Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο Δρόμος θαμπός την αυγή, χωρίς σκιές (ανάλυση)

Ανδρέα Εμπειρίκου

της Σοφίας Ντρέκου

«Ο Δρόμος» του Ανδρέα Εμπειρίκου
«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ' έναν φράχτη αλαλάζει. 
Αμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει. 
Oι διαβάται αμέτρητοι. Ανάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Μοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ' στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα. 
O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά - Aθήνα, Μόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Μπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Μάντρε Οριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ' από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ' από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Αλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας. 
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Καμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ' ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: «Στον τόπο!» που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ' στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Οδυσσέα Ανδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Κιοσέ Μεχμέτ ή του Ομέρ Βρυώνη - έτσι, καθώς απ' το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ' απ' την Νταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Ελλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ!) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Αρβανιτάκη Tάκο! ω Αρβανιτάκη Χρήστο! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη. 
Και ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ' από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: 
«Tέρμα εδώ. Ετοιμασθήτε. O ποταμός Αχέρων». 
Την ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Βενετιά μ' ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός - μια τελευταία Βενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: 
«Περάστε, κύριοι, απ' εδώ. Τούτη είναι η βάρκα σας. Εμπάτε.» 
Και οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γόνδολες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν. 
Και ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών, Αγίων Πάντων.»[1]
Βίντεο: ο ίδιος ο Ανδρέας Εμπειρίκος, 
διαβάζει τον «Δρόμο». Διόνυσος 1964


Λογοτεχνική Ανάλυση στον «Δρόμο» του Εμπειρίκου Ανδρέα

Η πορεία της ζωής με τις ποικίλες ανατροπές, δυσκολίες, αλλά και στιγμές ευδαιμονίας∙ η πορεία που είναι κοινή για όλους -ανεξάρτητα από τις επιμέρους κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη ζωή κάθε ανθρώπου- υπό την έννοια πως είναι μια πορεία φθοράς με κοινό και αναπόδραστο τέλος, δίνεται από τον Ανδρέα Εμπειρίκο με τον παραστατικό και οικείο σε όλους συμβολισμό ενός δρόμου.

Ενός δρόμου που διατρέχει όλες τις χώρες και τις ηπείρους, υποδηλώνοντας έτσι πως η ζωή διατηρεί διαχρονικά και πανανθρώπινα μια σταθερή πορεία, με κοινά σημεία αναφοράς για όλους τους ανθρώπους. Πέρα, επομένως, από κάθε πιθανή ιδεολογική ή εθνολογική διαφοροποίηση, οι άνθρωποι είχαν και θα έχουν πάντοτε τη θνητότητά τους κι εν γένει την ανθρώπινη υπόστασή του ως στοιχείο που μπορεί και πρέπει να λειτουργεί ως ακατάλυτος συνεκτικός δεσμός μεταξύ τους.

Αναλυτικότερα:
«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη αλαλάζει. Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.»
Η ζωή του ανθρώπου -με εύλογη στιγμή εκκίνησης τη γέννηση- δίνεται από τον ποιητή με το σταδιακό ξεδίπλωμα του φωτός. Αμυδρός φωτισμός στην αρχή, καθώς ο ήλιος ανατέλλει το πρωί -γέννηση-, με το δρόμο να φαίνεται θαμπός∙ λαμπρότερο φως στη συνέχεια με τον ήλιο του μεσημεριού -νεότητα- να δημιουργεί μια αίσθηση έντονη, όπως αυτή που προκαλείται απ’ τον ήχο πνευστών οργάνων.

Το φως του μεσημεριού -η νεότητα του βίου- κοσμεί καθετί με μια ομορφιά πρωτόγνωρη, με μια λαμπρότητα που κάνει ολόκληρη την πλάση να μοιάζει μ’ ένα συνεχές πανηγύρι.

Τα νεανικά χρόνια του ανθρώπου, που χαρακτηρίζονται από αμεριμνησία και μια ορμέφυτη ευδαιμονία, αποκτούν περισσότερες συγκινήσεις, όταν στο δρόμο του ανθρώπου εισέρχονται κι άλλοι άνθρωποι, από κάθε πτυχή του κοινωνικού του βίου.

Κάποιοι βαδίζουν στο δρόμο, άλλοι μετακινούνται με οχήματα, κάποιοι συνεκδοχικά παραμένουν περισσότερο στο δρόμο, άλλοι περνούν βιαστικότερα, κι όλοι μαζί συνθέτουν το ξεχωριστό εκείνο ψηφιδωτό της ζωής κάθε επιμέρους ανθρώπου. Ένα συνονθύλευμα από δράσεις και αντιδράσεις, από συναισθήματα διαρκή και έντονα ή παροδικές συγκινήσεις, από αλληλεπιδράσεις και αντιθέσεις, που συνολικά χρωματίζουν και συνιστούν εν τέλει τη ζωή του ανθρώπου.

Η ζωή, αλλά και η ίδια η υπόσταση του ατόμου, άλλωστε, δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από τους άλλους ανθρώπους. Το άτομο δημιουργείται, διαμορφώνεται και συνεχώς επηρεάζεται από τους συνανθρώπους του. Το πέρασμα στο δρόμο της ζωής θα ήταν ανούσιο, αν όχι και αδύνατο, χωρίς την παρουσία κι άλλων διαβατών.

Υπάρχει, λοιπόν, μια τόσο ισχυρή σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε οι συνοδοιπόροι, όχι μόνο δε θα πρέπει να λαμβάνονται ως ξένες ή εχθρικές παρουσίες, αλλά πολύ περισσότερο θα πρέπει να γίνονται αποδέκτες βαθιάς ευγνωμοσύνης, μιας και διατηρούν σημαντικό ρόλο τόσο στην επιβίωση, όσο και στην ευτυχία κάθε μεμονωμένου ατόμου.
«Oι διαβάται αμέτρητοι. Ανάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.»
Οι διαβάτες στο δρόμο της ζωής είναι σαφώς αμέτρητοι, κι έτσι κάθε δεδομένη στιγμή ξεδιπλώνονται αμέτρητες παράλληλες ζωές, με τους ανθρώπους να βρίσκονται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση. Γεγονότα βιωμένα από κοινού εκλαμβάνονται κι ερμηνεύονται με τρόπους διαφορετικούς από κάθε άνθρωπο, ανάλογα με τις προσωπικές του επιθυμίες και επιδιώξεις. Μια αδιάκοπη επικοινωνία, μια αδιάκοπη επαφή αλληλεξάρτησης, που μπορεί ανά πάσα στιγμή είτε να προσφέρει ευδαιμονία είτε να πληγώσει.

Στο πλήθος των διαβατών εντοπίζει κανείς ανθρώπους από κάθε κοινωνική τάξη, με διαφορετικά επίπεδα μόρφωσης, κοινωνικής ευαισθησίας και αντίληψης. Άγνωστοι ποιητές, άνθρωποι που δεν αντικρίζουν την πορεία της ζωής με αδιαφορία, αλλά παρατηρούν, στοχάζονται και αποτυπώνουν τις εντυπώσεις και τις σκέψεις τους, επιχειρώντας να μετουσιώσουν τα βιώματα της ζωής -είτε αυτά είναι σημαντικά είτε καθημερινά συμβάντα- σε κάτι διαρκέστερο, σ’ ένα ποιητικά εκφρασμένο συλλογισμό που έρχεται να δώσει καίριες διαπιστώσεις ή μιαν απόπειρα ερμηνείας του πολυδιάστατου φαινομένου της ζωής. Το γεγονός, μάλιστα, πως είναι άγνωστοι τους επιτρέπει να έρχονται σ’ επαφή με τις πιο καθαρές πτυχές της προσωπικότητας των ανθρώπων που συναντούν και συναναστρέφονται.

Στον ίδιο δρόμο κινούνται κι ανώνυμοι άγιοι, άνθρωποι δηλαδή που έχουν δοκιμαστεί σκληρά στη ζωή τους κρατώντας ακέραιο το ήθος και το ψυχικό τους σθένος. Άνθρωποι που έχουν γνωρίσει τις άσχημες πτυχές της ζωής, χωρίς εντούτοις να έχουν ενδώσει στο κάλεσμα της αδικίας και τους μίσους∙ άνθρωποι των οποίων η ιστορία θα μείνει στην αφάνεια, μιας και υπήρξαν απλοί πολίτες του καθημερινού μόχθου. Κερδίζουν ωστόσο τη μνεία αυτή του ποιητή, που δεν παραγνωρίζει πως για κάθε ευτυχή ή ένδοξο άνθρωπο, υπάρχουν χιλιάδες άλλοι που έχουν κουβαλήσει το βάρος του κόπου και της δυστυχίας.

Όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι είτε είναι ευκατάστατοι είτε οικονομικά ασθενέστεροι, κινούνται στο δρόμο της ζωής, βιώνουν ποικίλες εμπειρίες κι έρχονται σ’ επαφή με άλλους ανθρώπους, σε μια διαδοχή γεγονότων που κάποτε μοιάζει τυχαία, αλλά στην πραγματικότητα συνιστά έκφανση της Μοίρας. Κάθε άνθρωπος υπακούει, έστω άθελά του, σε ό,τι του έχει οριστεί να ζήσει∙ ακολουθεί την πορεία που έχει εκ των προτέρων χαραχθεί για εκείνον.

Η αναφορά, βέβαια, στη Μοίρα είτε ληφθεί ως κυριολεκτική έκφραση πίστης του ποιητή στην ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης που καθορίζει την πορεία του ανθρώπου είτε όχι, βρίσκει τη δικαίωσή της στην απλή αλήθεια της δεδομένης για όλους εξέλιξης της ανθρώπινης ζωής, που μπορεί να αποδοθεί σχηματικά ως εξής: γέννηση – ακμή – παρακμή – θάνατος.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρενθετική αναφορά του ποιητή, όπου επεξηγεί πως η δύναμη στην οποία υπακούουν όλοι οι διαβάτες του δρόμου της ζωής δεν είναι άλλη από τη Μοίρα. Ο ποιητής αναγνωρίζει το ευδιάκριτο των συμβολισμών του ποιήματος και παραθέτει έτσι ο ίδιος την ερμηνεία όσων υπονοεί. Άλλωστε, πρόθεση του Εμπειρίκου δεν είναι η σύνθεση ενός κειμένου που θα ενέχει δυσκολίες στην πρόσληψή του από τον αναγνώστη∙ πρόθεση του είναι να εκφράσει με τρόπο παραστατικό τη λυτρωτική σκέψη πως η εμπειρία της ζωής είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους, σε όποια χώρα κι αν έχουν γεννηθεί, σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν. Πρόκειται για ένα μήνυμα συναδέλφωσης, που δε βασίζεται σε μια θεωρητική σύλληψη, αλλά στην προφανή διαπίστωση πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να παρεκκλίνει από την κοινή για όλους πορεία προς το θάνατο.
«O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά - Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ’ από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ’ από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.»
Η πανανθρώπινη διάσταση του μηνύματος του ποιητή γίνεται εύλογα αντιληπτή από το γεγονός πως δεν υπάρχει καμία χώρα, καμία πόλη, όσο απομακρυσμένη, μικρή ή ένδοξη κι αν είναι, που να μη διατρέχεται από το δρόμο αυτόν, από το δρόμο του ανθρώπινου βίου.

Ο δρόμος περνά από παντού, από την Ελλάδα, τη Ρωσία, την Αγγλία, την Κίνα, την Κολομβία, το Μεξικό, τις οροσειρές που διασχίζουν το Μεξικό, τη Χιλή και το Περού, καθώς κι από τόπους ιερούς, όπως είναι οι Δελφοί και η Δωδώνη, αλλά και τόπους ένδοξους όπως είναι τα Σάλωνα (Άμφισσα), τόπος δράσης του Αθανάσιου Διάκου και του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και της γέφυρας της Αλαμάνας, χώρος όπου ο Αθανάσιος Διάκος συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη, βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο. Ο δρόμος φτάνει ακόμη και στο κοσμοπολίτικο και ξακουστό Παρίσι, καλύπτοντας έτσι κάθε πιθανό προορισμό και μη διαχωρίζοντας ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές περιοχές.

Ο ποιητής απαριθμεί περιοχές απ’ όλο τον κόσμο, θέλοντας να τονίσει, όσο γίνεται πιο εμφατικά, την κοινή πορεία των ανθρώπων και να φέρει έτσι τους αναγνώστες του αντιμέτωπους με μια σκέψη, που αν και δε διατυπώνεται, κυριαρχεί σ’ όλο το κείμενο: πώς γίνεται να εμμένουμε στις μεταξύ μας διαφορές, όταν είναι τόσο σαφές πως όλοι έχουμε την ίδια μοίρα. Όλοι είμαστε εφήμεροι και εξίσου αδύναμοι μπροστά στο σαρωτικό πέρασμα του θανάτου∙ όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, Έλληνες ή μη, κινούμαστε στον ίδιο ακριβώς δρόμο, που επιφυλάσσει ακριβώς το ίδιο τέλος για όλους.

«Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο!" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ’ απ’ την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ!) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο! ω Aρβανιτάκη Xρήστο! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.»

Ο δρόμος
, βέβαια, δεν είναι πάντοτε ευχάριστος ή ασφαλής για όλους τους ανθρώπους, μιας και βασικό γνώρισμα της ζωής είναι, αν μη τι άλλο, οι πολλαπλές και συνήθως απρόσμενες ανατροπές σε ό,τι μόνο αφελώς θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ελεγχόμενη πορεία. Από τις ποικίλες μάλιστα δυσκολίες που μπορούν να προκύψουν στην πορεία ενός ανθρώπου, ο ποιητής επιλέγει ευφυώς ένα περιστατικό του 19ου αιώνα, όπου μια ομάδα Άγγλων ευγενών έπεσε θύμα Ελλήνων ληστών. Ένα συμβάν που έλαβε μεγάλες διαστάσεις εκείνη την εποχή και το οποίο λειτουργεί εξαιρετικά στην προσπάθεια του ποιητή να εξισώσει στο δρόμο της ζωής όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής και την οικονομική τους κατάσταση. Έτσι, όταν ο δρόμος των πλούσιων Άγγλων συνέπεσε με το δρόμο των φτωχών Ελλήνων ληστών, ο θάνατος υπήρξε η κοινή κατάληξη όλων.

Αναφερόμενος ο ποιητής στους κινδύνους του δρόμου ή στα περιστατικά εκείνα που διαταράσσουν την ηρεμία και τους συλλογισμούς του διαβάτη, ξεκινά με το δυσάρεστο ενδεχόμενο να βρεθεί κάποιος αντιμέτωπος με το βιασμό μιας γυναίκας από άνδρες πολλούς, με τις φωνές της να προκαλούν αναστάτωση και φόβο.

Ενώ, τις φωνές της γυναίκας διαδέχονται, σχεδόν συνειρμικά, άλλες φωνές, εκείνες των ληστών που λυμαίνονταν κατά το 19ο αιώνα τους επαρχιακούς δρόμους του προσφάτως ιδρυθέντος ελληνικού κράτους.

Ληστές που προκαλούσαν τρόμο στους διαβάτες, όταν τους πρόσταζαν να σταματήσουν κάθε κίνηση, κι υπό την απειλή όπλων ή μαχαιριών τους αφαιρούσαν χρήματα ή ό,τι άλλο τύχαινε να έχουν μαζί τους. Ληστές που έμοιαζαν, ως προς το ντύσιμο και τη μορφή, με τους ένδοξους αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, αλλά δε βρίσκονταν εκεί για να πολεμήσουν με Τούρκους στρατιώτες, όπως έκαναν κάποτε τα παλικάρια του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Μια τέτοια συμμορία ληστών, με αρχηγούς τα αδέρφια Τάκο και Χρήστο Αρβανιτάκη, βρέθηκε στα τέλη Μάρτιου του 1870 στο δρόμο μιας ομάδας Άγγλων περιηγητών, τους οποίους και απήγαγαν με σκοπό να ζητήσουν λύτρα, καθώς και γενική αμνηστία για τα αδικήματα που είχαν διαπράξει κατά το παρελθόν.

Τα δύο αδέρφια, με καταγωγή από την Ήπειρο, είχαν φέρει την οικογένειά τους στη Βοιωτία κι είχαν ως χώρο δράσης την ευρύτερη περιοχή της Στερεάς Ελλάδας. Με μια πολυμελή ομάδα υπό το πρόσταγμά τους, δεν περιορίζονταν μόνο σε ευκαιριακές ληστείες, αλλά κατέφευγαν και σε απαγωγές, που τους απέδιδαν μεγαλύτερα ποσά, απ’ όσα μπορούσαν να κερδίσουν απ’ τους ανυποψίαστους περαστικούς.

Η άτυχη ομάδα των περιηγητών αποτελούταν από το λόρδο Muncaster και τη γυναίκα του, το γραμματέα της αγγλικής πρεσβείας Edward Herbert, το δικηγόρο Ned Lloyd με τη γυναίκα και την κόρη του, το γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας κόμη Alberto de Boyl, καθώς και τον Έλληνα ξεναγό Αλέξανδρο Ανεμογιάννη.

Οι ληστές τους συνέλαβαν κοντά στο Πικέρμι, από εκεί τους μετέφεραν με μια επεισοδιακή πορεία προς τη Σκάλα του Ωροπού και τέλος στο Δήλεσι της Βοιωτίας, όπου εκτυλίχτηκε και το δραματικό κλείσιμο αυτής της ιστορίας, που έμεινε γνωστή ως η σφαγή του Δήλεσι. Παρά την προθυμία της αγγλικής πρεσβείας να πληρώσει το ποσό αρχικά των 25.000 κι ύστερα των 50.000 λιρών που ζητούσαν οι ληστές, η ελληνική πλευρά αρνούταν να συμφωνήσει στην παροχή αμνηστίας, μιας και κάτι τέτοιο απαγορευόταν από το Σύνταγμα.

Έτσι, η επίμονη άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να ενδώσει στις απαιτήσεις των ληστών, κατέληξε αρχές Απριλίου, συμπτωματικά Μεγάλη Πέμπτη, στη δολοφονία των τεσσάρων ξένων περιηγητών -τις γυναίκες της ομάδας τις είχαν απελευθερώσει προηγουμένως οι ληστές- δημιουργώντας θύελλα δυσμενών αντιδράσεων απ’ όλη την Ευρώπη εις βάρος του «απολίτιστου» ελληνικού κράτους.

Η συμπάθεια του ποιητή προς τους άδικα δολοφονηθέντες ξένους περιηγητές γίνεται εμφανής στον παρενθετικό στίχο, όπου με τρυφερότητα αναφέρεται στα ξανθά παιδιά της Αγγλίας που ήρθαν στην Ελλάδα και άγιασαν. Ένας μαρτυρικός θάνατος, λίγες μόλις μέρες πριν την Κυριακή του Πάσχα, με τη φύση να συμμετέχει στον επερχόμενο εορτασμό∙ η μυρωδιά το πεύκου και του θυμαριού κυριαρχούν στο χώρο, που σιγά σιγά αφήνεται στο κάλεσμα της άνοιξης. Έτσι, ο θάνατος των ξένων περιηγητών συμπίπτει με το ξύπνημα της φύσης, με το ξεδίπλωμα της ομορφιάς του γύρω τοπίου και φέρνει στη μνήμη του ποιητή τα λόγια του Αθανάσιου Διάκου: «Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει...».

Ένα μάλωμα προς τους ληστές, ένα μάλωμα που δεν κρύβει όμως και το θαυμασμό του γι’ αυτούς, εντοπίζουμε και στον παρενθετικό στίχο, όπου με κλητικές προσφωνήσεις απαριθμούνται τα ονόματα των συμμετεχόντων στα δραματικά γεγονότα εκείνης της απαγωγής. Οι ληστές αυτοί, που θα μπορούσαν να έχουν στρέψει τη δύναμη της νιότης τους προς πιο δημιουργικές δραστηριότητες, έθεσαν εκείνη τη μέρα έναν σαφή όρο: είτε θα λάμβαναν λύτρα βασιλικά -ένα ποσό που θα τους διασφάλιζε οικονομικά για χρόνια- είτε θα έσφαζαν τους ξένους.

«Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ’ από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: ''Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".»

Ο δρόμος, απαράλλαχτος, με όλους τους πιθανούς κινδύνους του διατρέχει σταθερά όλο τον κόσμο από τη Βόρεια Αμερική, την Ελλάδα, την Αλβανία έως τη Νότια Αμερική. Κι από την Ισπανία, με το μεγάλο ποταμό Γουαδαλκιβίρ που ποτίζει με τα νερά του την πόλη Κόρδοβα, συνεχίζει στις όχθες του ποταμού Αμούρ που διατρέχει την Κίνα και τη Ρωσία, και φτάνει ακόμη και στις όχθες του ποταμού Ζαμβέζη στην Αφρική. Είναι, μάλιστα, τόσο δυνατός και σταθερός, ώστε αντέχει χωρίς να φθείρεται το πέρασμα όλων των ανθρώπων κι όλων των οχημάτων, όσο βαριά κι αν είναι αυτά.

Περνά απ’ άκρη σ’ άκρη όλες τις μεριές της γης, προσφέροντας σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα να βρεθεί όπου κι αν θέλει∙ πόλεις, χωριά, λίμνες και λόφοι, όλα βρίσκονται στην παγκόσμια διαδρομή του. Από τη Φιλανδία έως το νοτιότερο άκρο της Αμερικής και πάλι ως την Ισπανία, ένας δρόμος γεμάτος συγκινήσεις, που όμως σταματά εντελώς ξαφνικά, σε διαφορετικό μάλιστα σημείο για κάθε άνθρωπο, τερματίζοντας τη μαγευτική πορεία τους.


Το πότε και το που θα τελειώσει ο δρόμος για κάθε άνθρωπο είναι κάτι που κανείς δεν το γνωρίζει. Η ώρα του θανάτου, η ώρα που οι άνθρωποι καλούνται να περάσουν στην αντίπερα όχθη του Αχέροντα, μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή και σε οποιοδήποτε σημείο. Αίφνης, ο άνθρωπος που καλείται να πάψει την πορεία του είτε εκείνη τη στιγμή βρίσκεται στη χώρα του είτε ταξιδεύει σε κάποιο ξένο προορισμό, βλέπει μπροστά του μια πινακίδα με μεγάλα γράμματα που του ανακοινώνει πως εδώ είναι το τέλος του δρόμου και πως πρέπει να ετοιμαστεί για το ύστατο πέρασμά του.

Η επίγνωση αυτή, πως η ζωή του ανθρώπου μπορεί να τερματιστεί οποιαδήποτε στιγμή, αποτελεί αφενός ένα ισχυρό κίνητρο, ώστε κάθε άνθρωπος να απολαμβάνει περισσότερο την πορεία του στον πολύτιμο δρόμο της ζωής, κι αφετέρου ένας βασικός λόγος για να είναι οι άνθρωποι πιο ταπεινοί και πιο ανθρώπινοι στις μεταξύ τους σχέσεις.

«Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ’ ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός - μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: «Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε.» Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.»

Ο ποιητής αναφερόμενος στο αιφνίδιο σταμάτημα του δρόμου, στην ανεπιθύμητη στιγμή του θανάτου, συνθέτει μια τελευταία εικόνα, ένα θεϊκό όραμα ως ύστατη απόλαυση των αισθήσεων για εκείνους που χάνουν πια το προνόμιο της ζωής. Μπροστά στα μάτια τους, σε όποια χώρα κι αν βρίσκονται, εμφανίζεται η ειδυλλιακή εικόνα της Βενετίας, με το Κανάλε Γκράντε, τη θαλάσσια λεωφόρο της παράλιας πόλεως, να τους προσφέρει όλη του την ομορφιά. Μια τελευταία αισθητική απόλαυση για τις αισθήσεις που πια θα νεκρωθούν, μια ύστατη εικόνα κάλλους, έστω κι αν οι τερματίζοντες δεν έχουν πια τη δύναμη να την εκτιμήσουν πλήρως.

Μαύρες γόνδολες στις αποβάθρες, έτοιμες να οδηγήσουν τους ανθρώπους στο τελευταίο τους ταξίδι, με οδηγό έναν ωχρό, πολύ αδύνατο γονδολιέρη, μα με χέρια δυνατά απ’ τις πολλές διαδρομές που έχει πραγματοποιήσει.

Οι μαύρες γόνδολες φέρνουν στη σκέψη του ποιητή τις μαύρες νεκροφόρες που χρησιμοποιούνται στην πραγματική ζωή∙ δηλώνει μάλιστα πως ήταν έτοιμος να χαρακτηρίσει έτσι τις γόνδολες, δίνοντας την αίσθηση ενός ολισθήματος που μόνο στον προφορικό λόγο θα μπορούσε να συμβεί. Επί της ουσίας βέβαια πρόκειται για την και προηγουμένως χρησιμοποιούμενη τακτική αποσυμβολισμού, που υπηρετεί την πρόθεση του ποιητή να δοθεί το ποίημα με κάθε δυνατή σαφήνεια.

Ο ψυχοπομπός γονδολιέρης καλεί τους συντετριμμένους επιβάτες του να περάσουν στη βάρκα που βρίσκεται εκεί ειδικά γι’ αυτούς κι εκείνοι υπακούν με τρόμο και θλίψη. Το βλέμμα τους είναι όμοιο μ’ εκείνων που έχουν καταδικαστεί σε εκτέλεση και αντικρίζουν τις κάνες των όπλων, λίγες στιγμές προτού η μοιραία ομοβροντία τους ρίξει στο έδαφος σφαδάζοντας απ’ τον πόνο που τους στερεί τη ζωή.

Οι επιβάτες του γονδολιέρη επιβιβάζονται για το τελευταίο τους αυτό ταξίδι χωρίς αποσκευές, χωρίς τίποτε απ’ όσα απέκτησαν όσο ζούσαν. Έτσι, όσοι πίστεψαν πως τα χρήματα και τα υλικά αγαθά είχαν κάποια αξία, μπαίνουν σε τούτη τη βάρκα, χωρίς να κρατούν τίποτα∙ ίσως μόνο στην ψυχή τους το τίμημα που πλήρωσαν για να πλουτίσουν.

«Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»

Ο θάνατος
κάποιων διαβατών δε θέτει βέβαια τέρμα σ’ αυτόν τον ακατάλυτο δρόμο. Η ύπαρξή του συνεχίζεται, μόνο που μοιάζει σκληρότερος για όσους κράτησαν στη μνήμη τους τούς φίλους και τα πρόσωπα τα αγαπημένα που χάθηκαν.

Ο δρόμος παραμένει ασυγκίνητος και άκαμπτος μπροστά στον πόνο των ανθρώπων, και μαλακώνει μόνο κάτω απ’ το έντονο φως της αθανασίας που συνοδεύει το πέρασμα των ποιητών. Εκείνων των ποιητών μάλιστα που η ψυχή τους είναι ένα με τα κορμιά τους, εκείνων των ποιητών που γεύτηκαν ολόψυχα τη ζωή μα δεν άφησαν τις εντυπώσεις του πόνου και της ευδαιμονίας να χαθούν υποταγμένες στο φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Είναι οι ποιητές που δάμασαν τις φευγαλέες στιγμές της ζωής, τις μετουσίωσαν σε λόγο και τις προσέφεραν δώρο αθάνατο στους κατοπινούς.

Το δώρο της αθανασίας δίνεται λοιπόν μόνο σ’ εκείνους τους ποιητές που συνέδεσαν την τέχνη τους πλήρως με τη ζωή τους περνώντας στους στίχους τους το πολύτιμο απόσταγμα απ’ το συνονθύλευμα εντυπώσεων αισθητικών και πνευματικών που συνιστούν τη ζωή και φέρνουν τον άνθρωπο -όχι συχνά- σε μικρές κορυφώσεις πλέριας αισθητικής απόλαυσης ή πνευματικής διαύγειας. Σκέψεις απόλυτης καθαρότητας, αισθήματα αγνής ευδαιμονίας ή πόνου που καθηλώνουν την ψυχή του ανθρώπου, διασώθηκαν απ’ τους εκλεκτούς ποιητές κι έλαβαν μορφή στο έργο τους.

Έτσι, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που είτε αφήνονται στη χαρά της ζωής είτε αφήνουν τη ζωή να τους προσπεράσει μένοντας προσκολλημένοι σε μια ανώφελη αδράνεια, χωρίς ποτέ να σκεφτούν να αντικρίσουν το θαύμα της ζωής ως μιαν ανεπανάληπτη πηγή σωματικών και πνευματικών ερεθισμάτων, ο απόηχος των οποίων δεν πρέπει να χαθεί, οι αγνοί ποιητές, οι αμόλυντοι απ’ την κενότητα της δόξας, ζουν με τη μέγιστη πληρότητα, μα κρατούν, συλλέγουν και αισθάνονται βαθιά μέσα τους κάθε ψηφίδα του ανθρώπινου θαύματος. Κοιτούν με θάρρος το εφήμερο πέρασμά τους και μορφοποιούν το έργο τους βαπτίζοντάς το στο μοναδικό υλικό των εμπειριών που έχουν ευλαβικά μαζέψει στην ψυχή τους.

Η θνητότητα και το παροδικό της ύπαρξής μας δεν μπορεί να είναι αιτία αδιαφορίας απέναντι σ’ εκείνους που έρχονται, απέναντι στις γενιές που ακολουθούν, κι αυτό το γνωρίζουν και το σέβονται απόλυτα οι αγνότεροι των ποιητών, που συσχετίζονται μάλιστα απ’ τον Εμπειρίκο με τους Άγιους Πάντες, με τους ανθρώπους εκείνους που μαρτύρησαν για το χριστιανισμό, μα που το όνομά τους έμεινε άγνωστο. Η διάθεση αυτοθυσίας κι η πίστη σε μιαν ανώτερη αξία και δύναμη, που γέμισε με δύναμη την ψυχή των μαρτύρων, επιτρέποντάς τους να πεθάνουν στο όνομα του Θεού τους, δονεί εν τέλει και την ψυχή των «αχράντων» ποιητών, οι οποίοι δεν αφήνουν την επίγνωση του θανάτου, την επίγνωση της θνητότητας, να ματαιώσει τη διάθεσή τους για προσφορά και για την επίπονη εκείνη πνευματική εμβάθυνση που πληρώνεται ακριβά σε χρόνο, σε χρόνο πολύτιμο και αναντικατάστατο.[2]

Ανδρέας Εμπειρίκος «Ο δρόμος» ως παράλληλο 
στον Δαρείο του Κωνσταντίνου Καβάφη


Σύγκριση ως προς το περιεχόμενο το ποίημα 
του Ανδρέα Εμπειρίκου «Ο δρόμος» με το ποίημα 
«Ο Δαρείος» του Κωνσταντίνου Καβάφη.

Διερεύνησης της θέσης των δύο ποιητών ως προς:
α) την υπεροψία των ανθρώπων και τις αιφνίδιες ανατροπές στη ζωή τους
β) τη βία
γ) την αξία της ποιητικής δημιουργίας
δ) τη σύνδεση διαφορετικών πολιτισμών
ε) τη θρησκεία

Εξέταση της χρήσης:
α) της ιστορίας
β) της θεατρικότητας

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ακολουθεί στο ποίημά του την τεχνική του αποσυμβολισμού. Υπάρχει κάποια ανάλογη λειτουργία στον Δαρείο του Καβάφη.
Κωνσταντίνος Καβάφης -  «Ο Δαρείος»

Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
του επικού ποιήματός του κάμνει.
Το πώς την βασιλεία των Περσών
παρέλαβε ο Δαρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν
κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ). Aλλ’ εδώ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ αναλύσει
τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:
ίσως υπεροψίαν και μέθην· όχι όμως — μάλλον
σαν κατανόησι της ματαιότητος των μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής.

Aλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που μπαίνει
τρέχοντας, και την βαρυσήμαντην είδησι αγγέλλει.
Άρχισε ο πόλεμος με τους Pωμαίους.
Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα.

Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!
Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς,
ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί.
Μέσα σε πόλεμο — φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.

Aδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.
Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.

Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά.
Αλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια
στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή.
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς,
οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Είναι να μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες;
Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας.—

Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,
επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —
το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην·
υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.

Βίντεο: Ο Γιώργος Π. Σαββίδης διδάκτωρ Φιλολογίας, το 1966 με την διατριβή «Oι Καβαφικές Εκδόσεις (1891-1932)», διαβάζει το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη «Ο Δαρείος».


α) Πρόθεση του Καβάφη -πέρα από τα ζητήματα ποιητικής- είναι να στηλιτεύσει τη στάση εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι, είτε ανήκουν στο χώρο της πολιτικής είτε αλλού, λησμονούν τη θνητότητά τους, αλλά και το επισφαλές οποιασδήποτε ανθρώπινης κατάστασης, και επιδεικνύουν μια -μη αποδεκτή για τον ποιητή- υπεροψία, που τους ωθεί σε υπέρμετρες επιδιώξεις. Ο Δαρείος για να κατακτήσει την εξουσία θα φανεί αμείλικτος απέναντι στους πιθανούς αντιπάλους του, το ίδιο κι ο Μιθριδάτης, ο οποίος επιπλέον θα συγκρουστεί με τους ισχυρούς Ρωμαίους επιδιώκοντας την επέκταση της κυριαρχίας του. Ακόμη κι ο Φερνάζης δείχνεται υπεροπτικός με τα σχέδιά του να συνθέσει ένα επικό ποίημα -είδος που τον φέρνει στα χνάρια του Ομήρου-, με το οποίο μάλιστα είναι σίγουρος πως θα επιβληθεί μια και καλή ως αξιόλογος ποιητής, αποστομώνοντας τους επικριτές τους.

Η υπεροψία κι η μέθη που αισθάνεται ο Δαρείος, όταν παραλαμβάνει την εξουσία του περσικού βασιλείου, είναι για τον Καβάφη συναισθήματα που δεν θα έπρεπε να διακρίνουν τους ανθρώπους, αν αυτοί πραγματικά αντιλαμβάνονταν πόσο εύκολα ανατρέψιμα είναι τα ανθρώπινα πράγματα. Κανονικά ο Δαρείος, αν είχε την αρμόζουσα πνευματική καλλιέργεια, θα έπρεπε να δέχεται την εξουσία ως μια υψηλή και δύσκολη ευθύνη απέναντι στους πολίτες, συναισθανόμενος πόσο μάταια είναι εν τέλει τα μεγαλεία. Ωστόσο, ο Δαρείος, ο Μιθριδάτης, ο Φερνάζης και πάμπολλοι άλλοι άνθρωποι στην πορεία των χρόνων παρασύρονται από ένα συναίσθημα, που σίγουρα δεν είναι θεμιτό για τους ανθρώπους, αφού η ευημερία, η καλοτυχία, αλλά κι η ίδια η ζωή των ανθρώπων μπορούν να παύσουν ανά πάσα στιγμή.

Κι αυτή ακριβώς τη σκέψη επιχειρεί να μας δώσει μ’ έναν εξαιρετικά παραστατικό τρόπο ο Ανδρέας Εμπειρίκος, συμβολίζοντας την πορεία της ζωής μ’ έναν δρόμο∙ πορεία που είναι κοινή για όλους -ανεξάρτητα από τις επιμέρους κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη ζωή κάθε ανθρώπου- υπό την έννοια πως είναι μια πορεία φθοράς με κοινό και αναπόδραστο τέλος. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος ν’ αφήνεται στην υπεροψία, και πώς μπορεί να αποζητά υπερβολική εξουσία, δύναμη και πλούτο, όταν εντελώς ξαφνικά -μια οποιαδήποτε στιγμή- μπορεί να επέλθει το τέλος της ζωής του: έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: «Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων».

Τόσο ο Καβάφης, όσο και ο Εμπειρίκος, έχοντας επίγνωση των αιφνίδιων ανατροπών που χαρακτηρίζουν τη ζωή των ανθρώπων, προτείνουν σύνεση και μετρημένη συμπεριφορά, αφού το δίχως άλλο, όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα κοινό δρόμο, μια κοινή πορεία να διανύσουν, η οποία αργά ή γρήγορα θα τους φέρει στο ίδιο τέλος. Η υπεροψία κι η μέθη της εξουσίας, η υπεροψία της δόξας ή του πλούτου, δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν το τέλος για κανέναν άνθρωπο.

Και μπροστά σ’ αυτή την τελική στιγμή του θανάτου, όλοι οι άνθρωποι ταπεινώνονται και -πιθανώς- συνειδητοποιούν πως τίποτε το επιπλέον που θέλησαν ν’ αποκτήσουν δεν έχει πια σημασία:
«Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.»
β) Κι οι δύο ποιητές εντάσσουν μέσα στα στοιχεία που ανατρέπουν τη ζωή, τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις των ανθρώπων τη βία που με τρόπο αιφνίδιο μεταβάλλει ή απειλεί τη μέχρι τότε κατάσταση. Η βία μπορεί να λαμβάνει τη μορφή του πολέμου:
«Και νάταν μόνο αναβολή, πάλι καλά. / Αλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια / στην Aμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. / Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωμαίοι.», 
ή να έχει έτερες μορφές που δεν έχουν βέβαια την έκταση μιας πολεμικής σύγκρουσης, αλλά συνιστούν και πάλι έναν εξαιρετικά επικίνδυνο παράγοντα για την πορεία των ατόμων:
«Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: «Στον τόπο!» που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ’ στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες...».
Όπως, λοιπόν, επισημαίνει ο Εμπειρίκος, ο δρόμος της ζωής «δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας», κι οι άνθρωποι δεν έχουν ν’ ανησυχούν μόνο για το θάνατο, καθώς η βία -ακόμη κι αν δεν επιφέρει το τέλος τους- μπορεί ωστόσο να ανατρέψει πλήρως τη ζωή τους.

γ) Ο Καβάφης παρουσιάζοντας με τρόπο ειρωνικό τις σκέψεις και την προσδοκία του Φερνάζη να χρησιμοποιήσει την ποίηση για να επιτύχει την προσωπική του ανάδειξη, επιχειρεί να τονίσει πως για έναν πραγματικό θεράποντα της ποιητικής τέχνης τέτοιου είδους κενόδοξες φιλοδοξίες δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν καμία σημασία. Η ποίηση είναι μια τέχνη που οφείλει κανείς να την υπηρετεί με απόλυτο σεβασμό, χωρίς να θυσιάζει την αλήθεια της προκειμένου να εξυπηρετήσει προσωπικά συμφέροντα. Ο Φερνάζης λειτουργεί οπότε -στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος- ως το αρνητικό παράδειγμα εκείνων των δημιουργών που προδίδουν την τέχνη τους.

Αντιστοίχως και ο Ανδρέας Εμπειρίκος τονίζει την ιδιαίτερη αξία της ποίησης και των αφοσιωμένων δημιουργών της: 

«Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.»

Ο δρόμος παραμένει ασυγκίνητος
και άκαμπτος μπροστά στον πόνο των ανθρώπων, και μαλακώνει μόνο κάτω απ’ το έντονο φως της αθανασίας που συνοδεύει το πέρασμα των ποιητών. Εκείνων των ποιητών μάλιστα που η ψυχή τους είναι ένα με τα κορμιά τους, εκείνων των ποιητών που γεύτηκαν ολόψυχα τη ζωή μα δεν άφησαν τις εντυπώσεις του πόνου και της ευδαιμονίας να χαθούν υποταγμένες στο φθοροποιό πέρασμα του χρόνου. Είναι οι ποιητές που δάμασαν τις φευγαλέες στιγμές της ζωής, τις μετουσίωσαν σε λόγο και τις προσέφεραν δώρο αθάνατο στους κατοπινούς.

Το δώρο της αθανασίας δίνεται λοιπόν μόνο σ’ εκείνους τους ποιητές που συνέδεσαν την τέχνη τους πλήρως με τη ζωή τους περνώντας στους στίχους τους το πολύτιμο απόσταγμα απ’ το συνονθύλευμα εντυπώσεων αισθητικών και πνευματικών που συνιστούν τη ζωή και φέρνουν τον άνθρωπο -όχι συχνά- σε μικρές κορυφώσεις πλέριας αισθητικής απόλαυσης ή πνευματικής διαύγειας. Σκέψεις απόλυτης καθαρότητας, αισθήματα αγνής ευδαιμονίας ή πόνου που καθηλώνουν την ψυχή του ανθρώπου, διασώθηκαν απ’ τους εκλεκτούς ποιητές κι έλαβαν μορφή στο έργο τους.

Έτσι, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που είτε αφήνονται στη χαρά της ζωής είτε αφήνουν τη ζωή να τους προσπεράσει μένοντας προσκολλημένοι σε μια ανώφελη αδράνεια, χωρίς ποτέ να σκεφτούν να αντικρίσουν το θαύμα της ζωής ως μιαν ανεπανάληπτη πηγή σωματικών και πνευματικών ερεθισμάτων, ο απόηχος των οποίων δεν πρέπει να χαθεί, οι αγνοί ποιητές, οι αμόλυντοι απ’ την κενότητα της δόξας, ζουν με τη μέγιστη πληρότητα, μα κρατούν, συλλέγουν και αισθάνονται βαθιά μέσα τους κάθε ψηφίδα του ανθρώπινου θαύματος. Κοιτούν με θάρρος το εφήμερο πέρασμά τους και μορφοποιούν το έργο τους βαπτίζοντάς το στο μοναδικό υλικό των εμπειριών που έχουν ευλαβικά μαζέψει στην ψυχή τους.

Η θνητότητα και το παροδικό της ύπαρξής μας δεν μπορεί να είναι αιτία αδιαφορίας απέναντι σ’ εκείνους που έρχονται, απέναντι στις γενιές που ακολουθούν, κι αυτό το γνωρίζουν και το σέβονται απόλυτα οι αγνότεροι των ποιητών, που συσχετίζονται μάλιστα απ’ τον Εμπειρίκο με τους Άγιους Πάντες, με τους ανθρώπους εκείνους που μαρτύρησαν για το χριστιανισμό, μα που το όνομά τους έμεινε άγνωστο. Η διάθεση αυτοθυσίας κι η πίστη σε μιαν ανώτερη αξία και δύναμη, που γέμισε με δύναμη την ψυχή των μαρτύρων, επιτρέποντάς τους να πεθάνουν στο όνομα του Θεού τους, δονεί εν τέλει και την ψυχή των «αχράντων» ποιητών, οι οποίοι δεν αφήνουν την επίγνωση του θανάτου, την επίγνωση της θνητότητας, να ματαιώσει τη διάθεσή τους για προσφορά και για την επίπονη εκείνη πνευματική εμβάθυνση που πληρώνεται ακριβά σε χρόνο, σε χρόνο πολύτιμο και αναντικατάστατο.

δ) Τα κύρια πρόσωπα του ποιήματος ο Δαρείος Α', ο Μιθριδάτης ΣΤ', αλλά και ο επινοημένος ποιητής Φερνάζης με το περσικό όνομα, καθιστούν εμφανή και κυρίαρχη την παρουσία του ανατολικού στοιχείου. Ωστόσο, ήδη με τον Μιθριδάτη το ελληνικό στοιχείο διαπλέκεται με το ανατολικό, καθώς ο βασιλιάς αυτός αντλούσε την καταγωγή του τόσο από την ανατολή, μέσω της γραμμής που τον συνέδεε με τον Δαρείο, όσο και από την Ελλάδα μέσω της μητέρας του, της Λαοδίκης. Η Λαοδίκη, κόρη του Αντιόχου Δ', αποτελούσε μέλος της οικογένειας των Σελευκιδών, οι ρίζες της οποίας ξεκινούσαν από τη Μακεδονία. Ο Μιθριδάτης, λοιπόν, χάρη στη μητέρα του είχε εκπαιδευτεί κατά τα ελληνικά πρότυπα και γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Στην ελληνική γλώσσα, άλλωστε, επιλέγει να συνθέσει το επικό του ποίημα και ο Φερνάζης, τιμώντας με αυτό τη διπλή καταγωγή του Μιθριδάτη. Το θέμα του ποιήματος είναι ο Δαρείος, ώστε να επαινεθεί η σύνδεσή του με τον οίκο των Αχαιμενιδών, αλλά συντίθεται σε ελληνική γλώσσα, ώστε να επαινεθεί και η σύνδεσή του με τη Μακεδονία και τον οίκο των Σελευκιδών.

Ο ποιητής Φερνάζης εντάσσει τον εαυτό του στους Καππαδόκες -η Βόρεια Καππαδοκία ήταν κομμάτι του βασιλείου του Μιθριδάτη-, προσεύχεται στους θεούς της Ασίας, χρησιμοποιεί ωστόσο την ελληνική γλώσσα ως μέσο ποιητικής έκφρασης.

Ο Καβάφης, συνάμα, τοποθετεί τη δράση του ποιήματος στην Αμισό μια από τις σημαντικότερες πόλεις του ποντιακού βασιλείου, η οποία είχε ιδρυθεί αρκετούς αιώνες πριν από Έλληνες αποίκους. Το ελληνικό στοιχείο, άλλωστε, ήταν ισχυρό σε αρκετές πόλεις του Πόντου, ενώ πολλοί κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής είχαν εξοικειωθεί με τον ελληνικό πολιτισμό χάρη και στις προσπάθειες του Μιθριδάτη ΣΤ'.
Δείτε: Είμαι Κωνσταντινουπολίτης, Κωνσταντίνος Καβάφης
Κι ενώ ο Καβάφης ενδιαφέρεται κυρίως να δείξει την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στις περιοχές της Ασίας, ο Εμπειρίκος επιθυμεί να περάσει ένα πανεθνικό μήνυμα προβάλλοντας εμφατικά το κοινό στοιχείο της ανθρώπινης πορείας. Η πανανθρώπινη διάσταση του μηνύματος του ποιητή γίνεται εύλογα αντιληπτή από το γεγονός πως δεν υπάρχει καμία χώρα, καμία πόλη, όσο απομακρυσμένη, μικρή ή ένδοξη κι αν είναι, που να μη διατρέχεται από το δρόμο αυτόν, από το δρόμο του ανθρώπινου βίου. Ο δρόμος περνά από παντού, από την Ελλάδα, τη Ρωσία, την Αγγλία, την Κίνα, την Κολομβία, το Μεξικό, τις οροσειρές που διασχίζουν το Μεξικό, τη Χιλή και το Περού, καθώς κι από τόπους ιερούς, όπως είναι οι Δελφοί και η Δωδώνη, αλλά και τόπους ένδοξους όπως είναι τα Σάλωνα (Άμφισσα), τόπος δράσης του Αθανάσιου Διάκου και του Οδυσσέα Ανδρούτσου, και της γέφυρας της Αλαμάνας, χώρος όπου ο Αθανάσιος Διάκος συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη, βρίσκοντας μαρτυρικό θάνατο. Ο δρόμος φτάνει ακόμη και στο κοσμοπολίτικο και ξακουστό Παρίσι, καλύπτοντας έτσι κάθε πιθανό προορισμό και μη διαχωρίζοντας ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές περιοχές.

Ο ποιητής απαριθμεί περιοχές απ’ όλο τον κόσμο, θέλοντας να τονίσει, όσο γίνεται πιο εμφατικά, την κοινή πορεία των ανθρώπων και να φέρει έτσι τους αναγνώστες του αντιμέτωπους με μια σκέψη, που αν και δε διατυπώνεται, κυριαρχεί σ’ όλο το κείμενο: πώς γίνεται να εμμένουμε στις μεταξύ μας διαφορές, όταν είναι τόσο σαφές πως όλοι έχουμε την ίδια μοίρα. Όλοι είμαστε εφήμεροι και εξίσου αδύναμοι μπροστά στο σαρωτικό πέρασμα του θανάτου∙ όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, Έλληνες ή μη, κινούμαστε στον ίδιο ακριβώς δρόμο, που επιφυλάσσει ακριβώς το ίδιο τέλος για όλους.

ε) Ο Καβάφης χρησιμοποιεί την αναφορά στη θρησκεία:
«Θεοί μεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε μας», 
για να τονίσει πως ο Φερνάζης παρά τη γνώση της ελληνικής γλώσσας και παρά την εκτίμηση που έχει για τον ελληνικό πολιτισμό, δεν παύει να είναι ένας Ασιάτης∙ ο οποίος τη στιγμή του φόβου επιστρέφει στους προγονικούς του θεούς και ζητά τη βοήθειά τους. Ο ελληνικός πολιτισμός έχει υπερισχύσει, αλλά δεν έχει απαλείψει ό,τι επί της ουσίας συνιστά την ιδιαίτερη ταυτότητα των κατοίκων της Ασίας.

Ο Εμπειρίκος από την άλλη αξιοποιεί την αναφορά στη θρησκεία:
«των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων», 
για να συνδέσει τη διάθεση προσφοράς, το πνεύμα αυτοθυσίας και την ένταση των δοκιμασιών που έχουν περάσει οι άνθρωποι που θεωρήθηκαν Άγιοι, με τις ανάλογες ποιότητες των πραγματικών «των ακραιφνών και των αχράντων» ποιητών, οι οποίοι στη σκέψη του ποιητή είναι αδέρφια με τους Άγιους. Αδελφοποίηση που φανερώνει την κλιμάκωση της αφοσίωσης στην οποία φτάνουν οι πραγματικοί ποιητές προκειμένου να δώσουν στο έργο τους την αλήθεια της ψυχής τους.


α) Η χρήση της ιστορίας από τον Καβάφη είναι ένα μέσο αποστασιοποίησης απ’ τα παροντικά γεγονότα κι από επικαιρικούς συσχετισμούς που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ακέραιη μετάδοση των συλλογισμών του ποιητή. Είναι συνάμα κι ένας τρόπος για να διασφαλίσει την καθολικότητα και τη διαχρονικότητα των σκέψεων που παρουσιάζει στο ποίημά του. Ο Καβάφης, άλλωστε, αξιοποιεί συχνά την ιστορία για να αντλήσει συμπεριφορές, περιστατικά και γεγονότα που εν δυνάμει μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς σημαντικών μηνυμάτων για το σύγχρονο αναγνώστη.

Ο Εμπειρίκος, ωστόσο, δεν χρησιμοποιεί την ιστορία όπως ο Καβάφης, για να αποδεσμευτεί απ’ τους συσχετισμούς του παρόντος, αλλά περισσότερο για να θυμίσει (κι εμμέσως να τιμήσει) πρόσωπα και γεγονότα ενός όχι και τόσο απομακρυσμένου παρελθόντος. Η ιστορική αναφορά δεν γίνεται εδώ μέσο αποστασιοποίησης, αλλά μέσο εμπλουτισμού της εμπειρίας των αναγνωστών. Έτσι, ο Εμπειρίκος μας θυμίζει τη δράση των ληστών που λυμαίνονταν κατά τον 19ο αιώνα τις επαρχιακές κυρίως περιοχές του τότε πρόσφατα ιδρυθέντος ελληνικού κράτους. Ληστές που προκαλούσαν τρόμο στους διαβάτες, όταν τους πρόσταζαν να σταματήσουν κάθε κίνηση, κι υπό την απειλή όπλων ή μαχαιριών τους αφαιρούσαν χρήματα ή ό,τι άλλο τύχαινε να έχουν μαζί τους. Ληστές που έμοιαζαν, ως προς το ντύσιμο και τη μορφή, με τους ένδοξους αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, αλλά δε βρίσκονταν εκεί για να πολεμήσουν με Τούρκους στρατιώτες, όπως έκαναν κάποτε τα παλικάρια του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

β) Με την εναλλαγή στις αφηγηματικές φωνές και το πέρασμα από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο ποιητής προσδίδει ζωντάνια και παραστατικότητα στο ποίημα. Στη θεατρικότητα συμβάλλει και η αναπάντεχη είσοδος του υπηρέτη, ο οποίος καταφτάνει τρέχοντας, όπως και η προσφώνηση του Φερνάζη προς τους θεούς της Ασίας. Επιπλέον, ο Καβάφης φροντίζει με τους μονολόγους του Φερνάζη (οι σκέψεις κι οι προβληματισμοί του φανταστικού ποιητή), με τις ρητορικές ερωτήσεις, αλλά και τη σκηνοθετική παρουσίαση της κίνησης των προσώπων (που μπαίνει / τρέχοντας), να δημιουργήσει παραστατικές εικόνες στους αναγνώστες, πλούσιες σε κινήσεις, λόγια, σκέψεις και διαλόγους (ή εσωτερικούς μονολόγους).

Η θεατρικότητα δίνει την αναγκαία ζωντάνια στο ποίημα και ενισχύει την εντυπωτική του δυνατότητα, καθώς ο αναγνώστης μπορεί να παραστήσει στη σκέψη του τα γεγονότα και να αισθανθεί τα δραματικά απρόοπτα, την ανησυχία και την ταραχή του Φερνάζη. Πρόκειται για ένα στοιχείο που αξιοποιείται σταθερά στην ποίηση του Καβάφη, και το οποίο ενυπάρχει και στο ποίημα του Εμπειρίκου.

Εντοπίζουμε, λοιπόν, στο ποίημα «Ο δρόμος» λόγια προσώπων («Στον τόπο!» / «Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε.»), αλλά και πληθώρα εικόνων κίνησης («προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους», «μέσ’ στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα» κ.ά) ή εικόνες μ’ έντονο το στοιχείο της σκηνοθεσίας («που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου», «και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα» κ.ά). Στοιχεία με τα οποία το ποίημα αποκτά εμφανή θεατρικότητα και μπορεί να προσληφθεί απ’ τον αναγνώστη ως μια σειρά επεισοδίων ή σκηνών, που αν και δεν έχουν μεταξύ τους εμφανή χρονική ή τοπική σύνδεση, υπηρετούν ωστόσο τη μετάδοση των κεντρικών θεματικών.

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ακολουθεί στο ποίημά του την τεχνική του αποσυμβολισμού. Υπάρχει κάποια ανάλογη λειτουργία στον Δαρείο του Καβάφη;

Ο Εμπειρίκος στο ποίημά του ακολουθεί την τεχνική του αποσυμβολισμού, υπό την έννοια πως καθιστά προφανή το συμβολισμό τόσο του δρόμου -τη σύνδεσή του δηλαδή με την πορεία της ανθρώπινης ζωής- όσο και επιμέρους στοιχείων, όπως είναι για παράδειγμα οι μαύρες γόνδολες στο ύστατο όραμα των ανθρώπων, όπου χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ποιητής: «πήγα να πω σαν νεκροφόρες», επεξηγώντας έτσι πως πρόκειται ουσιαστικά για το τελευταίο ταξίδι, για το πέρασμα στον άλλο κόσμο. Πρόθεση του Εμπειρίκου, επομένως, δεν είναι να θέσει έναν ποιητικό γρίφο στους αναγνώστες του, αλλά με τρόπο παραστατικό και εναργή να τους τονίσει πως ο δρόμος της ζωής είναι κοινός για όλους, όπως ακριβώς και το τέρμα αυτού του δρόμου.

Αντιθέτως, ο Καβάφης στο δικό του ποίημα επιδιώκει και επιτυγχάνει με τη χρήση πολλαπλών επιπέδων ειρωνείας να δημιουργήσει ένα αμφίσημο κλείσιμο στο ποίημα, μη επιτρέποντας στον αναγνώστη να καταλάβει ξεκάθαρα αν ο Φερνάζης καταλήγει να επιλέξει την αλήθεια μένοντας πιστός στην ποιητική τέχνη ή αποβλέποντας και πάλι στο προσωπικό του συμφέρον, επειδή προσβλέπει σε μια πιθανή αλλαγή στην εξουσία του βασιλείου.

Έτσι, στον αντίποδα της απόλυτης σαφήνειας που επιχειρεί ο Εμπειρίκος, ο Καβάφης χρησιμοποιώντας την ειρωνεία, δημιουργεί εντυπώσεις και αμφισημίες τις οποίες δεν επιθυμεί να αποσαφηνίσει, καθώς μέσω αυτών εμπλουτίζει τα επίπεδα ανάγνωσης και πρόσληψης του ποιήματος. Δεν είναι, άλλωστε, μόνο η στάση και τα κίνητρα του Φερνάζη υπό αμφισβήτηση∙ ακόμη και ο ίδιος ο Καβάφης, ενώ επιδιώκει με την αξιοποίηση της αποστασιοποίησης να αποτρέψει οποιαδήποτε συσχέτισή του με τον φανταστικό Φερνάζη, δεν αποκλείει τελείως τις συσχετίσεις μαζί του, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο να λειτουργεί σε κάποιο -περιορισμένο έστω- βαθμό ως προσωπείο του.[3]
ΠερισσότεραΚωνσταντίνος Καβάφης

Βίντεο: Ο Δημήτρης Λιαντίνης μιλάει για τον Ανδρέα Εμπειρίκο
σε διημερίδα με θέμα τον υπερρεαλσμό, στις 19 Μαΐου 1994.

Περισσότερα: Δημήτρης Λιαντίνης 


Βιογραφικό του Ανδρέα Εμπειρίκου 

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη  Μπράιλα ή Βραΐλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.

Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, πιστός στο κίνημα όσο κανένας άλλος Έλληνας συγγραφέας, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές», κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του.

Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Υψικάμινος», ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα «Ο Μέγας Ανατολικός», που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά τον θάνατό του.[5]

Περισσότερα από τον Εμπειρίκο Ανδρέα

Βιβλιογραφία/παραπομπές:
1. Ο Δρόμος (από την Oκτάνα, Ίκαρος 1980) www.snhell.gr
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού (Γιώργος Π. Σαββίδης)
2.,3. latistor.blogspot.com / Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
4. Βίντεο από το YouTube, εταιρεία της Google
5. Σύντομο βιογραφικό του Ανδρέα Εμπειρίκου. Beaton, Roderick (1996). Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία: Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992. μετάφραση: Ευαγγελία Ζούργου, Μαριάννα Σπανάκη. Αθήνα: εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 238 - Γιατρομανωλάκης, Γ. (Νοέμβριος 1985). «Αποκάλυψη και αναγέννηση στον Α. Εμπειρίκο». Χάρτης (17/18): 649. - Βαγενάς, Νάσος (23-12-2001). «Έλλειμμα νηφαλιότητας - Επίλογος στο Έτος Εμπειρίκου».
Πηγήwww.sophia-ntrekou.gr


Βιντεο/αφιέρωμα στον Ανδρέα Εμπειρίκο
by Αέναη επΑνάσταση | Sophia-Ntrekou.gr

την ποιητική του συλλογή "ΟΚΤΑΝΑ" 
Η ποιητική αυτή συλλογή, εκφράζει ένα 
συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό 
σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, 
τον θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου 
ως βασικά θέματα. ΕΔΩ
























Ανδρέας Εμπειρίκος - Andreas Embirikos (1901-1975):
Ποιητής, πεζογράφος, ψυχαναλυτής, φωτογράφος

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της γενιάς του Τριάντα και εισηγητή του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Ο Εμπειρίκος θεωρείται ένας από τους πιο εμπνευσμένους και πιο γόνιμους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα, ένας από τούς κύριους εκπροσώπους του ελληνικού μοντερνισμού, πρωτοπόρος και ανανεωτής της νεότερης ποίησής μας, τολμηρός και επαναστατικός στην σκέψη και στο λόγο του, οραματιστής και διαπρύσιος κήρυκας ενός εδεμικού, ερωτικού και απελευθερωμένου βίου.

Δείτε ακόμη: