Όταν συνάντησα τον Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι

Fyodor Mikhailovich Dostoevsky

Ο Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι
Fyodor Mikhailovich Dostoevsky
11 Νοεμβρίου 1821 - 9 Φεβρουαρίου 1881
ο Ρώσος συγγραφέας και κορυφαία
μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

ΟΤΑΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΤΟΝ ΦΙΟΝΤΟΡ
ΜΙΧΑΗΛΟΒΙΤΣ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ

Νομικός - Αρθρογράφος

Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου

Περπατούσα απογοητευμένη στους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Ήταν γύρω στις 10 το βράδυ, ψιλόβρεχε, και είχε εκείνη την ψυχρή, διαπεραστική υγρασία, την τόσο γνώριμη στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης.

Είχα μόλις φύγει από μια εκδήλωση για τη ζωή και το έργο του Ντοστογιέφσκυ, μια εκδήλωση που την περίμενα με λαχτάρα και πολλές προσδοκίες… διότι, ο Ντοστογιέφσυ δεν είναι για εμένα απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας του 19ου αιώνα… είναι μια μοναδικά ευαίσθητη, τραγική και ακραία στη ζωή της ιδιοφυΐα, με ένα εντελώς σπάνιο μεγαλειώδες ταλέντο.

Η εκδήλωση όμως αποδείχθηκε πολύ διαφορετική (και πολύ κατώτερη) από τις προσδοκίες μου. Εκτός εάν οι προσδοκίες μου ήταν κατάφωρα προσωπικές, τόσο, ώστε δεν ήταν δυνατόν να κοινωνηθούν έξω από εμένα.

Επί τρεις περίπου ώρες, παρακολουθούσα ένα πάνελ ανθρώπων καταξιωμένων και σοβαρών, που μιλούσαν και διαλέγονταν για τη μεγάλη αυτή μορφή που πέρασε από την ανθρωπότητα, συμφωνώντας μεταξύ τους και συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον, σε μια συζήτηση «υψηλού διανοητικού επιπέδου».

Συγγραφείς που «εντρύφησαν» στον Ντοστογιέφσκυ, ακαδημαϊκοί φερόμενοι ως «φιλόσοφοι» και «θεολόγοι», νομικοί ψυχίατροι και ψυχαναλυτές, αποτελούσαν το εκτενές πάνελ των (συν)ομιλιτών.

Οι αναλύσεις των έργων και των χαρακτήρων «έδιναν και έπαιρναν», καθώς και τα σχόλια που τόσο ναρκισσεύονταν να κάνουν οι διανοούμενοι τού πάνελ. Και ο κόσμος από κάτω, με μάτια δίχως φλόγα και με καρδιά χωρίς να χτυπά πιο δυνατά από το κανονικό (όπως χτυπά σε κάθε επαφή της με το εξαιρετικό), παρακολουθούσε… δεν συμμετείχε, δεν αναγνώριζε. Κάποιοι βαριόνταν, όπως και εγώ.

Τώρα πλέον περπατούσα στο κρύο και στο ψιλόβροχο, και αναρωτιόμουν μήπως ήμουν άδικη, μήπως έβαζα μπροστά μου μόνον τα προσωπικά μου συναισθήματα, μη μπορώντας έτσι να δεχτώ κάποια άλλη προσέγγιση.

«Ένιωσα τη δίψα της ψυχής της ανθρωπότητας»! «Ανεξάρτητα από τις απώλειες, αγαπώ τη ζωή πολύ, αγαπώ τη ζωή για τη ζωή, και, παράξενο, εξακολουθώ να συνεχίζω να αρχίζω να ζω». Μέσα μου δονούνταν οι φράσεις του, επιβεβαιώνοντας ότι δεν έκανα λάθος.

Οι άνθρωποι στο δρόμο ήταν λίγοι, όπως και τα αυτοκίνητα. Η ευλογημένη ησυχία έκανε τη θλίψη και την απογοήτευσή μου βαθύτερες. «Ο Ντοστογιέφσκυ πέθανε! Σήμερα, στη μίζερη εκδήλωση των καταξιωμένων επιστημόνων, το κατάλαβα: σήμερα, ο Ντόστογιέφσκυ της Ρωσίας και της ανθρωπότητας πέθανε», σκέφτηκα και πριν καλά-καλά τελειώσω τη σκέψη μου, άκουσα πίσω μου ένα ηχηρό, αψύ γέλιο που με τρόμαξε.

«Υπάρχουν στ’ αλήθεια ακόμη άνθρωποι που με διαβάζουν»; είπε με τραχεία προφορά, χωρίς να σταματά να γελάει.

Γύρισα το κεφάλι, τον είδα και έμεινα εμβρόντητη…

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

«Πώς είναι δυνατόν»; ψέλλισα, με όση δύναμη μου είχε απομείνει από την παράλογη έκπληξη.

«Γιατί να μην είναι δυνατόν; Α, διότι πέθανα; Κοίτα, εκείνον τον Ιανουάριο τού 1881 δεν πέθανα, ‘‘μετέστην εις την ζωήν’’, όπως λένε οι Πατέρες». Έκανε μια παύση, χαμογέλασε και συνέχισε: «Αν εννοείς ότι πέθανα εκεί μέσα (δείχνοντας προς το κτίριο όπου είχε γίνει η εκδήλωση στη μνήμη του), ναι, πέθανα, αλλά ήταν προσωρινό», είπε και ξαναγέλασε δυνατά.

Μετά από το πρώτο σοκ, μπορούσα να αρχίζω να τον παρατηρώ. Ήταν η ίδια μορφή, σχεδόν βιβλική, που είχα δει σε πίνακες: μάτια γαλήνια και διεισδυτικά, βλέμμα πολύ εσωτερικό με μεγάλη δόση θλίψης, ακόμη και όταν αληθινά γελούσε, ενώ όλα επάνω του φανέρωναν Αλήθεια και αποφασιστικότητα.

Θα τολμούσα να πω ότι ήταν ένας διάφανος άνθρωπος, διάτρητος από την τραγικότητα της ύπαρξης, δυναμωμένος από τις κακουχίες, τις αρρώστιες και την Πίστη – διότι, στην πνευματική ζωή (την οποία ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκυ πραγμάτωσε πλήρως), όλα λειτουργούν ανάποδα: όσα στη σαρκική ζωή μάς αποδυναμώνουν και μας κάνουν να φθίνουμε, στην πνευματική μάς δυναμώνουν.

«Μερικά πράγματα δεν μπορεί κανένας να τα κρίνει, αν δεν τα έχει δοκιμάσει μόνος του», είπε και άρχισε να περπατάει, προτρέποντάς μου να περπατήσω μαζί του.

«Αυτό το έχεις ξαναπεί», λέω, καθώς ανασύρω στη θύμησή μου τη φράση του.

«Τώρα το λέω για να σου εξηγήσω τον πόνο σου… γι’ αυτούς που μιλούσαν για εμένα, σαν να είμαι ο μέγας διανοούμενος...»

«Όμως… αυτοί είναι διανοούμενοι», σχολίασα, συνειδητοποιώντας ότι επί τρείς ώρες άκουγα επιστήμονες που έκαναν απλώς προβολή του εαυτού τους στον μεγάλο δημιουργό που είχα δίπλα μου.

Περπατούσε γρήγορα, με παράστημα αρχοντικό. Η ευγενική καταγωγή του ήταν εμφανής, μολονότι ποτέ του δεν την επικαλέστηκε. Άλλωστε, στις συνθήκες της Ρωσίας τού 19ου αιώνα, η καταγωγή του δεν ήταν αυτή που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει χρήματα για τα προς το ζην...

«Γιατί είσαι εδώ σήμερα; Φαντάζομαι ότι δεν είναι δα η πρώτη φορά που σε «σκοτώνουν» στα πάνελ των διανοούμενων...», του είπα καθώς περπατούσαμε.

«Τι σχέση έχουν αυτοί; Είμαι εδώ, διότι με κάλεσε η ψυχή σου, η απογοήτευσή σου, ο πόνος σου και η συγγένειά του με το δικό μου πόνο».

«Γι’ αυτό άραγε, εδώ και τόσα χρόνια, σ’ αγαπώ τόσο πολύ»; τον ρώτησα.

«Δεν ξέρω… η ψυχοθεραπεύτριά σου τι λέει γι’ αυτό»; ρώτησε και γέλασε.

Από όσο ήξερα, ο Ντοστογιέφσκυ δεν είχε χιούμορ. Τώρα όμως τον άκουγα να αυτοσαρκάζεται και να γελά... «μα πώς θα μπορούσε κάποιος που βίωσε την τραγικότητα των ανθρώπων, να μην έχει χιούμορ»; σκέφτηκα.

«Σε αναγνώρισα, δεν ήταν και πολύ δύσκολο», μου είπε σοβαρά. «Για να ανα-γνωρίσεις κάποιον ή κάτι, προϋποθέτει να το γνωρίζεις. Εμείς γνωριστήκαμε, από τα οικεία χνάρια που άφησε ο βηματισμός μας και από την ασυμβατότητά μας με το κοσμικό παιχνίδι».

Σκεφτόμουν την πρώιμη επαναστατική του δράση, την εισχώρησή του στον επαναστατικό υλισμό, που τον έφεραν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, την από «καθαρή τύχη» χάρη που δόθηκε την ύστατη στιγμή, τον τρόμο στο κορμί του που το συντάραζε για αρκετές μέρες αφ’ ότου τού αφαίρεσαν την κουκούλα τού μελλοθάνατου, τα τετράχρονα κάτεργα και τους βασανισμούς του στη Σιβηρία, την «παρέα» του με την Καινή Διαθήκη (το μοναδικό βιβλίο που επιτρεπόταν), την εκ θεμελίων μεταλλαγή του μετά από αυτά, τη μόνιμη οικονομική ανέχεια που αντιμετώπιζε, την εμμονή του με τον τζόγο, τους παθιασμένους έρωτές του, στους οποίους εισχωρούσε με όλη την Αλήθεια του, την προδοσία και την πληρότητα...

«Αυτά δεν είναι χνάρια, είναι πληγές με γλυκόπικρο αίμα», σκέφτηκα.

ΤΟ ΑΙΩΝΙΩΣ ΟΜΟΡΦΟ

«Πώς γνωρίζεις εσύ την ύπαρξη ψυχοθεραπευτών; Στην εποχή σου, στο χώρο σου, δεν υπήρχαν...»

«Γνωρίζω πως ό,τι δεν κατάφερε το σύστημα με τα σωματικά βασανιστήρια, το κατάφερε με αυτό που ονόμασε 'δυτικό πολιτισμό''. Το σύστημα πάντα ήθελε να αχρηστεύσει τους ανθρώπους που ήταν επικίνδυνοι γι’ αυτό. Η κατάθλιψη αποδείχθηκε ο καλύτερος τρόπος. Και όλο αυτό, γέννησε την ανάγκη των ψυχοθεραπευτών».

«Εσύ όμως είχες την τύχη να γνωρίσεις γέροντες, στάρετς, όπως λέγονται στην πατρίδα σου».

«Ναι, είχα αυτήν την μεγάλη ευλογία... όχι όμως σαν υποκατάστατο των σύγχρονών σου ψυχοθεραπευτών, όχι! Ήταν διότι διψούσα για την αλήθεια ''σαν το ξερό χορτάρι'', όπως είχα γράψει κάποτε στον φίλο Φονβίζιν. Και τελικά, τη βρίσκει την αλήθεια όποιος διψάει τόσο πολύ γι’ αυτήν, επειδή γίνεται φανερή μέσα στη δυστυχία».

Το υγρό κρύο είχε αρχίσει να γίνεται πιο διαπεραστικό. Πρότεινα να καθίσουμε σε κάποιον ζεστό χώρο και να πιούμε κάτι να ζεσταθούμε.

«Δεν πίνω αλκοόλ, μόνον τσάι», μού είπε και κατευθυνθήκαμε σε μια ζεστή και ήσυχη τσαγιερί. Ο τρόπος που καθόταν, που έπινε το τσάι του, που κάπνιζε, που κοίταζε... όλα επάνω του φανέρωναν την εσωτερική του ευγένεια, το εκλεκτό, το οποίο ζούσε στην ψυχή του.

Είχα το φόβο ότι θα γινόταν στόχος όλων των γύρω παρεών, ότι θα συγκέντρωνε πάνω του όλα τα βλέμματα – και όχι με τις καλύτερες προθέσεις. Κατάλαβε το φόβο μου και μου είπε: «δεν πρόκειται κανένας να ασχοληθεί, μην φοβάσαι... μόνον ό,τι είναι γνωστό τους οι άνθρωποι μπορούν να δουν...»

«Σε αναγνώρισα, μέσα από την αναζήτηση του όμορφου», τού είπα. «Και μέσα από την αναζήτηση του αιώνιου. Μέσα από την αναζήτηση του αιώνια όμορφου».

«Αυτό που αναζητάς, δεν υπάρχει πουθενά αλλού, παρά μόνον στο πρόσωπο του Χριστού», μου είπε με τρόπο απλό, με σοβαρότητα.

«Έχεις χαρακτηριστεί οπισθοδρομικός και ανώριμος γι’ αυτό που μου λες».

«Και έχω απαντήσει: «Όχι, δεν πιστεύω και δεν ομολογώ όπως ένα παιδί τον Χριστό. Το ωσαννά μου έχει περάσει από τη σκληρή δοκιμασία της αμφιβολίας», είπε λίγο εκνευρισμένος.

«Κάποιος Σέρβος διανοούμενος είχε πει για σένα, ότι δεν βρήκες ποτέ σου τον Θεό, ότι έχασες τον Θεό και πιάστηκες από τον Χριστό. Και αυτό μάλιστα, το θεωρεί κατάντημα για εσένα».

«Μάλλον θα ήταν Ρωμαιοκαθολικός», είπε με άγια ηρεμία.

«Ναι, Ρωμαιοκαθολικός ήταν», τον διαβεβαίωσα.

«Είχε δίκιο από την πλευρά του. Ένας Ρωμαιοκαθολικός δεν μπορεί να καταλάβει το τεράστιο μυστήριο της Ενανθρωπίσεως του Θεού, που πραγματώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού».

«Η αλήθεια είναι ότι και πολλοί Ορθόδοξοι δεν το κατανοούν»...

«Ναι, αλλά όποιος το κατανοήσει, δεν μπορεί παρά να είναι Ορθόδοξος», μου είπε με την ίδια μεγαλειώδη σοβαρότητα.

ΟΙ «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ» ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ

Η νύχτα προχωρούσε, η πόλη ηρεμούσε, οι ρυθμοί ξέπνοοι ήταν οι καλύτεροι σύντροφοι της συζήτησής μας.

«Κάποιοι, και δεν είναι λίγοι, έχουν γράψει ότι είσαι στριφνός χαρακτήρας, ανήθικος, παράλογος και συντηρητικός...», του είπα.

«Μπορεί να έχουν δίκιο...», μού απάντησε αφοπλιστικά, και συνέχισε: «Ποτέ δεν με απασχόλησε η ηθική, ούτε το καλό ως αντίποδας του κακού, ούτε ο ορθολογισμός, πάνω στον οποίο δομήθηκε όλη η Ευρώπη, ούτε η Επανάσταση ως μηδενισμός και εξωτερική καταστροφή. Αυτά που πάντα αναζητούσα ήταν Ελευθερία και Αλήθεια... δηλαδή, όντως Ελευθερία, που εκ των πραγμάτων, περιέχει την Αλήθεια».

«Μίλησέ μου για αυτά που πάλεψες…»

«Έβλεπα την σταδιακή απώλεια της πατρίδας μου, που με ξέφρενο, καθόλου συνειδητό τρόπο, υιοθετούσε τον ορθολογισμό της Δύσης, και έλεγα ότι θα σωθούμε μόνον αν μείνουμε πιστοί στην Παράδοσή μας – με είπαν συντηρητικό»...

«Τα μυρμήγκια έχουν ένα οικοδόμημα καταπληκτικό στο είδος του: τη μυρμηγκοφωλιά. Τα αξιοσέβαστα μυρμήγκια άρχισαν από τη μυρμηγκοφωλιά και θα τελειώσουν ασφαλώς εκεί, πράγμα που τους περιποιεί μεγάλη τιμή για την επιμονή τους και το θετικό τους πνεύμα. Ο άνθρωπος όμως... Όπως ο παίκτης του σκακιού αγαπά μόνο το παίξιμο και όχι το σκοπό του παιχνιδιού... Ενδιαφέρεται μόνο για την ίδια τη ζωή και όχι για το σκοπό της», τον διέκοψα, λέγοντάς του κάτι από τα λόγια του δικού του ήρωα του Υπογείου.

«Έτσι την πάθατε και εσείς, στη δική σας πατρίδα. Απεμπολήσατε τον πλούτο της παράδοσής σας και οικειοποιηθήκατε έναν πολιτισμό που σήμανε το τέλος του πολιτισμού».

«Και σήμερα επίσης, όποιος τα λέει αυτά, θεωρείται από πολλούς συντηρητικός...»

«Αυτό δεν έχει σημασία... οι άνθρωποι κρίνουν και κατακρίνουν, συνήθως ό,τι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν. Μα, το «δύο και δύο κάνουν τέσσερα», που είναι η αφετηρία τους, δεν μπορεί να τους οδηγήσει στην Ελευθερία».

«Κάποιοι άλλοι όμως ξεπερνούν αυτήν τη λογική και τα σπάνε, βγαίνουν σε έναν αγώνα και σκοτώνουν τα μυρμήγκια, για να επιτεθούν και στο οικοδόμημά τους...», σχολίασα.

«Ναι, αυτοί είναι οι ‘‘προοδευτικοί’’», μου είπε σκωπτικά.

Θυμήθηκα τους Δαιμονισμένους και τις σκληρές λέξεις που χρησιμοποιεί για τους «προοδευτικούς» και για τους υπηρέτες τους, τα «καθάρματα», τα οποία, «στις μεταβατικές περιόδους σηκώνουν κεφάλι, και όχι μόνον χωρίς λόγο, αλλά και χωρίς καν ένδειξη ελάχιστης σκέψης, εκδηλώνοντας απλώς έντονη νευρικότητα και αδημονία... υποχείρια της μικρής χούφτας των «προοδευτικών» οι οποίοι, ενεργώντας με συγκεκριμένο στόχο, κουμαντάρουν αυτό το σκουπιδαριό όπως θέλουν».

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

«Σκέφτεσαι τον Ρασκόλνικοφ»; με ρώτησε και με κοίταξε διεισδυτικά.

«Όχι, σκεφτόμουν κάτι από τους Δαιμονισμένους».

«Και όμως, η διαδρομή του Ρασκόλνικοφ θα μπορούσε να δείξει πολλά σε όσους αναζητούν τη λύτρωση...»

Ο Ρασκόλνικοφ, ο ήρωας στο Έγκλημα και Τιμωρία, αφού σκότωσε μια γριά, σαν ένα μυρμήγκι του συστήματος, αντιμετώπισε την τιμωρία του νόμου. Μα, η αληθινή κόλασή του ήταν όταν η εσωτερική του φωνή τον καταδίκασε αμείλικτα, μα και λυτρωτικά. Η Σόνια, μια αγία πόρνη, πάντα στο πλευρό του, μέχρι το τέλος του, έπαιξε τον καταλυτικό ρόλο στη λύτρωση αυτή.

«Λυτρώθηκε μέσα από την κόλασή του...», είπα.

«Όχι. Λυτρώθηκε όταν ανακάλυψε, όταν είδε, όταν βίωσε στα μύχια της ψυχής του το Φως... το αληθινό φως, που δεν γνώριζε καν την ύπαρξή του. Το εσωτερικό μαρτύριο τού Ρασκόλνικοφ αναιρεί την αποστολή του ως τάχα υπερανθρώπου. Όμως, δεν τον λυτρώνει. Η λύτρωση έρχεται όταν ομολογεί την ύπαρξη του Φωτός μέσα του. Αυτή είναι η ομολογία πίστης, αυτή ισοδυναμεί με την Ελευθερία».

Τον άκουγα με μία δόση δυσπιστίας.

«Πώς μπορεί να λυτρωθεί σήμερα ο άνθρωπος, μέσα σε ένα σύστημα ανελέητο, που πάντα βρίσκει τον τρόπο να συνεχίζει να λειτουργεί, το ίδιο ανελέητα και το ίδιο χυδαία συνεχώς»; ρώτησα.

«Η λύτρωση έρχεται με Επανάσταση, κατά βάθος το γνωρίζεις, όλοι το γνωρίζουμε. Η Επανάσταση όμως ξεκινά από μέσα, αλλιώς καταντά τυφλός μηδενισμός – στην καλύτερη περίπτωση. Το σύστημα έχει ρίζες βαθιές, γιατί έχει τις ρίζες του στην ψυχή μας. Από εκεί θα αρχίσουμε το ξερίζωμα...»

«Και αν δεν τα καταφέρουμε; Αν χάσουμε το δρόμο»; ρώτησα.

«Τότε θα περάσουμε αυτό που περνά σήμερα η Ευρώπη, ή αυτό που πέρασε η Ρωσία με την Οκτωβριανή Επανάσταση: θα παραδώσουμε την Ελευθερία μας ως υπάρξεις, σ’ αυτούς που θα μας υποσχεθούν ψωμί και ευδαιμονία».

«Τελικά, υπήρξες προφήτης με τον μονόλογο του Ιεροεξεταστή»! του είπα σκωπτικά.

«Απλώς, μελετούσα με πολύ πόνο την ανθρώπινη ψυχή. Και με μοναδικό φως, αυτό της ελευθερίας που έφερε ο Χριστός στη γη», μου απάντησε.

ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΣΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ...

Η βροχή είχε σταματήσει και η ξαστεριά λάμπρυνε τη νύχτα μοναδικά! Η ησυχία ήταν απολαυστική. Φύγαμε από την τσαγιερί και περπατούσαμε στα ερημικά δρομάκια της πόλης, μακριά από τους μεγάλους, φωτισμένους δρόμους.

«Στη Ρωσία, υπήρχε στην Όπτινα ένα μοναστήρι με πολλές αγιασμένες ψυχές. Χρωστάω πολλά σ’ εκείνο το μοναστήρι, κυρίως στον στάρετς Αμβρόσιο. Εκεί ένιωσα την Ελευθερία που έφερε ο Χριστός στην ανθρώπινη ύπαρξη…», μου είπε κοιτάζοντας στον ξάστερο ουρανό.

«Ο Αμβρόσιος είναι ο στάρετς Ζωσιμάς στους Καραμαζώφ, που προσκυνά τον Ντιμίτρι»; τον ρώτησα.

«Δεν προσκυνά τον Ντιμίτρι, προσκυνά τα μελλούμενα πάθη του – ναι, ο Αμβρόσιος είναι»...

«Ξέρω ότι δεν σου αρέσουν οι άσαρκες λέξεις. Ούτε σε εμένα αρέσουν. Γι’ αυτό, πες μου, τι είναι αυτή η Ελευθερία που έφερε ο Χριστός, και που είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρώπινης ύπαρξης».

«Μα, το έχω πει, με πολλούς τρόπους. Η Ελευθερία του Χριστού είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο ενσαρκωμένος Θεός. Ο Θεός δεν σαρκώθηκε για να φέρει ηθικούς κανόνες στη γη, σύμφωνα με τη δυτική παράδοση. Ούτε ήρθε να φέρει μοτίβα ύπαρξης για την ηθική τελείωση του ανθρώπου. Με την ενσάρκωσή Του έφερε την υπέρβαση του θανάτου, που απειλεί το ίδιο το Είναι του ανθρώπου.

«Ουσιαστικά, η Ελευθερία αυτή είναι η αποδοχή της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι τού τρόπου που χρησιμοποιείται, ούτε του σκοπού της, αλλά αυτής της ίδιας της ύπαρξης. Ή θα δεχθούμε την ύπαρξη ως δώρο τού Θεού, ή δεν θα τη δεχτούμε ως τέτοια, βάζοντας το εαυτό μας στη θέση του Θεού. Αυτά είναι τα υπαρξιακά άκρα της Ελευθερίας. Μόνο οντολογικά, καθόλου μεταφυσικά, καθόλου ηθικά».

«Μοιάζει τόσο πολύ με την amor fati, τη μοιραία αγάπη του Νίτσε, όλο αυτό που λες... δεν τον γνωρίζεις, είναι ένας λαμπρός ποιητής -οι περισσότεροι τον αποκαλούν φιλόσοφο- μεταγενέστερος από εσένα. Είχε πει πολλές φορές ότι σου οφείλει πολλά...»

Φάνηκε να μην μ’ άκουσε, καθώς ένας άστεγος που πάσχιζε να στεγνώσει από τη βροχή είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του. Έτρεξε και τον βοήθησε, ενώ τον σκέπασε με το δικό του παλτό. Πριν φύγει, του φίλησε τα χέρια!

Θυμήθηκα -είναι γραμμένο από βιογράφο του- το είχε ξανακάνει, όχι έτσι, περίπου έτσι. Σαν τον Ρασκόλνικοφ, που προσκυνά στο πρόσωπο της Σόνιας τη δυστυχία όλου του κόσμου.

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ

Περπατούσα στο πλάι του. Είχε το κεφάλι σκυφτό, απαλλαγμένος από το παλτό του, μιλούσε χαμηλόφωνα, σαν να μονολογούσε.

«Αν αποδεχτούμε την ύπαρξη, δεν μπορούμε να την αποδεχτούμε «στα ψέμματα». Ή θα την αποδεχτούμε ως παράλογη οδύνη, ή δεν θα την αποδεχτούμε καθόλου. Η οντολογική Ελευθερία του Χριστού είναι η αποδοχή τού Σταυρού – αυτή είναι η ουσία της Ενανθρώπισης.

Πώς αλλιώς μπορούμε να λυτρωθούμε, να ελευθερωθούμε, αν δεν ταυτιστούμε με όλη την οδύνη, με όλο τον πόνο, με κάθε πάσχοντα της Κτίσης αυτής; Πώς μπορεί να υπάρξει Ελευθερία χωρίς την Αγάπη που θυσιάζεται; Χωρίς τον Χριστό, που είναι –και δεν δείχνει– η Αγάπη που θυσιάζεται»;

Τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, αλλά το βλέμμα του είχε τη σπάνια δύναμη του Αληθινού ανθρώπου.

Άρχιζε να χαράζει, όταν στάθηκε, με κοίταξε με ένταση και μου είπε: «Η λύτρωση δεν είναι στο μαρτύριο. Είναι στο Φως της Ανάστασης, όταν το δεις μέσα σου και το ομολογήσεις έναντι πάντων».

Μου έγνεψε να μην τον ακολουθήσω πλέον. Έμεινα να τον κοιτάζω, καθώς ανέβαινε το πλακόστρωτο. Και ήταν ολόκληρος λουσμένος σε Φως. Ξεμάκραινε, μα δεν χάθηκε από τα μάτια μου...

by Sophia-Ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση

Διαβάστε: Το Μανιφέστο του Αταίριαστου ~ Μαρίας Σταματιάδου

Περισσότερα Θέματα: Λογοτεχνία-Ποίηση, Ντοστογιέφσκι

1 σχόλιο:

ΠΥΡ είπε...

ΑΛΗΘΙΝΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΚΙ ΩΡΑΙΟ, ΒΓΑΛΜΕΝΟ ΑΠ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ..ΚΑΜΜΙΑ ΕΠΙΤΗΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΦΤΙΑΣΙΔΩΜΑ...!