Ο γεννημένος 1η Μαΐου 1909 ποιητής της Εργατικής
Η φωνή του ποιητή Γιάννη Ρίτσου ηχεί σαν βάλσαμο στην ψυχή μας. Φωνές σαν τη δική του μπορούσαν να ξεσηκώσουν, να γοητεύσουν, να ταξιδεύσουν, να φωτίσουν, να εμπνεύσουν... Χωρίς αυτές όμως νιώθουμε να πορευόμαστε γυμνοί και ανέστιοι, εφ' ενός ζυγού την οδό της σιωπής.
Το τοπίο μπροστά μας είναι σκοτεινό και άδειο. Οι μεγάλοι ποιητές μάς εγκατέλειψαν. Τα δύο ποιήματα του Ρίτσου, που είχε την καλοσύνη να προσφέρει για τους αναγνώστες της «Ε» (enet.gr) η κόρη του, Έρη Ρίτσου, θα μπορούσε να είχαν γραφεί σήμερα. Είναι προφητικά, δείχνουν «το κενό από τη στέρηση της ελευθερίας» που βιώνουμε εσχάτως όλοι μας. Και όμως, γράφηκαν την δεκαετίας του 1980 και περιλαμβάνονται στην συλλογή του «Υπερώον» (Αθήνα 1985) που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο και συγκεκριμένα στις 11 Νοεμβρίου, την ημέρα που άφησε την τελευταία του πνοή, το 1990.
Πρωτομαγιά και η ευγενική μορφή του έρχεται πάλι στη σκέψη μας, όπως τότε που με την ποίησή του και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ανηφόριζε η πορεία την Πατησίων ανεμίζοντας τις κόκκινες σημαίες.
Γεννήθηκε Πρωτομαγιά και ήταν περήφανος που η μέρα της γέννησής του συμπίπτει με την μέρα που είναι αφιερωμένη στους αγώνες της εργατιάς, τους αγώνες των φτωχών.
Αυτούς τους αγώνες τους ύμνησε και τους θρήνησε. Συμπορεύτηκε μαζί με τους αγωνιστές, τους αγκάλιασε και υποκλίθηκε εμπρός τους.
««Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω, ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω»
«Επιτάφιος»: έργο πανανθρώπινο, διαχρονικό, άξιος διάδοχος της αρχαίας τραγωδίας και πανάκριβη κληρονομιά για όλους εμάς.
Γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1909, ο Ρίτσος γιόρταζε και πενθούσε μαζί με τη μάνα του Τάσου Τούση που δολοφονήθηκε στις 9 Μαΐου του 1936 στη Θεσσαλονίκη, στις διαδηλώσεις για την απεργία των καπνεργατών Καβάλας που είχε ξεκινήσει την Πρωτομαγιά.
Το «Μοιρολόι» που έγραψε κλαίγοντας σαν παιδί στη σοφίτα του της οδού Μεθώνης, όταν είδε στο «Ριζοσπάστη» τη μάνα του νεκρού να θρηνεί πάνω στο αιματοβαμμένο κορμί του παιδιού της, θα σταθεί η απαρχή για το μνημειώδες έργο του «Επιτάφιος» Βλ. εδώ. Η φωνή του Μπιθικώστη θα συνοδεύει πάντα τους στίχους του: «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω, άνοιξη γιε που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω».
Ο Γιάννης Ρίτσος όταν υποκλίθηκε στη ζωή και αποχώρησε, είχε 45 ανέκδοτες συλλογές στο συρτάρι του. Από αυτές αρκετές έχουν δημοσιευθεί. Άλλες μένουν ανέκδοτες. Το υπό έκδοση «Υπερώον», μια γεύση του οποίου παίρνουμε σήμερα, παρουσιάζει τον ποιητή να θεάται από ψηλά, από το υπερώον, την άδεια και σκοτεινή σκηνή ενός θεάτρου. «Ώρα να κατέβεις από το υπερώον στη σκηνή για να παίξεις εαυτόν», λέει ο Ρίτσος πέντε χρόνια πριν το τέλος του. Έχει αρχίσει το πισωγύρισμα στα χρόνια της νεότητάς του. Δανείζεται μια ακριβή παλιά ανάμνησή του από το σύντομο πέρασμά του από τη σκηνή, όταν ακόμη δοκίμαζε ρόλους για το μέλλον του.
Αντίδωρο
Ανάκατες εφημερίδες
χάμου στο πάτωμα.
Κι εμείς χωρίς καθρέφτη,
αλλά με όλη την άνεση
των στερημένων,
φορέσαμε το καπέλο μας,
βγήκαμε στο δρόμο,
δε χαιρετήσαμε κανέναν.
Αθήνα, 2.ΙΙΙ.85
Απογύμνωση
Η σόμπα σκούριασε.
Τα μπουριά ξεφλουδάνε.
Οι τοίχοι ραγίζουν.
Στο κάδρο
ένα δέντρο ολομόναχο
πράσινο ακόμη.
Πούλησες και το ρολογάκι
του χεριού σου.
Νοθέψανε και τον καφέ.
Ένα τσιγάρο ξεχασμένο
καπνίζει στο σταχτοδοχείο.
Λοιπόν,
τόσο μεγάλο κενό,
τόση στέρηση,
η ελευθερία;
9.ΙΙΙ.85
Γιάννης Ρίτσος, Υπερώον, Αθήνα 1985
Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα.
Με τον Γιάννη Ρίτσο της Πρωτομαγιάς
Την Εργατική Πρωτομαγιά γιόρτασαν και εφέτος χιλιάδες πολίτες του κόσμου. Την ημέρα – σύμβολο της τιμημένης Εργασίας και της Ελευθερίας, που δικαιούται να απολαμβάνει ο άνθρωπος όπου Γης αλλά και που πρέπει ανυποχώρητος να διεκδικεί τα μέγιστα αγαθά τους, όταν τα έχουν αρπάξει δύστηνοι καιροί.
Τέτοια ημέρα, η ελληνική μνήμη προβάλλει τον μεγάλο ποιητή μας, εκείνον που ταξίδεψε στον ωκεανό της ποίησής του, με πολικό αστέρι την Πρωτομαγιά. Ο γεννημένος 1η Μαΐου 1909 Γιάννης Ρίτσος, τίμησε διαχρονικά την εύνοια της Μοίρας να του χαρίσει ως γενέθλια ημερομηνία, την ημέρα των εργατικών αγώνων. Έταξε κύριο σκοπό της ζωής και του έργου του την επικράτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, με όπλα το μεγάλο ταλέντο, την ολοκληρωτική αφοσίωση στον κόσμο των ιδανικών του, τον ελεύθερο στίχο (μετά το 1935) και τις νέες διαθέσεις της ποιητικής έκφρασης.
Αστείρευτης έμπνευσης λυρικός, πολιτικός, αντιστασιακός αλλά και πολυδιάστατος ποιητής, μόλις 28 ετών χαίρεται την έμμετρη υποδοχή του από τον Πατριάρχη των Γραμμάτων μας Κωστή Παλαμά, μετά το «Τραγούδι της αδελφής μου», το 1937: «Παραμερίζουμε ποιητή, για να περάσεις»! Και από παντού πέρασε, όπως έγραψε ο Τούρκος συγγραφέας Ασίζ Νεσίν: « – Τα ποιήματά του – είναι θα έλεγα, ζωγραφικοί πίνακες, καμωμένοι όχι από χρώματα, μα από λέξεις. Μέσα από τούτες τις εικόνες, που απλώνονται από τα βάθη του μύθου ως τα πιο πρόσφατα ιστορικά γεγονότα και τα περιστατικά της καθημερινής ζωής, ξεπροβάλλουν η πίκρα, ο πόνος, η ελπίδα, οι νίκες και οι ήττες του ελληνικού λαού, που τόσα έχει υποφέρει ως τα τώρα» (1).
Ο δημιουργός του αριστουργήματος «Η Σονάτα του σεληνόφωτος», με τον απόηχο της σονάτας 27 του Μπετόβεν, επέλεξε να επιτελέσει μιαν ιερή αποστολή και ζητούσε τη μέριμνα των ομοτέχνων του:
Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, – ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές
των στίχων του.
Ωστόσο, «δημοκρατικές στρατιές των στίχων» «έπρεπε» να εξοντωθούν από τις δυνάμεις του μίσους, που κατά καιρούς κυριαρχούσαν στη νεότερη ιστορία μας. Δεν το επέτρεψε και ο Γιάννης Ρίτσος. Μετέτρεψε τους τόπους της εξορίας σε «περγαμηνές», που ταξίδεψαν το κλάμα για τη μεγάλη ορφάνια της Ελευθερίας, αλλά και την πίστη ότι της μέλλεται να ανθίσει, ποτισμένη με το αίμα των παιδιών της.
Στο διάλογο του ποιητή με ένα λουλούδι, από «Τα Δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», γραμμένα στην εξορία της Λέρου γύρω στα 1973, το υπέροχο κυκλάμινο απαντά:
Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα – στάλα·
μαντίλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα.
Και αυτά τα τραγούδια μας τα χάρισε μελοποιημένα ο αξέχαστος Μίκης Θεοδωράκης. Δεν γινόταν και δε γίνεται διαφορετικά. Η Ελευθερία, η Ομορφιά δεν εξορίζονται. «Από του βράχου τη σχισμάδα» το αίμα των παιδιών τους τις οδηγεί στο φως, ως κατάκτηση πολύτιμη και νόημα της ζωής, Αυτό το ιερό νόημα μας δώρισε ο Ρίτσος και οι άξιοι ομότεχνοί του.
Απαντήσεις του Γιάννη Ρίτσου σε ερωτήσεις
Εξάλλου, θαυμάσαμε τον ποιητή από την τηλεόραση και όταν έπαιζε πιάνο, ήταν δε εξαιρετικός και απαντώντας σε ερωτήσεις. Τον Μάρτιο του 1989, στην «Εταιρία Σπουδών», αφού ακούστηκε και η τελευταία ομιλία, με σκοπό να τιμηθούν τα 80 χρόνια του ποιητή, ακολούθησαν απαντήσεις σε ερωτήσεις από το ακροατήριο, που είχαν καταγραφεί σε πρωινή εφημερίδα [2].
Στην απορία ακροατή, γιατί οι ήρωες της περίφημης «Τέταρτης διάστασης» παρουσιάζονται στη δύση της ζωής τους, δόθηκε η εξής εξήγηση: «...γιατί υπάρχει σ’ αυτό το στάδιο όλη η εμπειρία της ζωής, δηλαδή, εμπεριέχεται η εμπειρία της βρεφικής ηλικίας, της παιδικής ηλικίας, της εφηβικής, της αντρικής, κλπ. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι μεταβαίνουν απ’ τη μια ηλικία στην άλλη… Ενώ ο καλλιτέχνης δεν μεταβαίνει απ’ τη μια ηλικία στην άλλη, αλλά η μια ηλικία προστίθεται στην άλλη, κι έτσι ο καλλιτέχνης εμπεριέχει όλες τις ηλικίες του… Ο κάθε άνθρωπος λέει “αχ, έχασα κι άλλη μια μέρα από τη ζωή μου”. Ο ποιητής λέει “κέρδισα κι άλλη μια μέρα στη ζωή μου, κι αυτό που ξέρω σήμερα δεν το ’ξερα χτες”. Επομένως πρόσθεσα ακόμη ένα στοιχείο νεότητας στο πνεύμα μου».
– Πώς μαθαίνεται η ποίηση;
Ήταν η δεύτερη ερώτηση, «Όπως ξέρετε -είπε ο Γιάννης Ρίτσος- την ποίηση δεν την μαθαίνουμε, όταν διαβάζουμε μια οποιαδήποτε θεωρία, και γι’ αυτό … δεν υπάρχουν σχολές ποίησης. Αν είσαι ταλαντούχος, δεν έχεις ανάγκη να πας σε καμιά σχολή. Υπάρχει όμως ανάγκη να επικοινωνήσεις με τους γύρω σου και προπαντός ν’ αποκτήσεις αυτό το βαθύτατο “γνώθι σ’ αυτόν”, το σωκρατικό, το οποίο είναι η μεγαλύτερη σοφία, που δεν τη δίνει κανένα πανεπιστήμιο και καμιά ακαδημία.
Αλλά παράλληλα, πρέπει να δουλέψει πάρα πολύ ένας ποιητής και ν’ αποκτήσει όλη την πείρα της μέχρι σήμερα ποίησης. Απ’ τον Όμηρο και σήμερα ακόμη μαθαίνομε πάρα πολλά.
Όσο για τα μυστικά της τέχνης, αυτά είναι ανεξάντλητα και αμετάδοτα – δυστυχώς αμετάδοτα. Πολλές φορές, το ίδιο το ποίημα μιλάει πάρα πολύ για όλους τους ανθρώπους – δεν αυτοβιογραφεί μονάχα τον ποιητή. Με το να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, με το να γνωρίσει έναν άνθρωπο, έχει γνωρίσει όλη την ανθρωπότητα».
– Είναι ωραία η ζωή;
Πόσο αληθινός ήταν ο ποιητής στην απάντησή του, μεταξύ των άλλων: «Και αν υπάρχει μια κάποια ευφροσύνη που μας δίνει η ποίηση, είναι γιατί αποδεικνύει ότι κάτω απ’ όλα αυτά τα βάσανα, κάτω απ’ όλα αυτά τα μαρτύρια, κάτω απ’ τις πιέσεις, τις εκμεταλλεύσεις, τις αδικίες, τις ανισότητες, ο ποιητής έχει την ικανότητα να πει: α, είναι ωραία η ζωή. Είναι ωραία αυτή η γυναίκα, είναι ωραία αυτά τα μάτια, είναι ωραία αυτή η κίνηση, σχεδόν χορευτική. Είναι σα να μπορείς όλα τα θετικά στοιχεία της ζωής να τα αντιπαραθέσεις στα αρνητικά και να βεβαιώσεις την αξία της ζωής…».
Το 1990 του αποχαιρετισμού…
Ο ποιητής μας, παρά τις οικογενειακές ατυχίες, τα προβλήματα υγείας και τις αδικίες που είχε βιώσει, κράτησε πάντοτε μεγάλη ψυχική δύναμη. Και τον οδήγησε, από τη γενέτειρα Μονεμβασιά στην εκτίμηση του ελληνικού λαού και στην παγκόσμια αναγνώριση. Αυτά «τα βραβεία» ήταν ανώτερα από το Nobel Λογοτεχνίας, που του στέρησαν αρμόδιοι, περιορισμένου ψυχικού ορίζοντα. Δεν μπόρεσαν όμως, να διαγράψουν από «των Ιδεών την Πόλη», από τον κόσμο – κατοικία του ποιητή, την «Εαρινή συμφωνία», τον «Επιτάφιο», τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», τη φιλοσοφική «Τέταρτη Διάσταση» και πλήθος άλλων ποιητικών συλλογών. Η υψηλή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου μετέχει της Ομορφιάς, και η Ομορφιά δεν εξορίζεται, όπως αναφέρθηκε.
Πριν φύγει, 11 Νοέμβρη του 1990, αδύναμος στο νοσοκομείο δεν αρνήθηκε να εκφραστεί, σύμφωνα με το ηχητικό ντοκουμέντο που είχε μεταδώσει το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ, την 1η Μαΐου, πιθανότατα του 2002. Τον ακούσαμε κάποια στιγμή, μάλλον υπογραμμίζοντας τα λόγια του ένα χαμόγελο:
«Το χαίρομαι, το καμαρώνω που γεννήθηκα Πρωτομαγιά»! Συνέχισε αναφερόμενος στους αγώνες του και τέλος ευχήθηκε με υποβλητική απλότητα, να έχουμε ειρήνη, για να αναπτυχθεί ο πολιτισμός!
Αυτός ήταν ο αποχαιρετισμός του ποιητή της «Ρωμιοσύνης» και του λεγόμενου κοινωνικού χρέους, που προσέφερε ακόμη περισσότερο πλούτο στη γλώσσα μας και ανέδειξε την πνευματική ομορφιά της πατρίδας μας.
Παραπομπές
• Ανέκδοτα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου (enet.gr)
1. Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο. Επιμέλεια Αικατερίνης Μακρυνικόλα. Εκδ. Κέδρος, 1981.
2. Γιάννης Ρίτσος. «Η Ποίηση είναι μια πάλη με το θάνατο». Στοχασμοί του ποιητή. Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 30 του Μάρτη 1982.
3. Με τον Γιάννη Ρίτσο της Πρωτομαγιάς - Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη
Φιλόλογος, amarysia.gr
Περισσότερα: Γιάννης Ρίτσος, Πρωτομαγιά, Ποίηση
1. Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο. Επιμέλεια Αικατερίνης Μακρυνικόλα. Εκδ. Κέδρος, 1981.
2. Γιάννης Ρίτσος. «Η Ποίηση είναι μια πάλη με το θάνατο». Στοχασμοί του ποιητή. Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 30 του Μάρτη 1982.
3. Με τον Γιάννη Ρίτσο της Πρωτομαγιάς - Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη
Φιλόλογος, amarysia.gr
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - Ελευθερία
Δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω τίποτα, δεν είμαι τίποτα.
αν είμαι εδώ, μέσα στον κόσμο, μ’ ένα μεγάλο φτερό
καρφωμένο στο στήθος,
αυτό ’ναι που ’μαθα, μια λέξη, και τη λέω και κλαίω:
– ελευθερία! –
Αυτήν γνωρίζω, αυτήν υπάρχω, αυτήν ανεμίζω,
αυτήν που μού ’μαθαν οι σκοτωμένοι σε μουγγά νυχτέρια
κάτω απ’ τις πέτρες τόσων λιθοβολισμών – μια λέξη μόνο:
Ελευθερία, Ελευθερία, Ελευθερία.
Καρλόβασι 17 VII 74
Περισσότερα: Γιάννης Ρίτσος, Πρωτομαγιά, Ποίηση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου