Ψυχοσάββατο. Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου

Στον εσπερινό του Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Πόρου Ηρακλείου Κρήτης
Στον εσπερινό του Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Πόρου Ηρακλείου Κρήτης

Ο Θεός να αναπαύσει τις ψυχές Κλεοπάτρας και Δημητρίου
και όλων των κεκοιμημένων Χριστιανών πάσης οικουμένης


Ψυχοσάββατο. Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου. Ο θάνατος είναι άλλωστε, για τη νοοτροπία της εποχής μας, το τέρμα. Οι κεκοιμημένοι μας πονούν, αλλά πρέπει να ζήσουμε. Να προχωρήσουμε.

Και το μνημόσυνο είναι μόνο ατομική υπόθεση. Όταν συμπληρώνονται οι μέρες, οι σαράντα, ο χρόνος, θυμόμαστε. Πάμε στο ναό. Έρχονται και όσοι μας αγαπούν και όσοι αγαπούσαν τον κεκοιμημένο.

Και φτάνει. Γιατί άραγε όλοι μαζί, να έχουμε δύο ημέρες το χρόνο στις οποίες να θυμόμαστε πάντας τους κεκοιμημένους. Έτσι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως πάντων των απ' αιώνος κεκοιμημένων ορθοδόξων χριστιανών, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών, γονέων, προγονέων, πάππων, προπάππων, διδασκάλων, αναδόχων ημών εν τη πίστει…

Κι όμως. Στο ψυχοχάρτι του Σαββάτου των Απόκρεω, πριν την Κυριακή της ανάμνησης ότι θα έρθει η τελευταία Κρίση, όπως και το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή, πριν την Κυριακή του ξεκινήματος της παρουσίας της Εκκλησίας στον κόσμο, αποτυπώνεται όχι μόνο η μνήμη, αλλά και η ελπίδα. Μνήμη ότι οι αγαπημένοι μας ουκ απέθανον αλλά κοιμώνται.

Μνήμη ότι η αγάπη δεν νικήθηκε από το θάνατο. Ότι μπορεί ένα κομμάτι μας να έφυγε μαζί του, να τάφηκε στο χώμα, κι όχι μόνο από όσους γνωρίσαμε, αλλά και από όλους όσους έζησαν πολύ πριν από εμάς, απ' αιώνος, όμως τίποτε δεν τελείωσε.

Επειδή Χριστός Ανέστη ο θάνατος εσκυλεύθη. Επειδή Χριστός Ανέστη θα βρεθούμε ξανά με όλους όσους προηγήθηκαν. Κοντά στον Θεό των πνευμάτων και πάσης σαρκός. Εν τόπω φωτεινώ και χλοερώ και αναψύξεως.

Διαβάστε: Ψυχοσάββατο: Η ορθόδοξη «Μέρα των Νεκρών» και η κοινωνική σημασία της

Και δεν θα είναι η συνάντησή μας μόνο εν πνεύματι. Δικό μας και δικό τους. Θα έρθει η ώρα που το σώμα τους και το δικό μας θα βγούνε από τις κρύπτες του θανάτου. Και θα ενωθεί η συμφυΐα, σε έναν τρόπο αιώνιο και χωρίς μετατροπή. Όπου ο έσχατος εχθρός θα καταργηθεί. Και θα είναι η ύπαρξη συνάντηση με το Φως και την γλυκύτητα της ωραιότητος του προσώπου του Χριστού και των Αγίων Του.

Η Εκκλησία που δεν θα είναι μόνο μια πρόσκληση ένταξης στο σώμα του Χριστού, αλλά το ίδιο το Σώμα από το οποίο δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε.

Προγευόμαστε αυτή την χαρά να είμαστε μέλη του Σώματος κάθε φορά που τελούμε την Θεία Λειτουργία.

Αυτήν στην οποία πιστεύουμε και ζούμε το διαρκές παρόν της Βασιλείας του Θεού. Της συνάντησης ζώντων και κεκοιμημένων, αγίων και αμαρτωλών, μελίσματος και μη διαίρεσης, βρώσεως και μη δαπανήσεως εν τω Χριστώ. Μόνο που τα δύο αυτά Σάββατα νιώθουμε τους κεκοιμημένους πιο κοντά μας. Γιατί δεν είμαστε μόνο εμείς που έχουμε να θυμόμαστε.

Αλλά όλο το σώμα του Χριστού. Και η μνημόνευση των ονομάτων, μακρόσυρτη υπό τον ήχο του «Κύριε ελέησον», μας υπενθυμίζει ότι η αγάπη δεν είναι μόνο για τους οικείους και συγγενείς, αλλά για όλους που εν Χριστώ γίνονται οι κατεξοχήν οικείοι μας. Οι αδελφοί μας.

Ας βρεθούμε το απόγευμα της Παρασκευής και το πρωί του Σαββάτου στο ναό της γειτονιάς μας. Μεγαλύτεροι και μικρότεροι. Πρέπει να ζήσουμε, αυτό είναι δεδομένο. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος για μας δεν είναι τέρμα, αλλά μια στάση και ένα πέρασμα, ένα Πάσχα. Τη στάση την περνάμε μόνοι μας, ακόμη κι αν έχουμε την ώρα του θανάτου κοντά μας αυτούς που μας αγαπούνε.

Ο θάνατος είναι η προσωπική μας έξοδος, στην οποία κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, να καταλάβει, να συντροφεύσει. Μία ροπή όμως είναι η στάση. Και μπαίνουμε στο πέρασμα της ανάστασης. Συντροφευμένοι από όσους έχουν προηγηθεί και πρωτίστως όσους αγάπησαν το Θεό και τον άνθρωπο. Κι αυτοί θα μας οδηγήσουν στο να αναγνωρίσουμε Εκείνον που θανάτω τον θάνατον επάτησε.

Ας Τον παρακαλέσουμε λοιπόν. Και των κεκοιμημένων μνημόνευσον Σωτήρ μου, εν δόξη όταν έλθης. Των δικών μας και όλων των ανθρώπων. Να συναντιόμαστε στην αγάπη Σου!
Ψυχοσάββατο: να μην ξεχάσω… να δώσω τα ονόματα των νεκρών μου στην Εκκλησία, για να μνημονευτούν.

Η ΜΝΗΜΟΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


Πάνε χρόνια. Παραμονή της Αναλήψεως: «Εμείς, παπά, μου είπαν οι ενορίτες τη γιορτή της Αναλήψεως λειτουργούμε στο νεκροταφείο. Γιατί οι ψυχές, που βγαίνουν τη Μ. Πέμπτη, ξαναγυρίζουν στον κάτω κόσμο τη μέρα της Αναλήψεως...».

- «Αν έχει καλό καιρό, τους είπα, θα πάμε στο νεκροταφείο. Ειδάλλως θα λειτουργήσουμε στον ενοριακό ναό. Γιατί με τη βροχή η μετακίνηση θα είναι δύσκολη..».

Κάποια ώρα, μετά τα μεσάνυχτα, ξύπνησα. Το όνειρο, που είχα δει ήταν διαυγέστατο: Έκανα την προσκομιδή στον κεντρικό ναό και μνημόνευα ονόματα. Μέσα στο ιερό ήταν πλήθος ανθρώπων, που περίμεναν να τους μνημονεύσω. Πίσω μου ακριβώς ήταν κάποιος συχωρεμένος συγγενής μου, που ποτέ δεν μνημόνευα. Ήταν άνθρωπος αυταρχικός. Αλλά τώρα στεκόταν μπροστά μου, όπως ένας στρατιώτης απέναντι σε έναν αξιωματικό. Του μίλησα επιτιμητικά και τον έδιωξα. Κι εκείνος, χωρίς να πει λέξη έφυγε απ’ τη βορινή πύλη του ιερού.

Το όνειρο, σκέφτηκα, μου λέει ότι αύριο θα βρέχει. Και ότι θα λειτουργήσω στον ενοριακό ναό. Και πραγματικά έτσι έγινε. Και βέβαια αυτή τη φορά μνημόνευσα το συγγενή μου. Όπως κάνω και κάθε φορά, που λειτουργώ και για κάθε άλλον, που θυμάμαι. Γιατί το όνειρο μου είπε κι αυτό: Ότι, δηλαδή, κατά την ώρα της προσκομιδής και της θείας λειτουργίας, είναι πολλοί, που αόρατοι περιμένουν. Και είναι πολύ άσχημο να τους αγνοούμε και να τους διώχνουμε. Πολύ περισσότερο άσχημο απ’ όσο, αν κάποιος ερχόταν στο σπίτι μας κι εμείς δεν τον προσκαλούσαμε να καθίσει στο τραπέζι μας.


ΠερισσότεραΨυχοσάββατο
Μνήσθητι, Κύριε, τῶν κεκοιμημένων δούλων σου
Κλεοπάτρας και Δημητρίου ὑπέρ ἀναπαύσεως
καί ὑπὲρ ὧν ὀνόματα οὐκ εμνημονεύθησαν.

Σχετικά θέματα:


Δεν υπάρχουν σχόλια: