Ο «σαμαρειτισμός» δεν γίνεται πάντα με ανιδιοτέλεια, ούτε στα πλαίσια της αληθινής αγάπης. Αυτό σαν αποτέλεσμα μπορεί να είναι σχετικής και περιορισμένης σημασίας, όμως βλέπουμε πώς έχουμε γεμίσει με «καλούς σαμαρείτες», αυτόκλητους σωτήρες, συχνά εξωεκκλησιαστικούς, αλλά διακρίνουμε και μέσα στην Εκκλησία περιπτώσεις συμφέροντος, υποκρισίας και αυτοπροβολής στην προσφορά και την διακονία, από κληρικούς και συχνότερα λαϊκούς.
Σ' έναν κόσμο λοιπόν, «καλών σαμαρειτών», πολλές φορές «σαμαρειτών» με
ηθικιστικά προτεσταντικές προδιαγραφές ή στείρου αγαπισμού χωρίς ουσία, η Εκκλησία μας καλεί παράλληλα με την ταύτιση μας με τον καλό σαμαρείτη που εξεπλήρωσε το μεγάλο χρέος -να το πούμε έτσι συμβατικώς- να βάλουμε ΚΥΡΙΩΣ τον εαυτό μας στην θέση όχι μόνο του σαμαρείτου, όχι μόνο των αναίσθητων ιερωμένων προς παραδειγματισμόν, αλλά στην θέση του «περιπεσόντος εις τους ληστάς», καταπληγωμένου ανθρώπου. Γιατί. άλλωστε στην δική μας παράδοση η παραβολή αυτή είναι μυσταγωγική, είναι θεολογική και έτσι ονομάζεται «παραβολή του περιπεσόντος εις τους ληστάς».
Κέντρο της πατερικής ερμηνείας είναι αυτός ο «περιπεσών εις τους ληστάς», ο καταπληγωμένος άνθρωπος της πτώσης και της αμαρτίας!
ανατολική, ορθόδοξη απεικόνιση (Η τοιχογραφία βρίσκεται
στο όρος Θαβώρ, εικονογράφου Τζουμάκη Κωνσταντίνου)
Στο ευαγγέλιο* λοιπόν τούτο τονίζεται
η πραγματικότητα του δράματος της ανθρώπινης ψυχής. Μιας ψυχής καταπληγωμένης και μισοπεθαμένης από την αμαρτία. Δαρμένης και ξεσκισμένης από τους λογισμούς και τα πάθη. Μιας ψυχής που απώλεσε το βασιλικό της ρούχο, φεύγοντας από την Ιερουσαλήμ της ιερατικής χάρης και πηγαίνοντας στην Ιεριχώ της τρυφής και της αμαρτίας και τώρα κατάκειται στο δρόμο ενός επίγειου άδη. Βλέπει δεξιά και αριστερά, «φωνάζει τον ιερέα», «προσκαλεί τον λευίτη», δηλαδή τους προφήτες και φιλοσόφους του αιώνα τούτου, ζητά βοηθό και αναστηλωτή, ζητά γιατρό και φίλο και δεν βρίσκει ανταπόκριση.
Ώσπου από τον δρόμο εκείνο της ζωής της περνά ο μεγάλος φίλος και ο αληθινός γιατρός, ο καλός αυτός αδελφός της, ο Χριστός, ο ξένος και εσταυρωμένος, ο μισητός των ανθρώπων, Εκείνος που σαρκώθηκε γι' αυτούς. Τα γιατρικά Του είναι το «έλαιον» και ο «οίνος» δηλ. τα δύο μεγάλα μυστήρια του βαπτίσματος και της Κοινωνίας. Παίρνει στην αγκαλιά Του τον αμαρτωλό και τον βάζει στο όχημα Του δηλ. την προσληφθείσα ανθρώπινη φύση Του και τον φροντίζει. Τον οδηγεί στο παν-δοχείο της Εκκλησίας και εγχειρίζει δυό τάλαντα: την Παλαιά και Καινή Διαθήκη στον παν-δοχέα ιερέα φροντίζοντας για την περίθαλψη του για της οποίας την αποτελεσματικότητα θα αποφανθεί όταν ξανάρθει στη γη.
Σ' αυτόν τον κόσμο λοιπόν, αδελφοί, παράλληλα με τα έργα αγάπης μας, αγάπης ουσιαστικής και θυσιαστικής, ας σκεφτούμε πώς δεν έχουμε δική μας χάρη και δύναμη. Η χάρις μας δόθηκε από τον Χριστό, αυτός είναι ο αναστηλωτής και μεταμορφωτής μας και η Εκκλησία ο φυσικός και πνευματικός χώρος της ανάστασης, της ανασυγκρότησης, της γιατρειάς μας. Ας μην πούμε ότι προσφέραμε. Εκείνος μας προσεφέρθη, εκείνος προσφέρθηκε για μας!
Πριν, λοιπόν πέσουμε στην παγίδα της αυτοδικαίωσης και θαρρήσουμε πώς κάτι κάναμε και εμείς ως αυτόφωτοι, υπεύθυνοι καλοί Σαμαρείτες, ας σκεφτούμε πρώτον πώς εκάναμε το μεγάλο Καθήκον προς τον Εσταυρωμένο Κύριο και δεύτερον και ουσιαστικό πώς η ψυχή μας αυτόνομα αγαπητική δεν μπορεί να υπάρξει.
Για να είναι τέλεια η προσφορά, η διακονία μας, η κοινωνία μας με τον Συναδελφό πλησίον, πρέπει πρώτα εμείς να φροντίσουμε την πληγωμένη μας ψυχή στο Ιατρείο της Εκκλησίας, πρέπει κυρίως να κατανοήσουμε πώς είμαστε πρώτα απ' όλα εκκλησιαστικοί, κοινωνικοί του Χριστού άνθρωποι!
Κυριακή Η Λουκά: Ο εχθρός Θεός, ο πλησίον μας
Σε λίγες ημέρες αρχίζει η
νηστεία των Χριστουγέννων και όλοι καλούμαστε να προετοιμαστούμε πνευματικά και σωματικά για την μεγάλη εορτή της ενανθρώπησης του Κυρίου μας. Όπως γνωρίζουμε είναι κύριο γεγονός για την σωτηρία μας η ενανθρώπηση και η γέννηση του Κυρίου μας ως ανθρώπου στον κόσμο μας. Ο Θεός προσέλαβε άνθρωπο για να ποιήσει τον άνθρωπο Θεό, κατά την ρήση των αγίων πατέρων. Είναι το μεγαλύτερο θαύμα της αγάπης Του για το αγαπημένο Του πλάσμα το οποίο ξεστράτισε και έφυγε από κοντά Του και γνώρισε την πτώση, την φθορά και τον θάνατο σε όλες του τις μορφές. Αυτή την δραματική ιστορία αγάπης διηγείται η αυριανή παραβολή, γνωστή και ως παραβολή του καλού σαμαρείτη ή αλλιώς του ανθρώπου πού έπεσε στα χέρια των ληστών.
