Ταινία το διήγημα του ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ Του πολέμου και το Άλογό μου με την ιστορία Έλληνα στρατιώτη το 1940 (video)

Ο στρατιώτης προσπαθεί να πείσει το μουλάρι του να σηκωθεί.
Φωτογραφία από IWM (NA 4967). Επιχρωματίστηκε από In Colore Verita 

Ο Νίκος Καββαδίας, ποιητής της θάλασσας, βρέθηκε το 1940 να πολεμά στη στεριά. Από τις 29 Οκτωβρίου 1940 έως τις 5 Φεβρουαρίου 1941 υπηρετεί στην 3η μοίρα ημιονηγών-τραυματιοφορέων. Ο ίδιος αυτοσαρκάζεται για την ικανότητά του σε αυτή τη θέση σε ένα από τα ελάχιστα πεζά του κείμενα με τίτλο «Του πολέμου»:

«Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι στους κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας. Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε. Το ίδιο μού κάνει».

Να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο λογοτέχνημα αφηγείται την φιλοξενία ενός Έλληνα στρατιώτη από κάποιον Αρβανίτη, ενώ έχει γυριστεί και σε ταινία που την βλέπετε ολόκληρη παρακάτω. Κάποια στιγμή, το μουλάρι του ημιονηγού Καββαδία αντικαταστάθηκε από ένα άτυχο άλογο το οποίο ο ποιητής αποχαιρετά στο δεύτερο διήγημά του με τίτλο «Στο άλογό μου»:

«Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη […]. Ακούσαμε μαζί το θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο […]. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε, θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώθεις καλά πως δεν φταίω […]. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη τη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος […]. Φυλάω ακόμα το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου […] Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μού είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σού ξαναγράψω!

Στις 6 Φεβρουαρίου του 1941, λόγω της ειδικότητάς του ως ασυρματιστής, μετατίθεται στον σταθμό υποκλοπών της ΙΙΙ Μεραρχίας, στον 3ο λόχο διαβιβάσεων απ’ όπου και απολύεται την 1η Μαΐου 1941, καθώς η Ελλάδα έχει πλέον υποδουλωθεί στους Γερμανούς. Κατά την διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Αθήνα και εντάχθηκε στο ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών. Μετά το τέλος του πολέμου, μπαρκάρει ξανά στα αγαπημένα του πλοία. Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε την εντύπωση που προκάλεσε το μέτωπο στον Καββαδία, αυτό θα γινόταν με τις αδρές γραμμές της «Βάρδιας»:

«Μουσκεμένος, νηστικός και ατσίγαρος. (…) Βλέπω ένα φαντάρο να μου κόβει το δρόμο. (…) Ανοιξε το σακίδιο και μου ‘δωσε ένα κομμάτι κουραμάνα. Κίνησε να φύγει, μα ξαναγύρισε. Ανοιξ’ ένα πακέτο νούμερο δέκα και μου ‘δωσε ένα τσιγάρο. (…)

— Πώς σε λένε; του φώναξα. Στάσου…

— Φαντάρο με λένε (…)»

Του πολέμου - Στο άλογό μου (1946)

Auxiliary Remount Depot No 326 Camp Cody NM in a symbolic horse head 11770v Cropped
Στρατιώτες.τιμούν.τα.8.εκατομύρια άλογα που έχασαν την ζωή 
τους κατά την διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου. Wikimedia

Εκείνο το Χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι
στους κατσικόδρομους της παραλιακής Αλβανίας.
Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε.
Το ίδιο μου κάνει. Το ξέρω πως σε κούρασα.
Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά
τις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι.
Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα
στ’ άλλα ζώα της Μονάδας μας.
Έπαψα να μη σε γνωρίζω. Νίκος Καββαδίας

photo by Sophia-Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση

Το διήγημα του ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ «Του πολέμου» (1977) δραματοποιημένο για την τηλεόραση, σε σκηνοθεσία ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΛΗΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Ηθοποιοί: Δημήτρης Αθανασόπουλος, Χρήστος Σμαράγδας, Ελπιδοφόρος Γκότσης. Σενάριο: Παπαδημούλης, Χρήστος. Διάρκεια: 00:39:49:00

Περιγραφή Περιεχομένου: Τηλεταινία βασισμένη στο διήγημα του ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ «Του πολέμου», με θέμα την ιστορία ενός Έλληνα στρατιώτη την περίοδο του πολέμου του 1940. Η αφήγηση των γεγονότων είναι πρωτοπρόσωπη. Ο Έλληνας βαδίζει στα βουνά της Αλβανίας και κατευθύνεται στο Δελβίνο. Με το μουλάρι του φορτωμένο με υγειονομικό υλικό, κουράζεται από το περπάτημα και ζητά καταφύγιο στο σπίτι ενός γέροντα Αρβανίτη Τόσκου. 

Ο Αρβανίτης αρνείται να του προσφέρει φιλοξενία, γιατί στο σπίτι του βρίσκεται ο πληγωμένος στο πόδι γιος του, που συμμάχησε με τους Ιταλούς. Όταν αλλάζει γνώμη και του προσφέρει στέγη, τροφή και τσίπουρο, η καχυποψία υποχωρεί και του συστήνει τον γιο του. Ο Έλληνας δίνει τις πρώτες βοήθειες στον γιο του Aρβανίτη και μιλά για τον άλλο γιο του γέροντα, που γνώρισε από διηγήσεις όταν βρισκόταν στην Αργεντινή.

Η φιλοξενία έδωσε την ευκαιρία στον Αρβανίτη και τον Έλληνα να δείξουν τα αγνά αισθήματα που τρέφουν ο ένας για τον άλλον, ακόμα κι αν ανήκουν σε διαφορετικές παρατάξεις και θρήσκευμα, σε μια ατμόσφαιρα που μοιάζει σαν να μη μαίνεται ο πόλεμος. Όταν πια ξημερώσει, ο Έλληνας συνεχίζει το ταξίδι του.

Βιογραφία του συγγραφέα Νίκου Καββαδία βλέπετε εδώ

Στο βίντεο βλέπετε ολόκληρη την ταινία:



Καββαδίας,








Το «Στο άλογό μου» είναι ένα σπαρακτικό γράμμα ευγνωμοσύνης,
πάλι ενός στρατιώτη, απέναντι στο πιστό του άλογο.

Του Πολέμου στο Άλογο μου
Συγγραφέας Νίκος Καββαδίας
Χρόνος Α' έκδ.1945, 1975
Άγρα 1987. Σελίδες 58

Τα δυο μικρά αυτά πεζά δημοσιεύτηκαν, το πρώτο, στην εφημερίδα Αυγή (28.19.1975), και, το δεύτερο, στον τόμο «Το Θαύμα της Αλβανίας απ' τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας» του Ξένου Ξενίτα, Αθήνα 1945.

Το «Του Πολέμου», που φέρει ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1969, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη συνάντηση με έναν αρβανίτη Τόσκο που έδωσε καταφύγιο στον αφηγητή, στα βουνά της Αλβανίας, στον πόλεμο: «[…] Δώσαμε τα χέρια. Γύρισε τις πλάτες κρατώντας το κόνισμα και χάθηκε πίσω από τα δέντρα. Έσυρα τα χαλινάρια και ξεκινήσαμε. Μπροστά, στο ένα τσιγκέλι του σαμαριού, κρεμόταν ένα ταγάρι κριθαρίσια παξιμάδια. Πήρα δύο κι άρχισα να τραγανίζω… Πού αρχνάει ο μύθος, πού φτάνει την αλήθεια, πού η αλήθεια κόβει το μύθο… πού τελειώνει… πού ξεπερνάει… Με τέτοιο τροπάρι, στις δύο είχα φτάσει στο Δέλβινο.».

Το «Στο άλογό μου», που γράφτηκε στο Κούδεσι, τον Μάρτιο 1941, είναι μια σύντομη τρυφερή αποστροφή, ένας μελαγχολικός κουβεντιαστός μονόλογος, στο άλογο που τον συνόδευε στον πόλεμο στην Αλβανία: «Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι' αυτό θα σου γράψω. […] Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ' άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι.

Από την παρουσίαση του βιβλίου από τις εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1987

Κατά τα δύο πεζά αναφέρονται στον πόλεμο της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας (1940-1941) μέσω της Βορείου Ηπείρου / Νοτίου Αλβανίας. Ο Καββαδίας (1910-1975) βρέθηκε εκεί με την ΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού, που κατέλαβε την περιοχή της Χειμάρρας (ή Χιμάρας, αλβανικά Himarë ή Himara) στις 22 Δεκ. του 1940 και την κράτησε μέχρι τη γερμανική εισβολή το 1941.

Ο Άγιος Παΐσιος για Βόρειο Ήπειρο, Τσάμηδες και Αλβανία

Το Κούδεσι, που αναφέρεται στο Άλογο, είναι ένα από τα επτά χωριά που συγκροτούν την ορεινότατη αλλά παράκτια περιοχή της Χειμάρρας. Το Δέλβινο / αλβανικά Delvinë‎, είναι η έδρα ενός μειονοτικού Δήμου στα σύνορα Αλβανίας-Ελλάδας και στην ενδοχώρα της ακτής του Ιονίου, όπου η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού το 1940 ήταν Έλληνες.

Ο Καββαδίας γύρισε από το Αλβανικό μέτωπο «από τους τελευταίους με τα πόδια, ταλαιπωρημένος, αδύνατος, τρώγοντας ό,τι του ’διναν οι νοικοκυρές στα χωριά απ’ όπου περνούσε» γράφει η αδερφή του ποιητή Τζένια Καββαδία.

Στο ηχητικό βίντεο ακούτε ολόκληρα και τα
δύο διηγήματα. Τα κείμενα είναι συγκλονιστικά.


Στο άλογό μου: Ο Νίκος Καββαδίας στον πόλεμο του 1940

Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας στρατιώτης (αριστερά)
στο Αλβανικό υπηρέτησε ως τραυματιοφορέας

Ο Καββαδίας είναι γνωστός για ποιήματά του. Πεζά έγραψε ελάχιστα. Έκανε μία προσπάθεια με ένα μυθιστόρημα («Η Απίστευτη Περιπέτεια του Λοστρόμου Νακαχαναμόκο»), το οποίο δημοσιευόταν σε συνέχειες στην εφημερίδα «Πειραϊκόν Βήμα», αλλά η εφημερίδα έκοψε τις δημοσιεύσεις και το μυθιστόρημα έμεινε ανολοκλήρωτο. Όταν υπηρέτησε -αρχικά, ως ημιονηγός και στην συνέχεια ως ασυρματιστής- στο αλβανικό μέτωπο, έγραψε δύο πεζά κείμενα: «Του Πολέμου» και «Στο άλογό μου».

Το πρώτο γράφτηκε το 1969 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «Αυγή» στις 26 Οκτ. 1975. Ο συγγραφέας περιγράφει ένα περιστατικό κατά το οποίο χάθηκε στο αλβανικό μέτωπο και ζήτησε προστασία σε ένα εχθρικό αλβανικό σπίτι, οι κάτοικοι του οποίου είχαν ταχθεί με τους Ιταλούς.

Το δεύτερο -που ακολουθεί- γράφτηκε το 1941 και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον τόμο «Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας» του Ξένου Ξενίτα (Αθήνα, 1945, σσ. 136-137). Το κείμενο ουσιαστικά απευθύνεται προς το νεκρό άλογο του συγγραφέα το οποίο έχασε εν ώρα υπηρεσίας και αναδεικνύει την βαθιά ευαισθησία του Καββαδία.

Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.


Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ’ άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα). Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου ‘δινες θάρρος.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι’ αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ’ άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι… Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Ξαπλωμένος σ’ άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να ‘χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι…Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ’ άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από ‘κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα ‘χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να ‘σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.


Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως. Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι…Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.

Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου. Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!…»

Κούδεσι, Μάρτης 1941

Τοῦ πολέμου
*Πρώτη δημοσίευση στὴν ἐφημερίδα «Αὐγή», Κυριακὴ 26 Ὀκτωβρίου 1975

«(...) Ποῦ ἀρχινάει ὁ μύθος, ποῦ φτάνει τὴν ἀλήθεια,
ποῦ ἡ ἀλήθεια κόβει τὸ μύθο ... ποῦ τελειώνει ... ποῦ ξεπερνάει ...
Μὲ τέτοιο τροπάρι στὶς δύο εἶχα φτάσει στὸ Δέλβινο.»

3.1.1969 πρωΐ
3.1.1969 ἀπόγευμα

Στὸ ἄλογό μου Πρώτη δημοσίευση στὸν τόμο «Τὸ θαῦμα τῆς Ἀλβανίας ἀπ᾿ τὴ σκοπιὰ τῆς ΙΙΙ Μεραρχίας» τοῦ Ξένου Ξενίτα, Ἀθήνα 1945, σ. 136-137

«Τὸ νὰ γράψει κανεὶς σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, εἶναι ἴσως εὔκολο στοὺς πολλούς. Τὸ νὰ γράψει σ᾿ ἕνα ζῶο εἶναι ἀφάνταστα δύσκολο. Γιὰ τοῦτο φοβᾶμαι. Δὲν θὰ τὰ καταφέρω. Τὰ χέρια μου ἔχουνε σκληρύνει ἀπὸ τὰ λουριά σου, κι ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἄλλη αἰτία. Ὅμως πρέπει. Αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη. Γι᾿ αὐτὸ θὰ σοῦ γράψω.
(...)
Οἱ κάλοι τῶν χεριῶν μου ἀπὸ τὰ λουριά σου μοῦ εἶναι τόσο ἀγαπητοί, ὅσο ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε ἀπόχτησα στὶς θαλασσινές μου πορεῖες. Θὰ σοῦ ξαναγράψω!...»

Κούδεσι, Μάρτης 1941

1η ἔκδοση: Ἄγρα, 1987-1997
ISBN 960-325-041-4 nektar/art

Δεν υπάρχουν σχόλια: