Ο Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30.
Βραβεύτηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Περισσότερα εδώ
Το Μουσείο Θεόφιλου χτίστηκε στη Μυτιλήνη το 1964 με έξοδα του γνωστού Μυτιληνιού τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη – Τεριάντ. Ο Οδυσσέας Ελύτης μας θυμίζει τις προσπάθειες που έγιναν για την ανέγερση αυτού του Μουσείου:
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη
«Ο ζωγράφος Θεόφιλος» Εκδόσεις Γνώση
Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος.
(…) Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι’ αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι, που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. Από δρόμους άφτιαχτους, κακοτράχαλους, μισοπατημένους απ’ το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μη σταματήσουμε. Όσο που να ‘ρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερις τοίχους του μαγαζιού. Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητό μας το λάφυρο και φεύγαμε. Δε θυμάμαι πια καθόλου πώς έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. Ήταν ο αδερφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά, που δεν ήξερε αν άνοιξε η τύχη του ή αν οι δυο Αθηναίοι που έδειχναν τόσο πολύ να ενδιαφέρονται για τα καμώματα του «αχμάκη», του αδερφού του, τον κοροϊδεύανε.
(…) Στο τέλος, κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδερφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματά του. Ήθελε, βέβαια, να μας ευχαριστήσει. Αλλά είχε σχεδόν αρχίσει, θα ‘λεγες, να συγκινείται κι ο ίδιος από την περίπτωση του “αχμάκη” που, σίγουρα, σ’ όλη την ως τότε ζωή του θα ελεεινολογούσε. Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδυ που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο, για τα περιστατικά των παιδικών τους χρόνων.
Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη «αφίσα» της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο.
(…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. «Μουσείο;» ρώτησα ξαφνιασμένος. «Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου» μου αποκρίθηκε ήρεμα.
Μια μέρα, Ιούλιος του ‘65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ’ τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής να λειτουργήσει.
(…) Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα να ‘φευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους – και για τους αιώνες.
Δείτε το: Αφιέρωμα στον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο (Χατζημιχαήλ)
«Ένας άνθρωπος γίνεται ασκητής, επειδή μόνον έτσι μπορεί να κηρύξει καλύτερα το πανευδαιμονικό του ευαγγέλιο. Ένας οραματιστής πού ζει καί παθαίνεται με τους μύθους του Εικοσιένα σε μια μικρή γωνιά του ελληνικού κόσμου πού έμεινε μακριά από τους αγώνες για την ανεξαρτησία του. Ένας μοναχικός πού ό διάλογός του με τους άλλους γίνεται αποκλειστικά σχεδόν με ζωγραφιές. Ο Θεόφιλος, μόνον στα χώματα μιας τέτοιας παραμυθένιας χώρας ήτανε φυσικό να βλαστήσει μια μέρα. Η παρομοίωση αυτή δεν αποτελεί ένα απλό σχήμα λόγου. Άνθρωπος ό Θεόφιλος, αλλά με τη στοιχειώδη καί πρωτογενή σύσταση ενός φυτού, ακολούθησε τη διαδρομή της ανθοφορίας καί της καρποφορίας χωρίς να προσβληθεί ποτέ του από τα ζιζάνια πού έσπειραν με τίς θεωρίες τους για την ενοχή καί την αμαρτία οι θρησκείες. Μολοντούτο, χωρίς ό ίδιος να το γνωρίζει, έφτασε, ανεξάρτητα καί πάνω από την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα, να ενσαρκώνει μια προσωπικότητα ηθική σε παρθένα κατάσταση, πού τα μάτια μας, ασκημένα στα συμβατικά μέτρα, δεν είναι σε θέση αμέσως να εκτιμήσουν».
Απόσπασμα από το δοκίμιο του Οδυσσέα Ελύτη
«Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ» (Δεκέμβριος 1973)
The exhibition in Benaki Museum (Vasilissis Sofias Av.)
will last from the 15th of September to the 30th of October.
ΕΛΥΤΗΣ: Ο Ζωγράφος Θεόφιλος
«ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ» 1η εκδ. 1974
Πεζά κείμενα, 5η εκδ. Ίκαρος, 2000
· Αυτή είναι η Δικαιοσύνη που διαφεντεύουν ομόθυμα, επίμονα, εκνευριστικά, όλα μαζί τα τζιτζίκια. Είναι ένας παράξενος μηχανισμός από αντισταθμίσματα που κάνει το φως να’ ναι γεμάτο σκότος, το κάμα γεμάτο από μυστική δροσιά, το θόρυβο γεμάτο από σιωπή ατέρμονη, ατελεύτητη. Που σημαίνει ότι έχουν αρχίσει να μπαίνουν η μια μέσα στην άλλη και να επωμίζονται αμοιβαία τις ευθύνες τους οι αισθήσεις.
· Γιατί ο έρωτας, το μυστήριο, η γνώση, όλα στα μέρη αυτά θα’ λεγες ότι ακολουθούν την κατεργασία των φυσικών στοιχείων. Τόσο που αν απομονωθεί κανείς στα βάθη ενός μπαξέ της Γέρας, για να ωτακουστήσει σα μαθητής, μπορεί, συντέμνοντας τη γνώριμη βραδύτητα της φύσης, να καταμετρήσει στάλα στάλα τη σοφία που ξέρει να πήζει μαζί με το φως, μέσα σ’ ένα ρόδι, ο ήλιος. Τα δόντια, όταν η στιγμή φτάσει να δαγκώσουν, δεν είναι πια ο χυμός, είναι η αλήθεια που ξεχειλίζει ανάμεσά τους, λερώνοντας υπέροχα το πηγούνι. Και συμβαίνει ώρες πολλές μετά το ηλιοβασίλεμα, η γεύση του καρπού ν’ αφήνει μια στυφάδα στον ουρανίσκο, ίδια με τη συνείδηση της μοίρας της ανθρώπινης που κατασταλάζει όταν η νύχτα πέφτει αργά στην ψυχή μας.
· Άνθρωπος ο Θεόφιλος, αλλά με τη στοιχειώδη και πρωτογενή σύσταση ενός φυτού, ακολούθησε τη διαδρομή της ανθοφορίας και της καρποφορίας χωρίς να προσβληθεί ποτέ του από τα ζιζάνια που έσπειραν με τις θεωρίες τους για την ενοχή και την αμαρτία οι θρησκείες.
· Σάμπως μια μυστική φωνή να του δίδαξε ότι η ελευθερία είναι πάντοτε μια σχέση αντίστροφα ανάλογη ανάμεσα στον πλούτο των υλικών αγαθών και στον πλούτο της ψυχής, περιορίζει τις πρακτικές του ανάγκες στο ελάχιστο. Ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, ένα σελάχι με μπογιές. Κι εκτείνει τις παρορμήσεις του τις ψυχικές σ’ ένα μήκος απέραντο ζωγραφικών οραμάτων. Έτοιμος να πορευτεί μέσα στη γενική χλεύη, που κάτι του λέει ότι δε θ’ αργήσει να’ ρθει.
· Τον κορόιδεψαν, τον γιουχάισαν, κάποτε έφτασαν και να τον πετροβολήσουν. Κι η απόκρισή του ήταν ένας Καραϊσκάκης, δυο φορές πιο μεγάλος από τον Αι Γιώργη, «εν ξιφήρεις» όπως έγραφε ο ίδιος αποκάτω.
· Λένε πως η πιο σοβαρή πράξη ενός παιδιού δεν είναι η μελέτη του, είναι το παιχνίδι. Σε ό,τι μας επιβάλλεται, κάνουμε απλά και μόνο το καθήκον μας, ενώ σε ό,τι ασκούμε από δική μας πρωτοβουλία, εξαπολύουμε ολόκληρη τη φαντασία μας.
· Γι' αυτόν ισότιμα με το σώμα του Χριστού, υπάρχουνε τα λιβάδια με τις ανεμώνες και τα λιόδεντρα που αφήνουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους να περάσει η θάλασσα. Και δεν τον ενδιαφέρει τόσο πια ο αυστηρός άγιος και πρωτοστάτης των θαυμάτων, όσο ο ασυγκράτητος πολεμιστής και πραγματοποιός των κατορθωμάτων της φυλής του. Που θα πει ότι σε ένα μυστικό διαμέρισμα της ψυχής του, περιληπτικά, η μετάσταση από τη θεοκρατική τυπολογία στην εγκόσμια περιπτωσιολογία, που οι άλλοι λαοί αναπτύξανε φυσιολογικά σε μεγάλο μήκος χρόνου και που ο Ελληνισμός δεν πρόλαβε να γνωρίσει, έχει συντελεστεί.
· Έτσι, όπως αγαπά να διαλέγει και να εκδηλώνεται στις κρίσιμες στιγμές η πρώτη φύση των πραγμάτων.
· Το νόμισμα μιας ανεμώνας το εξαργυρώνει κανείς βλέποντάς το. Αν υπάρχουνε τόσο λίγοι Κροίσοι στην εποχή μας είναι γιατί λίγοι, ελάχιστοι, πραγματικά ξέρουν να βλέπουν.
· Πραγματοποιεί άθελά του μια επιβραδυντική επιμήκυνση της παιδικής του ηλικίας.
· Και ότι σε τελική ανάλυση, την αληθινή φύση των πραγμάτων ή την ανακαλύπτεις ξανά και αφού πρώτα διατρέξεις όλη την περίμετρο του μυστηρίου τους ή τη συλλαμβάνεις ακαριαία, πριν ανάμεσα σε σένα και σε κείνο παρεμβληθεί τίποτε το ξένο ή το παρείσαχτο.
► Δείτε: Αφιέρωμα στον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο (Χατζημιχαήλ)
► Ο Θεόφιλος στο Λούβρο: 3 Ιουνίου 1961 Έκθεση έργων του Θεόφιλου εγκαινιάζεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου