Κωστής Παλαμάς ✍ αφιέρωμα στον ποιητή που ήχησαν οι σάλπιγγες


Το να σηκωθείς είναι δύσκολο μα όχι ακατόρθωτο.
Το να πάρεις όμως την Ιστορία στην πλάτη σου
και να την κουβαλήσεις σε λεύτερα μονοπάτια,
στο ξέφωτο, αυτό και αν είναι ηρωισμός.

Κωστής Παλαμάς. Ένας από τους 
σπουδαιότερους ποιητές της Ελλάδας 

Έρευνα, Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

«Με τον Παλαμά λύεται ευφρόσυνα ένα υπόκωφο δράμα δυο χιλιάδων χρόνων. Το παλαμικό έργο είναι ο τόπος όπου γίνεται η ολοκληρωτική πραγμάτωση και ανάσταση του ελληνικού ποιητικού λόγου στη ζωή». Γιώργος Σεφέρης (Δοκιμές, Α’, 215).

Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 – Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός, κριτικός της λογοτεχνίας, και ο μοναδικός Έλληνας ποιητής που ήταν διαρκώς υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ κατά τη δεκαετία του ’30.

Βιοπορίστηκε μέσω της δημοσιογραφίας, γράφοντας σε πρωτοποριακά φύλλα της εποχής (Ραμπαγάς, Άστυ, Εφημερίδα, Εστία, Μη χάνεσαι), και από το 1880 αναδείχθηκε σε εξέχουσα μορφή της νέας λογοτεχνικής γενιάς (με συνοδοιπόρο τον Γεώργιο Δροσίνη), εκφράζοντας την αποκαλούμενη Νέα Αθηναϊκή σχολή.

Υπέρμαχος του δημοτικισμού, και παρά την εχθρική στάση των αρχαιόπληκτων οπαδών της καθαρεύουσας, παρέμεινε σταθερός στις γλωσσικές του πεποιθήσεις, «ο δημοτικισμός αποτελεί την αρετήν μου».

Η «Ασάλευτη ζωή» (1904), αποτελεί το πρώτο μεγάλο του έργο, που χαρακτηρίζεται από λυρική τελειότητα και φιλοσοφικό βάθος. Ένα από τα κορυφαία ποιήματα της συλλογής είναι και η «Φοινικιά», ύμνος στον φυσικό πλούτο.

Έπονται «Ο δωδεκάλογος του γύφτου» (1907), με τον Παλαμά να σαλπίζει την απάρνηση των παρηκμασμένων αξιών, και την εν συνόλω πολιτιστική αναδημιουργία, και η ρωμαλέα «Η φλογέρα του βασιλιά» (1910), έργα επικά, στα οποία οι φιλοσοφικές και ποιητικές ιδέες του Παλαμά, είναι πλέον κατασταλαγμένες.

Το 1912 εκδίδονται οι συλλογές «Σατιρικά γυμνάσματα», «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας» και «Η πολιτεία και η μοναξιά». Ακολουθούν οι «Βωμοί» (1915), «Τα παράκαιρα» (1919), «Τα δεκατετράστιχα» (1919), και το 1925 κυκλοφορούν «Οι πεντασύλλαβοι», «Τα παθητικά κρυφομιλήματα», «Οι λύκοι» και τα «Δυο λουλούδια», απηχώντας το τραγικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας, με τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και πρόσφυγες, και τη συντριβή της ποιητικής ψυχής του Παλαμά. Μάλιστα, «Οι λύκοι» γράφτηκαν την ημέρα που οι Τούρκοι έμπαιναν στη Σμύρνη.

Ο δημιουργικός οίστρος δεν εγκατέλειψε τον ποιητή, και το 1928 εκδίδονται οι «Δειλοί και σκληροί στίχοι», το 1929 «Ο κύκλος των τετράστιχων» και «Οι πεζοί δρόμοι», το 1931 η συλλογή «Περάσματα και χαιρετισμοί», το 1935 «Οι νύχτες του Φήμιου».

27 Φεβρουαρίου του 1943 περνά στην ΑΘΑΝΑΣΙΑ, σε ηλικία 84 ετών, ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς. Ήταν βαριά άρρωστος όταν κοιμήθηκε στο σπίτι του, στην οδό Περιάνδρου 3 στην Πλάκα. Πέθανε σε βαθιά γεράματα έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του Μαρίας (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση) στις 9 Φεβρουαρίου του 1943.

ο Κωστής Παλαμάς στην νεκρική κλίνη

Την επομένη, στην κηδεία του ποιητή, το υπόδουλο έθνος προβαίνει σε μιαν απερίγραπτη έκρηξη αγωνιστικού πνεύματος απέναντι στη βαρβαρότητα της φασιστικής κατοχής. Τα λόγια του Σικελιανού αντηχούν σε κάθε άκρο της Ελληνικής επικράτειας.

Ο γιος του Λέανδρος, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Τσάτσου δεν επιθυμούσε η κηδεία του πατέρα του να πάρει εθνοπατριωτική διάσταση, επειδή φοβόταν πως οι Ιταλικές αρχές κατοχής θα του στερούσαν το διαβατήριό του.

«Ο Παλαμάς είναι ο πατέρας της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης. Υπήρξε ο μεγαλύτερος ποιητής δυο γενεών, πνευματικός πατέρας όλων. Όλοι πατήσανε πάνω στα φτερά του για να βρούνε τον εαυτό τους». Κώστας Βάρναλης (Πρωία, 28 Φεβρουαρίου 1943).


Γράφει στο προσωπικό της ημερολόγιο η συγγραφέας Ιωάννα Τσάτσου.

28 Φεβρουαρίου 1943 Χτες βράδυ μια είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μια είδηση ασύλληπτη. Ο Γέρο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός. Τρέξαμε αμέσως στην οδό Περιάνδρου. Εκεί βρήκαμε τον Άγγελο Σικελιανό αναστατωμένο κι αυτόν. Δεν ακούονταν άχνα. Άφωνοι όλοι κοιτάζαμε το γεροντάκι να κοιμάται και περιμέναμε ώρες ορθοί κοντά του. Τι περιμέναμε;… Ίσως τη γνώριμη λάμψη των ματιών του κάτω από τα πυκνά χαμηλωμένα φρύδια του… Μα τίποτα πια. Το μυστήριο άπλωνε. Μια μεγάλη ψυχή που χώνεται στον Άδη και τον τραντάζει και ενώνει τους κόσμους.

Πώς η είδηση μαθεύτηκε και βούιξε όλη η Αθήνα;... Πώς το νεκροταφείο σήμερα ήταν μαύρο από κόσμο; Όλη η Ελλάδα ήταν εκεί. Οι Ιταλοί φρουροί είχαν μαζευτεί στις γωνιές τους και κοίταζαν θαυμάζοντας, φοβισμένοι. Το σιωπηλό αυτό πλήθος είχε ένα μεγαλείο, που έκανε τους ξένους προσεκτικούς. Μετείχε στο θάνατο.

Στριμωχτήκαμε με κόπο μέσα στην εκκλησία. Χιλιάδες είχανε μείνει απ' έξω. Ο Μακαριότατος χοροστάτησε και αποχαιρέτησε το νεκρό. ‘Έπειτα μια φωνή τράνταξε τη φωνή και τα τοιχώματα, η φωνή του Σικελιανού:

«Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα

...Ηχήστε σάλπιγγες…………………………»


Νέα παιδιά σήκωσαν το μικρό φέρετρο, μαζί μ' αυτά και ο Σικελιανός πρώτος και το 'φεραν στον ήλιο και στον άπειρο λαό. Όλοι είχαμε αφήσει τα κορμιά μας πίσω και προχωρούσαμε με το νεκρό. Πλάι μου ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Κωστάκης ήταν άσπροι από συγκίνηση.

Η μεγάλη στιγμή έφτασε. Το πρώτο χώμα ακούστηκε πάνω στο ξύλο. Τότε ο Κατσίμπαλης με την πιο δυνατή από όλες τις φωνές του άρχισε τον Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…» και μαζί μ΄ αυτό όλοι μας.

Η Ελληνική γη γαλήνεψε. Την είχαμε κερδίσει απ' άλλους δρόμους. Είμαστε ελεύθεροι.

Στην κηδεία του ποιητή της ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ
γίνεται η πρώτη αντικατοχική εκδήλωση.
 

Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α' νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.

Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 απήγγειλε στην κηδεία του Κωστή Παλαμά, ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός (1884-1951) το περίφημο ποίημά του, που αρχίζει με τους στίχους «Ηχήστε οι σάλπιγγες». «Σε αυτό το φέρετρο ακουμπάει η Ελλάδα» που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:

Άγγελος Σικελιανός: Παλαμάς

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,  δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς !",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! 
Ένας λαός, σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές 
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Βίντεο: Για τον Παλαμά - Ηχήστε οι σάλπιγγες
(Ποίηση και απαγγελία Άγγελου Σικελιανού)
Το τραγούδι Crusade - Video Classica 
του καλλιτέχνη Kevin MacLeod


Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής.

Γεννήθηκε το 1859 στην Πάτρα, οι γονείς του, όμως, κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Σε ηλικία επτά χρόνων ορφάνεψε και από τους δύο γονείς και ανατράφηκε στο Μεσολόγγι από τον θείο του Δημήτρη. Δεκαέξι χρόνων ήρθε για σπουδές στην Αθήνα, όπου άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Η πρώτη ποιητική συλλογή του, Τα Τραγούδια της Πατρίδος μου, δημοσιεύτηκε το 1886, ενώ το ποίημα Ο Ύμνος της Αθηνάς βραβεύτηκε στον Α΄ Φιλαδέλφειο διαγωνισμό. Το 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη και το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο, όπου εργάστηκε για τριάντα χρόνια. Την ίδια χρονιά έχασε τον μικρό του γιο, Άλκη, γεγονός που τον συγκλόνισε. Ο πόνος και ο θρήνος του ποιητή εκφράστηκε με συντριπτικό τρόπο στη συλλογή του Ο Τάφος (1898).


Κατά τα άλλα, πέρασε ήσυχα τη ζωή του γράφοντας και μελετώντας, ενώ ταξίδεψε ελάχιστα. Πέθανε μέσα στην καρδιά της Κατοχής, το 1943, σε βαθιά γεράματα. Η κηδεία του, που έγινε στο Α΄ νεκροταφείο, πήρε τη σημασία εθνικού γεγονότος, αφού τα πλήθη, μετά την απαγγελία του ποιήματος «Ηχήστε οι σάλπιγγες» από τον Σικελιανό, τραγούδησαν τον Εθνικό Ύμνο.

Ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε πολυγραφότατος και πολυμαθής, μαχητικός υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας, την οποία ονόμασε «εθνική γλώσσα». Εξέδωσε δεκαοκτώ ποιητικές συλλογές, πολλά διηγήματα, ένα δράμα και πλήθος κριτικών μελετών.

Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάς επίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.

Αντλούσε τα θέματά του από την ιστορία, την παράδοση, τη φιλοσοφία, την καθημερινότητα κ.ά. Υπήρξε πολύμορφος και πολύπλευρος τόσο ως προς τις ιδέες του όσο και ως προς τις ποιητικές τεχνοτροπίες που αγκάλιασε. Η ποίησή του διακρίνεται για τον γλωσσικό της πλούτο, τη βαθύτατη στοχαστικότητά της, την πυκνότητα των νοημάτων της, τη δραματικότητα και το λυρικό της πάθος.

Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940). Ανάμεσα σε αυτούς που πρότειναν τον Παλαμά για το βραβείο υπήρξε και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος πρότεινε τον Παλαμά τρεις φορές (1928, 1930 και 1935). Σήμερα "τιμής ένεκεν" φέρεται αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις στην Αθήνα.

Ο Κωστής Παλαμάς σε νεαρή ηλικία

Η κριτική για το έργο του

«Οπωσδήποτε ο Παλαμάς μπόρεσε να μείνει κάπου 40 χρόνια ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του λογοτεχνικού κόσμου στον τόπο μας. […] Μέσα στις εκατοντάδες των σελίδων του χτίζεται ένας νέος κόσμος, βασισμένος στη λαϊκή κυρίως παράδοση, όπως την αποκάλυπτε η νεαρή τότε επιστήμη της Λαογραφίας και όπως την έπλαθε η παλαιότερη και σύγχρονη δραματική ελληνική ιστορία. Στην προσπάθειά του να αξιοποιήση τους θησαυρούς της λαϊκής παράδοσης αποκάλυψε και το δικό του μοναδικό γλωσσοπλαστικό ταλέντο, καθώς συναντήθηκε με μιαν ανάλογη ευφορία και δύναμη, με την οποία είναι προικισμένος ο ελληνικός λαός.

Ο Παλαμάς είναι από τους ελάχιστους νεοέλληνες λογοτέχνες, που μπορούν να θεωρηθούν ως ουσιαστικοί ανανεωτές και “πληθυντές” της ποιητικής μας γλώσσας. Αλλά η γλωσσική συμβολή του Παλαμά, έστω και αν είναι η βασική, δεν είναι διόλου η μοναδική. Μέσα του έπαλλε η ψυχή και η λαχτάρα ενός αληθινού αναγεννητή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι την τέχνη και την επιστήμη ο Παλαμάς θεωρούσε ως τους δύο πόλους μιας νέας ζωής […]. Η τέχνη και η επιστήμη, ας το πούμε και αλλιώς, αποτελούσαν για τον Παλαμά τη μεγάλη και την πιο τέλεια διαλεκτική σύνθεση της ζωής […].

Αυτή η οικουμενικότητα του Παλαμά, καθώς και η κατάφασή του στη γνώση, αποτελούν και δύο καίρια γνωρίσματα της ποίησής του […]. Συνήθως τα γνωρίσματα αυτά προβάλλονται σαν επιχειρήματα για τη στήριξη της θεωρίας, ότι ο Παλαμάς είναι ένας θολός, αξεκαθάριστος, εγκεφαλικός και πολυΐστορας ποιητής, που δεν έδωσε ένα έργο διηθημένο και διυλισμένο, όπως π.χ. ο Σολωμός […].

Ωστόσο θα μπορούσε να εγερθή στο σημείο αυτό η ένσταση, ότι τα χαρακτηριστικά ακριβώς αυτά εμφανίζουν τον ποιητή πρωτοποριακό και από μιαν άλλη άποψη, αφού σήμερα η παρεμβολή της γνώσης στο σώμα της ποίησης —και μάλιστα της γνώσης που έχει ανασυρθή από τα αρχεία και τα παλιά βιβλία, πβ. το μεγάλο ποιητή Τ.S. Eliot— έγινε όχι μόνο κάτι νόμιμο, αλλά έχει σχεδόν πάρει τις διαστάσεις της μόδας […]· κι αν παρατηρήται συχνά στους παλαμικούς στίχους μια ρητορεία και ένας πλατειασμός, μια φραστική υπερβολή, αυτό δεν οφείλεται μονάχα στην ιδιοσυστασία του δημιουργού τους —που είναι άλλωστε χαρακτηριστική και της ελληνικής νοοτροπίας και ψυχολογίας—, αλλά και στη ζωηρή, φανατική συχνά συμμετοχή του στο πνευματικό προπάντων και στο ιστορικό παρόν της εποχής του. Ο Παλαμάς είναι γι’ αυτό ο πιο γνήσιος, ο πιο αυθεντικός εθνικός ποιητής. […]

Τέλος πρέπει να τονιστή και η μετρική σοφία και δεινότητα του Παλαμά: τα ποιήματά του, μικρά ή μεγάλα, τραγούδια ή πλατιές επικολυρικές συνθέσεις, είναι από τα πιο στέρεα, τα πιο άρτια χτισμένα μνημεία έμμετρου νεοελληνικού λόγου.»
(Μ. Γ. Μερακλής, Η Ελληνική Ποίηση. Ρομαντικοί. Η εποχή του Παλαμά. Μεταπαλαμικοί, Σοκόλης, Αθήνα, 1977, σελ. 220-223)

«Το πρώτο λοιπόν αισθητικό γνώρισμα της νέας ποιητικής που εγκαινίασε ο Παλαμάς, ήταν η ολοκληρωτική προσδοχή της παραμελημένης ως τότε δημοτικής, σαν παντοδύναμης δημιουργικής ιδέας και η τελετουργική εγκαθίδρυσή της μέσα στην άγονη περιοχή της ποιητικής τέχνης. Από μιας αρχής, σχεδόν, ο Παλαμάς ταύτισε τη δημοτική γλώσσα με την ποιητική έμπνευση κι εξάρτησε απόλυτα το αισθητικό αποτέλεσμα της τέχνης του από το δούλεμα της γλώσσας. […]

Αδίσταχτα μπορούμε να πούμε, πως ο Παλαμάς δημιούργησε τη νεοδημοτική ποιητική μας γλώσσα, συγχωνεύοντας όλες τις προηγούμενες παραδόσεις κι εμπειρίες. […] Η ποιητική γλωσσοπλαστική οδήγησε τον Παλαμά στην ελληνική πραγματογνωσία. Έτσι, με τον έρωτα της δημοτικής, ο από μιας αρχής ανήσυχος πνευματικός του κόσμος κατόρθωσε να πλατύνει τα όριά του όπου γεωγραφικός, ιστορικός και πνευματικός ελληνικός χώρος, κι ύστερα να πάρει το φύσημά του προς καθολικότερους ουρανούς.»
(Α. Καραντώνης, Γύρω στον Παλαμά, τ. Β΄, Γκοβόστης, Αθήνα, 1971, σελ. 7)

«Η τέχνη του τον οδηγούσε ασυναίσθητα στη ζωντανή γλώσσα. Μετά το διάβασμα όμως του “Ταξιδιού” του Ψυχάρη, γίνεται σιγά σιγά ως τα 1900 ο δημοτικισμός γι’ αυτόν συνείδηση, σύστημα, κοσμοθεωρία. […] Θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρηθή ο Παλαμάς δημοτικιστής στατικά και ανεξέλιχτα ή πως ήταν πιστός ψυχαριστής. Πίστευε στην καθάρια δημοτική για τον ποιητικό λόγο, χωρίς όμως την απόλυτη πειθαρχία στους φωνητικούς νόμους της νέας Ελληνικής, που κήρυχνε ο Ψυχάρης, και ήταν ακόμα πιο συμβιβαστικός με την καθαρεύουσα στον πεζό.»
(Ν. Π. Ανδριώτης, «Η γλώσσα του Παλαμά», Νέα Εστία, Χριστούγεννα, 1943, σελ. 234, 235)

«[…] H σειρά των “Πατρίδων” […] ανήκει στα πιο ευτυχισμένα κατορθώματα του Παλαμά. Γραμμένη με συγκρατητή έμπνευση, από το πρώτο ίσαμε το τελευταίο δεκατετράστιχο, στέκει σαν κάτι αξεπέραστο στο είδος τούτο στην όλη παραγωγή του. Βέβαια, ήρθε αργότερα ένα ολάκερο βιβλίο, “Τα δεκατετράστιχα”, όπου ο πολύτροπος ποιητής προσπάθησε να υποτάξει σε κάθε ιδιοτροπία της δεξιοτεχνίας του το δυσκολοδάμαστο τούτο είδος, ήρθαν ακόμη ένα σωρό παρόμοια συνθέματα σε άλλα του βιβλία, μα τη γεροσύνη, το μεγαλείο, τη συγκίνηση, την αίσθηση του περιττού, που συντυχαίνουμε στις “Πατρίδες”, δεν μπορούμε να τις σημαδέψουμε με ίση άνεση αλλού. Επιτέλους, αδράχνουμε μέσα κει, ανάμεσα στ’ άλλα, ακομμάτιαστη και τη διπλή ψυχή του Παλαμά: το λόγιο και τον ποιητή, το ρεμβαστή και τον πολύξερο αναδιφητή, μα έτσι αδελφωμένους, που να στέκουν αντίκρυ μας σαν ένας δείχτης προς την εσώτερην ύπαρξή του.

Συνήθισα ν’ αγαπώ τις “Πατρίδες” κ’ ίσως την ώρα τούτη να μιλώ περισσότερο με την αγάπη μου παρά με την αθόλωτη κρίση. Ωστόσο, η σειρά τούτη μας δείχνει όλο το νόημα που παίρνει μέσα στη σκέψη του Παλαμά η “πατρίδα”. Από τον τόπο που γεννήθηκε, από τον τόπο που μεγάλωσε, από τον τόπο που ρίζωσε κι ασάλευτος απόμεινε, στον τόπο το μεγαλύτερο που είναι η Ελλάδα, σαν όρος γεωγραφικός και σα θεωρητική σύλληψη, κι από τούτον στις άλλες χώρες και στη γη την απέραντη και στο σύμπαν ολάκερο και στο άναρχο κι ατελεύτητο κι απεριόριστο χάος, που το συμβολίζει στην αίσθησή του “η γαλήνη των μνημάτων”. Η πατριδολατρία του κάθε στιγμή ανεβοκατεβαίνει όλη τούτη τη σκάλα, πότε με συλλογισμένες, φρόνιμες δρασκελιές και πότε με πολυθόρυβα αντιχτυπήματα.

[…] Δεν έχει κλείσει ακόμα τα σαράντα του χρόνια ο ποιητής κι ωστόσο νιώθει, πως βρίσκεται μακριά από το λαμπερόχρωμο συμπόσιο της ζωής, από το μαγευτικό “πανηγύρι στα σπάρτα”:

Το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα πλέκουν,
Το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα
Με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα.

“Το πανηγύρι στα σπάρτα” τον πρόσμεινε σ’ όλη του τη ζωή. Όσο βυθίζεται μέσα στη θαμποφωτισμένη σπηλιά της γνώσης, τόσο αισθάνεται πως ξεμακραίνει από τη χαρά του κόσμου τούτου, ενάντια στη βιοτική του ακαματιά, την απραγμοσύνη και τη δειλία του, κάτι που ολοφάνερα δείχνει την ολότελα θεωρητική και ρεμβαστική συγκρότηση της ιδιοσυγκρασίας του […].»
(Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Γ΄ Κωστής Παλαμάς, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 41993, σελ. 88-89, 92-93)

«Ο Παλαμάς δεν ήταν μόνο ένας γνήσιος και φλογερός, ένας κατ’ εξοχήν ποιητής, ψυχή με υψηλή πάντα ποιητική θερμοκρασία, αλλά και στοχαστής αξιόλογος που με τη μελέτη και την αυτοανάλυση έσκυψ’ εξεταστικά απάνω στα καλαισθητικά ζητήματα, και πνεύμα λαίμαργο και οξύ που δεν του έφτανε να ζει μόνο την Τέχνη και να την υπηρετεί, λειτουργός και δούλος της, αλλά ήθελε και θεωρητικά να ερευνά και συνειδητά με το στοχασμό να κάνει τα πολλά και σκοτεινά προβλήματά της.

[…] Στους πρώτους λόγους [του Δωδεκάλογου του Γύφτου] ο Γύφτος-ποιητής, γεμάτος μένος καταλυτικό, περνάει όλη την κλίμακα των αρνήσεων έξαλλος, ακάθεκτος, απηνής. Ψυχή άπληστη και αδυσώπητη φτύνει, σαρκάζει, γκρεμίζει όλες τις ανεπανόρθωτα φθαρμένες αξίες.

[…] Ο ποιητής όμως δεν γκρεμίζει, απλώς για να καταλύσει. Δεν κατέχεται από νοσηρό πάθος χαλασμού, ούτε κάνει γύρω του όλα στάχτη, για να χορέψει εωσφορικά απάνω στα ερείπια. Γκρεμίζει για να ξαναχτίσει. Χαλάει για να ξαναφτιάξει. Ν’ ανοικοδομήσει θέλει από τα χαλάσματα τη νέα ζωή· να θέσει τις νέες, τις αυθεντικές αξίες· να ευαγγελιστεί τα νέα, τα γνήσια ιδανικά.»
(Ε. Π. Παπανούτσος, Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Ίκαρος, Αθήνα, 1977, σελ. 11, 87-88)


«Στον Δωδεκάλογο έδειξε ο Παλαμάς, όπως πριν ποτέ, τον πλούτο των ρυθμών που είχε μέσα του και που γίνηκαν από τότε και κτήμα της γλώσσας μας. Εδώ στον Προφητικό Λόγο έχει ο ρυθμός κάτι πομπικό, πλατύ, πλουσιοπάροχο σαν τις δίπλες μιας πορφύρας. Έχει τη θλίψη που έχει ο πλούτος μιας νεκρικής πομπής. Έχει όμως και κάτι άλλο μαζί. Έχει και το κορύφωμα της θλίψης σε μια γαληνιαία αντιμετώπιση του θανάτου. […] Το τελευταίο που πεθαίνει είναι η Φήμη […]. Το θάνατό της η φύση και κανείς άλλος δε θα κλάψει […]. Τιμωριέται τώρα η Ελλάδα, η άσωτη, η αλαφρόμυαλη, η άπιστη, η αμαρτωλή. […] Ο ξεπεσμός της Ελλάδας είναι της ψυχής ξεπεσμός, είναι ο ηθικός αφανισμός του Γένους. Αυτόν κλαίει ο ποιητής.»
(Κ. Τσάτσος, Παλαμάς, Εστία, Αθήνα, 31966, σελ. 151-152)

«Στον έβδομο Λόγο, στον “Προφητικό”, πέφτει κι η τελευταία αξία που στύλωνε τον παλιό κόσμο, το Βυζάντιο: Σκοτώνεται κι έτσι αφανίζεται το ηρωικό πνεύμα, που συμβολίζονταν στη δράση του Διγενή Ακρίτα, που τραγούδησε κι επικαλέστηκε στη Φλογέρα του Βασιλιά. Ο Ακρίτας, η καρδιά κι η ψυχή της Ρωμιοσύνης, πάει, και παντού χύνεται η νύχτα της καταστροφής και του θανάτου. Αφού πια μέσα στην ψυχή του Γύφτου δε μένει τίποτα όρθιο από τον παλιό κόσμο, έρχεται η ανάνηψη κι η απολύτρωση.

Ο ποιητής δεν μας λέει καθαρά πώς έγινε το θαύμα αυτό της μεταμόρφωσης και της αλλαγής στον ήρωα. Δε μας αναπτύσσει ποιο εσωτερικό δράμα συντελέστηκε μέσα του, ώστε να δεχτεί τις νέες αξίες, πώς από γκρεμιστής έγινε χτίστης κι οικοδόμος του νέου χτιρίου της ζωής. Έτσι, απότομα, στους τελευταίους στίχους του “Προφητικού”, οραματίζεται έναν καινούργιο κόσμο, μια νέα πλάση, και περιμένει έναν ουρανόσταλτο λυτρωτή, που θάφερνε την ανθρωπότητα προς το καλύτερο, προς το ηρωϊκότερο κι υψηλότερο. Εδώ ξεπροβάλλει κι η Ελλάδα με το μέλλον της, που θα τη λυπηθεί ο Θεός και θα τη λυτρώσει κι αυτήν από τα παλιά της κρίματα και τις αμαρτίες. […]

Οι τελευταίοι Λόγοι του Γύφτου είναι εποικοδομητικοί και κηρύσσουν την πίστη του ποιητή στις νέες πλάκες των αξιών, που κομίζει στην ανθρωπότητα σαν άλλος Μωυσής. Κι οι αξίες αυτές είναι η Τέχνη, η Αγάπη, η Θεότητα, η Δύναμη, και τελευταία η Επιστήμη, αναγεννημένες βέβαια και ξαναβαφτισμένες στην κολυμπήθρα του αισθήματος και της αγνείας. Είναι ο παλιός κόσμος, με τις αξίες του, που ξανάρχεται στη ζωή σαν κόσμος νέος. Και στο σημείο αυτό, οπότε αρχίζει να φωτίζει το νέο κόσμο η χαραυγή της μελλοντικής ανάστασης, αξίζει να παρακολουθήσουμε τον ποιητή και ν’ ανεβούμε μαζί του στις κορφές εκείνες απ’ όπου οραματίζεται και προφητεύει το αύριο.»
(Φ. Μιχαλόπουλος, Κωστής Παλαμάς, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα, 1994, σελ. 206-209)

«Ο “Προφητικός” φαίνεται σα λόγος παρένθετος μέσα στο Δωδεκάλογο. Ο Γύφτος λείπει από δαύτον. Και τη θέση του κατέχει ο Προφήτης, ο ποιητής που γίνεται προφήτης. Από την άποψη της ελληνικής Ιδέας της εκφρασμένης μέσα στο Δωδεκάλογο ο λόγος τούτος έχει καίρια σημασία. Είναι μια δήλωση βροντόφωνη της πίστης του Παλαμά στην ανεξάντλητη ζωντάνια της φυλής, στην ικανότητά της να ξαναγεννιέται και να σηκώνεται ατράνταχτη ύστερ’ απ’ όλους τους ξεπεσμούς. Μα και συνάμα είναι η έκφραση της βαθύτατης ιστορικής νομοτέλειας, που ανοίγει, για τους ζωντανούς οργανισμούς, τις εποχές της ακμής ύστερ’ από την παρακμή. Και, πάρα πέρα, της νομοτέλειας της βιολογικής, που επάλληλα ξετυλίγει τη φθορά και τη δημιουργία. Και, ακόμη αληθινότερα, της κίνησης της ίδιας της ύπαρξης του ποιητή, που ύστερ’ από την αποκαρδίωσή του από τον ολόγυρα κόσμο, ύστερ’ από το παράδομά του στην πιο στυγνή αποκαρτέρηση, ξαναβρίσκει τη δύναμη για τ’ ανέβασμα, την πίστη στον εαυτό του και την πεποίθηση στην αξία της προσπάθειας.

Η λευτεριά που κέρδισε με την άρνηση δεν είναι η λευτεριά που του πρέπει. Ο χαλαστής πρέπει οριστικά να γίνει και οικοδόμος.

[…] Και τώρα μια σύντομη αναδρομή, στην εποχή του απελπισμού, στους καιρούς που προετοιμάζεται μέσα στη συνείδηση του Παλαμά το ιστορικό γεγονός της Ανόρθωσης. Η αγανάχτηση για την κατάντια του τόπου παίρνει άλλη μορφή, αρμόδια και τούτη στη γεμάτη πάθος και φουρτουνιασμένη φύση του ποιητή. Ο επικολυρικός του Δωδεκάλογου και της Φλογέρας γίνεται ο χλευαστής των Σατυρικών γυμνασμάτων (λαθεμένα γράφει τότε τη λέξη σάτιρα με υ): σαράντα τέσσερα ποιήματα κλειστής μορφής (τέσσερα τρίστιχα κ’ ένας στίχος ξεχωριστός, στο τέλος, το καθένα), σε δυο σειρές, την πρώτη γραμμένη στα 1907, τη δεύτερη τον Αύγουστο του 1909. Η σάτιρα του Παλαμά δεν έχει καμιά σχέση με την κούφια ευφυολογία των “ευθυμογράφων”.

Ο ποιητής, πλούσιος σε μάθηση και πιστός στη συνείδηση του είδους, συνεχίζει με τον τρόπο του την πορεία του Λασκαράτου ανάμεσα στα στραβά και τ’ ανάποδα του νεοελληνικού βίου. Στο αναμεταξύ έχουν διαπρέψει άλλοι “σατιρικοί”: ο Γ. Σουρής, ο Δ. Κόκκος, ο Μπάμπης Άννινος, μερικοί άλλοι ακόμα, κατασκευαστές λογοπαιγνίων, πολλαπλών καμιά φορά, κωμωδιών και στιχηρών ευθυμογραφημάτων. Μα όλοι τούτοι είναι στο βάθος άκακοι και ανώδυνοι· σπανιότατα ξεπερνούν το φλούδι των περιστατικών και δεν κατορθώνουν μήτε μια φράση αληθινά λογοτεχνική, ικανή να νικήσει τον καιρό της. 

Ο Παλαμάς ανεβαίνει ίσαμε την ιερή πηγή της σάτιρας: ίσαμε τον Αρχίλοχο, ίσαμε το Γιουβενάλη. […] και παίρνει το βούνευρο και το κατεβάζει, ορμητικά, σφυριχτά, απάνου στις καμπουριασμένες πλάτες, τις σκεβρωμένες από την άβαθη πολιτικολογία, τον ανεδαφικό και στέρφο ιδεαλισμό, τη λαχτάρα της εύκολης χαμοζωής, το λαίμαργο συμφεροντάκι του μικρονοικοκύρη, την κούφια προγονοπληξία του ρήτορα […]. Ο ποιητής ονειρεύεται μια γενιά Αρχίλοχων,
Αρχίλοχος δεν είμαι· είμαι ο πατέρας που ξανά τους Αρχίλοχους θα σπείρει μια γενιά τίμιων και δυνατών Ελλήνων, που θα ξέρουν και να θυμώνουν και να τρέφουν με τη χολή τους την εκδίκηση και θα γίνονται στην πρεπούμενη ώρα σκληροί, καθώς σκληρός γίνεται κι ο ίδιος, αντί να μαραζώνει υπομονετικά και άδοξα να σιγοπεθαίνει. Μα, για να πραγματωθεί όλο τούτο, δεν αρκούν τα εφήμερα μπαλώματα και οι πρόσκαιρες μεταρρυθμίσεις. Πρέπει ν’ αλλάξει ο νους. Και το θεμέλιο της αλλαγής η παιδεία.

[…] Υπάρχει μια συγγένεια μυστική ανάμεσα στο Δωδεκάλογο και στα Σατυρικά γυμνάσματα. Κοινό είναι το πνεύμα της άρνησης που τα διατρέχει. Ο Γύφτος τ’ αρνιέται όλα ολόγυρά του, για να χτίσει μια καινούρια ζωή καλύτερη· και ξαναγυρίζει σε ό,τι έχει αρνηθεί, για να πάρει όσα χρήσιμα απομένουν, για να εντάξει τα περασμένα, ανάλογα με την αληθινή τους αξία, στην κοσμογονία που ονειρεύεται. Τα σατυρικά γυμνάσματα ξετυλίγονται σε στενότερο χώρο. Ελάχιστα προχωρούν πέρ’ από την καθημερινή επικαιρότητα, από την Αθήνα της εποχής, από την κριτική της αδιάκοπης δημοσιογραφικής τυμπανοκρουσίας. συχνά μοιάζουν με στιχηρή κριτική κύριου άρθρου.

Μα και μέσα στο στενό τούτο χώρο, και μέσα στο ξέσπασμα μιας αγανάχτησης, που γίνεται άρνηση, μα δεν προφταίνει (και να ταιριάζει στο είδος) και θετικά να εκδηλωθεί, ο ποιητής αφήνει να θαμποχαράξει ο πλατύτερος κόσμος του, το μέσα του πλούτος, ο επίμονος λυτρωτικός οραματισμός του. Είναι το ίδιο λυρικό κίνημα ψυχής, που φέρνει το Γύφτο ίσαμε την όποια του ολοκλήρωση και τον Αρχίλοχο των Σατυρικών γυμνασμάτων ίσαμε την άρνηση και των άξιων εκείνων που ο Γύφτος ανάστησε με την οικοδομική του ικανότητα. Κι ακόμα, μολονόπου ο ποιητής στα Σατυρικά του μεταχειρίζεται και τη γλώσσα του δρόμου και δε φοβάται τη λέξη την ακαλαίσθητη, την ασυμμάζευτη, την τραχιά, στρογγυλεμένη πάντα με τη μαστοριά του, η λυρική του φύση δεν απουσιάζει.»
(Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Γ΄ Κωστής Παλαμάς, Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 41993, σελ. 180-181, 206-207, 209)

Ὤ! Πόλη! - Κωστὴς Παλαμᾶς

Ὤ! Πόλη! Ἐσὺ τοῦ πράσινου διθάλασσο ὅραμα,
Πατρίδα τῆς Πατρίδας μου, οἱ Σουλτάνοι
Σὲ ντρόπιασαν, ἐμάρανέ σε ὁ Ξεπεσμός.
Ὅμως ὁ Ἀθάνατος Ἀϊτὸς δὲ σὲ ξεχνάει.

Ἀπὸ Βοριᾶ, ἀπὸ Δύση κι ἀπ᾿ Ἀνατολή,
Ἀράδα κράδα δοξαστὴς ρηγάδων τροπαιοφόρων,
Γυρνάει τὶς νύχτες πρὸς ἐσὲ νὰ στάξει δάκρυα πύρινα.
Ἀπάνου ἀπ᾿ τοὺς τάφους τῶν Αὐτοκρατόρων.(*)

(*) Αναφορά στην Κωνσταντινούπολη βλ. εδώ: Κ.Π. Καβάφης: Πάρθεν η Ρωμανία (ανάλυση) Η συγκλονιστικότερη μέρα του νεότερου Ελληνισμού. Η ΠΟΛΙC ΕΑΛΩ


από το ζωγράφο Σπύρο Ζαχαρόπουλο

Ποιητικό έργο
  • Τραγούδια της πατρίδος μου (1886)
  • Ύμνος εις την Αθηνάν (1889)
  • Τα μάτια της ψυχής μου (1892)
  • Ίαμβοι και ανάπαιστοι (1897)
  • Ο Τάφος (1898) 
  • Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης (1900)
  • Η ασάλευτη ζωή (1904)
  • Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907)
  • Η φλογέρα του Βασιλιά (1910)
  • Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912)
  • Σατιρικά Γυμνάσματα (1912)
  • Η πολιτεία και η μοναξιά (1912)
  • Βωμοί (1915)
  • Τα παράκαιρα (1919)
  • Τα δεκατετράστιχα (1919)
  • Οι πεντασύλλαβοι και Τα παθητικά κρυφομιλήματα- Οι λύκοι- Δυο λουλούδια από τα ξένα (1925)
  • Δειλοί και σκληροί στίχοι (1928)
  • Ο κύκλος των τετράστιχων (1929)
  • Περάσματα και χαιρετισμοί (1931)
  • Οι νύχτες του Φήμιου (1935)
  • Βραδινή φωτιά (1944, μεταθανάτια έκδοση επιμελημένη από τον γιό του Λέανδρο)
  • Η Κασσιανή 

Πεζογραφικό έργο

Διηγήματα
  • Ένας ψηφοφόρος, 1887.
  • Το τέλος του ανεμόμυλου, 1887.
  • Το σκολειό και το σπίτι, 1888.
  • Παθήματα δικαστικού, 1888.
  • Παλιό τραγούδι του νέου καιρού, 1890.
  • Θάνατος Παλληκαριού, 1891.
  • Το σπίτι του γραμματικού, 1891.
  • Το μήνυμα, 1895.
  • Φιλήμων και Βαύκις, 1895.
  • Τα μάτια του Κουνάλα, 1897.
  • Ευφορίων, 1898.
  • Ο κερένιος άγγελος, 1899.
  • Ένας άνθρωπος σ' ένα χωριό, 1900.
  • Πώς μεταμορφώθηκε ο Σάτυρος, 1900.
  • Το σκάψιμο για το άγαλμα, 1900.
  • Τα μάρμαρα, 1903.
  • Αγάπη, 1917.
Θέατρο
  • Τρισεύγενη, δράμα σε τέσσερα μέρη, 1902.

Επιγχρωματισμένη φωτογραφία του Παλαμά

Κριτική-Δοκίμιο

Ήταν ένας από τους σημαντικότερους νεοέλληνες κριτικούς. Σε αυτόν οφείλεται η επανεκτίμηση του έργου των Ανδρέα Κάλβου, Διονυσίου Σολωμού, της Επτανησιακής Σχολής εν γένει, του Κώστα Κρυστάλλη και άλλων.
  • "Το έργο του Κρυστάλλη" (1894),
  • "Σολωμός Η ζωή και το έργο του" (1901)
  • "Γράμματα" (2 τόμοι, 1904 - 1907)
  • "Ηρωικά πρόσωπα και κείμενα" (1911)
  • "Τα πρώτα κριτικά" (1913)
  • "Αριστοτέλης Βαλαωρίτης" (1914)
  • "Βιζυηνός και Κρυστάλλης" (1916)
  • "Ιούλιος Τυπάλδος" (1916)
  • "Πως τραγουδούμε τον θάνατο της κόρης" (1918)
  • "Πεζοί δρόμοι" (3 τόμοι 1929 - 1933)
  • "Ο Γκαίτε στην Ελλάδα" (1932)
  • "Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου" (1933)
  • "Η ποιητική μου" (1933)
  • "Πεζοί δρόμοι. Κάποιων νεκρών η ζωή" (1934)
  • "Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου" 2ος τόμος (1940).

Μεταφράσεις
  • «Β' Ολυμπιόνικος» του Πινδάρου εφημ. «Εστία», 1896
  • «ΙΔ' Ολυμπιόνικος» Πινδάρου, εφημ. «Ακρόπολις», 1896
  • «Πρόας ο Νικίου» υπό Αντρέ Λωρί, έκδοση Διάπλασης των Παίδων, 1898.
  • «Η Ελένη της Σπάρτης» του Αιμ. Βεράρεν 1906.
Σημειώνεται ότι πρώτα έργα του Κωστή Παλαμά που μεταφράστηκαν στην αγγλική γλώσσα ήταν "Η ασάλευτη ζωή", "Η τρισεύγενη", ο "Θάνατος παληκαριού" και ακολούθησαν άλλα. Στη δε γαλλική γλώσσα πρώτα ήταν "Ο τάφος", "Ο Δωδεκάλογος του γύφτου", ο "Θάνατος παλληκαριού" κ.ά., ενώ πλείστα αποσπάσματα άλλων συλλογών μεταφράστηκαν σε διάφορες άλλες γλώσσες όπως στη γερμανική, ιταλική, ισπανική αραβική και τουρκική γλώσσα.

Διακρίσεις
  • Ανακήρυξή του σε κορυφαίο πεζογράφο και έναν από τους τρεις κορυφαίους ποιητές όλων των εποχών.
  • Δημιουργία μουσείου με το όνομά του.
  • Δημιουργία ιδρύματος με το όνομά του.
  • Βράβευση του με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών το 1925 από την ακαδημία Αθηνών της οποίας διορίστηκε μέλος το 1926, ενώ εξελέγη πρόεδρός της το 1930.

Ο έρωτας του Κωστή Παλαμά για τη νεαρή Ραχήλ.

Ο Κωστής Παλαμάς και η Άρτεμις Ρέσσου
στα σκαλιά του ξενοδοχείου «Ηράκλειον»

«Πώς ήθελα να πεθάνω και πώς ήθελα να
αναστηθώ στη χώρα των πνευμάτων μαζί σου»

Τα Χριστούγεννα του 1921, ο Κωστής Παλαμάς ήταν 62 χρονών. Ήταν ήδη ένας γνωστός και καταξιωμένος ποιητής, παντρεμένος για 34 χρόνια με τη Μαρία Βάλβη, με την οποία είχε αποκτήσει και τρία παιδιά. Η Ελένη Κορτζά (ή Ραχήλ) τα Χριστούγεννα του 1921, είχε κλείσει τα 20. Ήταν όμορφη, τρυφερή και μελαγχολική. Έπασχε από φυματίωση και η γνώση της ασθένειας, της είχε προσφέρει μία ωριμότητα και μία ευαισθησία σπάνια για κάποια τόσο νέα. Γνωρίστηκαν στο σπίτι του ανιψιού του Παλαμά, Χρήστου Ξανθόπουλου. Η Κορτζά εντυπωσίασε τον ποιητή με την καλλιέργεια και τις γνώσεις της. Για αρκετό καιρό, συνήθιζαν να συναντιούνται στο σπίτι του Ξανθόπουλου, ο οποίος οργάνωνε λογοτεχνικές βραδιές, ίσως για να δώσει ένα «κάλυμμα» στις συναντήσεις τους.

Αργότερα, όμως, η Ελένη άρχισε να επισκέπτεται τον Παλαμά στο σπίτι του, όπου περνούσαν ατελείωτες ώρες στο «Κελί», όπως αποκαλούσαν το γραφείο του.

Τα γράμματα στη Ραχήλ

Λόγω της ασθένειας της Ελένης, υπήρχαν περίοδοι που οι δυο τους δεν μπορούσαν να συναντηθούν. Τότε ξεκίνησαν να αλληλογραφούν και από αυτά τα γράμματα γνωρίζουμε την ύπαρξη της νεαρής, που «μάγεψε» τον μεγάλο ποιητή. Στα γράμματα, δεν έγραφαν σχεδόν ποτέ προσφωνήσεις, κάτι που δε συνηθιζόταν εκείνο τον καιρό, όπου η αλληλογραφία ακολουθούσε πολύ συγκεκριμένους κανόνες. Όσες φορές ο Παλαμάς είχε γράψει κάποια προσφώνηση προς την αγαπημένη του Ελένη, δεν την είχε αποκαλέσει με το πραγματικό όνομά της. Για εκείνον ήταν η «Ραχήλ» ή η «Chere Clarte», δηλαδή «αγαπημένη λάμψη».

«Αν ποτέ γράφοντάς σας σε κάποια σας απουσία, μου ερχόταν έξαφνα η όρεξη να παραβώ τον κανόνα που ακολουθούμε οι δυο, μη προτάσσοντας τίτλους στα γράμματα και προσφωνήσεις, θα σας προσφωνούσα απλούστατα: Chere Clarte. Αξίζει κανείς για τέτοια ωραία, εγκάρδια, εκφραστική φρασούλα, να παραβαίνει τον κανόνα».

Τα γράμματα του ποιητή προς την νεαρή, δείχνουν ότι ο Παλαμάς έτρεφε πολύ έντονα συναισθήματα για την κοπέλα, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν η σχέση τους παρέμεινε πλατωνική ή αν υπήρξε και ερωτική σχέση.

Με τα χρόνια, τα γράμματα του Παλαμά γίνονταν όλο και πιο προσωπικά. Φαίνεται πως η Ελένη ήταν ένα άτομο, στο οποίο μπορούσε να εκμυστηρευτεί τα πάντα. Οι επιστολές του έμοιαζαν με προσωπικό ημερολόγιο, το οποίο εμπιστεύτηκε μόνο στην αγαπημένη «Ραχήλ».

Το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε, είναι από τον Αύγουστο του 1935. Η Ελένη αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον πατέρα της, ο οποίος ήταν Στρατηγός, στην Αίγυπτο και αργότερα στη Νότια Αφρική.

Ο ποιητής πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, στην Αθήνα. Δεκαοχτώ μέρες πριν, είχε πεθάνει και η σύζυγός του, Μαρία. Η κηδεία του έγινε στις 28 Φεβρουαρίου, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Χιλιάδες άνθρωποι ακολούθησαν τη σορό του μέχρι το νεκροταφείο. Μέσα σε λίγη ώρα, η κηδεία είχε μετατραπεί σε αντι-κατοχική διαδήλωση, όπου όλοι οι παρευρισκόμενοι τραγουδούσαν με μια φωνή τον Εθνικό Ύμνο. Ήταν τέτοιος ο σεβασμός που έτρεφε όλος ο κόσμος για τον ποιητή, που ακόμα και ο Χίτλερ έστειλε στεφάνι στην κηδεία του, απευθείας απ’ το Βερολίνο.

Η «Ραχήλ» επέστρεψε στην Ελλάδα το 1944 και δεν πρόλαβε να πει το τελευταίο αντίο στον ποιητή. Ίσως, όμως, να ήξερε ότι η τελευταία του σκέψη ήταν για εκείνη.

Απόσπασμα από τα γράμματα του Παλαμά προς τη «Ραχήλ»

Χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά προς την Ελένη Κορτζά
Χειρόγραφο του Κωστή Παλαμά προς την Ελένη Κορτζά

«Επέρασα μια νύχτα, τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη, με το λυρικό, το μεθυστικό πυρετό της ενθύμησής σου. Το δειλινό της Δευτέρας μου το εξακολούθησε και μου το συμπλήρωσε η νύχτα ίσα με τα ξημερώματα της Τρίτης, με όλη την αχαλίνωτη ελευθερία της φαντασίας, με όλη την ωραία, την ηδονόπαθη, τη λογική, τη βαθυστόχαστη, την τρομαχτική, την εντατική ασυναρτησία του ονείρου (…)

Μα πως μου παρουσιάζοσουν εσύ, όνειρο του ονείρου μου, είναι αδύνατο να σου παραστήσω. Δε με βοηθά η σκέψη μου, ούτε η γλώσσα μου, ούτε η πέννα μου (…)

Πώς ήθελα να πεθάνω και πώς ήθελα να αναστηθώ στη χώρα των πνευμάτων μαζί σου για να πραγματοποιηθεί μια για πάντα το όνειρο το άλλο, το όνειρο που ξέρεις από τους στίχους των τραγουδιών της Ραχήλ (…)

Έτσι τη νύχτα αυτή την τόσο αλλόκοτη, ανέκφραστη και ωραία της αϋπνίας μου έπεφτα, μια δυο τρεις δέκα φορές στα πόδια σου, φεγγόβολα, σαν όλο το κορμί σου.

Συγχώρησε τον ποιητή που όσο προχωρούν τα χρόνια του, τόσο περισσότερη νύχτα έχει, μα και περισσότερο φως.

Chere et divine Clarte, πεθαίνω για σένα».

Βιβλιογραφία: 
• Κώνστας Κ.Σ. (1961) Ο Ανδρέας Παλαμάς ο Υμνογράφος. Στερεοελλαδική Εστία, τεύχος 8, 1961, σελ. 113-117
• Κωνσταντίνος Τσάτσος, Λογοδοσία μιας ζωής τομ. 1ος, εκδ. Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα, 2000 σελ. 167
• Προσωπικό ημερολόγιο. Από το βιβλίο «Φύλλα Κατοχής» της Ιωάννας Τσάτσου, εκδ. Εστίας, σ. 78-79
• «Αυτό το πατρικό σπίτι του Κωστή Παλαμά βγήκε στο "σφυρί."». ΣΚΑΪ Πάτρας.
• The Nomination Database for the Nobel Prize in Literature, 1901-1950
• Κωστής Παλαμάς, Θάνατος Παλληκαριού - Πώς Μεταμορφώθηκε ο Σάτυρος - Τρισεύγενη, Άπαντα Κωστή Παλαμά τόμος 7, Βλάσση Αδελφοί, Αθήνα, 1972.
• Nominations by Nobel Laureates Nominations made by Nobel Laureates in Literature (1901-1950) wikipedia.org
• Κωστής Παλαμάς, Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη, latistor.blogspot.com
• Παλαμάς - Άγγελος Σικελιανός. Απόσπασμα από εδώ: www.sophia-ntrekou.gr [Άγγελος Σικελιανός: Μελέτη θανάτου και Ηχήστε οι σάλπιγγες (Βίντεο)]
• Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από www.YouTube, εταιρεία της Google.

Πηγή: Αέναη επΑνάσταση by Sophia Ntrekou.gr


Περισσότερα Θέματα: Κωστής Παλαμάς, Λογοτεχνία-Ποίηση

Βιντεο αφιέρωμα στον ποιητή Κωστή Παλαμά


ΒΙΝΤΕΟ: ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (ΕΡΤ 1993) Βιογραφική σειρά εποχήςΗ ζωή, οι έρωτες και η καριέρα του εθνικού ποιητή από τη γέννησή του στην Πάτρα το 1864, μέχρι και το θάνατό του και την πάνδημη κηδεία του στα χρόνια της Κατοχής (1943) που αποτέλεσε ταυτόχρονα και μια μεγάλη πράξη εθνικής αντίστασης. 

Ελεύθερη διασκευή του βιβλίου της Αλεξάνδρας Στεφανοπούλου, «Ο δωδεκάλογος του έρωτα», μια σειρά που προσεγγίζει τον εθνικό μας ποιητή περισσότερο μέσα από την ερωτική και συναισθηματική του ζωή, παρά από το έργο του. 

Παίζουν: Πέτρος Φυσσούν (Κωστής Παλαμάς), Χρήστος Ευθυμίου (Παλαμάς, νέος), Γιώργος Παπάζογλου (Παλαμάς, παιδί), Νίκος Γαροφάλου (Δημήτρης Παλαμάς), Αλίκη Αλεξανδράκη (Αλτάνα Παλαμά), Χρύσα Σπηλιώτη (Ναυσικά), Τόνια Ζησίμου (Ραχήλ), Έλλη Φωτίου (Πηνελόπη Παλαμά), Αθηνά Τσιλύρα (Φωτεινή Οικονομίδη), Νένα Χρονοπούλου (Στέλλα Διαλέτη), Αγγελική Δελουδάκη (Μαρία Παλαμά), Βασίλης Καΐλας (Γιώργος Δροσίνης), Τάκης Χρυσικάκος (Άγγελος Σικελιανός), Γρηγόρης Βαλτινός (Λορέντζος Μαβίλης), Πάνος Σκουρολιάκος (Γιώργος Σουρής), Άννα Αδριανού (Πηνελόπη Δέλτα), Χριστίνα Θεοδωροπούλου (Μυρτιώτισσα), Άννα Γεραλή (Μαρία Παλαμά). Σκηνοθεσία: Κωστής Τσώνος. Σενάριο: Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου. Παραγωγή: Ελβίρα Ράλλη. 


















Ένα σπάνιο τηλεοπτικό ντοκουμέντο από το Αρχείο της ΕΡΤ. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από την εκπομπή «Το πορτρέτο της Πέμπτης», στο οποίο ο Φρέντυ Γερμανός παρουσιάζει την ηρωίδα του βιβλίου του «Γράμματα στη Ραχήλ», Ελένη Κορτζά, ενώ ο Μάνος Κατράκης διαβάζει κάποια από τα γράμματα που της είχε στείλει.

















Τα πρώτο μέρος του ντοκιμαντέρ μας εισάγει στο ιστορικό πλαίσιο τόσο με την αφήγηση όσο και με τις μαρτυρίες των προσώπων που βίωσαν εκείνες τις ημέρες και περιγράφουν τις τραγικές εικόνες της Κατοχής. Με την είσοδο του 1943 ο ελληνικός λαός εκτός από την πείνα και την καταπίεση έχει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της επιστράτευσης του ελληνικού πληθυσμού, αφού μόλις είχε κηρυχθεί πολιτική επιστράτευση και σχεδιαζόταν και στρατιωτική επιστράτευση. Έχουν ήδη ξεκινήσει οι μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις.

Ο Δημήτρης Συναδινός, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος Παλαμά αφηγείται τη γνωριμία του με τον ποιητή, ο Δημήτρης Σιατόπουλος νεαρός δικηγόρος τότε και λογοτέχνης, μέλος της πνευματικής συντροφιάς του ποιητή, μιλάει για τη συνάντηση μαζί του τα πρώτα χρόνια της Κατοχής στο σπίτι του στην Πλάκα και ο Μανόλης Μεγαλοκονόμος, παλαίμαχος φωτορεπόρτερ, που κατέγραψε με τον φακό του δεκαετίες ελληνικής ιστορίας, περιγράφει τη συνάντηση με τις γερμανικές αρχές κατοχής για τη λήψη άδειας για φωτογραφίσεις γεγονότων, και μιλάει για το πώς κατάφερε να προμηθεύεται μέσα στην Κατοχή φωτογραφικό υλικό τραβηγμένο από γερμανικές κάμερες.

Στη συνέχεια ξετυλίγεται το χρονικό της κηδείας του μεγάλου Έλληνα ποιητή, από τη στιγμή της είδησης του θανάτου του, κυρίως μέσα από τις μαρτυρίες του Γιώργου Ντούμα, φοιτητής τότε που σήκωσε στην πλάτη του το φέρετρο του Παλαμά δίπλα στον Άγγελο Σικελιανό, και του Δημήτρη Σιατόπουλου.

Η κηδεία του Παλαμά τελέστηκε ημέρα Κυριακή, 28 Φεβρουαρίου 1943, από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Ζωντανεύουν εικόνες από τη βιωμένη εμπειρία τους όταν ο εθνικός ποιητής όδευε προς το τελευταίο του ταξίδι με τη συνοδεία αμέτρητου πλήθους, που κατά χιλιάδες είχε συγκεντρωθεί στον περίβολο του νεκροταφείου. Συγκλονιστική ήταν η παρουσία του απλού λαού ενώ το «παρών» έδωσε όλος ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος της εποχής.

Περιγράφουν συγκινημένοι πώς η νεκρώσιμη πομπή μετατράπηκε σε πατριωτικό ξέσπασμα μέσα στις ζοφερές συνθήκες της Κατοχής και μπροστά στα μάτια των Γερμανών, πώς το συγκλονιστικό επικήδειο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Ηχήστε οι Σάλπιγγες» που κατέληγε με τη φράση «σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα», όπως και αυτό του ποιητή Σωτήρη Σκίπη, μίλησαν βαθιά στην ψυχή του λαού και διέγειραν την κοινή γνώμη για τον ιερό αγώνα της ελευθερίας.

Έτος παραγωγής: 1994 Σενάριο-σκηνοθεσία: Γιώργος
Πετρίτσης - Πρώτη προβολή εκπομπής: 26/4/1995

















Ο Ρένος Αποστολίδης, στη ραδιοφωνική εκπομπή «Ελλήνων Παροικίες» του Δήμου Πειραιά, διαβάζει και αναλύει Κωστή Παλαμά. Εκπομπή με τον π. Πέτρο Μινόπετρο.


Ανατολή - Κ, Παλαμάς (Απαγγέλει ο ίδιος ο ποιητής) Kαι μια φυλή ζη μέσα σας και λυώνει και μια ζωή δεμένη σπαρταρά, γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα, μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, λυπητερά...


Οι καημοί της λιμνοθάλασσας: Μια πίκρα είν' αμίλητη, μια πίκρα ειν' αξήγητη, μια πίκρα μεγάλη, η πίκρα που είν΄ άσβηστη και μες στον παράδεισο των πρώτων μας χρόνων κοντά στ' ακρογιάλι.


Μια σπάνια ηχογράφηση του Κωστή Παλαμά να απαγγέλλει ο ίδιος το ποίημα «Ύμνος των Αιώνων». Οι σπάνιες φωτογραφίες προέρχονται από το Ίδρυμα «Κωστής Παλαμάς».


Ο τάφος: Ήσυχα και σιγαλά, διψώντας τα φιλιά μας, από τ' άγνωστο γλιστράς
μέσα στην αγκαλιά μας... σπείρετε τ' αμάραντα στ' απίστευτο το μνήμα!


Ντοκιμαντέρ Υπουργείου Πολιτισμού:
Βιογραφίες δημιουργών: Λογοτεχνία Γυμνάσιο
Αρχισυνταξία -Σενάριο: Νατάσα Μποζίνη
Υπεύθυνος έργου: Κώστας Γεωργουσόπουλος
Πρωτότυπη Μουσική: Μιχάλης Αβραμίδης



Ο Κωστής Παλαμάς από τον
π. Ανανία Κουστένη 27-02-2019

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ - ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ - KOSTIS PALAMAS - PSIHOSAVVATO

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΕΓΡΑΨΕ "ΤΟ ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ". ΑΣ ΠΡΕΣΕΞΟΥΜΕ ΛΙΓΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΥΤΑ ΓΙΑΤΙ ΣΥΝΗΘΩΣ ΕΞΕΤΑΖΑΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΠΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ.

ΕΙΘΕ Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΑΝΑΠΑΕΥΕΙ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΟΛΩΝ -ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ- ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΣ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΟΤΙ "ΟΥΔΕΝ ΒΕΒΑΙΟΤΕΡΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΣΤΙ ΕΝ ΤΩ ΜΑΤΑΙΩ ΤΟΥΤΩ ΚΟΣΜΩ ΔΙΑ ΠΑΝΤΑ ΕΝΘΡΩΠΟΝ.

ΕΙΝΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΔΙΑ ΠΑΝΤΑ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΦΥΛΟΥ, ΗΛΙΚΙΑΣ, ΠΛΟΥΤΟΥ, ΔΟΞΗΣ Κ.Λ.Π. 


Δείτε επίσης:

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι:
Κωστής Παλαμάς (1)
Κωστής Παλαμάς «Αγορά» (1)
Κωστής Παλαμάς «Ίαμβοι και ανάπαιστοι» (1)
Κωστής Παλαμάς «Ο δωδεκάλογος του γύφτου» (1)
Κωστής Παλαμάς «Ο Ολυμπιακός ύμνος» (1)
Κωστής Παλαμάς «Σατιρικά γυμνάσματα» (1)
Κωστής Παλαμάς «Το πανηγύρι στα σπάρτα» (1)
Κωστής Παλαμάς «Ύμνος στον Παρθενώνα» (1)
Κωστής Παλαμάς [Πατρίδες! αέρας γη...] (1)
Κωστής Παλαμάς Πατρίδες [Σαν των Φαιάκων το καράβι...] (1)


Περδικόστηθη τσιγγάνα
ω μαγεύτρα που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ' άστρα
γλώσσα προσταγής,

σφίξε γύρω μου τη ζώνη
των αντρίκειω σου χεριών
είμαι ο μάγος της αγάπης
μάγισσα των αστεριών!!!!!

Από το ποίημα Αγάπη στο
δωδεκάλογο του γύφτου
Αν ο Παπαδιαμάντης ήταν
ο άγιος των γραμμάτων ο
Παλαμάς ήταν ο παππούς
της δημοτικής γλώσσας.

Εξαίρετος χειριστής της,
ηθικό στοιχείο και αντίθετος
μάλιστα του Καζαντζάκη
για την αθεΐα και του Καβάφη
για την ομοφυλοφιλία.
Προτάθηκε για το Νόμπελ
αλλά δόθηκε στον Σεφέρη.

Σημειωτέον πως δημοτικιστής
δεν έχει βραβευτεί ποτέ.

Θα μου πεις βέβαια Σοφία μου
τι λέω . . εδώ βράβευσαν το
χρήστη ηρωίνης Dylan.