Ο Θεός έγινε ξένος και εχθρός για τον άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος αποστάτησε από τον Θεό και έχασε τον παράδεισο δεν έχασε όμως την μνήμη του για τον Θεό. Έτσι δημιούργησε την θρησκεία του φόβου, του νόμου, των τύπων και της λατρείας, χωρίς αγάπη, κοινωνία και γνώση για τον Θεό. Προσπάθησε να καλύψει ένα αγεφύρωτο κενό ανάμεσα σε αυτόν και τον Πλάστη Του, μα δεν μπόρεσε. Ο άνθρωπος διεστράφη, παραδόθηκε στην λατρεία των δαιμονίων, έγινε δέσμιος στην θρησκεία. Και όσο συνεπής ήταν σε αυτού του είδους την λατρεία τόσο δικαίωνε τον εαυτό του. Ο Θεός έγινε άγνωστος, ξένος και εχθρός. Ένας παντοδύναμος εχθρός ο οποίος απαιτούσε τήρηση αυστηρών κανόνων και νόμων και θυσίες αίματος για να εξευμενιστεί ή να κοινωνήσει με τον λαό. Ένας θεός του φόβου. Έστειλε μεν ο Θεός προφήτες και ιερείς και δίκαιους σε κάθε γενεά των ανθρώπων, αλλά αυτούς τους αποδοκίμασαν και τους εδίωξαν. Ήρθαν και άλλοι πλάνοι και ψευδοπροφήτες οι οποίοι, όπως ο ιερέας και ο λευίτης της παραβολής είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα και ένδυμα, αλλά αδιαφόρησαν για την σωτηρία του ανθρώπου. Έμειναν στις τυπικές θυσίες και στην απαίτηση να υπηρετούνται και όχι να υπηρετούν. Άλλοι δε ειλικρινά προσπάθησαν να σώσουν τον άνθρωπο, αλλά άνθρωποι αδύναμοι και οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να γιατρέψουν ούτε τον εαυτό τους.
Ένας άνθρωπος λοιπόν μιας τέτοιας θρησκείας πλησιάζει τον Χριστό και ρωτά για την σωτηρία του. Ο Χριστός θέλοντας να του δώσει την ευκαιρία να δεί ο ίδιος μέσα από τα λόγια του, σε τίνος είδους πορεία βρίσκεται τον ρωτά «τί αναγινώσκει» στον Νόμο του Μωϋσή. Και εκείνος του απαντά με ξηρή θρησκευτική έμφαση με τις εντολές του Λευιτικού για την αγάπη για τον Θεό και την αγάπη για τον πλησίον. Και ενώ ο Χριστός τον προτρέπει να κάνει λοιπόν όπως λέει ο Νόμος για την αγάπη για να κερδίσει την αιώνια Ζωή, ο ίδιος για να δικαιολογηθεί για την στάση του,τον ρωτά ποιός είναι ο πλησίον.
Ο Χριστός λοιπόν τον βοηθά να ξεπεράσει τον Νόμο, αφού δεν του είναι αρκετός και του αποκαλύπτει το σχέδιο της σωτηρίας για την τραγική ιστορία του ανθρώπου την πραγματικότητα του δράματος της ανθρώπινης ζωής. Μιας ζωής καταπληγωμένης και μισοπεθαμένης από την αμαρτία. Δαρμένης και ξεσκισμένης από τους δαίμονες. Του ανθρώπου που απώλεσε το βασιλικό ρούχο ,φεύγοντας από την Ιερουσαλήμ της ιερατικής χάρης και πηγαίνοντας στην Ιεριχώ της τρυφής και της αμαρτίας και τώρα κατάκειται στο δρόμο ενός επίγειου άδη. Βλέπει δεξιά και αριστερά, «φωνάζει τον ιερέα», "προσκαλεί τον λευίτη", δηλαδή τους προφήτες και φιλοσόφους του αιώνα τούτου, ζητά βοηθό και αναστηλωτή, ζητά γιατρό και φίλο και δεν βρίσκει ανταπόκριση. Ώσπου από τον δρόμο εκείνο της ζωής της περνά ο μεγάλος φίλος και ο αληθινός γιατρός, ο καλός αυτός αδελφός της , ο εχθρός για τον ανθρώπου, ο σαμαρείτης Χριστός, ο ξένος και εσταυρωμένος, ο μισητός των ανθρώπων, Εκείνος που σαρκώθηκε γι' αυτούς και εκείνοι δεν Τον δέχτηκαν. Τα γιατρικά Του είναι το "έλαιον" και ο "οίνος" δηλ. τα δύο μεγάλα μυστήρια του βαπτίσματος και της Κοινωνίας. Παίρνει στην αγκαλιά Του τον αμαρτωλό και τον βάζει στο όχημα Του δηλ την προσληφθείσα ανθρώπινη φύση Του και τον φροντίζει. Τον οδηγεί στο παν-δοχείο της Εκκλησίας και εγχειρίζει δυό τάλαντα: την Παλαιά και Καινή Διαθήκη στον παν-δοχέα ιερέα φροντίζοντας για την περίθαλψη του για της οποίας την αποτελεσματικότητα θα αποφανθεί όταν ξανάρθει στη γη, κατά την παρουσία Του. Και έπειτα τον ρωτά ποιός λοιπόν αποδείχτηκε πλησίον από τους τρείς για εκείνον τον άνθρωπο. Και όταν ο νομικός του απαντά: "αυτός πού τον ελέησε", ο Χριστός τον προτρέπει " πήγαινε και συ και κάνε το ίδιο".
Ο νομικός ήταν ένας άνθρωπος της θρησκείας, με παραστάσεις και γνώση των συμβόλων, ο οποίος κατανόησε και τους συμβολισμούς και την παραβολή και ποιός πραγματικά ήταν ο Πλησίον: αυτός ο άγνωστος, ο ξένος Θεός, ο οποίος αποκαλύφθηκε στον κόσμο ως σαρκωμένη Αγάπη. Ο Χριστός τον προέτρεψε στην μίμηση της αγάπης του Θεού, στην μίμηση του ιδίου του Θεού. Του έδειξε δηλαδή πώς την αληθινή θρησκεία και την αιώνια ζωή την βρίσκει ο άνθρωπος όταν ανακαλύψει και αποδεχτεί το ποιός είναι ο Θεός και τί έκανε για τον άνθρωπο, πώς αιώνια Ζωή τελικά είναι ο ίδιος ο Θεός.
Ο νομικός στην παραβολή είδε τον εαυτό του στον πληγωμένο άνθρωπο ο οποίος έπεσε στους ληστές και στον σαμαρείτη είδε την αγάπη την άπλετη και τεράστια του παρεξηγημένου Θεού. Δεν γνωρίζουμε αν ωφελήθηκε και αν κέρδισε την αιώνια Ζωή, το βέβαιο όμως είδε πώς έψαχνε την αλήθεια, ξεκινώντας όμως από λάθος θέση. Τώρα ο Θεός δεν είναι πλέον απρόσιτος και βλοσυρός, κρυμμένος πίσω από το καταπέτασμα του Ναού των Ιεροσολύμων, απαιτώντας θυσίες και δυναστεύοντας τους ανθρώπους, αλλά βρίσκεται στον δρόμο για την Ιεριχώ, εκεί πού είναι η πληγή και ο θάνατος και έρχεται για να λυτρώσει τον άνθρωπο από αυτά τα δεινά και να δώσει την Ζωή.
Εμείς οι χριστιανοί γνωρίσαμε την αλήθεια αυτή και το φως. Ο Θεός δεν είναι τώρα απλά και μόνον πλησίον μας, αλλά εντός μας. Μας μιλάει με την εντός ημών βασιλεία Του και κοινωνούμε με Αυτόν στα μυστήρια τα οποία ίδρυσε και τελετουργεί ο Ίδιος για τις πληγές και τις ατέλειες μας. Βγαίνοντας λοιπόν έξω, στον κόσμο των βασάνων, της οδύνης, των πολλών πληγών και τραυμάτων, καλούμαστε να γίνουμε θεοί για τους αδελφούς μας. Μεταδίδοντας αυτή την θεϊκή αγάπη και γνώση, αφού την λάβουμε από τον Ίδιο. Η γνήσια ιεραποστολή της Αγάπης βρίσκεται στην εξής αποκάλυψη: Να γίνουμε όλοι φως για όσους βρίσκονται στο σκοτάδι και ζήλος πυρός για όσους έχουν ψυγεί από την αμαρτία και την απελπισία.
Ο «σαμαρειτισμός» στην εκκλησιαστική γλώσσα είναι η μίμηση του Θεού στην πρόσκληση των άλλων με την ζωή και το παράδειγμα μας. Όταν με την πίστη και τα έργα τα οποία την φανερώνουν στους απελπισμένους αδελφούς μας στον κόσμο, θα ακυρωθεί κάθε ανθρώπινη θρησκεία και θα καταρρεύσει κάθε ειδωλολατρεία, πού τους κρατά δέσμιους και καθηλωμένους. Όταν τέλος το παν-δοχείο της Εκκλησίας θα γεμίσει με πληγωμένους ανθρώπους, οι οποίοι αναζητούν την Γιατρειά, οι οποίοι θα δουν ποιός είναι η Ζωή, οι οποίοι θα δούν τον Κύριο και Θεό τους, όπως ακριβώς Αυτός είναι και όπως Αυτός θέλησε να αποκαλυφθεί στους ανθρώπους.
ππκ 11-11-17 [
π.Παντ.Κρούσκος]
★ Ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου
Κυριακή Η' Κατά Λουκάν (ι' [10] 25-37)
Πρωτότυπο κείμενο
25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
26 Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;
27 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·
28 εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.
29 Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
30 Ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸἹερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα.
31 Κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
32 Ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼνἀντιπαρῆλθε.
33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸνἐσπλαγχνίσθη,
34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶοἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ·
35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷπανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.
36 Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς;
37 Ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Μετάφραση
25 Ἕνας νομικὸς ἐσηκώθηκε μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν πειράξῃ καὶ τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, τί νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;».
26 Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Εἰς τὸν νόμον τί εἶναι γραμμένον; Τί διαβάζεις;».
27 Ἐκεῖνος ἀπεκρίθη, «Νὰ ἀγαπήσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην τὴν καρδιά σου καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν σου καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμίν σου καὶ μὲ ὅλην τὴν διάνοιάν σου καὶ τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου».
28 «Ὀρθὰ ἀποκρίθηκες», εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «κάνε αὐτὸ καὶ θὰ ζήσῃς».
29 Ἐκεῖνος ὅμως ἤθελε νὰ δικαιώσῃ τὸν ἑαυτόν του καὶ εἶπε εἰς ταὸν Ἰησοῦν, «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου;».
30 Ὁ Ἰησοῦς ἀπήντησε, «Κάποιος κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ ἔπεσε σὲ ληστὰς, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἐτραυμάτισαν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένον.
31 Κατὰ σύμπτωσιν ἕνας ἱερεὺς κατέβαινε εἰς τὸν δρόμον ἐκεῖνον ἀλλ’ ὅταν τὸν εἶδε, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος.
32 Ὁμοίως καὶ ἕνας Λευΐτης, ὅταν ἔφθασε εἰς τὸν τόπον καὶ τὸν εἶδε, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος.
33 Ἕνας ὅμως Σαμαρείτης, ἐνῷ ἐβάδιζε, ἔφθασε κοντά του καὶ ὅταν τὸν εἶδε, τὸν σπλαγχνίσθηκε.
34 Τὸν ἐπλησίασε, ἔδεσε τὰ τραύματά του, ἀφοῦ τὰ ἄλειψε μὲ λάδι καὶ κρασί, τὸν ἀνέβασε εἰς τὸ δικό του ζῶον καὶ τὸν ἔφερε εἰς ἕνα ξενοδοχεῖο καὶ τὸν περιποιήθηκε.
35 Ὅταν ἔφυγε, τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἔβγαλε δύο δηνάρια καὶ τὰ ἔδωκε εἰς τὸν ξενοδόχον καὶ τοῦ εἶπε, «Περιποιήσου τον καὶ ὅ,τι δήποτε δαπανήσῃς ἐπὶ πλέον, ἐγὼ θὰ σοῦ τὸ ἀποδώσω ὅταν ἐπιστρέψω».
36 Ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ποιὸς σοῦ φαίνεται ὅτι ἔγινε πλησίον εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε εἰς τοὺς ληστάς;».
37 Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε τὴν εὐσπλαγχνίαν». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο».
Επιμέλεια, Πηγή:
sophia-ntrekou.gr