Theophanes the Cretan, 1546. Monastery of Varlaam, Meteora
Βυζαντιναί Καλάνδαι
Οι Βυζαντινοί θεωρούντες ιεράν την αρχή του μηνός, και δη του Ιανουαρίου (1), επανηγύριζον αυτήν όπως έκαστος εγνώριζεν ή ηδύνατο. Ακολουθούντες λοιπόν την γνώμην των Ρωμαίων (2) ότι, όπως διέλθη τις την 1 ην του έτους, ούτως θα διαβιώση καθ' όλον τον ενιαυτόν, προσεπάθουν να διέλθουν όσο το δυνατόν ευχάριστον την ημέραν ταύτην «ευφροσύνας επιτηδεύοντες», κατά τον Γρηγόριο Νύσσης (3), όστις προσθέτει ότι και πόρους τότε επιτήδευον, υφ' ην φράσιν δέον να νοήσωμεν την παροχήν χρηματικών ποσών, ήτις τότε ήτο συνηθεστάτη, κατά Ρωμαϊκήν παράδοσιν.
Γνωρίζομεν δ' ότι κατά την πρώτην Ιανουαρίου ου μόνον μεταξύ των πολιτών αντηλλάσσοντο χρηματικά δώρα (4), αλλά και των μελών του βασιλικού οίκου, τοιαύτα δ' έχομεν δοθέντα και εις τον Θεοδόσιον και τον Αρκάδιον (5).
Ανέμενον δε μετ' αγωνίας την ημέραν ταύτην οι παίδες, οίτονες, προσαγορεύοντες και ευχόμενοι τους γονείς και οικείους και εις το στόμα αυτούς φιλούντες ελάμβανον ως αμοιβή νόμισμα (6).
Οι αυτοί επίσης περιφερόμενοι από οικία εις οικίαν, και οπώρας, κατά Ρωμαϊκή συνήθειαν, με αργυρούν νόμισμα καθηλωμένας προσφέροντες αντεδωρούντο δια διπλασίου ποσού (7), έθιμα, άτινα αμετάβλητα τέως διετηρούντο εν Πόντω. Εκεί δήλα δη, κατά τα κάλαντα, οι νεώτεροι εχειροφίλουν τους πρεσβύτερους συγγενείς, μετά δε την απόλυσιν της λειτουργίας οι παίδες, σπεύδοντες προς συνάντησιν των ευπόρων κατοίκων και προτείνοντες εις αυτούς μήλον ή πορτοκάλιον και λέγοντες «θείο, κάλαντα», ελάμβανον εν νόμισμα προσηλούμενον επί του οπωρικού (8).
Βυζαντινά Κάλαντα Χριστουγέννων Ρωμαίϊκα και Παραδοσιακά
Ελέγετο δ' υπό των Βυζαντινών το κατά τας Καλάνδας διδόμενον νόμισμα ευαρχισμός ή στρήνα (strena), ήτις τελευταία ονομασία κατά τόπους διεσώθη μέχρις ημών, αφ' ου εν Νισύρω μπουλουστρήνα (bona strena), εν Σύμη μπουλιστρήνα και εν Κύπρω πουλουστρήνα λέγεται το κατά την πρώτην του Ιανουαρίου διδόμενο δώρο (9).
Κατά τας Καλάνδας δ' εδίδοντο και χρηματικά δώρα εις τους ιατρούς, σκηνικούς και διδασκάλους, τα οποία ρητώς λέγουσιν οι νόμοι δεν εθεωρούντο ως μισθός (10). Εκαλούντο δε τα διδόμενα νομίσματα και επί τω νέω έτει καθ' όλου δωρούμενα, καλανδικά (11).
Κατά των εορτασμό των Καλανδών, ήδη από της παραμονής, προσεκομίζοντο εις την αγοράν άφθονα εκ της υπαίθρου διάφορα γεωργικά προϊόντα και ήμερα και άγρια πτηνά, κατά την νύκτα δ' ηνάπτοντο λύχνοι, εν ω πολλοί των πολιτών διετέλουν δι' όλης της νυκτός πίνοντες και μεθυσκόμενοι (12), διασκέδασις εξακολουθούσα και κατά το πρωί της επομένης, οπότε κατά τον Χρυσόστομον (13), «γυναίκες και άνδρες φιάλας και ποτήρια πληρώσαντες μετά πολλής ασωτίας τον άκρατον έπινον».
Κατά τη αρχιμηνία του Ιανουαρίου συνείθιζον οι Βυζαντινοί, ως και οι σημερινοί Έλληνες, ν' ανταλλάσσωσι δώρα, καρπούς και γλυκύσματα, από πρωίας δε τους έβλεπε τις να διέρχωνται δια των οδών και στοών τα δώρα κομίζοντας (14).
Οι Βυζαντινοί, ως ελέχθη, νομίζοντες ότι, μετ' ευφροσύνης διαγάγωσι την πρώτη ημέραν του ενιαυτού, θα διέλθωσι μετ' ευθυμίας όλον το έτος, συνείθιζον κατά τον εορτασμόν των Καλανδών να μεταμφιέννυνται και δη και εις ζώα, τράγους, καμήλους, ελάφους, ψάλλοντες και πηδώντες και σκώμματα προς τους συναντώντας απευθύνοντες, προς δε και εις τα εργαστήρια εισερχόμενοι και κρούοντες τας θύρας οικιών, των οποίων τους ενοίκους δεν άφινον να κοιμηθώσιν (15).
Οι μεταμφιεννύμενοι δ' ούτοι ωθούντες, έρριπτον όσα εις τας χείρας των εκράτουν οι πολίται, και μάλιστα οι δια την εορτήν εις την αγοράν κατελθόντες χωρικοί (16), συμπεριφορά δι' ην, άλλοι μεν, και δη οι σκωπτόμενοι, ηγανάκτουν, άλλοι δε εγέλων (17), ενώ οι σοβαρότεροι εχαρακτήριζον τα γινόμενα ως «πομπήν δαιμόνων και καταγέλαστον κωμωδίαν παντός πολεμίου χαλεπώτερον την πόλιν εξαιχμαλωτίζουσαν» (18).
Αι μεταμφιέσεις αύται φαίνεται ότι ήσαν λίαν διαδεδομέναι, αφού ου μόνον κατά τον ΙΒ' αιώνα πιστοποιεί ο Βαλσαμών ότι εγίνοντο εις την ύπαιθρον (19), αλλά μέχρι και σήμερον ενιαχού διετηρήθησαν.
Ούτως εν Πόντω κατά την παραμονήν της πρώτης του έτους μετημφιέννυντο, των μεταμφιέσεων τούτων εξακολουθουσών μέχρι της 7 ης Ιανουαρίου (20), μεταμφιέσεις δ' ομοίως γίνονται εν Σκόπελω της Αν. Θράκης κατά τη νύκτα της παραμονής (21), κατά δε την πρώτην του έτους ενιαχού της Μακεδονίας (22).
Τα Πρωτοχρονιάτικα, προσφυγικά, σκλαβωμένα Κάλαντα από την Μικρά Ασία των σκλάβων το 1930
Ας προστεθή δε ενταύθα ότι εν τω καιρώ μάλιστα νυκτός ατασθαλιών των μετημφιεσμένων τούτων και του φόβου ον προεκάλουν ούτοι εις τους Βυζαντινοπαίδας εγεννήθησαν αι περί των καλλικαντζάρων παραδόσεις αι τόσον ανά το Πανελλήνιον σήμερον διαδεδομέναι (23).
Φαίδωνος Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος
και πολιτισμός, Τόμος Β', σελ. 15 κ.ε.
1. ΕΟ, 314,59. Ovidii F., 1, 117.
2. Κατά τον Αμασείας Αστέριον, PG, 40, 217, οι σύγχρονοί έλεγον ότι η εορτή των Καλανδών «ανάμνησις εστι και ευφροσύνη ενιαυτού».
3. PG 46, 1049.
4. Ο Ιωάννης Λυδός, Περί μηνών, 4, 5, κατά την ς εκατ. Ομιλεί περί χρυσών νομισμάτων.
5. Albert Müller, Die Neujahrsfeier im römischen Kaiserreiche (Philologus 68, 479).
6. Αστέριος Αμασείας, PG 40, 217. Ο Λιβάνιος, Έκφρασις Καλανδών, 4, 1055 ( Reiske ) λέγει «και μην και άρχων τότε τον αρχόμενον εφίλησε, χρυσόν τον μεν δους τον δε λαβών».
3. PG 46, 1049.
4. Ο Ιωάννης Λυδός, Περί μηνών, 4, 5, κατά την ς εκατ. Ομιλεί περί χρυσών νομισμάτων.
5. Albert Müller, Die Neujahrsfeier im römischen Kaiserreiche (Philologus 68, 479).
6. Αστέριος Αμασείας, PG 40, 217. Ο Λιβάνιος, Έκφρασις Καλανδών, 4, 1055 ( Reiske ) λέγει «και μην και άρχων τότε τον αρχόμενον εφίλησε, χρυσόν τον μεν δους τον δε λαβών».
7. Αστέριος Αμασείας, PG 40, 220. Αι οπώραι αύται, εις ας επ' ίσης ενπηγνύετο νόμισμα, εκαλύπτοντο παρά Ρωμαίοις δια χρυσού λεπτού ελάσματος, δι' ο και ο Μαρτιάλιος (13, 27) λέγει: aurea porrigitur Jani caryota Kalendis. Πβ. Και Μ. Βολονάκη, Ιστορία του εορτασμού της πρώτης του έτους, 21.
8. Δ. Παπαδόπουλου, Το Σταυρί (Ποντιακά φύλλα, 3, 261). Την προσφοράν του καρπού τούτου μετά του νομίσματος εδήλουν οι Πόντιοι δια του ρήματος καλαντιάζω.
9. Περί της sterna Deubner, Glitta, 3, 34, και Μ. Βολανάκη ε.α. 19 κ.ε. και 24. Αι στρήναι,ούτω και παρ' Αθηναίω (Γ΄ 52) καλούμεναι μν h μονεύοντ a ι και εν παπύροις . Έπιθι Λαογραφίας, 11, 312.
10. Πανδέκται, 19,5,26,1. Λιβανίου, Εις τας Καλάνδας, 1, 259 (Reiske).
11. Maspero, Papyrus Grecs d ' é po que Byzantine ., 67058,3,18. Βασιλικά 30,1,29. Περί ευαρχισμού βλ. τα σημειούμενα εν Εκκλησιαστικής αληθείας, τ. 3. 223.
12. Λιβανίου, Έκφρασις Καλανδών, 4, 1053. Του αυτού, Εις τας Καλάνδας, PG 49, 953.
13. Χρυσοστόμου, Λόγος εις τας Καλάνδας, PG 49, 953.
14. Λιβανίου, Έκφρασις Καλανδών, ε. α. Του αυτού, Εις τας Καλάνδας ε.α.
15. Λιβανίου, Έκφρασις Καλανδών, 4, 1054. Όρα και όσα παρατηρεί και ο Αμασείας Αστέριος, PG 40, 221.
16. Ο Αμασείας Αστέριος, PG, 40, 217, ομιλών περί πανδήμου εορτής, λέγει ότι ο νόμος, ήτοι γενική συνήθεια, ήτο «πάντα θορύβου γέμοντα και ταραχής και το πλήθος προς εαυτό εική ωθιζομένον».
17. Λιβανίου, ε.α. 4, 1054, Αμασείας Αστέριος PG, 40, 220.
18. Χρυσόστομος, PG, 49, 953.
19. Eις τον 62 ον κανόνα της εν Τρούλλω οικουμ. Συνόδου. Ράλλη- Ποτλή, Σύνταγμα 2, 450. Όρα περί μεταμφιέσεων κατά τους Βυζαντινούς χρόνους γράφω εις την μελέτη μου λαϊκά θέματα και λαϊκαί διασκεδάσεις κατά τους Βυζαντινούς χρόνους εν ΕΑ, 1938,24 και 25.
20. Δ. Οικονομίδου, Οι μωμόεροι εν Πόντω (ΗΜΕ, 1927,181). Εν Λήμνω και εν τη περιφερεία Αλμυρού αι μεταμφιέσεις γίνονται την παραμονή των Φώτων, εις τα Λακκοβίκια δε της Μακεδονίας την ημέρα του Αγίου Ιωάννου (7 Ιανουαρίου).
21. Δ. Πετρόπουλου, Λαογραφικά Σκοπέλου- Πέτρας Ανατ. Θράκης ( Αρχείον Θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού, 8, 148).
22. Ν. Πολίτου, Παραδόσεις, 1273. Του αυτού, Έθιμα της πρωτοχρονιάς (Λαογραφικά σύμμεικτα, 3, 199). Φ. Κουκουλέ, Καλλικάντζαροι εν Λαογρ. 7, 325. Μεταμφιέσεις γίνονται και εν Βελβενδώ της Μακεδονίας και εν Καλοχίω και Γριντάδες Χασίων. Δ. Λουκόπουλου, Σύμμεικτα λαογραφικά εκ Μακεδονίας, Λαογραφ. 6,128,134. Εν Ραιδεστώ τα Δωδεκαήμερα λέγονται Καλλικανζτάμιρα - παγανά δεν εν Ηπείρω.
23. Ν. Πολίτου, Παραδόσεις, 1275. Φ. Κουκουλέ, Καλλικάντζαροι εν Λαογρ. 7, 324 κ.ε.
Ο Φαίδων Κουκουλές (1881 – 15 Ιανουαρίου 1956) ήταν Έλληνας βυζαντινολόγος και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, της οποίας διετέλεσε ισόβιος γενικός γραμματέας (1919-1956). Από το 1926 ήταν διευθυντής του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας, ενώ είχε εκδώσει 20 τόμους της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών (1924-1941).
Διετέλεσε επίσης μέλος (1937-1939),πρόεδρος (1947-1951) και διευθυντής (1942-1943), της Επιτροπής των Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Μεταξύ των έργων του ξεχωρίζουν: το εξάτομο έργο Βυζαντινών βίος και πολιτισμός (1949), Βυζαντινό παραμύθι, Η μοναχή Θεοδούλη κ.ά.
Είχε συγγράψει βιβλία ιστορικού, λαογραφικού και μυθιστορηματικού περιεχομένου με θέμα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Συνολικά το συγγραφικό και ερευνητικό του έργο αριθμεί περί τους 235 τίτλους. Το εξάτομο Βυζαντινών βίος και πολιτισμός αποτελεί το σημαντικότερο του τομέα του. Απεβίωσε στην Αθήνα 15 Ιανουαρίου 1956.
• Μανώλη Γ. Βαρβούνη: Ο Φαίδων Κουκουλές και η βυζαντινή λαογραφία, Βυζαντινός Δόμος, τόμ. 8-9 (1998), σσ. 71-73
• Νικόλαος Λιβαδάρας: «Φαίδων Κουκουλές (νεκρολογία)», Δελτίον της Ιστορικής κι Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. ΙΑ, σσ. 291-293
by Sophia-Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση
Περισσότερα Θέματα: Κάλαντα, Πρωτοχρονιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου