Διαθήκη του Μπετόβεν στο Χάιλιγκενσταντ το 1802 (Ludwig van Beethoven)

Beethoven_Heiligenstaedter_Testament

Εργασία της Σοφίας Ντρέκου

Αέναη επΑνάσταση

Ο Λούντβιχ βαν Μπεττόβεν (17 Δεκεμβρίου 1770 - 26 Μαρτίου 1827) ήταν Γερμανός συνθέτης και πιανίστας της κλασικής μουσικής. Μέχρι και σήμερα θεωρείται ως ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες όλων των εποχών.

Στη Βιέννη έζησε μέχρι και το θάνατό του. Κατά το τέλος της τρίτης δεκαετίας της ζωής του άρχισε να εξασθενεί η ακοή του, ώσπου αργότερα έγινε ολοκληρωτικά κωφός. Έτσι, το 1811, σταμάτησε να διευθύνει και να εκτελεί μπροστά σε κοινό, και καταπιάστηκε αποκλειστικά με τη σύνθεση.

Μερικές από τις γνωστότερες συνθέσεις του περιέχουν 9 συμφωνίες, 5 κονσέρτα για πιάνο, 1 κονσέρτο για βιολί, 32 σονάτες για πιάνο, 16 κουαρτέτα εγχόρδων, μία Λειτουργία (Missa solemnis), καθώς και μία όπερα, τη Φιντέλιο.

Η καριέρα του ως συνθέτη χωρίζεται διακριτά σε τρεις περιόδους, την πρώιμη, τη μέση και την τελευταία. Η πρώτη τελειώνει περίπου το 1802, η μέση διαρκεί από το 1802 έως και το 1812, ενώ η τελευταία αρχίζει το 1812 και τελειώνει το 1827, οπότε και πέθανε.

Ο Μπετόβεν γεννήθηκε στη Βόννη, τότε πρωτεύουσα του Εκλεκτοράτου της Κολωνίας, το οποίο ήταν μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (σημερινή Γερμανία).

Ήδη από μικρή ηλικία επέδειξε το ταλέντο που είχε στη μουσική, με τον πατέρα του, Γιόχαν βαν Μπετόβεν να είναι ο πρώτος του δάσκαλος, μαζί με τον Κρίστιαν Γκότλομπ Νέεφε.

Σε ηλικία 21 ετών μετακόμισε στη Βιέννη, όπου ξεκίνησε να μαθητεύει στο πλευρό του Γιόζεφ Χάυντν, αποκτώντας παράλληλα και τη φήμη και το ρεπερτόριο του βιρτουόζου πιανίστα.

Σε αντίθεση με την πλειονότητα των συνθετών της εποχής ο Μπετόβεν δεν ανήκε στην Αυλή, ούτε εργάστηκε για την Εκκλησία, αλλά διατήρησε την ανεξαρτησία του ως συνθέτης. Κατόρθωνε να συντηρείται είτε με έσοδα από τις δημόσιες συναυλίες του είτε παράγοντας έργα κατά παραγγελία. Την πρώτη δημιουργική του περίοδο κατάφερε να καθιερωθεί στη Βιέννη χάρη στη σημαντική υποστήριξη του αριστοκρατικού κύκλου της Αυστρίας, της Βοημίας και της Ουγγαρίας.

Ένα από τα σημαντικότερα και το πιο τραγικό γεγονός της ζωής του Μπετόβεν αποτέλεσε η κώφωσή του. Άρχισε να χάνει την ακοή του σταδιακά από την ηλικία των 26 ετών το 1796 (κατά άλλους άρχισε λίγα χρόνια αργότερα) και περίπου το 1820 θεωρείται πως ήταν ολοκληρωτικά κωφός. Το γεγονός αυτό προκαλούσε μεγάλη θλίψη στον Μπετόβεν, η οποία αποτυπώνεται και σε γράμμα του προς τους αδελφούς του, το 1802, με την παράκληση να διαβαστεί μετά το θάνατό του, γνωστό και ως Διαθήκη του Heiligenstadt. Παρά την απώλεια της ακοής του έγραψε μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η υγεία του Μπετόβεν ήταν γενικά κακή και το 1826 επιδεινώθηκε δραστικά, γεγονός που οδήγησε και στο θάνατό του τον επόμενο χρόνο.

Στην κηδεία του Μπετόβεν, που έγινε στις 29 Μαρτίου του 1826, ο Φραντς Σούμπερτ ήταν ένας από τους 36 λαμπαδηφόρους.

Λέγεται πως τα τελευταία λόγια πριν το θάνατό του το 1827, που ψέλλισε ο συνθέτης και αποτελούν μυστήριο ήταν η λατινική φράση: «Plaudite, amici, comedia finita est-Χειροκροτήστε φίλοι μου, η παράσταση τελείωσε»

Άλλοι πάλι βιογράφοι του υποστηρίζουν πως απογοητευμένος, που τόσα χρόνια ζούσε με χαμένη την ακοή του, ψιθύρισε την πρόταση: «Στον Παράδεισο θ' ακούω!»

Ο φιλέλληνας Μπετόβεν


Το 2020 η ανθρωπότητα εόρτασε τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (17 Δεκεμβρίου 1770 – 26 Μαρτίου 1827). Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έτσι τον περιγράφει επιγραμματικά στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»: «Ο Μπετόβεν είναι ένας από τους τελευταίους Τιτάνες, που στο έργο τους πραγματοποιήθηκε σε αξεπέραστο βαθμό η ολική παρουσία του ανθρώπινου πνεύματος».

Είναι φτωχά τα όποια λόγια, ακόμη και των πιο σημαντικών συγγραφέων για να περιγράψουν τη μεγαλοφυΐα του συνθέτη και τα όσα ο ίδιος αντιμετώπισε στη ζωή του. Κατά την άποψή μου η λόγια μουσική με τον Μπετόβεν έφθασε στην αποκορύφωσή της και στην ανθρώπινη ιστορία δεν θα υπάρξει καλλιτέχνης που να τον ξεπεράσει. Στον χώρο της ανθρώπινης δημιουργίας τον τοποθετώ δίπλα στον Όμηρο για την ποίηση, στους Πλάτωνα και Αριστοτέλη στη φιλοσοφία, στους Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη στο θέατρο, στους Φειδία και Πραξιτέλη στη γλυπτική, στους Ικτίνο, Καλλικράτη, Ανθέμιο και Ισίδωρο στην αρχιτεκτονική.

Ο Μπετόβεν τα πιο γόνιμα καλλιτεχνικά χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Βιέννη. Προάστιο σήμερα της πρωτεύουσας της Αυστρίας είναι το Heiligenstadt. Στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου ήταν ένα χωριό με πλούσιο πράσινο και πολλά αμπέλια. Σε ένα σπίτι αυτού του χωριού, που διατηρείται έως σήμερα και είναι ένα από τα Μουσεία για τον Μπετόβεν, έμεινε για έξι μήνες το 1802 ο μεγάλος συνθέτης. Σε αυτούς τους μήνες έγραψε τις πρώτες νότες της 3ης («Ηρωικής») συμφωνίας καθώς και άλλα αριστουργήματα.

Όποιος επισκέπτεται αυτό το σπίτι, που είναι κτισμένο σε σχήμα ορθογώνιου επιπέδου και έχει έναν μετρίων διαστάσεων κήπο, μπορεί να αφήσει τη φαντασία του να γυρίσει πίσω, στον Μπετόβεν. Περιδιαβαίνοντας τα δωμάτια του αγροτικού σπιτιού -τίποτε το ιδιαίτερο-, καθήμενος για λίγο στην ηρεμία του κήπου και ακούγοντας το κελάδημα των πουλιών, καταλαβαίνει γιατί άρεσε στον Μπετόβεν. Τότε το πράσινο ήταν πολύ περισσότερο, δεν υπήρχε άσφαλτος, δεν περνούσαν αυτοκίνητα και λεωφορεία κοντά στο σπίτι. Ησυχία και απόλαυση οπτική και ηχητική.

Όμως στον Μπετόβεν εκεί, στο Heiligenstadt, είχε αρχίσει να επιδεινώνεται το πρόβλημα που θα τον βασάνιζε έως το τέλος της ζωής του, η κώφωση. Ο μεγαλοφυής μουσικός αρχίζει να ζει με αχρηστευμένο το όργανο του σώματός του, που του ήταν απολύτως απαραίτητο στη δημιουργία του. Ξεπερνώντας το βάσανο και τις ψυχολογικές επιπτώσεις του, ο Μπετόβεν εμπνεύσθηκε και δημιούργησε τα μεγαλειώδη έργα του. Πρέπει να προσεγγίσει με την καρδιά του κάποιος τον Μπετόβεν για να καταλάβει αυτά που πέρασε. Στο σπίτι αυτό, στις 6 Οκτωβρίου του 1802, έγραψε το κείμενο, που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος χαρακτηρίζει ως «ένα από τα πιο δραματικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας». Απευθύνεται στους αδελφούς του Καρλ και Γιόχαν και πήρε την ονομασία «Η Διαθήκη του Χάιλιγκενστάντ».

Ο Μπετόβεν, παρά την κώφωσή του, δεν υπέκυψε στον πειρασμό να αυτοκτονήσει, δεν εγκατέλειψε τη δημιουργία του έως το τέλος της ζωής του. Κατά τον Μίκαελ ντε Σάπιο, στη μάχη που καθημερινά έδινε με τον πειρασμό, βοηθήθηκε από την πίστη του στον Θεό. Άλλοι, όπως ο Franz Gerhard Wegeler, έγραψαν ότι τον βοήθησαν οι Έλληνες συγγραφείς, ιδιαίτερα ο Πλούταρχος, που υπεραγαπούσε. Ο Άγγλος Έντουαρντ Σουλτς έγραψε ότι επισκέφθηκε τον Μπετόβεν και διαπίστωσε ότι είναι φίλος της Ελληνικής Γραμματείας και ο Άντον Φελίξ Σίντλερ, στη βιογραφία του Μπετόβεν.

«Τον Μπετόβεν που γνώρισα» γράφει ότι μετά τον θάνατό του στη βιβλιοθήκη του βρέθηκαν βιβλία Ελλήνων συγγραφέων, μεταξύ των οποίων των Ομήρου, Πλάτωνα, Πλούταρχου, Αριστοτέλη, Ευριπίδη και Ξενοφώντα. Του Μπετόβεν άρεσαν οι όροι «πάθος» και «ήθος», που τους γνώριζε στα ελληνικά και που αποτέλεσαν τον πυρήνα της σκέψης και της δημιουργίας του. Επίσης στις σημειώσεις του βρέθηκαν στίχοι από την «Οδύσσεια», γραμμένοι στα γερμανικά. Είναι από την παραμονή του Οδυσσέα στο βασίλειο των Φαιάκων. Οι πρώτοι είναι από την 7η Ραψωδία (στίχοι 209-212): «...Σ’ αθανάτους δεν μοιάζω, που τον ευρύ ουρανό κατέχουν, ούτε στο δέμας ούτε στη φύτρα, αλλά σε θνητούς βροτούς. Όποιους εσείς γνωρίζετε πάρα πολύ δύστυχους ανθρώπους με αυτούς βάλτε με ίσον». Και οι δεύτεροι από την 8η ραψωδία (στίχοι 408-409) «Χαίρε πατέρα ξένε, κι αν κάτι ελέχθη βαρύ, αρπάζοντάς το, ας το πάνε μακριά οι θύελλες».

Ο Μπετόβεν ήταν φιλέλληνας. Όχι μόνο για την αρχαία γραμματεία, αλλά και για τα βάσανα των σύγχρονών του Ελλήνων. Το 1811 έγραψε το έργο 113 «Τα ερείπια των Αθηνών», που προόριζε να το κάνει όπερα και παίχτηκε στην Πέστη της Ουγγαρίας. Ξαναπαίχτηκε στα 1822 στη Βιέννη. Η υπόθεση του έργου είναι πως η θεά Αθηνά ξυπνάει από ένα ύπνο χιλίων ετών και παίρνει το αυτί της ένα ζευγάρι Ελλήνων να οδύρονται για την ξένη κατοχή της Πατρίδας τους. Εκείνη θλίβεται βαθύτατα βλέποντας και τη γεμάτη ερείπια πόλη της και απογοητευμένη από την Αθήνα φεύγει και πηγαίνει στην Πέστη, όπου ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β’ τελεί τα εγκαίνια της όπεράς της και παρακολουθεί τον θρίαμβο των μουσών Θάλειας και Μελπομένης. Ένας από τους λόγους που ο Μπετόβεν δεν ολοκλήρωσε ως όπερα «Τα ερείπια των Αθηνών» είναι γιατί την ίδια περίοδο συνέθεσε συμφωνίες, σονάτες, κονσέρτα, μεταξύ των οποίων την εξαιρετική «Missa Solemnis» και τη μοναδική «Ενάτη Συμφωνία».


Διαθήκη του Χάϊλιγκενσταντ

Ένα πρώιμο μανιφέστο του Ρομαντισμού
Στη ουσία, η διαθήκη του Ludwig van Beethoven
απευθύνεται σε όλη τη Ανθρωπότητα!

Beethoven Museum in Vienna
Το σπίτι του Μπετόβεν στο Χάιλιγκενσταντ
(August Stauda (photographer), 19th district, Probusgasse 6.
Beethoven Apartment in Heiligenstadt. courtyard view around 1902,
Sammlung Wien Museum; reproduced with permission under
the terms of the CC0 licence). Beethoven Museum in Vienna

«Στον Παράδεισο θ' ακούω» Όταν η οδύνη μιας
Διαθήκης μεταβάλλεται σε χαρά δημιουργίας!
6 Οκτώβρη 1802 συνέταξε την περίφημη Διαθήκη.

Στη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ καταγράφονται τα ψυχολογικά τραύματα που του δημιουργούσε η έλλειψη της ακοής, της πιο πολύτιμης αίσθησης ενός συνθέτη!

Το 1802, υπήρξε η πιό μοιραία χρονιά για τον Μπετόβεν, καθώς η κατάσταση της ακοής του διαγνώστηκε ανίατη με προοπτικές επιδείνωσης μόλις στα 26 χρόνια του, ξεκίνησε η σταδιακή απώλεια της ακοής του. Κατάσταση που είχε δημιουργήσει τεράστια μελαγχολία και θλίψη στον τιτάνα της μουσικής, τόσο, που αποκαρδιωμένος είχε απομονωθεί στο Χάιλιγκενσταντ (Heiligenstadt), ένα προάστιο της Βιέννης, μακριά από οποιονδήποτε. 

Στη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ καταγράφονται τα ψυχολογικά τραύματα που του δημιουργούσε η έλλειψη της ακοής, της πιο πολύτιμης αίσθησης ενός συνθέτη!

[...] Αν και γεννήθηκα με φλογερό, έντονο ταμπεραμέντο,
και διάθεση για διασκέδαση και κοινωνικές συναναστροφές,
σύντομα αναγκάστηκα να απομονωθώ, να ζήσω μοναχικά.
Κι αν μερικές φορές προσπάθησα να ξεχαστώ,
ω, πόσο σκληρά με επανέφερε στην πραγματικότητα
η αναμφισβήτητα θλιβερή εμπειρία της κακής ακοής μου.
Γιατί μου ήταν αδύνατον να λέω στους ανθρώπους:
«Μιλήστε πιο δυνατά, φωνάξτε, γιατί είμαι κουφός!»

Η Διαθήκη συμπληρώθηκε λίγες μέρες αργότερα και φυλάχτηκε σε ένα μυστικό συρτάρι του γραφείου του, όπου βρέθηκε μετά το θάνατο του κορυφαίου συνθέτη. Η κατάθλιψη γι' αυτή την αναπηρία του, εκφράζεται σε αυτή την επιστολή. Σ' αυτήν αποκαλύπτεται στην ανθρωπότητα το μυστικό του, η ολέθρια γι' αυτόν ασθένειά του κι εκφράζονται οι χαμένες ελπίδες του, ο πόνος και η οδύνη του!

«Σας αφήνω λοιπόν, με λύπη μαζί με τα φύλλα του φθινοπώρου
που πέφτουν και μαραίνονται, έσβησαν και οι ελπίδες μου.»

Ο Μπετόβεν είχε πάει στο Χάιλιγκενσταντ κατόπιν συμβουλής του γιατρού του, προκειμένου να ξεπεράσει δίπλα στη φύση που τόσο αγαπούσε, τα ψυχολογικά προβλήματα που τού είχε δημιουργήσει η απώλεια της ακοής του.

Την συγκεκριμένη διαθήκη ο Μπετόβεν την έγραψε σε ηλικία 28 ετών. Και έζησε άλλα 25 χρόνια, πλήρως ή σχεδόν κωφός για να συνθέσει ως το τέλος τις αριστουργηματικές συμφωνίες του. Ο Μπετόβεν είχε επίγνωση της αξίας και του προορισμού του, για αυτό και έμεινε «ηρωικά» αθάνατος. 

Στις 26/3/1827, στη διάρκεια καταιγίδας, πέθανε, βαριά άρρωστος, ο Τιτάνας της Παγκόσμιας Μουσικής Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Μετά το θάνατό του ανοίχτηκε, σύμφωνα με τις οδηγίες του, η παρακάτω διαθήκη που απευθύνεται στους αδελφούς του Καρλ και Γιόχαν.

Beethoven_Heiligenstaedter_Testament Χειρόγραφη σελίδα της διαθήκης
Η Χειρόγραφη σελίδα της διαθήκης, 
First page of Beethoven's "Heiligenstädter Testament"
στην Γερμανική Γλώσσα, Wikimedia Commons
Ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 1802 / 10 Οκτωβρίου 1802

Η «Διαθήκη του Χάϊλιγκενσταντ» είναι επιστολή που γράφτηκε από τον Μπετόβεν στις 6 Οκτωβρίου του 1802 και απευθύνεται προς τους αδελφούς του με την ένδειξη να ανοιχτεί και να εκτελεστεί μετά τον θάνατό του. Ανακαλύφθηκε ανάμεσα στα χαρτιά του λίγο μετά τον θάνατό του στις 26 Μαρτίου του 1827. Στο κείμενο αυτό φαίνεται όλη η απόγνωση του Μπετόβεν από την αυξανόμενη απώλεια της ακοής του, αλλά και η δύναμη την οποία αντλεί από την επίγνωση του τεράστιου ταλέντου του και το πάθος του να εκπληρώσει το καλλιτεχνικό του πεπρωμένο.

Το κείμενο της Διαθήκης

Για τους αδελφούς μου Καρλ και Γιόχαν[1] Μπετόβεν

Ω εσείς άνθρωποι, που με θεωρείτε εχθρικό, ισχυρογνώμονα ή μισάνθρωπο, πόσο πολύ με αδικείτε. Δεν γνωρίζετε τον κρυφό λόγο που με κάνει να δείχνω έτσι. Από την παιδική μου ηλικία, η καρδιά και η ψυχή μου ήταν γεμάτες από ευγενικά αισθήματα και καλή διάθεση, και ανυπομονούσα να δημιουργήσω σπουδαία πράγματα. Σκεφθείτε όμως, ότι εδώ και έξι χρόνια, ταλαιπωρούμαι χωρίς ελπίδα, και χειροτερεύω όταν ανόητοι γιατροί, χρόνο με το χρόνο με εξαπατούν, δίνοντάς μου ελπίδες για βελτίωση, υποχρεώνοντάς με τελικά να αντιμετωπίσω την προοπτική μιας μακράς ασθένειας, (της οποίας η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει χρόνια ή ακόμα και να είναι αδύνατη).

Αν και γεννήθηκα με φλογερό, έντονο ταπεραμέντο, και διάθεση για διασκέδαση και κοινωνικές συναναστροφές, σύντομα αναγκάστηκα να απομονωθώ, να ζήσω μοναχικά. Κι αν μερικές φορές προσπάθησα να ξεχαστώ, ω, πόσο σκληρά με επανέφερε στην πραγματικότητα η αναμφισβήτητα θλιβερή εμπειρία της κακής ακοής μου. Γιατί μου ήταν αδύνατον να λέω στους ανθρώπους «Μιλήστε πιο δυνατά, φωνάξτε, γιατί είμαι κουφός». Πώς θα μπορούσα να παραδεχτώ μια αναπηρία σε εκείνη την αίσθηση, που σε εμένα έπρεπε να είναι πιο τέλεια απ’ ότι στους άλλους, μια αίσθηση που κάποτε διέθετα στο τελειότερο επίπεδο, μια τελειότητα που λίγοι στο επάγγελμά μου απολαμβάνουν, ή απόλαυσαν ποτέ! Ω, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, συγχωρήστε με λοιπόν, όταν με βλέπετε να κλείνομαι στον εαυτό μου, ενώ θα ήθελα με χαρά να σας συναναστραφώ.

Η ατυχία μου, είναι αναμφίβολα οδυνηρή, γιατί με οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Δεν μπορώ να διασκεδάσω με τους συνανθρώπους μου, να χαρώ ενδιαφέρουσες συζητήσεις ή να ανταλλάξω απόψεις μαζί τους. Πρέπει να ζω σχεδόν μόνος, σαν εξόριστος. Η επαφή μου με την κοινωνία, περιορίζεται στις αναγκαστικές υποχρεώσεις μου. Εάν πλησιάσω άλλους ανθρώπους, με καταλαμβάνει τρόμος ότι θα αποκαλυφθεί η πάθησή μου.

Έτσι έχει η κατάσταση και τους τελευταίους έξι μήνες που ζω στην εξοχή, με προτροπή τους ευφυούς γιατρού μου[2] για να προστατεύσω την ακοή μου όσο το δυνατόν περισσότερο, προτροπή που με βρήκε σύμφωνο, αν και μερικές φορές, ξεφεύγω απ' την απομόνωσή μου, ενδίδοντας στην επιθυμία μου για συντροφιά. Αλλά τι ταπείνωση για μένα όταν κάποιος δίπλα μου άκουγε μια φλογέρα κάπου μακριά και εγώ δεν άκουγα τίποτα, ή όταν κάποιος άλλος άκουγε έναν βοσκό να τραγουδάει και πάλι εγώ δεν άκουγα τίποτα.

Τέτοια γεγονότα με οδήγησαν σχεδόν στην απόγνωση. Λίγο ακόμα και θα έδινα τέλος στη ζωή μου. Μόνο η τέχνη μου με συγκράτησε. Ω, μου φαινόταν αδύνατον να αφήσω τον κόσμο, πριν δώσω όλα αυτά που ένοιωθα πως υπήρχαν μέσα μου. Γι' αυτό υπέμεινα αυτή την άθλια ύπαρξη, πραγματικά άθλια μέσα σ' ένα τόσο ευάλωτο σώμα, που μια ξαφνική αλλαγή, μπορεί να το ρίξει από την καλύτερη στη χειρότερη κατάσταση. Μου λένε ότι πρέπει να διαλέξω για οδηγό μου την υπομονή και αυτό έχω κάνει – ελπίζοντας ότι η αποφασιστικότητά μου θα παραμείνει ισχυρή, μέχρι οι αδυσώπητες Μοίρες να αποφασίσουν να κόψουν το νήμα της ζωής μου. Ίσως βελτιωθεί η κατάστασή μου, ίσως όχι∙ είμαι προετοιμασμένος και για τα δυο. Αναγκάστηκα να γίνω φιλόσοφος στα 28 μου!

Ω, δεν είναι καθόλου εύκολο και για έναν καλλιτέχνη, είναι ακόμα πιο δύσκολο απ' ότι για τους άλλους ανθρώπους. Ω Θεέ, εσύ που βλέπεις στα βάθη της ψυχής μου, γνωρίζεις την αγάπη μου για τους ανθρώπους και την επιθυμία μου να πράττω το καλό.

Ω, συνάνθρωποί μου, αν κάποτε διαβάσετε το κείμενο αυτό, σκεφθείτε μήπως με κρίνατε άδικα και ίσως κάποιος άτυχος άνθρωπος να παρηγορηθεί, βλέποντας ότι κάποιος σαν κι εκείνον, παρά τους φυσικούς του περιορισμούς, έκανε ότι ήταν δυνατόν για να γίνει ένας σημαντικός καλλιτέχνης και άνθρωπος.

Αδελφοί μου, Καρλ και [Γιόχαν], όταν πεθάνω, ρωτήστε εκ μέρους μου τον γιατρό Σμιντ, αν ζει ακόμα[3], να σας περιγράψει την πάθησή μου και επισυνάψτε αυτό το κείμενο στην δική του περιγραφή για την ασθένειά μου, ώστε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ο κόσμος να μπορέσει να με καταλάβει μετά τον θάνατό μου.

Παράλληλα, ορίζω εσάς τους δυο κληρονόμους της μικρής μου περιουσίας (αν μπορεί να αποκαλεστεί έτσι)∙ μοιράστε την δίκαια, στηρίξτε και βοηθήστε ο ένας τον άλλον. Την άδικη στάση σας απέναντί μου, την έχω συγχωρήσει από καιρό. Εσένα αδελφέ μου Καρλ, σε ευχαριστώ ιδιαίτερα για την αφοσίωση που μου έχεις δείξει τελευταία.

Εύχομαι να έχεις μια καλύτερη και πιο ανέμελη ζωή από τη δική μου. Καθοδήγησε τα παιδιά σου στην αρετή. Μόνο έτσι και όχι με τα χρήματα, μπορούν να είναι ευτυχισμένα. Σου το λέω από προσωπική εμπειρία. Αυτή μου έδωσε δύναμη στην απελπισία μου. Χάρη στην αρετή και στην τέχνη μου, δεν αυτοκτόνησα. Σας αποχαιρετώ και να αγαπάτε ο ένας τον άλλον.

Ευχαριστώ όλους τους φίλους μου, ιδιαίτερα τον πρίγκιπα Λιχνόβσκυ και τον καθηγητή Σμιντ - θα ήθελα τα μουσικά όργανα από τον πρίγκιπα Λ. να διαφυλαχθούν από έναν από τους δυο σας, χωρίς όμως αυτό να αποτελέσει αιτία διαμάχης ανάμεσά σας και εφόσον αυτό σας χρησιμεύσει περισσότερο, μπορείτε να τα πουλήσετε. Θα είμαι ευτυχής αν μπορέσω με τον τρόπο αυτό να σας βοηθήσω ακόμα και απ' τον τάφο μου.

Με χαρά σπεύδω προς τον θάνατό μου. Αν έρθει πριν προλάβω να ξεδιπλώσω όλες τις καλλιτεχνικές μου ικανότητες, παρά τη σκληρή μου μοίρα, θα ευχόμουν να μην ερχόταν τόσο σύντομα, αλλά ακόμα κι έτσι, θα χαιρόμουν, γιατί δεν θα ήταν μια λύτρωση αυτή για μένα από την ατέλειωτη ταλαιπωρία μου; Ας έρθει όποτε είναι. Θα τον αντιμετωπίσω με γενναιότητα.

Αντίο και μη με ξεχάσετε εντελώς όταν θα είμαι νεκρός. Μου αξίζει αυτό από εσάς, γιατί στη διάρκεια της ζωής μου, σας σκεφτόμουν συχνά, καθώς και τρόπους για να σας κάνω ευτυχισμένους.

Αμήν.

Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, Χάιλιγκενσταντ, 6 Οκτωβρίου 1802
Ludwig van Beethoven, Heiligenstadt October 6th, 1802


ΥΓ. Για τους αδελφούς μου Καρλ και Γιόχαν: Να διαβαστεί και να εκτελεστεί μετά τον θάνατό μου.

Beethoven-Portrait joseph willibrord mähler 1803
Ο Μπετόβεν περίπου στην ηλικία που έγραψε το κείμενο το 1804. 
Πορτραίτο του Τζόσεφ Βίλιμπρορντ Μάλερ (Joseph Willibrord Mähler)

Προσθήκη

Χάιλιγκενσταντ, 10 Οκτωβρίου, 1802. Σας αφήνω λοιπόν, με λύπη. Την κρυφή ελπίδα που έτρεφα ότι με τον ερχομό μου εδώ, θα θεραπευόμουν -τουλάχιστον ως ένα βαθμό- πρέπει να την ξεχάσω πια. Μαζί με τα φύλλα του φθινοπώρου που πέφτουν και μαραίνονται, έσβησαν και οι ελπίδες μου. Φεύγω, σχεδόν όπως ήρθα. Ακόμα και η ψυχική δύναμη, που συχνά μου εμφυσούσαν οι όμορφες καλοκαιρινές μέρες, με εγκατέλειψε για πάντα. Ω, Θεία Πρόνοια, αξίωσέ με να ζήσω έστω μια μέρα γεμάτη χαρά. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που πραγματική χαρά αντήχησε στην ψυχή μου. Πότε; Ω, Θεέ, πότε θα ξανανιώσω αυτό το συναίσθημα, σ' αυτόν τον ναό της φύσης και των ανθρώπων; Ποτέ; Ω, όχι! Αυτό θα ήταν τόσο σκληρό!

Υποσημειώσεις

1. Σε δύο σημεία της «διαθήκης», στη θέση που θα έπρεπε να αναγράφεται το όνομα του αδελφού του Γιόχαν, υπάρχει κενό. Μια από τις εξηγήσεις που έχουν δοθεί, είναι ότι ο Μπετόβεν αμφιταλαντεύτηκε για το αν έπρεπε να χρησιμοποιήσει το πλήρες όνομα του αδελφού του (Nikolaus Johann).
2. Ο ευφυής γιατρός στον οποίο αναφέρεται ο Μπετόβεν, είναι ο καθηγητής Σμιντ (1759-1809), ο μόνος γιατρός που εμπιστεύτηκε πραγματικά. Πηγή: Michael Black, Crossing out the emperor (Chipmunkapublishing, 2009), Page 60.
3. Ο γιατρός Σμιντ πέθανε το 1809 (δηλαδή 18 χρόνια πριν από τον Μπετόβεν). Πηγές: Beethoven's doctors - Ludwig van Beethoven's Website, Michael Black, Crossing out the emperor (Chipmunkapublishing, 2009), Page 62.

Μετά την διαθήκη του ολοκλήρωσε και τη
2η Συμφωνία - Symphony in D major No. 2

Portrait of Ludwig van Beethoven (1803) όταν έγραψε την Δεύτερη Συμφωνία by Christian Horneman (1765–1844)
Portrait of Ludwig van Beethoven (1803)
όταν έγραψε την Δεύτερη Συμφωνία
painting by Christian Horneman (1765–1844)

Παράλληλα με την σύνταξη της Διαθήκης, ο συνθέτης ολοκλήρωσε και τη Δεύτερη Συμφωνία του op.26 σε Ρε μείζονα. Η φύση και οι απέραντοι περίπατοι του είχαν φτιάξει κάπως το κέφι, με τη χαρούμενη διάθεση και την ψυχική ευφορία να αντανακλώνται σπασμωδικά στα μέρη της Συμφωνίας και να εναλλάσσονται με τη μελαγχολία, την απελπισία, την κατήφεια και τη σκυθρωπότητά του.

Η συμφωνία αποτελείται από τέσσερα μέρη:
Adagio molto, 3/4 – Allegro con brio, 4/4 (Ρε μείζονα)
Larghetto, 3/8 (Λα μείζονα)
Scherzo: Allegro, 3/4 (Σκέρτσο, Ρε μείζονα)
Allegro molto, 2/2 (Ρε μείζονα)
Μία τυπική εκτέλεση της συμφωνίας διαρκεί 33 ως 36 λεπτά.

Το Σκέρτσο που αντικαθιστά το σύνηθες μέχρι τότε μινουέτο του Μπετόβεν προσθέτει στη σύνθεση μεγαλύτερη ζωντάνια και ενεργητικότητα. Είναι θαυμαστό πώς σε στιγμές απόλυτης οδύνης σκιαγράφησε και ολοκλήρωσε ένα έργο που αντικατοπτρίζει χιούμορ, ζωτικότητα και ενέργεια!

Εφημερίδες της εποχής παρομοίασαν τη Συμφωνία αυτή με «τραυματισμένο δράκο που ενώ σφαδάζει από τον πόνο στις πληγές του, αρνείται να παραδώσει τα όπλα στο θάνατο».

Στο δε «Allegro molto», πολλοί παραβάλλουν τα εξαιρετικά γρήγορα περάσματα των εγχόρδων στην εισαγωγή του με λόξιγκα, ρέψιμο ή μετεωρισμό, που ακολουθείται από βογκητό πόνου, κάτι που συνδέθηκε με τη δυσφορία που του προκαλούσαν τα γαστρικά προβλήματα, που αντιμετώπιζε ο Μπετόβεν, ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλης ψυχικής πίεσης και άγχους, όπως τον περιβόητο εκείνο Οκτώβρη του 1802, που έφτασε στο σημείο ταυτόχρονα με τη Συμφωνία να συντάξει τη θρυλική Διαθήκη του/Επιστολή στην ανθρωπότητα!

Eπέλεξα να ακούσουμε το μέρος αυτό από την London Symphony Orchestra σε δ/νση μιας θρυλικής μπαγκέτας, του αυστριακού Γιόζεφ Κριπς (8 Απριλίου 1902 - 13 Οκτωβρίου 1974), μιας και αυτόν τον Οκτώβρη ολοκληρώνονται τέσσερις δεκαετίες από το θάνατό του. Το ακούτε ΕΔΩ

Η 2η Συμφωνία σε Ρε μείζονα, Op. 36 είναι μία συμφωνία του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, γραμμένη μεταξύ τα έτη 1801 και 1802, και αφιερωμένη στον πρίγκιπα Καρλ Λιχνόβσκι.

Η δεύτερη συμφωνία του Μπετόβεν γράφτηκε σχεδόν όλη κατά την παραμονή του στο Χέλιγενσταντ της Βιέννης, το 1802, όταν πια η κώφωσή του γινόταν περισσότερη αισθητή, κι ενώ ο ίδιος είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως μπορεί να είναι αναπόφευκτη. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Theater an der Wien στη Βιέννη, στις 5 Απριλίου του 1803 και τη διεύθυνση την είχε αναλάβει ο ίδιος ο συνθέτης. Στο ίδιο κονσέρτο, για πρώτη φορά παρουσιάστηκε το Τρίτο κονσέρτο για πιάνο και το ορατόριο Christus am Ölberge. Αυτά ήταν μερικά από τα τελευταία έργα της λεγόμενης πρώιμης περιόδου του Μπετόβεν.

Τη δεύτερη συμφωνία του την έγραψε χωρίς στάνταρ μινουέτο, αντί αυτού τη θέση του πήρε ένα scherzo, δίνοντας στη σύνθεση ακόμα περισσότερη μεγαλοπρέπεια και ενέργεια. Το scherzo και το finale, περιέχουν στοιχεία της χιουμοριστικής διάθεσης του συνθέτη, τα οποία ερέθιζαν τους κριτικούς. Ένας Βιεννέζος κριτικός της Zeitung fuer die elegante Welt (εφημερίδα για τους Ευγενείς), έγραψε ότι ήταν «ένα φριχτό ξεψύχισμα, ενός τραυματισμένου δράκου, ο οποίος αρνείται να πεθάνει, αλλά σταματά να σφαδάζει, στο τέταρτο μέρος, όπου αιμορραγεί μέχρι θανάτου».

«Στον Παράδεισο θ' ακούω!»


Βιβλιογραφία

• Richard Wagner: Beethoven: Μία Συμβολή Στη Φιλοσοφία Της Μουσικής, μετάφρ. Ιωάννης Φούλιας, εισαγωγή - επιμ. Μ. Τσέτσος, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2013.

• Ηλίας Χρυσοχοϊδης, «Ludwig van Beethoven: Klaviersonate op. 27, nr 2 (Πρώτο Μέρος) – Μια Ερμηνευτική Ανάλυση», Μουσικοτροπίες 3/1995, 40–45. (London: Thames and Hudson, 1991), Mousikotropies 2/1994, 41-43.

Ο Ηλίας Χρυσοχοΐδης (Ilias Chrissochoidis) είναι ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας, συνθέτης και πιανίστας. Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα (Ιστορική Μουσικολογία) από το Stanford University, όπου επίσης διδάσκει από το 1997 (ως Λέκτορας από το 2005). Το 2009, έγινε ο πρώτος μουσικολόγος που προσλήφθηκε στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του University College London, και το 2015 διορίστηκε ερευνητής στο Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών του Βερολίνου. Ο Χρυσοχοΐδης έλαβε πάνω από 30 ερευνητικά βραβεία και υποτροφίες από πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα παγκοσμίου κύρους, ιδιωτικά ιδρύματα, και την ελληνική κυβέρνηση.

Έχει συγγράψει πάνω από 50 ερευνητικά άρθρα και δοκίμια, τα οποία μπορούν να βρεθούν σε κορυφαία μουσικολογικά περιοδικά. Σε αναγνώριση της μουσικολογικής του δραστηριότητας, η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε έπαινο το 2005. Ως συγγραφέας, ο Χρυσοχοΐδης έχει γράψει έξι μη ακαδημαϊκά βιβλία στα ελληνικά και έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα για εκπαιδευτικά, κοινωνικά και πολιτικά θέματα στο Stanford Daily, το Chronicle of Higher Education, και στις εφημερίδες Τα Νέα, Καθημερινή, Βήμα και Βήμα Ιδεών. Συνθέτοντας μουσική από την εφηβεία του, έχει γράψει εκτενώς για το πιάνο και έχει κυκλοφορήσει τέσσερα μουσικά άλμπουμ. «Παράθυρο στον Κόσμο», συνομιλία με την Τζουλιέττα Καρόρη και τον Διονύση Μαλούχο, ΕΡΤ Τρίτο Πρόγραμμα,8 Ιανουαρίου 2020

• «Ο φιλέλληνας Μπετόβεν» του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου, Δημοσιογράφου - Δημοσιολόγου. Γεννημένος στην Αθήνα το 1946 κι έχει από τη μητέρα του ρίζες από τη Μαγνησία και το Σιβρισάρι της Ιωνίας. Σπούδασε Χημεία και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Συνέβαλε ακόμη ανιδιοτελώς στη δημιουργία και συνεργάσθηκε στα πρώτα βήματα του πρώτου εκκλησιαστικού Ραδιοφωνικού Σταθμού «Πειραϊκή Εκκλησία». Θεωρείται από τους πρωτοπόρους που καθιέρωσαν το αυθεντικό εκκλησιαστικό ρεπορτάζ. Συνέγραψε το βιβλίο «Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος» των εκδόσεων «Έκπληξη» (2011). Δημοσιογραφεί από το 1982. biblionet.gr
• Η Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ* Κύριες πηγές για τη μετάφραση στα ελληνικά:
Beethoven's Heiligenstadt Testament (All About Ludwig van Beethoven. Information on Beethoven, his life, his music and classical sheet music)
• Στη Βικιθήκη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ
Συγγραφέας: Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
Μεταφραστής: Μαρίνα Σταματοπούλου, Μάρτιος 2012
• Νότες, Μύθοι και Ελπίδα ► notesmuthoikaielpida
• Symphony in D major No. 2 ► Steinberg, M. The Concerto: A Listener's Guide, σσ. 59–63, Οξφόρδη 1998. wikipedia.org/wiki/Symphony No. 2 (Beethoven)

Πηγή έρευναςSophia Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση


Περισσότερα: Λούντβιχ βαν ΜπετόβενΜουσική, ΠολιτισμόςΤέχνες


Βίντεο «Η Διαθήκη του Χαϊλιγκενστάντ» Εκφώνηση-Μουσική επιμέλεια: Νίκος Κανελλόπουλος. Το 1802, η κατάσταση της ακοής του Μπετόβεν διαγνώστηκε ως ανίατη με προοπτική επιδείνωσης. Το γεγονός αυτό προκαλούσε μεγάλη θλίψη στον Μπετόβεν και καταγράφει τα ψυχολογικά τραύματα τα οποία του δημιουργούσε η έλλειψη της ακοής, της πιο πολύτιμης αίσθησης ενός συνθέτη! Η επιστολή αυτή μοιάζει με σημείωμα αυτοκτονίας... Βρέθηκε μετά το θάνατό του, το 1827, σε ένα μυστικό συρτάρι του γραφείου του.













Δεν υπάρχουν σχόλια: