Ο Στέλιος Βαμβακάρης για τον πατέρα του, την ιστορία της ζωής του και το Blues που συναντά το Ρεμπέτικο (αφιέρωμα Video)


Ένα φως αναζητώ, να νικήσω το σκοτάδι, και 
τη μέρα που θα έρθει, να τη νιώσω μ' ένα χάδι.
Στέλιος Βαμβακάρης ✟ 🕯 17 Ιουνίου 2019 † .✟.

Ο Στέλιος δεν μένει πια εδώ. 
Λιγοστεύουν πια οι γνήσιοι...


Ο επισκέπτης - Στίχοι / Μουσική: Στέλιος Βαμβακάρης

Το πιο ωραίο μου ταξίδι ήταν σαν όνειρο στη γη
και ξύπνησα να χαιρετήσω τον κόσμο που θα κατοικήσω
και τη ζωή να σεργιανίσω που 'ναι ωραία και μικρή.

Ήρθα ένας επισκέπτης με παραμονή στη γη
κι όταν έληξε η άδεια, έφυγα με χέρια άδεια
για την άλλη μου ζωή.

Εννέα μήνες στο βαγόνι βγήκα σε άγνωστο σταθμό,
δε βρήκα φίλους να γνωρίσω, ν' αγαπηθώ και ν' αγαπήσω,
τις ομορφιές να ζωγραφίσω, είχα ταξίδι βιαστικό.


Η ιστορία της ζωής του Στέλιου Βαμβακάρη

Έφυγε στις 17 Ιουνίου 2019 για την Χώρα του Φωτός που νικά το σκοτάδι στην Πύλη του Παραδείσου, ο συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, Στέλιος Βαμβακάρης, γιος του πατριάρχη του ρεμπέτικου, Μάρκου Βαμβακάρη, σε ηλικία 72 ετών. Η κηδεία του έγινε στο τρίτο (Γ') Νεκροταφείο Αθηνών.

Ο Στέλιος Βαμβακάρης (2 Μαρτίου 1947 - 17 Ιουνίου 2019) γεννήθηκε στον Πειραιά. Λαϊκός μουσικός συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, δευτερότοκος γιος του Μάρκου Βαμβακάρη. 

Υπήρξε επαγγελματίας μουσικός από την ηλικία των δώδεκα ετών στο πλευρό του πατέρα του Μάρκου, και συνεργάστηκε με σημαντικούς μουσικούς του ρεμπέτικου, όπως ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Παγιουμτζής και ο Περπινιάδης, καθώς και με εκπροσώπους της λαϊκής και έντεχνης μουσικής σκηνής, όπως ο Γιώργος Ζαμπέτας, η Καίτη Γκρέυ, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Νίκος Ξυλούρης, ο Γιώργος Νταλάρας.

Εκτός από τη δουλειά του στο λαϊκό τραγούδι, ο Στέλιος Βαμβακάρης είναι από τους πρωτοπόρους μουσικούς που ασχολήθηκαν με τις κοινές ρίζες των Αμερικάνικων blues και του μπουζουκιού. Χρησιμοποιώντας διαφορετικά κουρδίσματα του τρίχορδου μπουζουκιού, τα λεγόμενα καραντουζένια έγραψε και συνεχίζει να γράφει τραγούδια με αυστηρά προσωπικό στυλ που μοιάζει με ένα ιδιαίτερο κράμα πειραιώτικου ρεμπέτικου και blues.

Ο Στέλιος «πάντρεψε» με περίτεχνο και αυθεντικό τρόπο τις μουσικές συγγένειες των ρεμπέτικων με τα blues παίζοντας δίπλα στο θρυλικό μπλουζίστα από το Μισισιπί Louisiana Red, αλλά και την αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια Angela Brown καθώς και στην ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου «Μια Μέρα Τη Νύχτα» του 2001.

Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1988 ηχογράφησε με τον Louisiana Red το δίσκο/CD «Το μπλουζ συναντά το Ρεμπέτικο» από την εταιρία: «Εβδόμη Διάσταση», που περιέχει 8 blues κομμάτια με μπουζούκι και μπαγλαμά (βλ. παρακάτω το βίντεο). 

Το 1994 έγραψε μουσική για τον δίσκο Ρομαντικοί Παραβάτες «Η Φαντασία στην Εξουσία» ο οποίος ξεχώρισε για τον ιδιαίτερο ήχο του.

Η καλλιτεχνική αξία του ιδιαίτερου ύφους της μουσικής του έχει αναγνωριστεί και από τη διεθνή blues κοινότητα. Σε φεστιβάλ στη πόλη Φάλον (Σουηδία) έπαιξε μαζί με τον Τζον Λι Χούκερ και το 2003, στο φεστιβάλ World Got The Blues στο Λονδίνο με τον Taj Mahal και την Cesaria Evora. 

To 2010 έπαιξε στο Palais des Beaux Arts στο Βέλγιο μπροστά σε δύο χιλιάδες άτομα στο φεστιβάλ Balkan Trafik.

Έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες του κόσμου όπου παρουσίαζε τα τραγούδια του αλλά και τραγούδια του πατέρα του Μάρκου. 

Έχει συνθέσει μουσική για τον κινηματογράφο, όπως για την ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου «Μια μέρα τη νύχτα». Πολλά αξιόλογα τραγούδια του, σε στίχους δικούς του, του πατέρα του αλλά και σημαντικών ποιητών και στιχουργών όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, και ο Λευτέρης Χαψιάδης δεν έχουν κυκλοφορήσει στη δισκογραφία.

«Πολλοί λένε ότι τα παιδιά των διάσημων γονιών έχουν πρόβλημα. Εγώ το έλυσα από τεσσάρων χρονών. Μόλις άκουσα το μπαγλαμαδάκι από τα σανίδια στο σπίτι μας, ήταν σ’ ένα από εκείνα του συνοικισμού που έκαναν στην Παλιά Κοκκινιά, έμαθα να παίζω. Οφρυνίου 35 και Κρήνης. Αν δεν μάθαινα να παίζω και να γράφω τραγούδια, να κάνω τα μπλουζ με τα ρεμπέτικα, το μπλουζ του μπουζουκιού, τη μουσική της ταινίας «Μια μέρα τη νύχτα» και όλα αυτά που κάνω, τότε θα είχα πρόβλημα. Όταν πρωτοβγήκα να γράψω τραγούδια σαν γιος του Μάρκου, είκοσι χρονών, το βάπτισμα το πήρα από την «Άτακτη», «Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια», τραγούδια που γεννήθηκαν μέσα μου και βγήκα και τα ‘παιξα. Είμαι ο Στέλιος.»

Η «Ασκητική ζωή» του Στέλιου Βαμβακάρη προς δόξα του Μάρκου


O Στέλιος Βαμβακάρης, πέθανε – όπως είχε ζήσει – αθόρυβα, στα 72 του χρόνια. Αξιώθηκε να γίνει συνομήλικος –και κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερος- με τον πατέρα του τον Μάρκο, τον Φράγκο, όπως τον έλεγαν στη Σύρα, τα Άσπρα Χώματα και σε όλο τον Περαία, που πρόλαβε και έφτασε μέχρι τα 67 και έφυγε πικραμένος... Και, ίσως, τώρα, αν συναντήθηκαν εκεί ψηλά, να βρουν την ευκαιρία να τα ξαναπούνε και με τη σοφία της ηλικίας τους να συμφωνήσουν πως τσάμπα ντρεπότανε ο Μάρκος για την φτώχεια του και την φυσική ανημποριά του, τσάμπα μακάριζε τους λεφτάδες - όταν καταρρακωμένος από την αρρώστια και αδύναμος να βγάλει μεροκάματο, έλεγε: «Άμα έχεις λεφτά ντρέπεσαι ποτές; Εγώ καταλαβαίνω ότι όταν έχεις λεφτά δεν ντρέπεσαι. Και εκείνος που δεν έχει λεφτά, που είναι φουκαράς, ντρέπεται. Πάντα ντρέπεται. Μα ό,τι και να λάχει πάντα ντρέπεται…». Και πως δικαιώθηκε, όταν προς το τέλος της ζωής του βλέποντας (ξαφνιασμένος) να τον πλησιάζουν (από νέα παιδιά, μέχρι καθηγητές Πανεπιστημίου και μεγάλους ποιητές) και να τον αποκαλούν «δάσκαλο», συνειδητοποιούσε: «όταν θα πεθάνω θα δεις ποια είναι η αξία μου».

Δείτε και το αφιέρωμα στον πατέρα του Στέλιου: Ταξίμ Ζεϊμπέκικο του 1937 με τον Μάρκο Βαμβακάρη

    Στις δημόσιες εμφανίσεις του ο Στέλιος φαινόταν «βαρύς» και ήταν λιγομίλητος. Μαζί του όμως μπορούσες να συζητάς ώρες ατελείωτες και να ρουφάς σαν το σφουγγάρι τα λόγια του, όπως αυτά ενός «μύστη» της τέχνης του.

    Μια επίσκεψη στο διαμέρισμα του, ήταν αρκετή για να σε πείσει πως αυτός ο άνθρωπος δεν αποφάσισε όλως τυχαίως να μπλέξει πρώτος στην Ελλάδα τα μπλουζ με τα ρεμπέτικα: στον τοίχο παλιά ασπρόμαυρα πορτραίτα του Μάρκου, διακοσμημένα με συριανά κομπολόγια και καθολικά κομποσκοίνια. Παραδίπλα, μία φωτογραφία του ίδιου του Στέλιου με έναν μαύρο δίπλα του με καουμπόικο καπέλο. Ο εν λόγω μαύρος δεν είναι ”όποιος κι όποιος”, αλλά ο Taj Mahal, ο θρύλος των μπλουζ, που μοιράστηκε μαζί του το στέϊτζ του Barbican Festival στην Αγγλία. Σε μια βιτρίνα μπουζούκια και μπαγλαμάδες, τα όργανα που πέρασαν απ’ τα χέρια του πατέρα του, όταν αυτός ακόμη δεν είχε αναγορευθεί σε ”κολόνα της Ακρόπολης”. Επίσης: Ντάνες με CD που ξεκινούν από το πάτωμα και φτάνουν μέχρι το ταβάνι: παλιά μπλουζ του Σικάγο, όλοι οι πρωτεργάτες της τζαζ, καθώς και άγνωστοι εκπρόσωποι της βρετανικής και αμερικανικής ψυχεδέλειας.

    Το πλατύ κοινό, μόλις τις τελευταίες αυτές μέρες, ένεκα τα «επικήδεια» σημειώματα στα ΜΜΕ, ανακάλυψε πως ο Στέλιος Βαμβακάρης δεν ήταν μόνο ο νέο-ρεμπέτης γιος του μεγάλου πατέρα του. Ήταν και ο ίδιος σημαντικός τραγουδοποιός και συνθέτης. Ακόμα και κάποια από τα πολυαγαπημένα τραγούδια του Μάρκου είναι σε δική του μουσική. «Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια» , η «Άτακτη», το «Χαϊδάρι», το «Γαρυφαλάκι» και η «Ξεμυαλίστρα».

    Ο Στέλιος συνειδητά, βίωνε πάντα ως ένας ολιγαρκής «μοναχός», ένας ταπεινός «ασκητής» της λαϊκής μουσικής, ταγμένος να την υπηρετεί προς δόξα του Δημιουργού του. Του «πατριάρχη» πατέρα του Μάρκου, που το έργο του ήταν γι’ αυτόν «θρησκεία». «Κάθε Κυριακή με τον αδελφό μου τον Ντομένικο μας έκανε κατήχηση. Μας μίλαγε για τα τραγούδια του, τι έγραφε το πρωί και κάθε Κυριακή πρωί τα συγκέντρωνε και μας μάζευε - όπως πάνε στην Εκκλησία - και μας έκανε το κατηχητικό», έλεγε. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό.

    «Εσύ θα με ρωτάς κι εγώ θα κοιτάζω πίσω, στους καιρούς που έζησα πλάι στον Μάρκο, τον πατέρα μου», είχε αναφέρει στον Μάνο Τσιλιμίδη, συγγραφέα του βιβλίου «Μάρκος Βαμβακάρης: Ο Άγιος Μάγκας» και συνέχιζε: «Ητανε δύσκολη για τον Μάρκο η ζωή, πολλά τα εμπόδια στη μέση και μαζί η γαμ@@λα η αρθρίτιδα που του παραμόρφωνε τα δάχτυλα (...).Δίπλα του εγώ, γιος και τακίμι, που μ’ αγαπούσε και καταλάβαινε πως είχα κι εγώ καημό για τις μουσικές, τα στιχάκια και τα τέλια, κι ότι ίσως ήτανε της μοίρας μου να γίνομαι η σκιά και η συνέχειά του(…).Τον ακολουθούσα πάντα για να τον κοιτάζω, να τον φροντίζω, να του κουβαλάω το μπουζούκι, να του συμπαραστέκομαι στη στενοχώρια του, να τον έχω φύλακα άγγελο να με προστατεύει απ’ το ποικιλόμορφο πουταναριό της νύχτας, να τον ακούω να μου μιλάει, να τον βλέπω να δακρύζει...

    Μεγάλη και Σημαντική η προσφορά του στην Ελληνική μουσική.
    † Καλό Παράδεισο στον αείμνηστο καλλιτέχνη † sophia-ntrekou.gr


    Έφυγες Αγ. Πνεύματος μάγκα μου.
    Τίποτα τυχαίο! Καλό πέρασμα!
    Μου κράτησες συντροφιά σε 
    πολύ δύσκολες στιγμές. 
    Ευχαριστώ σε! E. Peppas

    Το ΚΚΕ για τον Στέλιο Βαμβακάρη: «Ο Στέλιος Βαμβακάρης, ένας βαθύς γνώστης των μυστικών του μπουζουκιού και μεγάλος δεξιοτέχνης του, δεν είναι πια μαζί μας. Η μουσική έχασε έναν καλλιτέχνη που αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση των κοινών ριζών των blues και του μπουζουκιού, διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο προσωπικό στυλ. Το ΚΚΕ εκφράζει τα θερμά του συλλυπητήρια στους οικείους του»

    Η συνέντευξη του Στέλιου Βαμβακάρη στο CNN Greece

    «Όταν ακούς τα τραγούδια του Μάρκου είναι
    σαν να βλέπεις εικόνες. Αυτή ήταν η ζωή του»,

    - Περιγράψτε μας πώς ήταν σαν άνθρωπος ο Μάρκος Βαμβακάρης.

    «Ήταν αρωγός των ανθρώπων. Βοηθούσε τους ανθρώπους να περνούν καλά και τους αγαπούσε. Έφτιαχνε τραγούδια για να τα κάνει "κουστούμια" στις ψυχές των ανθρώπων. Είχε δηλαδή φλέβα ποιητική και ελληνική».

    - Ποια ήταν η πηγή έμπνευσής του;

    «Ήταν οι γυναίκες. Ήταν οι περιστάσεις που τύχαιναν στη ζωή του και οτιδήποτε τον άγγιζε και το έβλεπε, το έκανε τραγούδι. Ήταν πολύ εύκολο να βάλει πάνω στους στίχους του μουσική και να κάνει τραγούδια».

    - Είχε επίγνωση του ταλέντου του και του μεγαλείο του;

    «Το έλεγε στο τέλος, όταν μάζεψε όλο το υλικό. Όταν έβλεπε όλο τον κόσμο και τον πλησίαζαν καθηγητές Πανεπιστημίου, μεγάλοι ποιητές και τον έλεγαν δάσκαλο, του φαινόταν περίεργο και σιγά σιγά… μου έλεγε εμένα όταν θα πεθάνω θα δεις ποια είναι η αξία μου. Κάθε Κυριακή με τον αδελφό μου τον Ντομένικο μας έκανε κατήχηση. Μας μίλαγε για τα τραγούδια του, τι έγραφε το πρωί και κάθε Κυριακή πρωί τα συγκέντρωνε και μας μάζευε - όπως πάνε στην Εκκλησία - και μας έκανε το κατηχητικό».

    - Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή του;

    «Η πιο δύσκολη στιγμή που πέρασε ο Μάρκος ήταν η αρρώστια του. Κατέρρευσε και δεν μπορούσε να εργαστεί να βγάλει το μεροκάματο. Είχε τρία παιδιά και ήταν υποχρεωμένος να μπει σε ένα πλαίσιο που δεν του άξιζε. Καταρρακώθηκε και έκανε πράγματα που ήταν άσχημα για αυτόν».

    Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν ο πρώτος ροκάς.

    - Διαβάζοντας σχόλια στο internet κυρίως από νέους ανθρώπους πολλοί τον χαρακτηρίζουν ως τον πρώτο ροκά. Συμφωνείτε με αυτόν τον χαρακτηρισμό;

    «Συμφωνώ πάρα πολύ γιατί τα τραγούδια του Μάρκου είναι έτσι φτιαγμένα για να μπορείς να τα πλάσεις. Μπαίνουν τα ροκ στοιχεία. Μπαίνουν τα μπλουζ στοιχεία. Το τραγούδι μπορείς να το δώσεις όπως θέλεις... Από ροκ, από μπουζούκια, από μπαγλαμάδες. Είναι μια φλέβα που δεν μπορώ να στην εξηγήσω.

    - Για ποιον έγραψε τη Φραγκοσυριανή;

    «Η Φραγκοσυριανή (έκρυβε από τη μάνα μου... δεν ήθελε να φανερωθεί, γιατί ήταν γυναικάς, του άρεσαν πολύ οι γυναίκες και κάθε μια γυναίκα που γνώριζε έγραφε ο Μάρκος, την έκανε τραγούδι), ήταν μια πατριώτισσά του η οποία πέθανε πριν από δυο μήνες. Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα οποία μόλις την είδε το είπε».

    Ο Στέλιος Βαμβακάρης για τον πατέρα του


    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

    Από το βιβλίο «Μάρκος Βαμβακάρης, ο άγιος μάγκας
    - Ο Στέλιος Βαμβακάρης για τον πατέρα του». Συγγραφέας:
    Μάνος Τσιλιμίδης. Εκδόσεις "Κάκτος" 2005. www.rebetiko.gr

    Κάρο Με Στερεοφωνικό, Στην Ανηφόρα Προς Τα Ιεροσόλυμα

    Γεννήθηκα στις 2 Μαρτίου του ’47 στον Πειραιά, στην Παλιά Κοκκινιά.

    Στην παιδική μου ηλικία ήμουν πάντα μόνος μου, ένας ψηλολέλεκας με τους ώμους σκυφτούς και με φωνάζανε καμπούρη. Δύσκολα έπιανα παρτίδες, τα τακίμια μου δε μπορούσαν να με ακολουθήσουν στο βιολί που βάραγα εγώ, ο δρόμος ο δικός μου ήταν αλλιώτικος, ήμουν -για να πούμε τα πράγματα στα ίσια- ένας βιοπαλαιστής του αισχίστου είδους. Έφαγα πολύ ποδαρόδρομο, σου λέω. Παρακάλαγα το Θεό να ‘χω ένα πενηνταράκι στην τσέπη μου να πάρω μια τυρόπιτα απ’ τον γυρολόγο που τις κρατούσε ζεστές μέσα σε μια μόστρα γυάλινη.

    Δεν φαινόντουσαν τα χρόνια μου ότ’ ήτανε λίγα, επειδή ήμουνα πολύ ψηλός, γυμνασμένος και τραβηγμένος από την ξυπολησιά και τα πεζοδρόμια. Είχα ξεσηκώσει από νωρίς τα σχέδια του μάγκα, η όψη μου έκρυβε πολλά και μπορούσα να ξεγελάσω και να περάσω για πιο μεγάλος. Ήμουνα ο μόνος από τους φίλους μου που κορόιδευε τον ταμία κι έμπαινε στα έργα τα ακατάλληλα.

    Οι συνομήλικοι μου πήγαιναν ο ένας αριστερά, ο άλλος δεξιά. Εγώ ακολουθούσα την ευθεία γραμμή, διότι γραμμή στα μάτια μου ήταν ο πατέρας μου –δεν έφευγα απ’ το δρόμο του κι απ’ τα βήματά του, δεν απομακρυνόμουν, ήμουνα όλη την ώρα πλάι του. Έβλεπα το πιάσιμο του μπουζουκιού απ’ τον Μάρκο κι ήθελα να το κάνω ίδιο. Παρατηρούσα το χέρι του το αριστερό και το δεξί του πόδι. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Ρυθμός που σου γαμάει τα ράμματα. Δε χρειάζεσαι ορχήστρα να σε συνοδεύει για να παίξεις ένα ζεϊμπέκικο. Έχεις για κρουστό το πόδι σου. Τη στιγμή που βαράς την πενιά σου, χτυπάς και το πόδι σου στη γη. Και μες απ’ αυτό το χτύπο μιλάει η ψυχή σου. Και τα δάχτυλα του αριστερού χεριού χορεύουν στα τέλια και πληρώνουν τα χρέη της καρδιάς. Και φανερώνεις όλα εκείνα τα μυστικά που δεν τα ξέρει κανένας, δίνεις του άλλου να καταλάβει της ζωής σου το σενάριο. Όλα τα φυλαγμένα πάθη σου που σ’ έχουν τυραννήσει, τα βγάζεις μες από ένα ωραίο ταξίμι.

    Η μάνα μου ήταν η δεύτερη γυναίκα του Μάρκου, καταγόταν από τη Σύμη κι όλο της το σόι δούλευε στη θάλασσα. Ο πατέρας της είχε βάρκες στη Βούλα και πήγαινε βαρκάδες τα ζευγαράκια μέχρι το Πασαλιμάνι. Ακριβώς δίπλα μας υπήρχε μπακάλικο, το είχε ένας ρώσος, Περσιάδης λεγότανε. Στο ισόγειο βρισκόταν το μαγαζί και το υπόγειο το ‘χε κάνει ταβέρνα με μια σόμπα στη μέση κι ένα ραδιόφωνο να παίζει τραγούδια αραβικά και τούρκικα και άκουγες την Ουμ Καλσούμ, την Ασμαχάν και τον Αμπντέλ Χαλίμπ. Σ’ αυτό το μπακάλικο -στην Κατοχή, το ’40- έγινε και το γαμήλιο γλέντι του Μάρκου, εκεί μέσα χόρεψαν όλοι οι φίλοι του -ο Παγιουμτζής, ο Μπάτης και οι άλλοι- και ξεσηκωθήκανε όλα τ’ Άσπρα Χώματα.

    Στη Σύρα εγώ πήγα πρώτη φορά το ’57 – ‘58, μαζί με τον πατέρα μου τον Μάρκο. Έκτοτε ξαναπήγαμε πολλές φορές, για να τραγουδήσουμε στις ταβέρνες και να μαζέψουμε δεκάρες και φραγκοδίφραγκα στο πιατάκι μας. Το πιατάκι το έβγαζα εγώ. Ήμουνα εξασκημένο ζητιανάκι. Καθηγητής στη Σφουγγάρα. Ξέρεις τι πάει να πει Σφουγγάρα; Βουτάς το όργανό σου, πας και κάθεσαι εκεί που περνάει ο πολύς κόσμος, αρχινάς να παίζεις, σε βλέπει ο άλλος, του αρέσεις και σου πετάει το κέρμα του.

    Ποτέ δεν παίρναμε για τη Σύρα το καράβι της γραμμής, με καΐκι πηγαίναμε, να πνιγούμε. Δεν υπήρχαν λεφτά για ναύλα, έπρεπε ή να χωθείς στη ζούλα και να ταξιδέψεις λαθρεπιβάτης ή να τρέχεις πάνω κάτω στις αποβάθρες και στο μόλο ώσπου να τρακαριστείς με κανα γνωστό σου λοστρόμο και να σε φορτώσει, μαζί με τις πραμάτειες και τα τσουβάλια, στο αμπάρι ενός σαπιοκάϊκου. Και φαντάσου κύμα. Και τον Μάρκο να τον σκοτώνει ο πόνος απ’ τ’ αρθριτικά του και να μη μπορεί να πιάσει το μπουζούκι του. Αυτά δεν ήταν ταξίδια, ήταν κεφάλαια της Οδύσσειας.

    Πηγαίναμε καμιά φορά και στη Μύκονο, στο «Σαλί-Μπαγλί» -μια ταβέρνα που σερβίριζε καραβίδες, κεφτέδες, πατάτες τηγανιτές και είχε πάντα ουζάκι, κρασί και παγωμένες μπύρες. Έψηνε ο Μάρκος τον ταβερνιάρη κι αυτός μας άφηνε και καθόμαστε σε μια γωνιά περιμένοντας να ξεμπουκάρουν οι εφοπλιστές και οι λεφτάδες από τα καΐκια και τα πλεούμενα, να έρθουν στην ταβέρνα να φάνε, να πιούνε και στο τέλος να μας παραγγείλουν να τους παίξουμε μουσική. Η Μύκονος ήταν πολύ χλιδάτη τότε, σήκωνε μόνο τους εφοπλιστές, τους βιομηχάνους κι αυτούς που είχανε τα χρυσοχοεία. Δεν ήταν, όπως κατάντησε τώρα, νησί για τους πολλούς. Τότε έβρισκες τα βράδια της Παρασκευής -ακόμα και το χειμώνα- τουλάχιστον πενήντα πανάκριβα κότερα αραγμένα στο λιμάνι. Και όλοι, -ιδιοκτήτες, φιλοξενούμενοι και πληρώματα- τρώγανε στο «Σαλί-Μπαγλί». Και στο ξεφάντωμά τους, καλούσανε τον Μάρκο να τους τραγουδήσει. Και ξηγιόντουσαν γενναιόδωρα τη χαρτούρα τους.

    Στο κάθε νησί μέναμε αρκετές μέρες. Τις πρώτες πηγαίναμε αρκετά καλά, μετά όμως το θέμα χάλαγε και σταματούσε να έρχεται κόσμος να μας δει, μέναμε ρέστοι και πέφταμε στη λούμπα –διότι ή του ύψους ή του βάθους είναι η δουλειά του μουσικού. Ο πατέρας μου έπρεπε να μας ζήσει όλους εμάς και παράλληλα να βρει λεφτά να βάλει δόντια για να κλείσουν τα κενά στο στόμα του και να πάει λίγες μέρες στης Ικαρίας τα λουτρά μήπως και οι πηγές του ισιώσουν τα χέρια. Από τα μαγαζιά πληρωνόμασταν ένα μηδαμινό ποσό ή μας δίνανε μια μακαρονάδα και την τρώγαμε. Τις πιο πολλές φορές έπρεπε να μας αρκεί η τιμή που μας κάνανε να μας αφήσουν να παίξουμε για τους πελάτες τους και να μαζέψουμε τη χαρτούρα. Οι ταβερνιάρηδες βγάζανε πολλά απ’ τα κρασιά και τις μπύρες. Ο Μάρκος τους γέμιζε τις καρέκλες, αλλά εκείνοι δεν του το αναγνωρίζανε όπως έπρεπε και δεν του δίνανε το ανάλογο πριμ.

    Μόλις όμως πάταγε ο Μάρκος το πόδι του στη Σύρα, γινότανε χαμός. Με το που κατέβαινε απ’ το καΐκι, τον παραλάμβανε ένας αδελφικός του φίλος –ο Αρτέμης ο νερουλάς με το γάιδαρο και τη σούστα του. Η Σύρα είναι βράχος, ο Αρτέμης φόρτωνε με νερό το κάρο και ο γάιδαρος το ανέβαζε ως την κορφή. Είχε πάντοτε κι ένα γραμμόφωνο μαζί του ο Αρτέμης –σα να λέμε: Κάρο με στερεοφωνικό. Πούλαγε πόρτα-πόρτα το νερό και κάθε τόσο ξανακούρδιζε το γραμμόφωνο και έβαζε συνέχεια τον ίδιο δίσκο απ’ την αρχή: «…Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω / μες στη σκοτεινιά με πόνο. / Σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι / στον πασά και στο βεζίρη. / Σκύλα μ’ έκανες κομμάτια / με τα δυό σου μαύρα μάτια…» -είχε ψύχωση μ’ αυτό τραγούδι του Μάρκου. Το άκουγε, το ξανάκουγε, μερακλωνόταν στο απροχώρητο, παράταγε τα νερά και τα κανάτια και χόρευε ζεϊμπέκικο μπροστά στων νοικοκυραίων τις πόρτες.

    Ο Αρτέμης, το καθημερινό του δρομολόγιο το άλλαζε μόνο για το χατίρι του Μάρκου –σου μιλάω για πολύ μεγάλη αγάπη. Υπολόγιζε την ώρα που θα ‘φτανε το καΐκι και ερχόταν να μας παραλάβει απ’ το λιμάνι. Μας ανέβαζε πάνω στη σούστα και μας πήγαινε γραμμή στο σπίτι του. Τράβαγε ο γάιδαρος το φορτίο, περνάγαμε από τις γειτονιές κι έβγαινε ο κόσμος στο δρόμο για να μιλήσει του Μάρκου και να του σφίξει το χέρι. Ο Μάρκος ήτανε το καμάρι του νησιού, τον αγαπούσε όλη η κοινωνία, όλη η γκάμα της, όλο το σύμπαν της Σύρας –από τους εφοπλιστές και τους δημόσιους υπάλληλους, μέχρι τους δικηγόρους και τους περιθωριακούς. Το μπουζούκι ήταν το κλειδί -και αν το καλοσκεφτείς μοιάζει με κλειδί- που άνοιγε και τα πορνεία και τα σαλόνια, και τους τεκέδες και τις φάμπρικες.

    Τον αγαπάγανε τον Μάρκο οι άνθρωποι γιατί τον ξέρανε από παιδάκι. Έβλεπες τον κόσμο να τρέχει κοντά του για να τον υποδεχτεί και νόμιζες ότι το συγκεντρωμένο πλήθος θα έστρωνε μ’ ένα χαλί από βάγια τους ανηφορικούς δρόμους, για να περάσει το γαϊδουράκι που οδηγούσε τον Άγιο Μάγκα στην ανηφόρα προς τα Ιεροσόλυμα.

    Όταν κάποτε η σούστα έφτανε στο τσαρδί του Αρτέμη, ένα νησιώτικο σπίτι με όλη την ευγένεια και την αρχοντιά που είχε αυτός ο άνθρωπος πάνω του, αμέσως στρωνότανε τσιμπούσι στην αυλή -ανάμεσα σε κανάρια, τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, βασιλικούς, μαντζουράνες- και έβγαιναν αμέσως τα κεράσματα –οι βανίλιες, τα γλυκά του κουταλιού, οι καφέδες και τα λικεράκια. Και δίπλα το γραμμόφωνο που έπαιζε συνέχεια τον ίδιο σκοπό, μέχρι να ξεκουραστεί ο Μάρκος από το ταξίδι, να πιάσει το μπουζούκι και ν’ αρχίσει το ταξίμι του, το καραντουζένι του, και να τραγουδήσει τη «Σκύλα…». Το καραντουζένι ήταν η ψυχή του, γιατί ο Μάρκος κούρντιζε το μπουζούκι στη φωνή του, στον τόνο του, κι έπαιζε, γουστάριζε και κένταγε. Λάλαγε σαν την καλή γαλιάντρα –ένα πουλί αγριεμένο και φουκαριάρικο.

    Τον Μάρκο, οι φίλοι του τον λατρεύανε. Είχε τακίμια σε όλα τα γύρω νησιά -στην Άνδρο, στην Τήνο, στη Μύκονο, ακόμα και στη Σάμο, την Ικαρία, τους Φούρνους και τη Μυτιλήνη- που κάνανε κέφι να τον ακούσουν να παίζει και να λέει τα τραγούδια του. Κι επειδή η Σύρα ήτανε και κόμβος διοικητικός με τις δημόσιες υπηρεσίες και τα δικαστήρια, κυκλοφορούσε πολύς κόσμος και κάθε φορά, εκεί που έπαιζε ο Μάρκος, γινότανε προσκύνημα. Για τους πιστούς και τους θαμώνες ο Μάρκος ήτανε δώρο Θεού, διότι ακούγανε έναν μεγάλο καλλιτέχνη στην πιο αυθεντική μορφή ενός μουσικού είδους. Ο Μάρκος ήτανε γνήσιος γιατί ήταν γαλουχημένος μες στα προβλήματα των ανθρώπων.

    Και οι άνθρωποι του παραγγέλνανε τις «Βεργούλες» και το «Αντιλαλούν Οι Φυλακές» και στο τέλος μας δίνανε καφάσια με σταφύλια και με μήλα, τελάρα με αυγά, τσουβάλια με πατάτες, κεφάλια τυριά, ντομάτες, σακιά με πεπόνια, καρπούζια, σύκα ξερά, κουτιά με κυνηγόσκυλα, κλουβιά με γαλιάντρες, με λούγαρα, με φανέτα και καρδερινοκάναρα –μας φορτώνανε δώρα. Και τι κάναμε εμείς που πεινάγαμε; Τα μπάζαμε τα φαγώσιμα όλα σ’ ένα καΐκι, δίναμε ένα μερίδιο στο λοστρόμο που ήτανε εξίσου φουκαράς κι όταν έφταναν στον Πειραιά, ο λοστρόμος φόρτωνε μια μηχανή ή τα καρότσια των χαμάληδων και πήγαινε τις προμήθειες από το λιμάνι μέχρι την Παλιά Κοκκινιά, στο σπίτι του Μάρκου, στο σπίτι μας, στα κτίσματα του συνοικισμού, για να ‘χουνε να τρώνε τα δυό αδέλφια και η μάνα μου. Έφταναν μαζί και τα κλουβάκια. Στην αυλή μας κελαηδούσανε εκατό πουλιά, συναυλία. Τα ‘χαμε κρεμασμένα κάτω απ’ τα κεραμίδια. Νόμιζες ότι οι τοίχοι έχουνε φτερά.… Σκέψου τη χαρά που μας κυρίευε όταν είχαμε ένα τέτοιο κέρδος και μπορούσαμε να ταΐσουμε τους πεινασμένους, πίσω μας. Μου έλεγε ο Μάρκος: «Μάγκα, Στελάκη μου. Σήμερα είμαστε καλά. Θα στείλουμε στη μαμά λεφτά και προμήθειες και θα ΄ναι εντάξει αύριο τ’ αδέλφια σου κι εκείνη».

    Ήτανε δύσκολη για τον Μάρκο η ζωή, πολλά τα εμπόδια στη μέση και μαζί η γαμιόλα η αρθρίτιδα που του παραμόρφωνε τα δάχτυλα. Και δίπλα του εγώ, γιος και τακίμι, που μ’ αγαπούσε και καταλάβαινε πως είχα κι εγώ καημό για τις μουσικές, τα στιχάκια και τα τέλια, κι ότι ίσως ήτανε της μοίρας μου να γίνομαι η σκιά και η συνέχειά του.

    Τον ακολουθούσα πάντα για να τον κοιτάζω, να τον φροντίζω, να του κουβαλάω το μπουζούκι, να του συμπαραστέκομαι στη στενοχώρια του, να τον έχω φύλακα άγγελο να με προστατεύει απ’ το ποικιλόμορφο πουταναριό της νύχτας, να τον ακούω να μου μιλάει, να τον βλέπω να δακρύζει, να λέει πως δεν έχει να μου πάρει κανταΐφι και πως όταν κονομήσουμε θα μου αγοράσει ολόκληρο το ταψί και μαζί ένα ποδηλατάκι και δυο καινούρια πουκάμισα.

    Ό,τι υποσχόταν, το ‘κανε. Στο λέω με τιμιότητα. Ο λόγος του είχε βάρος, βάση, σκοπό και καθοδήγηση. Ό,τι έλεγε ήταν για μένα ευαγγέλιο. Ποτέ δεν πέταγε κουβέντες της πούτσας, δεν έβγαινε απ’ το στόμα του ο λόγος ο σάπιος. Τον άκουγες και ήξερες τι πρέπει να κάνεις, τον εμπιστευόσουν γιατί ποτέ δεν την πάταγες απ’ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσεις για λίγο μαζί του και να μην μπεις στο παιχνίδι του, να μην πάρεις από τα προτερήματά του. Δεν γινότανε να φύγεις χωρίς να έχεις νιώσει αυτό το αόρατο άγγιγμα.

    Louisiana Red και Στέλιος Βαμβακάρης
    Το Blues Συναντά Το Ρεμπέτικο


    Εύγλωττος ο τίτλος του δίσκου «Το Blues συναντά το Ρεμπέτικο» που τον υπογράφουν ο Λουϊζιάνα Ρεντ (κιθάρα, φωνή) και ο γιος του Μάρκου, Στέλιος Βαμβακάρης (μπουζούκι, μπαγλαμάς). Η ηχογράφηση έγινε μια κι έξω στις 24 Σεπτεμβρίου του 1988. Είχε προηγηθεί τετράωρη συναυλία, την Πρωτομαγιά της ίδιας χρονιάς, στο θέατρο «Αμόρε», όπου ο Στέλιος Βαμβακάρης αυτοσχεδίασε σε μπλουζ χωρίς να έχει κάνει ούτε μία πρόβα.

    Ο δίσκος περιλαμβάνει επτά τραγούδια του Λουϊζιάνα Ρεντ, ένα που συνυπογράφει ο Αμερικανός μπλουζίστας με τον Έλληνα σολίστα και ένα οργανικό, με τις υπογραφές του Στέλιου Βαμβακάρη και του Πάνου Ηλιόπουλου, που έκανε την παραγωγή και είχε κυκλοφορήσει σε βινύλιο, το 1994, από την Έβδομη Διάσταση του Πάνου Ηλιόπουλου.

    TrackList:
    01. Standing At My Door [04:07]
    02. Voodoo Woman [05:58]
    03. Nelson Mandela [05:43]
    04. Korea Blues [03:29]
    05. Orphanage Home Blues [10:25]
    06. Hey Now Baby! [04:18]
    07. That's All Right [04:27]
    Bonus Tracks
    08. Η Φαντασία Στην Εξουσία [04:14]
    09. Greeceland [02:34]

    Louisiana Red: Guitar, vocals 
    Stelios Vamvakaris: Bouzouki, baglama
    Music - Lyrics: Iverson Minter (Louisiana Red)
    Πρώτη έκδοση: 1994 Label: Lyra Released: 2009












    Στο Κύτταρο πραγματοποιήθηκε ένα σπάνιο live, απ' αυτά που σε μιάν άλλη χώρα θα ήταν το πρώτο θέμα στην πολιτιστική ατζέντα των δελτίων ειδήσεων! Ο Louisiana Red, ο ζωντανός θρύλος των blues, συνέπραξε επί σκηνής με τον Στέλιο Βαμβακάρη και τους Blues Wire! Με τον Στέλιο, τον γιο του Μάρκου Βαμβακάρη, είναι γνωστή η φιλία που έχει ο Louisiana. 

    Ας θυμηθούμε τον κοινό δίσκο τους με τίτλο «Ρομαντικοί Παραβάτες», στον οποίο ο ίδιος τραγουδούσε το Greeceland και ο Παύλος Σιδηρόπουλος τη «Φαντασία στην Εξουσία», μεταξύ άλλων. Ακολούθησε κι άλλος ένας δίσκος από ζωντανή ηχογράφηση, στον οποίο ο Louisiana και ο Στέλιος αυτοσχεδίαζαν στη slide κιθάρα και το μπουζούκι αντίστοιχα! Αλλά και με τους Θεσσαλονικείς Blues Wire δεν θα' ναι η πρώτη φορά που ο μεγάλος Αμερικανός μουσικός θα συμπράξει μαζί τους. Όσοι πάντως αγαπάτε τα blues και υποστηρίζετε τις διεθνιστικές καλλιτεχνικές συνυπάρξεις.


    Από την επίσημη σελίδα - Official Page
    του Στέλιου Βαμβακάρη Stelios Vamvakari's

    Καλλιτέχνες, φίλοι και συγγενείς στην
    κηδεία του Στέλιου Βαμβακάρη [εδώ]


    δείτε τα βίντεο...

    Live St.Vamvakaris with Louisiana
    στο Κύτταρο 25-3-2008 (εδώ)
    31:20

    Δείτε και το αφιέρωμα στον πατέρα του Στέλιου:
    Ταξίμ Ζεϊμπέκικο του 1937 με τον Μάρκο Βαμβακάρη

    υιος ασωτος: Δεν θέλω να ξέρω για την υστεροφημία δεν την πιστεύω, ο κάθε ένας κατόπιν "εορτής" θα πει το μακρύ και το κοντό του. Εγώ πιστεύω στο λιθαράκι που ακουμπά ο κάθε ένας, άλλοτε κατάθεσης ψυχής και άλλοτε σημείο αναφοράς, αχνάρια που να μπορούν να ακολουθούν και άλλοι, αυτοί που δίνουν χρώμα, αυτοί που καθαγιάζουν με τον τρόπο τους το καθαγιασμένο. Στο καλό Στυλιανέ και να είσαι σίγουρος ότι η προσφορά δεν χάνεται, φωσφορίζει τουλάχιστον, μοσχοβολά του γιασεμιού την χάρη και ο ζεϊμπέκικος χορός συνεχίζει να πλαντάζει.· Τρίτη 18 Ιουνίου 2019 στις 11: 44 μ.μ.

    Από την επίσημη σελίδα - Official Page του
    Στέλιου Βαμβακάρη Stelios Vamvakari's