Ο Ελληνισμός στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη
και ο «Διάλογος πάνω στην ποίηση» (απόσπασμα)
Επιμέλεια, Προσαρμογή της Σοφίας Ντρέκου
Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Ελληνισμός
Δοκίμιο - Οκτάβιος Μερλιέ
Με επευφημίες και τραγούδια συνοδεύει στον τάφο η Ελλάδα τις μεγάλες φωνές που σωπαίνουν για πάντα. Τι ωραία φιλοφροσύνη για τον πανηγυρισμό, ύστερα από την επικήδεια τελετή. Της εισόδου του Λόγου στο βασίλειο της δόξας!
Όταν, το 1952, πέθανε ο μεγάλος Βεάκης, η σορός του πέρασε, μόλις τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, μέσα από ‘να πλήθος που χειροκροτούσε για τελευταία φορά, όπως στο τέλος μιας από τις συγκλονιστικές παραστάσεις του, τον τραγικό ηθοποιό που δεν θα τον ξανάκουγε πια.
Όταν το 1943, στην κατοχή, πέθανε ο βάρδος του ελληνισμού Κωστής Παλαμάς, ό λαός της Αθήνας, με επικεφαλής τον Άγγελο Σικελιανό, τον συνόδεψε ως τον τάφο του κι άφησε να αντιλαλήσει πάνω από το λείψανό του, τη στιγμή της ταφής του, ο εθνικός ύμνος· και τραγουδήθηκε τόσο δυνατά απ’ αυτό το ποτάμι των φωνών, που ακούστηκε ως τους πρόποδες της Ακρόπολης.
► Ηχήστε οι Σάλπιγγες: ο θάνατος και η συγκλονιστική, αντιστασιακή κηδεία του Κωστή Παλαμά
Στο Γιώργο Σεφέρη επιφυλάχτηκε μια άλλη τιμή. Οι πολυάριθμοι νέοι πού ’ρθαν φέρνοντάς του ο καθένας ένα λουλούδι, τραγούδησαν γύρω από το φέρετρό του, την ώρα που το οδηγούσαν στο κοιμητήριο, ένα από τα μελοποιημένα ποιήματά του.
Να μιλήσω για μιαν άλλη ανώνυμη τιμή; Έχω χαρισμένο από τον Γιώργο Κατσίμπαλη, ένα στιλέτο, που, πάνω στη λάμα του, αυτός που τό ‘φτιαξε, έχει χαράξει τούτους τους δύο στίχους:
«Κοπέλλα μαυρομαντηλού, μην παίζεις με τα ψάρια,
μπορεί μαχαίρια να γινούν και σφάζουν παληκάρια.»
Υπογραφή: «Σεφέρης».
Οι Μεγάλοι Έλληνες ποιητές δεν έχουν ηλικία.
Ναι. Οι μεγάλοι ποιητές της σημερινής Ελλάδας
είναι σαν τις λέξεις – θεμέλια της γλώσσας τους:
η γέννησή τους φτάνει ως τις αρχές του ελληνισμού.
Ενώ ο Καβάφης (1863-1933) ειν’ ένας Αλεξανδρινός της ελληνιστικής εποχής, ο Σικελιανός (1884-1951), ο Παλαμάς (1859-1943), ο Σολωμός (1798-1857) είναι όλων των εποχών. Ακόμη και ο Παπαδιαμάντης (1851-1911) μοιάζει μ΄ έναν δευτέρας τάξεως εθνικό θεό χαμένον ανάμεσά μας. Έχοντας με τρόπο αξιοθαύμαστο επιζήσει της καταστροφής του ναού του, που, χωρίς άλλο, μεταμορφώθηκε σε παρεκκλήσι αγίου, σε χρόνια πολύ μακρυνά, κατόρθωσε να μείνει ζωντανός ως τις ημέρες μας, αφού προηγουμένως κρύφτηκε ανάμεσα στους αναχωρητές και τους Πατέρες της Εκκλησίας· κι ύστερα ανακατεύθηκε –αγνώριστος και φίλος- με τους παλιούς μοναχούς, τους σοφούς και φρόνιμους του αιώνα του.
Ο Γιώργος Σεφέρης έχει γεννηθεί, όπως αναφέρουν τα Ληξιαρχικά Βιβλία, το 1900, στην αρχή, δηλαδή, του αιώνα. Για μένα η γέννησή του φτάνει ως τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού. Είναι σύγχρονος του Ελπήνορα, των συντρόφων του Οδυσσέα –που φάγανε τ’ αργοκίνητα κοπάδια του Ήλιου- , σύγχρονος του Ορέστη, που σκόνταψε στις πέτρες των Μυκηνών· σύγχρονος της Ελένης, που ξέρει καλά πως δεν έφτασε ποτέ στην Τροία: «Στις Μυκήνες, λέει, σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»· χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάνδρα μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της...» Είναι σύγχρονος του Οιδίποδα, της Αντιγόνης, του Σωκράτη...
«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον ήλιο».
«Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον άνθρωπο».
Παράξενη μοίρα να είσαι, να έχεις γεννηθεί Έλληνας και να εξακολουθείς να είσαι άνθρωπος που εδώ και 80 γενεές οικοδόμησε τον Παρθενώνα. Το μεγαλείο του ποιητή συνίσταται στο ότι δοκιμάζει αν αξίζει τη μοίρα του. Η αγωνία του συνίσταται στο ότι αμφιβάλλει, πάντα, αν είναι άξιος αυτής της μοίρας. Συνίσταται στο ότι αναρωτιέται, αν ο τόπος και οι άνθρωποι είναι ίδιοι, αν κάτω από τη φθορά των αιώνων λησμόνησαν οι άνθρωποι κι έχασαν τη συνείδησή τους.
Θα ιδούμε ότι, γι’ αυτόν, το ν’ αμφιβάλλει και να αισθάνεται την πληγή του, σημαίνει να βεβαιώνει, ήδη, την ύπαρξή του. Πρέπει, λοιπόν, να δεχτεί να ξαναντυθεί τον εξουθενωτικό χιτώνα του Νέσσου –την παράδοση- · πρέπει να δεχτεί να κρατήσει στ’ αδύνατα χέρια του τη μαρμάρινη κεφαλή, που το βάρος της θα του τσακίσει τους ώμους. Θα περπατήσει ανάμεσα στις παλιές ακρωτηριασμένες πέτρες απ’ τις οποίες είναι γεμάτη η ελληνική γη, αναζητώντας το χαμένο τόπο όπου γεννήθηκε εδώ και χιλιάδες χρόνια. Εξαντλημένος, θα ψάξει να βρει καταφύγιο μέσα στις στέρνες της σιωπής, για ν’ ακούσει, μέσα εκεί, τη φωνή της ψυχής, ενώ, πάνω στις πλάκες που τις σκεπάζουν, θα τρέχουν τα πολυθόρυβα βήματα των αγκαλιασμένων από τον ήλιο και τη μάταιη ταραχή πόλεων.
Τέτοια είναι, τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο μέρος, η ελληνική ζωή του Γιώργου Σεφέρη, που θα ήθελα, τώρα, να ανακαλέσω στη μνήμη μας.
Η Γλώσσα, Εργαλείο της Θείας Χάρης
Το δράμα αρχίζει με το Λόγο, με τη Γλώσσα. Γιατί, αν την δούμε μέσα στο χρόνο, η γλώσσα είναι τόσο όμοια και τόσο ανόμοια, όσο και τα νερά ενός ποταμού, που μέσα τους δεν μπορεί κανείς να λουστεί δυο φορές. Και όπως τα νερά ενός ποταμού δεν μπορούν να ξαναγυρίσουν στην κοίτη τους, έτσι δεν μπορεί, τουλάχιστον χωρίς κίνδυνο για το πνεύμα, να σταματήσει κανείς τη γλώσσα και να την ξαναγυρίσει στην αρχική της κοίτη, έστω και αν ακόμη μπορέσει να αναπλεύσει με τη σκέψη του το ρεύμα, το ήρεμο ή θορυβώδες, μιας πολυχιλιόχρονης γλώσσας.
Έτσι η παιδεία του σημερινού Έλληνα ποιητή οφείλει να κατέχει τη χιλιόχρονη γλώσσα του, να την ακολουθεί στην κίνησή της και το πνεύμα της και να υποτάσσεται στις μορφές και τους κανόνες της σημερινής της χρήσης. Τα υποδειγματικά μεγάλα κείμενα βρίσκονται μπροστά στον ποιητή, γραμμένα από μεγαλοφυΐες ανώνυμες –τέτοια είναι τα δημοτικά τραγούδια της Ελλάδας-, ή από μεγαλοφυΐες σχεδόν ανώνυμες τόσο είναι άγνωστες-, όπως ενός Μακρυγιάννη. Ο ποιητής έχει καθήκον, όπως έκανε ο Σολωμός, να μάθει να τα διαβάζει· εκεί θα βρει, τότε, όλη την αξιοθαύμαστη βοήθεια από την οποία μπορεί να έχει ανάγκη για να μάθει να γράφει.
«...κάθε λέξη τους, λέει ο Σεφέρης, σκεπάζει με ακρίβεια έναν ορισμένο συναισθηματικό χώρο, όπως τα ακίνητα φύλλα του δέντρου που έχουμε μπροστά μας αφού έσβησε ο ήλιος, σκεπάζουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι του ουρανού και τίποτε άλλο! Ξέρουμε ακόμη ότι η συνάρθρωση αυτών των λέξεων είναι η ατόφια ελληνική φωνή».
Όπως ο Σολωμός, –που αντέγραφε δημοτικά τραγούδια απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας –για να μάθει αυτή την πλούσια και τέλεια γλώσσα- την ατόφια ελληνική φωνή- έτσι και ο Σεφέρης χρωστάει, χωρίς άλλο, στην ακούραστη μελέτη της ελληνικής δημοτικής, την ακρίβεια, τη λιτότητα, την υποδειγματική απλότητα της γλώσσας του –τόσο στα πεζά του κείμενα όσο και στην ποίησή του.
Η ζωή του Σεφέρη στην εξορία –για να μιλήσουμε έτσι- της Κορυτσάς, στην Αλβανία, το 1937, ύστερα το 1942, στο Κάϊρο, όπου ακολούθησε το βασιλιά της Ελλάδας και την Κυβέρνησή του, ύστερα από την κατοχή της πατρίδας του, δεν εμπόδισε τη σκέψη του να συνεχίσει την πορεία της. Η εξορία, εκούσια ή αναγκαστική, είναι πάντα οδυνηρή, αλλά για ένα πρίγκηπα του πνεύματος, γίνεται σε λίγο ένας αξιοθαύμαστος πλούτος: Δέστε τον Βίκτορ Ουγκώ.
Πέντε χρόνια ύστερα από το άρθρο για την ελληνική γλώσσα, που πιο πάνω ανάφερα ένα πολύ σύντομο απόσπασμά του, ο Γιώργος Σεφέρης γράφει ένα από τα σημαντικώτερα ποιήματά του. Σημειώνουμε την ηλικία του. Στην Κορυτσά είτανε 37 χρονών. Στο Κάϊρο 42. Με τα μάτια του, όμως, ανοιχτά στον κόσμο, με το σοβαρό και στραμένο προς τα μέσα βλέμμα του των 2000 χρόνων... δίνει, ως τίτλο, στη σκέψη του: «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά».
Ο ποταμός είναι ο Νείλος. Αφού τον ανακαλέσει στη μνήμη του, ο ποιητής μιλάει για την ανάγκη να γράψει μιαν απλή γλώσσα. Τι συνέβη; Μα, ας τον ακούσουμε:
«...το ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική και ήτανε κάποτε θεός κι’ έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα· που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι, κι’ ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα και το ίδιο Σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός».Γιατί, αφού θυμήθηκε την εικόνα του Νείλου, ο ποιητής μιλάει για την απλή γλώσσα που θά ‘θελε να γράψει; Εμείς, όμως, είμαστε εκείνοι που θ’ ανακαλύψουμε, πίσω από την πραγματικότητα, το σύμβολο, την αναγωγή –τη μυστική εξήγηση- έλεγε, ήδη, ο Ντάντε. Το σχόλιο είναι απλό.
Ο ποταμός είναι η μακρυά γραμμή ιστορίας και αδιάκοπης ζωής· είναι, επίσης, η ελληνική γλώσσα, που βγαίνει από τα βάθη των ινδοευρωπαϊκών λιμνών, και είναι, από την αρχή των χρόνων, ο Λόγος, που είναι Θεός και γίνηκε δρόμος, Βασιλική Οδός, ύστερα ένας ευεργέτης με ανεξάντλητα δώρα, ύστερα ένας κριτής –και ένα δέλτα. Και είναι αυτός που ποτέ δεν είναι ο ίδιος. Και που, ωστόσο, παραμένει πάντα το ίδιο σώμα, η ίδια κοίτη, το ίδιο σημείο, ο ίδιος προσανατολισμός.
Αυτό το εξηγητικό σχόλιο που έκανα, ο ποιητής, φυσικά, το αντιπαρέρχεται· αυτός ακολουθεί την ιδέα του σαν το ποτάμι που κυλά τα νερά του. Ας τον ακούσουμε, όμως:
«Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά – σιγά βουλιάζει και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της κι’ είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».«Ο γέρος άνθρωπος» της όχθης του Νείλου είτανε 42 χρονών. Είχε, όμως, μεσ’ τα μυστικά βάθη της ψυχής του, την προοπτική των χρόνων –των αναρίθμητων- που αποχτούν όπως λέει,
«...τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια –πέρα χωρίς το φόβο στην καρδιά τους».Έχει τα χρόνια των ανθρώπων που καταλαβαίνουν, σαν τον Νείλο, προχωρώντας ανάμεσα
«...σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών».
«...εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει».Και είναι το ίδιο μυστήριο. Ο Σεφέρης νιώθει αιχμάλωτος.
«...στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που είτανε σωστή κι’ έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμο αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς».Η γλώσσα δεν είναι η σωτηρία, είναι, όμως, ήδη, το εργαλείο της θείας χάρης. Ο ποιητής μπορεί και θα μπορέσει, από τώρα κι ύστερα, ν’ ακούει «τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.»
Η Πορεία μεσ’ από την Έρημο
Ας ακολουθήσουμε τον ποιητή στη θλίψη του. Ας δούμε, για λίγο, ποια είναι τα κάποια λόγια πού ‘χει να μας πει.
Ο δυτικός προσεγγίζει την αρχαιότητα μέσω της ιστορίας, της μελέτης των μνημείων, της ανάγνωσης των κειμένων. Ένας Έλληνας είναι δικαιωματικά κάτοχος, πριν απ’ αυτή τη μακρυά και αργή πορεία, επειδή ακριβώς έχει γεννηθεί Έλληνας, του δρόμου της ενόρασης, που αποτελεί τη μοίρα του, όμοιος, σ’ αυτό, με το στρατοκόπο που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα.
Ο ελληνιστής Σεφέρης παραμερίζει τα κείμενα που διαβάζει και σταματά για πολλήν ώρα σε μια λέξη, σε μια φράση, που θα γίνουν η αφετηρία μιας βαθειάς σκέψης, κι ίσως, ακόμη, ένας από τους σταθμούς της ποιητικής του συνείδησης. Πρέπει, λοιπόν, κι εμείς, με τη σειρά μας, να ιδούμε τους συγγραφείς και τα έργα που έχει διαβάσει. Η Ιλιάδα, η Οδύσσεια, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Πλάτων, ο Ηρόδοτος, ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος είναι τα βιβλία πού ‘χει κάτω από το προσκεφάλι του. Στο Σεφέρη, όμως, η πολυμάθεια δεν προηγείται της ποιητικής δημιουργίας: ο Σεφέρης δεν εμπνέεται από αυτήν. Την έχει ξεχασμένη. Δεν βρίσκεται πια μεσ’ τη συνείδησή του, αλλά μεσ’ στο υποσεινήδητό του· ρέει μαζύ με το αίμα του στις φλέβες του.
Ο Ράϊνερ – Μαρία Ρίλκε γράφει κάπου στις Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε: «Για να γράψει κανείς έναν μονάχα στίχο (...), χρειάζεται νά ‘χει αναμνήσεις (...) Και δεν αρκεί μονάχα νά ‘χει αναμνήσεις. Πρέπει να ξέρει να τις ξεχνά όταν είναι πολλές και πρέπει νά ‘χει τη μεγάλη υπομονή να περιμένει να ξανάρθουν πάλι στο μυαλό του...».
Αληθινές αναμνήσεις είναι, ωστόσο, και τα διαβάσματα και οι συγγραφείς με τους οποίους έχει τραφεί κανείς. Είναι ανάγκη να εξαφανισθεί από την καινούρια δημιουργία η πολυμάθεια, για να μπορέσει, αυτή η πολυμάθεια, να δώσει, αυθόρμητα σχεδόν, ένα πλούσιο σε πείρα και ανθρωπιά έργο.
Είναι, όμως, φρόνιμο, για τον κριτικό, πριν ακολουθήσει τον ποιητή στα διαβάσματά του, να σταματήσει στις επιγραφές, όπου αποκαλύπτεται η πηγή των βασικών του στοχασμών.
Ο φίλος μου Νεοκλής Κουτούζης, στον οποίο χρωστάμε μιαν αξιόλογη μελέτη με τίτλο «Ο Σεφέρης και η πιστότητα, ή από τον Πίνδαρο στο Σεφέρη», σημειώνει, με τη συνηθισμένη του λεπτολογία και οξυδέρκεια: «Δεν σταματούμε αρκετά στις επιγραφές, ή σε ορισμένα αποσπάσματα (...). Το γεγονός ότι ο Σεφέρης αναφέρει τον Πίνδαρο ή τον Ρεμπώ, αποτελεί μια ζωϊκή, μια πνευματική συγγένεια, που συγκροτείται (...) Η ζυγαριά μπαίνει σε κίνηση, ο ζυγός της πλάστιγγας δεν σταματά να ταλαντεύεται: ανάμεσα σε αυτόν που αναφέρει και σε αυτό που αναφέρεται δημιουργείται ένα ρεύμα ανταλλαγών απ’ το οποίο ο αναγνώστης, μπλεγμένος κι ο ίδιος στο αδιάκοπο στροβίλισμά του, συγκρατεί για τον εαυτό του κάτι από μια καινούρια ζωή».
Το κείμενο πού ‘χει στο νου του ο Ν. Κουτούζης είναι ο «Ερωτικός Λόγος» της πρώτης συλλογής που τιτλοφορείται «Στροφή»· και το απόσπασμα που βάζει σαν προμετωπίδα ο Σεφέρης είναι μερικοί στίχοι του Πίνδαρου που περιλαμβάνονται στον 3ο Πυθιονίκη:
«Έστι δε φύλον εν ανθρώποισιν ματαιότατον,
Όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
Μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν».
Συνδέοντας το πινδαρικό απόσπασμα του Σεφέρη μ’ ένα άλλο απόσπασμα του Πίνδαρου, περιλαμβανόμενο στον 3ο Πυθιονίκη κι αυτό, που αναφέρει ο Βαλερύ, ο Ν. Κουτούζης αποδίδει ακριβώς στα γαλλικά τη συμβολή του Πίνδαρου, μεταφράζοντας έτσι αυτούς τους δύο στίχους:
«O mon âme, aspire avec moins d’ ardeur»
«à l’ immortalité, et mets toute la force à épuiser»
«tout le possible»
Νά ‘μαστε, λοιπόν, προσανατολισμένοι προς την πραγματικότητα, προς τον κόσμο, τον απλό και ήσυχο κόσμο. Απλόν και ήσυχον; Αλλοίμονο, όχι. Κάθε άλλο παρά απλός και ήσυχος είναι ο κόσμος για έναν Έλληνα του ΧΧ αιώνα, που προσπαθεί να γνωρίσει τον εαυτό του, να προσδιορίσει τον εαυτό του στη σχέση του προς τους άλλους και προς τον υπόλοιπο πλανήτη, και να δώσει στον ελληνισμό του το νόημα. Πάρα πολλές είναι οι αναμνήσεις στο χώρο, πάρα πολλές είναι οι αναμνήσεις στο χρόνο. Τόποι άγονοι και περιορισμένοι, γεμάτοι πιο πολύ από νεκρούς παρά από ζωντανούς.
Ο χρόνος είναι περιορισμένος στις διαστάσεις μιας στιγμής όμοιας με την ελληνική γη. Ο χρόνος είναι βαθύτερος από το στενό χώρο. Ο χρόνος είναι κυρίαρχος του χώρου. Κάτω από κάθε μνήμα βρίσκονται εκατό γενεές ανθρώπων. Καταλαβαίνει κανείς ό,τι για έναν Έλληνα η γη, ο γυμνός βράχος, έχει την αξία του απεριόριστου χρόνου. Καταλαβαίνει κανείς ό,τι για έναν Έλληνα, η γη της Κύπρου είναι, όχι ιερή, αλλά σάρκα της σάρκας του. Εκεί όπου ακούγεται σαν πρόσκληση η οχλοβοή της θάλασσας και του χώρου, ανεβαίνει και η σιωπή πέντε χιλιάδων χρόνων νεκρών. Αυτό είναι η πατρίδα, είναι η απεριόριστη διάρκεια.
Και ο ελληνισμός είναι η πατρίδα –παντού όπου, μέσα στο χώρο και μέσα στο χρόνο, έζησαν και πέθαναν Έλληνες· παντού όπου, μέσα στο χώρο και την τωρινή στιγμή, ζουν Έλληνες και νιώθουν τον εαυτό τους σαν ένα κρίκο από την τεράστια αλυσίδα. Ο ελληνισμός, όμως, δεν είναι μονάχα ένας κόσμος, μια χώρα, μια ιδέα αθάνατη. Είναι και ο παντοτινός άνθρωπος, η παντοτινή γη, η παντοτινή αθλιότητα.
Συγκρινόμενη με την πλατειά σκέψη, μ’ αυτή την άχρονη μνήμη που αναπολήσαμε, πόσες φορές η σημερινή Ελλάδα δεν φάνηκε στον ποιητή μηδαμινή, φτωχή, αδειανή, ανεξήγητη! Πόσες φορές, ζώντας την καθημερινή πραγματικότητα, δεν έκανε τον ποιητή, η σημερινή Ελλάδα, να υποφέρει με τις πάρα πολύ μεγάλες αναμνήσεις της, τα πάρα πολύ μεγάλα ονόματά της, τους πάρα πολύ μεγάλους ηρωϊσμούς της και τις άμετρα πιο μεγάλες διχόνοιές της! Ας αφήσουμε να μιλήσει ο Σεφέρης:
«...όλα τ’ αλλάζει. Πού είν’ η αλήθεια;
Είμουν κι’ εγώ στον πόλεμο τοξότης·
Το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε».
Αυτοί οι στίχοι, που ανήκουν στο ποίημα «Ελένη» το εμπνευσμένο από τον μύθο του Ευριπίδη, γράφτηκαν στην Κύπρο και δημοσιεύτηκαν το 1955. Ο Σεφέρης κουβαλούσε, κι εκεί ακόμη, την πληγή του, για την οποία έγραφε είκοσι χρόνια, ήδη, πιο μπροστά:
«Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει».
Η Πάλη με τη Μοίρα. Η Ελλάδα.
Η μοίρα μου, λέει, είναι η μοίρα του ανθρώπου που ξαστόχησε στο σκοπό του. Μήπως, όμως, είτανε ίδια και η μοίρα της χώρας και του λαού στους οποίους δίνουμε το όνομα της Ελλάδας; Αυτό φαίνεται πως λέει ο ποιητής σ’ ένα άτιτλο απόσπασμα της συλλογής «Μυθιστόρημα»:
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι’ αυτές,
που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι’ οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για τη ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.
(Α. Η Πέτρα)
Η ωραία συλλογή «Μυθιστόρημα», (Μύθος και Ιστορία), απ’ όπου είναι παρμένο αυτό το ποίημα, έχει σαν επιγραφή τους εξής δύο στίχους του Ρεμπώ:
«Si j’ai du goût, ce n’ est guères
que pour la terre et les pierres».
Ο Σεφέρης, υπάκουος στη συμβουλή του Πίνδαρου να βάζει όλη του τη δύναμη στο να εξαντλεί τον κόσμο του δυνατού, είναι ο ποιητής τούτης της γης και τούτων των μαύρων πετρών, που είχε τραγικά εξυμνήσει πριν απ’ αυτόν ο Σολωμός, όταν τραγουδούσε την Ελλάδα,
«καλή ‘ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι»,
κι έβαζε τον άπληστο για λευτεριά Σουλιώτη να λέει:
«Μια χούφτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο!».
Η πέτρα, στον Σεφέρη, είναι το ορυκτό με το οποίο είναι στρωμένη η ελληνική γη· είναι οι τεράστιοι, κυκλώπειοι, ασήκωτοι ογκόλιθοι· είναι τα ερειπωμένα, αγνώριστα υλικά των συνηθισμένων σπιτιών των εξαφανισμένων πόλεων, που κάποτε, ωστόσο, κατοικούνταν· είναι κεφάλια, σώματα, ακρωτηριασμένων τις πιο πολλές φορές αγαλμάτων, που ανακαλύπτονται παντού και πάντοτε, μεσ’ στο ελληνικό χώμα.
Η ελληνική, όμως, πέτρα, είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ όλ’ αυτά, είναι και σύμβολο της μοίρας των Θεών.
Η συλλογή «Μύθος και Ιστορία» τελειώνει με δυό μεγάλα ποιήματα εξίσου αξιοθαύμαστα τη «Σαντορίνη» και τις «Μυκήνες».
Οι πέτρες των Μυκηνών –στις Μυκήνες δεν βρίσκει κανείς παρά μονάχα πέτρες- κουβαλούν απάνω τους τόσα εγκλήματα και αίμα όσους και αιώνες.
ΜΥΚΗΝΕΣ
«Δος μου τα χέρια σου, δος μου τα χέρια σου, δος μου τα χέρια σου.
Είδα μέσα στη νύχτα
Τη μυτερή κορυφή του βουνού
Είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
Με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού
Είδα, γυρίζοντας το κεφάλι
Τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες
Και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή
Αρχή και τέλος
Η τελευταία στιγμή·
Τα χέρια μου.
Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Πληγωμένος από το δικό μου χώμα
τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,
τούτες τις πέτρες.
Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ
που ακολούθησα τόσες φορές
το δρόμο απ’ το φονιά στο σκοτωμένο
από το σκοτωμένο στην πληρωμή
κι’ από την πληρωμή στον άλλο φόνο,
ψηλαφώντας
την ανεξάντλητη πορφύρα
το βράδυ εκείνο του γυρισμού
που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές
στο λιγοστό χορτάρι –
είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές
πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά
τη μοίρα μας.
Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο
βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό
που χτύπησε τη γης με πόδια
λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια
του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια
προσηλωμένα, προσηλωμένα, σ’ ένα σημάδι
που όσο κι’ αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις·
η ψυχή
που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.
Μήτε κι’ η σιωπή είναι πια δική σου
Εδώ που σταμάτησαν οι μυλόπετρες».
Οχτώβρης 1935
Β. Η ΧΡΥΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ
Τρία χρόνια αργότερα, ο Σεφέρης ξαναγυρίζει στην Αργολίδα. Εδώ και δυό χρόνια, ήδη, αναζητεί –ιδιοτροπία του ποιητή, θα πουν· όχι, είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό, είναι η αναζήτηση του προσκυνητή που τριγυρίζει στους άγιους τόπους, - αναζητεί το Βασιλέα της Ασίνης. Τον βρήκε: μια εντάφια χρυσή προσωπίδα που την πήρε και την κράτησε στα χέρια του:
«Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; Κούφιο μέσα στο φωςΈνας ποιητής, όμως, ξέρει να διαβάζει μια προσωπίδα. Ένας ποιητής ξέρει ίσως ν’ ακούει τη σιωπή της άδειας προσωπίδας. Νά! Τουλάχιστον ποιο υπήρξε το στοχαστικό όραμα του Σεφέρη:
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·
κι’ ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω από την προσωπίδα...».
«Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι’ η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι’ η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι’ ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλοπου παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη».
Ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι’ αναρωτιέται:
«...υπάρχουν άραγε ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές
τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί
με την απεραντωσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα
μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα
ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση
μιας πίκρας παντοτινής. Ο ποιητής ένα κενό».
Η Ελλάδα, Χώρα των Νικημένων Θεών και της Εξορίας
Ο ποιητής. Ένα κενό; Μα όχι. Η θλίψη του Σεφέρη, σ’ αυτό το σημείο, δεν είναι λιγότερο δραματική. Γιατί ξέρει καλά ότι ο ποιητής είναι το πνεύμα που ανασυνθέτει το κενό, όπως ο μουσικός που εκφράζει το νόημα της σιωπής και κάνει τη νύχτα να τραγουδά. Ξέρει, όμως, ακόμη, ότι το να ανασυνθέτεις την ψυχή του λαού που δημιούργησε την ομορφιά, την δικαιοσύνη, το Θεό, και γέννησε αυτό που ποτέ δεν ξανάδε ούτε πρόκειται να ξαναδεί κανείς δυο φορές, είναι μια ανέλπιδη προσπάθεια.
«Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», λέει ο ποιητής.
Μεγάλες, εξαιτίας του βάρους των. Μεγάλες, εξαιτίας της ανυπόφορης τελειότητάς τους.
Όχι, η Ελλάδα δεν είναι η χώρα της κατάρας των νικημένων από τη μοίρα Θεών. Είναι όμως, δύσκολο, -σ’ αυτό συμφωνούμε-, να είναι κανείς απόγονος του Αισχύλου και του Φειδία και του Πλάτωνα. Ερχόμενος, ωστόσο, ύστερα από το Σολωμό, τον Παλαμά, το Σικελιανό, ο Σεφέρης είναι ο πρώτος που ζει οδυνηρά την Ελληνική του μοίρα, υπερήφανα, αλλά χωρίς ματαιοδοξία· ανθρώπινα, αλλά χωρίς αλαζονεία· δύσκολα, αλλά χωρίς απελπισία· σεμνά, αλλά χωρίς ρητορεία.
Τα τελευταία αποσπάσματα ποιημάτων που παραθέτω δείχνουν το απλό μεγαλείο με το οποίο ο Σεφέρης στέκεται μπρος σ’ ένα παρελθόν που συντρίβει τον άνθρωπο της γενιάς του.
Μου παραχώρησε το δικαίωμα να διαλέξω, ύστερ’ απ’ αυτόν, τα ποιήματα με τα οποία θα ήθελα να τον παρουσιάσω.
Ο ποιητής. Ένα κενό; Μα όχι. Η θλίψη του Σεφέρη, σ’ αυτό το σημείο, δεν είναι λιγότερο δραματική. Γιατί ξέρει καλά ότι ο ποιητής είναι το πνεύμα που ανασυνθέτει το κενό, όπως ο μουσικός που εκφράζει το νόημα της σιωπής και κάνει τη νύχτα να τραγουδά. Ξέρει, όμως, ακόμη, ότι το να ανασυνθέτεις την ψυχή του λαού που δημιούργησε την ομορφιά, την δικαιοσύνη, το Θεό, και γέννησε αυτό που ποτέ δεν ξανάδε ούτε πρόκειται να ξαναδεί κανείς δυο φορές, είναι μια ανέλπιδη προσπάθεια.
«Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», λέει ο ποιητής.
Μεγάλες, εξαιτίας του βάρους των. Μεγάλες, εξαιτίας της ανυπόφορης τελειότητάς τους.
Όχι, η Ελλάδα δεν είναι η χώρα της κατάρας των νικημένων από τη μοίρα Θεών. Είναι όμως, δύσκολο, -σ’ αυτό συμφωνούμε-, να είναι κανείς απόγονος του Αισχύλου και του Φειδία και του Πλάτωνα. Ερχόμενος, ωστόσο, ύστερα από το Σολωμό, τον Παλαμά, το Σικελιανό, ο Σεφέρης είναι ο πρώτος που ζει οδυνηρά την Ελληνική του μοίρα, υπερήφανα, αλλά χωρίς ματαιοδοξία· ανθρώπινα, αλλά χωρίς αλαζονεία· δύσκολα, αλλά χωρίς απελπισία· σεμνά, αλλά χωρίς ρητορεία.
Τα τελευταία αποσπάσματα ποιημάτων που παραθέτω δείχνουν το απλό μεγαλείο με το οποίο ο Σεφέρης στέκεται μπρος σ’ ένα παρελθόν που συντρίβει τον άνθρωπο της γενιάς του.
Μου παραχώρησε το δικαίωμα να διαλέξω, ύστερ’ απ’ αυτόν, τα ποιήματα με τα οποία θα ήθελα να τον παρουσιάσω.
Το πρώτο, «Ξύπνησα μ’ αυτό το μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια» και το δεύτερο «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου», τα ξεχωρίσαμε, αυτός κι εγώ, σαν βασικά. Το τέταρτο είναι παρμένο από την «Κίχλη». Το φυλάω για το τέλος. Έχω τους λόγους μου γι’ αυτό.
Διάλεξα το πρώτο –το μαρμάρινο κεφάλι- γιατί θυμίζει ακόμη τις πέτρες, τις δουλεμένες τούτη τη φορά, που είναι όχι μονάχα η δόξα;, αλλά και η αδυσώπητη κληρονομιά του σημερινού Έλληνα.
«Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω.
Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
Έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.
Κοιτάζω τα μάτια· μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα
Δεν έχω άλλη δύναμη· Τα χέρια μου χάνουνται
και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα».
Τα μπράτσα είναι ασθενικά, αδύνατα και πέφτουν ξεριζωμένα απ’ τους ώμους για να μπορέσουν να κρατήσουν αυτό το μαρμάρινο κεφάλι, που ‘ναι σύμβολο του κάθε ωραίου που εδημιούργησε η Ελλάδα και που ο Σεφέρης και οι δικοί του οφείλουν να το οδηγήσουν ακόμη πιο μακρυά, να το βοηθήσουν με μια καινούρια ιδιοφυΐα, ίση προς την αρχαία. Τέτοια υπήρξε, άλλοτε, η μοίρα των Δαναΐδων, που ποτέ δεν μπόρεσαν ν’ αποτελειώσουν το φοβερό τους μόχθο. Το όνομά τους, όμως, μπήκε στην αιωνιότητα των μεγάλων Συμβόλων.
Στο «Γυρισμό του ξενιτεμένου» έχουμε να κάνουμε με μιαν άλλην εικόνα, μ’ έναν άλλον σπαραγμό.
Θα μπορούσα, βέβαια, να επαναλάβω, όπως ήδη, το έχουν κάνει οι εξηγητές του, την ιστορία της ζωής του. Γεννήθηκε στη Σμύρνη. Έχασε τα πάντα ύστερα από τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.
Ξεριζωμένος. Τα σπίτια που είχε. του τα πήρανε. Ξέρω. Ξέρω, όμως, επίσης, ότι αναζήτησε στις Μυκήνες και αλλού. Ανάμεσα στις σωριασμένες πέτρες, το αρχαίο του σπίτι:
«... στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα είταν ίσως το δικό μας σπίτι προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις· θα μπορέσουμε;».Ο ποιητής, εδώ, δεν αποτελειώνει τη φράση του. Μια σκέψη τον βασανίζει. Ύστερα από μιαν άλλη στροφή που θυμίζει, εκτός από μεγάλους ηρωϊσμούς, τις μεγάλες καθιζήσεις, το τρομερό γι’ αυτόν ρώτημα θα ξαναγυρίσει πάλι, όχι, όμως, σαν κραυγή, αλλά σαν εναγώνια οιμωγή:
«γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμεΤο να ζει κανείς τη μοίρα του σαν εξόριστος του παρελθόντος μεσ’ στον σημερινό κόσμο, αυτή είναι η ανυπόφορη εξορία. Και ο άνθρωπος, που η ζωή του ως διπλωμάτη και προπάντων τα γεγονότα πού ‘ζησε στον πόλεμο και την κατοχή της χώρας του, τον εκράτησαν πιο πολύν καιρό στα ξένα παρά στην πατρίδα του, στα ξένα απ’ όπου η πατρίδα του του φαινόταν πάντα πιο μεγάλη και πιο γοητευτική, αυτός ο άνθρωπος θα ένιωσε τον πόνο του φοβερά. Ξέρουμε τώρα αρκετά την ευαισθησία, τη σκέψη και την τέχνη του Σεφέρη για να εξηγήσουμε τη βαθύτερη σημασία της εξορίας του και του γυρισμού του.
και παλαίψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;».
Πρόκειται, πράγματι, για τον Ελληνισμό που τον έχει αισθανθεί και τον έχει βιώσει στο βάθος της ψυχής του. Ανάμνηση και νοσταλγία ενός παρελθόντος ασύγκριτου μεγαλείου. Και πόνος για την επιστροφή στην πραγματικότητα. Ο διάλογος του ποιήματος είναι επινόηση που πλάθει με τη φαντασία του ο ποιητής, για να θέσει αντιμέτωπους τους δύο ανθρώπους στους οποίους είναι διχασμένος ο Σεφέρης.
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
«Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου».
«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι’ οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι’ όμως σαν είμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κατω από τους μεγάλους ίσκιους
κι’ έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος».
«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά – σιγά θα συνηθίσεις·
θ’ ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων
σιγά – σιγά θα ‘ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι’ οι πλαγιές σου».
«Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι’ όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους».
«Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά – σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι’ αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι’ οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν».
«Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεται στο χώμα».
«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι’ απ’ τους ανθρώπους».
«Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι’ ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα».
Ἀθήνα, ἄνοιξη '38
Τι στάση να υιοθετήσει κανείς για να νικήσει αυτή την αγωνία; Την ανταρσία; Τον αγώνα; Αυτό ίσως θα μπορούσε να κάνει ένας Σικελιανός. Ένας Παλαμάς. Δεν είναι αυτή η στάση του Σεφέρη, που καταφεύγει στην υποχώρηση, την καρδιά, μάλιστα, της υποχώρησης, στην εγκαρτέρηση. Ούτε η μια, όμως, ούτε η άλλη είναι συνώνυμες της φυγής. Ίσα – ίσα, ξεπερνώντας, υπερβαίνοντας την αδυσώπητη δύναμη της μοίρας, ο ποιητής φτάνει στη λευτεριά.
Στο ποίημα που έχει τίτλο: «Η Στέρνα», βλέπουμε –από το 1932, όταν ο Σεφέρης είτανε 32 χρονών- τη σιγανή και ήρεμη κάθοδο του ποιητή στη μοναξιά, τη σιωπή, στις μυστικές περιοχές της συνείδησης.
«Εδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρναΑνοίγει ο πάνω κόσμος σα ριπίδι και παίζει με το φύσημα του ανέμου. Πρόσωπα λάμπουν για μια στιγμή και σβήνουν μέσα σ’ ένα εβένινο σκοτάδι. Ο κόσμος πάνω της πληθαίνει, πάει, δεν την αγγίζει. Οι ώρες περνούν, οι ήλιοι και τα φεγγάρια,
μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ηχηρά. Τ’ αστέρια
δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει».
«μα το νερό έχει δέσει σαν καθρέφτης»Ξαφνιασμένος από την αδυναμία της ψυχής να επικοινωνήσει με τον κόσμο, ο ποιητής λέει, στο τέλος:
(...)
«Μόνη, και στην καρδιά της τόσο πλήθος
μόνη, και στην καρδιά της τόσος μόχθος
και τόσος πόνος, στάλα – στάλα μόνος» (...)
«Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας!...»
«Τα μάρμαρα το ξέρουν, που κοιτάζουν»
(...)
«ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμια
καθώς περνούν τα πλήθη του θανάτου».
«Μα η νύχτα δεν πιστεύει στη αυγήΈνα τελευταίο απόσπασμα θα εξηγήσει την εγκαρτέρηση –τη γαλήνια αποδοχή- του Σεφέρη. Το παίρνω από το ποίημα «Κίχλη» πού ‘χει τέσσερα μέρη. Είναι το όνομα ενός μικροκάραβου συγκοινωνίας που πλέει, στον πόλεμο, κοντά στο νησί Πόρος, στην ανατολική πλευρά της Πελοποννήσου, ανάμεσα Αίγινας και Ύδρας.
κι’ η αγάπη ζει το θάνατο να υφαίνει
έτσι, σαν την ελεύθερη ψυχή,
μια στέρνα που διδάσκει τη σιγή
μέσα στην πολιτεία τη φλογισμένη».
«τό ΄λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,Πραγματικά, το ναυάγιο είναι αιώνιο. Φωνές ανεβαίνουν απ’ την άβυσσο, που ο Σεφέρης, σαν τον Οδυσσέα, τις ακούει, μα δεν τις αναγνωρίζει, εκτός από μια:
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκάρι του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη».
«Κι’ άλλες φωνές σιγά – σιγά με τη σειρά τουςΎστατο μάθημα του Σωκράτη, που δέχεται τη μεγάλη εξορία, την αδικία, τη μοίρα του.
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θά ‘λεγες γύρευαν να πιούν αίμα μια στάλα·
είτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι’ ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
Πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
Ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·
το δίκιο σας θά ‘ναι το δικό μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
Ποιος πάει για το καλύτερο ο Θεός το ξέρει».
Συμπέρασμα. Για να Κυριαρχήσεις τον Ελληνισμό πρέπει να τον Αξίζεις.Πρέπει, ωστόσο, να καταλήξουμε σ’ ένα συμπέρασμα. Η τραγωδία δεν τελειώνει παρά με το θάνατο. «Και πόσα χρόνια χάσαμε, λέει ο ποιητής, για να πεθάνουμε». Εδώ δεν υπάρχει κάθαρσις. Σ’ αυτήν, όμως, την ακίνητη και γαλήνια φωνή του Σωκράτη, που την κάνει ο ποιητής να ξανανεβαίνει από την άβυσσο και το πρώτο ναυάγιο του ελληνισμού, δεν υπάρχει πια ούτε αμηχανία, ούτε αγωνία.
Ύστερ’ από τόσες φωνές, «Φωνές που ανεβαίνουν από την πέτρα, φωνές που ανεβαίνουν από τον ύπνο», όπως στις Μυκήνες· φωνές του μυστικού νερού, όπου τόση θλίψη μαζεύτηκε γουλιά – γουλιά, φωνές της στέρνας που, όμοια με μιαν ελεύθερη ψυχή, διδάσκει τη σιωπή: φωνές που από παντού, από τη θάλασσα και από τους τάφους, ανεβαίνουν και, ξαφνικά, παγώνουν, ακίνητες, απολιθωμένες, όπως οι χειρονομίες και η κίνηση ενός απότομα σταματημένου φιλμ, όπως μέσα στο όραμα που είχε ο Σεφέρης δει με τόσο θαυμαστό τρόπο στην εργατική κοιλάδα, στην Εγκωμή, στην Κύπρο· ύστερ’ από τόσες φωνές, τρομερές, ή οδυνηρές, ή μυστικές, να! Η τέλεια γαλήνη του Σωκράτη.
Το μάθημα τελείωσε. Ο άνθρωπος ξέρει ότι η μοίρα τον συντρίβει και ότι ο αγώνας που δέχτηκε να αναλάβει είναι προκαταβολικά χαμένος. Δεν θα ξεφύγει από τους δυο σκοτεινούς Σκοπέλους, απ’ όπου πρέπει να περάσει η οδυσσειακή σχεδία του. Η μοίρα, αρματωμένο με δρέπανα άρμα που θερίζει, δεν ξέρει πόσα δημιουργήματα ελληνικού μεγαλείου και ομορφιάς κατέστρεψε και καταστρέφει αδιάκοπα.
Τουλάχιστον, με τη σκέψη του, με τη συνείδησή του, που ξαγρυπνά μεσ’ τη σιωπή και την άσκηση, ένας άνθρωπος, ο Γιώργος Σεφέρης, προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω στη δραματική μοίρα του ελληνισμού, και, κύριος της αγωνίας του, γίνεται ο μεγάλος ποιητής, ο άξιος ποιητής της ανθρώπινης μοίρας της σημερινής Ελλάδας.
► Διαβάστε περισσότερα: Γιώργος Σεφέρης
Ο Οκτάβιος Μερλιέ (25 Οκτωβρίου 1897, Ρουμπέ, Γαλλία, 24 Ιουλίου 1976, Αθήνα) ήταν Γάλλος φιλόλογος, φιλέλληνας και διανοούμενος, που διετέλεσε διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα.
Γεννήθηκε 25 Οκτωβρίου 1897 στο Ρουμπαί της Γαλλίας και το 1908 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Παρίσι. Σπούδασε ελληνική γλώσσα και γραμματολογία στη Σορβόννη. Συμμετείχε στις μάχες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως εθελοντής, όπου και τραυματίστηκε. Το 1920 εξελέγη υφηγητής στη Σορβόννη και το 1945 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ με τη διατριβή του περί του ύφους και της γλώσσας του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου.
Ως διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών συνέβαλε καθοριστικά στην εξέλιξή του σε κέντρο ανταλλαγών και πνευματικού κοσμοπολιτισμού και βοήθησε στην διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Γαλλία.
Μαζί με τη σύζυγό του Μέλπω Μερλιέ, ίδρυσε το 1930 το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, το οποίο μετεξελίχθηκε στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – Ίδρυμα Μέλπως και Οκτάβιου Μερλιέ. Στο ίδιο ίδρυμα φυλάσσεται και το αρχείο Παπαδιαμάντη, στο οποίο περιέχονται πολλές φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος ο Μερλιέ από τα ταξίδια του στην Σκιάθο.
Υπήρξε μελετητής του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Κωστή Παλαμά και ιδιαίτερα του Διονυσίου Σολωμού, για τον οποίο διοργάνωσε σημαντικότατη έκθεση το 1957 με αφορμή τα εκατό χρόνια από τον θάνατό του.
Αρθρογραφούσε σε αθηναϊκά περιοδικά και εφημερίδες όπως η Νέα Εστία κ.α. καθώς και σε γαλλικά περιοδικά μεταφράζοντας ποιήματα του Κωστή Παλαμά και γράφοντας περί της δημοτικής γλώσσας.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 24 Ιουλίου 1976 και ενταφιάστηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν παντρεμένος με την Μέλπω Λογοθέτη, γνωστότερη ως Μέλπω Μερλιέ, και δεν είχαν αποκτήσει παιδιά.
Γιώργου Σεφέρη, «Διάλογος πάνω στην ποίηση» (απόσπασμα)
Ο Σεφέρης στο Ναό του Αυγούστου, τον Σεπτέμβριο του 1949.
Υπηρετώντας ως σύμβουλος στην πρεσβεία της Αγκυρας,
ταξίδεψε τόσο στην ενδοχώρα όσο και στα παράλια της Μικράς Ασίας.
[…] Είναι μεγάλος λόγος να μιλάει κανείς για την «ελληνικότητα» ενός έργου. Μεγάλος και ωραίος. Όταν θελήσουμε όμως να καθορίσουμε τί πράγμα είναι αυτή η «ελληνικότητα», θα ιδούμε πως είναι και δύσκολος και επικίνδυνος. Οι καθαρευουσιάνοι δε γύρευαν τίποτε άλλο· «ελληνικότητα» ζητούσαν. Με επιμονή, με το πάθος, με τον κόπο και το μόχθο, προσπαθούσαν να καθαρίσουν το έθνος από τα στίγματα του βαρβαρισμού και ελπίζανε πως σιγά-σιγά θα φτάσουμε στη γλώσσα και στην τέχνη του Σοφοκλή και του Πλάτωνα. Άξιος ο μισθός τους! Χαλάσανε και στερέψανε τις καλύτερες πηγές του ελληνισμού. Σταματώ σε τούτο το παράδειγμα, για να μην αναφέρω τα άπειρα άλλα, τις άπειρες και πολύ βλαβερές ακρισίες που ειπώθηκαν για χάρη της «ελληνικότητας». Γι’ αυτό λέω: επικίνδυνος· γιατί μπορεί να μας συμβεί, όπως το δείχνει η περίπτωση των λογιότατων, να καταστρέψουμε αξίες καθαρά ελληνικές, πιστεύοντας ότι υποστηρίζουμε την ελληνική τέχνη. Αλλά μπορεί να μας συμβεί και το αντίθετο, γι’ αυτό χρησιμοποίησα τη λέξη δύσκολος: να υποταχθούμε δηλαδή σε αξίες διόλου ή ελάχιστα ελληνικές, θαρρώντας πως ελληνίζουμε.
Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου σκορπίζουμε
τον ελληνισμό μας. Τον εσπείραμε σ’ όλο τον κόσμο·
ώς μέσα στην Βακτριανή τον πήγαμεν, ώς τους Ινδούς
καθώς λέει ο ποιητής. Κι η απέραντη τούτη διασπορά ήτανε φυσικό να έχει ένα σημαντικό αποτέλεσμα. Ο ελληνισμός δουλεύτηκε, πλάστηκε, ζωογονήθηκε από ιδιοσυγκρασίες άλλοτε ελληνικές και άλλοτε όχι, ως την εποχή της Αναγέννησης· κι από την εποχή εκείνη, που σημειώνει το σκλάβωμα του Γένους, από ιδιοσυγκρασίες διόλου ελληνικές και που έδρασαν έξω από τις ελληνικές χώρες. Και θα ήθελα να μην ξεχνάμε πως από την εποχή εκείνη και πέρα δημιουργήθηκαν τα έργα που αποκρυσταλλώσανε τη μορφή του πράγματος που ονομάζουμε σήμερα ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Αυτός ο πολιτισμός, που είναι βασικά γέννημα των ελληνικών αξιών, δε δημιουργήθηκε, βέβαια, μήτε από εμάς μήτε από τους άμεσους προγόνους μας. Οι άμεσοι πρόγονοί μας διαφυλάξανε τους αρχαίους θησαυρούς, και όταν έπεφτε το Βυζάντιο,[1] κρατώντας:
...βαριά σταμνιά, γιομάτα
με τη στάχτη των προγόνων
φέρανε τον ελληνικό σπόρο στη Δύση, όπου φούντωσε βρίσκοντας ένα πρόσφορο και ελεύθερο χώμα. Αλλά Αναγέννηση δημιουργημένη από εμάς, όσο και να μας κάνουν να την υποψιαζόμαστε μερικά αδιόρατα σημάδια, Αναγέννηση καμωμένη από Έλληνες, που θα ήταν βέβαια κάτι διαφορετικό από την Αναγέννηση που έγινε από τους Ευρωπαίους, είτε χαιρόμαστε είτε θλιβόμαστε γι' αυτό, δεν υπήρξε. Κανένας Έλληνας δεν άσκησε, την εποχή εκείνη, επίδραση αποφασιστική και άμεση στα ρεύματα που ανάβρυσαν στη Δύση από την επαφή με τις ελληνικές αξίες. Κανένας —εκτός από τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, παραγνωρισμένο κι αυτόν— που να μην ήταν μόνο φορέας αλλά και δημιουργός. Έτσι ήταν τα πράγματα ως την εποχή που ξύπνησε η Φυλή. Τότες —το ίδιο κάνουμε και σήμερα— οι καλύτεροι από εμάς, μελετώντας ή πηγαίνοντας στη Δύση, προσπαθούσαν να ξαναφέρουν πίσω στην ελεύθερη Ελλάδα το βιός που αιώνες πριν είχε φύγει από τον τόπο μας για να διασωθεί. Αλλά ο θησαυρός αυτός δεν ήταν ένα στείρο χρυσάφι, ήταν κάτι ζωντανό που γονιμοποίησε και γονιμοποιήθηκε και ρίζωσε και γεννοβόλησε. […]
[...] Είναι στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου ένας μικρός πίνακας του Θεοτοκόπουλου, μια προσωπογραφία αγίου που δεν είναι πιο ψηλή από τριάντα εκατοστά του μέτρου. Πέρασαν περισσότερα από δέκα χρόνια από την εποχή που την είδα για πρώτη φορά. Δεν μπορώ να λησμονήσω τη συγκλονιστική εντύπωση «ελληνισμού» που μου είχε δώσει αυτό το πάρεργο του μεγάλου τεχνίτη. Θυμούμαι ακόμη τώρα δυο πινελιές στους ώμους. «Σαν κρητικοί δεκαπεντασύλλαβοι» συλλογίστηκε ο φίλος που ήταν μαζί μου· ήμασταν νέοι. Τον ελληνικό ελληνισμό, κάποτε οι καλύτεροι από εμάς τον διαισθάνονται: «σοφοί δε προσιόντων». Αλλά θα πρέπει να γίνουνε πολλά άξια έργα, να δουλέψουνε πολλοί μικροί και να πραγματοποιήσουνε πολλοί μεγάλοι, για να μπορέσουμε να πούμε πως διακρίνουμε κάπως καθαρά τη φυσιογνωμία του. Γιατί ο ελληνισμός αυτός θα αποχτήσει μια φυσιογνωμία, όταν αποχτήσει μια φυσιογνωμία πνευματική η σημερινή Ελλάδα. Και θα έχει ακριβώς για χαρακτηριστικά τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από τους Έλληνες. Στο μεταξύ, ας θυμίσουμε στους νέους πως αν ο δημοτικισμός είναι για μας ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της Φυλής, είναι γιατί, πριν απ' όλα, συμβολίζει την πρώτη ομαδική στροφή της προς την αλήθεια. Κι ας τους συμβουλεύουμε να γυρεύουν την αλήθεια, καθώς έκαναν οι πρώτοι δημοτικιστές, όχι ρωτώντας πώς να είναι Έλληνες, αλλά πιστεύοντας πως αφού είναι Έλληνες, τα έργα που πραγματικά θα γεννήσει η ψυχή τους δεν μπορεί να μην είναι ελληνικά.
Αν έχω δίκιο, όλο το ζήτημα είναι πόσο βαθιά και πόσο αληθινά ο Έλληνας θα ατενίσει τον εαυτό του και τη φύση του που δεν μπορεί να μην είναι μέσα στη μεγάλη φύση, την ελληνική. Κι εδώ βέβαια οι δρόμοι είναι σκοτεινοί, μήτε φελάν οι συνταγές. Θα ήθελα όμως, πριν τελειώσω, να μου δοθεί η άδεια ν' αναφέρω το λόγο του Alain που μου φαίνεται πολύ διαφωτιστικός. «Η ένωση του ποιητή με τη φύση» γράφει «βρίσκεται αλλού, εκεί που εξαρχής κανένας δε θα τη γύρευε· σ' αυτή την υποταγή στους νόμους της ίδιας του φωνής, της ίδιας του ανάσας, του ίδιου βήματός του που είναι και τα δικά μας... Αντίθετα, ένας στιχοπλόκος προσπαθεί να περιγράψει και δεν παρουσιάζει τίποτε. Μάταια αντιγράφει τα πράγματα, μάταια αντιγράφει και τις ιδέες του ακόμη, και τα συναισθήματά του. Γιατί η μορφή τότε προέρχεται από σκέψεις· δεν είναι ποίηση· είναι βιομηχανία... Η ειλικρίνεια που ανήκει στον ποιητή δεν είναι διόλου μέσα στο πνεύμα του, αλλά πολύ περισσότερο στην εμπιστοσύνη που δίνει ολόκληρη στην ίδια του τη φύση την τυφλή, που εναρμονίζεται με τη μεγάλη φύση μ' ένα είδος πορείας ή χορού...»[2]
Μ' αυτή την ίδια εμπιστοσύνη θα είναι ελληνικός.
1. Εννοώ, φυσικά, την έξοδο των Βυζαντινών λογίων που κρατά πάνω από εκατό χρόνια στον 14ο και 15ο αιώνα.
2. «Vingt leçons sur les beaux-arts», Παρίσι, Gallimard 1931.
Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα: Γεώργιος Σεφεριάδης, Βουρλά, Σμύρνη, 13 Μαρτίου [Ιουλιανό Ημερολόγιο: 29 Φεβρουαρίου] 1900 – Αθήνα, 20 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Έλληνας δοκιμιογράφος, μεταφραστής, διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Γραμματολογικά ανήκει στη «Γενιά του '30». Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών Ελλήνων βραβευμένων με Νόμπελ Λογοτεχνίας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Εκτός από το πλούσιο ποιητικό έργο του, ο Σεφέρης διακρίθηκε και στον δοκιμιακό λόγο, με μία σειρά ρηξικέλευθων κριτικών δοκιμίων, στα οποία τόνισε τη σημασία της ελληνικής παράδοσης και ανέδειξε το έργο περιθωριακών μορφών της, όπως του Γιάννη Μακρυγιάννη και του Θεόφιλου.
Το μεταφραστικό του έργο είναι μικρό σε ποσότητα, αλλά σημαντικό. Μετέφρασε δύο έργα του Αμερικανού ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ (Έρημη Χώρα και Φονικό στην Εκκλησιά), ενώ μετέφερε στη νέα ελληνική δύο έργα της Βίβλου (Άσμα Ασμάτων και Αποκάλυψη του Ιωάννη). Ο Τ.Σ. Έλιοτ, ηγετική φυσιογνωμία της μοντερνιστικής ποίησης του 20ου αιώνα, ήταν ο ποιητής που τον επηρέασε όσο κανένας άλλος.
Από τη δεκαετία του '50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.
► Διαβάστε: Το Νόμπελ του Γιώργου Σεφέρη και η συγκλονιστική ομιλία του στην Σουηδική Ακαδημία το 1963 (βίντεο)
Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC.
Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Επί Ασπαλάθων», που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.
► Διαβάστε: Επί Ασπαλάθων... το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη (ανάλυση)
Σχετική βιβλιογραφία
• Δοκίμιο - Οκτάβ Μερλιέ - «Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Ελληνισμός» σε Μετάφραση Ξεν. Καράκαλος, Βιβλιοθήκη των Εκδόσεων Μυριόβιβλος. myriobiblos.gr
• Φλιτούρης Λάμπρος: Ο Octave Merlier και ο ρόλος του στην προώθηση των ελληνογαλικών πολιτισμικών σχέσεων (1925 - 1961), Πρακτικά ΚΑ' Πανελλήνιου Ιστορικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2001
• Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Σεφέρης Γιώργος, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Εκδοτική Αθηνών, τομ. 9Α.(1988), σελ. 246-247
• Οι επισημάνσεις με έντονα γράμματα, οι εικόνες και οι βιογραφίες που παρατίθενται στο κείμενο, οφείλονται στην πηγή: www.sophia-ntrekou.gr | Αέναη επΑνάσταση
• Γιώργου Σεφέρη, «Διάλογος πάνω στην ποίηση» (απόσπασμα). Γ. Σεφέρης – Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμ. Λουκάς Κούσουλας, Ερμής, Αθήνα 1988, σ. 27-31] Απόσπασμα από το δοκίμιο «Διάλογος πάνω στην ποίηση». Το δοκίμιο εντάσσεται στην ανοιχτή συζήτηση για την ποίηση και την ελληνικότητα στην τέχνη, που διενεργείται ανάμεσα στον Σεφέρη και τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, από τις στήλες των περιοδικών «Προπύλαια» και «Τα Νέα Γράμματα».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου