυζαντινής αγιογραφίας, είχε επιβιώσει κατά τη μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία μιας και δεν έπαψε να συντηρείται από την παραδοσιακή αγορά της: τους νοικοκυραίους των αγροτικών και αστικών κέντρων της επαρχίας, που είχαν ποικίλους επαγγελματικούς δεσμούς με την κεντρική κυρίως Ευρώπη και έχτιζαν σπίτια αξιώσεων στη γενέτειρα τους, αλλά και τα εκκλησιαστικά συμ­βούλια που αποφάσιζαν την αγιογράφηση των ναών τους. Τα θέματα και η τεχνοτροπία της λαϊκής ζωγραφικής, με τη σχεδόν αδιόρατη εξέλιξη, ενσω­μάτωσε κατά καιρούς κάποια χαρακτηριστικά από τα μεγάλα στιλ της λόγιας δυτικής τέχνης, όπως το μπαρόκ, το ροκοκό και τον νεοκλασικισμό. Τα υπέταξε όμως στο δικό της κεντρικό χαρακτηριστικό, της επί­πεδης, αντιφυσιοκρατικής και επομένως μη ψευδαι­σθητικής απεικόνισης.

Η λαϊκή ζωγραφική αντιμετώπιζε τον εικαστικό χώρο με όρους ασύγκριτα πιο απλούς από τη λόγια δυτική που δημιουργούσε με την προο­πτική απεικόνιση, την αίσθηση στο θεατή ότι μπορεί να κινηθεί στο χώρο της και να πάρει μέρος στα δρώμενα του. Δεν χρειαζόταν λοιπόν τον γήινο, ψευδαισθητικό χώρο της δυτικότροπης τέχνης, αλλά τον "υπερλογικό" της Βυζαντινής και της λαϊκής τέχνης, με όλα τα απαραίτητα στοιχεία (συμβολισμούς, αλληγορίες, πανοραμική οπτική κλπ) ώστε να γίνει κατανοητή η εικόνα από τους όμοιούς του. Εξάλλου στη λαϊκή ευαισθησία η ζωγρα­φική, εκτός από το λειτουργικό ρόλο της διακόσμη­σης, έπαιζε παράλληλα και τον ιδεολογικό της διδαχής και της καθοδήγησης.

Έτσι στράφηκε στον Δημήτριο Ζωγράφο, παλαίμαχο αγωνιστή από την Βορδόνια Λακωνίας. Ο Δημήτριος Ζωγράφος ήταν αυτοδίδακτος λαϊκός ζωγράφος, αγιογράφος της μεταβυζαντινής λαϊκής παράδοσης και ως αγωνιστής είχε δει με τα ίδια του τα μάτια όλα αυτά που ο Μακρυγιάννης του ανέθετε να περιγράψει.

Ο Δημήτριος, σε διάστημα 3 χρόνων φιλοτέχνησε 25 πρωτότυπους πίνακες σε ξύλο με αυγοτέμπερα διαστάσεων 0.56 Χ 0.40, εκ των οποίων σήμερα διασώζονται οι 8 (στεγάζονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο). [Ο ένας απ’ αυτούς, καταστράφηκε από τους φίλους του στρατηγού για λόγους προστασίας του, παρουσίαζε τον Άρμανσμπεργκ (αντιβασιλέας που κυβερνούσε με απολυταρχικό τρόπο και στράφηκε εναντίον των αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης) να ξεριζώνει την καρδιά της Ελλάδας, και αντικαταστάθηκε από μια προσωπογραφία του ίδιου]. Επίσης, από τους 24 πλέον πίνακες αυτούς, δημιουργήθηκαν 4 πλήρεις σειρές αντιγράφων σε χαρτί στράτσο, διαστάσεων 0,64 x0,50 με την τεχνική της υδατογραφίας, από τους γιούς και τον ίδιο τον Δημήτριο, και μοιράστηκαν όπως ήθελε ο Μακρυγιάννης στον βασιλιά Όθωνα, στον Τσάρο της Ρωσίας, τον βασιλιά της Γαλλίας και την βασίλισσα της Αγγλίας. Στα εν λόγω έργα, συνεπώς, συνδυάζεται η "χειρ του Ζωγράφου με την διήγηση του Μακρυγιάννη". (Σε κάθε έργο του Ζωγράφου, στο κάτω μέρος του ακολουθούσε λεπτομερής περιγραφή του κάθε γεγονότος από τον στρατηγό).

Το έργο του Δ. Ζωγράφου θεωρείται "αντίλογος στην ακαδημαϊκή παράδοση της Σχολής του Μονάχου" (Μ. Στεφανίδης) και προδρομικό του Θεόφιλου, ο Γιάννης Τσαρούχης κάνει λόγο για "σοφή ζωγραφική", ενώ ο Γεώργιος Σεφέρης γι' αυτές ακριβώς τις εικόνες έγραψε πως "ενώ παρασταίνουν με εξαιρετική ακρίβεια τις μάχες που θέλουν να αποδώσουν –πολλές φορές σαν ένα στρατιωτικό ντοκουμέντο– είναι συνάμα μια χαρά των ματιών".

Τα έργα αυτά αποτελούν την ιστορικά πρώτη και καλλιτεχνικά αξεπέραστη εικονογράφηση του Αγώνα που έδωσε η ελληνική τέχνη.

(Μουσική επένδυση βίντεο: Φλογέρα (Μοιρολόι) - Αριστείδης Βασιλάρης).

Ι.Δ. Εκπαιδευτικός - Εικαστικός













Δεν υπάρχουν σχόλια: