Ο Παντοκράτωρ που δεν διώχνει το ταπεινό πετούμενο...
ο Θεός που υποδέχεται ακόμη και τον τελευταίο αθώο προσκυνητή.
Σοφία Ντρέκου (Sophia Drekou)
Εισαγωγή - Περίληψη
Ανάλυση του κειμένου «Φως εσπερινόν» από το έργο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου». Μια μυσταγωγία φωτός, πίστης και ρωμαίικης ψυχής στο ηλιοβασίλεμα του Παντοκράτορα.
Ένα φτερωτό προσκύνημα στο φως του Εσπερινού. Ο Κόντογλου ζωγραφίζει με λέξεις τον Θεό, τον άνθρωπο και το άφθαρτο της Ρωμιοσύνης.
Το απόσπασμα «Φως εσπερινόν» του Φώτη Κόντογλου, από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», είναι μια από τις πιο ιερές και ποιητικές σελίδες της νεοελληνικής γραμματείας. Σε τούτο το κείμενο, ο Παντοκράτορας στον θόλο της εκκλησίας γίνεται κέντρο του σύμπαντος και της αγάπης, ενώ η φύση, το φως, τα έντομα, ο άνθρωπος και το αρχαίο τροπάριο «Φως Ιλαρόν» συμμετέχουν σε μια θεία λειτουργία.
Το ύφος του Κόντογλου, λιτό και αποκαλυπτικό, ενώνει την παράδοση της Ορθοδοξίας με τον λυρισμό της ελληνικής γης και την ιστορική αυτογνωσία του Γένους. Το κείμενο καταλήγει με μια παθιασμένη επίκληση στη ρωμαίικη ρίζα που δεν πεθαίνει, και έναν ποιητικό ύμνο στη Ρωμιοσύνη.
Συνεγράφη δε παρά ✍️
Φωτίου Νικ. Κόντογλου
Κυδωνιέως, αγιογράφου.
Απάνου στα κεραμίδια της εκκλησίας ανεμίζουνται κάτι ψιλά χορτάρια. Από μέσα όμως από τον κουμπέ είναι ο Παντοκράτορας, σαν να σκύβει από τον ουρανό «επιβλέπων επί πάντας τους υιούς των ανθρώπων». Η κεφαλή Του είναι μεγαλόπρεπη με πυκνά και άφθονα μαλλιά, οπού πέφτουνε στον αριστερόν ώμο Του. Το γένι Του είναι πυκνό. Η έκφρασή Του είναι απλή, με ταπείνωση και με πραότητα έχει ωστόσο ένα θεϊκό μεγαλείο. Πλατύλαιμος, μ’ ανοιχτό πουκάμισο, με φαρδιές πλάτες και με τα χέρια ανασηκωμένα, όπως πάγει ο γύρος. Είναι περιτυλιγμένος μέσα σ’ έναν φαρδύν μανδύα, σα να αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. «Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον Αυτού!»...
Με το δεξί χέρι Του βλογά τον κόσμο, και με τ’ αριστερό Του κρατά το Βαγγέλιο, τον Νόμο του Θεού.
Ησυχία βασιλεύει όλη την ημέρα μέσα στον τρούλο, ακόμα και τότες πού βουΐζουνε όξω η θάλασσα και τα δέντρα από τον άνεμο. Διάφορα μαμούδια πετάμενα, χρυσόμυγες, μελίσσια, φτερουγίζουνε εκεί απάνου καί βουΐζουνε ολόγυρα στους Προφήτες, ύστερ' ανεβαίνουνε κλωθογυρίζοντας στο μεγάλο Παντοκράτορα. Μάλιστα μια σφήγκα έχει κολλημένη τη χωματένια φωλιά της σε μια ζαρωματιά πού σκεδιάζει το πουκάμισό Του. Ο Χριστός όλα τα δέχεται με καλωσύνη.
Προς το βράδι, ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένον πύργο, σα να τον γεμίζει με θυμίαμα. Τούτην την ιερή ώρα πού βασιλεύει ο ήλιος, βουίζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής, ένας αθώος καντηλοσβήστης. Σιμώνει με ευλάβεια στο θεϊκό πρόσωπο, προσκυνά το μέτωπο, μια χαϊδεύει το μουστάκι, μια τα άγια τα μαλλιά, ύστερ' ανεσπάζεται το χέρι Του, φτερουγίζει στο Βαγγέλιο σα να μετρά τα μαργαριτάρια πού το πλουμίζουνε, παίρνει βόλτα στους ωμούς του Θεού, ψάχνει μέσα στις δίπλες πού κάνει το φόρεμά Του. Παίρνει βόλτα πολλές φορές τον κουμπέ, οσμίζοντας το λιβάνι καί το κερί πού μοσχοβολά από αιώνες κολλημένο απάνου στον καπνισμένον θόλο.
Ώρα πολλή ακούγεται το ίσο πού βαστά κείνο το αθώο μαμούδι, ο λεγόμενος χαμπαρολόγος, σα να μη θέλει να χωριστεί από τον Χριστό για να πετάξει στα βουνά, σα να λέγει με το βουρβούρισμά του: «Ως αγαπητά τα σκηνώματα Σου, Κύριε των δυνάμεων!» Τ' άγιο κείνο φτερωτό, σα να 'ναι κανένα μικρό Σεραφείμ, αγάλλεται μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά του Παλαιού των Ημερών, του Τρισάγιου. Κ’ Εκείνος βλέπει από πάνου με πραότητα. Το χέρι Του δεν κουράζεται ν’ απλώνει σε σχήμα ευλογίας, δε σαλεύει για να διώξει τ’ αθώο το πεταλούδι πού βουίζει στ’ αυτιά Του, μπαίνει στα μάτια Του, χαϊδεύει το λαιμό Του. Κείνο πάλε ξέρει πώς είναι ο πατέρας του και δε φοβάται την αυστηρή ματιά Του, κι ολοένα μουρμουρίζει, ως πού μονομιάς κόβεται το βούϊσμα, γιατί βγήκε από το στενό θυρίδι κ' έφυγε στον αγέρα.
Από κάτου κείνη την ώρα λέγει ο καλόγερας με φωνή ήσυχη το «Φως ιλαρόν», ενώ ο ήλιος βασιλεύει και τελειώνει η μέρα. «Φως Ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν καί Άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διό ο κόσμος Σέ δοξάζει.»
Δάκρυα έρχουνται στα μάτια τ' ανθρώπου ακούγοντας αυτά τ’ αρχαία λόγια, οπού 'ναι απλά κ' αιώνια σαν το βασίλεμα του ήλιου. Το βιβλίο, πού 'ναι ακουμπισμένο απάνου στ’ αναλόγι, γράφει πώς είναι ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος. Παμπάλαιος ύμνος, πού τον λένε κάθε βράδι σαν τελειώνει η μέρα, από δυο χιλιάδες χρόνια ίσαμε τα σήμερα, απλοί άνθρωποι πού βαστάνε από τους αρχαίους Έλληνες, σαν και τούτον τον Αγιονορίτη καλόγερα, πού 'ναι και στο πρόσωπο σαν τους παλαιούς.
Ακατάλυτη ελληνική φύτρα! Ποτές δε θα ξεραθείς, ποτές δε θα πεθάνεις! Από το γέρικο και τιμιώτατο κορμί σου πετιούνται ολοένα καινούργια βλαστάρια, πού γεύοντάς τα και τ' αγρίμια ημερεύουνε! Σέ κάθε καινούργια γέννα σου χαίρεται ο κόσμος, μα οι οχτροί σου τα κράζουνε στερνοπαίδια, ως πού δεν αργείς να φέρεις άλλον δράκο στον κόσμο, κι αποσβολώνουνται!
Ας παρατήσουνε πια τους παλαιούς Έλληνες, κι ας ακούσουνε τον καινούργιο Πίνδαρο (σημ.: Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) ήταν Κύπριος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας), πού κράζει από την Κύπρο.
Η Ρωμιοσύνη είν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου. Κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει, κανένας, γιατί σκέπει την 'πό τάψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί οντάς ο κόσμος λείψει.
Ανάλυση του κειμένου «Φως εσπερινόν» από το έργο του Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου». Μια μυσταγωγία φωτός, πίστης και ρωμαίικης ψυχής στο ηλιοβασίλεμα του Παντοκράτορα.
Ένα φτερωτό προσκύνημα στο φως του Εσπερινού. Ο Κόντογλου ζωγραφίζει με λέξεις τον Θεό, τον άνθρωπο και το άφθαρτο της Ρωμιοσύνης.
Το απόσπασμα «Φως εσπερινόν» του Φώτη Κόντογλου, από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», είναι μια από τις πιο ιερές και ποιητικές σελίδες της νεοελληνικής γραμματείας. Σε τούτο το κείμενο, ο Παντοκράτορας στον θόλο της εκκλησίας γίνεται κέντρο του σύμπαντος και της αγάπης, ενώ η φύση, το φως, τα έντομα, ο άνθρωπος και το αρχαίο τροπάριο «Φως Ιλαρόν» συμμετέχουν σε μια θεία λειτουργία.
Το ύφος του Κόντογλου, λιτό και αποκαλυπτικό, ενώνει την παράδοση της Ορθοδοξίας με τον λυρισμό της ελληνικής γης και την ιστορική αυτογνωσία του Γένους. Το κείμενο καταλήγει με μια παθιασμένη επίκληση στη ρωμαίικη ρίζα που δεν πεθαίνει, και έναν ποιητικό ύμνο στη Ρωμιοσύνη.
Φως εσπερινόν
Συνεγράφη δε παρά ✍️
Φωτίου Νικ. Κόντογλου
Κυδωνιέως, αγιογράφου.
«Στο ηλιοβασίλεμα της ελληνικής ψυχής... ο Κόντογλου ζωγραφίζει
το Άγιο μέσα στο καθημερινό.» (Εικαστική σύνθεση: Sophia Drekou)
Απάνου στα κεραμίδια της εκκλησίας ανεμίζουνται κάτι ψιλά χορτάρια. Από μέσα όμως από τον κουμπέ είναι ο Παντοκράτορας, σαν να σκύβει από τον ουρανό «επιβλέπων επί πάντας τους υιούς των ανθρώπων». Η κεφαλή Του είναι μεγαλόπρεπη με πυκνά και άφθονα μαλλιά, οπού πέφτουνε στον αριστερόν ώμο Του. Το γένι Του είναι πυκνό. Η έκφρασή Του είναι απλή, με ταπείνωση και με πραότητα έχει ωστόσο ένα θεϊκό μεγαλείο. Πλατύλαιμος, μ’ ανοιχτό πουκάμισο, με φαρδιές πλάτες και με τα χέρια ανασηκωμένα, όπως πάγει ο γύρος. Είναι περιτυλιγμένος μέσα σ’ έναν φαρδύν μανδύα, σα να αγκαλιάζει όλον τον κόσμο. «Άβυσσος ως ιμάτιον το περιβόλαιον Αυτού!»...
Με το δεξί χέρι Του βλογά τον κόσμο, και με τ’ αριστερό Του κρατά το Βαγγέλιο, τον Νόμο του Θεού.
Ησυχία βασιλεύει όλη την ημέρα μέσα στον τρούλο, ακόμα και τότες πού βουΐζουνε όξω η θάλασσα και τα δέντρα από τον άνεμο. Διάφορα μαμούδια πετάμενα, χρυσόμυγες, μελίσσια, φτερουγίζουνε εκεί απάνου καί βουΐζουνε ολόγυρα στους Προφήτες, ύστερ' ανεβαίνουνε κλωθογυρίζοντας στο μεγάλο Παντοκράτορα. Μάλιστα μια σφήγκα έχει κολλημένη τη χωματένια φωλιά της σε μια ζαρωματιά πού σκεδιάζει το πουκάμισό Του. Ο Χριστός όλα τα δέχεται με καλωσύνη.
Προς το βράδι, ένα χρυσαφένιο γλυκό φως μπαίνει μέσα στον αγιασμένον πύργο, σα να τον γεμίζει με θυμίαμα. Τούτην την ιερή ώρα πού βασιλεύει ο ήλιος, βουίζει ο τελευταίος φτερωτός προσκυνητής, ένας αθώος καντηλοσβήστης. Σιμώνει με ευλάβεια στο θεϊκό πρόσωπο, προσκυνά το μέτωπο, μια χαϊδεύει το μουστάκι, μια τα άγια τα μαλλιά, ύστερ' ανεσπάζεται το χέρι Του, φτερουγίζει στο Βαγγέλιο σα να μετρά τα μαργαριτάρια πού το πλουμίζουνε, παίρνει βόλτα στους ωμούς του Θεού, ψάχνει μέσα στις δίπλες πού κάνει το φόρεμά Του. Παίρνει βόλτα πολλές φορές τον κουμπέ, οσμίζοντας το λιβάνι καί το κερί πού μοσχοβολά από αιώνες κολλημένο απάνου στον καπνισμένον θόλο.
Δείτε επίσης: Το βασίλεμα του ήλιου με Φως Ιλαρόν | Φώτης Κόντογλου (Ανάλυση) Μυσταγωγία φωτός και τέχνης
Ώρα πολλή ακούγεται το ίσο πού βαστά κείνο το αθώο μαμούδι, ο λεγόμενος χαμπαρολόγος, σα να μη θέλει να χωριστεί από τον Χριστό για να πετάξει στα βουνά, σα να λέγει με το βουρβούρισμά του: «Ως αγαπητά τα σκηνώματα Σου, Κύριε των δυνάμεων!» Τ' άγιο κείνο φτερωτό, σα να 'ναι κανένα μικρό Σεραφείμ, αγάλλεται μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά του Παλαιού των Ημερών, του Τρισάγιου. Κ’ Εκείνος βλέπει από πάνου με πραότητα. Το χέρι Του δεν κουράζεται ν’ απλώνει σε σχήμα ευλογίας, δε σαλεύει για να διώξει τ’ αθώο το πεταλούδι πού βουίζει στ’ αυτιά Του, μπαίνει στα μάτια Του, χαϊδεύει το λαιμό Του. Κείνο πάλε ξέρει πώς είναι ο πατέρας του και δε φοβάται την αυστηρή ματιά Του, κι ολοένα μουρμουρίζει, ως πού μονομιάς κόβεται το βούϊσμα, γιατί βγήκε από το στενό θυρίδι κ' έφυγε στον αγέρα.
Από κάτου κείνη την ώρα λέγει ο καλόγερας με φωνή ήσυχη το «Φως ιλαρόν», ενώ ο ήλιος βασιλεύει και τελειώνει η μέρα. «Φως Ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν καί Άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διό ο κόσμος Σέ δοξάζει.»
Δείτε επίσης: Άγιος Αθηνογένης, ο ποιητής του ύμνου Φως Ιλαρόν
Δάκρυα έρχουνται στα μάτια τ' ανθρώπου ακούγοντας αυτά τ’ αρχαία λόγια, οπού 'ναι απλά κ' αιώνια σαν το βασίλεμα του ήλιου. Το βιβλίο, πού 'ναι ακουμπισμένο απάνου στ’ αναλόγι, γράφει πώς είναι ποίημα Αθηνογένους του Μάρτυρος. Παμπάλαιος ύμνος, πού τον λένε κάθε βράδι σαν τελειώνει η μέρα, από δυο χιλιάδες χρόνια ίσαμε τα σήμερα, απλοί άνθρωποι πού βαστάνε από τους αρχαίους Έλληνες, σαν και τούτον τον Αγιονορίτη καλόγερα, πού 'ναι και στο πρόσωπο σαν τους παλαιούς.
Ακατάλυτη ελληνική φύτρα! Ποτές δε θα ξεραθείς, ποτές δε θα πεθάνεις! Από το γέρικο και τιμιώτατο κορμί σου πετιούνται ολοένα καινούργια βλαστάρια, πού γεύοντάς τα και τ' αγρίμια ημερεύουνε! Σέ κάθε καινούργια γέννα σου χαίρεται ο κόσμος, μα οι οχτροί σου τα κράζουνε στερνοπαίδια, ως πού δεν αργείς να φέρεις άλλον δράκο στον κόσμο, κι αποσβολώνουνται!
Ας παρατήσουνε πια τους παλαιούς Έλληνες, κι ας ακούσουνε τον καινούργιο Πίνδαρο (σημ.: Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) ήταν Κύπριος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας), πού κράζει από την Κύπρο.
Η Ρωμιοσύνη είν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου. Κανένας δεν ευρέθηκε για να την εξαλείψει, κανένας, γιατί σκέπει την 'πό τάψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη θα χαθεί οντάς ο κόσμος λείψει.
Πρώτη έκδοση 1962. Το “Αϊβαλί η πατρίδα μου”, σαν λιβάνι
που ευωδιάζει ακόμη στους ναούς της ελληνικής γραφής.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»
Συγγραφέας: Κόντογλου Φώτης - Πρώτη έκδοση: 1962
Εκδόσεις: «Αστήρ», Αλ. & Ε. Παπαδημητρίου - Σελ.: 338
📖 Ανάλυση Κειμένου
Το «Φως εσπερινόν» είναι μια σύνθεση θεολογίας, φύσης, αισθητικής και εθνικής μνήμης. Ο συγγραφέας δεν παρατηρεί απλώς την εκκλησία ή τον Παντοκράτορα. Συμμετέχει. Κινείται μαζί με τον «καντηλοσβήστη» – το ταπεινό φτερωτό – και περιγράφει μια λειτουργική εμπειρία με όρους λογοτεχνίας.
Ο Παντοκράτορας δεν είναι ένας αυστηρός Θεός, αλλά ένας πατέρας που δεν ενοχλείται από την παρουσία των πλασμάτων Του. Τα μαμούδια, οι μέλισσες, οι σφήγκες, γίνονται οι φυσικοί προσκυνητές του θόλου. Και ο Χριστός –με την πλατύλαιμη εικόνα του, με τον μανδύα που «αγκαλιάζει όλον τον κόσμο»– αποδέχεται τη μικρή ζωή με καλωσύνη και σιωπηλή συγκατάβαση.
Ο Κόντογλου ζωγραφίζει με το φως και με την υγρασία του χρόνου. Βλέπει τις ζάρες του πουκάμισου του Χριστού σαν σπηλιές όπου μπορεί να κρυφτεί ένα πετούμενο. Δίνει φωνή στο βούισμα του εντόμου και το μεταφράζει σε δοξολογία: «Ὡς ἀγαπητά τὰ σκηνώματά σου».
Αυτό δεν είναι μόνο ποιητική υπέρβαση. Είναι κατανόηση της σχέσης δημιουργού και δημιουργήματος.
Το φως του εσπερινού – «ένα χρυσαφένιο, γλυκό φως» – δεν είναι απλό ηλιοβασίλεμα. Είναι μυσταγωγία. Ο ήλιος φεύγει, αλλά αφήνει πίσω του τη θεία παρουσία, σαν θυμίαμα. Κι εκείνη την ώρα, ακούγεται το αρχαίο τροπάριο «Φως Ιλαρόν». Ο καλόγερος το ψέλνει, ο ήλιος βασιλεύει, και όλα ενώνονται: ο λόγος, η εικόνα, ο χρόνος, η πίστη.
Το κείμενο καταλήγει με συγκλονιστική επίκληση στην ελληνική ταυτότητα. Η «ακατάλυτη ελληνική φύτρα» δεν πεθαίνει. Η ρωμιοσύνη, όπως γράφει ο Μιχαηλίδης, «θα χαθεί όταν χαθεί ο κόσμος». Δεν είναι ρητορική υπερβολή· είναι δογματική δήλωση για την πνευματική συνέχεια του ελληνισμού.
Ο Κόντογλου, μέσα από τον λόγο του, σμίγει τον Παλαιό των Ημερών με τον νέο Έλληνα, το παλαιό τυπικό με την προσωπική βίωση, την εικονογραφία με τη στοργή του βλέμματος. Η λέξη γίνεται εικόνα, και η εικόνα, θεολογία.
Το «Φως εσπερινόν» είναι ένα κόσμημα της ελληνορθόδοξης γραμματείας· ένα κείμενο που διδάσκει τη λατρεία της ταπεινής ομορφιάς, της σιωπηλής παρουσίας του Θεού και της αιωνιότητας της ρίζας.
Ο θρήνος του Κόντογλου
Στα κείμενα αυτού του βιβλίου ο Κόντογλου μιλά για τη λατρεμένη του πατρίδα, το Αϊβαλί. Αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες από τη μικρή πολιτεία, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια. Μας μιλά νοσταλγικά για τους ανθρώπους της και μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους.
Ο Φώτης Κόντογλου, στον «Θρηνητικό Πρόλογο» του βιβλίου «Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου», εκφράζει βαθιά θλίψη και νοσταλγία για την χαμένη πατρίδα του, το Αϊβαλί, και γενικότερα για την Ανατολή που χάθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πρόλογος είναι ένας θρήνος για τον ξεριζωμό, για την απώλεια της πατρικής γης και των ανθρώπων, και μια κατάθεση ψυχής για όσα χάθηκαν.
Ο Κόντογλου ξεκινά με μια αναφορά στο μυστήριο της γέννησης και της ζωής, για να συνδέσει άμεσα το προσωπικό του βίωμα με το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Περιγράφει πώς η «ρόδα της Τύχης» τον έφερε στον κόσμο στο Αϊβαλί, αλλά τον ξερίζωσε και τον έριξε στην ξενιτιά. Η λέξη «ξερίζωσε¬ είναι χαρακτηριστική για να περιγράψει την βίαιη απομάκρυνση από την πατρίδα.
Ο θρήνος του Κόντογλου δεν είναι μόνο προσωπικός, αλλά και συλλογικός. Αποτελεί μια φωνή για όλους τους Μικρασιάτες που βίωσαν τον ξεριζωμό και την απώλεια. Μέσα από τον πρόλογο, ο αναγνώστης εισέρχεται σε έναν κόσμο συναισθημάτων και σκέψεων που αναβλύζουν από την καρδιά ενός ανθρώπου που έχασε την πατρίδα του.
Ο πρόλογος αυτός είναι σημαντικός γιατί εκφράζει τον πόνο της απώλειας: Η αίσθηση της απώλειας είναι έντονη και διαπερνά κάθε γραμμή.
Είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο: Αποτυπώνει το κλίμα της εποχής και τον ψυχικό κόσμο των ανθρώπων που έζησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Είναι μια κατάθεση ψυχής: Ο Κόντογλου εκθέτει τον εαυτό του και τα συναισθήματά του, καθιστώντας τον πρόλογο ένα προσωπικό και ανθρώπινο κείμενο.
Αποτελεί φωνή για τους ξεριζωμένους: Η φωνή του Κόντογλου είναι μια φωνή για όλους όσους υπέφεραν από τον ξεριζωμό.
Ο «Θρηνητικός Πρόλογος» είναι ένα αριστοτεχνικό δείγμα γραφής που αποτυπώνει την ανθρώπινη τραγωδία του ξεριζωμού και της απώλειας.
Θρηνητικός πρόλογος στο βιβλίο του
Φώτη Κόντογλου, Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου.
Το Αϊβαλί… πατρίδα και θύμηση. Εκεί όπου γεννήθηκε
η γραφή του Κόντογλου και άνθισε το φως το εσπερινό.
Το πως γεννήθηκα στα μέρη της Ασίας, το 'χω για πράμα βλογημένο και δοξάζω τον Θεό για δαύτο. Μ' όλα ταύτα βρεθήκανε ανθρώποι κακοί και κακογεννημένοι, ψυχές φτωχές, να γυρίσουνε το καύχημά μου σε κατηγόρια, θέλανε ν' αρνηστώ τη μάννα μου την Ασία, σε καιρό που αυτοί θρεφόντανε από το πλούτος της καρδιάς μου και παίρνανε χαρά κ' ελπίδα από τη φλέβα π' ανάβλυζε από τη βαθειά ρίζα μου.
«Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἰερουσαλήμ, διὰ τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο· πάντες οἱ δοξάζοντες αὐτὴν ἐταπείνωσαν αὐτήν».
«Κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν, οὐχ ὑπάρχει πατήρ· μητέρες ἡμῶν ὡς αἱ χῆραι».
«Κατέλυσε χαρὰ καρδίας ἡμῶν, ἐστράφη εἰς πένθος ὁ χορὸς ἡμῶν, ἔπεσεν ὁ στέφανος τῆς κεφαλῆς ἡμῶν».
Μα εγώ δε θα σ' αρνηστώ ποτές, Γερουσαλήμ! Να χάσω το φως μου αν σε ξεχάσω, να ψάχνω με το ραβδί και να μη βρεθεί τοίχος να μου δείξει το δρόμο, κι ούτε πονετικός διαβάτης να με χειροκρατήσει. Γιατί θαν έχω αρνηστεί τον Θεό τον αληθινόν, και θε να 'μαι παραδομένος στα είδωλα της ψευτιάς, κι αντίς την απλή καρδιά που ρίζωσες στο κορμί μου, θε να 'χω βάλει μέσα μου φίδια φαρμακερά, να δαγκάνουνε τ' αδέρφια μου τους ανθρώπους.
Μαζί με σένα ζει η ψυχή μου, κ' είμαι πλούσιος όποτε, είμαι μακριά από τους στενόψυχους ανθρώπους, και γίνουμαι φτωχός όποτε σμίξω μαζί τους. Σε μέρος πόχει τόσο μονάχα φως, όσο χρειάζεται στον ξενιτεμένον, εκεί σε συλλογιέμαι τη νύχτα.
Ο συγγραφέας με την οικογένειά του, τον καιρό που άρχισε
να γράφει τούτο το βιβλίο Το Αϊβαλί η πατρίδα μου 1962
«Καλότυχος ο άνθρωπος που κατάλαβε από νωρίς
πως όποιος ζει με πολλές έγνοιες είναι δυστυχισμένος
και πως όποιος ζει κρυφά χωρίς να τον ξέρουνε οι άλλοι,
αυτός είναι βλογημένος.» Φώτης Κόντογλου.
🎨 Φώτης Κόντογλου (1895–1965) – Ζωγράφος,
Λογοτέχνης, Μύστης του Ρωμαίικου Πνεύματος
Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε το 1895 στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας (Αϊβαλί) και πέθανε στην Αθήνα το 1965. Υπήρξε κορυφαία μορφή της νεοελληνικής τέχνης και σκέψης: ζωγράφος, αγιογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής, μα πάνω απ’ όλα φορέας και εκφραστής της ελληνορθόδοξης παράδοσης με τρόπο αυθεντικό και αποκαλυπτικό.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο Κόντογλου συνδύασε τη βυζαντινή τεχνοτροπία με μια προσωπική καλλιτεχνική έκφραση, δημιουργώντας σχολή αγιογραφίας που επηρέασε γενιές καλλιτεχνών. Παράλληλα, το συγγραφικό του έργο –με βιβλία όπως Εκφραστικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἑικαστικῆς Τέχνης, Πέδρο Καζάς, Βυζαντινὸν Ἐργαστήριον και εκατοντάδες άρθρα– άγγιξε ψυχές και διέσωσε την πνευματική ταυτότητα της ρωμιοσύνης.
Με έναν λόγο γεμάτο πίστη, στοχασμό, λαϊκή σοφία και φως, ο Κόντογλου πολέμησε τον μιμητισμό της Δύσης και ανέδειξε τη βαθιά αξία της ελληνικής και ορθόδοξης παράδοσης. Ζούσε λιτά και ζωγράφιζε με νηστεία, όπως έλεγε – με το χέρι να υπακούει στην ψυχή και την ψυχή στο Άγιο Πνεύμα.
Στο έργο του δεν υπάρχει μόνο η μορφή· υπάρχει και η μαρτυρία. Και αυτή η μαρτυρία, μέχρι σήμερα, φωτίζει.
«Πρωτότυπος είναι ο κάθε άνθρωπος που απομένει
πιστός κι ειλικρινής στον εαυτό του» Φώτης Κόντογλου
Πηγή: Αέναη επΑνάσταση
Περισσότερα: Λογοτεχνία-Ποίηση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου