Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, 1955.
Ζωγράφος: Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος)
Ωογραφία, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
Στις 29 Μαΐου 1453, στις 14:30 το μεσημέρι ακούστηκε το «Εάλω η Πόλις». Ένας κόσμος τελειώνει και ένας νέος αρχίζει. Η Πόλις, το καύχημα της Οικουμένης πέφτει ύστερα από έντεκα αιώνες.
Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, ο άνθρωπος πού πρωταγωνιστεί στην τελευταία πράξη του δράματος, είναι ένας Ηγέτης, ένας Αυτοκράτορας, ένας άνθρωπος πού σφράγισε με την ομιλία του και το αίμα του την Αυτοκρατορία της Ρωμηοσύνης. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος – Δραγάσης στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, ωσάν άλλος Λεωνίδας των θερμοπυλών (480 π.Χ.), χωρίς να σκεφτεί ούτε μία στιγμή να εγκαταλείψει την Πόλη και τους υπηκόους του. «Το δε την Πόλις σοι δούναι ούτ’ εμον εστί, ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν αυτή. Κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ού φεισώμεθα της ζωής ημών». Αυτή ήταν η απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου – Δραγάση πρός τον Σουλτάνο Μωάμεθ Β'.
Ας διαβάσουμε τα τελευταία λόγια του μεγάλου ηγέτη άνδρα προς τους συνεργάτες του Ρωμηούς και Ενετούς, κατά την διάρκεια του τελευταίου πολεμικού συμβουλίου πού έγινε την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 όπως μας την διασώζει ο τελευταίος Πρωτοβεστιάριος και συνεργάτης του Αυτοκράτορος, Γεώργιος Φραντζής.
Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (Κωνσταντινούπολη, 1401 – Κέρκυρα, 1480) ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος, διπλωμάτης και ιστορικός συγγραφέας, που έγραψε το χρονικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ο μόνος από τους τέσσερις ιστορικούς της που την έζησε σαν αυτόπτης μάρτυρας, στενός φίλος και συνεργάτης του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου.
Μετά την ομιλία αυτή, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος – Δραγάσης μεταβαίνει στην Μεγάλη Εκκλησία την Αγία Σοφία, όπου παρακολουθεί την τελευταία Λειτουργία. Ο Στήβεν Ράνσημαν περιγράφει το γεγονός ως εξής: «Τα χρυσά ψηφιδωτά, με τις εικόνες του Χριστού και των Αγίων Του, όπως των Αυτοκρατόρων και των Αυτοκρατειρών, λαμποκοπούσαν στο φώς χιλιάδων λαμπάδων και καντηλιών. Από κάτω τους για τελευταία φορά οι Ιερείς με τα εξαίσια άμφιά τους κινούνταν στον επίσημο ρυθμό της Λειτουργίας».
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Δραγάσης Παλαιολόγος (8 Φεβρουαρίου 1405 - 29 Μαΐου 1453) ήταν ο τελευταίος βασιλεύων Βυζαντινός αυτοκράτορας, ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, από το 1449 έως το θάνατό του κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Μετά το θάνατό του, έγινε θρυλική μορφή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς», που θα ξυπνήσει και θα ανακτήσει την Αυτοκρατορία και την Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς.
Γραμμένο από τον Φώτη Κόντογλου τον Κυδωνιέα
Κλάψετε πέτρες άψυχες. Μαρανθείτε δένδρα ανθισμένα, γιατί δεν είναι πλέον Μάιος δι’ εμάς από τότε που έκαψε τα φυλλοκάρδια μας εκείνος ο καταραμένος Μάιος. Ο πλέον καλός μήνας, ο μοσχοβολημένος μήνας της χαράς, γίνηκε για εμάς ο πλέον ασβολερός, ξέρακας χειρότερος από τον Δεκέμβρην. Εμαράνθη το άνθος της καρδιάς μας. Έπεσεν ο στέφανος από την κεφαλήν μας. Από τότε, ωσάν να μην εξημέρωσε ποτέ, γιατί οι ημέρες μας είναι ωσάν τες νύκτες. Αηδόνια δεν λαλούν πλέον επάνω εις τα δένδρα μας, αμή μονάχα κόρακες και κουρούνες κράζουν λυπητερά. Μεγάλη εβδομάδα εγίνηκεν όλη η ζωή μας. Το σήμερον κρεμάται επί ξύλου εγίνηκε το τραγούδι μας. Ο Χριστός νεκρός και σταυροχεριασμένος μέσα εις το μνήμα γίνηκε το εικόνισμά μας. Τα τραγούδια μας εγίνηκαν ωσάν μοιρολόγια, το χρυσοκέρινον πρόσωπον της Παναγίας είναι φαρμακωμένον, οι άγιοί μας κοιτάζουν συλλογισμένοι και παραπονεμένοι. Τα χωριά μας είναι ωσάν μοναστήρια, τα σπίτια μας ωσάν ερημοκλήσια, οι μανάδες και οι αδελφάδες μας είναι ωσάν καλογριές μαυροφορεμένες. Οι πατεράδες μας ομοιάζουνε ωσάν ασκητάδες, τα παλληκάρια μας είναι καταπικραμένα…
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Κιβωτός” στο τεύχος 17-18 (Μάϊος – Ιούνιος 1953) με αφορμή τα 500 χρόνια από την άλωση της Κωνσταντινούπολης ενσωματώθηκε ως ένθετο το 20σέλιδο αφιέρωμα στην επέτειο του Φώτη Κόντογλου με τίτλο “Θρηνητικόν συναξάρι Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου”.
Ας διαβάσουμε τα τελευταία λόγια του μεγάλου ηγέτη άνδρα προς τους συνεργάτες του Ρωμηούς και Ενετούς, κατά την διάρκεια του τελευταίου πολεμικού συμβουλίου πού έγινε την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 όπως μας την διασώζει ο τελευταίος Πρωτοβεστιάριος και συνεργάτης του Αυτοκράτορος, Γεώργιος Φραντζής.
Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής (Κωνσταντινούπολη, 1401 – Κέρκυρα, 1480) ήταν Βυζαντινός αξιωματούχος, διπλωμάτης και ιστορικός συγγραφέας, που έγραψε το χρονικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ο μόνος από τους τέσσερις ιστορικούς της που την έζησε σαν αυτόπτης μάρτυρας, στενός φίλος και συνεργάτης του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου.
Κωνσταντῖνος ΙΑ' Παλαιολόγος
Ἡ τελευταία ὁμιλία πρὸς τὸν λαόν
(ὀλίγον πρὸ τῆς Ἁλώσεως 29 05 1453)
Ἀπὸ τὸ Χρονικὸν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτου
Γεωργίου Σφραντζῆ ἢ Φραντζῆ
Ἐκδοθὲν ἐν Κερκύρᾳ ἔτει 1477
Απεικόνιση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
σε ένα χειρόγραφο του 15ου αι. του Χρονικό
του Ιωάννη Ζωναρά, που βρίσκεται στην
Biblioteca Estense στην Μόντενα. Wikimedia
Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἱὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν.
Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερα τινὰ ὀφείλεται κοινῶς ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ πατρίδος, τρίτον ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσται ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.
Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν, ὃ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὄλον κερδίσῃ τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτε μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα.
Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τὲ καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκὼν ἡμᾶς καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τοῖχος μακρόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἑλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιορθώσαμεν πάλιν αὐτό.
Ἡμεῖς πάσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλαιότητι, ἣν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις.
Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθῶς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπηρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Τὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὥρα ὀλίγοι τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους, ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι, δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι ῥωμαλέοι τὲ καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἣ τὴν ρομφαίαν ἔχουσα μακρὰν ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροὶ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα, ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται.
Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. Διό, ὢ συστρατιῶται γίγνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πῶς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ῥωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέα ἐδίωξαν, καὶ ἐὰν ζῷον ἄλογον ἐδίωξε πόσον μᾶλλον ἡμεῖς ἡ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν ὡς ζῶα ἄλογα καὶ χείρονές εἰσιν.
Οἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖοι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ἡμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρὸς τῆς ἁγίας ἠμῶν πίστεως χωρὶς εὔλογον αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἣν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος καὶ ἐλθῶν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενὸν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς.
Τοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους πυριαλώτους ἐποίησε, τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανοὺς ὅσους εὗρεν, ἐθανάτωσε καὶ ἠχμαλώτευσε, τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσεν. Τοὺς δὲ τοῦ Γαλατά, ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μύθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος. Ὢ ἀνόητα ζῶα, καὶ τὰ ἑξῆς.
Ἐλθὼν οὖν ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὓρη καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τῇ πανάγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένω Μαρία ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρᾳ πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πάσι τοῖς ὦσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν.
Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακλίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πάσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβάνους Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτία, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν Λύχνιτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν, Τουσκίνους, Κέλτους καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τὲ καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων, ζυγῶ ὑποβαλεῖν καὶ δουλεία καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων.
Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.
Μετά την ομιλία αυτή, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος – Δραγάσης μεταβαίνει στην Μεγάλη Εκκλησία την Αγία Σοφία, όπου παρακολουθεί την τελευταία Λειτουργία. Ο Στήβεν Ράνσημαν περιγράφει το γεγονός ως εξής: «Τα χρυσά ψηφιδωτά, με τις εικόνες του Χριστού και των Αγίων Του, όπως των Αυτοκρατόρων και των Αυτοκρατειρών, λαμποκοπούσαν στο φώς χιλιάδων λαμπάδων και καντηλιών. Από κάτω τους για τελευταία φορά οι Ιερείς με τα εξαίσια άμφιά τους κινούνταν στον επίσημο ρυθμό της Λειτουργίας».
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Δραγάσης Παλαιολόγος (8 Φεβρουαρίου 1405 - 29 Μαΐου 1453) ήταν ο τελευταίος βασιλεύων Βυζαντινός αυτοκράτορας, ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, από το 1449 έως το θάνατό του κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Μετά το θάνατό του, έγινε θρυλική μορφή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης ως ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς», που θα ξυπνήσει και θα ανακτήσει την Αυτοκρατορία και την Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς.
Μνήσθητι Κύριε Κωνσταντίνου του θεοφιλεστάτου Βασιλέως των Ρωμαίων και των συν αυτώ αναιρεθέντων εν τη Βασιλίδι των πόλεων κατά την Άλωσιν! Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντας ημάς, πολέμησον τους πολεμούντας ημάς. Απόδος ημίν, Κύριε, την Βασιλεύουσαν Πόλιν, ην τη χειρί Σου παρέθετο. Ο εν βασιλεύσιν Απόστολός Σου. Ὁ βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οἰκονομῶν, καί τό συμφέρων πᾶσιν ἀπονέμων μόνε Δημιουργέ, ἀνάπαυσον Κύριε τήν ψυχήν τοῦ δούλου σου Κωνσταντίνου, πιστοῦ Βασιλέα καί Αὐτοκράτορα Ρωμαίων καί τῶν σύν αὐτῷ πεσόντων κατά τήν Ἂλωσην τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων. Ἐν σοί γάρ τήν ἐλπίδα ἀνέθεντο, τῷ Ποιητῇ και Πλάστῃ και Θεῷ ἡμῶν.
Θρηνητικό Συναξάρι του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου
Γραμμένο από τον Φώτη Κόντογλου τον Κυδωνιέα
Κλάψετε πέτρες άψυχες. Μαρανθείτε δένδρα ανθισμένα, γιατί δεν είναι πλέον Μάιος δι’ εμάς από τότε που έκαψε τα φυλλοκάρδια μας εκείνος ο καταραμένος Μάιος. Ο πλέον καλός μήνας, ο μοσχοβολημένος μήνας της χαράς, γίνηκε για εμάς ο πλέον ασβολερός, ξέρακας χειρότερος από τον Δεκέμβρην. Εμαράνθη το άνθος της καρδιάς μας. Έπεσεν ο στέφανος από την κεφαλήν μας. Από τότε, ωσάν να μην εξημέρωσε ποτέ, γιατί οι ημέρες μας είναι ωσάν τες νύκτες. Αηδόνια δεν λαλούν πλέον επάνω εις τα δένδρα μας, αμή μονάχα κόρακες και κουρούνες κράζουν λυπητερά. Μεγάλη εβδομάδα εγίνηκεν όλη η ζωή μας. Το σήμερον κρεμάται επί ξύλου εγίνηκε το τραγούδι μας. Ο Χριστός νεκρός και σταυροχεριασμένος μέσα εις το μνήμα γίνηκε το εικόνισμά μας. Τα τραγούδια μας εγίνηκαν ωσάν μοιρολόγια, το χρυσοκέρινον πρόσωπον της Παναγίας είναι φαρμακωμένον, οι άγιοί μας κοιτάζουν συλλογισμένοι και παραπονεμένοι. Τα χωριά μας είναι ωσάν μοναστήρια, τα σπίτια μας ωσάν ερημοκλήσια, οι μανάδες και οι αδελφάδες μας είναι ωσάν καλογριές μαυροφορεμένες. Οι πατεράδες μας ομοιάζουνε ωσάν ασκητάδες, τα παλληκάρια μας είναι καταπικραμένα…
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Κιβωτός” στο τεύχος 17-18 (Μάϊος – Ιούνιος 1953) με αφορμή τα 500 χρόνια από την άλωση της Κωνσταντινούπολης ενσωματώθηκε ως ένθετο το 20σέλιδο αφιέρωμα στην επέτειο του Φώτη Κόντογλου με τίτλο “Θρηνητικόν συναξάρι Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου”.
Περισσότερα: Βυζάντιο
Μουσική: Love and Loss (No Choir). Καλλιτέχνης:
Nick Phoenix (ASCAP) | Thomas Bergersen,
ASCAP. Άλμπουμ: Dynasty Vol.2 Epic Drama
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου