Βυζαντινή κοσμική ποίηση
Η λιγότερο γνωστή όψη της βυζαντινής μουσικής
Όταν μιλάμε για βυζαντινή μουσική, ο νους πηγαίνει σχεδόν πάντα στους ύμνους, στις εκκλησιαστικές τελετές και στη βαθιά μυσταγωγία των ναών. Κι όμως, πίσω από αυτή τη λαμπρή πνευματική παράδοση υπήρχε και ένας άλλος, πιο γήινος κόσμος: η κοσμική βυζαντινή μουσική, η μουσική της καθημερινότητας, των εορτών, του έρωτα, του γλεντιού και του ανθρώπινου συναισθήματος.
Η βυζαντινή μουσική ταυτίζεται κατά κύριο λόγο με τη λειτουργική και υμνογραφική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, εκτός του εκκλησιαστικού πλαισίου, υπήρξε και μια κοσμική μουσική παραγωγή, που κάλυπτε τις ανάγκες της κοινωνικής και ιδιωτικής ζωής: εορτές, γάμους, συμπόσια, ακόμη και ερωτικά τραγούδια. Αυτή η μουσική, αν και αναπόσπαστο τμήμα του βυζαντινού πολιτισμού, παρέμεινε λιγότερο γνωστή, κυρίως λόγω της έλλειψης συστηματικής καταγραφής.
Αυτή η πλευρά του Βυζαντίου έμεινε σχεδόν άγνωστη, επειδή δεν συνδεόταν με το λατρευτικό τελετουργικό της Εκκλησίας και δεν υπήρχε λόγος να καταγραφεί σε εκκλησιαστικούς κώδικες.
Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε προέρχονται κυρίως από χρονικά, αγιογραφικά κείμενα και τοιχογραφίες, όπου διακρίνονται σκηνές μουσικής και όργανα, σημάδια μιας πολιτισμικής ζωής που δεν έπαψε ποτέ να πάλλεται.
Επειδή δεν συνδεόταν με τη λατρεία, δεν διασώθηκε σε εκκλησιαστικούς κώδικες και ό,τι γνωρίζουμε προέρχεται από αποσπασματικά χειρόγραφα, λογοτεχνικές αναφορές και εικονιστικές παραστάσεις σε τοιχογραφίες ή μικρογραφίες, όπου απεικονίζονται μουσικά όργανα και σκηνές ψυχαγωγίας. Έτσι, όσα έργα διασώθηκαν έφτασαν σε εμάς αποσπασματικά, ή μεταφέρθηκαν προφορικά μέσα στους αιώνες, ως ψίθυροι της μνήμης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Χριστόδουλος Χάλαρης (1946–2019) υπήρξε πρωτοπόρος ερευνητής και δημιουργός που ανέδειξε τη βυζαντινή και μεσαιωνική ελληνική μουσική μέσα από μεθοδική μελέτη και ανασύνθεση. Μελετώντας παλαιά μουσικά χειρόγραφα και ανακατασκευάζοντας παραδοσιακά όργανα, επιχείρησε να αποδώσει τη χαμένη κοσμική βυζαντινή μουσική, προσδίδοντάς της επιστημονικό κύρος και καλλιτεχνική υπόσταση.
Η εκκλησιαστική Βυζαντινή μουσική και Υμνογραφία διαμορφώθηκε σε ενιαίο σύστημα κατά τον 7ο αιώνα, με βασικούς εκπροσώπους τον
Ρωμανό τον Μελωδό, τον
Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Κοσμά (του αδελφού του), οι οποίοι συνέδεσαν την ελληνική θεωρητική παράδοση με τις ανατολικές μουσικές επιδράσεις. Και οι τρείς ήταν Σύριοι, από τη Δαμασκό.
Έγραψαν ύμνους και ταυτόχρονα τους μελοποιούσαν σύμφωνα, με μελωδίες που ακολουθούσαν την Πυθαγόρεια κλίμακα. Όλα αυτά τον 7ο αιώνα και μετά και κατόπιν της «πίεσης» που δέχτηκαν οι υμνογράφοι αυτοί από αντίστοιχους μιας Αρειανικής αίρεσης που «σαγήνευε» πιστούς με τη μουσική της.
Έτσι μέχρι και τον 6ο αιώνα στο Βυζάντιο ακούγονταν κυρίως εβραϊκή μουσική ή μουσική από την ευρύτερη περιοχή, εκτός από αρχαία ελληνική.
Πριν από αυτή την περίοδο, στο Βυζάντιο συνυπήρχαν εβραϊκά μέλη, μελωδίες της Ανατολής και στοιχεία αρχαίας ελληνικής μουσικής. Από τον 7ο αιώνα και εξής, η βυζαντινή μουσική επιβλήθηκε σαν επίσημη μουσική (απαγορευομένης όποιας άλλης) η Βυζαντινή εκκλησιαστικής τέχνης, ενώ η κοσμική της εκδοχή επιβίωσε στο περιθώριο, διατηρώντας όμως τη μαρτυρία μιας πολυεπίπεδης και ζωντανής μουσικής κουλτούρας.
This wonderful love song was discovered in manuscript No 1203 of the library of the Iviron monastery on Mounth Athos. It is an excellent example of byzantine song writing. Christodoulos Halaris has done a wonderful job of secular music.
"In a green meadow, in a cold well
a girl bent to drink water and fill her face.
She hears a voice from the mouth of a dragon:
Stop blond, stop, young girl,
do not fill for here water is for sale.
It is nor sold for a thousand, or for two thousand
but for a girl's kiss; give us and take it".
Η βυζαντινή κοσμική μουσική, όπως αποκαλύπτεται μέσα από το «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ», δεν αποτελεί μόνο ιστορικό τεκμήριο, αλλά μαρτυρία πολιτισμικής συνέχειας και συναισθηματικής ευφυΐας. Μέσα από τις απλές λέξεις και τις διατονικές μελωδίες της επιβιώνει το αρχέγονο μέτρο του ελληνικού αισθήματος∙ εκεί όπου η λογική και το πάθος δεν αντιμάχονται, αλλά συνυπάρχουν δημιουργικά.
Το έργο του Χριστόδουλου Χάλαρη ανέδειξε ότι η μουσική δεν είναι αναπαράσταση, αλλά μνήμη που αναπνέει — ένας τρόπος με τον οποίο ο ελληνικός πολιτισμός συνεχίζει να αφηγείται τον εαυτό του. Στην προέκτασή του, το «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ» δεν είναι πια μόνο βυζαντινό άσμα, αλλά διάλογος ανάμεσα στον ήχο και στην ψυχή, ανάμεσα στο παρελθόν και στη ζώσα συγκίνηση του σήμερα.
Μετακατακλείδα
Η βυζαντινή κοσμική μουσική, όπως αποκαλύπτεται μέσα από το «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ», δεν αποτελεί μόνο ιστορικό τεκμήριο, αλλά μαρτυρία πολιτισμικής συνέχειας και συναισθηματικής ευφυΐας. Μέσα από τις απλές λέξεις και τις διατονικές μελωδίες της επιβιώνει το αρχέγονο μέτρο του ελληνικού αισθήματος∙ εκεί όπου η λογική και το πάθος δεν αντιμάχονται, αλλά συνυπάρχουν δημιουργικά.
Το έργο του Χριστόδουλου Χάλαρη ανέδειξε ότι η μουσική δεν είναι αναπαράσταση, αλλά μνήμη που αναπνέει — ένας τρόπος με τον οποίο ο ελληνικός πολιτισμός συνεχίζει να αφηγείται τον εαυτό του. Στην προέκτασή του, το «Εἰς πρασινάδα λιβαδιοῦ» δεν είναι πια μόνο βυζαντινό άσμα, αλλά διάλογος ανάμεσα στον ήχο και στην ψυχή, ανάμεσα στο παρελθόν και στη ζώσα συγκίνηση του σήμερα. ✨
Πηγή:
sophia-ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση ·Ένα πανέμορφο δημοτικό άσμα του 17ου αιώνα (που καταγράφεται σ' ένα μουσικό χειρόγραφο της εποχής), διασκευασμένο από μένα κι ερμηνευμένο μαζί με την Alexandra Papastergiopoulou και τον Stefanos Agiopoulos!
Ένα οικο-φρέντλυ τραγούδι και - όπως φαίνεται - κατά των ιδιωτικοποιήσεων (από τότε είχαν τέτοια προβλήματα μάλλον), μιας κι ένας δράκος αποτρέπει την ξανθιά και σγουρομάλα κόρη να γεμώσει την κανάτα της απ' το κρύο πηγάδι, καθότι "εδώ στον τόπον μας και το νερό πουλιέται..."
Για τους βυζαντινοκαμένους, ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως το κομμάτι καταγράφεται ως ήχος τέταρτος (άγια), με τη δομή του να θυμίζει τα αργά Κεκραγάρια του Ιακώβου που έχουν βάση το Δι, αλλά καταλήγουν εντελώς και τελικώς στο Κε.
.
Υ.Γ. Η ηχογράφηση και η βιντεοσκόπηση αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου εγχειρήματος σε παραγωγή του Ωδείο, Σχολή Αγιογραφίας, Κατάρτιση, Σεμινάρια "φορμιγξ".