Η μητέρα μου ~ Γιάννης Ρίτσος

Πέτρα ζωγραφισμένη από τον ποιητή. Γιάννης Ρίτσος
Πέτρα ζωγραφισμένη από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο

Η αναμόχλευση του παρελθόντος προσδίδει ακόμη και στις πιο απλές καθημερινές στιγμές της συνύπαρξης του παιδιού με τη μάνα του μια μοναδικότητα. Με τρυφερότητα και νοσταλγία ανακαλεί στη μνήμη του ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημά του [Η μητέρα μου] (απόσπασμα από το «Ορέστης, Τέταρτη διάσταση») την εικόνα της μάνας του σε συγκεκριμένες τέτοιες στιγμές, όπως:

«όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε
απ’ έξω τα υπέροχα βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της
ή όταν διόρθωνε τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο
καθρέφτη με μια κίνηση της παλάμης της
τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη
σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,
σα να ’βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη…»

Μητέρα… - Γιάννης Ρίτσος

Νυχτερινό λιμάνι... Φώτα πνιγμένα στα νερά
πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια φωτισμένα 
από τους περαστικούς προβολείς μακρινών πλοίων

κι ύστερα φωτισμένα στην σκιά του ταξιδιού
λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου
σαν τις ραγισμένες φτερούγες αγγέλων που αμάρτησαν
οι στρατιώτες με τις κάσκες
ανάμεσα στην νύχτα και στο κάρβουνο
τραυματισμένα χέρια σαν την συγνώμη που έφτασεν αργά.

Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες
ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα
κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών
και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.

Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Άπ' τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια

Εσύ δεν είχες έρθει ακόμη.
Κοιτούσα την δύση και σε έβλεπα
-μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
-ένα μειδίαμα σκιάς βαθειά στη Θάλασσα.

Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ πίσω από τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ' τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά με ένα στρώμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός την θάλασσα.

Ένας γλάρος με φώναζε στο βάθος της εσπέρας
εκεί στην γαλανή καμπύλη των βουνών.

Γυμνοί παλέψαμε στην αμμουδιά το μεσημέρι
με τα υγρά κορμιά των δωδεκάχρονων παιδιών
πιο πολύ για το αγκάλιασμα παρά για την πάλη
πιο πολύ για την πάλη παρά για την νίκη
μονάχα για την νίκη.

Αλμυρά μαλλιά ηλιοψημένοι μηροί
ο φλοίσβος ανάμεσα στο φιλί
η θάλασσα πιο πέρα απ' το σπασμό.

Τα μεσημέρια βουίζοντας κατέβαιναν σε στροβίλους φωτιάς
να τυλίξουν μ' άσπρες φλόγες τα ψαράδικα σπίτια
να κάψουν τις καρδιές που δεν αντιστέκονται.

Έξω από τα παράθυρα το γαληνό κιθάρισμα του μπάτη
το φωτεινό πρόσωπο της ευωδίας
στην άσπρη μνήμη του καλοκαιριού
με μια μαβιά δέσμη σκιάς
λοξά στο βελουδένιο μάγουλο.

Χρυσή αναπνοή του ατέλειωτου νερού
δίχτυα που λιάζονται στα βράχια
βάρκες γεμάτες καρπούς και λουλούδια
τα σπίτια μας γραμμένα μες στη θάλασσα
να τα σπίτια μας.

Μας πήραν το θαλασσινό τραγούδι
μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.

Παιδάκια σιωπηλά κι απορημένα
με τα αλατισμένα ματόκλαδα
με τα μεγάλα μάτια τα γαλάζια
περνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείες
κάτω απ' τα νοσοκομεία που μυρίζουν ύπνο κι ιδρώτα
κάτω απ' τα σπίτια με τούς κόκκινους γλόμπους
κάτω απ' τα μέγαρα που καπνίζουν αίμα νύχτα κι αρπαγή.

Μητέρα μητέρα που αρνηθήκαμε
την τρυφερή σοφία των δακρύων σου
που 'ναι το μακρόθυμο χέρι σου
με την έκφραση της καρτερίας
που 'ναι το χέρι σου
ν' ακούσουμε την αυγή και την θάλασσα
να ζεστάνουμε τη μοναξιά;

Μητέρα ο ουρανός γκρεμίστηκε στα δάκρια των αθώων.

Εμείς που περπατήσαμε τις νύχτες
σε λευκά δάση μαργαριταριών
εμείς που πελεκήσαμε στην πέτρα
τη γαληνή μορφή του ονείρου
δεν ξέρουμε να περπατάμε
πάνω στους δρόμους που κάθε μέρα βάφονται
με το αίμα του ξανθού Ιησού.

Πίσω απ' τους τοίχους μας παραμονεύουν
Απ' τις γωνιές φεύγουν περίτρομα
πλήθη αγριοπερίστερων.

Πόρτες χάσκουν την νύχτα. Ξίφη αστράφτουν.
Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.

Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες
με ανθρώπινα κόκαλα για να ανέβουν.

Κύριε Κύριε κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ' ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα που δεν επαιτούν.

Μητέρα δεν μας μένει τίποτα.
Που θ' απαγκιάσουμε;
Που θα κοιμηθούμε;

Παιδί μελαχρινό με τα γαλάζια μάτια
με τα πυκνά μαλλιά που τα χτένισε η θάλασσα
παιδί με το ανεύθυνο βάδισμα 
που ποτέ δεν ρωτούσε την γη
περήφανο παιδί που αρνιόσουνα 
την εκκλησία της Κυριακής
που έφτιαχνες χαρταετούς και πλοία 
με τα τετράδια της αριθμητικής
θυμάσαι τον γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τα αστέρια
για να κερδίσει την νιότη τραγουδώντας τη θάλασσα;

Έτσι την ώρα που μας άφηνε
το τελευταίο χαμόγελο της νύχτας
και δεν είχαμε άλλο πλοίο να μπαρκάρουμε
κι ήταν οι προκυμαίες χωρίς φανάρια κι επιβάτες
απαντήσαμε τον ίσκιο μας ώ παιδί της θάλασσας
απαντήσαμε σένα μ' ένα φεγγάρι ανοιξιάτικο στα χέρια
να βηματίζεις μονάχο στ' ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια
όπου ρεμβάζουν γαλήνια τα καβούρια και οι φώκιες.

Μάτια χορτασμένα με ζωγραφιές υδάτινες
που πεινούν ακόμη το νερό
παρελάσεις άστρων στη μνήμη κοιμισμένων γλάρων
έφοδος ξαφνική των δελφινιών, πανικός των υδρόβιων
και πάνω στους ραγισμένους καθρέφτες του νερού
η κυκλική απόδραση του γαλαξία.

Η σιγή φεύγει πάλι τρομαγμένη
μακριά στην κοιμισμένη παραλία
- λευκή κόρη των πνιγμένων καπετάνιων
που ζει στα ερείπια του πανάρχαιου μώλου
και κάθε νύχτα που γεμίζει το φεγγάρι
την κυνηγούν οι μεθυσμένοι ναύτες.

Κύριε τ' ουρανού της γης και της θάλασσας
ως πότε θ΄ αγρυπνούμε ως πότε θα διψάμε
ως πότε δεν θα πεθαίνουμε;

Από το αφιέρωμαΜάνα, Μητέρα, Μαμά...

Η μητέρα του Ρίτσου ήταν η Ελευθερία Βουζαναρά, γεννημένη το 1879 και ήταν κόρη πλουσίων εμπόρων από το Γύθειο.

Βιβλιογραφία: Γιάννης Ρίτσος, απόσπασμα απ' την Συλλογή «Εμβατήριο του ωκεανού» Αθήνα, εκδόσεις Γκοβόστη, 1940. Γράφτηκε από τον Γιάννη Ρίτσο στα 1939 - 1940.

Βίντεο: Μητέρα ~ Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Giovanni Marradi


1 σχόλιο:

ΚΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΕΛΙΣΑΙΟΣ είπε...


( ΜΑΝΑ ). Δε γίνηκα μεσ' στη ζωή που λένε μαλαγάνας. Με τον Σταυρό, την προσευχή και την ευχή της Μάνας. Από παιδιά που παίζαμε τη μπάλα στην αλάνα, δονούσε την ατμόσφαιρα μια λέξη : Ε ρε Μάνα ! Αυτή μας άλλαξε μωρά την παιδική την πάνα, αυτή ακόμα μας πονά, της προσφοράς η Μάνα. Πώς ξεκινάει το πρω'ι' με μία καλημέρα ; Τέτοια η γλύκα στη ζωή που δίνει η Μητέρα ! Μάνα στολίδι τ' ουρανού και της ψυχής πυξίδα, Εσύ που με προστάτευες από λογής παγίδα. Μάνα, Εσύ με φύλαξες σε κάθε καταιγίδα και έβαλες στη ζήση μου μοναδική σφραγίδα. Μάνα απαύγασμα του νου, σεμνό μαργαριτάρι, με αγωνία μ' έκαμες στη ζήση παλικάρι. Μάνα αστέρι τ' ουρανού, φεγγοβολάς τη στράτα που διάλεξα μεσ' στη ζωή και μου μιλάς σταράτα. Μάνα κολώνα του σπιτιού, της καρτερίας βράχος, της ηθικής προπύργιο και των σκανδάλων τάφος. Μάνα νερό τρεχούμενο, δροσιά που ξαστερώνει, τον νου απ' τα προβλήματα και μας τα φανερώνει. Μάνα με τη συγχώρεση, με τη θερμή αγκάλη, αιώνια η μνήμη Σου και της ψυχής τα κάλλη. Καπαδόπουλος Ελισαίος.